Language of document : ECLI:EU:T:2023:314

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2023 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την ανάκληση αποφάσεως ή την ακύρωση εγγραφής – Ανάκληση αποφάσεως που περιέχει προφανές σφάλμα το οποίο μπορεί να αποδοθεί στο EUIPO – Άρθρο 103, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Απουσία προφανούς σφάλματος»

Στην υπόθεση T‑519/22,

Société des produits Nestlé SA, με έδρα το Vevey (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από την A. Jaeger-Lenz, τον A. Lambrecht και την A‑C Salger, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον V. Ruzek,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

European Food SA, με έδρα το Păntășești (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από την I. Speciac, δικηγόρο,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, U. Öberg και P. Zilgalvis (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν, εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, αίτηση για τον καθορισμό ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Société des produits Nestlé SA, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 27ης Ιουνίου 2022 (υπόθεση R 894/2020‑1) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 20 Νοεμβρίου 2001 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου FITNESS ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), ο οποίος επίσης τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε, με τη σειρά του, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 29, 30 και 32, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

4        Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 3/2003, της 6ης Ιανουαρίου 2003. Το σήμα καταχωρίστηκε στις 30 Μαΐου 2005 με τον αριθμό 2470326.

5        Στις 2 Σεπτεμβρίου 2011 η παρεμβαίνουσα, European Food SA, υπέβαλε αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος για το σύνολο των προϊόντων που καλύπτονται από αυτό.

6        Προς στήριξη της αιτήσεως κήρυξης ακυρότητας προβλήθηκαν οι λόγοι οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001).

7        Στις 18 Οκτωβρίου 2013 το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κήρυξης ακυρότητας στο σύνολό της.

8        Στις 16 Δεκεμβρίου 2013 η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Κατά τη διαδικασία επί της προσφυγής, η παρεμβαίνουσα προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι ο όρος «fitness» είχε περιγραφικό περιεχόμενο για τα επίμαχα προϊόντα.

9        Με την απόφαση που εξέδωσε στις 19 Ιουνίου 2015 στην υπόθεση R 2542/2013‑4, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, απέρριψε ως όψιμα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, χωρίς να τα λάβει υπόψη.

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Αυγούστου 2015, η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών.

11      Με την απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, European Food κατά EUIPO – Société des produits Nestlé (FITNESS) (T‑476/15, στο εξής: πρώτη ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2016:568), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ως όψιμα, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η παρεμβαίνουσα προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιόν του.

12      Το EUIPO άσκησε αναίρεση κατά της πρώτης ακυρωτικής αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Με την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2018, EUIPO κατά European Food (C‑634/16 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2018:30), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.

13      Με την απόφαση που εξέδωσε στις 6 Ιουνίου 2018 στην υπόθεση R 755/2018‑2, το δεύτερο τμήμα προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων. Πιο συγκεκριμένα, το δεύτερο τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τόσο από την πρώτη ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου όσο και από την αναιρετική απόφαση προέκυπτε ότι ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί από την παρεμβαίνουσα για πρώτη φορά ενώπιον του τετάρτου τμήματος προσφυγών στην υπόθεση R 2542/2013‑4. Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω στοιχείων, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι το επίδικο σήμα ήταν περιγραφικό και στερούνταν παντελώς διακριτικού χαρακτήρα

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών.

15      Με την απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Société des produits Nestlé κατά EUIPO – European Food (FITNESS) (T‑536/18, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: δεύτερη ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2019:737), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών. Ειδικότερα, έκρινε ότι ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του δευτέρου τμήματος προσφυγών ότι τόσο από την πρώτη ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου όσο και από την αναιρετική απόφαση προέκυπτε ότι το τμήμα αυτό ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί από την παρεμβαίνουσα για πρώτη φορά ενώπιον του τετάρτου τμήματος προσφυγών.

