Language of document : ECLI:EU:T:2022:447

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2022 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Αγορά της φαρμακευτικής βιομηχανίας – Άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 – Αίτηση περί παραπομπής προερχόμενη από αρχή ανταγωνισμού μη έχουσα αρμοδιότητα να εξετάσει την πράξη συγκεντρώσεως σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία – Απόφαση της Επιτροπής να εξετάσει την πράξη συγκεντρώσεως – Αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες κάνει δεκτά τα αιτήματα άλλων εθνικών αρχών ανταγωνισμού να συνυποβάλουν την αίτηση περί παραπομπής – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Προθεσμία υποβολής της αίτησης περί παραπομπής – Έννοια της φράσης “έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή” – Εύλογη προθεσμία – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Δημόσιες δηλώσεις της Αντιπροέδρου της Επιτροπής – Ασφάλεια δικαίου»

Στην υπόθεση T‑227/21,

Illumina, Inc., με έδρα το Wilmington, Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους D. Beard, barrister, και P. Chappatte, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Grail LLC, πρώην Grail, Inc., με έδρα το Menlo Park, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον D. Little, solicitor, και τους J. Ruiz Calzado, J. M. Jiménez-Laiglesia Oñate και A. Giraud, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους N. Khan, G. Conte και C. Urraca Caviedes,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Μπόσκοβιτς,

τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους T. Stéhelin, P. Dodeller, J.‑L. Carré και E. Leclerc,

το

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. Bulterman και P. Huurnink,

και την

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τη C. Simpson, τον M. Sánchez Rydelski και την M.-M. Joséphidès,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως C(2021) 2847 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2021, περί αποδοχής της αίτησης της Autorité de la concurrence française (Γαλλικής Αρχής Ανταγωνισμού) να εξετάσει την πράξη συγκέντρωσης για την απόκτηση από την Illumina, Inc. του αποκλειστικού ελέγχου της Grail, Inc. (υπόθεση COMP/M.10188 – Illumina/Grail), δεύτερον, των αποφάσεων της Επιτροπής C(2021) 2848 τελικό, C(2021) 2849 τελικό, C(2021) 2851 τελικό, C(2021) 2854 τελικό και C(2021) 2855 τελικό, της 19ης Απριλίου 2021, με τις οποίες έγιναν δεκτά τα αιτήματα της ελληνικής, της βελγικής, της νορβηγικής, της ισλανδικής και της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού να συνυποβάλουν την οικεία αίτηση περί παραπομπής, και, τρίτον, του εγγράφου της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2021, περί ενημερώσεως της Illumina και της Grail σχετικά με την εν λόγω αίτηση περί παραπομπής.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους G. De Baere, πρόεδρο, V. Kreuschitz (εισηγητή), U. Öberg, R. Mastroianni και την G. Steinfatt, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις συγκεντρώσεις με [ευρωπαϊκή] διάσταση, όπως αυτή ορίζεται στο παρόν άρθρο, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 5 και του άρθρου 22.

2.      Μία συγκέντρωση έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση όταν:

α)      ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν παγκοσμίως όλες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις υπερβαίνει τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ και

β)      δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν, κάθε μία χωριστά, εντός [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], συνολικό κύκλο εργασιών άνω των 250 εκατομμυρίων ευρώ,

εκτός εάν κάθε μία από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιεί άνω των δύο τρίτων του συνολικού […] κύκλου εργασιών της [εντός της Ένωσης] σε ένα και το αυτό κράτος μέλος.

3.      Μία συγκέντρωση που δεν υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2 έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση, εφόσον:

α)      ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν παγκοσμίως όλες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις υπερβαίνει τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ·

β)      ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν όλες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε κάθε ένα από τρία τουλάχιστον κράτη μέλη, υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια ευρώ·

γ)      σε κάθε ένα από τα τρία τουλάχιστον κράτη μέλη που λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του στοιχείου β), δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν κάθε μία χωριστά συνολικό κύκλο εργασιών άνω των 25 εκατομμυρίων ευρώ και

δ)      δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν, κάθε μία χωριστά, εντός της [Ένωσης], συνολικό κύκλο εργασιών άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ,

εκτός εάν κάθε μία από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιεί άνω των δύο τρίτων του συνολικού […] κύκλου εργασιών της [εντός της Ένωσης] σε ένα και το αυτό κράτος μέλος.

[…]»

2        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου από:

«α)      τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων· ή

β)      την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, ελέγχου στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.»

3        Το άρθρο 4 του κανονισμού 139/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Οι κατά τον παρόντα κανονισμό πράξεις συγκέντρωσης με [ευρωπαϊκή] διάσταση κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν από την πραγματοποίησή τους και μετά τη σύναψη της συμφωνίας, τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής […]

2.      Οι συγκεντρώσεις που συνίστανται σε συγχώνευση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή σε απόκτηση από κοινού ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β), κοινοποιούνται από κοινού από τους συμμετέχοντες στις πράξεις αυτές. Στις λοιπές περιπτώσεις, η κοινοποίηση γίνεται από το πρόσωπο ή την επιχείρηση που αποκτά τον έλεγχο του συνόλου ή μέρους μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων.

[…]

4.      Πριν από την κοινοποίηση μιας συγκέντρωσης κατά την έννοια της παραγράφου 1, τα πρόσωπα ή οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μπορούν να ενημερώνουν την Επιτροπή, με υποβολή αιτιολογημένης αναφοράς, ότι η συγκέντρωση ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό σε αγορά κράτους μέλους που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά διακριτής αγοράς, και θα πρέπει, ως εκ τούτου να εξετασθεί, εν όλω ή εν μέρει, από το εν λόγω κράτος μέλος.

Η Επιτροπή διαβιβάζει αμέσως την αναφορά αυτή σε όλα τα κράτη μέλη. Το κράτος μέλος, που αναφέρεται στην αιτιολογημένη αναφορά, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αναφοράς, εκφράζει τη συμφωνία ή τη διαφωνία του όσον αφορά την αίτηση παραπομπής της υπόθεσης. Εφόσον το κράτος μέλος δεν λάβει σχετική απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, θεωρείται ότι συμφωνεί.

Αν το κράτος μέλος δεν διαφωνεί, η Επιτροπή, εφόσον θεωρεί ότι υπάρχει τέτοια διακριτή αγορά και ότι ο ανταγωνισμός σε αυτήν την αγορά ενδέχεται να επηρεασθεί σημαντικά από τη συγκέντρωση, μπορεί να αποφασίζει την παραπομπή του συνόλου ή μέρους της υπόθεσης στις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους μέλους προκειμένου να εφαρμοσθεί η εθνική του νομοθεσία περί ανταγωνισμού.

Η απόφαση παραπομπής ή μη της υπόθεσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο, λαμβάνεται εντός 25 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αιτιολογημένης αναφοράς από την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή επιχειρήσεις για την απόφασή της αυτή. Αν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, θεωρείται ότι αποφάσισε την παραπομπή της υπόθεσης, σύμφωνα με την αναφορά που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή επιχειρήσεις.

Αν η Επιτροπή αποφασίσει ή θεωρείται ότι έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο την παραπομπή του συνόλου της υπόθεσης, δεν γίνεται κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ισχύει η εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Το άρθρο 9 παράγραφοι 6 έως 9 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών.

5.      Όσον αφορά την περίπτωση συγκέντρωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, η οποία δεν έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1, και η οποία υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τριών τουλάχιστον κρατών μελών, τα πρόσωπα ή οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν, πριν από οποιαδήποτε κοινοποίησή της στις αρμόδιες αρχές, να ενημερώνουν την Επιτροπή με την υποβολή αιτιολογημένης αναφοράς, ότι η συγκέντρωση θα πρέπει να εξετασθεί από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή διαβιβάζει αμέσως την αναφορά αυτή σε όλα τα κράτη μέλη.

Κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αρμόδιο για την εξέταση της συγκέντρωσης δυνάμει της εθνικής του νομοθεσίας μπορεί, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αιτιολογημένης αναφοράς, να εκφράσει τη διαφωνία του όσον αφορά το αίτημα παραπομπής της υπόθεσης.

Σε περίπτωση που τουλάχιστον ένα κράτος μέλος έχει εκφράσει τη διαφωνία του σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο εντός της προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών, η υπόθεση δεν παραπέμπεται. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως όλα τα κράτη μέλη καθώς και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και επιχειρήσεις για οποιαδήποτε τέτοια διαφωνία.

Εάν κανένα κράτος μέλος δεν έχει εκφράσει διαφωνία σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο εντός της προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών, η συγκέντρωση θεωρείται ότι έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση και κοινοποιείται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2. Στην περίπτωση αυτή, κανένα κράτος μέλος δεν εφαρμόζει την εθνική του νομοθεσία περί ανταγωνισμού στην εν λόγω συγκέντρωση.»

4        Το άρθρο 9 του κανονισμού 139/2004 έχει ως εξής:

«1.      Με απόφαση την οποία κοινοποιεί αμέσως στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμπει μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, ως ακολούθως.

2.      Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής αντιγράφου της κοινοποίησης, ένα κράτος μέλος, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν προσκλήσεως της Επιτροπής, μπορεί να ενημερώνει την τελευταία, η οποία ενημερώνει εν συνεχεία τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ότι:

α)      μια συγκέντρωση απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό σε αγορά του κράτους μέλους αυτού, η οποία φέρει όλα τα χαρακτηριστικά διακριτής αγοράς· ή

β)      μία συγκέντρωση επηρεάζει τον ανταγωνισμό σε αγορά του κράτους μέλους αυτού, η οποία φέρει όλα τα χαρακτηριστικά διακριτής αγοράς και δεν αποτελεί σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς.

3.      Αν η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω αγορά αγαθών ή υπηρεσιών και τη γεωγραφική αγορά αναφοράς κατά την έννοια της παραγράφου 7, υπάρχει αυτή η διακριτή αγορά και η προβαλλόμενη απειλή:

α)      εξετάζει η ίδια την υπόθεση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό· ή

β)      παραπέμπει το σύνολο ή μέρος της υπόθεσης στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους προκειμένου να εφαρμοσθεί η εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού του εν λόγω κράτους.

Αν, αντιθέτως η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υφίσταται η διακριτή αυτή αγορά ή απειλή, λαμβάνει σχετική απόφαση την οποία απευθύνει προς το οικείο κράτος μέλος και εξετάζει ή ίδια την υπόθεση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Στις περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β), ότι μια συγκέντρωση επηρεάζει μια διακριτή αγορά εντός του εδάφους του, η οποία δεν αποτελεί σημαντικό τμήμα της [εσωτερικής] αγοράς, η Επιτροπή παραπέμπει το σύνολο ή μέρος της υπόθεσης που αφορά την εν λόγω διακριτή αγορά, εάν θεωρεί ότι επηρεάζεται η αγορά αυτή.

[…]»

5        Το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραπομπή στην Επιτροπή», έχει ως εξής:

«1.      Ένα ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν από την Επιτροπή να εξετάσει μια συγκέντρωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, που δεν έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1, αλλά επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφος του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που υποβάλλουν την σχετική αίτηση.

Η εν λόγω αίτηση μπορεί να υποβάλλεται το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η συγκέντρωση ή, εάν δεν απαιτείται η κοινοποίηση, έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος.

2.      Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για κάθε αίτηση που έλαβε σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Την αρχική αίτηση μπορεί να συνυποβάλλει οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος εντός διαστήματος 15 εργάσιμων ημερών από την ενημέρωσή του από την Επιτροπή για την υποβολή της αρχικής αίτησης.

Όλες οι εθνικές προθεσμίες σχετικά με τη συγκέντρωση αναστέλλονται έως ότου αποφασισθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν άρθρο, πού θα εξετασθεί η συγκέντρωση. Αμέσως μόλις ένα κράτος μέλος ειδοποιήσει την Επιτροπή και τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ότι δεν επιθυμεί να συνυποβάλλει την αίτηση, η αναστολή των εθνικών προθεσμιών του τερματίζεται.

3.      Η Επιτροπή μπορεί, το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2, να αποφασίζει να εξετάσει, τη συγκέντρωση εκεί όπου θεωρεί ότι επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφος του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που υποβάλλουν την αίτηση. Εάν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, θεωρείται ότι αποφάσισε να εξετάσει τη συγκέντρωση σύμφωνα με την αίτηση.

Η Επιτροπή ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη και τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για την απόφασή της αυτή. Μπορεί δε να ζητάει την υποβολή κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 4.

Το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη που υπέβαλαν την εν λόγω αίτηση, δεν εφαρμόζουν πλέον την εθνική τους νομοθεσία περί ανταγωνισμού στη συγκέντρωση.

4.      Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή εξετάζει μια συγκέντρωση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται το άρθρο 2, το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 3, τα άρθρα 5, 6 και τα άρθρα 8 έως 21. Το άρθρο 7 εφαρμόζεται, εφόσον η συγκέντρωση δεν έχει πραγματοποιηθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ενημερώνει τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για την υποβολή της αίτησης.

Εφόσον δεν απαιτείται κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 4, η προθεσμία του άρθρου 10 παράγραφος 1, εντός της οποίας πρέπει να κινείται διαδικασία, αρχίζει την εργάσιμη ημέρα που ακολουθεί εκείνη κατά την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ότι αποφάσισε να εξετάσει τη συγκέντρωση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.      Η Επιτροπή μπορεί να ενημερώνει ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ότι θεωρεί ότι μια συγκέντρωση πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να καλεί το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη αυτά να υποβάλλουν αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και της επίμαχης συγκέντρωσης

6        Η προσφεύγουσα Illumina, Inc. δραστηριοποιείται στον τομέα της γενετικής ανάλυσης και της ανάλυσης γονιδιώματος μέσω αλληλούχησης και συστοιχιών.

7        Στις 20 Σεπτεμβρίου 2020 η Illumina συνήψε συμφωνία και σχέδιο συγχώνευσης για την απόκτηση του αποκλειστικού ελέγχου της Grail LLC (πρώην Grail, Inc.), η οποία αναπτύσσει εξετάσεις αίματος για την πρώιμη ανίχνευση καρκίνου και στην οποία η Illumina ήδη κατείχε το 14,5 % του κεφαλαίου (στο εξής: επίμαχη συγκέντρωση).

8        Στις 21 Σεπτεμβρίου 2020 η Illumina και η Grail (στο εξής: συμμετέχουσες επιχειρήσεις) εξέδωσαν δελτίο Τύπου με το οποίο ανακοίνωσαν την ως άνω συγκέντρωση.

 Επί της μη κοινοποιήσεως

9        Δεδομένου ότι ο κύκλος εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων δεν υπερέβαινε τα κρίσιμα κατώτατα όρια, μεταξύ άλλων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Grail δεν παρήγε έσοδα σε κανένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, η επίμαχη συγκέντρωση δεν είχε ευρωπαϊκή διάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 139/2004, και, ως εκ τούτου, δεν κοινοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

10      Η επίμαχη συγκέντρωση δεν κοινοποιήθηκε ούτε στα κράτη μέλη της Ένωσης ούτε στα κράτη μέλη της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), διότι δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των εθνικών τους νομοθεσιών περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

 Επί της αιτήσεως περί παραπομπής στην Επιτροπή

11      Στις 7 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση. Στις 17 Δεκεμβρίου 2020 διεξήχθη τηλεδιάσκεψη της Επιτροπής με τον καταγγέλλοντα, κατά την οποία ο καταγγέλλων εξέφρασε τις ανησυχίες του ως προς τη συγκέντρωση αυτή. Κατόπιν της ως άνω σύσκεψης, η Επιτροπή προέβη σε περαιτέρω συζητήσεις τόσο με τον καταγγέλλοντα όσο και, προκειμένου να διευκρινιστεί ενδεχόμενη αρμοδιότητά τους για την εξέταση της εν λόγω συγκέντρωσης, με τη γερμανική, την αυστριακή, τη σλοβενική και τη σουηδική αρχή ανταγωνισμού. Επίσης, ήρθε σε επικοινωνία με την Competition and Markets Authority (CMA, Αρχή Ανταγωνισμού και Αγορών, Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία είχε επίσης επιληφθεί της καταγγελίας. Η Επιτροπή κατέληξε στο αρχικό συμπέρασμα ότι η επίμαχη συγκέντρωση μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο παραπομπής βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η σημασία της Grail για τον ανταγωνισμό δεν αντικατοπτρίζεται στον κύκλο εργασιών της.

12      Στις 19 Φεβρουαρίου 2021 η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη για την επίμαχη συγκέντρωση, αφενός, θέτοντάς την υπόψη των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας για τις συγκεντρώσεις του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού και, αφετέρου, αποστέλλοντας προς αυτές έγγραφο σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 (στο εξής: πρόσκληση). Στην πρόσκληση αυτή, η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έκρινε, εκ πρώτης όψεως, ότι η συγκέντρωση πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού και κάλεσε τα κράτη μέλη να υποβάλουν αίτηση περί παραπομπής βάσει της διατάξεως αυτής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή προέβη σε συζητήσεις με ορισμένες εθνικές αρχές ανταγωνισμού με αντικείμενο την εν λόγω πρόσκληση.

13      Με έγγραφο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Φεβρουαρίου 2021, η Επιτροπή επικοινώνησε με την προσφεύγουσα προκειμένου να της προτείνει τηλεφωνική συνομιλία σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση. Στο πλαίσιο της συνομιλίας αυτής, η οποία έλαβε χώρα στις 4 Μαρτίου 2021, η Επιτροπή ενημέρωσε τον νόμιμο εκπρόσωπο καθεμίας από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις σχετικά με την πρόσκληση και τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004.

14      Στις 9 Μαρτίου 2021 η Γαλλική Αρχή Ανταγωνισμού (στο εξής: ΓΑΑ) ζήτησε από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, να εξετάσει την επίμαχη συγκέντρωση (στο εξής: αίτηση περί παραπομπής).

15      Στις 10 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή ενημέρωσε, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, τις αρχές ανταγωνισμού των άλλων κρατών μελών καθώς και την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σχετικά με την αίτηση περί παραπομπής. Στις 11 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις σχετικά με την αίτηση περί παραπομπής, υπενθυμίζοντάς τους ότι η επίμαχη συγκέντρωση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αφ’ ης στιγμής –και στον βαθμό που– ίσχυε η υποχρέωση αναστολής που προβλέπεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 139/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: ενημερωτικό έγγραφο).

16      Με έγγραφα της 24ης, της 26ης και της 31ης Μαρτίου 2021, η βελγική, η ελληνική, η ισλανδική, η ολλανδική και η νορβηγική αρχή ανταγωνισμού ζήτησαν να συνυποβάλουν την αίτηση περί παραπομπής, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 (στο εξής: αιτήματα συνυποβολής).

17      Στις 16 και 29 Μαρτίου 2021 οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις υπέβαλαν παρατηρήσεις στην Επιτροπή, αντιτασσόμενες στην αίτηση περί παραπομπής. Στις 2, 7 και 12 Απριλίου 2021 η προσφεύγουσα απάντησε στα αιτήματα παροχής πληροφοριών που της είχε απευθύνει η Επιτροπή στις 26 Μαρτίου και στις 8 Απριλίου 2021.

18      Στις 31 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή δημοσίευσε οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του μηχανισμού παραπομπής του άρθρου 22 του κανονισμού [139/2004] σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων (ΕΕ 2021, C 113, σ. 1, στο εξής: οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22).

19      Με απόφαση της 19ης Απριλίου 2021, η Επιτροπή έκανε δεκτή την αίτηση περί παραπομπής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με αποφάσεις της ίδιας ημέρας, έκανε επίσης δεκτά, αντιστοίχως, τα αιτήματα συνυποβολής του Βελγίου, της Ελλάδας, της Ισλανδίας, των Κάτω Χωρών και της Νορβηγίας (στο εξής από κοινού με την προσβαλλόμενη απόφαση: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

 Επί των προσβαλλομένων αποφάσεων

 Επί της τηρήσεως της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών

20      Η Επιτροπή έκρινε ότι η αίτηση περί παραπομπής της 9ης Μαρτίου 2021 υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, καθόσον η Γαλλική Δημοκρατία, μέσω της πρόσκλησης, είχε λάβει γνώση της επίμαχης συγκέντρωσης στις 19 Φεβρουαρίου 2021 (σημεία 20 και 29 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Σύμφωνα με την Επιτροπή, χάρη στην πρόσκληση αυτή, η οποία είχε στηριχθεί σε ενδελεχή έρευνα, στοχευμένη ανάλυση και στα παρασχεθέντα από τον καταγγέλλοντα στοιχεία, κατόρθωσε η Γαλλική Δημοκρατία να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 (σημεία 26 και 28 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

21      Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα αιτήματα συνυποβολής ήταν εμπρόθεσμα βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, καθόσον το Βασίλειο του Βελγίου, η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Ισλανδίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Βασίλειο της Νορβηγίας είχαν υποβάλει τα αιτήματα αυτά στις 24, στις 26 και στις 31 Μαρτίου 2021, ήτοι εντός διαστήματος δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ενημέρωσή τους από την Επιτροπή, με το από 10 Μαρτίου 2021 έγγραφό της, για την υποβολή της αίτησης περί παραπομπής (σημεία 21 και 22 των αποφάσεων για το Βέλγιο, την Ισλανδία, τις Κάτω Χώρες και τη Νορβηγία και σημεία 16 και 17 της αποφάσεως για την Ελλάδα).

 Επί του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και επί των επαπειλούμενων σημαντικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό

22      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη συγκέντρωση, αφενός, ενδέχετο να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (σημεία 39 έως 45 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημεία 33 έως 39 των αποφάσεων για το Βέλγιο, την Ισλανδία, τις Κάτω Χώρες και τη Νορβηγία και σημεία 28 έως 34 της αποφάσεως για την Ελλάδα) και, αφετέρου, απειλούσε να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο γαλλικό, το ελληνικό, το ισλανδικό, το βελγικό, το νορβηγικό και το ολλανδικό έδαφος ως τμήματα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) (σημεία 51 και 80 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημεία 49 και 78 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημεία 41 και 70 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημεία 46 και 75 των αποφάσεων για τη Νορβηγία και την Ισλανδία και σημεία 50 και 79 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

 Επί της καταλληλότητας της παραπομπής

23      Η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη συγκέντρωση πληρούσε τα κριτήρια παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 (σημείο 109 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 107 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 99 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 104 των αποφάσεων για τη Νορβηγία και την Ισλανδία και σημείο 108 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

24      Κατά πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 45 της ανακοίνωσής της σχετικά με την παραπομπή υποθέσεων συγκέντρωσης (ΕΕ 2005, C 56, σ. 2, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με την παραπομπή) (σημείο 85 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 83 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 75 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 80 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 84 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες). Επιπλέον, οι δοκιμές αλληλούχησης για την ανίχνευση καρκίνου με μεθόδους NGS [Next Generation Sequencing (αλληλούχηση νέας γενιάς)] θεωρούνται σημαντική πρόοδος στην καταπολέμηση του καρκίνου, η οποία εντάσσεται στις προτεραιότητες της Επιτροπής στον τομέα της υγείας. Συνεπώς, θα ήταν ευκταία η συνεκτική αντιμετώπιση των ερευνητικών προσπαθειών που καταβάλλονται σε αυτόν τον τομέα σε επίπεδο Ένωσης (σημείο 84 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 82 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 74 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 79 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 83 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

25      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22 διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην ανακοίνωση σχετικά με την παραπομπή κριτήρια στις περιπτώσεις όπου οι εθνικές αρχές δεν είναι αρμόδιες για την εξέταση της συγκέντρωσης. Κατά την Επιτροπή, η επίμαχη συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών, δεδομένου ότι αφορά την εξαγορά επιχείρησης, η σημασία της οποίας για τον ανταγωνισμό δεν αντικατοπτρίζεται στον κύκλο εργασιών της (σημεία 86 και 87 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημεία 84 και 85 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημεία 76 και 77 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημεία 81 και 82 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημεία 85 και 86 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

26      Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η επίμαχη συγκέντρωση δεν είχε υλοποιηθεί ούτε είχε κοινοποιηθεί σε άλλα κράτη μέλη (σημείο 88 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 86 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 78 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 83 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 87 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

27      Κατά τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα των συμμετεχουσών επιχειρήσεων όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και τα δικαιώματα άμυνας (σημείο 89 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 87 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 79 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 84 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 88 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

28      Πρώτον, όσον αφορά την αρμοδιότητά της, η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να ζητούν την παραπομπή σε αυτήν υπόθεσης συγκέντρωσης «για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα», εφόσον πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Όπως υπομνήσθηκε στις οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22, το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως και επιβεβαιώνεται από το νομοθετικό ιστορικό της, από τον σκοπό, τη γενική οικονομία και τη συστηματική ερμηνεία του κανονισμού 139/2004, αλλά και από την πρακτική της Επιτροπής.

