Language of document : ECLI:EU:C:2019:1036

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 3ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2014/59/ΕΕ – Τραπεζική ένωση – Ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων – Ετήσιες συνεισφορές – Υπολογισμός – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/81 – Ενιαία διαδικασία για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων – Διοικητική διαδικασία στην οποία συμμετέχουν εθνικές αρχές και ένας οργανισμός της Ένωσης – Αποκλειστική εξουσία λήψεως αποφάσεων του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) – Διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων – Μη εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 – Αποκλεισμός ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των συνεισφορών – Διασυνδέσεις μεταξύ περισσοτέρων τραπεζών»

Στην υπόθεση C‑414/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Λατίου, Ιταλία) με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Iccrea Banca SpA Istituto Centrale del Credito Cooperativo

κατά

Banca d’Italia,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, E. Regan, P. G. Xuereb και L. S. Rossi, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J. Malenovský, L. Bay Larsen (εισηγητή), T. von Danwitz, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Απριλίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Iccrea Banca SpA Istituto Centrale del Credito Cooperativo, εκπροσωπούμενη από τον P. Messina, τον A. Gemma, την F. Isgrò και την A. Dentoni Litta, avvocati,

–        η Banca d’Italia, εκπροσωπούμενη από τους M. Mancini, D. Messineo και L. Sciotto, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους P. Gentili και G. Rocchitta, avvocati dello Stato,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta και τον M. A. Sampol Pucurull,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον V. Di Bucci και την A. Steiblytė,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Iccrea Banca SpA Istituto Centrale del Credito Cooperativo (στο εξής: Iccrea Banca) και της Banca d’Italia (Τράπεζας της Ιταλίας) με αντικείμενο διάφορες αποφάσεις και σημειώματα της δεύτερης σχετικά με την καταβολή συνεισφορών στο ιταλικό εθνικό ταμείο εξυγίανσης και στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ

3        Η έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ 1983, L 193, σ. 1), καταργήθηκε από την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 182, σ. 19).

4        Το άρθρο 1 της έβδομης οδηγίας 83/349, όπως είχε τροποποιηθεί από την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003 (ΕΕ 2003, L 178, σ. 16, στο εξής: οδηγία 83/349), προέβλεπε τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη επιβάλλουν σε κάθε επιχείρηση που διέπεται από την εθνική τους νομοθεσία την υποχρέωση να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς και ενοποιημένη έκθεση διαχειρίσεως αν η επιχείρηση αυτή (μητρική επιχείρηση):

α)      έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων μιας επιχείρησης (θυγατρική επιχείρηση),

ή

β)      έχει δικαίωμα να διορίζει ή να ανακαλεί την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου σε μια επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), και είναι ταυτόχρονα μέτοχος ή εταίρος της επιχείρησης αυτής,

ή

γ)      έχει το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχική επιρροή σε μια επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), της οποίας είναι μέτοχος ή εταίρος, δυνάμει συμβάσεως που έχει συναφθεί με την επιχείρηση αυτή ή δυνάμει όρου του καταστατικού […]

[ή]

δ)      είναι μέτοχος ή εταίρος μιας επιχείρησης και

αα)      η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης αυτής (θυγατρικής επιχείρησης) […] προήλθε από διορισμούς που οφείλονταν αποκλειστικά στην άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου της μητρικής επιχείρησης·

ή

ββ)      ελέγχει μόνη της, δυνάμει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της επιχείρησης αυτής (θυγατρικής επιχείρησης), την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης αυτής. […]

[…]

2.      Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από κάθε επιχείρηση που διέπεται από το εθνικό τους δίκαιο να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, εάν:

α)      η επιχείρηση αυτή (μητρική επιχείρηση) έχει την εξουσία να ασκεί, ή πράγματι ασκεί, κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο σε άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), ή

β)      η επιχείρηση αυτή (μητρική επιχείρηση) και η άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση) υπάγονται στην ενιαία διεύθυνση της μητρικής επιχείρησης.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 83/349 όριζε τα εξής:

«1.      Για την εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και δ), στα δικαιώματα ψήφου, διορισμού ή ανάκλησης που έχει η μητρική επιχείρηση πρέπει να προστίθενται τα δικαιώματα κάθε άλλης θυγατρικής επιχείρησης, καθώς και τα δικαιώματα κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό της μητρικής επιχείρησης ή άλλης θυγατρικής επιχείρησης.

2.      Για την εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και δ), από τα δικαιώματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πρέπει να αφαιρούνται τα δικαιώματα που απορρέουν από:

α)      τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός της μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης·

ή

β)      τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται για εγγύηση, εφόσον τα δικαιώματα αυτά ασκούνται σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί, ή που κατέχονται για ασφάλεια δανείων που χορηγήθηκαν στα πλαίσια συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της χορήγησης δανείων, υπό τον όρο ότι αυτά τα δικαιώματα ψήφου ασκούνται προς όφελος του παρέχοντος την εγγύηση.

3.      Για την εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 1 σημεία α) και δ), από το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της θυγατρικής επιχείρησης πρέπει να αφαιρούνται τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές ή μερίδια που κατέχονται είτε από την ίδια την επιχείρηση, είτε από θυγατρικές της επιχειρήσεις είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών.»

 Ο κανονισμός  (ΕΕ) 575/2013

6        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

15)      ως “μητρική επιχείρηση” νοείται:

α)      η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

[…]

16)      ως “θυγατρική” νοείται:

α)      η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

β)      η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή.

Οι θυγατρικές θυγατρικών θεωρούνται επίσης θυγατρικές της επιχείρησης που είναι η αρχική τους μητρική επιχείρηση·

[…]»

 Η οδηγία 2014/59/ΕΕ

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

5.      “θυγατρική”: κάθε θυγατρική που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

6.      “μητρική επιχείρηση”, μητρική επιχείρηση που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013·

[…]

26.      “όμιλος”, μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της·

[…]»

8        Το άρθρο 102, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν επίπεδα-στόχους άνω του ποσού αυτού.»

