Language of document : ECLI:EU:F:2010:153

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2010

Υπόθεση F-97/09

Christine Taillard

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διαδοχικές αναρρωτικές άδειες — Διαιτησία — Συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος είναι ικανός προς εργασία — Απόρριψη νέου ιατρικού πιστοποιητικού συννόμως εκδοθέντος — Έλλειψη ιατρικού ελέγχου — Καταλογισμός της αναρρωτικής άδειας στον χρόνο της ετήσιας άδειας — Δεν επιτρέπεται — Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η C. Taillard ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2009, περί απορρίψεως ιατρικού πιστοποιητικού ανικανότητας προς εργασία τεσσάρων ημερών και καταλογισμού τεσσάρων ημερών απουσίας στον χρόνο της ετήσιας άδειάς της καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2009, με την οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να δεχθεί το ιατρικό πιστοποιητικό της 5ης Ιανουαρίου 2009 και καταλόγισε τις ημέρες απουσίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας, από τις 6 έως τις 9 Ιανουαρίου 2009, στην ετήσια άδειά της ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Κοινοβούλιο φέρει, πέραν των δικαστικών του εξόδων, και τα έξοδα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Βλαπτική απόφαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

2.      Υπάλληλοι — Αναρρωτική άδεια — Δικαιολόγηση της ασθενείας — Προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού — Τεκμήριο νομιμότητας της απουσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59)

3.      Υπάλληλοι — Αναρρωτική άδεια — Δικαιολόγηση της ασθενείας — Προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού — Απόρριψη χωρίς επίσκεψη ιατρού προς έλεγχο — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 59 §§ 1 και 3)

4.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση — Εφαρμογή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, που προβλέπεται από το άρθρο 25 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως σκοπό να παράσχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως και στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίσει αν η απόφαση είναι θεμελιωμένη ή αν είναι πλημμελής οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί η νομιμότητά της. Η απαίτηση αυτή πληρούται όταν η πράξη που υπόκειται σε προσφυγή έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον υπάλληλο και που του επιτρέπει να αντιληφθεί το περιεχόμενο ενός μέτρου που τον αφορά προσωπικά. Προκειμένου να κριθεί αν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει ο ΚΥΚ, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη όχι μόνον τα έγγραφα με τα οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση, αλλά και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθη και γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο. Πρέπει, συναφώς, να εξεταστεί, μεταξύ άλλων, κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος ήταν ήδη εν γνώσει των πληροφοριών στις οποίες το θεσμικό όργανο στήριξε την απόφασή του.

(βλ. σκέψη 33)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 1993, T‑80/92, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1465, σκέψη 62· 27 Νοεμβρίου 1997, T‑20/96, Pascall κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑361 και II‑977, σκέψη 44· 8 Ιουλίου 1998, T‑130/96, Aquilino κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑351 και II‑1017, σκέψη 45

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑80/08, Wenig κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑479 και II‑A‑1‑2609, σκέψη 41

2.      Κατά το άρθρο 59 του ΚΥΚ, όταν ο υπάλληλος επικαλείται ασθένεια ή ατύχημα που τον εμποδίζουν να ασκήσει τα καθήκοντά του, πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στο όργανο στο οποίο ανήκει για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται, και να προσκομίσει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό που δικαιολογεί την απουσία του. Η διοίκηση μπορεί να αρνηθεί το κύρος ενός τέτοιου ιατρικού πιστοποιητικού και να θεωρήσει μη νόμιμη την απουσία του οικείου υπαλλήλου μόνον εφόσον τον υπέβαλε προηγουμένως σε ιατρικό έλεγχο, τα πορίσματα του οποίου επάγονται τα διοικητικά αποτελέσματά τους από της ημερομηνίας του εν λόγω ελέγχου.

Πράγματι, το άρθρο 59 του ΚΥΚ, χωρίς να προβλέπει την εξουσία της διοικήσεως να αρνηθεί να λάβει υπόψη το ιατρικό πιστοποιητικό, έστω κι αν αυτό δεν αναφέρει τους ιατρικούς λόγους ανικανότητας προς εργασία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, παρέχει στη διοίκηση την ευχέρεια να υποβάλει τον οικείο υπάλληλο σε εξέταση από ιατρό της επιλογής της.

(βλ. σκέψεις 50 και 51)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Ιουνίου 1992, C‑18/91 P, V. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3997, σκέψεις 33 και 34

ΓΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 1995, T‑527/93, O κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑9 και II‑29, σκέψη 36· 20 Νοεμβρίου 1996, T‑135/95, Z κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑519 και II‑1413, σκέψη 32· 11 Ιουλίου 1997, T‑29/96, Schoch κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑219 και II‑635, σκέψη 38

3.      Από το άρθρο 59, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προκύπτει ότι η απουσία υπαλλήλου λόγω ασθενείας μπορεί να καταλογιστεί στον χρόνο της ετήσιας άδειάς του μόνον εφόσον το όργανο διαπίστωσε προσηκόντως, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της απουσίας αυτής.

Είναι κατά συνέπεια παράνομη απόφαση απορρίψεως ιατρικού πιστοποιητικού που δικαιολογεί την απουσία υπαλλήλου, εφόσον ο τελευταίος δεν υποβλήθηκε σε ιατρικό έλεγχο όσον αφορά την αναφερόμενη στο εν λόγω πιστοποιητικό περίοδο, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι απετέλεσε αντικείμενο ιατρικής διαιτησίας αναφορικά με αμέσως προηγούμενη περίοδο.

Πράγματι, ακόμη και αν στο ιατρικό πιστοποιητικό δεν γίνεται επίκληση ούτε νέας παθολογίας ούτε επιδεινώσεως αυτής για την οποία ο ενδιαφερόμενος υποβλήθηκε σε διαιτησία και κρίθηκε ικανός προς εργασία, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η κατάσταση της υγείας του ενδιαφερομένου να είναι διαφορετική από αυτή που διαπιστώθηκε κατά την πραγματοποιηθείσα διαιτησία και ο ενδιαφερόμενος να είναι ανίκανος προς εργασία για συγκεκριμένη σύντομη περίοδο, παρά το γεγονός ότι η ανικανότητα αυτή προκλήθηκε από την ίδια παθολογία που εξετάστηκε κατά τη διαιτησία ή από μια επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του που μόνον ιατρός θα μπορούσε να εκτιμήσει.

(βλ. σκέψεις 48, 53 και 57)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑106/05, T κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑419 και II‑A‑1‑2315, σκέψη 116

4.      Απόκειται, καταρχήν, στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να υποβάλει, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, αίτηση παροχής βοήθειας στο όργανο στο οποίο υπάγεται. Εν απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, το όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να του παράσχει οικειοθελώς τη βοήθειά του. Πράγματι, μόνον τέτοιες περιστάσεις μπορούν να υποχρεώσουν το όργανο να προβεί, χωρίς προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου αλλά με δική του πρωτοβουλία, στην παροχή συγκεκριμένης βοήθειας.

(βλ. σκέψη 65)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Ιουνίου 1986, 229/84, Sommerlatte κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1805, σκέψη 20

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑91/05, Frankin κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑25 και II‑A‑1‑83, σκέψεις 23 και 24· 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, σκέψη 217