29      Ειδικότερα, το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004, το οποίο ορίζει εξαντλητικώς τις νομικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι αιτήσεις περί παραπομπής, δεν απαιτεί «το κράτος μέλος που υποβάλλει τέτοια αίτηση να είναι αρμόδιο για την εξέταση της οικείας συγκέντρωσης», πλην όμως αναγνωρίζει τόσο ρητώς όσο και σιωπηρώς ότι η αίτηση αυτή μπορεί να προέρχεται από κράτος μέλος προς το οποίο δεν απαιτείται κοινοποίηση της οικείας συγκέντρωσης. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, κατόπιν της έκδοσης του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 1), στόχος ήταν να της παρασχεθεί η δυνατότητα ελέγχου των συγκεντρώσεων οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και δεν δύνανται να εξεταστούν από τις αρχές των κρατών μελών. Ενδεχόμενη συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 θα μπορούσε να οδηγήσει στην παρεμπόδιση του ελέγχου τέτοιων συγκεντρώσεων και των διασυνοριακών επιπτώσεών τους. Τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν μηχανισμό ελέγχου των συγκεντρώσεων μπορούσαν να ζητήσουν την παραπομπή στην Επιτροπή ήδη βάσει του κανονισμού 4064/89, όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής (T‑22/97, EU:T:1999:327). Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι έχει κάνει δεκτά αιτήματα κρατών μελών που δεν διαθέτουν μηχανισμό ελέγχου των συγκεντρώσεων να συνυποβάλουν την αίτηση περί παραπομπής άλλου κράτους μέλους. Κατά την ίδια, εάν ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 αποκλείοντας τα ως άνω κράτη μέλη, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ίδιο κριτήριο αρμοδιότητας με το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού (σημείο 90 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 88 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 80 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 85 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 89 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

30      Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της επικουρικότητας που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε την παραπομπή υπόθεσης συγκέντρωσης στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού. Η αρχή της επικουρικότητας έχει εφαρμογή μόνον επί ζητημάτων που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, όταν πρέπει να εξακριβωθεί αν η προβλεπόμενη δράση δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη. Όμως, ελλείψει αρμοδιότητας, η εξέταση της επίμαχης συγκέντρωσης δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί από τα κράτη μέλη (σημείο 92 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 90 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 82 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 87 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 91 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

31      Τρίτον, όσον αφορά την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα κράτη μέλη πάντοτε είχαν το δικαίωμα να παραπέμπουν σε αυτήν, δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, υποθέσεις συγκεντρώσεων οι οποίες δεν έχρηζαν κοινοποιήσεως προς τα εν λόγω κράτη. Η προηγούμενη πρακτική της να αποθαρρύνει τα οικεία αναρμόδια κράτη μέλη να υποβάλλουν αίτηση περί παραπομπής δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή έχει αποκλείσει την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως σε κάθε μελλοντική υπόθεση. Αντιθέτως, στη λευκή βίβλο της, της 9ης Ιουλίου 2014, προς έναν αποτελεσματικότερο έλεγχο των συγκεντρώσεων στην [Ένωση] [COM(2014) 449 final] (στο εξής: λευκή βίβλος του 2014), το δικαίωμα αυτό επιβεβαιώθηκε ρητώς. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν έχει παράσχει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις οι οποίες να αποκλείουν ορισμένες αιτήσεις περί παραπομπής στο μέλλον. Στην ομιλία της, της 11ης Σεπτεμβρίου 2020, η Αντιπρόεδρος της Επιτροπής ομοίως δεν παρέσχε τέτοιες διαβεβαιώσεις, επισήμανε, όμως, ότι είναι σκόπιμο να αλλάξει η ως άνω προηγούμενη πρακτική και ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη (σημείο 94 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 92 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 84 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 89 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 93 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

32      Τέταρτον, όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου, η Επιτροπή έκρινε ότι ο χρόνος που παρήλθε από την ανακοίνωση της επίμαχης συγκέντρωσης και οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις αντισταθμίζονται από τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις που ενδέχεται να επιφέρει η συγκέντρωση αυτή στον ανταγωνισμό, οι οποίες χρήζουν εξέτασης (σημείο 100 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημείο 98 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημείο 90 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημείο 95 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημείο 99 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

33      Ειδικότερα, εκ πρώτης όψεως, ο δυνητικός αντίκτυπος της επίμαχης συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς και στους Ευρωπαίους καταναλωτές είναι σημαντικός. Η Επιτροπή επισήμανε ότι έλαβε γνώση της συγκέντρωσης αυτής τον Δεκέμβριο του 2020, μέσω της καταγγελίας. Εξέτασε αμέσως τις περιστάσεις της υπόθεσης και, αφού ενημερώθηκε ότι η ως άνω συγκέντρωση δεν υπερβαίνει τα κρίσιμα κατώτατα όρια σε κανένα από τα κράτη μέλη, τους απέστειλε την πρόσκληση. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η επίμαχη συγκέντρωση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων, ο αντίκτυπος στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις από την παρέλευση του χρόνου ήταν περιορισμένος (σημεία 97 έως 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημεία 95 έως 97 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημεία 87 έως 89 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημεία 92 έως 94 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημεία 96 έως 98 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

34      Πέμπτον, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, η Επιτροπή έκρινε ότι η προτεινόμενη από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις συσταλτική ερμηνεία αντίκειται προς το γράμμα του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 καθώς και προς τον σκοπό και τη γενική οικονομία της διατάξεως αυτής. Κατά την Επιτροπή, η εκτίμησή της συνάδει με την ανωτέρω αρχή, καθόσον λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον η επίμαχη συγκέντρωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί, αν είχε κοινοποιηθεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη που δεν ζήτησαν την παραπομπή της και αν αφορούσε σκοπό «δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό» μη αντικατοπτριζόμενο στον κύκλο εργασιών της. Το εν λόγω θεσμικό όργανο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι μεταξύ των πολυάριθμων συγκεντρώσεων που δεν έχουν ευρωπαϊκή διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 139/2004, μόνον ένας μικρός αριθμός, αφενός, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος για παραπομπή σύμφωνα με τις οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22. Οι περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν, επομένως, να θεωρηθεί ότι απαντούν κατ’ εξαίρεση (σημεία 102 και 103 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημεία 100 και 101 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημεία 92 και 93 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημεία 97 και 98 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημεία 101 και 102 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

35      Έκτον, η Επιτροπή απέρριψε ως αβάσιμα τα επιχειρήματα των συμμετεχουσών επιχειρήσεων περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεώς τους και περί παραβιάσεως των αρχών της επιείκειας και της χρηστής διοίκησης. Υπογράμμισε ότι είχε ενημερώσει την προσφεύγουσα στις 26 Φεβρουαρίου 2021 σχετικά με την αποστολή της πρόσκλησής της, ήτοι πριν από την παραλαβή της αίτησης περί παραπομπής. Η Επιτροπή θεωρεί, επομένως, ότι οι ενέργειές της συνάδουν με το σημείο 27 των οδηγιών σχετικά με το άρθρο 22, κατά το οποίο, σε περίπτωση εξέτασης αίτησης παραπομπής, η Επιτροπή ενημερώνει τα μέρη της συναλλαγής το συντομότερο δυνατόν. Σκοπός του σημείου αυτού είναι, άλλωστε, να επισημάνει το ενδεχόμενο υποχρέωσης για αναστολή της συγκέντρωσης. Επιπλέον, η Επιτροπή ενημέρωσε εγκαίρως τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για την αίτηση περί παραπομπής, η οποία τους διαβιβάστηκε αμέσως μετά την παραλαβή της (σημεία 104 έως 108 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σημεία 102 έως 106 της αποφάσεως για το Βέλγιο, σημεία 94 έως 98 της αποφάσεως για την Ελλάδα, σημεία 99 έως 103 των αποφάσεων για την Ισλανδία και τη Νορβηγία και σημεία 103 έως 107 της αποφάσεως για τις Κάτω Χώρες).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2021, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

37      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε την εκδίκαση της υπό κρίση προσφυγής με ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφασή του της 3ης Ιουνίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

38      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουνίου 2021, η Grail, Inc. ζήτησε να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 2ας Ιουλίου 2021, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την ως άνω παρέμβαση. Με μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας της ίδιας ημέρας, επετράπη στην Grail, Inc., σύμφωνα με το άρθρο 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 145, παράγραφος 1, και το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω Κανονισμού, να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

39      Κατόπιν πρότασης του τρίτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στο πενταμελές τμήμα.

40      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου, στις 6 Ιουλίου, στις 21 Ιουλίου και στις 29 Ιουλίου 2021, αντιστοίχως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ζήτησαν να παρέμβουν στη διαδικασία προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με αποφάσεις της 12ης και της 22ας Ιουλίου καθώς και της 6ης Αυγούστου 2021 και με διάταξη της 25ης Αυγούστου 2021, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε τις παρεμβάσεις αυτές. Με μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας της 16ης Ιουλίου, της 23ης Ιουλίου, της 13ης Αυγούστου και της 25ης Αυγούστου 2021, αντιστοίχως, επετράπη στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ελληνική Δημοκρατία και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 145, παράγραφος 1, και το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω Κανονισμού, να καταθέσουν υπόμνημα παρεμβάσεως.

41      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Αυγούστου 2021, η Computer & Communications Industry Association ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία προς υποστήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2021, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την εν λόγω αίτηση παρεμβάσεως.

42      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Αυγούστου 2021, η προσφεύγουσα ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι την ίδια ημέρα απέκτησε το σύνολο των μετοχών της Grail, Inc. εφαρμόζοντας συγχρόνως ρύθμιση περί διαχωρισμού των στοιχείων του ενεργητικού.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2021, η προσφεύγουσα ζήτησε να διαταχθούν μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας. Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως αυτής στις 19 Οκτωβρίου 2021. Στις 29 Οκτωβρίου 2021 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί των εν λόγω παρατηρήσεων της Επιτροπής.

44      Οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν εμπροθέσμως τα υπομνήματά τους.

45      Στις 7 Οκτωβρίου 2021 η Επιτροπή ζήτησε την ανάκληση της παρεμβάσεως της Grail. Η προσφεύγουσα, η Ελληνική Δημοκρατία και η Grail υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος αυτού στις 3 και 4 Νοεμβρίου 2021.

46      Λόγω της παύσεως ασκήσεως καθηκόντων δύο μελών του τμήματος και της εκλογής νέου προέδρου του τμήματος, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος, με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2021 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 27, παράγραφος 5, του εν λόγω Κανονισμού, όρισε δύο άλλους δικαστές για να συμπληρωθεί η σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού.

47      Στις 11 Νοεμβρίου 2021 το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

48      Την ίδια ημέρα το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στην Επιτροπή σχετικά με ορισμένες πτυχές της διαφοράς. Η Επιτροπή απάντησε εμπροθέσμως στις ερωτήσεις αυτές.

49      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2021, η προσφεύγουσα ζήτησε να διαταχθούν μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας. Η Επιτροπή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως αυτής στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 2021.

50      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2021.

51      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Grail, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και το ενημερωτικό έγγραφο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, την Ελληνική Δημοκρατία, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και ως εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος ανάκλησης της ιδιότητας της Grail ως παρεμβαίνουσας

53      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι, κατόπιν του από 18 Αυγούστου 2021 εγγράφου της προσφεύγουσας με το οποίο ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι εξαγόρασε, την ίδια ημέρα, το σύνολο των μετοχών της Grail, Inc. (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω), η τελευταία μετατράπηκε σε Grail LLC, ήτοι μια νέα οντότητα εξ ολοκλήρου ελεγχόμενη από την προσφεύγουσα, με αποτέλεσμα η Grail να έχει απολέσει την ιδιότητα της παρεμβαίνουσας που της είχε αναγνωριστεί με τη διάταξη της 2ας Ιουλίου 2021 (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, τόσο από οικονομικής όσο και από νομικής απόψεως, η παρέμβαση κατέστη άνευ αντικειμένου και τα συμφέροντα της Grail LLC συμπίπτουν πλέον με τα συμφέροντα της προσφεύγουσας η οποία την εκπροσωπεί πλήρως στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ελλείψει υποβολής νέας αιτήσεως παρεμβάσεως από την Grail LLC εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ανακληθεί η ιδιότητα της Grail ως παρεμβαίνουσας.

54      Η προσφεύγουσα και η Grail αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής, δεδομένου ότι η Grail LLC είναι η νόμιμη διάδοχος της Grail, Inc. η οποία εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Κατά τους ίδιους τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η Grail LLC αποτελεί χωριστή, ανεξάρτητη και αυτοτελή οντότητα σε σχέση με την προσφεύγουσα, η οποία ασκεί διακριτές δραστηριότητες και στρατηγική υπό ανεξάρτητη διεύθυνση.

55      Αφενός, αρκεί η επισήμανση ότι η Grail LLC είναι νομικό πρόσωπο, βάσει του εταιρικού δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το οποίο είναι νόμιμος διάδοχος της Grail, Inc. Επομένως, κατά πάγια νομολογία (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Marine Harvest Norway και Alsaker Fjordbruk κατά Συμβουλίου, T‑113/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:135, σκέψεις 24 έως 33), στις 18 Αυγούστου 2021 η Grail LLC διαδέχθηκε την Grail, Inc. ως καθολική διάδοχός της.

56      Συναφώς, έχει κριθεί ότι προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από νομικό πρόσωπο μπορεί να συνεχιστεί από τον καθολικό διάδοχό του, ιδίως στην περίπτωση που το νομικό αυτό πρόσωπο παύει να υφίσταται ενώ το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του μεταβιβάζονται σε νέο δικαιούχο, ο δε εν λόγω καθολικός διάδοχος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του προκατόχου του (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Marine Harvest Norway και Alsaker Fjordbruk κατά Συμβουλίου, T‑113/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:135, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Αφετέρου, έστω και αν η Grail LLC ελέγχεται, ομολογουμένως, εξ ολοκλήρου από την προσφεύγουσα, γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι αποτελεί αυτοτελή νομική οντότητα με ικανότητα δικαστικής παράστασης και έχουσα συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα εφάρμοσε ρύθμιση περί διαχωρισμού των στοιχείων του ενεργητικού (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω) και η Επιτροπή έλαβε, με την απόφασή της C(2021) 7675 final, της 29ης Οκτωβρίου 2021 (υπόθεση COMP/M.10493 – Illumina κατά Grail), προσωρινά μέτρα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 139/2004, με τα οποία απαιτείται να διατηρηθεί η Grail LLC ως χωριστή, ανεξάρτητη και αυτοτελής οντότητα σε σχέση με την προσφεύγουσα, ασκούσα διακριτές δραστηριότητες και στρατηγική υπό ανεξάρτητη διεύθυνση.

58      Προκύπτει, επομένως ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η Grail LLC, υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου, υπεισήλθε στη θέση της Grail, Inc. ως παρεμβαίνουσας επί της οποίας έχει εφαρμογή το διατακτικό της διατάξεως του προέδρου του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 2021 (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω). Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Grail LLC έχει, ως η έτερη συμμετέχουσα στην επίμαχη συγκέντρωση, εξίσου συμφέρον για την επίλυση της διαφοράς όπως η δικαιοπάροχός της Grail, Inc. (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Marine Harvest Norway και Alsaker Fjordbruk κατά Συμβουλίου, T‑113/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:135, σκέψη 30).

59      Κατά συνέπεια, το αίτημα της Επιτροπής για την ανάκληση της ιδιότητας της Grail ως παρεμβαίνουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του παραδεκτού

60      Χωρίς να προβάλλει τυπικά ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη. Προβάλλει, πρώτον, ότι η αίτηση περί παραπομπής δεν συνιστά πράξη της Επιτροπής, δεύτερον, ότι το ενημερωτικό έγγραφο αντικαταστάθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση και, τρίτον, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις, το μη σύννομο των οποίων θα μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της τελικής αποφάσεως επί της επίμαχης συγκεντρώσεως.

61      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Grail, θεωρεί ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

62      Κατά πρώτον, όσον αφορά την αίτηση περί παραπομπής, από τη συνοπτική απόδοση του δικογράφου της προσφυγής, και ιδίως από την παράλειψη αιτήματος σχετικά με τη συγκεκριμένη αίτηση στο σημείο 214 της προσφυγής, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της παρούσας ταχείας διαδικασίας, αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με την εν λόγω αίτηση είναι αλυσιτελή και πρέπει να απορριφθούν.

63      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι πράξεις που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξαρτήτως του είδους τους ή του τύπου τον οποίο έχουν περιβληθεί, και που σκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 54· της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψη 47, και της 22ας Απριλίου 2021, thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής, C‑572/18 P, EU:C:2021:317, σκέψη 46).

64      Για να διαπιστωθεί αν μια προσβαλλόμενη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της. Τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να εκτιμώνται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πράξεως, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και τις εξουσίες του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 55· της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψη 48, και της 22ας Απριλίου 2021, thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής, C‑572/18 P, EU:C:2021:317, σκέψη 48).

65      Σε περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η προσβαλλόμενη πράξη απαιτείται να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 37, και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, VodafoneZiggo Group κατά Επιτροπής, C‑689/19 P, EU:C:2021:142, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Στο πλαίσιο αυτό, αποτελούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση του οργάνου κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, όχι όμως και τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης χωρίς να παράγουν τέτοια αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, τα ενδιάμεσα μέτρα τα οποία εκφράζουν εκτίμηση του οργάνου και κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης δεν συνιστούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δεκτικές προσφυγής (βλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/11 P και C‑551/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξέταση μιας συγκέντρωσης από την Επιτροπή βάσει του ως άνω άρθρου περιβάλλεται τον τύπο αποφάσεως. Κατά την πρώτη περίοδο του άρθρου 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η «απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της». Συνεπώς, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδώσει δεσμευτικό χαρακτήρα στις αποφάσεις αυτές (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 44).

68      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η επίμαχη συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 139/2004, μολονότι δεν έχει ευρωπαϊκή διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού, με αποτέλεσμα ο εν λόγω κανονισμός να μην είναι εξ ορισμού εφαρμοστέος. Ειδικότερα, συνεπεία των προσβαλλομένων αποφάσεων η προαναφερθείσα συγκέντρωση εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού, στο άρθρο 2, στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, και στα άρθρα 5, 6 και 8 έως 21 του ίδιου κανονισμού, τα οποία καθορίζουν τα κριτήρια εκτιμήσεως της εν λόγω συγκέντρωσης, τις εξουσίες λήψης αποφάσεως της Επιτροπής, καθώς και τη διαδικασία και τις ενδεχόμενες κυρώσεις. Ομοίως, η υποχρέωση αναστολής που προβλέπεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 139/2004 τυγχάνει εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος του κανονισμού αυτού, στην επίμαχη συγκέντρωση, εμποδίζοντας την πραγματοποίησή της έως ότου κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.

69      Αντιθέτως, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, εάν δεν είχαν εκδοθεί οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, η επίμαχη συγκέντρωση δεν θα υπέκειτο σε εξέταση από την Επιτροπή βάσει του κανονισμού 139/2004 ούτε στους περιορισμούς και τις ενδεχόμενες κυρώσεις του κανονισμού αυτού, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναστολής, αλλά θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αμέσως εντός της Ένωσης.

70      Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε απόφαση που συνεπάγεται τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος που ισχύει για την εξέταση μιας πράξης συγκέντρωσης είναι ικανή να επηρεάσει τη νομική κατάσταση των εμπλεκομένων στην οικεία πράξη προσώπων, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας, τα οποία είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑346/02 και T‑347/02, EU:T:2003:256, σκέψεις 61 και 64).

71      Επιπλέον, περατώνοντας τη διαδικασία παραπομπής η οποία κινήθηκε με την αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 και η οποία παρέσχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, να υποβληθούν αιτήματα συνυποβολής, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις διαμορφώνουν οριστικώς τη θέση της Επιτροπής σχετικά με την παραπομπή της επίμαχης συγκέντρωσης. Ειδικότερα, με τις ως άνω αποφάσεις, η Επιτροπή έκανε δεκτά, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, τα εν λόγω αιτήματα και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να εξετάσει την επίμαχη συγκέντρωση. Αποφασίστηκε, συνεπώς, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004, πού θα εξετασθεί η συγκέντρωση, με αποτέλεσμα η αρμοδιότητα για την εξέταση αυτή να μεταβιβασθεί στην Επιτροπή (βλ. σκέψεις 68 έως 70 ανωτέρω). Ο οριστικός και αμετάκλητος χαρακτήρας των εν λόγω αποφάσεων επιβεβαιώνεται, αφενός, από την προθεσμία των δέκα εργάσιμων ημερών που προβλέπεται στην παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του εν λόγω άρθρου, εντός της οποίας η Επιτροπή όφειλε να λάβει απόφαση επί της παραπομπής και, αφετέρου, από το γεγονός ότι, ελλείψει τοποθέτησης, θα θεωρούνταν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ότι αποφάσισε να εξετάσει τη συγκέντρωση.

72      Επομένως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις περατώνουν τη διαδικασία παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, η οποία αποτελεί ειδική διαδικασία διαφορετική από εκείνη κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει αν επιτρέπει ή απαγορεύει μια πράξη συγκέντρωσης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 11, και της 22ας Απριλίου 2021, thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής, C‑572/18 P, EU:C:2021:317, σκέψη 49).

73      Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είναι αντίστοιχες προς την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας εξέτασης κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004. Ειδικότερα, καθόσον η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων αποτελείται από δύο στάδια, η απόφαση που εκδίδεται βάσει της ως άνω διατάξεως δεν συνιστά το πέρας της διαδικασίας ελέγχου ούτε προδικάζει την τελική απόφαση δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, η απόφαση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού συνιστά προπαρασκευαστικό μέτρο που έχει ως μόνο σκοπό την έναρξη μιας εξέτασης που θα αναδείξει τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή θα μπορεί να αποφανθεί με τελική απόφασή της ως προς το συμβατό της πράξης με την εσωτερική αγορά (πρβλ. διατάξεις της 31ης Ιανουαρίου 2006, Schneider Electric κατά Επιτροπής, T‑48/03, EU:T:2006:34, σκέψη 79, και της 27ης Νοεμβρίου 2017, HeidelbergCement κατά Επιτροπής, T‑902/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:846, σκέψεις 18, 21 και 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αντιθέτως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της εξέτασης του συμβατού της επίμαχης συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, αλλά σκοπούν στην έκδοση τελικής αποφάσεως επί της παραπομπής της ως άνω συγκέντρωσης περατώνοντας την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του ίδιου κανονισμού (βλ. σκέψεις 71 και 72 ανωτέρω). Με τις αποφάσεις αυτές, η Επιτροπή, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου, έκανε δεκτή τόσο την αίτηση περί παραπομπής όσο και τα αιτήματα συνυποβολής, με αποτέλεσμα η εν λόγω συγκέντρωση να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 139/2004 (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω). Συνεπώς, οι συγκεκριμένες αποφάσεις δεν συνιστούν προσωρινά μέτρα προπαρασκευαστικά της αποφάσεως επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά αποτυπώνουν την οριστική θέση της Επιτροπής επί της αιτήσεως περί παραπομπής.