9        Το άρθρο 103, παράγραφοι 1, 2 και 7, της ως άνω οδηγίας διαλαμβάνει ειδικότερα τα εξής:

«1.      Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνεισφορές καταβάλλονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση.

2.      Η συνεισφορά κάθε ιδρύματος καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των υποχρεώσεών του (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σύγκριση με τις συνολικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους.

Οι συνεισφορές αυτές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 7.

[…]

7.      Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τα εξής […]»

 Ο κανονισμός  (ΕΕ) 806/2014

10      Η αιτιολογική σκέψη 120 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), έχει ως εξής:

«Ο [Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ)] συγκεντρώνει το [Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Συμβούλιο Εξυγίανσης)], το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις αρχές εξυγίανσης των συμμετεχόντων κρατών μελών. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων που εκδίδει το Συμβούλιο Εξυγίανσης, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, καθώς και να καθορίζει την εξωσυμβατική ευθύνη τους. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς κατόπιν αιτήσεως των εθνικών δικαστικών αρχών όσον αφορά το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Οι εθνικές δικαστικές αρχές θα πρέπει να είναι αρμόδιες, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, για τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδουν οι αρχές εξυγίανσης των συμμετεχόντων κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και για τον καθορισμό της εξωσυμβατικής ευθύνης τους.»

11      Το άρθρο 54, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει τα εξής:

«Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, στην εκτελεστική σύνοδό του:

[…]

β)      λαμβάνει όλες τις αποφάσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.»

12      Το άρθρο 70, παράγραφοι 2 και 6, του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«2.      Το Συμβούλιο Εξυγίανσης υπολογίζει ετησίως, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] ή την εθνική αρμόδια αρχή και σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, τις επιμέρους εισφορές, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου.

[…]

6.      Εφαρμόζονται οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στις οποίες προσδιορίζεται η έννοια της προσαρμογής των εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.»

 Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63

13      Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχουν ως εξής:

«(8)      Ο υπολογισμός των συνεισφορών σε ατομικό επίπεδο θα οδηγούσε, στην περίπτωση ομίλων, στη διπλή προσμέτρηση ορισμένων υποχρεώσεων, κατά τον προσδιορισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις συμφωνίες τις οποίες συνάπτουν μεταξύ τους οι οντότητες του ιδίου ομίλου θα ήταν μέρος των συνολικών υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς κάθε οντότητας του ομίλου. Επομένως, ο προσδιορισμός της βασικής ετήσιας συνεισφοράς θα πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέρω στην περίπτωση ομίλων, ώστε να αντανακλά την αλληλοδιασύνδεση των οντοτήτων του ομίλου και να αποφευχθεί η διπλή προσμέτρηση των ενδοομιλικών ανοιγμάτων. […]

(9)      Για τον σκοπό του υπολογισμού της βασικής ετήσιας συνεισφοράς μιας οντότητας του ομίλου, στο σύνολο των υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από οποιαδήποτε σύμβαση την οποία έχει συνάψει η εν λόγω οντότητα του ομίλου με οποιαδήποτε άλλη οντότητα που αποτελεί μέρος του ιδίου ομίλου. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον εφόσον κάθε οντότητα του ομίλου είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, περιλαμβάνεται στην ίδια ενοποίηση με τη μέθοδο της ολικής ενοποίησης, υπόκειται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου των κινδύνων και εφόσον δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση εξόφληση των σχετικών υποχρεώσεων, όταν καθίστανται απαιτητές. Με τον τρόπο αυτόν, αναμένεται να αποφευχθεί η περίπτωση να εξαιρούνται υποχρεώσεις από τη βάση υπολογισμού των συνεισφορών, εάν δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα καλύπτονται τα ενδοομιλικά δανειοδοτικά ανοίγματα, σε περίπτωση που επιδεινωθεί η χρηματοοικονομική ευρωστία του ομίλου. […]»

14      Το άρθρο 3 του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην […] οδηγία 2014/59/ΕΕ. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

28)      ως “προνομιακό δάνειο” νοείται δάνειο που χορηγείται από αναπτυξιακή τράπεζα ή μέσω ενδιάμεσης τράπεζας σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος·

[…]»

15      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι συνεισφορές που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ υπολογίζονται αποκλείοντας τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)      τις ενδοομιλικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές που συνήφθησαν από ένα ίδρυμα με ίδρυμα του ιδίου ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)      κάθε ίδρυμα είναι εγκατεστημένο στην Ένωση·

ii)      κάθε ίδρυμα περιλαμβάνεται στην ίδια ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 έως 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με τη μέθοδο της ολικής ενοποίησης και υπόκειται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου, μέτρησης και ελέγχου· και

iii)      δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση εξόφληση της οφειλόμενης υποχρέωσης·

[…]

στ)      στην περίπτωση των ιδρυμάτων που χορηγούν προνομιακά δάνεια, τις υποχρεώσεις του ενδιάμεσου ιδρύματος έναντι της εκδότριας ή άλλης αναπτυξιακής τράπεζας ή άλλου ενδιάμεσου ιδρύματος και τις υποχρεώσεις της αρχικής αναπτυξιακής τράπεζας προς τα συνεισφέροντα μέρη της, στον βαθμό που το ποσό των εν λόγω υποχρεώσεων αντιστοιχίζεται με τα προνομιακά δάνεια του εν λόγω ιδρύματος.»

 Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/81

16      Το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Για κάθε περίοδο εισφοράς, το Συμβούλιο Εξυγίανσης υπολογίζει την ετήσια εισφορά που οφείλεται από κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο του Ταμείου, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ ή τις αρμόδιες εθνικές αρχές και σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης. […]»

17      Το άρθρο 5 του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Το Συμβούλιο Εξυγίανσης γνωστοποιεί στις οικείες εθνικές αρχές εξυγίανσης τις αποφάσεις του για τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών των ιδρυμάτων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους.

2.      Μετά τη λήψη της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κάθε εθνική αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί σε κάθε ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας στο οικείο κράτος μέλος την απόφαση του Συμβουλίου Εξυγίανσης για τον υπολογισμό της ετήσιας εισφοράς που οφείλεται από το εν λόγω ίδρυμα.»

