Language of document : ECLI:EU:T:2006:330

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2006 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος BUD – Αιτήσεις καταχωρίσεως των κοινοτικών εικονιστικών σημάτων American Bud και Anheuser Busch Bud – Προγενέστερα εθνικά λεκτικά και εικονιστικά σήματα που περιέχουν τον όρο “bit” – Άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 40/94»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑350/04 έως T‑352/04,

Bitburger Brauerei Th. Simon GmbH, με έδρα το Bitburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Huth-Dierig, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Anheuser-Busch, Inc., με έδρα το Saint Louis, Μισούρι (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους A. Renck, V. von Bomhard, A. Pohlmann, D. Ohlgart και B. Goebel, δικηγόρους,

με αντικείμενο τρεις προσφυγές ασκηθείσες κατά των αποφάσεων που εξέδωσε το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, στις 22 Ιουνίου 2004, στις υποθέσεις R 447/2002‑2, R 451/2002‑2 και R 453/2002‑2, σχετικά με διαδικασίες ανακοπής μεταξύ της Bitburger Brauerei Th. Simon GmbH και της Anheuser-Busch, Inc.,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, Πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Αυγούστου 2004,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατέθεσε το ΓΕΕΑ στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Φεβρουαρίου 2005,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατέθεσε η παρεμβαίνουσα στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 2005,

έχοντας υπόψη τη διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, με την οποία αποφασίστηκε η ένωση των υπό κρίση υποθέσεων για τη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση αποφάσεως,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιανουαρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

I –  Αιτήσεις της Anheuser-Busch για την καταχώριση κοινοτικών σημάτων

1        Η Anheuser-Busch, Inc., υπέβαλε τρεις αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων (στο εξής: σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση) στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί:

–        μια αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος BUD η οποία κατατέθηκε την 1η Απριλίου 1996 για προϊόντα της κλάσεως 32, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), τα οποία αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ζύθος, ζύθος τύπου αφροζύμης (έιλ), βρετανικός τύπος ζύθου αφροζύμης (πόρτερ), αλκοολούχα και μη αλκοολούχα ποτά από βύνη»·

–        μια αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος (στο εξής: εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1):

Image not found

–        μια αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος (στο εξής: εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2):

Image not found

2        Οι δύο τελευταίες αιτήσεις καταχωρίσεως κατατέθηκαν στις 16 Οκτωβρίου 1996 για προϊόντα των κλάσεων 16, 25 και 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 16: «Χαρτί, χαρτόνι και είδη από αυτά τα υλικά (περιλαμβανόμενα στην κλάση 16)· έντυπο υλικό· υλικό βιβλιοδεσίας· είδη χαρτοπωλείου· κολλώδεις ύλες για χαρτικά ή οικιακές χρήσεις· παιδαγωγικό ή εκπαιδευτικό υλικό (εκτός συσκευών)· πλαστικά υλικά συσκευασίας (περιλαμβανόμενα στην κλάση 16)· παιγνιόχαρτα»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας»·

–        κλάση 32: «Ζύθος, ζύθος τύπου αφροζύμης (έιλ), βρετανικός τύπος ζύθου αφροζύμης (πόρτερ), αλκοολούχα και μη αλκοολούχα ποτά από βύνη».

3        Οι αιτήσεις καταχωρίσεως των εικονιστικών σημάτων υπ’ αριθ. 1 και 2 δημοσιεύθηκαν στις 23 Μαρτίου 1998 στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 20/98 και 21/98 αντιστοίχως.

4        Η αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος δημοσιεύθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1998 στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 93/98.

II –  Ανακοπές ασκηθείσες από την Bitburger Brauerei κατά των αιτήσεων καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων

5        Στις 10 Ιουνίου 1998, η Bitburger Brauerei Th. Simon GmbH (στο εξής: Bitburger Brauerei) άσκησε δύο ανακοπές (αριθ. 48 274 και 49 173), δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94, κατά των αιτήσεων καταχωρίσεως των εικονιστικών σημάτων υπ’ αριθ. 1 και 2, για το σύνολο των προϊόντων που προσδιόριζαν οι αιτήσεις καταχωρίσεως.

6        Στις 3 Μαρτίου 1999, η Bitburger Brauerei άσκησε ανακοπή (αριθ. 138 281), δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94, κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος BUD, για το σύνολο των προϊόντων που προσδιόριζε η αίτηση καταχωρίσεως.