74      Επιπλέον, η υπό κρίση προσφυγή δεν υποχρεώνει τον δικαστή της Ένωσης να κρίνει επί των προσωρινών απόψεων της Επιτροπής ούτε επί ζητημάτων για τα οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να αποφανθεί, οπότε να μην μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επίσπευση της συζητήσεως επί της ουσίας και την πρόκληση συγχύσεως μεταξύ των πλειόνων σταδίων της διαδικασίας, διοικητικής και δικαστικής (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 20· της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 51, και της 15ης Μαρτίου 2017, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑415/15 P, EU:C:2017:216, σκέψη 45). Επιλαμβανόμενο της προσφυγής αυτής το Γενικό Δικαστήριο δεν πρόκειται, ιδίως, να αποφανθεί επί της συμβατότητας της επίμαχης συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, ζήτημα που θα αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας εξέτασης του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004, αλλά μόνον επί της νομιμότητας της αποδοχής της αιτήσεως περί παραπομπής και της οικείας εξέτασης από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, καθώς και της εντεύθεν απορρέουσας μεταβολής του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 52).

75      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν ενδιάμεσες πράξεις προγενέστερες της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004 διαδικασία εξέτασης, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια ενδιάμεση πράξη που παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, στο μέτρο που η παρανομία την οποία ενέχει η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με προσφυγή κατά της τελικής πράξης της οποίας η ίδια αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 46). Όμως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, στον βαθμό που οι προσβαλλόμενες αποφάσεις συνεπάγονται την εφαρμογή του κανονισμού 139/2004 στην επίμαχη συγκέντρωση και που, πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού 139/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, συνεπάγεται ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω), η προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που περατώνει την κινηθείσα βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004 διαδικασία εξέτασης δεν θα καθιστούσε δυνατή την εξάλειψη των συνεπειών από την καθυστέρηση πραγματοποίησης της συγκέντρωσης λόγω τηρήσεως της ως άνω υποχρέωσης αναστολής. Συνεπώς, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επιβάλλεται να δύνανται να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως.

76      Ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

77      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία που αντλεί η Επιτροπή από την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής (T‑22/97, EU:T:1999:327). Ειδικότερα, πρώτον, στην απόφαση εκείνη το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν η απόφαση που κάνει δεκτή αίτηση περί παραπομπής προερχόμενη από κράτος μέλος συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής. Δεύτερον, δεν χρειάστηκε να ληφθούν υπόψη ούτε τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα μιας τέτοιας αποφάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε, όπως η ίδια η Επιτροπή παραδέχεται, προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως εκδοθείσας επί της ουσίας, ήτοι περί κηρύξεως του ασυμβίβαστου με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89, η οποία εμπόδισε οριστικώς την πραγματοποίηση της οικείας συγκέντρωσης. Τρίτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής (T‑22/97, EU:T:1999:327), η παράβαση του άρθρου 22 του προαναφερθέντος κανονισμού προβλήθηκε προκειμένου να αμφισβητηθεί η αρμοδιότητα της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού και είχε ως αντικείμενο το αν η Επιτροπή επαλήθευσε επαρκώς κατά νόμον ότι η αίτηση περί παραπομπής προερχόταν από κράτος μέλος. Επομένως, η απόφαση εκείνη εκδόθηκε επί συγκεκριμένου ζητήματος το οποίο δεν είναι ανάλογο με αυτό που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση.

78      Η υπό κρίση προσφυγή είναι, συνεπώς, παραδεκτή κατά το μέρος που στρέφεται κατά των προσβαλλομένων αποφάσεων.

79      Κατά τρίτον, όσον αφορά το ενημερωτικό έγγραφο, υπενθυμίζεται ότι με αυτό οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ενημερώθηκαν για την αίτηση περί παραπομπής, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004. Ασφαλώς, η εν λόγω ενημέρωση ενεργοποιεί, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του προαναφερθέντος κανονισμού, την υποχρέωση αναστολής που προβλέπει το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το συγκεκριμένο έγγραφο δεν αποτυπώνει την οριστική θέση της Επιτροπής σχετικά με την εξέταση της επίμαχης συγκέντρωσης ούτε υπάγει τη συγκέντρωση στην ως άνω υποχρέωση οριστικώς, αλλά μόνον προσωρινώς, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα ενδεχόμενης αποφάσεως περί παραπομπής. Ειδικότερα, την έκδοση του ενημερωτικού εγγράφου ακολούθησε, εν προκειμένω, η έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή έκανε δεκτή την παραπομπή και υπήγαγε οριστικώς την επίμαχη συγκέντρωση στο πεδίο εφαρμογής του ίδιου ως άνω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναστολής (βλ. σκέψεις 68 και 72 ανωτέρω). Συνεπώς, το ενημερωτικό έγγραφο αποτελεί απλώς ενδιάμεσο στάδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής, η οποία περατώνεται με τη λήψη τελικής αποφάσεως της Επιτροπής επί της αιτήσεως περί παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004.

80      Επομένως, το ενημερωτικό έγγραφο συνιστά ενδιάμεσο και προπαρασκευαστικό μέτρο των προσβαλλομένων αποφάσεων, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 66 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, είναι δυνατή, σύμφωνα με τη νομολογία, η επίκληση των ενδεχομένων παρανομιών που βαρύνουν το έγγραφο αυτό προς υποστήριξη προσφυγής που βάλλει κατά των ως άνω αποφάσεων, οι οποίες συνιστούν, από την πλευρά τους, πράξεις δεκτικές προσφυγής (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 12, και της 22ας Απριλίου 2021, thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής, C‑572/18 P, EU:C:2021:317, σκέψη 50).

81      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που βάλλει κατά του ενημερωτικού εγγράφου.

82      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή κατά το μέρος που κατατείνει στην ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων και απαράδεκτη κατά το μέρος που βάλλει κατά του ενημερωτικού εγγράφου.

 Επί της ουσίας

 Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

83      Στο πλαίσιο της παρούσας ταχείας διαδικασίας, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της.

84      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή είναι αναρμόδια να κινήσει, βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, έρευνα σχετικά με συγκέντρωση η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο κράτος μέλος, το οποίο ζήτησε την παραπομπή της στην Επιτροπή, να εξετάσει τη συγκέντρωση βάσει των εθνικών του κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η παραπομπή της επίμαχης συγκέντρωσης ζητήθηκε εκπροθέσμως και, επικουρικώς, ότι η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποστείλει την πρόσκληση πλήττει την ασφάλεια δικαίου και το δικαίωμα χρηστής διοίκησης. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον το αρμόδιο για τον ανταγωνισμό μέλος της Επιτροπής είχε δηλώσει ότι δεν θα άλλαζε η πολιτική της Επιτροπής μέχρι να τεθούν σε εφαρμογή οι οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής

85      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Grail, προβάλλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά την ερμηνεία του κανονισμού 139/2004 κρίνοντας, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι μπορεί να κάνει δεκτή αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του ως άνω κανονισμού σε περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη που υποβάλλουν την αίτηση αυτή δεν δικαιούνται, δυνάμει των εθνικών τους κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, να εξετάσουν τη συγκέντρωση που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως. Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο συμπληρωματικού χαρακτήρα σκοπός του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει την υποβολή αιτήσεως περί παραπομπής μόνον σε κράτος μέλος το οποίο δεν διαθέτει τέτοιον μηχανισμό ελέγχου, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να εκφύγει εξ ολοκλήρου της εξέτασης συγκέντρωση που έχει αντίκτυπο στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους. Αντιθέτως, όταν ένα κράτος μέλος έχει θεσπίσει δική του νομοθεσία στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων και, συνεπώς, έχει καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ελέγχει συγκεντρώσεις χωρίς ευρωπαϊκή διάσταση, το εν λόγω κράτος μέλος έχει ασκήσει την εξουσία που του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις συγκεντρώσεις και τα συμφέροντά του προστατεύονται επαρκώς. Για ένα τέτοιο κράτος μέλος, οι αιτήσεις περί παραπομπής περιορίζονται στις υποθέσεις που εμπίπτουν στην περί ελέγχου νομοθεσία του, το πεδίο εφαρμογής της οποίας έχει καθοριστεί από τον εθνικό νομοθέτη. Δεν χρειάζεται να διατηρεί εξουσία για την παραπομπή της εξέτασης μιας συγκέντρωσης στην Επιτροπή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα και η Grail θεωρούν ότι η θέση την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή είναι ασυμβίβαστη με τον στόχο του «ενιαίου ελέγχου», με βάση τα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών, καθώς και με τον στόχο να επιτρέπεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να μεταβιβάζουν τις ελεγκτικές αρμοδιότητές τους στην Επιτροπή, όταν αυτή είναι σε καλύτερη θέση να ελέγξει μια συγκέντρωση. Αμφισβητούν τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 στην οποία προβαίνει η Επιτροπή και της προσάπτουν ότι δεν λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται. Η θέση την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή αντιβαίνει επίσης στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και απαιτεί νομοθετική τροποποίηση. Δεδομένου ότι το άρθρο 22 του ως άνω κανονισμού έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

86      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, τη Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει υπόψη την υπεροχή της γραμματικής ερμηνείας και παραβλέπει τη σαφή και ακριβή διατύπωση του πρώτου σκέλους της περιόδου του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Δεδομένου ότι πρόκειται για νομοθετική διάταξη καθορίζουσα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες έχει αρμοδιότητα η Επιτροπή, δεν απαιτείται νομοθετική τροποποίηση. Το εν λόγω άρθρο δεν κάνει διάκριση μεταξύ κρατών μελών που διαθέτουν ή όχι εθνικό καθεστώς ελέγχου των συγκεντρώσεων, η δε ερμηνεία της προσφεύγουσας δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και του ΕΟΧ. Ζητώντας την παραπομπή μιας πράξης στην Επιτροπή, το κράτος μέλος ασκεί αρμοδιότητα με αυτοτελή βάση στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά την Επιτροπή και την Ελληνική Δημοκρατία, δεν χωρεί συσταλτική ερμηνεία για την επίλυση του ζητήματος αν υφίσταται αρμοδιότητα ούτε αυτή συνεπάγεται τη θέσπιση πρόσθετων απαιτήσεων σε μια διάταξη, όταν δεν προβλέπονται ήδη. Το σύστημα ενιαίου ελέγχου δεν αποτελεί στόχο του κανονισμού 139/2004, αλλά σημαντικό στοιχείο του. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ τονίζουν ότι οι μηχανισμοί παραπομπής λειτουργούν ως αποτελεσματικοί διορθωτικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν τον αποτελεσματικό έλεγχο όλων των συγκεντρώσεων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην Ένωση.

87      Στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει το περιεχόμενο του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, βάσει του οποίου η ΓΑΑ υπέβαλε την αίτησή της περί παραπομπής. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον, δυνάμει της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή είναι αρμόδια να εξετάσει συγκέντρωση όταν η αίτηση περί παραπομπής προέρχεται από κράτος μέλος που διαθέτει εθνικό σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων, αλλά η συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας.

88      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της [βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Α κ.λπ. (Ανεμογεννήτριες σε Aalter και Nevele), C‑24/19, EU:C:2020:503, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 χρήζει γραμματικής, συστηματικής, τελολογικής και ιστορικής ερμηνείας.

–       Επί της γραμματικής ερμηνείας

89      Πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, προβλέποντας ότι «[έ]να ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν από την Επιτροπή να εξετάσει μια συγκέντρωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, που δεν έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1, αλλά επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφος του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που υποβάλλουν την σχετική αίτηση», θεσπίζει τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις για την έγκριση της παραπομπής μιας συγκέντρωσης στην Επιτροπή. Πρώτον, η αίτηση περί παραπομπής πρέπει να προέρχεται από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, δεύτερον, η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως πρέπει να εμπίπτει στον ορισμό της συγκέντρωσης ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 3 του κανονισμού, χωρίς να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια της ευρωπαϊκής διάστασης που καθορίζονται στο άρθρο 1 του ίδιου κανονισμού, τρίτον, η συγκέντρωση πρέπει να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και, τέταρτον, η συγκέντρωση πρέπει να απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφος του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που υπέβαλαν την αίτηση περί παραπομπής.

90      Επομένως, από το γράμμα της ως άνω διατάξεως δεν προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί η δυνατότητα σε κράτος μέλος να παραπέμψει μια συγκέντρωση στην Επιτροπή, η συγκέντρωση αυτή πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων του εν λόγω κράτους μέλους, ούτε ότι αυτό το κράτος μέλος πρέπει να διαθέτει τέτοιο σύστημα ελέγχου.

91      Απεναντίας, η φράση «μια συγκέντρωση», όπως χρησιμοποιείται στο πρώτο σκέλος της περιόδου του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, υποδηλώνει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι μια συγκέντρωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραπομπής ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή του περιεχομένου εθνικής ρυθμίσεως στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, εφόσον πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις που υπενθυμίζονται στη σκέψη 89 ανωτέρω.

92      Αντιθέτως, η πρόσθετη προϋπόθεση που προτείνεται από την προσφεύγουσα και την Grail, ήτοι ότι η συγκέντρωση που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως περί παραπομπής πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων του κράτους μέλους που υποβάλλει την αίτηση, δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004.

93      Εξάλλου, δεδομένου ότι στο γράμμα του εν λόγω άρθρου δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των κρατών μελών αναλόγως του αν έχουν θεσπίσει ή όχι σχετική εθνική νομοθεσία, ακόμη και ένα κράτος μέλος που δεν διαθέτει τέτοιο σύστημα, όπως το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, δικαιούται να ζητήσει την παραπομπή μιας συγκέντρωσης στην Επιτροπή βάσει της συγκεκριμένης διατάξεως, πράγμα που δέχεται η προσφεύγουσα.

94      Ως εκ τούτου, χωρίς να καθιστά δυνατή τη συναγωγή οριστικού συμπεράσματος, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 παρέχει ένδειξη ότι ένα κράτος μέλος δικαιούται να παραπέμπει στην Επιτροπή μια συγκέντρωση που πληροί τις οριζόμενες σε αυτό σωρευτικές προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή του περιεχομένου εθνικών κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

95      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμη την ιστορική ερμηνεία, καθόσον η ερμηνεία αυτή είναι ικανή να αποσαφηνίσει την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης κατά τη θέσπιση του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της τελολογικής και της συστηματικής ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως.

–       Επί της ιστορικής ερμηνείας

96      Κατά πρώτον, ο πρώτος κανονισμός για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ήτοι ο κανονισμός 4064/89, προέβλεπε στο άρθρο 22 μηχανισμό που επέτρεπε την παραπομπή μιας υπόθεσης συγκέντρωσης στην Επιτροπή. Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού είχε ως εξής:

«Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, ύστερα από αίτηση κράτους μέλους, ότι μια πράξη συγκέντρωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, αλλά χωρίς κοινοτικές διαστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, δημιουργεί ή ενισχύει δεσπόζουσα θέση με αποτέλεσμα να παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό ο ουσιαστικός ανταγωνισμός στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, μπορεί, εφόσον η συγκέντρωση αυτή επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, να εκδώσει της αποφάσεις που προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 8 παράγραφοι 3 και 4.»

97      Ο ως άνω μηχανισμός παραπομπής προοριζόταν ιδίως για εκείνα τα κράτη μέλη που δεν διέθεταν ακόμη σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων [βλ. σημείο 97 του πράσινου βιβλίου της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 1996, πάνω στην αναθεώρηση του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις, COM(96) 19 τελικό· σημείο 84 του πράσινου βιβλίου της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89, COM(2001) 745 τελικό (στο εξής: πράσινο βιβλίο του 2001), και σημείο 21 της πρότασης της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ 2003, C 20, σ. 4, στο εξής: πρόταση του 2003)]. Πιο συγκεκριμένα, ο εν λόγω μηχανισμός παραπομπής φαίνεται να ανταποκρίνεται σε επιθυμία του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, το οποίο τότε δεν διέθετε τέτοιο σύστημα, να εξετάζονται από την Επιτροπή οι συγκεντρώσεις με αρνητικό αντίκτυπο στο έδαφός του, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεντρώσεις αυτές επηρεάζουν επίσης το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, εξ ου και ο εν λόγω μηχανισμός ονομάστηκε «ολλανδική ρήτρα» [βλ. σημείο 133 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής το οποίο συνόδευε την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο – Έκθεση για τη λειτουργία του κανονισμού 139/2004 της 30ής Ιουνίου 2009, SEC(2009) 808 τελικό/2].

98      Το γεγονός ότι ο μηχανισμός παραπομπής βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89 προοριζόταν πρωτίστως να εξυπηρετεί τα κράτη μέλη που δεν διέθεταν δικό τους σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων δεν απέκλειε, πάντως, τη χρήση του μηχανισμού αυτού από άλλα κράτη μέλη. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη φράση «ιδίως» που χρησιμοποιείται στο σημείο 97 του πράσινου βιβλίου της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 1996, πάνω στην αναθεώρηση του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις (βλ. σημείο 97 ανωτέρω), κατά το οποίο η διάταξη αυτή «θεωρείται γενικά χρήσιμ[η] ιδίως για εκείνα τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν επί του παρόντος σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων». Κανένα στοιχείο στον κανονισμό αυτόν δεν υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να επιφυλάξει τον εν λόγω μηχανισμό για τα πρώτα ως άνω κράτη ή να τα ευνοήσει συναφώς, μεταξύ άλλων, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως. Αντιθέτως, ο όρος «κράτος μέλος», όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη, περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη χωρίς να προβαίνει σε διάκριση αναλόγως της ύπαρξης ή μη τέτοιου συστήματος ελέγχου. Κατ’ ακολουθίαν, η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 4064/89 αναγνωρίζει την εξουσία της Επιτροπής να παρεμβαίνει «κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, στις περιπτώσεις που ο πραγματικός ανταγωνισμός παρεμποδίζεται σημαντικά στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους».

99      Λόγω της διαδοχικής θεσπίσεως εθνικών συστημάτων ελέγχου των συγκεντρώσεων στα κράτη μέλη και του γεγονότος ότι, ήδη κατά την ημερομηνία εκδόσεως του πράσινου βιβλίου του 2001, μόνο το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν διέθετε τέτοιο σύστημα, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 85 του πράσινου βιβλίου του 2001, ότι «[σ]την πράξη, […] τα περιθώρια για τη χρησιμοποίηση του άρθρου 22 παράγραφος 3 στην αρχική του μορφή είναι πολύ περιορισμένα». Πάντως, το γεγονός ότι είχε μειωθεί η πρακτική σημασία του για τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών, λόγω του ότι διέθεταν τέτοια εθνικά συστήματα ελέγχου, δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι αποκλειόταν εφεξής η εκ μέρους τους χρήση του άρθρου 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89.

100    Κατά δεύτερον, οι σκοποί του μηχανισμού παραπομπής που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89 επεκτάθηκαν διαδοχικώς με την πάροδο του χρόνου.

101    Ειδικότερα, όταν αυξήθηκε ο αριθμός των εθνικών συστημάτων ελέγχου των συγκεντρώσεων εντός της Ένωσης, ο ως άνω μηχανισμός παραπομπής θεωρήθηκε επίσης ως μέσο για να ενισχυθεί η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού σε υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, καθώς και για να εδραιωθεί η αρχή του «ενιαίου ελέγχου» και να αποφευχθεί η παράλληλη εξέταση της ίδιας συγκέντρωσης από τις αρχές ανταγωνισμού πλειόνων κρατών μελών. Οι σκοποί αυτοί αντικατοπτρίζονται, όπως εκτίθεται στο σημείο 86 του πράσινου βιβλίου του 2001, στις τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 (ΕΕ 1997, L 180, σ. 1), ο οποίος θέσπισε τη δυνατότητα υποβολής κοινών αιτήσεων περί παραπομπής από περισσότερα κράτη μέλη (βλ. αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1310/97).

102    Συγκεκριμένα, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89 μηχανισμός παραπομπής προοριζόταν να παράσχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να ζητούν από την Επιτροπή την εξέταση συγκέντρωσης με διασυνοριακές επιπτώσεις σε περίπτωση μη υπέρβασης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, τα οποία οριοθετούν κατ’ αρχήν το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Το άρθρο 1 του κανονισμού 4064/89 ανταποκρινόταν σε αυτόν τον ρόλο, προβλέποντας την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού για όλες τις συγκεντρώσεις κοινοτικών διαστάσεων «με την επιφύλαξη του άρθρου 22».

103    Αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, παραπέμποντας στον σκοπό του κανονισμού 1310/97 για την αποφυγή των πολλαπλών κοινοποιήσεων και την παροχή της δυνατότητας εξέτασης μιας συγκέντρωσης από την πλέον αρμόδια αρχή, όπως αναφέρεται στο ανακοινωθέν Τύπου που συνόδευε την πρόταση του 2003, οι διάφοροι σκοποί που επιδιώκονται με τον μηχανισμό παραπομπής δεν είναι αλληλοαποκλειόμενοι, αλλά αλληλοσυμπληρωματικοί. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σημείο 86 του πράσινου βιβλίου του 2001, ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν να ενισχυθεί η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού σε υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, να εδραιωθεί η αρχή της ενιαίας αντιμετώπισης και να περιοριστεί το πρόβλημα των πολλαπλών κοινοποιήσεων (βλ. επίσης σκέψη 101 ανωτέρω). Τούτο επιρρωννύεται και από το γεγονός ότι οι σκοποί επεκτάθηκαν διαδοχικώς με την πάροδο του χρόνου, χωρίς να εγκαταλειφθούν οι αρχικοί σκοποί του εν λόγω μηχανισμού (βλ. σκέψεις 97 έως 99 και 101 ανωτέρω).

104    Επομένως, η εξέλιξη των σκοπών του προβλεπόμενου στο άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89 μηχανισμού παραπομπής δεν μπορεί να εκληφθεί ως περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού αυτού, αλλά μάλλον τονίζει τον σκοπό της εξέτασης συγκεντρώσεων με διασυνοριακές επιπτώσεις.

105    Κατά τρίτον, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη της πρότασης του 2003 στο πλαίσιο της αναδιατύπωσης του κανονισμού 4064/89 και της εκδόσεως του κανονισμού 139/2004.

106    Ειδικότερα, πρώτον, το προταθέν το 2003 κείμενο του άρθρου 22 διέκρινε μεταξύ, αφενός, στην παράγραφο 1, αιτήσεως περί παραπομπής υποβαλλόμενης από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υπό προϋποθέσεις παρόμοιες με εκείνες του ισχύοντος άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και, αφετέρου, στην παράγραφο 3, αιτήσεων παραπομπής προερχόμενων από τουλάχιστον τρία «κράτη μέλη που θα ήταν αρμόδια για την εξέταση συγκέντρωσης βάσει των εθνικών τους νομοθεσιών περί ανταγωνισμού», κατάσταση στην οποία θεωρήθηκε ότι αποδεικνύεται η ευρωπαϊκή διάσταση που θεμελιώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής.