18      Το άρθρο 6 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Το Συμβούλιο ορίζει τους μορφότυπους και τις παραστάσεις των δεδομένων που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα ιδρύματα για την υποβολή των πληροφοριών που απαιτούνται για τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών, προκειμένου να ενισχυθούν η συγκρισιμότητα των υποβαλλόμενων πληροφοριών και η αποτελεσματικότητα της επεξεργασίας στην οποία υποβάλλονται οι πληροφορίες που λαμβάνονται.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

19      Η Iccrea Banca είναι τράπεζα επικεφαλής ενός δικτύου πιστωτικών ιδρυμάτων και έχει ως αποστολή να υποστηρίζει τις πράξεις, μεταξύ άλλων, συνεταιριστικών τραπεζών στην Ιταλία.

20      Προς τούτο, παρέχει στις τράπεζες αυτές υπηρεσίες πληρωμών, τραπεζικών καρτών, διακανονισμού πράξεων επί αξιογράφων και φύλαξης αξιογράφων καθώς και υπηρεσίες χρηματοοικονομικής φύσεως, ενεργεί δε ως κεντρικός χρηματοοικονομικός φορέας του συστήματος συνεταιριστικής πίστης. Υπό την τελευταία αυτή ιδιότητα, παρέχει μεταξύ άλλων στις εν λόγω τράπεζες μια σειρά υπηρεσιών δομημένης πρόσβασης σε εγγυημένες χρηματοδοτήσεις από την ΕΚΤ και από την αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, συνέστησε όμιλο στον οποίο προσχώρησαν περίπου 190 συνεταιριστικές τράπεζες, με αποκλειστικό σκοπό τη συμμετοχή στις στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης τις οποίες θέτει σε εφαρμογή η ΕΚΤ.

21      Με αποφάσεις που εξέδωσε μεταξύ των ετών 2015 και 2017, η Τράπεζα της Ιταλίας απαίτησε από την Iccrea Banca την καταβολή τακτικών, έκτακτων και πρόσθετων συνεισφορών στο ιταλικό εθνικό ταμείο εξυγίανσης. Επιπλέον, με σημείωμα της 3ης Μαΐου 2016, η Τράπεζα της Ιταλίας αξίωσε από την Iccrea Banca την καταβολή εκ των προτέρων συνεισφοράς στο ΕΤΕ για το έτος 2016, η οποία είχε καθοριστεί με απόφαση του ΕΣΕ της 15ης Απριλίου 2016. Με σημείωμα της 27ης Μαΐου 2016, η Τράπεζα της Ιταλίας προέβη σε διόρθωση του ποσού της τελευταίας αυτής συνεισφοράς, κατ’ εφαρμογήν αποφάσεως του ΕΣΕ της 20ής Μαΐου 2016.

22      Η Iccrea Banca άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά των αποφάσεων και των σημειωμάτων αυτών της Τράπεζας της Ιταλίας. Η ως άνω προσφυγή έχει επίσης ως αντικείμενο τον καθορισμό του κατάλληλου τρόπου υπολογισμού των ποσών τα οποία πράγματι οφείλει η Iccrea Banca και την επιστροφή των ποσών τα οποία αυτή θεωρεί αχρεωστήτως καταβληθέντα.

23      Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, η Iccrea Banca υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Τράπεζα της Ιταλίας βασίστηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Ειδικότερα, η Τράπεζα της Ιταλίας έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό των επίμαχων στην κύρια δίκη συνεισφορών, τις υποχρεώσεις που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ της Iccrea Banca και των συνεταιριστικών τραπεζών, ενώ ο ως άνω υπολογισμός έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί κατ’ αποκλεισμό των υποχρεώσεων αυτών με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού για τις ενδοομιλικές υποχρεώσεις ή για τα ιδρύματα που χορηγούν προνομιακά δάνεια. Η εσφαλμένη αυτή ερμηνεία είχε επίσης ως συνέπεια να μην επισημάνει η Τράπεζα της Ιταλίας, κατά τη γνωστοποίηση των δεδομένων στο ΕΣΕ, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ενοποιημένου συστήματος στο πλαίσιο του οποίου λειτουργούσε η Iccrea Banca και οδήγησε συνεπώς σε εσφαλμένο υπολογισμό της εκ των προτέρων συνεισφοράς στο ΕΤΕ για το έτος 2016.

24      Το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας την οποία προέβαλε η Τράπεζα της Ιταλίας ως προς τα αιτήματα που αφορούσαν τις πράξεις της Τράπεζας της Ιταλίας σχετικά με τις εκ των προτέρων συνεισφορές στο ΕΤΕ για το έτος 2016. Συνήγαγε την αρμοδιότητά του να αποφανθεί επί των αιτημάτων αυτών από το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ιταλίας δεν ενεργεί ως απλός μεσάζων μεταξύ του ΕΣΕ και των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, η Τράπεζα της Ιταλίας διαδραματίζει, σύμφωνα με τις επιλογές στις οποίες προέβη ο νομοθέτης της Ένωσης, ενεργό και αποφασιστικό ρόλο τόσο κατά το στάδιο καθορισμού του ύψους των συνεισφορών αυτών όσο και κατά το στάδιο της είσπραξής τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Iccrea Banca θα μπορούσε να αντλήσει συγκεκριμένο πλεονέκτημα από την επανεξέταση και τον επανακαθορισμό των στοιχείων που η Τράπεζα της Ιταλίας οφείλει να διαβιβάσει στο ΕΣΕ για τον υπολογισμό της οφειλόμενης από την ίδια συνεισφοράς.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Λατίου, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, και ιδίως τα στοιχεία αʹ και στʹ, του κανονισμού 2015/63, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αρχών περί των οποίων γίνεται λόγος στον κανονισμό αυτόν, καθώς και στην οδηγία 2014/59, στον κανονισμό 806/2014 και στο άρθρο 120 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας κατά το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της απαγορεύσεως της διπλής συνεισφοράς, με σκοπό τον υπολογισμό των συνεισφορών που προβλέπονται στο άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59, αποκλείει την εφαρμογή του καθεστώτος που προβλέπεται για τις ενδοομιλικές υποχρεώσεις και στην περίπτωση επίσης “εν τοις πράγμασι” ομίλου ή, εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση διασυνδέσεων μεταξύ ιδρύματος και άλλων τραπεζών ενός ιδίου συστήματος;