16      Η παρεμβαίνουσα άσκησε αναίρεση κατά της δεύτερης ακυρωτικής αποφάσεως. Με τη διάταξη της 18ης Μαρτίου 2020, European Food κατά EUIPO (C‑908/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:212), το Δικαστήριο δεν ενέκρινε την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

17      Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2021 (στο εξής: απόφαση του 2021), το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή της παρεμβαίνουσας. Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί ενώπιον του τετάρτου τμήματος προσφυγών, το πρώτο τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε δικαιολογήσει προσηκόντως την εκπρόθεσμη προσκόμισή τους και ότι, κατά συνέπεια, το ίδιο όφειλε, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διέθετε, να λάβει αρνητική απόφαση και να μην τα δεχθεί.

18      Στις 24 Δεκεμβρίου 2021 η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως του 2021, πρωτοκολληθείσα με τον αριθμό T‑799/21.

19      Με κοινοποίηση της 15ης Φεβρουαρίου 2022, το τμήμα προσφυγών ενημέρωσε τους διαδίκους για την πρόθεσή του να ανακαλέσει την απόφαση του 2021 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 103 του κανονισμού 2017/1001.

20      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών ανακάλεσε την απόφαση του 2021. Πρώτον, έκρινε ότι η προσέγγιση την οποία είχε ακολουθήσει στην απόφαση του 2021, εκτιμώντας ότι ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) τυγχάνει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας στηριζόμενης σε απόλυτους λόγους ακυρότητας ήταν προδήλως εσφαλμένη, στον βαθμό που από την αναιρετική απόφαση προέκυπτε ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν είχε εφαρμογή στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η παραπομπή, με τα σημεία 57 και 58 της αποφάσεως του 2021, στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Cesea Group κατά ΓΕΕΑ – Mangini & C. (Mangiami) (T‑250/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:516), ήταν επίσης εσφαλμένη, στον βαθμό που η απόφαση εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου είχε στηριχθεί στον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος, ως lex specialis, διέπει ειδικώς το ζήτημα της απόδειξης της χρήσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στις διαδικασίες για την κήρυξη ακυρότητας.

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

22      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία θα υποβληθεί το EUIPO σε περίπτωση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

23      Η παρεμβαίνουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

24      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 70 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1), ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001 και ο τρίτος παράβαση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 70 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 70 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανάκληση της αποφάσεως του 2021 δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 είναι παράνομη. Ειδικότερα, το γεγονός ότι εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών παρέπεμψε στον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 και στη νομολογία σχετικά με τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως προφανές σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ανάκληση της αποφάσεως του 2021. Κατά την προσφεύγουσα, ο όρος «προφανές σφάλμα» εμπεριέχει δύο στοιχεία: το σφάλμα πρέπει να γίνεται εύκολα αντιληπτό και να είναι τόσο εξαιρετικά σοβαρό ώστε, εξαιτίας του, το διατακτικό της προγενέστερης αποφάσεως να μην παρίσταται εύλογο. Εν προκειμένω όμως, τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών τα οποία διατυπώνονται στα σημεία 60 έως 62 της αποφάσεως του 2021 δεν βασίζονται σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95. Η παραπομπή στη διάταξη αυτή συνιστά αμιγώς τυπικό σφάλμα και δεν ασκεί επιρροή ως προς το βάσιμο ή το εύλογο του διατακτικού της αποφάσεως του 2021.

26      Επιπλέον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών, στα σημεία 61 και 62 της αποφάσεως του 2021, είχε επιμείνει ιδιαιτέρως στην προσήκουσα δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων ως παράγοντα ο οποίος υπερίσχυε των λόγων που συνηγορούσαν υπέρ της συνεκτίμησής τους. Η απαίτηση προσήκουσας δικαιολόγησης δεν συνδέεται, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ούτε με τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 ούτε με τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Η ως άνω προσέγγιση είναι σύμφωνη με τη νομολογία και, πιο συγκεκριμένα, με τη σκέψη 44 της δεύτερης ακυρωτικής αποφάσεως.