7        Πρώτον, οι ως άνω τρεις ανακοπές στηρίζονταν στην ύπαρξη των ακόλουθων προγενέστερων σημάτων:

–        του εθνικού λεκτικού σήματος BIT, που καταχωρίσθηκε στη Γερμανία στις 17 Σεπτεμβρίου 1996 (αριθ. 39 615 324) για «ζύθους· μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά και χυμούς φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία» που εμπίπτουν στην κλάση 32·

–        του κατωτέρω λεκτικού και εικονιστικού σήματος Bit, που καταχωρίσθηκε στη Γερμανία στις 12 Δεκεμβρίου 1938 (αριθ. 505 912), για «ζύθο» που εμπίπτει στην κλάση 32:

Image not found

–        του κατωτέρω λεκτικού και εικονιστικού σήματος Bitte ein Bit !, που καταχωρίσθηκε στη Γερμανία στις 5 Ιουλίου 1957 (αριθ. 704 211), για τα ακόλουθα προϊόντα: «ζύθο και μη οινοπνευματώδη ποτά» που εμπίπτουν στην κλάση 32:

Image not found

–        του κατωτέρω λεκτικού και εικονιστικού σήματος Bitte ein Bit !, που καταχωρίσθηκε στη Γερμανία στις 3 Νοεμβρίου 1987 (αριθ. 1 113 784), για διάφορα προϊόντα των κλάσεων 16, 18, 20, 21, 24, 25, 28, 32, 34 και 42:

Image not found

8        Οι τρεις ανακοπές αφορούσαν όλα τα καλυπτόμενα από τα σήματα αριθ. 505 912, 39 615 324 (BIT) και 704 211 (Bitte ein Bit !) προϊόντα.

9        Η ανακοπή (αριθ. 138 281) κατά του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αφορούσε, επίσης, τα ακόλουθα προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτει το λεκτικό και εικονιστικό σήμα αριθ. 1 113 784 (Bitte ein Bit !) και που περιλαμβάνονται σε διάφορες κλάσεις: ζύθο και μη οινοπνευματώδη ποτά· υπηρεσίες εστιάσεως, ειδικότερα παροχή ποτών σε χώρους εστιάσεως παντός είδους, εκμίσθωση εγκαταστάσεων κατανάλωσης ποτών, κινητών αναψυκτηρίων, επίπλων κήπου και επίπλων για εορταστικές εκδηλώσεις. Οι δύο ανακοπές (αριθ. 48 274 και 49 173) κατά των δύο εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση αφορούσαν, επίσης, τα ακόλουθα προϊόντα που καλύπτει το λεκτικό και εικονιστικό σήμα αριθ. 1 113 784 (Bitte ein Bit !) και που περιλαμβάνονται σε διάφορες κλάσεις: ζύθο και μη οινοπνευματώδη ποτά· φυλλάδια, σουβέρ μπύρας, διαφημιστικές αφίσες, πόστερ, στυλογράφους με σφαιρίδιο, ποδιές σερβιτόρων, μπλουζάκια, γραβάτες, πετσέτες, πουλόβερ και μπουφάν.

10      Δεύτερον, όσον αφορά ειδικότερα τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, η Bitburger Brauerei επικαλέστηκε, πλέον των σημάτων που μνημονεύονται στη σκέψη 7 ανωτέρω, το σήμα BIT, το οποίο είναι «παγκοίνως γνωστό» στη Γερμανία για τα ακόλουθα προϊόντα: «ζύθο και μη οινοπνευματώδη ποτά· φυλλάδια, σουβέρ μπύρας, διαφημιστικές αφίσες, πόστερ, στυλογράφους με σφαιρίδιο, ποδιές σερβιτόρων, μπλουζάκια, γραβάτες, πετσέτες, πουλόβερ και μπουφάν».

11      Τρίτον, και όσον αφορά ειδικότερα το λεκτικό σήμα BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η Bitburger Brauerei επικαλέστηκε, πλέον των σημάτων που μνημονεύονται στη σκέψη 7 ανωτέρω, τις ακόλουθες αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων:

–        αίτηση καταχωρίσεως του κατωτέρω κοινοτικού εικονιστικού σήματος που κατατέθηκε την 1η Απριλίου 1996 (αριθ. 121 608) για προϊόντα εμπίπτοντα στην κλάση 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «ζύθος, ποτά όμοια με το ζύθο, ζύθος αφροζύμης αγγλικού τύπου (έιλ), τύπος ζύθου αφροζύμης (πόρτερ) (όλα τα προαναφερθέντα είδη και σε μη οινοπνευματώδη μορφή, χαμηλής ή μειωμένης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα)· μη οινοπνευματώδη ποτά· σιρόπια φρούτων και άλλες βασικές ουσίες για την παρασκευή οινοπνευματωδών και μη οινοπνευματωδών ποτών· χυμοί φρούτων, επιτραπέζιο νερό»:

Image not found

–        αίτηση καταχωρίσεως του κατωτέρω κοινοτικού εικονιστικού σήματος που κατατέθηκε την 1η Απριλίου 1996 (αριθ. 139 634) για προϊόντα εμπίπτοντα στην κλάση 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «ζύθος, ποτά όμοια με το ζύθο, ζύθος αφροζύμης αγγλικού τύπου (έιλ), τύπος ζύθου αφροζύμης (πόρτερ) (όλα τα προαναφερθέντα είδη και σε μη οινοπνευματώδη μορφή, χαμηλής ή μειωμένης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα)· μη οινοπνευματώδη ποτά· σιρόπια φρούτων και άλλες βασικές ουσίες για την παρασκευή οινοπνευματωδών και μη οινοπνευματωδών ποτών· χυμοί φρούτων, επιτραπέζιο νερό»:

Image not found

12      Προς στήριξη των ανακοπών της, η Bitburger Brauerei επικαλέστηκε τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

III –  Αποφάσεις του τμήματος ανακοπών

13      Με τρεις αποφάσεις που εξέδωσε στις 27 Μαρτίου 2002, το τμήμα ανακοπών απέρριψε τις ανακοπές που άσκησε η Bitburger Brauerei.

14      Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, το τμήμα ανακοπών έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι οι υπ’ αριθ. 121 608 και 139 634 αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών εικονιστικών σημάτων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως δικαιώματα επί προγενέστερων σημάτων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, δεδομένου ότι κατατέθηκαν την ίδια ημερομηνία με την αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος BUD (1η Απριλίου 1996).

15      Περαιτέρω, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η χρήση του γερμανικού λεκτικού και εικονιστικού σήματος αριθ. 505 912 (BIT), όπως αυτό είχε καταχωριστεί, και ότι η χρήση των γερμανικών λεκτικών και εικονιστικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) αποδείχθηκε μόνο για τον «ζύθο» και τον «μη οινοπνευματώδη ζύθο» (για τα δύο αυτά σήματα) και για τα «σουβέρ μπύρας, μπλουζάκια, σακάκια, ποτήρια μπύρας, ανοιχτήρια, στυλογράφους με σφαιρίδιο και ποδιές σερβιτόρων» (για το σήμα αριθ. 1 113 784).

16      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το τμήμα ανακοπών κατέληξε ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ, αφενός, των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και, αφετέρου, του γερμανικού λεκτικού σήματος αριθ. 39 615 324 (BIT) και των γερμανικών λεκτικών και εικονιστικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !).

17      Συναφώς, το τμήμα ανακοπών έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, παρά τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του λεκτικού σήματος αριθ. 39 615 324 (BIT) στη γερμανική αγορά και την ταυτότητα των εν λόγω προϊόντων (για την κλάση 32), υφίσταντο επαρκείς οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των εν λόγω σημάτων, ώστε να αποκλείεται οποιοσδήποτε κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Ως εκ τούτου, το τμήμα ανακοπών κατέληξε στην απουσία κινδύνου συγχύσεως, στη Γερμανία, μεταξύ του γερμανικού λεκτικού σήματος αριθ. 39 615 324 (BIT) και των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα αν ελάμβανε υπόψη το «παγκοίνως γνωστό» στη Γερμανία σήμα BIT, το οποίο επικαλέστηκε η Bitburger Brauerei στο πλαίσιο των ανακοπών της κατά των δύο εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση.

18      Το τμήμα ανακοπών διαπίστωσε ότι τα γερμανικά λεκτικά και εικονιστικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) περιείχαν πρόσθετα στοιχεία σε σχέση με το γερμανικό λεκτικό σήμα αριθ. 39 615 324 (BIT) και ότι, κατά συνέπεια, διέφεραν από όλες τις απόψεις από τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Ως εκ τούτου, το τμήμα ανακοπών κατέληξε στην απουσία κινδύνου συγχύσεως στη Γερμανία μεταξύ των γερμανικών λεκτικών και εικονιστικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) και των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση.