Μπορεί, αντιθέτως, πάντοτε υπό το πρίσμα των εν λόγω αρχών, η ευνοϊκή μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν οι προνομιακές υποχρεώσεις κατά το ίδιο άρθρο 5 να εφαρμοστεί αναλογικώς επίσης στις υποχρεώσεις τράπεζας του λεγόμενου “δευτέρου επιπέδου” έναντι των άλλων τραπεζών του συστήματος (τράπεζες συνεταιριστικής πίστεως) ή πρέπει αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό ενός ιδρύματος, το οποίο συγκεκριμένα λειτουργεί ως κεντρικό ίδρυμα στο εσωτερικό ενός διασυνδεδεμένου και ενοποιημένου συνόλου μικρών τραπεζών, επίσης στις σχέσεις με την ΕΚΤ και τη χρηματοοικονομική αγορά, να οδηγεί, σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση, σε οποιαδήποτε προσαρμογή κατά την έκθεση των χρηματοοικονομικών πληροφοριών από την εθνική αρχή εξυγιάνσεως στους οργανισμούς της Ένωσης και κατά τον προσδιορισμό των συνεισφορών που οφείλονται από το ίδρυμα στο Ταμείο Εξυγιάνσεως σύμφωνα με τις πραγματικές υποχρεώσεις του και το συγκεκριμένο προφίλ κινδύνου του;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

26      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι εξ ολοκλήρου απαράδεκτη διότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει πραγματικά στοιχεία που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η Iccrea Banca θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διευθύνων φορέας ενός ομίλου ή ως χορηγούσα προνομιακά δάνεια, κατά την έννοια της εφαρμοστέας νομοθεσίας της Ένωσης. Η δε Επιτροπή φρονεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη μόνον κατά το μέρος που αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές στο ΕΤΕ για το έτος 2016.

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, η ανάγκη να δοθεί χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει να τηρεί αυστηρά το δικαστήριο αυτό τις σχετικές με το περιεχόμενο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως απαιτήσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑152/17, EU:C:2018:264, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Ειδικότερα, είναι μεταξύ άλλων αναγκαίο, όπως προβλέπει το άρθρο 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να περιλαμβάνει η απόφαση περί παραπομπής συνοπτική έκθεση των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα (πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑152/17, EU:C:2018:264, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, η απόφαση περί παραπομπής περιλαμβάνει επαρκή πραγματικά στοιχεία για την κατανόηση τόσο του υποβληθέντος ερωτήματος όσο και της εμβέλειάς του. Η απόφαση αυτή εκθέτει, ιδίως, τη φύση των σχέσεων που συνδέουν την Iccrea Banca με σειρά συνεταιριστικών τραπεζών, οι οποίες οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

30      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως προς απόδειξη του ότι τα κατ’ αυτόν τον τρόπο εκτεθέντα στοιχεία δεν είναι ικανά να τεκμηριώσουν ότι η Iccrea Banca πληροί τις προϋποθέσεις αποκλεισμού ορισμένων υποχρεώσεων, προϋποθέσεις οι οποίες εκτίθενται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, διαπιστώνεται ότι η εκτίμησή τους συνδέεται άρρηκτα με την απάντηση που πρέπει να παρασχεθεί στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και ότι επομένως ούτε τα επιχειρήματα αυτά συνεπάγονται απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, KPMG Baltics, C‑639/17, EU:C:2019:31, σκέψη 11).

31      Η δε Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα δικαστήρια της Ένωσης είναι αποκλειστικώς αρμόδια να αποφανθούν σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των συνεισφορών στο ΕΤΕ και ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει επομένως να κηρυχθεί μερικώς απαράδεκτη, σύμφωνα με τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), δεδομένου ότι η Iccrea Banca δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό της εκ των προτέρων συνεισφοράς της στο ΕΤΕ για το έτος 2016.

32      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality και Commissioner of An Garda Síochána, C‑378/17, EU:C:2018:979, σκέψη 26 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Ωστόσο, ένα ερμηνευτικής φύσεως προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτό όταν προκύπτει ότι αποκλειστικός σκοπός του είναι να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί ζητήματος που, βάσει του δικαίου της Ένωσης, εκφεύγει της αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων.

34      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, υπό το πρίσμα μεταξύ άλλων της οδηγίας 2014/59, η οποία, όπως και ο ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός, θεσπίζει ορισμένους κανόνες που έχουν σημασία τόσο για τον υπολογισμό των συνεισφορών στα εθνικά ταμεία εξυγίανσης όσο και για τον υπολογισμό των συνεισφορών στο ΕΤΕ, το ερώτημα αυτό αναφέρεται επίσης στον κανονισμό 806/2014, ο οποίος θεσπίζει μόνον κανόνες σχετικούς με τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης στον οποίο περιλαμβάνεται το ΕΤΕ. Επιπλέον, το ερώτημα αυτό αφορά εν μέρει την υποβολή οικονομικών στοιχείων από την εθνική αρχή εξυγίανσης στους «οργανισμούς της Ένωσης».

35      Προκύπτει επομένως ότι ορισμένες πτυχές του εν λόγω ερωτήματος αφορούν ειδικώς τον υπολογισμό των συνεισφορών στο ΕΤΕ.

