Language of document : ECLI:EU:T:2017:874

Υπόθεση T401/11 P-RENV-RX

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Stefano Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Δολοφονία υπαλλήλου και της συζύγου του – Κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ αιτήσεως, διοικητικής ενστάσεως και αγωγής αποζημιώσεως – Υποχρέωση εγγυήσεως της ασφάλειας του προσωπικού της Ένωσης – Αιτιώδης συνάφεια – Υλική ζημία – Ευθύνη εις ολόκληρον – Συνυπολογισμός των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών – Ηθική βλάβη – Ευθύνη θεσμικού οργάνου για την ηθική βλάβη θανόντος υπαλλήλου – Ευθύνη θεσμικού οργάνου για την ηθική βλάβη όσων έλκουν δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα) της 7ης Δεκεμβρίου 2017

1.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αιτιώδης συνάφεια – Πολλαπλότητα των αιτίων της ζημίας – Εφαρμογή των θεωριών της πρόσφορης αιτίας και του ισοδυνάμου των όρων

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

2.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αιτιώδης συνάφεια – Δολοφονία υπαλλήλου από τρίτον κατόπιν παραβάσεως από το θεσμικό όργανό του της υποχρεώσεώς του προστασίας – Διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου λόγω της παρεμβολής του τρίτου – Δεν υφίσταται – Χαρακτηρισμός του θεσμικού οργάνου ως συναυτουργού στην πρόκληση της ζημίας

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος στρεφόμενος κατά επάλληλης αιτιολογίας – Αλυσιτελώς προβαλλόμενος λόγος – Απόρριψη

(Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

4.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Περιεχόμενο – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

5.      Υπαλληλικές προσφυγές – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Διαπίστωση της ευθύνης εις ολόκληρον ενός θεσμικού οργάνου για την ζημία που προκλήθηκε σε υπάλληλο – Εμπίπτει

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Ζημία δεκτική αποζημιώσεως – Ζημία προκληθείσα από περισσότερους αυτουργούς – Ευθύνη εις ολόκληρον των συναυτουργών

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

7.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως που επιδικάστηκε προς αποκατάσταση της ζημίας – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο

8.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Ζημία – Ηθική βλάβη την οποία υπέστη υπάλληλος από το γεγονός ότι υπέφερε σωματικά και ψυχολογικά προ του θανάτου του – Ανεπανόρθωτη βλάβη

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

9.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Ζημία – Ηθική βλάβη την οποία υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα από δολοφονηθέντα υπάλληλο λόγω της ανεπάρκειας των παροχών του προβλεπόμενου από τον ΚΥΚ συστήματος για να διασφαλισθεί η αποκατάσταση της προκληθείσας σε αυτούς ζημίας – Επανορθώσιμη βλάβη – Όρια

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

10.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Ζημία δεκτική αποζημιώσεως – Ηθική βλάβη προκληθείσα από τον θάνατο οικείου προσώπου – Εμπίπτει – Εκτίμηση κατά δίκαιη και εύλογη κρίση

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Κατ’ αρχήν, δύο θεωρίες περί αιτιότητας δύνανται να εφαρμοσθούν στην περίπτωση της πολλαπλότητας των αιτίων μίας και της αυτής ζημίας, ήτοι η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων και αυτή της πρόσφορης αιτίας.      Ως προς το δίκαιο της Ένωσης, υπάρχει μια τάση υπέρ της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας. Πράγματι, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι η Ένωση δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη παρά μόνον για τη ζημία η οποία προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου και ότι ο ενάγων πρέπει να αποδεικνύει ότι, άνευ του πταίσματος, η ζημία δεν θα είχε προκληθεί και ότι το πταίσμα αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας που αυτός υπέστη.

