Language of document : ECLI:EU:T:2015:449

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού λεκτικού σήματος ALEX — Εθνικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα ALEX — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 — Έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα — Έλλειψη κινδύνου συγχύσεως»

Στην υπόθεση T‑657/13,

BH Stores BV, με έδρα το Curaçao (Αυτόνομο έδαφος των Κάτω Χωρών), εκπροσωπούμενη από τον T. Dolde, δικηγόρο, και M. Hawkins, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον L. Rampini,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Alex Toys LLC, με έδρα το Wilmington, Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους G. Macías Bonilla, P. López Ronda, G. Marín Raigal και E. Armero, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 (υπόθεση R 1950/2012-2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των BH Stores BV και Alex Toys LLC,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, M. van der Woude (εισηγητή), M. Kancheva, C. Wetter και I. Ulloa Rubio, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2013,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Απριλίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 2014,

έχοντας υπόψη την παραπομπή της υπό κρίση υποθέσεως ενώπιον του εβδόμου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη το κώλυμα ενός εκ των μελών του τμήματος και την απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου να ορίσει εαυτόν ως μέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, για τη συμπλήρωση του τμήματος,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 10ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Στις 27 Δεκεμβρίου 2007, η Panline U.S.A. Inc. (την οποία υποκατέστησε η παρεμβαίνουσα, Alex Toys LLC, κατόπιν της εκχωρήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στις 21 Μαΐου 2013) υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σήμα ALEX.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 20 και 28 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 16: «Σφραγίδες από καουτσούκ και μελανωτήρες για σφραγίδες· θήκες διάτρητων (στένσιλ)· κανόνες (χάρακες)· κάρτες γενεθλίων με τρισδιάστατες εκδιπλούμενες παραστάσεις· μαρκαδόροι επισήμανσης· παιδικά σετ ζωγραφικής με δαχτυλομπογιές, χρώματα για αφίσες, υδροχρώματα, πινέλα ζωγραφικής, κύπελλα χρώματος και παιδικές ποδιές· σβήστρες για πίνακες· κιμωλία· χρωματιστά μολύβια από κερί και πλαστικό· κόλλες για χαρτικά ή οικιακές χρήσεις· παιδικά ψαλίδια· χρωματιστά μολύβια· χαρτί οριγκάμι· μπλοκ ιχνογραφίας· βιβλία ιχνογραφίας και βιβλία για κοπή σχεδίων· βιβλία για χρωματισμό, ζωγραφικής· και παιδικά βιβλία δραστηριοτήτων»∙

–        κλάση 20: «Παιδικά έπιπλα»∙

–        κλάση 28: «Σετ καλλιτεχνίας και χειροτεχνίας για παιδιά για κατασκευή κοσμημάτων, περιδέραιων με σπάγγο, καρτών, διοραμάτων με θέμα τη ζούγκλα, αλυσίδων για κλειδιά, συμπληρωμάτων (αξεσουάρ) ένδυσης, οριγκάμι και κιριγκάμι, αυτοκόλλητων, έργων τέχνης με γκλίτερ, έργων τέχνης με άμμο, γλυπτών ζώων, μοντέλων, συνθέσεων (κολάζ), φίλτρων, αρωμάτων, αφρόλουτρων σε μορφή ζελέ για το μπάνιο, προσωπικών ημερολογίων και αναμνηστικών βιβλίων από τις διακοπές, λευκωμάτων για φωτογραφίες, σχεδίων (πατρόν) σε μετάξι, συμπληρωμάτων (αξεσουάρ) μόδας (όπου περιλαμβάνονται αναδέτες, περιδέραια ως αναμνηστικά αγάπης και περιδέραια από φωσφορίζουσες χάντρες)· σετ καλλιτεχνίας και χειροτεχνίας για παιδιά για ζωγραφική, σχέδιο, σχεδίαση με διάτρητα πρότυπα (στένσιλ), χρωματισμό, κατασκευή προπλασμάτων με άργιλο, κατασκευή και σχεδιασμό δεινοσαύρων και εκμάθηση του αλφαβήτου και των αριθμών (με χρήση καρτών διδασκαλίας, μαγνητικών πλαστικών αριθμών και γραμμάτων)· σετ χαρτιών χειροτεχνίας για χόμπυ· σετ για πάρτι μεταμφιεσμένων· σετ για την κατασκευή ρολογιών χειρός και λουριών για ρολόγια χειρός· παιδικές ποδιές πωλούμενες ως μέρος σετ καλλιτεχνίας και χειροτεχνίας· ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά· και παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 21/2008, της 26ης Μαΐου 2008.

5        Στις 26 Αυγούστου 2008, η Arcandor Akt (την οποία υποκατέστησε η BH Stores BV, κατόπιν μεταγενέστερης μεταβιβάσεως) άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94, όπως έχει τροποποιηθεί (νυν άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του ως άνω σήματος για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στα ακόλουθα προγενέστερα σήματα:

–        Το γερμανικό λεκτικό σήμα ALEX, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση καταχωρίσεως στις 2 Σεπτεμβρίου 1982, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 3 Ιουνίου 1983, και το οποίο ανανεώθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2002 και την 1η Οκτωβρίου 2012, υπό τον αριθ. 1049274, για τα «αθλητικά είδη», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 28∙

–        Το γερμανικό λεκτικό σήμα ALEX, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση καταχωρίσεως στις 5 Ιουλίου 1990, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1992, και το οποίο ανανεώθηκε την 1η Αυγούστου 2010, υπό τον αριθ. DD 648968, για τα « λευκά είδη για το μπάνιο, όπως πετσέτες χεριών, πετσέτες μπάνιου, γάντια τουαλέτας και πετσέτες για τους επισκέπτες», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 24 και τα «αθλητικά είδη», τα οποία περιλαμβάνονται στην κλάση 28∙

–        Το γερμανικό εικονιστικό σήμα, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση καταχωρίσεως στις 4 Μαΐου 1999, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 2 Αυγούστου 1999 και το οποίο ανανεώθηκε την 1η Ιουνίου 2009, υπό τον αριθ. 39925705, για τα «ποδήλατα», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 12, τις «τσάντες, τα σακίδια, τις τσάντες ταξιδίων και τις βαλίτσες», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 18 και τα «αθλητικά είδη», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 28, όπως παρατίθεται αμέσως κατωτέρω:

Image not found

7        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009) και στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009).

8        Στις 7 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα κατέθεσε τα αποδεικτικά στοιχεία της χρήσεως των προγενέστερων σημάτων της.