36      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ζητηθείσα ερμηνεία των κανόνων που έχουν εφαρμογή στον υπολογισμό αυτό θεωρείται αναγκαία από το αιτούν δικαστήριο προς διευκρίνιση του τρόπου με τον οποίο η Τράπεζα της Ιταλίας όφειλε να παρέμβει στη διαδικασία καθορισμού και είσπραξης των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά συνεπώς ότι οφείλει να αποφανθεί επί της παρεμβάσεως αυτής τόσο κατά το στάδιο της διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως των αποφάσεων του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των ως άνω συνεισφορών, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ποια πληροφοριακά στοιχεία έπρεπε να διαβιβαστούν στο ΕΣΕ από την Τράπεζα της Ιταλίας, όσο και κατά το στάδιο της διαδικασίας που ακολουθεί την έκδοση των αποφάσεων αυτών του ΕΣΕ και το οποίο έχει ως αντικείμενο την είσπραξη των εν λόγω συνεισφορών, στο μέτρο που η απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν ερώτημα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε διαπίστωση περί ελλείψεως ισχύος των αποφάσεων που εκδόθηκαν από την Τράπεζα της Ιταλίας κατόπιν των εν λόγω αποφάσεων του ΕΣΕ.

37      Κατά το μέτρο, πρώτον, που με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επιδιώκεται να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να αποφανθεί επί της παρεμβάσεως της Τράπεζας της Ιταλίας κατά το στάδιο της διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως των αποφάσεων του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ απονέμει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το ΕΣΕ (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 42).

38      Η τυχόν συμμετοχή των εθνικών αρχών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση τέτοιων πράξεων δεν μπορεί να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της Ένωσης, όταν οι πράξεις τις οποίες εκδίδουν οι εθνικές αρχές αποτελούν στάδιο μιας διαδικασίας κατά την οποία όργανο ή οργανισμός της Ένωσης ασκεί μόνο του ή μόνος του την τελική εξουσία λήψεως αποφάσεων χωρίς να δεσμεύεται από τις προπαρασκευαστικές πράξεις ή τις προτάσεις των εθνικών αρχών (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 43).

39      Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, στην οποία το δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνει την αποκλειστική εξουσία λήψεως αποφάσεων ενός οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, δυνάμει της αποκλειστικής αρμοδιότητάς του να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται επί της νομιμότητας της τελικής αποφάσεως την οποία λαμβάνει το εν λόγω όργανο ή οργανισμός της Ένωσης και να εξετάζει, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των ενδιαφερομένων, τα τυχόν ελαττώματα των προπαρασκευαστικών πράξεων ή των προτάσεων των εθνικών αρχών τα οποία είναι ικανά να θίξουν το κύρος της τελικής αυτής αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 44).

40      Εξάλλου, από την ερμηνεία του άρθρου 263 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της κατοχυρούμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών προκύπτει ότι οι πράξεις που εκδίδονται από τις εθνικές αρχές στο πλαίσιο διαδικασίας όπως αυτή για την οποία γίνεται λόγος στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως δεν μπορούν να υπόκεινται στον έλεγχο των δικαστηρίων των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 47).

41      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης της Ένωσης επιλέγει διοικητική διαδικασία η οποία προβλέπει την έκδοση από τις εθνικές αρχές πράξεων προπαρασκευαστικών τελικής αποφάσεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα και είναι ικανή να προκαλέσει βλάβη, σκοπεί στην εγκαθίδρυση, μεταξύ του εν λόγω θεσμικού οργάνου και των εν λόγω εθνικών αρχών, ενός ιδιαίτερου μηχανισμού συνεργασίας που έχει ως βάση την αποκλειστική αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεως του θεσμικού οργάνου της Ένωσης (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 48).

42      Η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας διαδικασίας λήψεως αποφάσεων προϋποθέτει όμως οπωσδήποτε ενιαίο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος ασκείται αποκλειστικώς από τα δικαστήρια της Ένωσης και μόνο μετά τη λήψη της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου της Ένωσης που περατώνει τη διοικητική διαδικασία, δεδομένου ότι μόνον η απόφαση αυτή είναι ικανή να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του ασκούντος το ένδικο βοήθημα, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 49).

43      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις πράξεις των εθνικών αρχών εξυγίανσης που προηγούνται του υπολογισμού των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, επισημαίνεται ότι οι συνεισφορές αυτές υπολογίζονται και εισπράττονται στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία θέσπισαν ο κανονισμός 806/2014 και ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81.

44      Το άρθρο 54, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι το ΕΣΕ λαμβάνει, στην εκτελεστική σύνοδό του, όλες τις αποφάσεις για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον εν λόγω κανονισμό.

45      Από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού και από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προκύπτει ότι εναπόκειται αποκλειστικά στο ΕΣΕ, κατόπιν διαβουλεύσεως με την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική αρχή και σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, να υπολογίζει ετησίως τις επιμέρους εκ των προτέρων συνεισφορές κάθε ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών.

46      Από το άρθρο 6 του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει εξάλλου ότι η συγκέντρωση των πληροφοριών που απαιτούνται για τον υπολογισμό των συνεισφορών αυτών πραγματοποιείται μέσω μορφοτύπων και παραστάσεων δεδομένων που ορίζονται από το ΕΣΕ και συμπληρώνονται από τα οικεία ιδρύματα.

47      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, προκύπτει ότι, όσον αφορά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, το ΕΣΕ ασκεί μόνο του την τελική εξουσία λήψεως αποφάσεων και ότι οι εθνικές αρχές εξυγίανσης περιορίζονται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 40 και 41 των προτάσεών του, στην παροχή επιχειρησιακής υποστήριξης στο ΕΣΕ. Ειδικότερα, μολονότι το ΕΣΕ μπορεί να διαβουλευθεί με τις αρχές αυτές προς διευκόλυνση του καθορισμού του ύψους της οφειλόμενης από ίδρυμα εκ των προτέρων συνεισφοράς και μολονότι οι εν λόγω αρχές οφείλουν, εν πάση περιπτώσει, να συνεργαστούν με το ΕΣΕ προς τον σκοπό αυτό, οι εκτιμήσεις στις οποίες οι ως άνω αρχές θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να προβούν με την ευκαιρία αυτή ως προς την κατάσταση ενός ιδρύματος επ’ ουδενί δεσμεύουν το ΕΣΕ.

48      Ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας μιας αποφάσεως του ΕΣΕ που καθορίζει το ύψος της εκ των προτέρων ατομικής συνεισφοράς ενός ιδρύματος στο ΕΤΕ, αν πράξη την οποία εκδίδει εθνική αρχή εξυγίανσης για την προπαρασκευή μιας τέτοιας αποφάσεως πάσχει ελαττώματα ικανά να επηρεάσουν την απόφαση αυτή του ΕΣΕ, χωρίς τα εθνικά δικαστήρια να μπορούν να ασκήσουν έλεγχο επί της εν λόγω εθνικής πράξεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 57).