107    Ωστόσο, όταν εκδόθηκε ο κανονισμός 139/2004, η εν λόγω παράγραφος 3 δεν περιελήφθη στο άρθρο 22, αλλά ενσωματώθηκε, με τροποποιημένο κείμενο, στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού, το οποίο αφορά, πλέον, συγκεντρώσεις οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τριών τουλάχιστον κρατών μελών. Απεναντίας, το υπόλοιπο μέρος του άρθρου 22 της πρότασης του 2003, μεταξύ άλλων, η παράγραφος 1, συμπεριελήφθη χωρίς σημαντικές αλλαγές. Πάντως, σε αντίθεση με το κείμενο του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παρέπεμψε, στο άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004, στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους βάσει του εθνικού του δικαίου. Τούτο υποδηλώνει ότι η βούληση του εν λόγω νομοθέτη δεν ήταν να περιορίσει το δικαίωμα του ως άνω κράτους μέλους να ζητήσει την παραπομπή στην Επιτροπή «μιας συγκέντρωσης».

108    Δεύτερον, στην πρόταση του 2003, η Επιτροπή δεν υιοθέτησε το «υποχρεωτικό σύστημα 3+», με το οποίο θα προσδιδόταν αυτομάτως ευρωπαϊκή διάσταση στις συγκεντρώσεις που είναι κοινοποιήσιμες σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη, όπως είχε προταθεί στο πράσινο βιβλίο του 2001 (βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 60 και 62 του εν λόγω πράσινου βιβλίου). Η Επιτροπή έκρινε ότι ένα τέτοιο σύστημα θα απαιτούσε να προσδιορίζεται αν η συγκέντρωση υπερβαίνει τα κατώτατα όρια κοινοποίησης σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη, το δε γεγονός ότι θα βάσιζε την αρμοδιότητά της σε διαφορετικά εθνικά κριτήρια ή αποκλίνουσες έννοιες για την ερμηνεία των εθνικών κατώτατων ορίων κοινοποίησης θα υπονόμευε την ασφάλεια δικαίου, ιδίως όσον αφορά τον κίνδυνο διαφορετικών ερμηνειών του εθνικού δικαίου από την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις (σημεία 13 έως 15 της πρότασης του 2003).

109    Η Επιτροπή προέκρινε, επομένως, τη συχνότερη χρήση των μηχανισμών παραπομπής, και ιδίως του μηχανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 (σημείο 18 της πρότασης του 2003), ο οποίος, σε αντίθεση με το «υποχρεωτικό σύστημα 3+», δεν φαίνεται να απαιτεί ερμηνεία των εθνικών κατώτατων ορίων κοινοποίησης. Τούτο επιρρωννύεται από την ανάλυση κατά την οποία χωρεί παραπομπή για συγκέντρωση μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων του κράτους μέλους που ζήτησε την παραπομπή. Αντιθέτως, η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία θα απαιτούσε ακριβώς να προηγηθεί η ερμηνεία από την Επιτροπή του περιεχομένου του εθνικού δικαίου του αιτούντος κράτους μέλους και θα είχε, ενδεχομένως, ως αποτέλεσμα αποκλίνουσες ερμηνείες από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, πρόβλημα που περιγράφεται στο σημείο 59 και την υποσημείωση 11 του πράσινου βιβλίου του 2001. Η ως άνω ερμηνεία θα εξαρτούσε, επομένως, την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου από προϋποθέσεις που ρητώς αποκλείστηκαν στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.

110    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής (T‑22/97, EU:T:1999:327, σκέψη 84), ότι δεν απέκειτο στην Επιτροπή να αποφανθεί επί της αρμοδιότητας εθνικής αρχής ανταγωνισμού να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής κατά το άρθρο 22 του κανονισμού 4064/89, αλλά απέκειτο σε αυτή μόνο να επαληθεύσει αν η αίτηση που της υποβλήθηκε προερχόταν εκ πρώτης όψεως από κράτος μέλος.

111    Τρίτον, στο σημείο 21 της πρότασης του 2003, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι «[έ]νας από τους αρχικούς σκοπούς του [άρθρου αυτού] ήταν να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν εθνική νομοθεσία ελέγχου των συγκεντρώσεων, να [της] παραπέμπουν […] υποθέσεις με επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». Επισημαίνοντας ότι μόνο το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου εξακολουθούσε να εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία, η Επιτροπή έκρινε ότι «δεν θα πρέπει να αποκλείεται εντελώς η δυνατότητα ενός μεμονωμένου κράτους μέλους να παραπέμπει υποθέσεις στην Επιτροπή». Καίτοι τούτο καταδεικνύει ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 4064/89 προοριζόταν αρχικώς να χρησιμοποιηθεί κυρίως από τα κράτη μέλη που δεν διέθεταν δικό τους σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων, η αναφορά σε «έναν» από τους αρχικούς σκοπούς επιβεβαιώνει τη διαπίστωση, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω, ότι η εφαρμογή του ως άνω άρθρου δεν περιορίζεται στην περίπτωση αυτή, αλλά εκτείνεται σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαθέτουν τέτοιο σύστημα.

112    Τέταρτον, στο σημείο 22 της πρότασης του 2003, η Επιτροπή επισήμανε ότι το προτεινόμενο από αυτήν σύστημα απλουστευμένης παραπομπής σκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή της παραπομπής του άρθρου 22 στο προ της κοινοποίησης στάδιο, στον βαθμό που «η κυριότερη αδυναμία των ισχυουσών διατάξεων είναι ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν παρά μόνο μετά την κοινοποίηση της συγκέντρωσης». Η συγκεκριμένη διαπίστωση περιγράφει απλώς την κατάσταση που επικρατούσε πριν την έκδοση του κανονισμού 139/2004, η οποία, όπως αναφέρεται και στο εν λόγω σημείο 22, χαρακτηριζόταν από «σημαντική απώλεια χρόνου και […] διοικητικό φόρτο», καθώς και από «περιττές δαπάνες και υποχρεώσεις στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις», καθόσον οι επιχειρήσεις αυτές δεν είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν την παραπομπή μιας συγκέντρωσης σε αρχικό στάδιο, ενημερώνοντας απευθείας την Επιτροπή, χωρίς να περάσουν από τις εθνικές αρχές. Συνεπώς, η ως άνω κατάσταση αφορά μόνον τις συγκεντρώσεις που πρέπει να κοινοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. Πλην όμως, η θέσπιση του άρθρου 4, παράγραφοι 4 και 5, του εν λόγω κανονισμού θεράπευσε το πρόβλημα αυτό, παρέχοντας τη δυνατότητα στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να ζητήσουν την παραπομπή της συγκέντρωσης πριν από την κοινοποίηση. Αντιθέτως, το περιεχόμενο του άρθρου 22 του ίδιου κανονισμού δεν τροποποιήθηκε ουσιωδώς (βλ. σκέψη 107 ανωτέρω). Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε διαφορετικές προϋποθέσεις εφαρμογής για την παραπομπή συγκέντρωσης στην Επιτροπή, βάσει του ως άνω άρθρου 22, από τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, δυνάμει του εν λόγω άρθρου, κράτος μέλος που δεν έχει εθνικούς κανόνες περί ελέγχου των συγκεντρώσεων μπορεί και αυτό, όπως προκύπτει από το σημείο 21 της πρότασης του 2003, να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής (βλ. σκέψη 111 ανωτέρω), πράγμα που κατ’ ανάγκην αποκλείει κάθε προηγούμενη κοινοποίηση προς το κράτος αυτό.

113    Πέμπτον, το σημείο 24 της πρότασης του 2003 επεξηγεί ότι «εάν εφαρμόζεται νωρίτερα το άρθρο 22, τα κράτη μέλη θα μπορούν να παραπέμπουν στην Επιτροπή υποθέσεις που βρίσκονται κάτω από τα όρια κύκλου εργασιών του άρθρου 1 παράγραφοι 2 και 3, αλλά που ενδέχεται να έχουν σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις». Επομένως, το σημείο αυτό επιβεβαιώνει τον σκοπό παροχής στην Επιτροπή της δυνατότητας να εξετάζει τις διασυνοριακές συγκεντρώσεις που δεν υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια του συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης (βλ. σκέψεις 102 και 104 ανωτέρω).

114    Έκτον, όπως και το άρθρο 1 του κανονισμού 4064/89, το άρθρο 1 του κανονισμού 139/2004 προβλέπει την εφαρμογή του κανονισμού αυτού σε όλες τις συγκεντρώσεις με ευρωπαϊκή διάσταση «υπό την επιφύλαξη […] του άρθρου 22». Το γεγονός ότι η διατύπωση αυτή έμεινε σχεδόν αμετάβλητη στο πέρασμα του χρόνου και απλώς συμπληρώθηκε, στον κανονισμό 139/2004, με την προσθήκη παραπομπής στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού (βλ. σκέψη 121 κατωτέρω) υποδηλώνει ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 προορίζεται να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εξετάζει τις διασυνοριακές συγκεντρώσεις που δεν υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια του συγκεκριμένου κανονισμού (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω).

115    Κατά τέταρτον, όσον αφορά τη μεταγενέστερη θέση της Επιτροπής σχετικά με τον μηχανισμό παραπομπής του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, όπως αυτή εκτίθεται στην ανακοίνωση σχετικά με την παραπομπή, στην έκθεση της 18ης Ιουνίου 2009 για τη λειτουργία του κανονισμού 139/2004 [COM(2009) 281 τελικό], στη λευκή βίβλο του 2014, στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τη σύνοψη της αξιολόγησης των διαδικαστικών και νομικών πτυχών του ελέγχου συγκεντρώσεων στην [Ένωση] της 26ης Μαρτίου 2021 [SWD(2021) 67 final] και στις οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα έγγραφα αυτά δημοσιεύτηκαν μετά την έκδοση του ως άνω κανονισμού και δεν μπορούσαν, συνεπώς, να ληφθούν υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά το υπό εξέταση στάδιο. Ως εκ τούτου, δεν είναι κρίσιμα για την ιστορική ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού και, κατά συνέπεια, για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

116    Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η ιστορική ερμηνεία τείνει να επιβεβαιώσει ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 επιτρέπει σε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των εθνικών του κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, να παραπέμπει στην Επιτροπή συγκεντρώσεις που δεν υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού, αλλά που ενδέχεται να έχουν σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις.

117    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τις αιτιολογικές σκέψεις που επικαλείται η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι η μεταβίβαση εξουσιών, στο πλαίσιο της παραπομπής, δεν προορίζεται να χρησιμοποιείται όταν ένα κράτος μέλος δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τη συγκεκριμένη συγκέντρωση στο πλαίσιο του δικού του συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 4064/89, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία τους περί ανταγωνισμού στις συγκεντρώσεις κοινοτικών διαστάσεων, αφορά μόνον το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο διέπει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Η αναφορά στην προστασία των συμφερόντων των κρατών μελών στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1310/97 υπογραμμίζει τον σκοπό να παρέχεται σε κράτος μέλος η δυνατότητα να ζητεί την εξέταση από την Επιτροπή συγκεντρώσεων με αρνητικό αντίκτυπο στο έδαφός του. Παρόμοια αναφορά εντοπίζεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 139/2004, η οποία θα εξεταστεί, μαζί με τις άλλες σχετικές αιτιολογικές σκέψεις του εν λόγω κανονισμού, στο πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας (βλ. σκέψεις 140 έως 148 κατωτέρω).

–       Επί της συστηματικής ερμηνείας

118    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη νομική βάση του κανονισμού 139/2004, στο πρώτο σημείο αναφοράς του αναφέρει ότι βασίζεται στα άρθρα 83 και 308 ΕΚ [νυν άρθρα 103 και 352 ΣΛΕΕ].

119    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 139/2004, τα άρθρα 81 και 82 ΕΚ [νυν άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ], αν και έχουν εφαρμογή σε ορισμένες συγκεντρώσεις, «δεν επαρκούν για τον έλεγχο όλων των συγκεντρώσεων που ενδέχεται να αποδειχθούν ασυμβίβαστες με το σύστημα ανόθευτου ανταγωνισμού που επιδιώκει η [Σ]υνθήκη [ΕΚ]». Κατά συνέπεια, ο κανονισμός αυτός έπρεπε να βασιστεί όχι μόνον στο άρθρο 83 ΕΚ, αλλά και στο άρθρο 308 ΕΚ, δυνάμει του οποίου η Ένωση μπορεί να αποκτήσει τις πρόσθετες εξουσίες δράσης που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της.

120    Όμως, αντίθετα προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι ο κανονισμός 139/2004 στηρίχθηκε επίσης στο άρθρο 308 ΕΚ δεν επηρεάζει την ερμηνεία του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού, αλλά απλώς καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να χρησιμοποιήσει αρκούντως ευρεία νομική βάση για το καθεστώς ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης, γεγονός που συνάδει με το πρωτόκολλο (αριθ. 27) σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό (ΕΕ 2016, C 202, σ. 308), κατά το οποίο η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει σύστημα που εξασφαλίζει ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός και, για τον σκοπό αυτό, η Ένωση λαμβάνει μέτρα βάσει των διατάξεων των Συνθηκών, εφόσον συντρέχει περίπτωση, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 352 ΣΛΕΕ.

121    Κατά δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, το οποίο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 22 του ίδιου κανονισμού. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπει ότι «[ο] παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις συγκεντρώσεις με [ευρωπαϊκή] διάσταση, όπως αυτή ορίζεται στο παρόν άρθρο, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 5 και του άρθρου 22 [του παρόντος κανονισμού]». Μια συγκέντρωση έχει ευρωπαϊκή διάσταση όταν υπερβαίνει τα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού.

122    Το άρθρο 4, παράγραφος 5, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 επιτρέπουν την παραπομπή στην Επιτροπή συγκέντρωσης «η οποία δεν έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 [του παρόντος κανονισμού]». Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές δεν βασίζονται σε κατώτατα όρια κύκλου εργασιών, αλλά σε άλλες προϋποθέσεις τις οποίες ορίζουν οι ίδιες (βλ. σκέψη 126 κατωτέρω).

123    Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 139/2004 και, κατά συνέπεια, η αρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάζει συγκεντρώσεις εξαρτώνται, κατά κύριο λόγο, από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών που ορίζουν την ευρωπαϊκή διάσταση και, δευτερευόντως, από τους μηχανισμούς παραπομπής που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, και στο άρθρο 22 του κανονισμού αυτού, οι οποίοι συμπληρώνουν τα εν λόγω κατώτατα όρια επιτρέποντας την εξέταση, από την Επιτροπή, ορισμένων συγκεντρώσεων που δεν έχουν ευρωπαϊκή διάσταση.

124    Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ρητής αναφοράς του στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, το άρθρο 22 αποτελεί μέρος των διατάξεων του κανονισμού αυτού, οι οποίες καθορίζουν την αρμοδιότητα της Επιτροπής στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

125    Κατά τρίτον, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004, το οποίο επιτρέπει επίσης, κατόπιν αιτήσεως των μερών και πριν από την κοινοποίησή της, την παραπομπή στην Επιτροπή συγκέντρωσης χωρίς ευρωπαϊκή διάσταση από το κράτος μέλος, δεν μπορεί να στηρίξει την προτασσόμενη από την προσφεύγουσα και τη Grail ερμηνεία του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού.

126    Ειδικότερα, οι αντίστοιχες προϋποθέσεις εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων διαφέρουν ουσιωδώς, δεδομένου ότι η μεν πρώτη προβλέπει ρητώς ότι η συγκέντρωση που παραπέμπεται πρέπει να «υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τριών τουλάχιστον κρατών μελών», ενώ η δεύτερη ισχύει για «μια συγκέντρωση […] που […] επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφος του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που υποβάλλουν την […] αίτηση [περί παραπομπής]». Η αναφορά, του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 στην εθνική νομοθεσία δεν επαναλαμβάνεται στο άρθρο 22 του κανονισμού αυτού. Η ανωτέρω εκτιθέμενη διαφορά οφείλεται, αφενός, στην επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να μην περιορίσει τη δυνατότητα κράτους μέλους να ζητήσει την παραπομπή της εξέτασης μιας συγκέντρωσης στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού (βλ. σκέψη 107 ανωτέρω), καθώς και, αφετέρου, στους διαφορετικούς σκοπούς που επιδιώκουν οι διατάξεις αυτές. Ενώ το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 αποσκοπεί, όπως δέχεται και η ίδια η προσφεύγουσα, να παράσχει τη δυνατότητα στα μέρη μιας συγκέντρωσης να ζητήσουν, σε αρχικό στάδιο, την παραπομπή της στην Επιτροπή για την αποφυγή πολλαπλής υποβολής κοινοποιήσεων προς διαφορετικές αρμόδιες εθνικές αρχές (βλ. αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού αυτού και σκέψη 112 ανωτέρω), το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού επιδιώκει επίσης τον μνημονευόμενο στις σκέψεις 102, 113 και 114 ανωτέρω σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα εξέτασης διασυνοριακών συγκεντρώσεων.

127    Κατά τέταρτον, το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 δεν ευθυγραμμίζεται ούτε με τους μηχανισμούς παραπομπής που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, και στο άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, τα οποία διέπουν την παραπομπή συγκέντρωσης με ευρωπαϊκή διάσταση στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους.

128    Ειδικότερα, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, μια τέτοια συγκέντρωση μπορεί, αντιστοίχως, κατόπιν αιτήσεως των μερών ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής, να παραπεμφθεί «στις αρμόδιες αρχές» κράτους μέλους, το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεν κάνει αναφορά στις αρχές αυτές, αλλά σε «[έ]να ή περισσότερα κράτη μέλη» τα οποία «μπορούν να ζητούν» την παραπομπή μιας συγκέντρωσης στην Επιτροπή. Επιπλέον, σε αντίθεση προς το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεν περιέχει τον προσδιορισμό «[π]ριν από την κοινοποίηση», ούτε προϋποθέτει να υπάρχει «κοινοποιηθείσα συγκέντρωση», αλλά είναι διατυπωμένο ευρύτερα καθόσον εφαρμόζεται σε «μια συγκέντρωση».

129    Κατά συνέπεια, το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των μηχανισμών παραπομπής που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, και στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού. Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι δεν απαιτεί ρητώς ούτε αρμοδιότητα της εθνικής αρχής ανταγωνισμού να εξετάσει τη συγκέντρωση που παραπέμπεται ούτε κοινοποίηση της συγκέντρωσης αυτής.

130    Κατά πέμπτον, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 και των λοιπών διατάξεων του ίδιου άρθρου, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η αίτηση περί παραπομπής «μπορεί να υποβάλλεται το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η συγκέντρωση ή, εάν δεν απαιτείται η κοινοποίηση, έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος». Η διάταξη αυτή ρυθμίζει, επομένως, αφενός, τις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεντρώσεις κοινοποιούνται στην αρμόδια εθνική αρχή ανταγωνισμού και, επομένως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων του ως άνω κράτους μέλους και, αφετέρου, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, τις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεντρώσεις δεν κοινοποιούνται, αλλά απλώς καθίστανται γνωστές στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, είτε διότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω συστήματος είτε διότι δεν υφίσταται τέτοιο σύστημα. Ως εκ τούτου, από το ως άνω εδάφιο δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 εφαρμόζεται στα κράτη μέλη που διαθέτουν εθνικό σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων μόνον όταν οι οικείες συγκεντρώσεις εμπίπτουν στο εν λόγω σύστημα.

131    Δεύτερον, η προσφεύγουσα και η Grail δεν μπορούν να προβάλλουν ως επιχείρημα ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για κάθε αίτηση [περί παραπομπής] που έλαβε σύμφωνα με την παράγραφο 1 [του παρόντος άρθρου]», διότι η αναφορά στις «αρμόδιες αρχές» αποσκοπεί απλώς να διασφαλίσει ότι οι εθνικές αρχές που είναι εν γένει υπεύθυνες για τις υποθέσεις συγκεντρώσεων θα ενημερώνονται από την Επιτροπή σχετικά με αίτηση περί παραπομπής. Η ενημέρωση αυτή καθιστά δυνατή τη λήψη αποφάσεως των οικείων αρχών σχετικά με ενδεχόμενο αίτημα συνυποβολής βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού και, ως εκ τούτου, αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος για συνυποβολή αιτήσεως περί παραπομπής. Αντιθέτως, η μνεία των συγκεκριμένων αρχών ουδόλως αντικατοπτρίζει το ακριβές πεδίο των ελεγκτικών τους αρμοδιοτήτων, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, σε σχέση με τη συγκέντρωση που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης περί παραπομπής, το οποίο η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επαληθεύσει (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής, T‑22/97, EU:T:1999:327, σκέψη 84).

132    Τρίτον, το άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει ότι «[τ]ην αρχική αίτηση [περί παραπομπής] μπορεί να συνυποβάλλει οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος», πράγμα που είναι συνεπές προς την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και επιβεβαιώνει ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής ή αίτημα συνυποβολής βάσει του εν λόγω άρθρου, ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής των εθνικών του κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

133    Τέταρτον, το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, «[ό]λες οι εθνικές προθεσμίες σχετικά με τη συγκέντρωση αναστέλλονται […]» σημαίνει απλώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Grail, ότι, εάν έχει αρχίσει τέτοια εθνική προθεσμία, αναστέλλεται. Τούτο απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επεξεργασία αιτήσεως περί παραπομπής από την Επιτροπή δεν διαταράσσει τα εθνικά συστήματα ελέγχου των συγκεντρώσεων, τα οποία συχνά έχουν ιδιαιτέρως αυστηρό χρονοδιάγραμμα εξέτασης. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει την περίπτωση κατά την οποία η οικεία συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός τέτοιου εθνικού συστήματος, εφόσον υπάρχει τέτοιο σύστημα.

134    Πέμπτον, το άρθρο 22, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, προβλέποντας ότι «[τ]ο κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη που υπέβαλαν την εν λόγω αίτηση [περί παραπομπής], δεν εφαρμόζουν πλέον την εθνική τους νομοθεσία περί ανταγωνισμού στη συγκέντρωση», αποσκοπεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να διασφαλίσει ότι οι αρχές ανταγωνισμού των ως άνω κρατών μελών δεν θα εκδώσουν απόφαση, σε μεταγενέστερο στάδιο, επί της ουσίας της εν λόγω συγκεντρώσεως, κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τις αποφάσεις που έχει εκδώσει η Επιτροπή. Ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε να ανακύψει, μεταξύ άλλων, όταν οι εν λόγω αρχές δεν συμφωνούν με το τελικό συμπέρασμα της Επιτροπής. Για να αποφευχθούν τυχόν αντικρουόμενες αποφάσεις, η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται στους κανόνες περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, αλλά έχει διατυπωθεί κατά τρόπο πιο ευρύ, παραπέμποντας στο εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού στο σύνολό του. Απεναντίας, από τη συγκεκριμένη διάταξη απορρέει ότι τα κράτη μέλη που δεν έχουν υποβάλει αίτηση περί παραπομπής μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο ανταγωνισμού ως προς την οικεία συγκέντρωση. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό του και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 22, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 απαιτεί η συγκέντρωση της οποίας ζητείται η παραπομπή να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής εθνικών κανόνων περί ελέγχου.

135    Έκτον, το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει ότι στις περιπτώσεις που η Επιτροπή εξετάζει μια συγκέντρωση κατόπιν παραπομπής από κράτος μέλος, εφαρμόζονται οι κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 2, στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, καθώς και στα άρθρα 5, 6 και 8 έως 21 του εν λόγω κανονισμού.