9        Στις 16 Μαΐου 2012, η παρεμβαίνουσα περιόρισε τον κατάλογο των προϊόντων που εμπίπτουν στην κλάση 28 προβαίνοντας, κατόπιν της απαριθμήσεως των προϊόντων αυτών, στην εξής, νέα διευκρίνιση:

–        κλάση 28 : «[…] ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά· και παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων∙ στα ανωτέρω προϊόντα δεν συμπεριλαμβάνονται αθλητικά είδη».

10      Στις 3 Οκτωβρίου 2012, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της.

11      Στις 22 Οκτωβρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

12      Με απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι περιόρισε τον έλεγχό του στον λόγο ανακοπής ο οποίος αντλείται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ανέπτυσσε πλέον επιχειρηματολογία βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού. Επίσης, επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητούσε ότι τα προγενέστερα σήματα είχαν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς για «αθλητικά είδη» και ότι η ανακοπή περιοριζόταν στα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» και στα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 28. Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείτο από μέλη του ευρέος κοινού στη Γερμανία. Επισήμανε ότι δεν αμφισβητείτο ότι, όσον αφορά τα προγενέστερα λεκτικά σήματα, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα ταυτίζονταν και ότι, όσον αφορά το προγενέστερο εικονιστικό σήμα, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα ήταν παρόμοια. Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, αναφερόμενο στην απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, i‑content κατά ΓΕΕΑ – Decathlon (BETWIN) [T‑514/11, Συλλογή (αποσπάσματα), EU:T:2013:291, σκέψεις 34 έως 39], ότι τα «αθλητικά είδη» και τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά∙ και παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» ήταν διαφορετικά προϊόντα και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να υφίσταται κανένας κίνδυνος συγχύσεως, δεδομένου ότι δεν επληρούτο μία εκ των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ του κανονισμού 207/2009, ήτοι η ταυτότητα ή η ομοιότητα των προϊόντων.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών και του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

14      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας, περιλαμβανομένων και των δικαστικών εξόδων της παρεμβαίνουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν ερωτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, η παρεμβαίνουσα επισήμανε ότι ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτήν κρίθηκε ως παραδεκτή η προσφυγή της προσφεύγουσας ενώπιον του τμήματος προσφυγών και, επικουρικώς, την απόρριψη της προσφυγής και την επικύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο επικυρώσει το παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών

16      Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν απαράδεκτη, λόγω της μη τηρήσεως της προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποιήσεως της αποφάσεως για την κατάθεση της εκθέσεως των λόγων της προσφυγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009. Υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών στην προσφεύγουσα έγινε στις 3 Οκτωβρίου 2012 και ότι η τελευταία κατέθεσε την έκθεση των λόγων της προσφυγής της στις 7 Φεβρουαρίου 2013, ήτοι μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας, η οποία, κατά την παρεμβαίνουσα, έληγε στις 4 Φεβρουαρίου 2013 (δεδομένου ότι η 3η Φεβρουαρίου 2013 ήταν ημέρα Κυριακή). Επίσης, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση σιωπά ως προς την πλημμέλεια αυτή.

17      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής, δεδομένου ότι τούτο επισήμανε, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφυγή ήταν σύμφωνη προς τα άρθρα 58, 59 και 60 του κανονισμού 207/2009 και τον κανόνα 48, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1) και ότι, ως εκ τούτου, ήταν παραδεκτή.

18      Δεύτερον, όσον αφορά το εάν η από 7ης Φεβρουαρίου 2013 έκθεση των λόγων της προσφυγής κατατέθηκε εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009 προθεσμίας, πρέπει εν προκειμένω να γίνει μνεία του άρθρου 7, παράγραφος 4, της αποφάσεως EX-11-3 του προέδρου του ΓΕΕΑ, της 18ης Απριλίου 2011, σχετικά με την ηλεκτρονική επικοινωνία από και προς το ΓΕΕΑ, η οποία ήταν εφαρμοστέα κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«Πλην των περιπτώσεων ακριβούς προσδιορισμού της ημερομηνίας κοινοποιήσεως, τούτη θεωρείται ότι έγινε την πέμπτη ημερολογιακή ημέρα από την ημερομηνία της δημιουργίας του εγγράφου από τα συστήματα του [ΓΕΕΑ]. Η ημερομηνία δημιουργίας του εγγράφου είναι τυπωμένη επ’ αυτού. Το έγγραφο τίθεται στο MAILBOX το συντομότερο δυνατόν πριν την παρέλευση της ως άνω πενθήμερης προθεσμίας».

19      Η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ υποστηρίζουν ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε η απόφαση του τμήματος ανακοπών από τα συστήματα του [ΓΕΕΑ] είναι η 3η Οκτωβρίου 2012 και ότι, ως εκ τούτου, η κοινοποίηση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών θεωρείται ότι έγινε πέντε ημέρες αργότερα, ήτοι στις 8 Οκτωβρίου 2012.

20      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών φέρει την ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 2012, και, ως εκ τούτου, η δημιουργία του εγγράφου από τα συστήματα του ΓΕΕΑ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της αποφάσεως EX-11-3 δεν είναι δυνατόν να έλαβε χώρα νωρίτερα.

21      Δυνάμει του κανόνα 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2868/95, εξεταζομένου από κοινού με το άρθρο 60, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 207/2009, στην προκειμένη περίπτωση, η προθεσμία για την κατάθεση της εκθέσεως των λόγων της προσφυγής έληξε, κατά συνέπεια, το νωρίτερο στις 8 Φεβρουαρίου 2013.

22      Επομένως, η από 7 Φεβρουαρίου 2013 έκθεση λόγων κατατέθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε την προσφυγή της προσφεύγουσας παραδεκτή.

23      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που προέβαλε η παρεμβαίνουσα περί απαραδέκτου της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

24      Η παρεμβαίνουσα εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη τα νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα, καθόσον αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και, κατά τούτο, το περιεχόμενό τους δεν είναι ικανό να μεταβάλει το σκεπτικό και τα συμπεράσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

25      Τα παραρτήματα 14 έως 18 της προσφυγής, τα οποία είναι αποσπάσματα διαδικτυακών ιστοσελίδων, τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και των οποίων τμήματα περιλαμβάνονται στο σώμα της προσφυγής, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Συγκεκριμένα, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Συνεπώς, αποκλείεται η συνεκτίμηση των ως άνω εγγράφων και παρέλκει η εξέταση της αποδεικτικής τους ισχύος [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑346/04, Sadas κατά ΓΕΕΑ — LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, Συλλογή, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Το ίδιο ισχύει και για το παράρτημα 9 του υπομνήματος παρεμβάσεως.