Περαιτέρω, οσάκις, αφενός, η προσαπτόμενη σε θεσμικό όργανο συμπεριφορά εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία στην οποία υπάρχει συμμετοχή τρίτων και, αφετέρου, η προβαλλόμενη ζημία έχει ως άμεση αιτία την παρέμβαση κάποιου εξ αυτών των τρίτων, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διαπιστώσει εάν η παρέμβαση αυτή είχε καταστεί αναπόφευκτη εκ του λόγου και μόνον ότι επιδείχθηκε η προσαπτόμενη συμπεριφορά ή εάν, αντιθέτως, συνιστούσε την εκδήλωση αυτοτελούς βουλήσεως. Στην περίπτωση της αυτοτελούς βουλήσεως, εναπόκειται στο δικαστήριο να διαπιστώσει τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Εξάλλου, η νομολογία επί του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ περιορίζει την ευθύνη της Ένωσης στις ζημίες που απορρέουν κατά τρόπο άμεσο, και μάλιστα κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, από την παράνομη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου, πράγμα που αποκλείει, μεταξύ άλλων, να καλύπτει η εν λόγω ευθύνη τις ζημίες που δεν είναι παρά μόνον απομεμακρυσμένη συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής. Με βάση τη λογική αυτή, το απλό γεγονός ότι η παράνομη συμπεριφορά αποτελούσε αναγκαίο όρο για την επέλευση της ζημίας, στον βαθμό που αυτή δεν θα είχε επέλθει ελλείψει της συμπεριφοράς αυτής, δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου.

Εντούτοις, αυτές οι απορρέουσες από τη νομολογία αρχές δεν αποκλείουν, κατ’ αρχήν, την εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, επιτρέπουν μόνο να διαπιστώνεται ότι, εάν το πταίσμα του θεσμικού οργάνου είναι απομεμακρυσμένο από τη ζημία και εάν ο δικαστής διαπιστώνει τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων πρέπει να απορρίπτεται. Ως εκ τούτου, a contrario, στην περίπτωση που η ζημία απορρέει κατά τρόπο άμεσο ή αρκούντως άμεσο από το πταίσμα του θεσμικού οργάνου και, επομένως, στην περίπτωση που το πταίσμα αυτό δεν είναι απομεμακρυσμένο από τη ζημία ώστε να επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να προβεί σε εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων.

(βλ. σκέψεις 64, 67-70)

2.      Στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο ευθύνεται για την παράβαση υποχρεώσεως προστασίας που συνέβαλε στην πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας, στην αποτροπή της οποία σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση αυτή, ακόμη και εάν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η μόνη αιτία της ζημίας, μπορεί να συμβάλει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο στην επέλευσή της. Έτσι, ο δικαστής μπορεί να κρίνει ότι η πράξη ενός τρίτου, προβλέψιμη ή μη, δεν δύναται να επιφέρει ούτε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ούτε να αποτελεί περίσταση απαλλάσσουσα πλήρως το θεσμικό όργανο από την ευθύνη του, δεομένου ότι αμφότερες οι αιτίες, ήτοι η υπαίτια παράβαση από το θεσμικό όργανο και η πράξη ενός τρίτου, συνέβαλαν στην επέλευση της ίδιας ζημίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, στην περίπτωση πταίσματος συνιστάμενου σε παράβαση υποχρεώσεως προστασίας που συνέβαλε στην επέλευση της συγκεκριμένης ζημίας στην αποτροπή της οποίας σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση, ακόμη και εάν το θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κυρίως ευθυνόμενο για τη ζημία, το εν λόγω θεσμικό όργανο πρέπει να θεωρηθεί ως συναυτουργός στην πρόκληση της ζημίας.

(βλ. σκέψεις 72, 84)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 92)

4.      Η προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ είναι το γεγονός ότι ο υπάλληλος υφίσταται ζημία λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν υπέστη τη ζημία στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων του.