19      Σε σχέση με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η Bitburger Brauerei υποστήριξε, στο πλαίσιο της αιτήσεως καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος BUD, ότι τα λεκτικά και εικονιστικά σήματα αριθ. 505 912 (BIT), αριθ. 704 211 και αριθ. 1 113 784 (Bitte ein Bit !), το λεκτικό σήμα αριθ. 39 615 324 (BIT) καθώς και το κοινοτικό εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 121 608 ήταν σήματα γνωστά και μπορούσαν να στηρίξουν την ανακοπή. Το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η χρήση του γερμανικού λεκτικού και εικονιστικού σήματος αριθ. 505 912 (BIT) και ότι δεν μπορούσε να προβληθεί το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Περαιτέρω, όσον αφορά την υπ’ αριθ. 121 608 αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι, δεδομένου ότι αυτή υποβλήθηκε την ίδια ημερομηνία (1η Απριλίου 1996) με την αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος BUD, δεν επρόκειτο για προγενέστερο δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση i), του κανονισμού αυτού. Τέλος, εφόσον το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προϋποθέτει τα εν λόγω σήματα να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια, το τμήμα ανακοπών κατέληξε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί ανακοπή, βάσει της ανωτέρω διατάξεως, στηριζόμενη στο γερμανικό λεκτικό σήμα αριθ. 39 615 324 (BIT) και στα γερμανικά λεκτικά και εικονιστικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !).

20      Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αιτήσεως καταχωρίσεως των εικονιστικών σημάτων, η Bitburger Brauerei επικαλέστηκε το παγκοίνως γνωστό στη Γερμανία σήμα BIT. Εφόσον το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προϋποθέτει τα εν λόγω σήματα να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια, το τμήμα ανακοπών κατέληξε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί ανακοπή, βάσει της ανωτέρω διατάξεως, στηριζόμενη στο στοιχείο BIT.

IV –  Αποφάσεις του τμήματος προσφυγών

21      Στις 24 Μαΐου 2002, η Bitburger Brauerei άσκησε προσφυγή κατά καθεμίας από τις τρεις αποφάσεις του τμήματος ανακοπών.

22      Η Bitburger Brauerei ζήτησε την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων, στο μέτρο που με αυτές απορρίφθηκε η ανακοπή της για τα προϊόντα της κλάσεως 32.

23      Με τρεις αποφάσεις που εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 2004 (υπόθεση R 453/2002‑2 για την αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος BUD, υπόθεση R 447/2002‑2 για την υπ’ αριθ. 1 αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος και υπόθεση R 451/2002‑2 για την υπ’ αριθ. 2 αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος), οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Bitburger Brauerei στις 29 Ιουνίου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε τις προσφυγές κατά των αποφάσεων του τμήματος ανακοπών.

24      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τις δύο αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων που επικαλέστηκε η Bitburger Brauerei κατά του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «προγενέστερα σήματα» κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 40/94 και, κατ’ επέκταση, να στηρίξουν τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 40/94. Περαιτέρω, με τις τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών έκρινε, σε αντίθεση προς το τμήμα ανακοπών, ότι το γερμανικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα αριθ. 505 912 (BIT) είχε χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο ώστε να απαιτείται η προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό.

25      Όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι δεν υφίστατο τέτοιος κίνδυνος στη Γερμανία μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), παρά τον σχετικά έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων γερμανικών σημάτων και της ταυτότητας ή ομοιότητας των οικείων προϊόντων της κλάσεως 32. Η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών στηρίζεται, ειδικώς, στις οπτικές και φωνητικές διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των στοιχείων, καθώς και στην απουσία εννοιολογικής ομοιότητας.

26      Κατά το τμήμα προσφυγών, το ίδιο συμπέρασμα θα επιβαλλόταν –κατά μείζονα λόγο– αν συγκρίνονταν τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα γερμανικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !), τα οποία αποτελούνται από περισσότερες λέξεις.

27      Σε σχέση με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τις τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι η διαφορά μεταξύ των στοιχείων ήταν τέτοια ώστε δεν υπήρχε περίπτωση αποκομίσεως οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των προγενέστερων σημάτων ούτε περίπτωση ζημίας του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο μπορούσε να προκληθεί τέτοιου είδους όφελος ή ζημία.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα, πράγμα το οποίο και έπραξαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

29      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που τους τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 2006.

30      Η Bitburger Brauerei ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

31      Το ΓΕΕΑ και η Anheuser-Busch ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές,

–        να καταδικάσει την Bitburger Brauerei στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

I –  Επί της παραπομπής σε ορισμένα έγγραφα της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας

32      Η Anheuser-Busch, στο τέλος του υπομνήματός της αντικρούσεως, παραπέμπει συλλήβδην στο σύνολο των επιχειρημάτων, πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που προέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ με τα από 30 Μαρτίου 1999, 2 Φεβρουαρίου 2000, 18 Ιουλίου 2000, 18 Νοεμβρίου 2002 και 19 Αυγούστου 2003 δικόγραφά της.