26      Τα παραρτήματα 13 και 19 της προσφυγής, μολονότι προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία με τη στενή έννοια του όρου, αλλά αφορούν την πρακτική που ακολουθεί το ΓΕΕΑ στις σχετικές αποφάσεις του και τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, την οποία οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να επικαλούνται ακόμη και αν είναι μεταγενέστερη της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας [βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις ARTHUR ET FELICIE, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2005:420, σκέψη 20, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ – Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), T‑29/04, Συλλογή, EU:T:2005:438, σκέψη 16]. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να απαγορεύεται ούτε στους διαδίκους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνουν υπόψη, κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, στοιχεία αντλούμενα από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, των εθνικών ή των διεθνών δικαστηρίων. Αυτή η δυνατότητα αναφοράς στη νομολογία του δικαστή της Ένωσης, των εθνικών ή των διεθνών δικαστηρίων, δεν αφορά τη νομολογία κατά την οποία η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έχει ως σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών βάσει των στοιχείων που είχαν προσκομιστεί από τους διαδίκους ενώπιόν τους, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση μη συνεκτιμήσεως εκ μέρους του τμήματος προσφυγών πραγματικών στοιχείων από συγκεκριμένη απόφαση δικαστή της Ένωσης, αλλά για περίπτωση παραβάσεως διατάξεως του κανονισμού 207/2009 από το τμήμα προσφυγών [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ – Johnson’s Veterinary Products (VITACOAT), T‑277/04, Συλλογή, EU:T:2006:202, σκέψεις 70 και 71].

 Επί της ουσίας

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους που αντλούνται, ο μεν πρώτος, από παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009, ο δε δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του λόγου ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009

28      Με τον πρώτο της λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως καθόσον, αντί να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής και της διαδικασίας προσφυγής και να εκθέσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αρκέστηκε να παραπέμψει στην απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), αντιγράφοντας εν μέρει τις σκέψεις 36 έως 38 αυτής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα προϊόντα ήταν διαφορετικά, χωρίς να εξετάσει εάν τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η εν λόγω απόφαση μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην προκειμένη περίπτωση.

29      Βάσει του άρθρου 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και η επιβαλλόμενη από το άρθρο αυτό αιτιολογία πρέπει να εκθέτει, κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο, το σκεπτικό του οργάνου που εξέδωσε την πράξη. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στα μεν ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως [αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2004, KWS Saat κατά ΓΕΕΑ, C‑447/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:649, σκέψεις 64 και 65, και της 28ης Νοεμβρίου 2013, Herbacin cosmetic κατά ΓΕΕΑ – Laboratoire Garnier (HERBA SHINE), T‑34/12, EU:T:2013:618, σκέψη 42].

30      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα [βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011, Bayerische Asphaltmischwerke κατά ΓΕΕΑ – Koninklijke BAM Groep (bam), T‑426/09, EU:T:2011:633, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

31      Κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να απαιτείται από τα τμήματα προσφυγών να παραθέτουν αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2008, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), T‑304/06, Συλλογή, EU:T:2008:268, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Αρκεί το τμήμα προσφυγών να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς που έχουν αποφασιστική σημασία στην οικονομία της αποφάσεως [βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2010, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Barranco Schnitzler (MATRATZEN CONCORD), T‑351/08, EU:T:2010:263, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

32      Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει σαφώς από το σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το συμπέρασμα της αποφάσεως ΒETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), κατά το οποίο δεν υφίσταται καμία ομοιότητα μεταξύ των «αθλητικών ειδών» και των «ατομικών παιχνιδιών, παιχνιδιών και αθυρμάτων» μπορούσε, «κατ’ επέκταση», να εφαρμοστεί στα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα στην προκειμένη περίπτωση, ήτοι στα «αθλητικά είδη», στα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» και στα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων».

33      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών επανέλαβε τους λόγους που εκτέθηκαν στην απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), τονίζοντας, στο σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την εκτίμησή του, είναι κρίσιμοι για την οριστική απόρριψη των επιχειρημάτων της ανακόπτουσας στην προκειμένη περίπτωση.

34      Στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, ακόμα κι αν μπορούσε να αποδειχθεί ορισμένη εγγύτητα μεταξύ, αφενός, «αθλητικών ειδών» και, αφετέρου, ορισμένων παιχνιδιών (παραδείγματος χάριν τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» και τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων»), καθόσον ορισμένα «αθλητικά είδη» μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως παιχνίδια και ορισμένα παιχνίδια μπορεί επίσης να είναι «αθλητικά είδη», τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτές οι δύο κατηγορίες προϊόντων έχουν, κατ’ ουσίαν, διαφορετικό προορισμό, ήτοι τα «αθλητικά είδη» την άθληση του σώματος μέσω της φυσικής ασκήσεως, τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» τη ψυχαγωγία των παιδιών, και τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» την ψυχαγωγία και την επιμόρφωση των παιδιών.

35      Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, καίτοι είναι δυνατόν τα «αθλητικά είδη» να απευθύνονται σε παιδιά υπό τη μορφή παιχνιδιών ή να προορίζονται ως συμπληρωματικά προϊόντα για παιχνίδια, με αποτέλεσμα να μπορούν να κατασκευάζονται από τις ίδιες επιχειρήσεις και να διατίθενται μέσα από τα ίδια δίκτυα διανομής, εντούτοις πρόκειται για κατηγορίες προϊόντων τα οποία, γενικώς, κατασκευάζονται από εξειδικευμένες επιχειρήσεις και πωλούνται σε εξειδικευμένα καταστήματα ή, στην περίπτωση πολυκαταστημάτων, σε εξειδικευμένα τμήματα τα οποία, ακόμα κι αν είναι όμορα, εντούτοις είναι διακριτά.

36      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως από όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην οικονομία της αποφάσεως εκτίθενται σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση και καθιστούν δυνατόν αφενός, η προσφεύγουσα να γνωρίζει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της, και αφετέρου, ο δικαστής της Ένωσης να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της πράξεως.