49      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 120 του κανονισμού 806/2014, κατά την οποία οι εθνικές δικαστικές αρχές θα πρέπει να είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδουν οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται με τον κανονισμό αυτό.

50      Ειδικότερα, η διευκρίνιση αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, δεδομένης της απορρέουσας από το πρωτογενές δίκαιο κατανομής της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, στην οποία άλλωστε αναφέρεται η ως άνω αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζοντας την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων που λαμβάνει το ΕΣΕ, υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τις εθνικές πράξεις που εκδίδονται σε διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο κανονισμός αυτός έχει απονείμει στις εθνικές αρχές εξυγίανσης ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων.

51      Εξάλλου, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί εγκύρως να απευθύνει στην εθνική αρχή εξυγίανσης διαταγή σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αυτή πρέπει να παρέμβει πριν από την έκδοση αποφάσεως του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ.

52      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου του απαραίτητου ενιαίου χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου τέτοιων αποφάσεων του ΕΣΕ, η αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν επηρεάζεται ούτε από το είδος του εθνικού ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε με σκοπό να υποβληθούν οι προπαρασκευαστικές πράξεις των εθνικών αρχών στον έλεγχο δικαστηρίου κράτους μέλους ούτε από τη φύση των προβληθέντων συναφώς αιτημάτων ή λόγων ακυρώσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 51).

53      Τυχόν έκδοση από εθνικό δικαστήριο διαταγής που θα υποχρέωνε εθνική αρχή εξυγίανσης να υιοθετήσει ορισμένη συμπεριφορά στο πλαίσιο της παρέμβασής της πριν από την έκδοση αποφάσεως του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ θα έθιγε τον ενιαίο χαρακτήρα του εν λόγω δικαστικού ελέγχου δημιουργώντας κίνδυνο αποκλινουσών εκτιμήσεων, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, μεταξύ του ως άνω εθνικού δικαστηρίου και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης που θα μπορούσαν, σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, να κληθούν να εκτιμήσουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της παρεμβάσεως αυτής κατά την εξέταση ενδεχόμενης προσφυγής ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά της αποφάσεως αυτής του ΕΣΕ (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 50).

54      Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο επί της νομιμότητας της παρεμβάσεως στην οποία προέβη η Τράπεζα της Ιταλίας κατά το στάδιο της διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016.

55      Καθόσον, δεύτερον, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επιδιώκεται να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να αποφανθεί επί της παρεμβάσεως της Τράπεζας της Ιταλίας κατά το στάδιο της διαδικασίας που ακολουθεί την έκδοση των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016, διαπιστώνεται ότι από το άρθρο 5 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προκύπτει ότι οι αποφάσεις του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ των ιδρυμάτων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφος κράτους μέλους γνωστοποιούνται στην εθνική αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους αυτού, η οποία οφείλει εν συνεχεία να κοινοποιήσει στο καθένα από τα ως άνω ιδρύματα την απόφαση του ΕΣΕ για τον υπολογισμό της συνεισφοράς του.

56      Είναι επίσης έργο της ως άνω εθνικής αρχής εξυγίανσης να συγκεντρώνει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 67, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, τις καθοριζόμενες από το ΕΣΕ συνεισφορές από τα εν λόγω ιδρύματα.

57      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μετά την έκδοση αποφάσεως του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης είναι επιφορτισμένες μόνο με την κοινοποίηση και την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής.

58      Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των εξουσιών που αποτελούν ίδιον του ΕΣΕ, οι οποίες υπενθυμίζονται στις σκέψεις 44 και 45 της παρούσας αποφάσεως, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης δεν έχουν εξουσία επανεξέτασης των διενεργηθέντων από το ΕΣΕ υπολογισμών προς μεταβολή του ύψους των συνεισφορών αυτών και κατά συνέπεια δεν δύνανται, μετά την έκδοση αποφάσεως του ΕΣΕ, να επανεξετάσουν, προς τον σκοπό αυτό, την έκθεση ενός ιδρύματος στον επιχειρηματικό κίνδυνο.

59      Ομοίως, αν ένα εθνικό δικαστήριο μπορούσε, όπως θεωρεί πιθανό το αιτούν δικαστήριο, να ακυρώσει την κοινοποίηση, εκ μέρους εθνικής αρχής εξυγίανσης, αποφάσεως του ΕΣΕ για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων συνεισφοράς ενός ιδρύματος στο ΕΤΕ, στηριζόμενο σε σφάλμα κατά την εκτίμηση της εκθέσεως του ιδρύματος στον επιχειρηματικό κίνδυνο επί της οποίας βασίζεται ο υπολογισμός αυτός, θα έθετε υπό αμφισβήτηση μια εκτίμηση του ΕΣΕ και θα εμπόδιζε, σε τελική ανάλυση, την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής του ΕΣΕ στην Ιταλία.

60      Πλην όμως οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, καθώς και τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να ελέγξουν τη δράση τους, δεν μπορούν εγκύρως να λάβουν αποφάσεις οι οποίες είναι αντίθετες προς τις αποφάσεις του ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ και να καταστήσουν, στην πράξη, τις αποφάσεις αυτές άνευ αποτελέσματος, εμποδίζοντας την είσπραξη των συνεισφορών (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB, C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψη 52· της 20ής Νοεμβρίου 2008, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading, C‑375/07, EU:C:2008:645, σκέψη 66, καθώς και της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 50 και 51).

61      Πάντως, όταν η επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου εξαρτάται από το κύρος αποφάσεως του ΕΣΕ, το εθνικό δικαστήριο μπορεί, καταρχήν, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος της αποφάσεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB, C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψη 57, καθώς και της 20ής Νοεμβρίου 2008, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading, C‑375/07, EU:C:2008:645, σκέψη 68).