136    Όσον αφορά την απαίτηση αναστολής που περιλαμβάνεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 139/2004, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού, «εφαρμόζεται, εφόσον η συγκέντρωση δεν έχει πραγματοποιηθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ενημερώνει τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για την υποβολή της αίτησης». Η ως άνω διάταξη λαμβάνει, επομένως, υπόψη το γεγονός ότι, πριν από την υποβολή της αιτήσεως περί παραπομπής, μια συγκέντρωση που δεν έχει ευρωπαϊκή διάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 139/2004 και ότι, κατά συνέπεια, η εν λόγω απαίτηση αναστολής δεν εμποδίζει την πραγματοποίησή της. Ωστόσο, προκειμένου η συγκέντρωση αυτή να μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός της Ένωσης, πρέπει επίσης η αναστολή της να μην απαιτείται από τους εθνικούς κανόνες περί ελέγχου των συγκεντρώσεων ενός κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, το άρθρο 22, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 καλύπτει τόσο τις περιπτώσεις στις οποίες η συγκέντρωση που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως περί παραπομπής δεν εμπίπτει, όπως εν προκειμένω, στο πεδίο εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας, όσο και εκείνες στις οποίες τυγχάνει εφαρμογής τέτοια νομοθεσία η οποία, όμως, δεν προβλέπει την αναστολή της συγκέντρωσης.

137    Έβδομον, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004, «[η] Επιτροπή μπορεί να ενημερώνει ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ότι θεωρεί ότι μια συγκέντρωση πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1 [του παρόντος άρθρου]». Καθόσον το γράμμα της συγκεκριμένης διάταξης κάνει λόγο μόνον για τα εν λόγω κριτήρια, δεν απαιτεί η οικεία συγκέντρωση να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

138    Όγδοον, όσον αφορά τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν περιέχουν κάποιο στοιχείο ικανό να συμβάλει στην περαιτέρω αποσαφήνιση του περιεχομένου του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

139    Επομένως, από τη συστηματική ερμηνεία προκύπτει ότι η αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

–       Επί της τελολογικής ερμηνείας

140    Κατά πρώτον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 8, 24 και 25 του κανονισμού 139/2004 προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να εξασφαλίσει τον αποτελεσματικό έλεγχο όλων των συγκεντρώσεων που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή του ενιαίου ελέγχου, οι συγκεντρώσεις αυτές εξετάζονται αποκλειστικώς σε επίπεδο Ένωσης.

141    Όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω), ο εν λόγω κανονισμός, σύμφωνα με τις αιτιολογικές του σκέψεις 9 έως 11, εξαρτά την αρμοδιότητα εξέτασης της Επιτροπής κατά πρώτο λόγο από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών που καθορίζουν την ευρωπαϊκή διάσταση, συμπληρώνοντας παράλληλα τα κατώτατα αυτά όρια με κανόνες που διέπουν την παραπομπή των συγκεντρώσεων, οι οποίοι πρέπει να αποτελούν «αποτελεσματικ[ούς] διορθωτικ[ούς] μηχανισμ[ούς]».

142    Υπό το πρίσμα αυτό, οι μηχανισμοί παραπομπής είναι ένα μέσο για την αντιμετώπιση των κενών του ελέγχου, συμφυών με ένα σύστημα βασιζόμενο κατά πρώτο λόγο σε κατώτατα όρια κύκλου εργασιών, το οποίο, λόγω του άκαμπτου χαρακτήρα του, ενδέχεται να μην καλύπτει όλες τις πράξεις συγκέντρωσης που χρήζουν εξέτασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο (βλ. επίσης σκέψεις 102, 113 και 114 ανωτέρω). Επομένως, οι εν λόγω μηχανισμοί δημιουργούν, όπως τονίζει η φράση «διορθωτικός μηχανισμός» που χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 139/2004, επικουρική αρμοδιότητα της Επιτροπής παρέχοντάς της την αναγκαία ευελιξία για την επίτευξη του σκοπού του κανονισμού αυτού, ο οποίος συνίσταται στην παροχή δυνατότητας ελέγχου των συγκεντρώσεων που ενδέχεται να παρεμποδίσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

143    Το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 διασφαλίζει τον ως άνω σκοπό, καθόσον προσφέρει την ευελιξία που απαιτείται για την εξέταση, σε επίπεδο Ένωσης, των πράξεων συγκέντρωσης που ενδέχεται να παρεμποδίσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και που, διαφορετικά, λόγω μη υπέρβασης των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών, θα εξέφευγαν του ελέγχου βάσει των συστημάτων ελέγχου των συγκεντρώσεων τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών.

144    Επιπλέον, στον βαθμό που σε περίπτωση, όπως εν προκειμένω, μη υπέρβασης των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, η αρμοδιότητα εξέτασης της ως άνω πράξης συγκέντρωσης ανήκει αποκλειστικώς, κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, στην Επιτροπή το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 εντάσσεται επίσης στους σκοπούς της προστασίας των συμφερόντων των κρατών μελών, της επικουρικότητας, της ασφάλειας δικαίου, της αποφυγής πολλαπλών κοινοποιήσεων, του «ενιαίου ελέγχου» και της εξέτασης από την πλέον κατάλληλη αρχή, όπως προβλέπονται στις αιτιολογικές σκέψεις 11, 12 και 14 του κανονισμού αυτού.

145    Κατά δεύτερον, οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού 139/2004 υπενθυμίζουν, κατ’ ουσίαν, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής που πρέπει να πληρούνται προκειμένου, αφενός, η Επιτροπή να μπορεί να παραπέμπει μια συγκέντρωση σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, ή του άρθρου 9 του ως άνω κανονισμού και, αφετέρου, αντιστρόφως, να μπορεί μια συγκέντρωση να παραπέμπεται από κράτος μέλος προς την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, ή του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, υπογραμμίζουν τις διαφορές μεταξύ, αφενός, του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 και, αφετέρου, του άρθρου 4, παράγραφοι 4 και 5, ή του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτές εκτίθενται στις σκέψεις 125 έως 129 ανωτέρω.

146    Πιο συγκεκριμένα, ενώ η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 139/2004, η οποία αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού παραπομπή συγκέντρωσης προς την Επιτροπή πριν από την κοινοποίησή της, απαιτεί ρητώς η συγκέντρωση αυτή να «υπόκειται σε εξέταση δυνάμει των νομοθεσιών ανταγωνισμού τριών ή περισσότερων κρατών μελών», η αιτιολογική σκέψη 15 του εν λόγω κανονισμού, η οποία αφορά όλες τις λοιπές μορφές παραπομπής μιας συγκέντρωσης προς την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης της προβλεπόμενης στο άρθρο 22 του ως άνω κανονισμού, δεν περιέχει τέτοια απαίτηση. Ειδικότερα, στην τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη τονίζεται ότι ένα «κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παραπέμπει στην Επιτροπή μια συγκέντρωση που δεν έχει [ευρωπαϊκή] διάσταση αλλά επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφός του». Επιπλέον, αναφέρει ότι «[η] Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εξετάζει και να αποφασίζει σχετικά με μια συγκέντρωση για λογαριασμό ενός ή περισσότερων αιτούντων κρατών μελών».

147    Συνεπώς, οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού 139/2004 επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση που διατυπώθηκε στις σκέψεις 126 και 129 ανωτέρω ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού αυτού διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες των άλλων μηχανισμών παραπομπής.

148    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελολογική ερμηνεία επιβεβαιώνει ότι η αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

149    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επισήμανση ότι «[ά]λλα κράτη μέλη τα οποία επίσης είναι αρμόδια για την εξέταση της συγκέντρωσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συντάσσονται με το αίτημα αυτό», που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 139/2004 και προβάλλεται από την προσφεύγουσα και την Grail προς στήριξη των ισχυρισμών τους.

150    Ειδικότερα, η επισήμανση αυτή απλώς υπενθυμίζει ότι άλλα κράτη μέλη μπορούν να συνταχθούν με αίτηση περί παραπομπής, βάσει της δυνατότητας που θεσπίστηκε πρόσφατα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, το οποίο συμπληρώνει την εισαχθείσα με τον κανονισμό 1310/97 δυνατότητα από κοινού υποβολής αιτήσεων περί παραπομπής, προκειμένου να αποτρέπεται η παράλληλη εξέταση της ίδιας συγκέντρωσης από περισσότερα κράτη μέλη (βλ. σκέψη 101 ανωτέρω). Σε αυτό το πλαίσιο, λαμβανομένου υπόψη του ότι και ο κανονισμός 139/2004 αποσκοπεί στην αποφυγή μιας τέτοιας εκ παραλλήλου εξέτασης (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 12 και 14 του ως άνω κανονισμού), η εν λόγω επισήμανση περιγράφει την περίπτωση κατά την οποία η οικεία συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πλειόνων εθνικών συστημάτων ελέγχου των συγκεντρώσεων. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το υπόλοιπο τμήμα της αιτιολογικής σκέψης 15 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο κάνει λόγο για αναστολή των εθνικών προθεσμιών, όπερ προϋποθέτει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, την εφαρμογή των κανόνων ενός τέτοιου εθνικού συστήματος. Συνεπώς, σε σύμπνοια και με τις οικείες διαπιστώσεις της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ως άνω αιτιολογική σκέψη έχει την έννοια ότι περιγράφει μία εκ των περιπτώσεων που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 και, συγκεκριμένα, εκείνη που οδήγησε στη θέσπιση της δυνατότητας συνυποβολής της αιτήσεως περί παραπομπής.

151    Απεναντίας, αν η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 139/2004 είχε την έννοια, αντιθέτως προς το αδιαμφισβήτητο λεκτικό του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού (βλ. σκέψη 132 ανωτέρω), ότι απαιτεί από το κράτος μέλος να έχει αρμοδιότητα βάσει του εθνικού του δικαίου, ένα κράτος μέλος που δεν διαθέτει νομοθεσία περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, όπως το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, δεν θα μπορούσε ποτέ να συνταχθεί με αίτηση περί παραπομπής ή αν, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ερμηνεία αυτή επεκτεινόταν στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το ως άνω κράτος δεν θα μπορούσε ποτέ να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής. Πλην όμως, ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο είναι αντίθετο προς το ιστορικό θεσπίσεως του συγκεκριμένου άρθρου (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω), δεν προβάλλεται καν από την προσφεύγουσα και την Grail.

–       Επί των λοιπών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας και της Grail

152    Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της Grail δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις ανωτέρω εκτιμήσεις.

153    Κατά πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι ένα κράτος μέλος που έχει καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ελέγχει τις στερούμενες ευρωπαϊκής διαστάσεως συγκεντρώσεις «έχει ασκήσει την αρμοδιότητά του», με αποτέλεσμα να μη διαθέτει πλέον τη δυνατότητα να παραπέμπει συγκεντρώσεις στην Επιτροπή, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαλαμβάνεται στην τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 8 του κανονισμού 139/2004 και όπως προκύπτει από το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, όλες οι συγκεντρώσεις που δεν καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας που θεσπίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 ΣΕΕ, μια συγκέντρωση η οποία, ελλείψει υπέρβασης των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 139/2004, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, εμπίπτει, εξ ορισμού, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη εξακολουθούν, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, να είναι αρμόδια για την υποβολή αιτήσεως περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού.

154    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το εθνικό δίκαιο μπορεί να εφαρμοστεί μόνον στις συγκεντρώσεις που, κατ’ αρχήν, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ασφαλώς, όταν μια τέτοια συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, μεταξύ άλλων, διότι δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν είναι αρμόδιες να την εξετάσουν. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος μέλος απώλεσε ή αποποιήθηκε τη γενική του αρμοδιότητα για όλες τις συγκεντρώσεις που δεν έχουν ευρωπαϊκή διάσταση, αρμοδιότητα η οποία του ανήκει εξ ορισμού, δυνάμει της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, αλλά μόνον ότι, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, η συγκέντρωση αυτή δεν εντάσσεται στην αρμοδιότητα δράσης των αρχών του σε εθνικό επίπεδο. Η συγκεκριμένη πτυχή αφορά την άσκηση ή την κατανομή των εσωτερικών αρμοδιοτήτων, με αποτέλεσμα να μην εξαρτάται από αυτήν η αρμοδιότητα του κράτους μέλους να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004.

155    Στο μέτρο που το εν λόγω άρθρο κάνει ρητή μνεία στα «κράτη μέλη», τους παρέχει απευθείας το δικαίωμα να ζητήσουν, υπό τις οριζόμενες σε αυτό προϋποθέσεις, την παραπομπή μιας συγκέντρωσης στην Επιτροπή. Ο δε ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να απωλέσει ένα δικαίωμα που του απονέμει το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζοντας την εθνική του νομοθεσία, όχι μόνον δύσκολα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 ΣΕΕ (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω), αλλά δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης. Επιπλέον, αντιβαίνει στην ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, καθόσον θέτει τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων σε δυσμενέστερη θέση έναντι εκείνων που δεν διαθέτουν τέτοιο σύστημα, διότι τα τελευταία θα δικαιούνταν να ζητούν την παραπομπή οποιασδήποτε συγκέντρωσης, ενώ τα πρώτα θα μπορούσαν να υποβάλουν τέτοια αίτηση μόνον για τις συγκεντρώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω συστήματος.

156    Το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής (T‑22/97, EU:T:1999:327). Ειδικότερα, στη σκέψη 84 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν υποβάλλεται στην Επιτροπή αίτηση περί παραπομπής κατά το άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89, απόκειται σε αυτήν μόνον να επαληθεύσει αν η αίτηση προέρχεται εκ πρώτης όψεως από κράτος μέλος και όχι να αποφανθεί επί της αρμοδιότητας, υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, της εθνικής αρχής που υπέβαλε την εν λόγω αίτηση εξ ονόματος και για λογαριασμό του κράτους αυτού.

157    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας, αρχή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ και εφαρμόζεται με βάση το πρωτόκολλο (αριθ. 2) σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (ΕΕ 2016, C 202, σ. 206), υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την αρχή αυτή, η Ένωση παρεμβαίνει, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, μόνον εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης.

158    Επομένως, η εν λόγω αρχή αποτελείται, αφενός, από ένα αρνητικό κριτήριο, κατά το οποίο οι προβλεπόμενοι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, και, αφετέρου, από ένα θετικό κριτήριο, κατά το οποίο οι στόχοι αυτοί μπορούν, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Με βάση αυτά τα δύο στοιχεία της αρχής της επικουρικότητας διευκρινίζεται, εν τέλει, από δύο διαφορετικές σκοπιές το ίδιο ζήτημα, ήτοι αν η επίτευξη των εν λόγω σκοπών απαιτεί ενέργειες σε επίπεδο Ένωσης ή σε επίπεδο κρατών μελών (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2015:854, σημείο 165).

159    Η τήρηση της αρχής της επικουρικότητας ελέγχεται από τον δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑358/14, EU:C:2016:323, σκέψη 113).

160    Εν προκειμένω, η αρχή της επικουρικότητας τυγχάνει εφαρμογής, διότι το σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 139/2004 βασίζεται εν μέρει στο άρθρο 308 ΕΚ [νυν άρθρο 352 ΣΛΕΕ] (βλ. σκέψη 118 ανωτέρω) και δεν εμπίπτει, επομένως, στον τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης.

161    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 139/2004, δεν αμφισβητεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 8 του εν λόγω κανονισμού, τη συμβατότητά του με την αρχή αυτή. Ο έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της τήρησης της εν λόγω αρχής περιορίζεται, συνεπώς, στη δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, κατά την οποία η αίτηση περί παραπομπής βάσει της συγκεκριμένης διατάξεως μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

162    Συναφώς, αφενός, διαπιστώνεται ότι ο έλεγχος των συγκεντρώσεων που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Ειδικότερα, βάσει του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή διαθέτει, για την εξέταση της συμβατότητας μιας πράξης συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, ευρύτερα κριτήρια αξιολόγησης και αρμοδιότητες σε σχέση με μια εθνική αρχή ανταγωνισμού, οι εξουσίες της οποίας περιορίζονται στο έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους.

163    Αφετέρου, η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να ζητήσει από την Επιτροπή την εξέταση μιας συγκέντρωσης η οποία, όπως εν προκειμένω, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εθνικών του κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων ούτε έχει ευρωπαϊκή διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού, όταν η συγκέντρωση αυτή απειλεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στο έδαφός του και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει, επομένως, ότι μια συγκέντρωση η οποία, παρά τις ως άνω σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις, δεν θα εξεταζόταν ούτε από τις εθνικές αρχές ούτε από την Επιτροπή, μπορεί να εξεταστεί από την Επιτροπή. Πρόκειται για ενέργεια που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τα κράτη μέλη. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι απαραίτητη η δράση στο επίπεδο της Ένωσης.

164    Επιπλέον, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, ο σεβασμός των συμφερόντων των κρατών μελών διασφαλίζεται επίσης από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει μια συγκέντρωση μόνον κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους περί παραπομπής. Τα συμφέροντα αυτά προστατεύονται περαιτέρω από το περιορισμένο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εξέτασης της συγκέντρωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, μόνον το κράτος μέλος που υπέβαλε αυτοβούλως τέτοια αίτηση δεν μπορεί πλέον να εφαρμόζει την εθνική του νομοθεσία περί ανταγωνισμού στη συγκέντρωση (βλ. σκέψη 134 ανωτέρω).

165    Ως εκ τούτου, η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, κατά την οποία η αίτηση περί παραπομπής βάσει της διατάξεως αυτής μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, τηρεί την αρχή της επικουρικότητας. Ειδικότερα, η ως άνω ερμηνεία διασφαλίζει, όπως προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 139/2004, ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται ως αποτελεσματικός διορθωτικός μηχανισμός με βάση την εν λόγω αρχή, προστατεύοντας τα συμφέροντα των κρατών μελών. Επιπλέον, η συγκεκριμένη ερμηνεία εξασφαλίζει, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 14 του ως άνω κανονισμού, την εξέταση κάθε υπόθεσης από την πλέον κατάλληλη αρχή, με βάση την ίδια αρχή (βλ. επίσης σκέψη 144 ανωτέρω).

166    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η αρχή της επικουρικότητας περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 για τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει τα δικά τους εθνικά συστήματα ελέγχου των συγκεντρώσεων, δεδομένου ότι η αρχή αυτή διέπει, όπως ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, ΣΕΕ, την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όχι, όμως, των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών. Ομοίως, η απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ. (C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψεις 216 έως 218), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι απλώς υπενθυμίζει ότι ο έλεγχος της αρχής της επικουρικότητας ασκείται από τα εθνικά κοινοβούλια και τον δικαστή της Ένωσης.

167    Κατά τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αρχή η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 4, ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη αρχή προβλέπει ότι το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών.

168    Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑128/15, EU:C:2017:3, σκέψη 71· της 9ης Δεκεμβρίου 2020, Groupe Canal + κατά Επιτροπής, C‑132/19 P, EU:C:2020:1007, σκέψη 104, και της 20ής Ιουνίου 2018, České dráhy κατά Επιτροπής, T‑325/16, EU:T:2018:368, σκέψη 113).

169    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει το μη σύννομο του κανονισμού 139/2004 βάσει της αρχής της αναλογικότητας, ο έλεγχος της τήρησης της εν λόγω αρχής από το Γενικό Δικαστήριο περιορίζεται στη δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, κατά την οποία η αίτηση περί παραπομπής βάσει της διατάξεως αυτής μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

170    Όσον αφορά τον υποτιθέμενο μεγάλο αριθμό συγκεντρώσεων που δεν έχουν ευρωπαϊκή διάσταση και δεν υπόκεινται σε εθνικό σύστημα ελέγχου και οι οποίες θα επηρεάζονταν από τη συγκεκριμένη ερμηνεία, αρκεί η επισήμανση ότι πρόκειται για αβάσιμο επιχείρημα που δεν αποδεικνύει ότι η εν λόγω ερμηνεία είναι δυσανάλογη προς τον σκοπό της εξέτασης των συγκεντρώσεων που ενδέχεται να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά. Ομοίως, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται επαχθή διαδικασία για τις επιχειρήσεις διότι τις υποχρεώνει να προβαίνουν σε «άτυπη» κοινοποίηση, δεδομένου ότι τέτοια κοινοποίηση δεν προβλέπεται από το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 ούτε απαιτείται από την ως άνω ερμηνεία.

171    Επιπλέον, η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία κατά την οποία η αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εξετάζει μια συγκέντρωση δυνάμει του άρθρου αυτού μόνον σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ήτοι εφόσον πληρούνται σωρευτικώς οι τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω). Λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω σαφείς και συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής, οι οποίες περιορίζουν ουσιωδώς τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, η ίδια ως άνω ερμηνεία δεν είναι ακατάλληλη για την επίτευξη του στόχου της εξέτασης των συγκεντρώσεων που ενδέχεται να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

172    Ως εκ τούτου, η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και, όπως έκρινε ο νομοθέτης της Ένωσης στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της εξασφάλισης ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

173    Κατά τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, επισημαίνεται ότι η αρχή αυτή, η οποία αποτελεί μία από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει, αφενός, να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, να είναι η εφαρμογή τους προβλέψιμη για τους διοικουμένους. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή απαιτεί να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι οι τελευταίοι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 127 και 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

174    Εν προκειμένω, η υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα και την Grail ερμηνεία η οποία εξαρτά την εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 από τις απαιτήσεις ενός εθνικού συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ένα είδος εξαίρεσης για τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν τέτοιο σύστημα, θα οδηγούσε σε αβεβαιότητα ως προς το ποιες συγκεντρώσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

175    Ειδικότερα, αφενός, η ερμηνεία αυτή θα οδηγούσε σε ανασφάλεια δικαίου λόγω των διαφορετικών κριτηρίων και εννοιών για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων στα κράτη μέλη. Η εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 θα εξαρτάτο, επομένως, από παράγοντες οι οποίοι, λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα τους, αποκλείστηκαν από την Επιτροπή στην πρότασή της του 2003 (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω). Επιπλέον, η εν λόγω ερμηνεία αντιβαίνει στη νομολογία κατά την οποία δεν απόκειται στην Επιτροπή να αποφαίνεται επί της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να υποβάλλουν αιτήσεις περί παραπομπής (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής, T‑22/97, EU:T:1999:327, σκέψη 84). Αφετέρου, η ίδια ως άνω ερμηνεία δεν θα ήταν ικανή να παράσχει μεγαλύτερη προβλεψιμότητα, δεδομένου ότι ένα κράτος μέλος που δεν διαθέτει νομοθεσία στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει την παραπομπή μιας υπόθεσης συγκέντρωσης στην Επιτροπή βάσει του ως άνω άρθρου. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα και η Grail δεν εξηγούν πώς θα προστατευόταν περισσότερο η αρχή της ασφάλειας δικαίου εάν, εν προκειμένω, την αίτηση περί παραπομπής που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως είχε υποβάλει, αντί της Γαλλικής Δημοκρατίας, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το οποίο δεν διαθέτει τέτοια νομοθεσία.

176    Αντιθέτως, η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία, κατά την οποία η αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 μπορεί να υποβληθεί ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, εξαρτά την εφαρμογή του άρθρου αυτού αποκλειστικώς από την πλήρωση των τεσσάρων σωρευτικών προϋποθέσεων του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, όπως υπενθυμίζονται στη σκέψη 89 ανωτέρω. Οι προϋποθέσεις αυτές εγγυώνται την ομοιόμορφη εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, σε όλη την Ένωση.