37      Κατά τα λοιπά, τίποτα δεν απαγορεύει, καταρχήν, στο τμήμα προσφυγών να υιοθετεί το σκεπτικό αποφάσεως δικαστηρίου της Ένωσης, εάν το τμήμα εκτιμά ότι τούτο μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, καίτοι αληθεύει ότι το τμήμα προσφυγών επανέλαβε εκτενώς τις σκέψεις 36 έως 38 της αποφάσεως BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), εντούτοις επισήμανε σαφώς ποια ήταν τα πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί της αποφάσεως εκείνης που, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να εφαρμοστούν στην υπό κρίση υπόθεση.

38      Τρίτον, ούτε τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009.

39      Καταρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), το Γενικό Δικαστήριο είχε επικρίνει την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων τα οποία να στηρίζουν το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

40      Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι το εάν η απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμπίπτει στην εξέταση του δευτέρου λόγου, ήτοι της ουσιαστικής εξετάσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όχι της εξετάσεως της αιτιολογίας της.

41      Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την υποχρέωση που είχε να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα των διαδίκων τα σχετικά με τις προγενέστερες αποφάσεις του ΓΕΕΑ και να αιτιολογήσει την απόφασή του σε σχέση με την οικεία ακολουθούμενη πρακτική. Επίσης, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Knut IP Management κατά ΓΕΕΑ – Zoologischer Garten Berlin (KNUT – DER EISBÄR) (T‑250/10, στο εξής: απόφαση KNUT, EU:T:2013:448).

42      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ σχετικά με την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού 207/2009, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα των ως άνω αποφάσεων πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του οικείου κανονισμού, όπως αυτός έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι βάσει ορισμένης ακολουθούμενης πρακτικής προγενέστερης των αποφάσεων αυτών (αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2007, Αlcon κατά ΓΕΕΑ, C‑412/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:252, σκέψεις 64 και 65, και ARTHUR ET FELICIE, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2005:438, σκέψη 71).

43      Στην προκειμένη περίπτωση, βάσει της νομολογίας η οποία αναφέρθηκε στις σκέψεις 31 και 42 ανωτέρω, και καθόσον το τμήμα προσφυγών εξέθεσε αρκούντως τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δεν ήταν υποχρεωμένο να διατυπώσει ειδική αιτιολογία για να δικαιολογήσει την απόφασή του σε σχέση με τις προγενέστερες αποφάσεις του ΓΕΕΑ οι οποίες κατατίθενται στα δικόγραφα των διαδίκων ή σε σχέση με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης.

44      Επιπροσθέτως, όσον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα σχετικά με την απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), διαπιστώνεται ότι, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το τμήμα προσφυγών είχε λάβει γνώση της αποφάσεως αυτής εγκαίρως, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από αυτό να σχολιάζει κάθε απόφαση του δικαστή της Ένωσης, ιδίως δεδομένου ότι τοποθετήθηκε σαφώς υπέρ της εφαρμογής της αποφάσεως BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), η οποία αφορά το ίδιο ζήτημα με εκείνο της υπό κρίση υποθέσεως.

45      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009

46      Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο ομοιότητα, καθώς και κίνδυνος συγχύσεως, μεταξύ των επίμαχων προϊόντων.

47      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό εάν, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, του κανονισμού 207/2009, προγενέστερα σήματα είναι τα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος σήματα, η ημερομηνία καταθέσεως των οποίων είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

48      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του πώς το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα σημεία και τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, Συλλογή, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

49      Οσάκις η προστασία του προγενέστερου σήματος εκτείνεται στο σύνολο της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτά από τον καταναλωτή των επίμαχων προϊόντων τα αντιπαρατιθέμενα σήματα εντός της επικράτειας αυτής. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να απορριφθεί αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, είναι αρκετό να συντρέχει έστω και ένας σχετικός λόγος απαραδέκτου, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, σε τμήμα της Ένωσης [βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Συλλογή, EU:T:2006:397, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

50      Στην προκειμένη περίπτωση, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείτο από μέλη του ευρέος κοινού στη Γερμανία, το κράτος μέλος όπου προστατεύονται τα προγενέστερα σήματα, χωρίς το στοιχείο αυτό να αμφισβητείται από τους διαδίκους.

51      Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά τα προγενέστερα λεκτικά σήματα, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι πανομοιότυπα και, όσον αφορά το προγενέστερο εικονιστικό σήμα, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι παρόμοια.

52      Οι ως άνω εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών πρέπει να επικυρωθούν.

–       Επί της συγκρίσεως των προϊόντων

53      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση των προϊόντων, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή ο συμπληρωματικός χαρακτήρας τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, Συλλογή, σκέψη 23). Μπορούν δε να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των σχετικών προϊόντων [βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), T‑443/05, Συλλογή, EU:T:2007:219, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

54      Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να συγκριθούν τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» και τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων», τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, με τα «αθλητικά είδη», τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα.

55      Πριν την εξέταση των επιχειρημάτων της κύριας δίκης, διαπιστώνεται ότι, γενικώς, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν προσδιόρισε τα προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά» και «παιδικά παιχνίδια [εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών] δραστηριοτήτων». Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι ο ιδιαίτερος τρόπος εμπορίας των προσδιοριζόμενων από τα σήματα προϊόντων μπορεί να ποικίλλει διαχρονικώς και αναλόγως της βουλήσεως των δικαιούχων των σημάτων αυτών, η ανάλυση του μελλοντικού κινδύνου συγχύσεως μεταξύ δύο σημάτων δεν μπορεί να συναρτάται προς τις πραγματοποιηθείσες ή μη, και εκ φύσεως υποκειμενικές, εμπορικές προθέσεις των δικαιούχων των σημάτων [βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, T.I.M.E. ART κατά ΓΕΕΑ, C‑171/06 P, EU:C:2007:171, σκέψη 59, και απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, Honda Motor Europe κατά ΓΕΕΑ – Seat (MAGIC SEAT), T‑363/06, Συλλογή, EU:T:2008:319, σκέψη 63]. Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούτο να προσδιορίσει τα εξειδικευμένα προϊόντα τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, καθόσον αυτά είναι δυνατόν να ποικίλλουν.

56      Η προσφεύγουσα αναπτύσσει κυρίως τέσσερις κατηγορίες επιχειρημάτων, με σκοπό να αποδείξει ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι παρόμοια: τη φύση τους, τον προορισμό τους, τα δίκτυα διανομής τους και κατασκευής τους, καθώς και την ακολουθούμενη πρακτική του ΓΕΕΑ.