62      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ναι μεν ορισμένες πτυχές του προδικαστικού ερωτήματος αφορούν ειδικώς τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, πλην όμως το αιτούν δικαστήριο δεν ερώτησε το Δικαστήριο σχετικά με το κύρος των αποφάσεων του ΕΣΕ που αφορούν τους υπολογισμούς των εν λόγω συνεισφορών για το έτος 2016. Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Iccrea Banca δεν επικαλέστηκε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, έλλειψη ισχύος των ως άνω αποφάσεων και ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κύρος τους.

63      Υπενθυμίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα διαδίκου να προβάλει, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, έλλειψη ισχύος διατάξεων που περιέχονται σε πράξη της Ένωσης η οποία αποτελεί το έρεισμα εθνικής διοικητικής αποφάσεως που εκδόθηκε εις βάρος του προϋποθέτει είτε ότι άσκησε επίσης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως της Ένωσης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας είτε ότι δεν άσκησε την προσφυγή αυτή διότι δεν είχε, πέραν πάσης αμφιβολίας, το σχετικό δικαίωμα (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ., C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Στο πλαίσιο αυτό, το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται μεταξύ άλλων από την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Εν προκειμένω, μολονότι ο αποδέκτης των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016 ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, η Τράπεζα της Ιταλίας, οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν πέραν πάσης αμφιβολίας την Iccrea Banca άμεσα και ατομικά.

66      Ειδικότερα, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση να αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οποία θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42, και της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 103).

67      Οι αποφάσεις του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016 παράγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της Iccrea Banca καθόσον καθορίζουν το ύψος της εκ των προτέρων συνεισφοράς στο ΕΤΕ που αυτή υποχρεούται να καταβάλει. Επιπλέον, οι αποφάσεις αυτές δεν καταλείπουν, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 55 έως 58 της παρούσας αποφάσεως, καμία εξουσία εκτιμήσεως στην Τράπεζα της Ιταλίας, η οποία οφείλει να εισπράξει από την Iccrea Banca συνεισφορά που αντιστοιχεί στο ποσό το οποίο οι εν λόγω αποφάσεις καθορίζουν για το συγκεκριμένο ίδρυμα και επομένως δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει το ποσό αυτό.

68      Αφετέρου, πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά ατομικά παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ., C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω με την Iccrea Banca, στο μέτρο που μνημονεύεται ονομαστικά στο παράρτημα των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την αρχή που υπενθυμίζεται στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, η Iccrea Banca δεν μπορούσε να επικαλεστεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, έλλειψη νομιμότητας των αποφάσεων του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ για το έτος 2016 παρά μόνον αν είχε επίσης ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων αυτών.

71      Συναφώς, με τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2018, Iccrea Banca κατά Επιτροπής και ΕΣΕ (T‑494/17, EU:T:2018:804), η οποία κατέστη αμετάκλητη, διαπιστώθηκε ότι η Τράπεζα της Ιταλίας είχε κοινοποιήσει στην Iccrea Banca το ποσό της εκ των προτέρων συνεισφοράς της στο ΕΤΕ για το έτος 2016, όπως είχε υπολογιστεί από το ΕΣΕ, στις 3 Μαΐου 2016 και ότι η Iccrea Banca είχε ασκήσει εκπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του ΕΣΕ της 15ης Απριλίου 2016.

72      Όσον αφορά την απόφαση του ΕΣΕ της 20ής Μαΐου 2016, η Iccrea Banca, στο μέτρο που δεν άσκησε κατ’ αυτής προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να προβάλει, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, έλλειψη ισχύος της εν λόγω αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ., C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 43).

73      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εκτιμήσει, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το συμβατό αποφάσεων της Τράπεζας της Ιταλίας προς τους κανόνες που διέπουν τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί, βάσει του δικαίου της Ένωσης, ούτε να αποφανθεί επί των προπαρασκευαστικών του υπολογισμού πράξεων της Τράπεζας της Ιταλίας ούτε να εμποδίσει την επιβολή στην Iccrea Banca συνεισφοράς ίσης προς το ποσό που καθορίζεται από πράξεις του ΕΣΕ των οποίων δεν διαπιστώθηκε έλλειψη ισχύος.

74      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι, κατά το μέρος που το υποβληθέν ερώτημα αφορά ειδικώς τον υπολογισμό των εκ των προτέρων συνεισφορών στο ΕΤΕ, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

75      Αντιστρόφως, το ερώτημα αυτό είναι παραδεκτό κατά το μέρος που αφορά τον υπολογισμό των τακτικών, έκτακτων και πρόσθετων συνεισφορών στο ιταλικό εθνικό ταμείο εξυγίανσης.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

76      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές μεταξύ τράπεζας δευτέρου επιπέδου και των μελών ενός συνόλου το οποίο συναποτελεί με συνεταιριστικές τράπεζες στις οποίες παρέχει διάφορες υπηρεσίες αποκλείονται από τον υπολογισμό των συνεισφορών σε εθνικό ταμείο εξυγίανσης που προβλέπονται στο ως άνω άρθρο 103, παράγραφος 2.

77      Το άρθρο 102, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους.

78      Από το άρθρο 103, παράγραφοι 1 και 2, της ως άνω οδηγίας προκύπτει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί το ως άνω επίπεδο-στόχος, το κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι καταβάλλεται από κάθε ίδρυμα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός του συνεισφορά η οποία καθορίζεται κατ’ αναλογίαν προς το ποσό των υποχρεώσεών του, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων, μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σύγκριση με τις συνολικές υποχρεώσεις, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων, μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος αυτό.

79      Το άρθρο 103, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι οι συνεισφορές αυτές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

80      Η Επιτροπή μπορεί να αποσαφηνίσει την έννοια της προσαρμογής των συνεισφορών στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 103, παράγραφος 7, της ίδιας οδηγίας, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται λαμβανομένης υπόψη μιας σειράς στοιχείων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή.

81      Η εξουσιοδότηση αυτή τέθηκε σε εφαρμογή με την εκ μέρους της Επιτροπής θέσπιση του άρθρου 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το οποίο, υπό τον τίτλο «Προσαρμογή κινδύνου της βασικής ετήσιας συνεισφοράς», προβλέπει τον αποκλεισμό ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των συνεισφορών που προβλέπονται στο άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59.