27      Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία την οποία παρέθεσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι μάλλον ελλιπής. Ομοίως, επισημαίνει ότι, μεταξύ της από 15 Φεβρουαρίου 2022 κοινοποίησης του τμήματος προσφυγών και της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, υφίσταται απόκλιση όσον αφορά την περιγραφή των προβαλλόμενων σφαλμάτων. Στην εν λόγω κοινοποίηση υποδηλώνεται ότι το προβαλλόμενο σφάλμα συνίστατο στην «αυστηρή προσέγγιση ως προς την προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων».

28      Το EUIPO εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 103 του κανονισμού 2017/1001. Υποστηρίζει ότι τα προφανή σφάλματα που εντοπίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση έθιγαν επί της ουσίας την εξέταση στην οποία είχε προβεί το τμήμα προσφυγών με την απόφαση του 2021 και ήταν τέτοιας φύσης ώστε δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί το διατακτικό της τελευταίας χωρίς να γίνει νέα ανάλυση. Ειδικότερα, κατά το EUIPO, η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των επίμαχων κανόνων επηρέασε καθοριστικά το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει το τμήμα προσφυγών με το σημείο 61 της αποφάσεως του 2021, όπου έκρινε ότι ήταν απαραίτητο να υιοθετηθεί αυστηρή προσέγγιση όσον αφορά την προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να ενισχυθούν επαρκώς η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα στις διαδικασίες. Το συμπέρασμα αυτό αποτελεί τη βάση των λοιπών συμπερασμάτων του τμήματος προσφυγών. Ειδικότερα, η προαναφερθείσα «αυστηρή προσέγγιση ως προς την προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων» είχε ως αποτέλεσμα να κρίνει το τμήμα προσφυγών ότι όφειλε, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διέθετε, να λάβει αρνητική απόφαση.

29      Όσον αφορά την απαίτηση προσήκουσας δικαιολόγησης της εκπρόθεσμης προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων, το EUIPO εκτιμά ότι η παρεμβαίνουσα παρέσχε τέτοια δικαιολόγηση, δεδομένου ότι επικαλέστηκε την ανάγκη να απαντήσει στα συμπεράσματα του τμήματος ακυρώσεων, πλην όμως το τμήμα προσφυγών κακώς την απέρριψε, με το σημείο 54 της αποφάσεως του 2021, στηριζόμενο στη νομολογία σχετικά με τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95. Ως προς τη σκέψη 43 της αναιρετικής αποφάσεως, το EUIPO εκτιμά ότι η φράση «εναπόκειται στον διάδικο που προσκομίζει τις αποδείξεις για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους οι αποδείξεις αυτές προσκομίστηκαν στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, καθώς και να αποδείξει ότι ήταν αδύνατον να προσκομισθούν κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων» δεν πρέπει, υπό το πρίσμα της προγενέστερης νομολογίας, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτείται από τον διάδικο να αποδείξει την αδυναμία προσκόμισης των οικείων αποδεικτικών στοιχείων σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Μια τέτοια προσέγγιση όχι μόνον θα στερούσε από το άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 την πρακτική του αποτελεσματικότητα, αλλά θα ήταν και ασυμβίβαστη προς το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην αναιρετική απόφαση.

30      Τέλος, το EUIPO, όπως και το τμήμα προσφυγών, υπενθυμίζει ότι η υπό κρίση υπόθεση έχει ιδιαιτέρως μακρά ιστορία, η οποία οφείλεται σε διαδικαστικά σφάλματα. Επομένως, είναι προς το συμφέρον τόσο των διαδίκων όσο και της διαδικασίας να θεραπεύσει το EUIPO το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το τμήμα προσφυγών με την απόφαση του 2021, αντί να αναμείνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, όπερ θα καθυστερούσε ακόμη περισσότερο τη διαδικασία.