57      Καταρχάς, όσον αφορά τη φύση των προϊόντων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα «αθλητικά είδη» τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα και τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά», καθώς και τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων», τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, είναι της ίδιας φύσεως, δεδομένου ότι συχνά έχουν την ίδια σύνθεση (δέρμα, πλαστικό, ξύλο ή μέταλλο), ότι η χρήση τους είναι επίσης ίδια, διότι προϋποθέτει άσκηση σωματικής δύναμης, και ότι βρίσκονται αμφότερα σε στερεή κατάσταση. Επίσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, βασιζόμενη στην απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), ότι μεγάλος αριθμός «αθλητικών ειδών» διατίθενται υπό απλοποιημένη μορφή και μικρό μέγεθος ως παιχνίδια δραστηριοτήτων για παιδιά, με αποτέλεσμα να είναι συχνά δυσχερής η διάκριση μεταξύ «αθλητικών ειδών» και παιχνιδιών δραστηριοτήτων (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω, EU:T:2013:448, σκέψη 47).

58      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί της συνθέσεως των επίμαχων προϊόντων, καθώς και περί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε συναφώς ενώπιον του ΓΕΕΑ, διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι τα «αθλητικά είδη», τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα, και τα παιχνίδια, τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, είναι δυνατόν να συντίθενται από τα ίδια, κατά τα λοιπά βέβαια ποικίλα, υλικά, δεν εξαρκεί για να αποδείξει την ομοιότητα των προϊόντων, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ποικιλίας προϊόντων τα οποία μπορούν να κατασκευαστούν από δέρμα, πλαστικό, ξύλο ή μέταλλο. Συγκεκριμένα, η ίδια πρώτη ύλη ή το ίδιο υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ευρείας γκάμας προϊόντων, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους.

59      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, λόγω ακριβώς της υπάρξεως απλοποιημένης μορφής και μικρού μεγέθους «παιδικών παιχνιδιών εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» καθίσταται δυνατή η διάκρισή τους από τα «αθλητικά είδη» και η μη σύγχυσή τους με τα τελευταία. Στην προκειμένη περίπτωση, τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων», όπως δηλώνει και ο τίτλος τους, προορίζονται για παιδιά σχετικώς μικρής ηλικίας και διακρίνονται από τα «αθλητικά είδη» (ακόμα κι αν τα αναπαράγουν πιστά) βάσει των απλούστερων τεχνικών τους προδιαγραφών, τη διαφορετική τους όψη (μικρό μέγεθος, μικρό βάρος), προδιαγραφές ασφαλείας για παιδιά σύμφωνα με την οδηγία 2009/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών (ΕΕ L 170, σ. 1), καθώς και, γενικώς, χαμηλότερη τιμή. Ένα σετ μίνι γκολφ, παράδειγμα προϊόντων που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, το οποίο παρατίθεται από την προσφεύγουσα, είναι προσαρμοσμένο στο ύψος των παιδιών και τα μπαστούνια υπολείπονται σε ακρίβεια των κανονικών μπαστουνιών γκολφ και είναι από ελαφρύ πλαστικό. Η ίδια συλλογιστική εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο στα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου για παιδιά», τα οποία δεν έχουν ισοδύναμο «αθλητικό είδος».

60      Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα κατά τα οποία τα επίμαχα προϊόντα χρησιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο, ήτοι με άσκηση σωματικής δύναμης, και βρίσκονται στην ίδια φυσική κατάσταση, τέτοιου είδους στοιχεία δεν είναι κρίσιμα στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον τούτο ισχύει για πλείστα όσα προϊόντα που έχουν προορισμό εντελώς διαφορετικό από κάποιο άθλημα (εργαλεία χειρός, εργαλεία καθαρισμού, κατασκευής, κ.λπ.).

61      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι τα παιχνίδια, τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, έχουν διαφορετική φύση από εκείνη των «αθλητικών ειδών», τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα.

62      Δεύτερον, όσον αφορά τον προορισμό των προϊόντων τα οποία αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αυτός ταυτίζεται, καθόσον όλα προορίζονται για φυσική δραστηριότητα και ψυχαγωγία. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι, όπως επισημαίνεται στην απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), υφίσταται ένας «ανοιχτός δίαυλος» μεταξύ, αφενός, των «αθλητικών ειδών» και, αφετέρου, των παιχνιδιών, καθόσον, μεταξύ άλλων, είναι παγκοίνως γνωστό ότι «αθλητικά είδη» χρησιμοποιούνται ως παιχνίδια και ότι ορισμένα παιχνίδια μπορούν επίσης να εξομοιωθούν προς «αθλητικά είδη» (απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω, EU:T:2013:448, σκέψη 47).

63      Πρώτον, όπως προκύπτει από την ίδια την απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), δεν υπάρχει, καταρχήν, σχέση εναλλαξιμότητας και συμπληρωματικότητας μεταξύ, αφενός, των προϊόντων «είδη γυμναστικής και αθλητισμού τα οποία δεν εμπίπτουν σε άλλες κλάσεις» της κλάσεως 28 και, αφετέρου, «κούκλες (ατομικά παιχνίδια), παιχνίδια∙ ατομικά παιχνίδια∙ λούτρινα ζωάκια» της ίδιας κλάσεως, καθόσον τα επίμαχα προϊόντα έχουν διαφορετικό προορισμό. Συγκεκριμένα, ενώ τα είδη γυμναστικής και αθλητισμού προορίζονται, προπαντός, για τη βελτίωση της φυσικής καταστάσεως, τα παιχνίδια, καθώς και τα ατομικά παιχνίδια έχουν, καταρχήν, ψυχαγωγικό σκοπό (απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω, EU:T:2013:448, σκέψεις 44 και 45).

64      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι συγκεκριμένος προορισμός (π.χ. η φυσική δραστηριότητα) δεν αποκλείει άλλον προορισμό (π.χ. την αναψυχή) και ότι δύο προορισμοί είναι δυνατόν να «συμπλέκονται» σε ένα προϊόν, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, δεν αποκλείει τη δυνατότητα προσδιορισμού ενός κυρίαρχου, άλλως καλούμενου «πρωταρχικού», σκοπού προορισμού ενός προϊόντος. Ορθώς λοιπόν η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι με τον όρο «χρήση» πρέπει να νοείται η γενικώς προβλεπόμενη χρήση ενός προϊόντος και όχι η στρεβλή ή η περιστασιακή χρήση του.