33      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που έχει εφαρμογή στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, και του άρθρου 132, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συνοπτική περιγραφή των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Κατά πάγια νομολογία, το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί μεν να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα στοιχεία, με παραπομπές σε χωρία συνημμένων εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑183/03, Applied Molecular Evolution κατά ΓΕΕΑ (APPLIED MOLECULAR EVOLUTION), Συλλογή 2004, σ. II‑3113, σκέψη 11].

34      Η ως άνω νομολογία ισχύει και για το υπόμνημα αντικρούσεως του κατά τη διαδικασία ανακοπής ενώπιον του τμήματος προσφυγών αντιδίκου και παρεμβαίνοντος ενώπιον του Πρωτοδικείου, δυνάμει του άρθρου 46 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 135, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού [απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2004, T‑115/02, AVEX κατά ΓΕΕΑ – Ahlers (a), Συλλογή 2004, σ. II‑2907, σκέψη 11].

35      Κατά συνέπεια, τα υπομνήματα αντικρούσεως της Anheuser-Busch είναι απαράδεκτα, στο μέτρο που παραπέμπουν στα έγγραφα που κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ, καθόσον η γενική αυτή παραπομπή δεν συνδέεται με τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που αναπτύσσει με τα υπομνήματα αντικρούσεως.

II –  Επί των παραπομπών σε ορισμένες αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ

36      Η Bitburger Brauerei και η Anheuser-Busch παραπέμπουν επανειλημμένως με τα δικόγραφά τους στην πρακτική λήψεως αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις στις οποίες οδηγούνται τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ, δυνάμει του κανονισμού 40/94, σχετικά με την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό αυτόν και όχι με βάση προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-37/03 P, BioID κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 47, και της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑173/04 P, Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48).

38      Κατά συνέπεια, οι παραπομπές της Bitburger Brauerei και της Anheuser-Busch είναι αλυσιτελείς.

III –  Επί της νομιμότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων

39      Οι προσφυγές που άσκησε η Bitburger Brauerei στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑350/04 έως T‑352/04 στηρίζονται σε δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

 Α – Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

40      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Bitburger Brauerei διαιρείται σε δύο σκέλη.

41      Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού η Bitburger Brauerei εκφράζει την άποψη ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη, καταλήγοντας στην απουσία κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT).

42      Με το δεύτερο σκέλος, η Bitburger Brauerei υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη, καταλήγοντας στην απουσία κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !).

1.     Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT)

 Επιχειρήματα της Bitburger Brauerei

 Επί του οικείου κοινού

43      Υπενθυμίζοντας τη σχετική με τον κίνδυνο συγχύσεως νομολογία, η Bitburger Brauerei διευκρινίζει ότι τα προγενέστερα σήματα έχουν καταχωριστεί στη Γερμανία και ότι τα οικεία προϊόντα είναι προϊόντα συνήθους καταναλώσεως. Επομένως, η Bitburger Brauerei εκτιμά ότι το οικείο κοινό αποτελείται από τον μέσο Γερμανό καταναλωτή, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Όσον αφορά την περιλαμβανομένη στις προσβαλλόμενες αποφάσεις διαπίστωση, ότι ο μέσος καταναλωτής μπύρας γνωρίζει γενικώς τα σήματα μπύρας που του αρέσουν και είναι ικανός να τα διακρίνει, η Bitburger Brauerei επισημαίνει ότι η συλλογιστική αυτή είναι εσφαλμένη, αν σκοπός του τμήματος προσφυγών ήταν να δείξει κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι, για τα οικεία προϊόντα, πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται αυξημένο επίπεδο προσοχής. Συγκεκριμένα, η συλλογιστική αυτή είναι αντίθετη προς την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2003, T‑99/01, Mystery Drinks κατά ΓΕΕΑ – Karlsberg Brauerei (MYSTERY) (Συλλογή 2003, σ. II‑43, σκέψη 37), με την οποία κρίθηκε ότι για τα προϊόντα «ζύθος» και «μη οινοπνευματώδη ποτά» της κλάσεως 32, ο βαθμός προσοχής των Γερμανών καταναλωτών δεν είναι ιδιαίτερα έντονος.