31      Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι το επίμαχο σφάλμα είναι εύκολα εντοπίσιμο και καταφανές. Κατά την άποψή της, όλη η ανάλυση του τμήματος προσφυγών στην απόφαση του 2021 εκκινούσε από την παραδοχή ότι ο κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 είχε εφαρμογή εν προκειμένω. Λόγω του σφάλματος αυτού, το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι ήταν υποχρεωμένο να απορρίψει, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διέθετε, τα αποδεικτικά στοιχεία ως απαράδεκτα, παρότι έκρινε ότι ήταν εκ πρώτης όψεως σχετικά. Συνακόλουθα, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά το μέρος που περιόρισε τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ασκήσει την εξουσία του εκτιμήσεως για να κρίνει παραδεκτά τα όψιμα αποδεικτικά στοιχεία, αναγνωρίζοντας ότι έχει τέτοια δυνατότητα μόνον στις περιπτώσεις όπου συντρέχουν νέες περιστάσεις.

32      Κατά το άρθρο 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, αν το EUIPO λάβει απόφαση που περιέχει προφανές σφάλμα το οποίο μπορεί να του αποδοθεί, μεριμνά για την ανάκληση της αποφάσεως αυτής.

33      Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 ορίζει ότι, σε περίπτωση που το EUIPO διαπιστώσει ότι μια απόφαση ή μια εγγραφή στο μητρώο υπόκειται σε ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 103 του κανονισμού 2017/1001, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ανάκληση.

34      Από τη νομολογία προκύπτει ότι ένα σφάλμα μπορεί να χαρακτηριστεί προφανές μόνον όταν είναι προδήλως εντοπίσιμο, με γνώμονα τα κριτήρια από τα οποία ο νομοθέτης έχει εξαρτήσει την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Διοίκηση, και όταν τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία επαρκούν για να γίνει δεκτό ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη η Διοίκηση δεν παρίσταται εύλογη, χωρίς η εκτίμηση αυτή να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και συνεπής [βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, Marina Yachting Brand Management/EUIPO – Industries Sportswear (MARINA YACHTING), T‑169/20, EU:T:2021:609, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 103 του κανονισμού 2017/1001, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ως «προφανές» ή κατάφωρο σφάλμα που δικαιολογεί την έκδοση αποφάσεως περί ανάκλησης προγενέστερης αποφάσεως χαρακτηρίζεται το σφάλμα το οποίο είναι τόσο καταφανές ώστε δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί το διατακτικό της προγενέστερης αυτής αποφάσεως χωρίς να προηγηθεί νέα ανάλυση εκ μέρους του οργάνου που είχε λάβει την απόφαση (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, MARINA YACHTING, T‑169/20, EU:T:2021:609, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών επικαλέστηκε δύο λόγους προς δικαιολόγηση της ανάκλησης της αποφάσεως του 2021. Πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τα σημεία 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία μπορούσε να στηριχθεί στον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 και να κρίνει ότι ο κανόνας αυτός ετύγχανε κατ’ αναλογίαν εφαρμογής στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας ήταν προδήλως εσφαλμένη, κατά το μέρος που, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 49 της αναιρετικής αποφάσεως, ο εν λόγω κανόνας δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε επ’ αυτού, στη σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι πρόκειται για προφανές σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών φαίνεται να έχει αγνοήσει την απόφαση του Δικαστηρίου στην ίδια υπόθεση, παραβιάζοντας έτσι την αρχή του δεδικασμένου. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εσφαλμένως είχε μνημονεύσει, στα σημεία 57 και 58 της αποφάσεως του 2021, την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mangiami (T‑250/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:516), που αφορούσε την εφαρμογή του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος διέπει την απόδειξη της χρήσης, και εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχετική νομολογία μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας.

37      Πρέπει να κριθεί αν, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 35 ανωτέρω, οι περιστάσεις που επικαλείται το τμήμα προσφυγών μπορούν να χαρακτηριστούν ως προφανή σφάλματα κατά την έννοια του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

38      Όσον αφορά, πρώτον, το γεγονός ότι στο σημείο 40 της αποφάσεως του 2021 γίνεται παραπομπή στον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, δεν αμφισβητείται ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας στηριζόμενης σε απόλυτους λόγους ακυρότητας, όπως κρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο και επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο (σκέψη 60 της πρώτης ακυρωτικής αποφάσεως και σκέψη 49 της αναιρετικής αποφάσεως).