(βλ. σκέψη 106)

5.      Ο δικαστής της Ένωσης εξακολουθεί να είναι αρμόδιος να κρίνει την ευθύνη του θεσμικού οργάνου οσάκις αυτό έχει προκαλέσει, μόνο του ή με τρίτον, ζημία στον υπάλληλο. Πράγματι, το γράμμα του άρθρου 24 του ΚΥΚ καθιστά σαφές ότι η φύση της ευθύνης ενός τρίτου ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση εις ολόκληρον του θεσμικού οργάνου που ευθύνεται ως συναυτουργός για τη ζημία που προκλήθηκε σε υπάλληλο στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων του. Η διάταξη αυτή καθιστά σαφές ότι ο δικαστής της Ένωσης ενδέχεται να κληθεί να αποφανθεί επί διαφοράς σε σχέση με το ζήτημα της ευθύνης εις ολόκληρον θεσμικού οργάνου από πράξη ενός τρίτου, η δε φύση της ευθύνης του τρίτου ουδόλως επηρεάζει την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να αποφαίνεται επί της ευθύνης εις ολόκληρον ενός θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψη 113)

6.      Από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, σε περιστάσεις παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, ο εθνικός δικαστής αναγνωρίζει την ευθύνη εις ολόκληρον των συναυτουργών στην πρόκληση της ίδιας ζημίας, εκτιμώντας ότι είναι δίκαιο να μην υποχρεούται ο ζημιωθείς, αφενός, να καθορίσει το ποσοστό της ζημίας βάσει του οποίου ευθύνεται έκαστος των συναυτουργών και, αφετέρου, να φέρει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται. Η αρχή της ευθύνης εις ολόκληρον εφαρμόζεται τόσο στην περιουσιακή ζημία όσο και στην ηθική βλάβη.

(βλ. σκέψεις 118, 195)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 129)

8.      Από τα δίκαια των κρατών μελών δεν απορρέει κάποια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, στην περίπτωση που υπάλληλος ασκών τα καθήκοντά του σε τρίτη χώρα δολοφονήθηκε στην κατοικία που ετέθη στη διάθεσή του, ένας εθνικός δικαστής θα είχε επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη συνιστάμενη στο γεγονός ότι το θύμα υπέφερε σωματικά και ψυχολογικά μέχρι τη στιγμή του θανάτου του.

(βλ. σκέψεις 175, 176)

9.      Από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, στην περίπτωση που υπάλληλος ασκών τα καθήκοντά του σε τρίτη χώρα δολοφονήθηκε στην κατοικία που ετέθη στη διάθεσή του, η ύπαρξη καθεστώτος που εγγυάται την αυτόματη καταβολή παροχών στους έλκοντες δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο δεν κωλύει τα πρόσωπα αυτά, εάν φρονούν ότι οι επαχθείσες ζημίες δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται πλήρως από το εν λόγω καθεστώς, να λάβουν και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστησαν προσφεύγοντας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Συναφώς, από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει επίσης μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία η επαχθείσα ηθική βλάβη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διπλής αποζημιώσεως. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διαπιστώσει σε ποιον βαθμό η ύπαρξη καθεστώτος που εγγυάται την αυτόματη καταβολή παροχών καλύπτει πλήρως, μερικώς ή ουδόλως την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα πριν από τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως για την εν λόγω ζημία.

(βλ. σκέψεις 194, 195)

10.    Από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία αναγνωρίζεται στους έλκοντες δικαιώματα, ιδίως στα τέκνα και τους γονείς του αποθανόντος, ηθική βλάβη δυνάμενη να αποκατασταθεί, που συνίσταται στην προκληθείσα από τον θάνατο οικείου προσώπου ψυχική οδύνη. Ως προς τον καθορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους πίνακες που έχουν καταρτισθεί σε ένα μόνον κράτος μέλος. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται σε αυτόν να καθορίσει το ποσό ex æquo et bono, εκθέτοντας τα κριτήρια που έλαβε υπόψη του συναφώς.

(βλ. σκέψεις 198, 200)