 Επί του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος BIT

44      Η Bitburger Brauerei τονίζει τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του σήματος BIT. Συναφώς, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. I‑5507), η Bitburger Brauerei επισημαίνει ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος απορρέει από τις εγγενείς του ιδιότητες ή από τη φήμη του στην αγορά. Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι ο όρος «bit» έχει τον συνήθη διακριτικό χαρακτήρα. Λαμβανομένης υπόψη της εκτεταμένης χρήσεως των σημάτων, την οποία απέδειξε η Bitburger Brauerei, ο εν λόγω διακριτικός χαρακτήρας ενισχύθηκε από τη φήμη που απέκτησαν τα σήματα στο γερμανικό έδαφος. Κατά την Bitburger Brauerei, το τμήμα προσφυγών κατέληξε, ως εκ τούτου, ορθώς ότι τα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) είχαν έντονο διακριτικό χαρακτήρα. Εντούτοις, δεν είναι ορθός ο χαρακτηρισμός του τμήματος προσφυγών, το οποίο δέχθηκε ότι τα σήματα είχαν «κατά κάποιον τρόπο» έντονο διακριτικό χαρακτήρα. Η από δεκαετίες αδιάκοπη χρήση του σήματος BIT και η αυξημένη διαφήμισή του, όπως αποδεικνύονται από τα αντίστοιχα έγγραφα, συνεπάγονται ότι, ήδη από τον Ιούλιο του 1996, η BIT αποτελούσε έννοια γνωστή για το 83,3 % των Γερμανών καταναλωτών μπύρας, σύμφωνα με μη προσανατολισμένη έρευνα, και για το 94,8 %, σύμφωνα με προσανατολισμένη έρευνα. Συνεπώς, η BIT αποτελεί ένα εξαιρετικά γνωστό σήμα, το οποίο έχει, ως εκ τούτου, έντονο διακριτικό χαρακτήρα.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

45      Η Bitburger Brauerei επικεντρώνεται στη φωνητική σύγκριση των εν λόγω σημείων και αμφισβητεί, κατ’ αρχάς, στις υποθέσεις T‑351/04 και T‑352/04, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση δεν μπορούν να περιοριστούν, από φωνητικής απόψεως, στον όρο «bud».

46      Συναφώς, η Bitburger Brauerei θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη, καταλήγοντας ότι ο μέσος οικείος καταναλωτής θα πρόφερε τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση American Bud ή Anheuser-Busch Bud.

47      Η Bitburger Brauerei επισημαίνει, πρώτον, ότι η εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, σε περίπτωση σύνθετων σημάτων, δεν σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ένα μόνον από τα στοιχεία που αποτελούν το σύνθετο σήμα και να συγκρίνεται με ένα άλλο σήμα, αλλά ότι πρέπει, αντιθέτως, η σύγκριση αυτή να γίνεται με εξέταση των επιμάχων σημάτων κατά την οποία έκαστο σήμα θεωρείται ως σύνολο. Ωστόσο, τούτο δεν αποκλείει ότι στη συνολική εντύπωση που προκαλεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του ενδιαφερομένου κοινού μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να κυριαρχεί ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το αποτελούν [διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2004, C-3/03 P, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. Ι-3657, σκέψη 32, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hulka Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-4335, σκέψεις 33 και 34]. Όσον αφορά την εκτίμηση του κυρίαρχου χαρακτήρα ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που αποτελούν ένα σύνθετο σήμα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι εγγενείς ιδιότητες καθενός από τα στοιχεία αυτά, κατόπιν συγκρίσεώς τους με αυτές των άλλων στοιχείων (προαναφερθείσα απόφαση MATRATZEN, σκέψη 35).

48      Περαιτέρω, η Bitburger Brauerei θεωρεί ότι από τη νομολογία του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι, στην περίπτωση συνδυασμού δύο λέξεων, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως με προγενέστερο σήμα αποτελούμενο από μία μόνο λέξη, εφόσον ένα από τα στοιχεία του συνδυασμού λέξεων και το προγενέστερο σήμα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, επικαλείται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Νοεμβρίου 2003, T‑286/02, Oriental Kitchen κατά ΓΕΕΑ – Mou Dybfrost (KIAP MOU) (Συλλογή 2003, σ. II‑4953, σκέψη 39).