177    Ασφαλώς, όσον αφορά τον μηχανισμό παραπομπής που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004, η εφαρμογή του εξαρτάται από το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού των κρατών μελών (βλ. σκέψη 126 ανωτέρω). Πάντως, τούτο οφείλεται στον σκοπό της αποφυγής της παράλληλης εξέτασης της ίδιας συγκέντρωσης από πλείονες εθνικές αρχές (βλ. επίσης σκέψη 126 ανωτέρω), η οποία δικαιολογεί, όπως παραδέχεται η ίδια η προσφεύγουσα, την «αναφορά προς τους αρμόδιους οργανισμούς προς τους οποίους θα έπρεπε σε διαφορετική περίπτωση να απευθύνονται οι κοινοποιήσεις». Ωστόσο, κατά το μέτρο που το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού επιδιώκει και άλλους σκοπούς, μεταξύ άλλων, τον σκοπό της παροχής της δυνατότητας, με την ιδιότητα του «διορθωτικού μηχανισμού», αποτελεσματικού ελέγχου όλων των συγκεντρώσεων που ενδέχεται να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και που εκφεύγουν, λόγω μη υπέρβασης των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών, των κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης και των κρατών μελών (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 102, 113, 114 και 142 ανωτέρω), απαιτούνται σαφείς και ακριβείς προϋποθέσεις εφαρμογής, βασιζόμενες στο δίκαιο της Ένωσης.

178    Ως εκ τούτου, μόνον η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία διασφαλίζει την αναγκαία ασφάλεια δικαίου και την ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 στην Ένωση.

179    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τα άλλα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

180    Αφενός, στο μέτρο που η προσφεύγουσα παραπέμπει στη διαπίστωση του Δικαστηρίου, στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής (C‑202/06 P, EU:C:2007:814, σκέψη 38), σχετικά με την ανάγκη να εντοπίζεται κατά τρόπο προβλέψιμο η αρμόδια αρχή για την εξέταση πράξης συγκέντρωσης, επισημαίνεται ότι η δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία δεν μεταβάλλει τη σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών και της Ένωσης με βάση τα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 139/2004. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση μη υπέρβασης των κατώτατων αυτών ορίων, μόνον οι αρχές των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εξετάσουν τη συγκεκριμένη συγκέντρωση ή να υποβάλουν αίτηση περί παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω). Συνεπώς, οι συμμετέχουσες σε μια τέτοια συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να κοινοποιήσουν τη συγκέντρωση αυτή στην Επιτροπή ούτε να αξιολογήσουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, δεν κινδυνεύουν να υποστούν κυρώσεις σε περίπτωση που δεν ενήργησαν ώστε η συγκέντρωση να «[γίνει] κατ’ άλλο τρόπο γνωστή», κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, η αρμόδια αρχή μπορεί να εντοπισθεί κατά τρόπο προβλέψιμο.

181    Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή θα είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με το σημείο 21 των οδηγιών σχετικά με το άρθρο 22, να εξετάσει μια συγκέντρωση πολύ μετά την πραγματοποίησή της, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει ότι η αίτηση περί παραπομπής δυνάμει του άρθρου αυτού μπορεί «να υποβάλλεται το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η συγκέντρωση ή, εάν δεν απαιτείται η κοινοποίηση, έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος». Όπως προκύπτει από τη σκέψη 130 ανωτέρω, οι προθεσμίες αυτές ισχύουν και για τις περιπτώσεις που δεν υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια του εθνικού συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η συγκέντρωση έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο κράτος μέλος. Συνεπώς, δεδομένου ότι η αίτηση περί παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού πλαισιώνεται από ακριβείς προθεσμίες, διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Το ίδιο ισχύει για την επιταγή ταχύτητας που ισχύει στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα παραπέμποντας στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2006, Endesa κατά Επιτροπής (T‑417/05, EU:T:2006:219, σκέψη 209), και για την προστασία της εγκυρότητας των πράξεων, την οποία υπενθυμίζει η τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 34 του κανονισμού 139/2004 και στην οποία επίσης στηρίζεται η προσφεύγουσα στην επιχειρηματολογία της.

182    Κατά πέμπτον, όσον αφορά τον προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα εξαιρετικό χαρακτήρα της παραπομπής βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, αυτός διατηρείται με βάση τη δοθείσα στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων ερμηνεία, καθόσον η αρμοδιότητα εξέτασης της Επιτροπής εξακολουθεί να εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων κύκλου εργασιών που ορίζονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, ο δε μηχανισμός παραπομπής δυνάμει του άρθρου 22 του ίδιου κανονισμού αποτελεί μόνον επικουρική αρμοδιότητα επιτρέπουσα, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (βλ., μεταξύ άλλων, τις τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής που εκτίθενται στη σκέψη 89 ανωτέρω), συγκέντρωση που εκφεύγει των ως άνω κατώτατων ορίων να δύναται επίσης να εξεταστεί από την Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, πράγμα που λαμβάνει υπόψη τη λειτουργία του εν λόγω άρθρου 22 ως «διορθωτικού μηχανισμού». Το ίδιο ισχύει και για την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της επικαλούμενης από την προσφεύγουσα αποφάσεως της 3ης Απριλίου 2003, Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής (T‑119/02, EU:T:2003:101, σκέψη 354), η οποία απαιτεί να ερμηνεύονται στενά οι προϋποθέσεις παραπομπής που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού 139/2004. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των τεσσάρων σωρευτικών προϋποθέσεων εφαρμογής που εκτίθενται στη σκέψη 89 ανωτέρω, φαίνεται, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, ότι ο αριθμός των πράξεων που δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού παραμένει περιορισμένος.

183    Υπό το πρίσμα του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της γραμματικής, ιστορικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη μπορούν, υπό τις οριζόμενες σε αυτό προϋποθέσεις, να υποβάλλουν αίτηση περί παραπομπής βάσει της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής των εθνικών τους κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων.

184    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκανε δεκτή, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, την αίτηση περί παραπομπής και τα αιτήματα συνυποβολής δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η προσφεύγουσα και η Grail, ούτε η νομοθετική τροποποίηση ούτε η αναθεώρηση των κατώτατων ορίων της ευρωπαϊκής διάστασης απαιτούνται για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως εν προκειμένω.

185    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, περί εκπρόθεσμης υποβολής της αιτήσεως περί παραπομπής και, επικουρικώς, περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της «χρηστής διοίκησης»

–       Επί του πρώτου σκέλους, περί εκπρόθεσμης υποβολής της αιτήσεως περί παραπομπής

186    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Grail, θεωρεί ότι η αίτηση περί παραπομπής υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004. Κατά τις ίδιες, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον διαπίστωσε ότι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε κατ’ άλλο τρόπο γνωστοποίηση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το κράτος μέλος έπρεπε να λάβει γνώση όχι μόνον της ύπαρξης της συγκέντρωσης, αλλά και των στοιχείων που καθιστούν δυνατή μια πρώτη αξιολόγηση σχετικά με τον ανταγωνισμό. Η ερμηνεία της Επιτροπής συνεπάγεται ότι μια συγκέντρωση θα έπρεπε, στην πράξη, να κοινοποιείται προς όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αν δεν υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποίησης. Η προσφεύγουσα και η Grail υπενθυμίζουν ότι η επίμαχη συγκέντρωση ήταν το αντικείμενο του ανακοινωθέντος Τύπου της 21ης Σεπτεμβρίου 2020, των προκαταρκτικών εξετάσεων της CMA τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο 2020 και της «δεύτερης αιτήσεως» της Federal Trade Commission (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ανταγωνισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, στο εξής: FTC) της 9ης Νοεμβρίου 2020. Επιπλέον, σε συνέδριο της 23ης Μαρτίου 2021, στέλεχος της ΓΑΑ δήλωσε ότι η ΓΑΑ παρακολουθούσε την αγορά με σκοπό τον εντοπισμό συγκεντρώσεων επιλέξιμων για την εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ΓΑΑ ήταν πιθανώς σε γνώση της εν λόγω συγκέντρωσης πριν από την παραλαβή της πρόσκλησης. Δεδομένου ότι η πρόσκληση αυτή, η αίτηση περί παραπομπής και το ενημερωτικό έγγραφο βασίζονται σε πληροφορίες που ήταν γενικώς γνωστές ήδη από τις 21 Σεπτεμβρίου 2020, η ΓΑΑ ή οποιαδήποτε άλλη αρχή κράτους μέλους θα μπορούσε να προβεί σε μια πρώτη αξιολόγηση της επίμαχης συγκέντρωσης κατά την ημερομηνία αυτή και, εν πάση περιπτώσει, πριν από τις 19 Φεβρουαρίου 2021. Η Grail προσθέτει ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι, πριν από την αποστολή της πρόσκλησης, συνομιλούσε με τις εθνικές αρχές προκειμένου να διαπιστώσει αν κάποια από αυτές ήταν αρμόδια για την αξιολόγηση της συγκέντρωσης.

187    Η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία αντιτείνουν, κατ’ ουσίαν, ότι η γνωστοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 σημαίνει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος λαμβάνει συγκεκριμένες πληροφορίες που του παρέχουν τη δυνατότητα για μια πρώτη αξιολόγηση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων της διατάξεως αυτής. Θεωρούν ότι η απλή δημόσια ανακοίνωση της επίμαχης συγκέντρωσης με το προβαλλόμενο ανακοινωθέν Τύπου δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την τασσόμενη στην εν λόγω διάταξη προθεσμία και, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν επαρκής για να επιτρέψει μια τέτοια πρώτη αξιολόγηση. Διαφορετικά, θα παρακωλυόταν η αποτελεσματικότητα των κανόνων που διέπουν την παραπομπή των συγκεντρώσεων. Οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις όφειλαν να έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι η συγκέντρωση αυτή θα μπορούσε να εγείρει ζητήματα ανταγωνισμού και μπορούσαν, προκειμένου να λάβουν διευκρινίσεις σχετικά με μια πιθανή παραπομπή, να διαβιβάσουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή τις πληροφορίες που όφειλαν να παράσχουν στην FTC και στο Department of Justice (Υπουργείο Δικαιοσύνης, ΗΠΑ). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η CMA βρισκόταν σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με τη ΓΑΑ, δεδομένου ότι, αφενός, είχε επικοινωνήσει μαζί της ο καταγγέλλων και, αφετέρου, ήταν ήδη ενήμερη για τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας. Επιπλέον, δεν πραγματοποίησε την εξέταση εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ανακοίνωση της επίμαχης συγκέντρωσης στις 21 Σεπτεμβρίου 2020.

188    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, ιδίως δε τη φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος», καθόσον η εν λόγω κατ’ άλλο τρόπο γνώση, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών για την υποβολή αιτήσεως περί παραπομπής όταν δεν απαιτείται η κοινοποίηση της συγκέντρωσης.

189    Προς τον σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 88 ανωτέρω, πρέπει να γίνει γραμματική, συστηματική, τελολογική και ιστορική ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα κείμενα του δικαίου της Ένωσης διατυπώνονται σε πολλές γλώσσες και ότι οι αποδόσεις τους στις διάφορες γλώσσες είναι όλες εξίσου αυθεντικές, οπότε μπορεί να απαιτείται σύγκριση των αποδόσεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, C‑422/19 και C‑423/19, EU:C:2021:63, σκέψη 65, και της 14ης Ιουλίου 2016, Λεττονία κατά Επιτροπής, T‑661/14, EU:T:2016:412, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

190    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, «η [αίτηση περί παραπομπής] μπορεί να υποβάλλεται το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η συγκέντρωση ή, εάν δεν απαιτείται η κοινοποίηση, έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος».

191    Επομένως, το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 εξαρτά την έναρξη της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από δύο εναλλακτικά συντρέχουσες προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, από την ημερομηνία κοινοποίησης της συγκέντρωσης της οποίας ζητείται η παραπομπή ή, αφετέρου, εάν δεν απαιτείται τέτοια κοινοποίηση, από την ημερομηνία κατά την οποία η συγκέντρωση αυτή «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή» στο οικείο κράτος μέλος.

192    Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή εναλλακτική προϋπόθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι η φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή» δεν παρέχει ένδειξη ούτε ως προς το αν η κατ’ άλλο τρόπο γνώση πρέπει να προκύπτει από ενεργό διαβίβαση πληροφοριών ή από παθητική γνώση της συγκέντρωσης ούτε ως προς το περιεχόμενο των πληροφοριών που πρέπει να διαθέτει το κράτος μέλος προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται η κατ’ άλλο τρόπο γνώση. Σχετικά με την πρώτη από τις ως άνω πτυχές, επισημαίνεται ότι οι επιμέρους γλωσσικές αποδόσεις δεν συμπίπτουν. Ενώ από τους όρους που χρησιμοποιούνται στη γερμανική, την κροατική, την ισπανική, τη γαλλική, την ουγγρική, την ιταλική, την ολλανδική και την πορτογαλική απόδοση του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η γνωστοποίηση πρέπει να συνίσταται σε «ενέργεια», ιδίως σε «διαβίβαση», η βουλγαρική απόδοση της διατάξεως αυτής υποδηλώνει ότι αρκεί οποιαδήποτε γνώση της οικείας συγκέντρωσης.

193    Η ως άνω απόκλιση μεταξύ των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων συνεπάγεται ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 πρέπει να ερμηνεύεται με κριτήριο το γενικό πλαίσιο και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2016, Borealis Polyolefine κ.λπ., C‑191/14, C‑192/14, C‑295/14, C‑389/14 και C‑391/14 έως C‑393/14, EU:C:2016:311, σκέψη 90, και της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, C‑422/19 και C‑423/19, EU:C:2021:63, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

194    Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 192 ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της σιωπής όλων των γλωσσικών αποδόσεων σχετικά με την έκταση και το περιεχόμενο της γνώσης που απαιτεί η φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή» στο οικείο κράτος μέλος, τα στοιχεία αυτά πρέπει να προσδιοριστούν μέσω άλλων ερμηνευτικών μεθόδων.

195    Κατά δεύτερον, ούτε η ιστορική ερμηνεία παρέχει τη δυνατότητα να αποσαφηνιστεί το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004.

196    Ειδικότερα, πρώτον, ο όρος «κοινοποιήθηκε», όπως εχρησιμοποιείτο στο άρθρο 22, παράγραφος 4, της αρχικής έκδοσης του κανονισμού 4064/89, αντιστοιχεί στη φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή» του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004. Δεύτερον, η φράση «γνωστοποίηση στο κράτος μέλος», η οποία εισήχθη με τον κανονισμό 1310/97 στο άρθρο 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 4064/89, ήταν, όπως αναφέρεται στα σημεία 91, 92 και 98 του πράσινου βιβλίου του 2001, εξίσου ασαφής και διφορούμενη με τη φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος». Τρίτον, παρά την πρόθεση της πρότασης του 2003 να διευκρινίσει τους διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με την παραπομπή κατά το άρθρο 22 του κανονισμού 4064/89 (βλ. σημείο 27 της πρότασης), ο κανονισμός 139/2004 δεν προέβη σε τέτοια διευκρίνιση.

197    Επιπλέον, όσον αφορά, αφενός, την ανακοίνωση σχετικά με την παραπομπή και τις οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22, οι οποίες απαιτούν τη διαβίβαση επαρκών πληροφοριών ώστε να διενεργηθεί προκαταρκτική αξιολόγηση για τα κριτήρια της παραπομπής (βλ. υποσημείωση 43 της ανακοίνωσης και σημείο 18 των οδηγιών) και, αφετέρου, τη λευκή βίβλο του 2014, η οποία απαιτεί απλή γνώση της συγκέντρωσης (βλ. σημείο 69 της εν λόγω λευκής βίβλου), υπενθυμίζεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της ιστορικής ερμηνείας διότι εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση του κανονισμού 139/2004 (βλ. σκέψη 115 ανωτέρω).

198    Κατά τρίτον, όσον αφορά τη συστηματική ερμηνεία, πρώτον, το γεγονός ότι η κοινοποίηση και η κατ’ άλλο τρόπο γνωστοποίηση της συγκέντρωσης συνιστούν εναλλακτικούς τρόπους που συνεπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, τις ίδιες έννομες συνέπειες, ήτοι την ενεργοποίηση της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών (βλ. σκέψη 191 ανωτέρω), υποδηλώνει, αυτό καθ’ εαυτό, ότι το περιεχόμενό τους είναι ανάλογο.

199    Δεύτερον, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, στο μέτρο που αναφέρεται, στο πρώτο σκέλος της περιόδου, στην «αίτηση [περί παραπομπής]», πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις της αιτήσεως περί παραπομπής (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω). Από τη σύνδεση μεταξύ των δύο εδαφίων συνάγεται ότι η «κατ’ άλλο τρόπο [γνωστοποίηση]» της συγκέντρωσης πρέπει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, να επιτρέπει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προβαίνει σε προκαταρκτική αξιολόγηση της συνδρομής των ως άνω προϋποθέσεων και στην εκτίμηση της σκοπιμότητας υποβολής αιτήσεως περί παραπομπής. Σε αντίθετη περίπτωση, το εν λόγω κράτος μέλος θα μπορούσε να εξαναγκάζεται, ως προληπτικό μέτρο και με αποκλειστικό σκοπό την τήρηση της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής για συγκεντρώσεις, έστω και αν δεν είναι βέβαιο ότι πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

200    Τρίτον, οι λοιποί μηχανισμοί παραπομπής που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, καθώς και στο άρθρο 9 του κανονισμού 139/2004 προβλέπουν, όπως και το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, προθεσμία δεκαπέντε εργάσιμων ημερών εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρέπει να τοποθετηθούν επί της παραπομπής. Η έναρξη της προθεσμίας αυτής εξαρτάται από τη διαβίβαση είτε αντιγράφου της κοινοποίησης είτε αιτιολογημένης αναφοράς η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 133, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1269/2013 της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 336, σ. 1), να περιέχει κατ’ ελάχιστον παρόμοιες πληροφορίες που να καθιστούν δυνατό στο εν λόγω κράτος μέλος να αξιολογήσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις παραπομπής. Ακόμη και αν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 διαφέρουν από εκείνες των άλλων μηχανισμών παραπομπής (βλ. σκέψεις 125 έως 129 ανωτέρω), κρίνεται σκόπιμο, στο πλαίσιο μιας εναρμονισμένης ερμηνείας του κανονισμού αυτού, η φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την ενεργό διαβίβαση πληροφοριών που καθιστούν δυνατή την αξιολόγηση της συνδρομής των ως άνω προϋποθέσεων εφαρμογής.

201    Τέταρτον, το άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, το οποίο ρυθμίζει τα αιτήματα συνυποβολής, προβλέπει επίσης προθεσμία δεκαπέντε εργάσιμων ημερών για την υποβολή των εν λόγω αιτημάτων. Κατά την ως άνω διάταξη, η προθεσμία αυτή αρχίζει «από την ενημέρωσ[η] [των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών] από την Επιτροπή για την υποβολή της αρχικής αίτησης». Το χρονικό σημείο έναρξης της εν λόγω προθεσμίας εξαρτάται, συνεπώς, και αυτό, από την ενεργό διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών.

202    Πέμπτον, οι λοιποί κανόνες που διέπουν το σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης βασίζονται επίσης στην αρχή της ενεργού διαβίβασης των σχετικών πληροφοριών. Ειδικότερα, οι πράξεις συγκέντρωσης με ευρωπαϊκή διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 139/2004 κοινοποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, στην Επιτροπή πριν από την πραγματοποίησή τους, η δε προθεσμία εξέτασης αρχίζει, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, «την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή της κοινοποίησης ή, εάν τα στοιχεία που πρέπει να παρασχεθούν κατά την κοινοποίηση δεν είναι πλήρη, την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή των πλήρων στοιχείων».

203    Ωστόσο, επικαλούμενη, για την ενεργοποίηση της προθεσμίας που τάσσεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, τον χρόνο δημοσιοποίησης της επίμαχης συγκέντρωσης, μεταξύ άλλων, μέσω ανακοινωθέντων Τύπου και της κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης, η προσφεύγουσα αναφέρεται σε ένα στοιχείο αλλότριο τόσο προς το σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης, εν γένει, όσο και προς τους μηχανισμούς παραπομπής της, ειδικότερα, στο πλαίσιο των οποίων ούτε η Επιτροπή ούτε οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών καλούνται να αναζητούν ενεργώς πληροφορίες σχετικά με τις συγκεντρώσεις που μπορούν να εξεταστούν βάσει του συστήματος αυτού.

204    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου που εκτίθεται στις σκέψεις 198 έως 203 ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η γνώση την οποία απαιτεί η φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή» του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 πρέπει, από απόψεως τύπου, να προκύπτει από ενεργό διαβίβαση σχετικών πληροφοριών προς το οικείο κράτος μέλος και, από απόψεως περιεχομένου, να συνίσταται σε επαρκείς πληροφορίες που καθιστούν δυνατή σε αυτό το κράτος μέλος τη διενέργεια προκαταρκτικής αξιολόγησης της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου.

205    Κατά τέταρτον, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004.

206    Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 14 του κανονισμού 139/2004 προκύπτει ότι η παραπομπή των συγκεντρώσεων πρέπει να γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο. Τούτο αποκλείει, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, αφενός, σε διαρκή παρακολούθηση των δημόσιων ανακοινώσεων σχετικά με συγκεντρώσεις, προκειμένου να εντοπίζουν εκείνες που μπορούν να παραπεμφθούν δυνάμει του ως άνω άρθρου, και, αφετέρου, να ζητούν, ως προληπτικό μέτρο, προς τον σκοπό της τήρησης της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, την παραπομπή συγκεντρώσεων για τις οποίες δεν είναι βέβαιο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

207    Επιπλέον, μόνον αυτή η ερμηνεία εξασφαλίζει, για σκοπούς ασφάλειας δικαίου, ότι η έναρξη της προθεσμίας ορίζεται σαφώς και είναι η ίδια για όλες τις συγκεντρώσεις που δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 22 σε περίπτωση που δεν απαιτείται κοινοποίηση. Πράγματι, η γνωστοποίηση μέσω ενεργού διαβίβασης επαρκών πληροφοριών αποτρέπει το να εξαρτάται η έναρξη της προθεσμίας από απρόβλεπτες και αβέβαιες περιστάσεις, όπως η έκταση της κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης ή το επίπεδο λεπτομέρειας των ανακοινωθέντων Τύπου. Κατοχυρώνει επίσης, προς τον ίδιο ως άνω σκοπό, ότι από το χρονικό αυτό σημείο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει μόνον δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες στη διάθεσή του για να υποβάλει αίτηση περί παραπομπής.

208    Κατά πέμπτον, μόνον η εκτιθέμενη στη σκέψη 204 ανωτέρω ερμηνεία συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου η οποία απαιτεί, όπως προκύπτει από τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 173 ανωτέρω, αφενός, να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, να είναι η εφαρμογή τους προβλέψιμη για τους διοικουμένους. Ειδικότερα, η αρχή αυτή απαιτεί να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι οι τελευταίοι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους.

209    Πράγματι, η ερμηνεία αυτή καθιστά την εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 προβλέψιμη για τους διοικουμένους, καθόσον εξαρτά την ενεργοποίηση της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ενεργό διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών που καθιστούν δυνατή στο οικείο κράτος μέλος την προκαταρκτική αξιολόγηση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής. Επομένως, διασφαλίζει ότι η έναρξη της ως άνω προθεσμίας και οι υποχρεώσεις των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών καθορίζονται με σαφήνεια (βλ. επίσης σκέψη 207 ανωτέρω). Ειδικότερα, τα μέρη αυτά μπορούν, με τη διαβίβαση των ως άνω πληροφοριών, να είναι βέβαια ότι η εν λόγω προθεσμία ενεργοποιήθηκε και ότι μετά τη λήξη της δεν είναι πλέον δυνατή η υποβολή αιτήσεως περί παραπομπής.

