Language of document : ECLI:EU:T:2010:61

Υπόθεση T-36/06

Bundesverband deutscher Banken eV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Μεταβίβαση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στη Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale – Απόφαση διαπιστώνουσα ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Σοβαρές δυσχέρειες»

Περίληψη της αποφάσεως

Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση εξετάσεως – Συμβατότητα ενισχύσεως προς την κοινή αγορά

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

Η διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη και στους οικείους φορείς την εγγύηση ότι απολαύουν δικαιώματος ακροάσεως και η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως σχετικά με το σύνολο των στοιχείων της υποθέσεως προτού λάβει την απόφασή της, καθίσταται απαραίτητη αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να εκτιμήσει αν το κρατικό μέτρο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική εξέταση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση υπέρ συγκεκριμένου κρατικού μέτρου παρά μόνον αν είναι σε θέση να διαμορφώσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, είτε ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, είτε ότι, εάν το εν λόγω μέτρο χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, αυτό συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Καίτοι η εξουσία της Επιτροπής όσον αφορά την απόφαση να κινήσει την ως άνω διαδικασία είναι δέσμια, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και με το καθήκον περί χρηστής διοικήσεως που αυτή υπέχει, να προχωρήσει σε διάλογο με το κοινοποιούν κράτος ή με τρίτους προκειμένου να υπερβεί, κατά την προκαταρκτική διαδικασία, τυχόν ανακύψασες δυσχέρειες. Ωστόσο, η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπον αντικειμενικό, συγκρίνοντας τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Η προσφεύγουσα φέρει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, απόδειξη την οποία μπορεί να προσκομίσει βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων σχετικά, αφενός, με τις περιστάσεις και τη διάρκεια της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, με το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Το ζήτημα αν η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν συγχέεται με εκείνο της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών που απαιτούν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Συγκεκριμένα, η εξέταση της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών δεν αποσκοπεί στο να καταστεί γνωστό αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 87 ΕΚ, αλλά στο να αποδειχθεί αν η Επιτροπή διέθετε, κατά την ημέρα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα του επιδίκου μέτρου με την κοινή αγορά.

Εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απάντησε σε ορισμένες αιτιάσεις που η προσφεύγουσα προέβαλε στο πλαίσιο μιας παράλληλης υποθέσεως δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει θέση επί του επίμαχου μέτρου με βάση τις πληροφορίες που διέθετε και ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά συνέπεια, να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως προκειμένου να συμπληρώσει την έρευνά της. Συγκεκριμένα, κάθε επιχείρημα προβληθέν από έναν ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας αφορώσας παρεμφερείς περιστάσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην ικανό να δώσει λαβή για σοβαρές δυσχέρειες που απαιτούν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας. Όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως σε σχέση με παρεμφερείς συναλλαγές και όταν, με την ευκαιρία αυτή, είχε γίνει συζήτηση για τη σπουδαιότητα ορισμένων χαρακτηριστικών που ήσαν κοινά ως προς όλες τις συναλλαγές, μπορεί να γίνει δεκτό ότι όχι μόνον η Επιτροπή διαθέτει, κατά την ημέρα της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πληροφορίες που της παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των εν λόγω χαρακτηριστικών, αλλά και ότι κάθε ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να παράσχει στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες επ’ αυτού.

(βλ. σκέψεις 125-127, 129-131)