39      Εντούτοις, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε εν τέλει από την απόφαση του 2021 προκύπτει ότι η μνεία του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 στο σημείο 40 της αποφάσεως του 2021 επηρέασε τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τη δυνατότητα να δεχθεί τα όψιμα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η παρεμβαίνουσα, όπερ θα σήμαινε ότι δεν θα ήταν δυνατόν, λόγω του διαπραχθέντος σφάλματος, να διατηρηθεί το διατακτικό της αποφάσεως του 2021 χωρίς να γίνει νέα ανάλυση.

40      Πράγματι, το τμήμα προσφυγών κατέληξε, με το σημείο 62 της αποφάσεως του 2021, στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει οποιασδήποτε αποδεκτής δικαιολόγησης όσον αφορά την εκπρόθεσμη προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων, όφειλε, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, να λάβει αρνητική απόφαση και να μη δεχθεί τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία. Η δε ως άνω απαίτηση, όπως προκύπτει από τα κριτήρια στα οποία αναφέρθηκε το τμήμα προσφυγών με το σημείο 43 της αποφάσεως του 2021, απορρέει μεταξύ άλλων από τη σκέψη 44 της δεύτερης ακυρωτικής αποφάσεως.

41      Όσον αφορά τη συλλογιστική βάσει της οποίας κατέληξε στο προαναφερθέν συμπέρασμα, το τμήμα προσφυγών παρέπεμψε κατ’ αρχάς, με το σημείο 41 της αποφάσεως του 2021, στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, από την οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι τα όψιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν κρίνονται άνευ ετέρου παραδεκτά και ότι εναπόκειται στον διάδικο που τα προσκομίζει να δικαιολογήσει γιατί υποβάλλονται στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, καθώς και να αποδείξει την αδυναμία προσκόμισής τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων.

42      Εν συνεχεία, αφού διευκρίνισε, με το σημείο 43 της αποφάσεως του 2021, τα κριτήρια τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 47 της ίδιας αποφάσεως, ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο της προσφυγής ήταν εκ πρώτης όψεως κρίσιμα. Ωστόσο, κατά το τμήμα προσφυγών, κανένα στοιχείο δεν τεκμηρίωνε ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ήταν νέα υπό την έννοια ότι δεν ήταν διαθέσιμα ή ότι δεν ήταν δυνατό να προσκομιστούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να είχαν ήδη προσκομιστεί ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων.

43      Τέλος, με το σημείο 54 της αποφάσεως του 2021 το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης προσκόμισης των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων από την παρεμβαίνουσα, ήτοι το γεγονός ότι το τμήμα ακυρώσεων διαπίστωσε ότι τα αρχικώς υποβληθέντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που να δικαιολογεί την προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων κατά το στάδιο της προσφυγής.

44      Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η εσφαλμένη παραπομπή στον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 επηρέασε τη συλλογιστική ή το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών.

45      Ως προς την εκτίμηση η οποία περιλαμβάνεται στο σημείο 61 της αποφάσεως του 2021 και αφορά την ανάγκη υιοθέτησης αυστηρής προσέγγισης σε σχέση με την προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων, από τη συλλογιστική του τμήματος προσφυγών δεν προκύπτει προδήλως ότι αυτό στηρίχθηκε στον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.

46      Όσον αφορά, δεύτερον, τη δυνατότητα να εφαρμοστούν εν προκειμένω οι αρχές που είχαν διατυπωθεί στη σκέψη 27 της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mangiami (T‑250/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:516), το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 57 της αποφάσεως του 2021, ότι, αν γινόταν δεκτή η προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά κατά το στάδιο της προσφυγής χωρίς βάσιμο δικαιολογητικό λόγο, ο κανόνας 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, και ο κανόνας 39, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας. Για να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ειδικότερα, με το σημείο 58 της αποφάσεως του 2021, ότι οι αρχές που είχαν διατυπωθεί στην απόφαση εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας.