49      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Bitburger Brauerei υποστηρίζει ότι το κυρίαρχο στοιχείο των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι ο όρος «bud». Ειδικότερα, όσον αφορά το εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1, το οποίο περιέχει τους όρους «american» και «bud», η Bitburger Brauerei τονίζει ότι ο όρος «american» αποτελεί απλώς ένδειξη της γεωγραφικής προελεύσεως και είναι, ως εκ τούτου, περιγραφικός. Επομένως, ο όρος «bud» έχει περισσότερες πιθανότητες να ελκύσει την προσοχή του ενδιαφερομένου κοινού. Όσον αφορά το εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2, το οποίο περιέχει τους όρους «anheuser-busch» και «bud», η Bitburger Brauerei επισημαίνει ότι ο όρος «bud» ξεχωρίζει στη γραφική απεικόνιση, λόγω της κεντρικής του θέσεως και λόγω του ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο βέλη (δεξιά και αριστερά). Επιπλέον, ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται τον όρο «bud» ως τον απλούστερο να προφερθεί και να απομνημονευθεί.

50      Εκκινώντας από το συμπέρασμα ότι το λεκτικό στοιχείο «bud» είναι το κυρίαρχο στοιχείο των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση (υποθέσεις T‑351/04 και T‑352/04) και στο μέτρο, εξάλλου, που το λεκτικό σήμα BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (υπόθεση T‑350/04) αποτελείται αποκλειστικά από τη λέξη «bud», η Bitburger Brauerei προβάλλει όμοια επιχειρήματα στις τρεις υποθέσεις και αμφισβητεί το συμπέρασμα που προκύπτει από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος συγχύσεως με τα προγενέστερα σήματα BIT.

51      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών, εκτιμώντας ότι, από φωνητικής απόψεως, οι διαφορές μεταξύ «bud» και «bit» ήταν επαρκείς, λαμβανομένων υπόψη των φωνηέντων «u» και «i», κακώς ανέλυσε αποσπασματικά τα μεμονωμένα γράμματα αντί να εξετάσει τον ήχο της λέξεως στο σύνολό της. Η Bitburger Brauerei παραπέμπει, συναφώς, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 43 απόφαση MYSTERY (σκέψη 46). Εν προκειμένω, τα κοινά στοιχεία των δύο σημείων υπερτερούν ποσοτικώς: κάθε σημείο αποτελείται από μία μονοσύλλαβη λέξη τριών γραμμάτων· ο τονισμός και ο φωνητικός ρυθμός είναι πανομοιότυποι· τα δύο σήματα ξεκινούν με το γράμμα «b» και η κατάληξή τους προφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι ακατανόητο γιατί το τμήμα προσφυγών κατέληξε, με τη σκέψη 51 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι υφίσταντο «σημαντικές διαφορές» μεταξύ των προς σύγκριση σημείων.

52      Η Bitburger Brauerei επιμένει ότι, στη γερμανική γλώσσα, το σύμφωνο «d» προφέρεται όπως το σύμφωνο «t» όταν βρίσκεται στο τέλος της λέξεως. Επομένως, η μοναδική διαφορά εντοπίζεται στα φωνήεντα «u» και «i» των εν λόγω σημείων. Η Bitburger Brauerei, υπενθυμίζοντας ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική φωνητική εντύπωση που προκαλούν τα σημεία, τονίζει ότι το «bit» και το «bud» αποτελούν βραχείς ήχους και προφέρονται αντιστοίχως «bitt» και «butt». Στο μέτρο που τα φωνήεντα «i» και «u» περικλείονται από τα κυρίαρχα στιγμιαία σύμφωνα «b» και «t», η Bitburger Brauerei θεωρεί ότι η συνολική φωνητική εντύπωση που προκαλούν τα σημεία καθορίζεται από τα σύμφωνα.

53      Κατά συνέπεια, κυριαρχούν τα κοινά στοιχεία των δύο σημείων και θα προκληθεί σύγχυση στον καταναλωτή, ο οποίος θα έχει μια ατελή ανάμνηση ενός από τα δύο σήματα, δεδομένου ότι αυτά είναι μονοσύλλαβα, έχουν τον ίδιο αριθμό γραμμάτων και οι αρχικοί και τελικοί τους ήχοι είναι πανομοιότυποι. Η Bitburger Brauerei προσθέτει ότι τα μονοσύλλαβα σήματα είναι σπάνια στον τομέα του ζύθου. Ως εκ τούτου, ο καταναλωτής που συναντά μονοσύλλαβο σήμα θυμάται κατά κανόνα τα προγενέστερα επίδικα σήματα, ειδικώς όταν τα προς σύγκριση σήματα συμπίπτουν σχεδόν εξ ολοκλήρου.