82      Πρώτον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ορίζει ότι ο αποκλεισμός αυτός πρέπει να εφαρμόζεται στις ενδοομιλικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές που συνήφθησαν από ένα ίδρυμα με ίδρυμα του ιδίου ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις.

83      Από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις συναλλαγές μεταξύ δύο ιδρυμάτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

84      Μολονότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν ορίζει ευθέως την έννοια του «ομίλου», το άρθρο 3 διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, ισχύουν οι ορισμοί που διαλαμβάνονται στην οδηγία 2014/59.

85      Η έννοια του «ομίλου» ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 26, της ως άνω οδηγίας ως η «μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της». Οι δύο τελευταίες έννοιες ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 5 και 6, της εν λόγω οδηγίας, μέσω παραπομπής στο άρθρο 4 του κανονισμού 575/2013, το οποίο παραπέμπει με τη σειρά του στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 83/349, στα οποία αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 22, παράγραφοι 1 έως 5, της οδηγίας 2013/34.

86      Από τους ορισμούς αυτούς προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής προϋποθέτει μια μορφή ελέγχου στο πλαίσιο του οποίου η μητρική επιχείρηση διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη θυγατρική της, δικαίωμα διορισμού ή ανάκλησης ορισμένων διευθυντικών στελεχών της θυγατρικής ή και δεσπόζουσα επιρροή στην εν λόγω θυγατρική.

87      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω σχέση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετείται από την ύπαρξη οικονομικών σχέσεων που απηχούν μια σύμπραξη μεταξύ περισσοτέρων ιδρυμάτων, χωρίς το ένα εξ αυτών να ελέγχει τα λοιπά μέλη του συνόλου το οποίο συναποτελούν.

88      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι σχέσεις μεταξύ ιδρυμάτων όπως αυτές στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, οι οποίες συνδέουν μια τράπεζα δευτέρου επιπέδου με τους εταίρους της και συνίστανται στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών από την ως άνω τράπεζα δευτέρου επιπέδου, αποδεικνύουν την ύπαρξη ομίλου εντός του οποίου θα μπορούσαν να υπάρξουν «ενδοομιλικές υποχρεώσεις», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

89      Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αναφέρεται σε ορισμένες υποχρεώσεις «στην περίπτωση ιδρυμάτων που χορηγούν προνομιακά δάνεια».

90      Η έννοια του «προνομιακού δανείου» ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 28, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ως καλύπτουσα τα δάνεια που χορηγούνται από αναπτυξιακή τράπεζα ή μέσω ενδιάμεσης τράπεζας σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος.

91      Εφόσον τα κριτήρια αυτά αναφέρονται τόσο σε συγκεκριμένους όρους χορηγήσεως όσο και στην επιδίωξη ορισμένων προκαθορισμένων σκοπών, το γεγονός και μόνον ότι συνεταιριστικές τράπεζες αποτελούν τμήμα ενός συνόλου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη δεν αποδεικνύει ότι η ανήκουσα στον όμιλο αυτό τράπεζα δευτέρου επιπέδου μπορεί να θεωρηθεί ως ίδρυμα που διαχειρίζεται προνομιακά δάνεια, πράγμα το οποίο αρκεί για να αποκλείσει το ενδεχόμενο ένα μέρος των υποχρεώσεών της να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

92      Τρίτον, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις εξομοιώσιμες προς εκείνες τις οποίες αφορά, έστω και αν οι εν λόγω περιπτώσεις δεν πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις αυτές, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι ασυμβίβαστη με το γράμμα των εν λόγω διατάξεων.

93      Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν παρέχει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές να αποκλείσουν ορισμένες υποχρεώσεις για λόγους προσαρμογής, ανάλογα με τον κίνδυνο, των κατά το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 συνεισφορών, αλλά απαριθμεί, αντιθέτως, επακριβώς τις προϋποθέσεις για έναν τέτοιο αποκλεισμό μιας υποχρέωσης.

94      Το γεγονός ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή προσμέτρηση ορισμένων υποχρεώσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετικό συμπέρασμα, στο μέτρο που, όπως καταδεικνύει η αιτιολογική σκέψη 9 του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να εξαλείψει πλήρως κάθε μορφή διπλής προσμέτρησης των υποχρεώσεων και δεν απέκλεισε μια τέτοια πρακτική παρά μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς εγγυήσεις ότι θα καλύπτονται τα ενδοομιλικά δανειοδοτικά ανοίγματα σε περίπτωση που καμφθεί η χρηματοοικονομική ευρωστία του ομίλου.

95      Ομοίως, η συνεκτίμηση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, στις οποίες αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει άλλο συμπέρασμα, δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 διέκρινε μεταξύ καταστάσεων που εμφανίζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες, άμεσα συνδεόμενες με τους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω υποχρεώσεις.

96      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές μεταξύ τράπεζας δευτέρου επιπέδου και των μελών ενός συνόλου, το οποίο συναποτελεί με συνεταιριστικές τράπεζες στις οποίες παρέχει διάφορες υπηρεσίες χωρίς να τις ελέγχει, και οι οποίες δεν αντιστοιχίζονται προς δάνεια που χορηγούνται σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος, δεν αποκλείονται από τον υπολογισμό των συνεισφορών σε εθνικό ταμείο εξυγίανσης που προβλέπονται στο ως άνω άρθρο 103, παράγραφος 2.

 Επί των δικαστικών εξόδων

97      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές μεταξύ τράπεζας δευτέρου επιπέδου και των μελών ενός συνόλου, το οποίο συναποτελεί με συνεταιριστικές τράπεζες στις οποίες παρέχει διάφορες υπηρεσίες χωρίς να τις ελέγχει, και οι οποίες δεν αντιστοιχίζονται προς δάνεια που χορηγούνται σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος, δεν αποκλείονται από τον υπολογισμό των συνεισφορών σε εθνικό ταμείο εξυγίανσης που προβλέπονται στο ως άνω άρθρο 103, παράγραφος 2.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.