Language of document : ECLI:EU:F:2010:10

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

της 23ης Φεβρουαρίου 2010

Υπόθεση F-99/09 R

Ελισάβετ Παπαθανασίου

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων — Έκτακτοι υπάλληλοι — Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με διαλυτική ρήτρα — Αίτημα για αναστολή της εκτελέσεως αποφάσεως περί λύσεως της συμβάσεως εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου — Επείγον — Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Προσφυγή η οποία ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 ΕΑ, καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, και με την οποία η Ε. Παπαθανασίου ζητεί την αναστολή εκτελέσεως, αφενός, της αποφάσεως του ΓΕΕΑ της 12ης Μαρτίου 2009, περί καταγγελίας της συμβάσεώς της εργασίας ως εκτάκτου υπαλλήλου από τις 15 Νοεμβρίου 2009, και, αφετέρου, της αποφάσεως της 3ης Αυγούστου 2009, περί παρατάσεως, έως τις 15 Φεβρουαρίου 2010, της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως, η οποία είχε αρχικώς οριστεί στις 15 Νοεμβρίου 2009 με την απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009.

Απόφαση: Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Επιφυλάσσεται ως προς τα έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Επείγον — «Fumus boni juris» — Σωρευτικός χαρακτήρας — Σειρά εξετάσεως και τρόπος εξακριβώσεως — Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 39 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

3.      Υπάλληλοι — Εκπροσώπηση — Προστασία των εκπροσώπων του προσωπικού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, παράρτημα II, άρθρο 1, εδ. 6)

1.      Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινιστούν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη των ζητούμενων μέτρων.

Οι προϋποθέσεις όσον αφορά το επείγον και το fumus boni juris είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πρέπει να απορρίπτεται εφόσον μια από αυτές απουσιάζει. Εφόσον απαιτείται, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης σε στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως ενόψει της εκτιμήσεως της ανάγκης εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 33 έως 35)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑155 και II‑811, σκέψη 18· 9 Αυγούστου 2001, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑120/01 R, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑171 και II‑783, σκέψεις 12 και 13

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά ETF, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑93, σκέψεις 20 και 22

2.      Σκοπός της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι η διασφάλιση της αποκαταστάσεως της ζημίας, αλλά η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της αποφάσεως ως προς την ουσία. Για τον λόγο αυτόν, τα μέτρα πρέπει είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης. Απόκειται, εξάλλου, στον αιτούντα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων να αποδείξει ότι θα υποστεί τέτοια ζημία αν αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης.

Η ανάγκη ευρέσεως εργασίας στην αλλοδαπή δεν συνιστά, καταρχήν, σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

(βλ. σκέψεις 41 και 42)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 25 Μαρτίου 1999, C‑65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1857, σκέψη 62

ΓΔΕΕ: Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 25· 19 Δεκεμβρίου 2002, T‑320/02 R, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑325 και II‑1555, σκέψη 27

ΔΔΔΕΕ: 25 Απριλίου 2008, F‑19/08 R, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι–Α–1–131 και ΙΙ–Α–1–713, σκέψη 28

3.      Κατά το άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ, τα μέλη της επιτροπής προσωπικού δεν επιτρέπεται να υφίστανται ζημία λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της επιτροπής προσωπικού.

Η άσκηση καθηκόντων στο πλαίσιο της επιτροπής προσωπικού είναι συνυφασμένη με την ιδιότητα του μέλους του προσωπικού και δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ανεξαρτήτως της συμβάσεως που συνδέει τον υπάλληλο με θεσμικό όργανο, πράγμα που σημαίνει ότι, όταν λήξει η σύμβαση υπαλλήλου που είναι μέλος της επιτροπής προσωπικού, λήγει επίσης η θητεία του ως μέλους της επιτροπής αυτής. Το άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ παραβιάζεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος υφίσταται ζημία, π.χ. απολύεται, «λόγω» της ασκήσεως των καθηκόντων του στο πλαίσιο της επιτροπής προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 50 έως 52)