47      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών παρέπεμψε και με τα σημεία 43 και 54 της αποφάσεως του 2021 στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mangiami (T‑250/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:516). Αφενός, στο σημείο 43 της αποφάσεως του 2021, το τμήμα προσφυγών, παραπέμποντας στη σκέψη 24 της προαναφερθείσας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, έκρινε ότι όφειλε, μεταξύ άλλων, να εξετάσει αν η αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας αναφερόταν σε νέα πραγματικά στοιχεία για να αμφισβητήσει τη δυνατότητα καταχωρίσεως του επίμαχου προγενέστερου σήματος ή αν τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο που έπρεπε να προσκομιστούν, δεδομένου ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούσαν ειδικότερα να δικαιολογήσουν την εκπρόθεσμη προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων. Αφετέρου, στο σημείο 54 της αποφάσεως του 2021, το τμήμα προσφυγών, παραπέμποντας στις σκέψεις 26 και 27 της προαναφερθείσας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, έκρινε ότι η διαπίστωση του τμήματος ακυρώσεων ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως στοιχείο που δικαιολογεί την προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Κατά συνέπεια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων δεν αποτελούσε νέο στοιχείο.

48      Επισημαίνεται συναφώς ότι, στις σκέψεις 26 και 27 της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mangiami (T‑250/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:516), κρίθηκε ότι η συλλογιστική του τμήματος ακυρώσεων βάσει της οποίας διαπιστώθηκε ότι ήταν ανεπαρκής η απόδειξη της χρήσης του προγενέστερου σήματος δεν μπορούσε να θεωρηθεί, αυτή καθεαυτήν, ως νέο στοιχείο που δικαιολογούσε την προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Αν γινόταν δεκτό ότι μια τέτοια συλλογιστική του τμήματος ακυρώσεων συνιστά νέο στοιχείο, θα περιοριζόταν αισθητά η σημασία της προθεσμίας την οποία προβλέπει ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τούτο θα σήμαινε στην πράξη ότι το τμήμα προσφυγών θα μπορεί, κάθε φορά που εκτιμά ότι κακώς το τμήμα ακυρώσεων έχει κρίνει ότι τα στοιχεία τα οποία είχαν προσκομιστεί προς απόδειξη της χρήσης ήταν ανεπαρκή, να δέχεται τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση τα οποία υποβάλλονται για πρώτη φορά ενώπιόν του.

49      Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι οι εκτιμήσεις όσον αφορά τη δικαιολόγηση της προσκόμισης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων σε μια περίπτωση εφαρμογής του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 δεν μπορούν να ισχύσουν κατ’ αναλογίαν σε μια υπόθεση που διέπεται από τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, και τον κανόνα 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, το σφάλμα στο οποίο τυχόν υπέπεσε το τμήμα προσφυγών δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως προφανές κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω.

50      Επ’ αυτού σημειώνεται, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 σε διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας, αλλά παρέπεμψε, κατ’ αναλογίαν, σε νομολογία σχετική με την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

51      Δεύτερον, αφενός, από τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 προκύπτει ότι, αν ο ανακόπτων οφείλει να αποδείξει ότι έγινε χρήση του σήματος ή ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση, το EUIPO τον καλεί να προσκομίσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο ανακόπτων δεν προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία εμπροθέσμως, το EUIPO απορρίπτει την ανακοπή. Αφετέρου, από τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95 προκύπτει ότι η αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχει πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις που υποβάλλονται προς στήριξή της. Ο δε κανόνας 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι, αν μια τέτοια αίτηση δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανόνα 37 του εν λόγω κανονισμού, το EUIPO καλεί τον αιτούντα να θεραπεύσει, εντός της προθεσμίας που του τάσσει, τις διαπιστωθείσες ελλείψεις και, εφόσον οι ελλείψεις δεν θεραπευθούν εμπροθέσμως, το EUIPO απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