65      Ως εκ τούτου, η ύπαρξη ορισμένου «ανοιχτού διαύλου» ή ζώνης επικαλύψεως μεταξύ δύο κατηγοριών προϊόντων με διαφορετικό, κατ’ ουσίαν, προορισμό, δεν συνεπάγεται ότι όλα τα οικεία προϊόντα τα οποία εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες προϊόντων είναι παρόμοια.

66      Επιπροσθέτως, προκύπτει από τη νομολογία ότι το γεγονός ότι δύο προϊόντα μπορούν, μέχρις ενός βαθμού, να ικανοποιούν την ίδια ανάγκη, δεν αποκλείει τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κοινού να τα εκλαμβάνει ως διακριτά προϊόντα [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008, Coca-Cola κατά ΓΕΕΑ – San Polo (MEZZOPANE), T‑175/06, Συλλογή, EU:T:2008:212, σκέψη 66].

67      Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα είχαν κατ’ ουσίαν διαφορετικό προορισμό, αναφερόμενο στις σκέψεις 35 και 36 της αποφάσεως BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291).

68      Συγκεκριμένα, από την απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291) προκύπτει ότι, καίτοι δεν αποκλείεται να μπορεί να αποδειχθεί ορισμένη εγγύτητα μεταξύ αφενός, ορισμένων «ειδών αθλητισμού και γυμναστικής» και, αφετέρου, ορισμένων «ατομικών παιχνιδιών, παιχνιδιών και αθυρμάτων», καθόσον ορισμένα «αθλητικά είδη» μπορούν να χρησιμοποιούνται ως «παιχνίδια» και ορισμένα «παιχνίδια» μπορούν επίσης να είναι «αθλητικά είδη», ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων των οργάνων του ΓΕΕΑ όσον αφορά τα συγκεκριμένα, επίμαχα προϊόντα και τον τρόπο με τον οποίο αυτά επηρεάζονται, τέτοιο ενδεχόμενο δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι αυτές οι δύο κατηγορίες προϊόντων έχουν, κατ’ ουσίαν, διαφορετικό προορισμό. Ειδικότερα, ακόμα και εάν, ως εκ της φύσεώς τους, αυτές οι δύο κατηγορίες προϊόντων έχουν ως σκοπό την ψυχαγωγία του κοινού, υπηρετούν και άλλους σκοπούς. Τα «είδη αθλητισμού και γυμναστικής» προορίζονται για την άθληση του σώματος μέσω της φυσικής ασκήσεως, ενώ τα «ατομικά παιχνίδια, τα παιχνίδια και τα αθύρματα» έχουν ως σκοπό την ψυχαγωγία των χρηστών τους (απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:T:2013:291, σκέψεις 35 και 36).

69      Ακόμα προφανέστερα απ’ ό,τι στην περίπτωση των «ατομικών παιχνιδιών, παιχνιδιών και αθυρμάτων» που αφορά η απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» έχουν προπαντός ως σκοπό την ψυχαγωγία των χρηστών τους, με εκπαιδευτική στόχευση (παροχή βασικών γνώσεων για τις λέξεις, τα γράμματα, τους αριθμούς, κ.λπ.) και σκοπούς γενικότερης αναπτύξεως, οι οποίοι μπορούν, βεβαίως, να περιλαμβάνουν τη φυσική ανάπτυξη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε η βελτίωση της φυσικής καταστάσεως να αναγορεύεται σε πρωταρχικό τους προορισμό. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» συνεπάγεται κυρίως φυσική δραστηριότητα. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι όχι μόνο είναι δυνατόν ο όρος «δραστηριότητα» να σημαίνει επίσης πνευματική δραστηριότητα, αλλά και ότι η προσθήκη των λέξεων «εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων [για παιδιά]» ενισχύει την άποψη ότι η οριζόμενη δραστηριότητα δεν έχει ως πρωταρχικό σκοπό τη φυσική δραστηριότητα, αλλά, αντιθέτως, προπαντός παιδαγωγικό σκοπό.

70      Επομένως, ορθώς εκτίμησε το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα «αθλητικά είδη» προορίζονται για την άθληση του σώματος μέσω της φυσικής ασκήσεως, ενώ τα παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων έχουν ως σκοπό να ψυχαγωγήσουν, και ταυτοχρόνως να επιμορφώσουν τα παιδιά.

71      Επίσης ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα «ατομικά παιχνίδια μπάνιου» έχουν ως σκοπό «σαφώς αποκλειστικώς την ψυχαγωγία των νηπίων». Ειδικότερα, ο αμιγώς ψυχαγωγικός σκοπός των «ατομικών παιχνιδιών μπάνιου για παιδιά» είναι ακόμα πιο προφανής απ’ ό,τι για τα «παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων».

72      Δεύτερον, τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα δεν είναι ανταγωνιστικά, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

73      Η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταναλωτές μπορούν εύκολα να αντιμεταθέσουν προϊόντα αυτού του τύπου (επικαλείται, ως παράδειγμα, τις μπάλες ή τα σετ πετοσφαιρίσεως παραλίας).

74      Εντούτοις, προκύπτει από τις σκέψεις 61, 70 και 71 ανωτέρω ότι, δεδομένου ότι η φύση και ο προορισμός των προϊόντων που αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι διαφορετικά, αυτά δεν είναι εναλλάξιμα, και, επομένως, δεν είναι ανταγωνιστικά. Σε κάθε περίπτωση, καίτοι είναι ενίοτε δυνατόν να υφίσταται ορισμένη εναλλαξιμότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, τούτη δεν είναι αμφίδρομη, ήτοι μόνον οι καταναλωτές ορισμένων παιχνιδιών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ικανοί να στραφούν στα αντίστοιχα «αθλητικά είδη», τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα, σε περίπτωση αυξήσεως της τιμής των ως άνω παιχνιδιών. Είναι προφανές ότι, ακόμα κι αν η τιμή των «αθλητικών ειδών» αυξανόταν, οι καταναλωτές «αθλητικών ειδών» δεν θα στρέφονταν στα ως άνω ατομικά παιχνίδια προς αντικατάσταση πραγματικών «αθλητικών ειδών».