210    Απεναντίας, η θέση της προσφεύγουσας δεν επιτρέπει μια τέτοια προβλεψιμότητα ή σαφήνεια. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα φαίνεται να εξαρτά την ενεργοποίηση της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από πληροφορίες που αφορούν αποκλειστικώς την ύπαρξη της συγκέντρωσης. Ωστόσο, η απλή γνώση της ύπαρξης της συγκέντρωσης δεν καθιστά δυνατή σε ένα κράτος μέλος την προκαταρκτική αξιολόγηση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα το οικείο κράτος μέλος να υποχρεώνεται, όταν δεν επιτυγχάνει τη συγκέντρωση επαρκών πληροφοριών για την αξιολόγηση αυτή, να υποβάλει προληπτικώς αίτηση περί παραπομπής με μοναδικό στόχο την τήρηση της προθεσμίας, χωρίς καν να γνωρίζει αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις (βλ. επίσης σκέψεις 199 και 206 ανωτέρω). Αφετέρου, η προσφεύγουσα αναφέρεται στον χρόνο κατά τον οποίο το κράτος μέλος θα μπορούσε να έχει λάβει γνώση της συγκέντρωσης, πράγμα που στην πραγματικότητα σημαίνει, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, ότι τα κράτη μέλη θα υποχρεώνονταν, προκειμένου να μην εκφύγει του ελέγχου συγκέντρωση δυνάμενη να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του ως άνω κανονισμού, να παρακολουθούν συνεχώς και επιμελώς τον Τύπο και τις δημόσιες ανακοινώσεις ανά τον κόσμο (βλ. επίσης σκέψη 206 ανωτέρω). Σε αυτό το πλαίσιο, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με ανακοινωθέντα Τύπου και κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης που μπορεί να διαφέρουν ουσιωδώς ως προς το εύρος, την προσβασιμότητα, τη γλώσσα, τον βαθμό λεπτομέρειας ή ως προς άλλα χαρακτηριστικά (βλ. επίσης σκέψη 207 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, η υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία είναι υπερβολικά ασαφής ώστε να παρέχει στους διοικουμένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, μια τέτοια ερμηνεία θα στερούσε, λόγω του σημαντικού διοικητικού φόρτου και της έλλειψης αποτελεσματικότητας που συνεπάγεται, από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού μηχανισμό παραπομπής την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

211    Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, και λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του γενικού πλαισίου και του σκοπού του κανονισμού 139/2004 καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η φράση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή στο οικείο κράτος μέλος», που περιέχεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι απαιτεί την ενεργό διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών προς το εν λόγω κράτος μέλος, ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να αξιολογεί, προκαταρκτικώς, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υποβολή αιτήσεως περί παραπομπής δυνάμει του ως άνω άρθρου. Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη αρχίζει, εάν δεν απαιτείται κοινοποίηση της συγκέντρωσης, από τον χρόνο κατά τον οποίο διαβιβάστηκαν οι ως άνω πληροφορίες.

212    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ουδέποτε διαβίβασαν ενεργώς οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση στην ΓΑΑ ή τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών από τα οποία προήλθαν τα αιτήματα συνυποβολής της αρχικής αίτησης. Η προσφεύγουσα και η Grail δεν απέδειξαν ότι οι αρχές αυτές έλαβαν, πριν από την παραλαβή της πρόσκλησης, από οποιαδήποτε άλλη πηγή ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, σχετικές πληροφορίες που να καθιστούν δυνατή την προκαταρκτική αξιολόγηση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, αλλά εικάζουν απλώς ότι η ΓΑΑ «πιθανώς είχε λάβει γνώση» της επίμαχης συγκέντρωσης πριν από το χρονικό αυτό σημείο. Πάντως, από το σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ΓΑΑ επιβεβαίωσε στην Επιτροπή, με το από 29 Μαρτίου 2021 έγγραφό της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση. Η Γαλλική Δημοκρατία υπογράμμισε επίσης, με τις από 6 Δεκεμβρίου 2021 παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί λήψεως μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, ότι η ΓΑΑ έλαβε γνώση της ως άνω συγκέντρωσης μόλις στις 19 Φεβρουαρίου 2021, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή απέστειλε την πρόσκληση και παρουσίασε την εν λόγω συγκέντρωση στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας για τις συγκεντρώσεις του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Όσον αφορά τις αρχές των άλλων κρατών μελών, από την απάντηση της Επιτροπής σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή είχε επικοινωνήσει μόνον με τη γερμανική, την αυστριακή, τη σλοβενική και τη σουηδική αρχή ανταγωνισμού προκειμένου να προσδιορίσει αν ήταν αρμόδιες να εξετάσουν την επίμαχη συγκέντρωση (βλ. επίσης σκέψη 11 ανωτέρω). Όμως, η επικοινωνία αυτή είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές δεν υπέβαλαν ούτε αίτηση περί παραπομπής ούτε αίτημα συνυποβολής δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 139/2004.

213    Περαιτέρω, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για την ενεργό διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών, είτε από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις είτε από άλλες πηγές ή μέσα, προς τη ΓΑΑ ή τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών από τα οποία προήλθαν τα αιτήματα συνυποβολής, το ζήτημα αν η πρόσκληση, η αίτηση περί παραπομπής και το ενημερωτικό έγγραφο βασίστηκαν σε πληροφορίες που ήταν γενικώς γνωστές στις 21 Σεπτεμβρίου 2020 είναι άνευ σημασίας. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι η ΓΑΑ εξέτασε την επίμαχη συγκέντρωση τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2020.

214    Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει η Γαλλική Δημοκρατία και όπως προκύπτει από το σημείο 20 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εν προκειμένω, η δυνατότητα των ως άνω αρχών ανταγωνισμού να προβούν σε προκαταρκτική αξιολόγηση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 παρασχέθηκε από την πρόσκληση με την οποία, συνεπώς, η συγκέντρωση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή», κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου αυτής. Δεδομένου ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει την ημερομηνία της 19ης Φεβρουαρίου 2021 και η αίτηση περί παραπομπής υποβλήθηκε στις 9 Μαρτίου 2021 (βλ. σκέψεις 12 και 14 ανωτέρω), η προβλεπόμενη στην ως άνω διάταξη προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών τηρήθηκε και η εν λόγω πρόσκληση δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.

215    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου σκέλους, περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της «χρηστής διοίκησης»

216    Με το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η επίμαχη συγκέντρωση «έγινε κατ’ άλλο τρόπο γνωστή» με την πρόσκληση προς τις γαλλικές αρχές και/ή προς τις αρχές που ζήτησαν να συνυποβάλουν την αίτηση περί παραπομπής, η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποστείλει την εν λόγω πρόσκληση αντιβαίνει προς τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου και την υποχρέωση να ενεργεί εντός εύλογης προθεσμίας σύμφωνα με την αρχή της «χρηστής διοίκησης».

217    Κατά τον χρόνο αποστολής του ενημερωτικού εγγράφου, η Επιτροπή γνώριζε από μηνών την ύπαρξη της επίμαχης συγκέντρωσης από δημοσίως προσβάσιμες πληροφορίες, την FTC και από τρίτο μέρος. Μεταξύ της Επιτροπής και της FTC υπήρχε αλληλοενημέρωση για πράξεις συγκέντρωσης, ιδίως πριν η FTC υποβάλλει, όπως εν προκειμένω, «δεύτερη αίτηση» στις 9 Νοεμβρίου 2020. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατόπιν της υποβολής καταγγελίας, η Επιτροπή έλαβε γνώση της συγκέντρωσης και των προβλημάτων ανταγωνισμού που ήταν πιθανό να ανακύψουν από αυτήν τον Δεκέμβριο του 2020 και διεξήγαγε συζητήσεις με άλλη, μη κατονομαζόμενη, αρχή ανταγωνισμού, η οποία, όμως, εικάζεται από την προσφεύγουσα ότι ήταν η CMA που είχε διενεργήσει προκαταρκτική αξιολόγηση της εν λόγω συγκέντρωσης τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2020.

218    Η προσφεύγουσα και η Grail υποστηρίζουν, στηριζόμενες στην απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑144/02, EU:T:2004:290, σκέψεις 57 και 58), ότι η Επιτροπή έχει την υποχρέωση τήρησης εύλογης προθεσμίας. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης τάσσει σύντομες προθεσμίες για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, το γεγονός ότι η Επιτροπή περίμενε αρκετούς μήνες προτού αποστείλει την πρόσκληση αντίκειται στη χρηστή διοίκηση και στη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου, παρεμποδίζοντας τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να γνωρίζουν, το συντομότερο δυνατόν, ποιες αρχές ανταγωνισμού ήταν αρμόδιες για να λάβουν γνώση της επίμαχης συγκέντρωσης. Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα ώστε να μην παραβιάζει την προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών και να ασκεί τις εξουσίες της με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και επιμέλεια. Η Grail διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑144/02, EU:T:2004:290, σκέψεις 57 και 58), καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες οι νομικές διατάξεις δεν τάσσουν ρητώς προθεσμία, οπότε η εύλογη προθεσμία για την αποστολή πρόσκλησης βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής. Η Επιτροπή, ενεργώντας με υπερβολική καθυστέρηση, ενημέρωσε τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις για την πρόθεσή της να εφαρμόσει στην επίμαχη συγκέντρωση τη νέα της προσέγγιση σχετικά με το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004, με συνέπεια την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Κατά την Grail, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαθέτει περισσότερο χρόνο για την αποστολή ενός τέτοιου εγγράφου από τον χρόνο που διαθέτουν τα κράτη μέλη για να διαπιστώσουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού, όπως επιτάσσεται και από τον στόχο να λαμβάνεται η απόφαση για παραπομπή το συντομότερο δυνατόν. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα και η Grail διευκρίνισαν, κατ’ ουσίαν, ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή προσέβαλε επίσης τα δικαιώματά τους άμυνας, ιδίως καθόσον το γεγονός ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν εγκαίρως παρατηρήσεις, τους στέρησε τη δυνατότητα να ζητήσουν τη διόρθωση σημαντικών πραγματικών σφαλμάτων, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

219    Η προσφεύγουσα και η Grail θεωρούν ότι η Επιτροπή είχε γνώση ή θα μπορούσε να έχει γνώση επαρκών στοιχείων ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2020 ώστε να αποστείλει πρόσκληση. Οι σχετικές πληροφορίες είχαν δημοσιοποιηθεί κατόπιν της αναγγελίας της επίμαχης συγκέντρωσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην πρόσκληση φέρουν ημερομηνία έως και του ως άνω μήνα και ότι η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως μνημονεύει έκθεση της 21ης Σεπτεμβρίου 2020. Ακόμη και μετά την παραλαβή της καταγγελίας, η Επιτροπή περίμενε σχεδόν δύο μήνες πριν αποστείλει την ως άνω πρόσκληση. Η Grail αμφισβητεί την επιμέλεια της έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, καθόσον περιορίστηκε στην επαλήθευση δημοσίως διαθέσιμων πληροφοριών και των ισχυρισμών του καταγγέλλοντος, χωρίς παράλληλα να επικοινωνήσει με τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις. Εξάλλου, το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τον χρόνο που παρήλθε μέχρι την αποστολή της πρόσκλησης, ήτοι η «ενδελεχής» ανάλυση των πιθανών συνεπειών της επίμαχης συγκέντρωσης, έρχεται σε αντίθεση προς τον ισχυρισμό της ότι η εν λόγω πρόσκληση περιέχει απλώς ένα αρχικό συμπέρασμα.

220    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, δεν είχε ενημερωθεί από την FTC για την έρευνά της πριν από την παραλαβή της καταγγελίας στις 7 Δεκεμβρίου 2020 ούτε από τη CMA για την εξέταση της επίμαχης συγκέντρωσης. Εν πάση περιπτώσει, ενήργησε εντός εύλογου χρόνου από την παραλαβή της ως άνω καταγγελίας. Η προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών ισχύει μόνον μετά την κοινοποίηση της συγκέντρωσης στο οικείο κράτος μέλος, ενώ η πρόσκληση βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 μπορούσε να εκδοθεί σε περίπτωση που δεν είχε πραγματοποιηθεί τέτοια κοινοποίηση. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εξέλιξη των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στα σημεία 5 έως 7 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία καταδεικνύει ότι, μετά την επικοινωνία με τον καταγγέλλοντα, η Επιτροπή ενήργησε επιμελώς και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μεταξύ άλλων, για να επαληθεύσει τους ισχυρισμούς του και να εξετάσει ενδελεχώς τις πιθανές συνέπειες της επίμαχης συγκέντρωσης. Επιπλέον, η Επιτροπή είχε ξεκινήσει διάλογο με τις εθνικές αρχές προκειμένου να καθοριστεί αν κάποια από αυτές ήταν αρμόδια για την εξέταση της εν λόγω συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα η διάρκεια της εκ μέρους της αξιολόγησης να είναι προσήκουσα σε σχέση με τη διάρκεια της αξιολόγησης, εκ μέρους της CMA, των πιθανών επιπτώσεων της επίμαχης συγκέντρωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς η προβαλλόμενη καθυστέρηση επηρέασε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή τη νομική θέση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η προσφεύγουσα και η Grail παρέλειψαν να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους σε σχέση με τον εικαζόμενο μη εύλογο χαρακτήρα της προθεσμίας και της εκ μέρους της καθυστέρησης, όπως απαιτείται από τη νομολογία, και να προσδιορίσουν τους λόγους για τους οποίους έλαβε χώρα τέτοια προσβολή.

221    Το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 δεν τάσσει ρητή προθεσμία στην Επιτροπή για την ενημέρωση, βάσει της παραγράφου 5, των κρατών μελών σχετικά με συγκέντρωση που πληροί τα κριτήρια παραπομπής.

222    Ειδικότερα, το άρθρο 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 ορίζει απλώς ότι «[η] Επιτροπή μπορεί να ενημερώνει ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ότι θεωρεί ότι μια συγκέντρωση πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1» και ότι «[σ]την περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να [τα] καλεί […] να υποβάλλουν αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1».

223    Ωστόσο, η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών που αφορούν την πολιτική του ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία περιλαμβάνεται, ως στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, την τήρηση της οποίας διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης. Πλην όμως, η παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση αποφάσεως, παρά μόνον αν συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2009, Omya κατά Επιτροπής, T‑145/06, EU:T:2009:27, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, SNCF κατά Επιτροπής, T‑242/12, EU:T:2015:1003, σκέψεις 392 και 393 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής, αν δεν υπάρχει προθεσμία καθοριζόμενη στην εφαρμοστέα νομοθετική πράξη, να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της, οδηγεί τον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει εάν από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι το θεσμικό αυτό όργανο ενήργησε με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 140 και 141, και της 22ας Απριλίου 2016, Ιταλία και Eurallumina κατά Επιτροπής, T‑60/06 RENV II και T‑62/06 RENV II, EU:T:2016:233, σκέψεις 180 έως 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

224    Όταν η διάρκεια μιας διαδικασίας δεν καθορίζεται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας που τήρησε ένα θεσμικό όργανο για την έκδοση της επίμαχης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, C‑403/04 P και C‑405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψη 116· της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Réexamen Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX–II, EU:C:2013:134, σκέψεις 28 και 29, και της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 82).

225    Υπό το πρίσμα των ως άνω νομολογιακών αρχών, όταν η Επιτροπή γίνεται αποδέκτης, όπως εν προκειμένω, μέσω καταγγελίας, πληροφοριών που της επιτρέπουν να κρίνει κατά πόσον μια συγκέντρωση πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, δεν μπορεί να αναβάλλει επ’ άπειρον τη γνωστοποίηση των προθέσεών της προς τα κράτη μέλη βάσει της παραγράφου 5 της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, υποχρεούται να τοποθετηθεί, ενδεχομένως, αφού διενεργήσει τις απαραίτητες επαληθεύσεις και προκαταρκτικές αξιολογήσεις, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αιτήσεως περί παραπομπής και αν πρέπει να ενημερωθεί το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

226    Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 224 ανωτέρω, προς τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 υπό το πρίσμα της αρχής της εύλογης προθεσμίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι θεμελιώδεις στόχοι της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας, στις οποίες στηρίζεται ο εν λόγω κανονισμός (βλ. σκέψεις 206 και 207 ανωτέρω), καθώς και το γεγονός, που ορθώς τονίζεται από την προσφεύγουσα, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε ως σκοπό να διαχωρίσει σαφώς τις επεμβάσεις των εθνικών αρχών από αυτές των αρχών της Ένωσης και, ως πρόθεση, να εξασφαλίσει ότι ο έλεγχος των πράξεων συγκέντρωσης γίνεται εντός προθεσμιών συμβατών τόσο με τις επιταγές της χρηστής διοίκησης όσο και με τις απαιτήσεις της οικονομικής ζωής (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, C‑202/06 P, EU:C:2007:814, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, ως εκ τούτου, με τους κινδύνους που ενέχει η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων για τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις. Ομοίως, προκειμένου να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και αποτελεσματική δράση της διοικήσεως εντός σύντομων προθεσμιών, πρέπει επίσης να μπορεί να εξακριβώνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα ποια αρχή ανταγωνισμού είναι η αρμόδια για την εξέταση μιας συγκέντρωσης (πρβλ. τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, C‑202/06 P, EU:C:2007:255, σημείο 44).

227    Λαμβάνοντας υπόψη τις νομολογιακές αρχές εκτίθενται στις σκέψεις 223 έως 226 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, κατ’ αρχάς, αν, κατά την εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004 εν προκειμένω, η Επιτροπή τήρησε τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της εύλογης προθεσμίας και, εν συνεχεία, αν η ενδεχόμενη μη τήρηση της αρχής αυτής οδήγησε σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

228    Κατά πρώτον, όσον αφορά την τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας, από τα συμπληρωματικά στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση της ύπαρξης της επίμαχης συγκέντρωσης στις 7 Δεκεμβρίου 2020, κατόπιν της υποβολής καταγγελίας (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Από την ημερομηνία αυτή, παρήλθαν 47 εργάσιμες ημέρες μέχρι την αποστολή της πρόσκλησης στις 19 Φεβρουαρίου 2021 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

229    Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα σημεία 5 και 6 της προσβαλλόμενης αποφάσεως και από τις απαντήσεις που παρασχέθηκαν σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, στις 17 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή πραγματοποίησε τηλεδιάσκεψη με τον καταγγέλλοντα για το θέμα της επίμαχης συγκέντρωσης, προέβη σε περαιτέρω συζητήσεις με τον καταγγέλλοντα, διεξήγαγε έρευνα αγοράς και βρισκόταν σε επικοινωνία με τις εν δυνάμει αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού τεσσάρων κρατών μελών καθώς και με τη CMA, η οποία είχε επίσης επιληφθεί της καταγγελίας (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

230    Όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση, από την πρόσκληση προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε ανακοινωθέντα Τύπου, εκθέσεις, ενημερωτικά φυλλάδια και παρουσιάσεις που ήταν δημοσίως διαθέσιμα στο διαδίκτυο και είχαν δημοσιευθεί το αργότερο έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2020 (βλ. υποσημειώσεις 1 και 5 έως 9 της ως άνω πρόσκλησης), ημερομηνία κατά την οποία ανακοινώθηκε δημοσίως η επίμαχη συγκέντρωση (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Αναφέρεται επίσης ότι η συγκέντρωση αυτή τελούσε υπό εξέταση από την FTC της οποίας η «δεύτερη αίτηση» περιήλθε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατόπιν γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, σε γνώση της Επιτροπής κατά την τηλεδιάσκεψη της 17ης Δεκεμβρίου 2020 και στην οποία γίνεται αναφορά στο έντυπο «S‑4» της Securities and Exchange Commission (Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών) της 24ης Νοεμβρίου 2020, όπως αυτό συμπληρώθηκε από την προσφεύγουσα (βλ. υποσημείωση 11 της εν λόγω πρόσκλησης).

231    Όσον αφορά, ειδικότερα, την εκτίμηση των κριτηρίων σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και την απειλή να επηρεαστεί σημαντικά ο ανταγωνισμός στο έδαφος των οικείων κρατών μελών, η Επιτροπή, με εξαίρεση ένα έγγραφο εργασίας του οποίου η προέλευση δεν είναι σαφής (βλ. υποσημείωση28 της πρόσκλησης), χρησιμοποίησε παρόμοια στοιχεία (βλ. υποσημειώσεις 12 έως 15, 24, 26 και 27 της ως άνω πρόσκλησης), εκ των οποίων τα πιο πρόσφατα αφορούν την εξαγορά ενός εκ των ανταγωνιστών της Grail τον Ιανουάριο του 2021 (βλ. υποσημείωση 15 της εν λόγω πρόσκλησης). Γίνεται επίσης αναφορά στα προβλήματα για τον ανταγωνισμό που διατυπώνονται, ως προς την επίμαχη συγκέντρωση, από την FTC και τη CMA στους δικτυακούς τόπους τους (βλ. υποσημείωση 17 της ίδιας πρόσκλησης), καθώς και στην έκθεση της CMA της 24ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με τα προσωρινά πορίσματα για άλλο σχέδιο εξαγοράς της προσφεύγουσας, το οποίο είναι επίσης διαθέσιμο στο διαδίκτυο (βλ. υποσημειώσεις 18, 22, 25 και 29 της επίμαχης πρόσκλησης). Όμως, όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, δεν είχε λάβει γνώση της έρευνας της CMA πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 2020.

232    Επομένως, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα περισσότερα από τα οποία ήταν δημοσίως διαθέσιμα κατά τον χρόνο παραλαβής της καταγγελίας. Όπως καταδεικνύει το περιεχόμενο της πρόσκλησης, η Επιτροπή ήταν, συνεπώς, σε θέση, μετά την επαλήθευση ορισμένων πτυχών με τον καταγγέλλοντα, μεταξύ άλλων, κατά την τηλεδιάσκεψη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, να προχωρήσει σχετικά σύντομα στις απαραίτητες διμερείς επαφές με τις τέσσερις αρχές ανταγωνισμού που ήταν εν δυνάμει αρμόδιες να εξετάσουν την επίμαχη συγκέντρωση και να διερευνήσει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συγκέντρωσης αυτής προκειμένου να είναι σε θέση να προβεί σε προκαταρκτική αξιολόγηση του αν η συγκέντρωση μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 και αν είναι σκόπιμο να ενημερώσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 5 της εν λόγω διατάξεως.

233    Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τους θεμελιώδεις σκοπούς της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας που επιδιώκει το σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων της Ένωσης (βλ. σκέψη 226 ανωτέρω) και τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν φαίνεται να δικαιολογείται το χρονικό διάστημα των 47 εργάσιμων ημερών, το οποίο παρήλθε μεταξύ της παραλαβής της καταγγελίας και της αποστολής της πρόσκλησης.

234    Πρώτον, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι η προθεσμία για το αρχικό στάδιο εξέτασης μιας συγκέντρωσης, κατά το οποίο η Επιτροπή πρέπει να λάβει απόφαση σχετικά με το αν η συγκέντρωση προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, είναι 25 εργάσιμες ημέρες. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή πρέπει, κατά περίπτωση, να διενεργήσει, κατά το στάδιο αυτό, μια αρκετά ολοκληρωμένη επί της ουσίας εξέταση της συγκέντρωσης, μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι η εξέταση που προηγείται της αποστολής πρόσκλησης σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 5, του κανονισμού 139/2004, η οποία συνίσταται απλώς σε μια πρώτη αξιολόγηση των κριτηρίων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου, δεν θα υπερβεί την εν λόγω περίοδο των 25 εργάσιμων ημερών.