52      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά μεν, πλην όμως συγκρίσιμα διαδικαστικά πλαίσια, δεδομένου ότι το EUIPO τάσσει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, προθεσμία για την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων και απορρίπτει τις αιτήσεις όταν αυτά δεν προσκομίζονται. Επομένως, το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικές διαδικασίες δεν μπορεί, καθ’ εαυτό, να αποτελέσει επαρκή λόγο για να θεωρηθεί ότι προδήλως δεν χωρεί, στις διαδικασίες για την κήρυξη ακυρότητας, κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την απόδειξη της χρήσης. Επισημαίνεται δε ότι και ορισμένες άλλες αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε το τμήμα προσφυγών, ήτοι οι αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ (C‑621/11 P, EU:C:2013:484), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ – Vallis K.-Vallis A. (FISHBONE) (T‑415/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:550), αφορούν επίσης το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσης.

53      Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι η παραπομπή στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mangiami (T‑250/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:516), η οποία επηρέασε το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τη δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων, έγινε με το σημείο 54, και όχι με τα σημεία 57 και 58, της αποφάσεως του 2021.

54      Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι εφαρμόστηκε εν προκειμένω κατ’ αναλογίαν η νομολογία σχετικά με την ερμηνεία του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 δεν συνιστά προφανές σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

55      Ως προς το επιχείρημα του EUIPO ότι η παρεμβαίνουσα δικαιολόγησε την εκπρόθεσμη προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων επικαλούμενη την ανάγκη να απαντήσει στα συμπεράσματα του τμήματος ακυρώσεων, αλλά ότι το τμήμα προσφυγών κακώς απέρριψε, με το σημείο 54 της αποφάσεως του 2021, τον συγκεκριμένο δικαιολογητικό λόγο, αρκεί η διαπίστωση ότι η ως άνω επιχειρηματολογία δεν περιέχεται στην αιτιολογία στην οποία θεμελιώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Η αιτιολογία όμως μιας αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο ίδιο το σώμα της αποφάσεως και δεν επιτρέπεται να παρέχεται με μεταγενέστερες εξηγήσεις του EUIPO, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες, ελλείψει επείγοντος, δεν συντρέχουν. Ως εκ τούτου, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αρκεί αυτή και μόνη η απόφαση και να μην προκύπτει η αιτιολογία της από γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που δίνονται εκ των υστέρων, ενώ έχει ήδη ασκηθεί κατά της επίμαχης αποφάσεως προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης [βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2017, Sony Computer Entertainment Europe κατά EUIPO – Vieta Audio (Vita), T‑35/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:886, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56      Το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά επιχειρήματα του EUIPO, ιδίως δε για εκείνα που αντλούνται από το γεγονός ότι η υπό κρίση υπόθεση έχει ιδιαιτέρως μακρά ιστορία και ότι θα ήταν προς το συμφέρον τόσο των διαδίκων όσο και της διαδικασίας να θεραπευθεί το σφάλμα το οποίο διαπράχθηκε με την απόφαση του 2021. Επ’ αυτού αρκεί η διαπίστωση ότι καμία από τις περιστάσεις των οποίων γίνεται επίκληση στο πλαίσιο αυτό δεν συνιστά πρόδηλο σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

57      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ούτε τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας ούτε ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

59      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν εν προκειμένω. Εντούτοις, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα μόνον το EUIPO. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη ότι το τμήμα προσφυγών ήταν υπεύθυνο για την απόφαση να ανακληθεί η απόφαση του 2021, το μεν EUIPO πρέπει να φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, η δε παρεμβαίνουσα πρέπει να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 27ης Ιουνίου 2022 (υπόθεση R 894/20201).

2)      Το EUIPO φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Société des produits Nestlé SA.

3)      Η European Food SA φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Costeira

Öberg

Zilgalvis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 7 Ιουνίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.