75      Τρίτον, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), το Γενικό Δικαστήριο δεν απέκλεισε ρητώς το ενδεχόμενο τα επίμαχα προϊόντα να έχουν παρόμοιο προορισμό, αλλά αρκέστηκε να αποφανθεί ότι τέτοια ομοιότητα δεν μπορούσε να συναχθεί «ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων […] όσον αφορά τα συγκεκριμένα, επίμαχα προϊόντα και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτά επηρεάζονται». Συναφώς, διαπιστώνεται ότι αυτή η διατύπωση, στη σκέψη 36 της αποφάσεως BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), δεν θίγει το περιεχόμενο της κρίσεως που περιλαμβάνεται στην ίδια σκέψη, κατά την οποία τα «αθλητικά είδη» και τα «παιχνίδια, ατομικά παιχνίδια και αθύρματα» έχουν, κατ’ ουσίαν, διαφορετικό προορισμό. Το Γενικό Δικαστήριο απλώς υπενθύμισε με την ως άνω επισήμανση ότι το ΓΕΕΑ δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου. Εξάλλου, προκύπτει από τη σκέψη 55 ανωτέρω ότι η εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων πρέπει να γίνεται βάσει της περιγραφής των προϊόντων η οποία προκύπτει από τις αιτήσεις καταχωρίσεως των σημάτων.

76      Πάντως, στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του ΓΕΕΑ αποδεικτικά στοιχεία για τα συγκεκριμένα προϊόντα που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση (σετ μίνι-γκολφ, «wow rackets», «jungle croquet», τραμπολίνα, φρίσμπι, κ.λπ.). Τα στοιχεία αυτά δεν καθιστούν δυνατόν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να αποδειχθεί ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα έχουν τον ίδιο προορισμό, ή είναι εναλλάξιμα, καθόσον προκύπτει από αυτά ότι τα παιδικά παιχνίδια εκπαιδευτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων της παρεμβαίνουσας απευθύνονται ακόμα και σε νήπια, γεγονός που ενισχύει τον παιδαγωγικό και τον ψυχαγωγικό τους σκοπό.

77      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο ορισμένα «αθλητικά είδη» έχουν ως πρωταρχικό και κύριο σκοπό την «ψυχαγωγία» και όχι «την άθληση του σώματος μέσω της φυσικής ασκήσεως» (όπως τα μπαστούνια του γκολφ, το μπόουλινγκ, το μπιλιάρδο, τα βελάκια, τα φρίσμπι) διαπιστώνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει από τις σκέψεις 57 έως 61 ανωτέρω ότι η φύση τους είναι διαφορετική από εκείνη των προϊόντων που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Επιπλέον, δεν απόκειται στο ΓΕΕΑ να αποφαίνεται επί του συνόλου της γενικής κατηγορίας «αθλητικά είδη», ενόψει ορισμένων εξειδικευμένων προϊόντων που αυτή περιλαμβάνει (βλ. σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω).

78      Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίμαχα προϊόντα έχουν προδήλως κοινή πελατεία, ήτοι τα παιδιά, και ότι, επίσης, όσον αφορά τους ενήλικες οι οποίοι τα αγοράζουν για τα παιδιά τους, οι καταναλωτές στην αντίληψη των οποίων δημιουργείται σύγχυση ταυτίζονται.

79      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν εξαρκεί για να αποδείξει ομοιότητα μεταξύ προϊόντων, καθόσον δεν είναι όλα τα προϊόντα τα οποία απευθύνονται στους ίδιους καταναλωτές οπωσδήποτε ίδια ή παρόμοια.

80      Τρίτον, όσον αφορά τα δίκτυα διανομής και κατασκευής των προϊόντων τα οποία αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αυτά διαφέρουν.

81      Το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για κατηγορίες προϊόντων τα οποία, γενικώς, κατασκευάζονται από εξειδικευμένες επιχειρήσεις και πωλούνται σε εξειδικευμένα καταστήματα.

82      Πρώτον, διαπιστώνεται, όπως και στην υπόθεση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω (EU:T:2013:291), ότι, καίτοι είναι δυνατόν τα «αθλητικά είδη», αφενός, και τα «παιδικά παιχνίδια μπάνιου», αφετέρου, να κατασκευάζονται από τις ίδιες επιχειρήσεις και να διατίθεται στην αγορά μέσω των ίδιων δικτύων διανομής, τέτοια φαινόμενα είναι περιθωριακά και δεν μπορούν, χωρίς περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, να οδηγήσουν το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι αυτές οι δύο κατηγορίες προϊόντων έχουν τα ίδια δίκτυα διανομής (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση BETWIN, σκέψη 12 ανωτέρω, EU:T:2013:291, σκέψη 38).

83      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα μπορεί να πωλούνται στα ίδια εμπορικά καταστήματα, όπως πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ, δεν είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθόσον στα εν λόγω σημεία πωλήσεως οι καταναλωτές μπορούν να βρουν προϊόντα πολύ διαφορετικά, χωρίς να τους αποδίδουν αυτομάτως ίδια προέλευση [βλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2010, 2nine κατά ΓΕΕΑ – Pacific Sunwear of California (nollie), T‑364/08, EU:T:2010:115, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

84      Τρίτον, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από την προσφεύγουσα δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα επικαλείται τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέθεσε στο παράρτημα 4 της εκθέσεως των λόγων της προσφυγής της 7ης Φεβρουαρίου 2013 ενώπιον του τμήματος προσφυγών, με σκοπό να αποδείξει ότι τα πολυκαταστήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ισπανίας πωλούν αθλητικά είδη σε χώρους οι οποίοι γειτνιάζουν προς εκείνους όπου πωλούνται τα παιχνίδια δραστηριοτήτων.

85      Καταρχάς, όσον αφορά πολυκαταστήματα όπως το «Jarrold» ή το «El Corte Ingles», προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία ότι τα αθλητικά είδη πωλούνται στην κατηγορία «φυσική αγωγή», ενώ τα παιχνίδια για εξωτερικούς χώρους πωλούνται στην κατηγορία «παιχνίδια» ή «παιχνίδια για εξωτερικούς χώρους», κατηγορίες οι οποίες, ακόμα κι αν ενδέχεται να γειτνιάζουν, αντιστοιχούν, εντούτοις, σε δύο διακριτά τμήματα, όπως επισημαίνει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

86      Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από μέλη του ευρέος κοινού στη Γερμανία και ότι, κατά συνέπεια, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με διανομείς οι οποίοι βρίσκονται σε άλλες χώρες της Ένωσης έχουν πολύ περιορισμένη ή μηδενική αξία κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων.