235    Δεύτερον, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 212 έως 214 ανωτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η λήψη πρόσκλησης συνιστά απλώς «κατ’ άλλο τρόπο [γνώση]», κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, η οποία ενεργοποιεί, ελλείψει κοινοποίησης ή προηγούμενης κατ’ άλλο τρόπο γνώσης, την προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών για την υποβολή αιτήσεως περί παραπομπής από το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Όταν υποβάλλεται τέτοια αίτηση, κάθε άλλο κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να συνταχθεί με αυτήν εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών (άρθρο 22, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού). Μόνον μετά τη λήξη της τελευταίας αυτής προθεσμίας η Επιτροπή δύναται, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, να λάβει απόφαση για την εκ μέρους της εξέταση της συγκέντρωσης (άρθρο 22, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού). Επομένως, η αποστολή πρόσκλησης βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 5, του ίδιου ως άνω κανονισμού ενεργοποιεί πλείονες άλλες σχετικά σύντομες προθεσμίες που προηγούνται της έκδοσης αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αναλαμβάνει την εξέταση της σχετικής συγκέντρωσης. Επομένως, εν προκειμένω, μεταξύ της παραλαβής της καταγγελίας στις 7 Δεκεμβρίου 2020 και της έκδοσης των προσβαλλομένων αποφάσεων στις 19 Απριλίου 2021 παρήλθε χρονικό διάστημα 90 εργάσιμων ημερών.

236    Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι συγκέντρωση χωρίς ευρωπαϊκή διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 139/2004 δεν απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Ωστόσο, τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη θα βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα μέρη μιας συγκέντρωσης που πρέπει να κοινοποιηθεί, εάν το χρονικό διάστημα μεταξύ, αφενός, της ενημέρωσης της Επιτροπής, ενδεχομένως μέσω καταγγελίας, για την ύπαρξη της συγκέντρωσης και, αφετέρου, της έκδοσης της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την αποδοχή αιτήσεως περί παραπομπής είχε, όπως εν προκειμένω, την ίδια διάρκεια με το στάδιο της ενδελεχούς έρευνας βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 139/2004, το οποίο περιλαμβάνει σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις σχετικά με τη συμβατότητα μιας συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά και για το οποίο το άρθρο 10, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού προβλέπει, κατ’ αρχήν, προθεσμία 90 εργάσιμων ημερών.

237    Τέταρτον, εν προκειμένω, η Επιτροπή, για την παρέλευση χρονικού διαστήματος 47 εργάσιμων ημερών μεταξύ της παραλαβής της καταγγελίας και της αποστολής της πρόσκλησης, δεν μπορεί να επικαλεστεί τις διακοπές του τέλους του έτους 2020, διότι η περίοδος αργιών ξεκινούσε στις 24 Δεκεμβρίου 2020 και έληγε την 1η Ιανουαρίου 2021 βάσει του άρθρου 1 της αποφάσεώς της, της 28ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με τις αργίες του έτους 2020 για τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] (ΕΕ 2019, C 38, σ. 4), και του άρθρου 1 της αποφάσεώς της, της 2ας Μαρτίου 2020, σχετικά με τις αργίες του έτους 2021 (ΕΕ 2020, C 69, σ. 8). Επιπλέον, μετά την κατάθεση της καταγγελίας, η Επιτροπή ήταν σε θέση να επικοινωνήσει πολύ ταχύτερα και εκ παραλλήλου με τις τέσσερις δυνητικά αρμόδιες εθνικές αρχές ανταγωνισμού, ήτοι τη γερμανική, την αυστριακή, τη σλοβενική και τη σουηδική αρχή, προκειμένου να διαπιστώσει αν ήταν πιθανή η υπέρβαση των κατώτατων ορίων για κατάφαση αρμοδιότητας βάσει των αντίστοιχων εθνικών νομοθεσιών, πράγμα που έπραξε, όπως προκύπτει από την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το πρώτον τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2021.

238    Επομένως, λόγω των σύντομων προθεσμιών που προβλέπει ο κανονισμός 139/2004, μεταξύ άλλων, το άρθρο 22 αυτού, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέδειξε διαρκή δραστηριότητα στο πλαίσιο της έρευνας του φακέλου κατά την κρίσιμη περίοδο από τις 7 Δεκεμβρίου 2020 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2021, όπως προκύπτει από τον πίνακα που προσαρτάται στην απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να θεωρηθεί ότι η περίοδος αυτή αντιστοιχούσε σε εύλογη προθεσμία.

239    Συνεπώς, η αποστολή της πρόσκλησης δεν πραγματοποιήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας.

240    Κατά δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως που ελήφθη μετά το πέρας διοικητικής διαδικασίας επί θεμάτων ανταγωνισμού μόνον εφόσον συνεπάγεται επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της συμμετέχουσας επιχείρησης. Απεναντίας, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος επηρέασε την ικανότητα αποτελεσματικής άμυνας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας είναι άνευ σημασίας για το κύρος της ως άνω διοικητικής διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C‑105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψεις 42 και 43· της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής, C‑414/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:301, σκέψεις 84 και 85, και της 9ης Ιουνίου 2016, PROAS κατά Επιτροπής, C‑616/13 P, EU:C:2016:415, σκέψη 74), πρέπει, όμως, να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας άσκησης αγωγής αποζημίωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής, C‑414/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:301, σκέψεις 106 και 109).

241    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της, διότι, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή όφειλε να έχει επικοινωνήσει με τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις και να τους έχει δώσει την ευκαιρία να τοποθετηθούν συναφώς κατά το χρονικό διάστημα πριν από την αποστολή της πρόσκλησης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις και να διορθώσουν ορισμένα μείζονα πραγματικά σφάλματα, στοιχείο το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

242    Ωστόσο, οι ασαφείς αυτές επεξηγήσεις δεν επαρκούν για να στοιχειοθετηθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, αφενός, η πρόσκληση ήταν απλώς προπαρασκευαστική πράξη στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης αποφάσεως βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004 και ότι, αφετέρου, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ήταν σε θέση να προβάλλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως.

243    Ειδικότερα, αφενός, τα ενδιάμεσα μέτρα, όπως η πρόσκληση, που απλώς κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως δεν σκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, να βλάψουν τα συμφέροντά του αυτοτελώς, όταν ο εικαζόμενος παράνομος χαρακτήρας μπορεί να προβληθεί κατά της τελικής πράξεως της οποίας αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, γι’ αυτό και, κατά πάγια νομολογία, τα μέτρα αυτά δεν είναι δεκτικά προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψεις 50 έως 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

244    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να διευκρινίσει στον απαιτούμενο βαθμό τα εικαζόμενα «μείζονα πραγματικά σφάλματα» της προσβαλλόμενης αποφάσεως, από τα οποία έπασχε και η πρόσκληση και τα οποία μπόρεσαν, επομένως, να επηρεάσουν αποφασιστικώς το περιεχόμενο της αιτήσεως περί παραπομπής της ΓΑΑ. Στο μέτρο που υποστηρίζει ότι η ως άνω πρόσκληση αναφέρει, εσφαλμένως, στο σημείο 26, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Grail έχει «πραγματικούς» ανταγωνιστές στην αγορά, αρκεί να επισημανθεί ότι ούτε η εν λόγω πρόσκληση ούτε η ως άνω αίτηση βασίζονται σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Αντιθέτως, η αίτηση περί παραπομπής αιτιολογεί την ύπαρξη σημαντικού κινδύνου να ζημιωθεί ο ανταγωνισμός, μεταξύ άλλων, με το γεγονός ότι, αφενός, «[σ]τον τομέα των εξετάσεων ανίχνευσης καρκίνου, η G[rail] θα έχει να αντιμετωπίσει πλείονες φορείς που έχουν ήδη διαθέσει τα προϊόντα τους στην αγορά […] ή που ετοιμάζονται να το πράξουν», και ότι, αφετέρου, «η νέα οντότητα θα έχει τη δυνατότητα να περιορίσει ή να αυξήσει την πρόσβαση στις NGS που διεξάγει, εις βάρος των πιθανών ανταγωνιστών της G[rail] στον τομέα των εξετάσεων ανίχνευσης καρκίνου», και, συνεπώς, με την ύπαρξη εν δυνάμει ανταγωνισμού μεταξύ της Grail και των φορέων αυτών σε περίπτωση υλοποίησης της επίμαχης συγκέντρωσης.

245    Αφετέρου, δεδομένου ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις θίγονται από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και όχι από την πρόσκληση, είχαν δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο αποτελεί μέρος των δικαιωμάτων άμυνας καθόσον τους διασφαλίζει τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση των ως άνω αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής, C 650/19 P, EU:C:2021:879, σκέψη 121), όχι, όμως, κατά το στάδιο που προηγείται της αποστολής της εν λόγω πρόσκλησης ως ενδιάμεσου μέτρου. Πάντως, η προσφεύγουσα και η Grail δεν αμφισβητούν ότι ήταν σε θέση να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, αλλά παραπονούνται διότι η δυνατότητα αυτή δεν τους δόθηκε πολύ νωρίτερα. Δεν αμφισβητείται ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις είχαν ενημερωθεί για την αποστολή της πρόσκλησης στις 4 Μαρτίου 2021 (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), ήτοι έξι εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, εντός της οποίας τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν αίτηση περί παραπομπής. Η Επιτροπή τις ενημέρωσε επίσης, με το ενημερωτικό έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2021, για την αίτηση περί παραπομπής (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) και αυτές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 16 και στις 29 Μαρτίου 2021 (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω). Συνεπώς, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ήταν ενήμερες πολύ πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, η οποία έλαβε χώρα στις 19 Απριλίου 2021, είχαν δε πλείονες ευκαιρίες να διατυπώσουν τις απόψεις τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

246    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

247    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθεί αβάσιμο, με αποτέλεσμα ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως να είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

248    Ομοίως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις της 6ης Οκτωβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου 2021 με τις οποίες η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας προκειμένου να λάβει πληροφορίες σχετικά, αφενός, με την επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και της ΓΑΑ καθώς και με την ενημέρωση της Επιτροπής για την επίμαχη συγκέντρωση (πρώτη αίτηση) και, αφετέρου, με την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ανέφερε για πρώτη φορά τη συγκέντρωση αυτή προς τη Γαλλική Δημοκρατία καθώς και με τα έγγραφα που παρέσχε η Επιτροπή στα κράτη μέλη μνημονεύοντας την εν λόγω συγκέντρωση (δεύτερη αίτηση).

249    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που προεκτέθηκαν, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, διενήργησε έλεγχο όσον αφορά το εικαζόμενο εκπρόθεσμο της αιτήσεως περί παραπομπής (βλ. σκέψεις 212 έως 214 ανωτέρω), το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, και, αφετέρου, ήταν σε θέση να διαπιστώσει τον μη εύλογο χαρακτήρα του χρόνου που απαιτήθηκε για την αποστολή της πρόσκλησης (βλ. σκέψεις 228 έως 239 ανωτέρω), ο οποίος προβάλλεται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, βάσει των στοιχείων και των εγγράφων που κατέθεσαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις απαντήσεις της Επιτροπής στη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2021 και τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας της 6ης Δεκεμβρίου 2021.

250    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει κατά πόσον είναι αναγκαία η συμπλήρωση των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία διαθέτει στις υποθέσεις ενώπιόν του (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Mamoli Robinetteria κατά Επιτροπής, C‑619/13 P, EU:C:2017:50, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2020, Fleig κατά ΕΥΕΔ, C‑446/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:918, σκέψη 53).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ασφάλειας δικαίου

251    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Grail, προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζουν τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, βάσει της πολιτικής που ακολουθούσε κατά τον χρόνο της συμφωνίας των συμμετεχουσών επιχειρήσεων για την επίμαχη συγκέντρωση, δεν έκανε δεκτές αιτήσεις περί παραπομπής για συγκεντρώσεις οι οποίες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί ελέγχου των συγκεντρώσεων. Από την ομιλία της Αντιπροέδρου της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 2020, προκύπτει ότι η πολιτική αυτή συνέχισε να εφαρμόζεται μέχρι την τροποποίησή της με τη δημοσίευση νέων οδηγιών περί τα μέσα του 2021. Κατά την Grail, τούτο καταδεικνύει ότι η Επιτροπή είχε επίγνωση της σημασίας της αλλαγής της προσέγγισής της, η οποία θα ερχόταν σε αντίθεση με τα πορίσματα και τις συστάσεις του Διεθνούς Δικτύου Ανταγωνισμού (ΔΔΑ) και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Η προσφεύγουσα και η Grail υπογραμμίζουν τον σαφή και ανεπιφύλακτο χαρακτήρα της εν λόγω ομιλίας, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της νέας πολιτικής περί παραπομπής. Επιπλέον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η έκδοση των οδηγιών σχετικά με το άρθρο 22 πραγματοποιήθηκε μετά την αποστολή της πρόσκλησης και χωρίς δημόσια διαβούλευση.

252    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί παραβίασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν τεκμηριώνονται. Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή παρέσχε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, αλλά απλώς παρέπεμψε αορίστως σε μια εικαζόμενη πρακτική λήψης αποφάσεων. Ειδικότερα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ρητώς στη λευκή βίβλο του 2014 ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν την παραπομπή μιας συγκέντρωσης που δεν εμπίπτει στους εθνικούς τους κανόνες περί ελέγχου των συγκεντρώσεων. Η δυνατότητα αυτή δεν αποκλείστηκε με κανένα επίσημο έγγραφο, η δε Επιτροπή έχει ήδη κάνει δεκτή την παραπομπή τέτοιων συγκεντρώσεων. Η ομιλία της Αντιπροέδρου της Επιτροπής στις 11 Σεπτεμβρίου 2020 συνιστά πολιτική δήλωση γενικού χαρακτήρα σχετικά με τη μελλοντική πρακτική της η οποία επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή δεν αποκλείει κατ’ αρχήν την εξέταση τέτοιων συγκεντρώσεων. Η Γαλλική Δημοκρατία υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι οικονομικοί φορείς δεν μπορούν να εναποθέτουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη διατήρηση μιας κατάστασης που ενδέχεται να τροποποιηθεί και ότι η Επιτροπή έκανε δεκτή την παραπομπή της επίμαχης συγκέντρωσης μόνον μετά τη δημοσίευση των οδηγιών σχετικά με το άρθρο 22. Η Επιτροπή προσθέτει ότι τίποτε δεν εμπόδισε την προσφεύγουσα να επικοινωνήσει με την Επιτροπή ή τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ενήργησε βασιζόμενη στις υποτιθέμενες διαβεβαιώσεις που παρέσχε η Επιτροπή.

253    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα επικαλείται, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, τόσο την αρχή της ασφάλειας δικαίου όσο και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η επιχειρηματολογία της στην πραγματικότητα αφορά, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αποκλειστικώς τη δεύτερη αυτή αρχή.

254    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πράγματι, το δικαίωμα αυτό έχει κάθε ιδιώτης στον οποίο κάποιο θεσμικό όργανο, φορέας ή οργανισμός της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 132 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), υπό την προϋπόθεση ότι είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Probelte κατά Επιτροπής, T‑67/18, EU:T:2019:873, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

255    Εν προκειμένω, για να καταδείξει την εικαζόμενη πολιτική βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν έκανε δεκτές αιτήσεις περί παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού 139/2004 για συγκεντρώσεις που δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής εθνικών κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, η προσφεύγουσα στηρίζεται στο σημείο 5 της πρόσκλησης, στο σημείο 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο σημείο 7 της ανακοίνωσης σχετικά με την παραπομπή και στην ομιλία της Αντιπροέδρου της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 2020. Η Grail παραπέμπει επίσης στα πορίσματα και τις συστάσεις του ΔΔΑ και του ΟΟΣΑ.

256    Κατά πρώτον, όσον αφορά τα ως άνω πορίσματα και συστάσεις, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν προέρχονται από τη διοίκηση της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 254 ανωτέρω.

257    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τα έγγραφα που επικαλείται η προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην πρόσκληση, η Επιτροπή κατ’ αρχάς έκρινε ότι η επίμαχη συγκέντρωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραπομπής δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), θέση που επιβεβαίωσε κάνοντας δεκτή την αίτηση περί παραπομπής της ΓΑΑ με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψεις 19 και 21 έως 35 ανωτέρω). Λαμβανομένης υπόψη της θέσης αυτής της Επιτροπής, την οποία υιοθέτησε ειδικώς όσον αφορά την επίμαχη συγκέντρωση, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τα ως άνω έγγραφα για να αποδείξει ότι της παρασχέθηκαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις για το ότι θα διατηρηθεί μια εικαζόμενη αντίθετη πολιτική. Εξάλλου, δεδομένου ότι, αφενός, το σημείο 5 της πρόσκλησης και το σημείο 94 της προσβαλλόμενης αποφάσεως περιέχουν απλή περιγραφή της προηγούμενης κατάστασης και ότι, αφετέρου, τα εν λόγω έγγραφα δεν υπήρχαν ακόμη κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας και του σχεδίου συγκέντρωσης, ήτοι στις 20 Σεπτεμβρίου 2020 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν βάσιμες προσδοκίες στα έγγραφα αυτά.

258    Όσον αφορά το σημείο 7 της ανακοίνωσης σχετικά με την παραπομπή, προβλέπει ότι «η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διατηρούν σημαντική διακριτική ευχέρεια ως προς την παραπομπή υποθέσεων που εμπίπτουν στην “αρχική” δικαιοδοσία τους, σύμφωνα με […] το άρθρο 22 [του κανονισμού 139/2004]».

259    Επομένως, το σημείο αυτό απλώς υπογραμμίζει, αφενός, την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Furukawa Electric κατά Επιτροπής, T‑444/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:454, σκέψη 222 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, αφετέρου, την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως εκτίθεται στη σκέψη 153 ανωτέρω. Αντιθέτως, κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη της εικαζόμενης πολιτικής της Επιτροπής στην οποία στηρίζεται η προσφεύγουσα. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τα σημεία 42 έως 45 της ανακοίνωσης σχετικά με την παραπομπή, τα οποία πρέπει να ερμηνευθούν, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, σε συνδυασμό με το σημείο 7 της εν λόγω ανακοίνωσης και τα οποία καθορίζουν επακριβώς τα σχετικά κριτήρια που διέπουν την παραπομπή δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004, χωρίς να αναφέρουν οποιαδήποτε τέτοια εικαζόμενη πρακτική.

260    Κατά τρίτον, όσον αφορά την ομιλία της Αντιπροέδρου της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι η ομιλία αυτή αφορούσε «[τ]ο μέλλον του ελέγχου των συγκεντρώσεων στην [Ένωση]» και εκφωνήθηκε στο 24ο ετήσιο συνέδριο ανταγωνισμού της Διεθνούς Ένωσης Δικηγορικών Συλλόγων στις 11 Σεπτεμβρίου 2020. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ομιλία αυτή αφορούσε τη γενική πολιτική της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων και δεν μνημόνευε την επίμαχη συγκέντρωση, η συμφωνία και το σχέδιο συγχώνευσης της οποίας καταρτίστηκαν μεταγενέστερα, ήτοι στις 20 Σεπτεμβρίου 2020 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω). Συνεπώς, η εν λόγω ομιλία δεν θα μπορούσε να περιέχει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις όσον αφορά τη μεταχείριση της συγκέντρωσης αυτής.

261    Όσον αφορά την ως άνω γενική πολιτική, η Αντιπρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε βεβαίως στην ομιλία της της 11ης Σεπτεμβρίου 2020 ότι, κατά το παρελθόν, «η πρακτική που ακολουθούσε η Επιτροπή συνίστατο στο να αποθαρρύνει τις εθνικές αρχές από το να παραπέμπουν συγκεντρώσεις τις οποίες οι ίδιες δεν ήταν αρμόδιες να εξετάσουν». Ωστόσο, δεν προκύπτει εξ αυτού ότι η παραπομπή τέτοιων συγκεντρώσεων αποκλειόταν κατ’ αρχήν, αλλά, όπως καταδεικνύει ο όρος «αποθαρρύνει», ότι η Επιτροπή σκόπευε απλώς να πείσει τα κράτη μέλη να μην υποβάλλουν αίτηση περί παραπομπής σε μια τέτοια περίπτωση. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η Αντιπρόεδρος της Επιτροπής τόνισε μάλιστα ότι «η πρακτική αυτή δεν [είχε] ποτέ σκοπό να εμποδίσει [την Επιτροπή] να ασχοληθ[εί] με υποθέσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά».

262    Έστω και αν υποτεθεί ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν να επικαλεστούν την ως άνω πρακτική, η Επιτροπή μπορούσε εντούτοις να θεωρήσει ότι η επίμαχη συγκέντρωση ήταν ικανή να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και, για τον λόγο αυτό, να αποστείλει την πρόσκληση και να κάνει δεκτή την αίτηση περί παραπομπής και να προβεί στην εξέτασή της. Κατά συνέπεια, η εξαγγελία στην ομιλία της Αντιπροέδρου της Επιτροπής για «αλλαγή προσέγγισης» στο μέλλον και ενός κατά προσέγγιση χρονοδιαγράμματος για την εφαρμογή της είναι άνευ σημασίας, τα δε επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της Grail σχετικά με τη μη τήρηση της εξαγγελίας αυτής πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή. Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα που βασίζονται στο γεγονός ότι οι οδηγίες σχετικά με το άρθρο 22 εγκρίθηκαν μετά την αποστολή της πρόσκλησης.

263    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα, η οποία δεν ισχυρίζεται ότι έλαβε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από την Επιτροπή όσον αφορά τη μεταχείριση της επίμαχης συγκέντρωσης, δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιων διαβεβαιώσεων όσον αφορά συγκεντρώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής εθνικών κανόνων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων σε γενικό επίπεδο. Αντιθέτως, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, από τη λευκή βίβλο του 2014 προκύπτει ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις (βλ. υποσημείωση 45 της λευκής βίβλου του 2014).

264    Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε πρόσφατα, όπως ορθώς προβάλλει, παραπέμποντας στις αποφάσεις της, της 6ης Φεβρουαρίου 2018 (υπόθεση M.8788 – Apple/Shazam), της 15ης Μαρτίου 2018 (υπόθεση M.8832 – Knauf/Armstrong), της 26ης Σεπτεμβρίου 2019 (υπόθεση M.9547 – Johnson & Johnson/Tachosil), και της 2ας Απριλίου 2020 (υπόθεση M.9744 – Mastercard/Nets), πλείονα αιτήματα συνυποβολής βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 139/2004, προερχόμενα από κράτη μέλη των οποίων οι αρχές δεν ήταν αρμόδιες, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, για την εξέταση των συγκεντρώσεων για τις οποίες υποβλήθηκαν τα αιτήματα αυτά.

265    Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 254 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί σε έγγραφα ή δηλώσεις που, αν ερμηνεύονταν βάσει των ισχυρισμών της, θα στόχευαν στον περιορισμό του δικαιώματος των κρατών μελών να ζητήσουν παραπομπή δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 υπό τις προβλεπόμενες σε αυτό προϋποθέσεις (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω). Ομοίως, στον βαθμό που από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις βασίστηκαν σε ορθή ερμηνεία του περιεχομένου του ως άνω άρθρου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την αλλαγή της πρακτικής της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, AC‑Treuhand κατά Επιτροπής, T‑99/04, EU:T:2008:256, σκέψη 163).

266    Ως εκ τούτου, βάσει όλων των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

267    Κατά συνέπεια, καθόσον κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της δεν είναι βάσιμος, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

268    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

269    Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, πέραν των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, όταν παρεμβαίνουν στη δίκη, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερομένους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

270    Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Grail φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Illumina, Inc. φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Grail LLC φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

De Baere

Kreuschitz

Öberg

Mastroianni

 

      Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2022.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα



*      Γλώσσα της διαδικασίας: η αγγλική.