87      Τέλος, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ, με τα οποία σκοπό έχει να αποδείξει ότι οι κατασκευαστές αθλητικών ειδών, όπως η «Nike» ή η «Adidas», κατασκευάζουν επίσης παιχνίδια δραστηριοτήτων, διαπιστώνεται ότι τα παιχνίδια αυτά δεν προσομοιάζουν με εκπαιδευτικά παιχνίδια και παιχνίδια αναπτυξιακών δραστηριοτήτων αλλά με προωθητικά είδη, και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι περιπτώσεις αυτές είναι περιθωριακές, διότι αφορούν μόνο τα ευρέως γνωστά σήματα αθλητικών ειδών και δεν είναι ικανές να κλονίσουν το συμπέρασμα κατά το οποίο, γενικώς, τα προϊόντα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων κατασκευάζονται από επιχειρήσεις διακριτές και εξειδικευμένες.

88      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του την πάγια πρακτική του ΓΕΕΑ, βάσει της οποίας επιβεβαιώνεται ότι υφίσταται ορισμένη ομοιότητα, έστω αδύναμη, μεταξύ «αθλητικών ειδών» και «ατομικών παιχνιδιών, παιχνιδιών και αθυρμάτων», ούτε την απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου η οποία μνημονεύεται στην απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), ή, τέλος, την ίδια την απόφαση KNUT, καθώς και τις μεταγενέστερες αποφάσεις του ΓΕΕΑ.

89      Όσον αφορά το επιχείρημα περί της ακολουθούμενης από το ΓΕΕΑ πρακτικής και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ένωσης, προκύπτει από την παρατεθείσα στη σκέψη 42 ανωτέρω νομολογία ότι η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του κανονισμού 207/2009 και όχι βάσει της προγενέστερης αυτών πρακτικής.

90      Τούτων δοθέντων, υπενθυμίζεται ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της χρηστής διοικήσεως. Λαμβανομένων υπόψη των δύο αυτών αρχών, το ΓΕΕΑ πρέπει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο. Εντούτοις, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, κανείς εκ των διαδίκων ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφαλείας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση [βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:139, σκέψεις 73 έως 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

91      Στην προκειμένη περίπτωση, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι τα επίμαχα προϊόντα ήταν διαφορετικά. Διαπιστώνεται δε ότι οι αποφάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα και εκείνες που επικαλείται η παρεμβαίνουσα απλώς και μόνον αποκαλύπτουν την ύπαρξη μιας όχι εντελώς συνεκτικής πρακτικής του ΓΕΕΑ, αντιθέτως προς όσα η ίδια υποστηρίζει.

92      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο τα εθνικά γραφεία σημάτων εντός της Ένωσης και ειδικότερα το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στην «υπόθεση 32 W (pat) 6/01», η οποία μνημονεύεται στην απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), εκτιμούν ότι τα προϊόντα αυτά είναι παρόμοια, υπενθυμίζεται ότι το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων συνιστά αυτοτελές σύστημα το οποίο αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σε αυτό, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος [απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Μesse München κατά ΓΕΕΑ (electronica), T‑32/00, Συλλογή, EU:T:2000:283, σκέψη 47]. Κατά πάγια νομολογία, οι καταχωρήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί εντός των κρατών μελών συνιστούν απλώς στοιχεία τα οποία, χωρίς να είναι καθοριστικά, μπορούν μόνο να ληφθούν υπόψη για την καταχώριση κοινοτικού σήματος [απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2000, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (σχήμα ενός σαπουνιού), T‑122/99, Συλλογή, EU:T:2000:39, σκέψη 61, και απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, Henkel κατά ΓΕΕΑ (στρογγυλή ταμπλέτα κόκκινου και λευκού χρώματος), T‑337/99, Συλλογή, EU:T:2001:221, σκέψη 58].

93      Επιπροσθέτως, όσον αφορά το σκεπτικό το οποίο βασίζεται στην απόφαση KNUT, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:T:2013:448), προκύπτει από τις σκέψεις 59 και 65 ανωτέρω ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση.

94      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τον περιορισμό της αιτήσεως καταχωρίσεως (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), καθόσον παρέλκει πλέον, κατόπιν της προηγηθείσας αναλύσεως, η απόφαση επί του εάν ο περιορισμός αυτός επηρεάζει την ομοιότητα των προϊόντων.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

95      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει ότι τόσο τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, όσο και τα προσδιοριζόμενα από αυτά προϊόντα ή υπηρεσίες, είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές [βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2009, Commercy κατά ΓΕΕΑ — easyGroup IP Licensing (easyHotel), T-316/07, Συλλογή 2009, EU:T:2009:14, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

96      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μόνον όταν τα προϊόντα είναι προδήλως και αναμφιβόλως ανόμοια δεν πληρούται μία από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, και η ανακοπή απορρίπτεται χωρίς να αξιολογηθεί η ομοιότητα των σημείων και ο κίνδυνος συγχύσεως. Τούτο, κατ’ αυτήν, δεν ισχύει εν προκειμένω.

97      Διαπιστώνεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς κρίθηκε ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα ήταν διαφορετικά, με τη σαφή επισήμανση ότι δεν υφίστατο καμία ομοιότητα μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να υφίσταται οιοσδήποτε κίνδυνος συγχύσεως, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα σημεία ήταν πανομοιότυπα, αφού δεν επληρούτο μία εκ των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, σημείο β΄, του κανονισμού 207/2009, ήτοι η ταυτότητα ή η ομοιότητα των προϊόντων.

98      Με βάση το σύνολο των στοιχείων αυτών, ο δεύτερος λόγος που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

99      Δεδομένου ότι, εκ των λόγων που προέβαλε η προσφεύγουσα, ουδείς είναι βάσιμος, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

101    Επιπλέον, η παρεμβαίνουσα ζήτησε να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται αποδοτέα έξοδα. Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τα έξοδα της ενώπιον του τμήματος ανακοπών διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το αίτημα της παρεμβαίνουσας με το οποίο ζητείται να καταδικασθεί η προσφεύγουσα, καθόσον απορρίφθηκαν τα αιτήματά της, στα έξοδα της ενώπιον του ΓΕΕΑ διοικητικής διαδικασίας μπορεί να γίνει δεκτό μόνον όσον αφορά τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα κατά την ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία [βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2006, Devinlec κατά ΓΕΕΑ – TIME ART (QUANTUM), T‑147/03, Συλλογή, EU:T:2006:10, σκέψη 115].

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την BH Stores BV στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των αναγκαίων εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Alex Toys LLC στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).

Jaeger

Van der Woude

Kancheva

Wetter

 

Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.