54      Τέλος, αφού επικέντρωσε την επιχειρηματολογία της στη φωνητική ομοιότητα των εν λόγω σημείων, η Bitburger Brauerei επισημαίνει ότι, από οπτικής απόψεως, τα γραφικά στοιχεία και τα δευτερεύοντα λεκτικά στοιχεία (εν προκειμένω «american» και «anheuser-busch» για τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση) δεν ασκούν καμία επιρροή κατά τη χρονική στιγμή της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως από οπτικής απόψεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, για τα τρία σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, η Bitburger Brauerei υποστηρίζει ότι πρέπει να συγκριθούν, από οπτικής απόψεως, τα σημεία «bit» και «bud», των οποίων η γραφική απεικόνιση εμφανίζει αν μη τι άλλο κάποια ομοιότητα. Τα δύο σημεία έχουν το ίδιο αρχικό γράμμα «b» και αποτελούνται από τρία γράμματα. Τα γράμματα «i» και «u» χαρακτηρίζονται από όρθιες γραμμές και τα γράμματα «t» και «d» έχουν ως βασικό στοιχείο μια κάθετη γραμμή αλλά περιλαμβάνουν και μια οριζόντια. Επομένως, υφίσταται μια έστω μακρινή οπτική ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω σημείων που αρκεί για να θεωρηθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, λαμβανομένης υπόψη της αλληλεξαρτήσεως των επίδικων στοιχείων.

 Επί του κινδύνου συγχύσεως

55      Η Bitburger Brauerei θεωρεί, στηριζόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer (Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 28), ότι η φωνητική ομοιότητα των εν λόγω σημείων αρκεί για να προκληθεί κίνδυνος συγχύσεως. Η ομοιότητα αυτή ασκεί ιδιαιτέρως επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που οι μπύρες, ειδικώς στα αναψυκτήρια, παραγγέλλονται προφορικώς. Η Bitburger Brauerei παραπέμπει, συναφώς, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 43 απόφαση MYSTERY (σκέψη 48), με την οποία διευκρινίστηκε το εξής: «[...] αρκεί να υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως και δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η σύγχυση. Στο μέτρο που τα επίδικα προϊόντα καταναλίσκονται επίσης με προφορική παραγγελία, και μόνη η ακουστική ομοιότητα των επιδίκων συμβόλων αρκεί για να δημιουργηθεί κίνδυνος συγχύσεως.» Η Bitburger Brauerei τονίζει, επίσης, ότι στα μπαρ υπάρχει και ο παράγοντας «θόρυβος», ο οποίος επηρεάζει την ακουστική εντύπωση που προκαλούν τα εν λόγω σημεία. Το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις ειδικές συνθήκες πωλήσεως των επίδικων προϊόντων.

56      Κατόπιν αυτού, η Bitburger Brauerei εκτιμά ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως λόγω και μόνον της ομοιότητας των επίδικων σημείων που απορρέει από τα κοινά φωνητικά τους στοιχεία. Αν επιπλέον, όπως εν προκειμένω, τα προγενέστερα σήματα έχουν διακριτικό χαρακτήρα άνω του μέσου και τα επίδικα προϊόντα είναι πανομοιότυπα, η Bitburger Brauerei, παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer (σκέψη 21), και στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑388/00, Institut für Lernsysteme κατά ΓΕΕΑ – Educational Services (ELS) (Συλλογή 2002, σ. II‑4301, σκέψη 77), και της 3ης Ιουλίου 2003, T‑129/01, Alejandro κατά ΓΕΕΑ – Anheuser-Busch (BUDMEN) (Συλλογή 2003, σ. II‑2251, σκέψη 59), θεωρεί ότι τα προγενέστερα σήματα απολαύουν εκτεταμένης προστασίας. Ειδικότερα, η Bitburger Brauerei τονίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ο έντονος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος συνηγορεί υπέρ – και όχι κατά – της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως.

57      Περαιτέρω, η Bitburger Brauerei επικαλείται το γεγονός ότι το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του Bundesgerichtshof (ανώτατου γερμανικού ομοσπονδιακού δικαστηρίου) της 26ης Απριλίου 2001, Bit κατά Bud (I ZR 212/98, σ. 465 έως 470, στο εξής: απόφαση του Bundesgerichtshof). Ειδικότερα, η Bitburger Brauerei επισημαίνει ότι, κατά το Bundesgerichtshof, υφίστατο κίνδυνος φωνητικής συγχύσεως μεταξύ των λέξεων «bit» και «bud», στο μέτρο που οι αρχικοί τους ήχοι ήταν πανομοιότυποι και οι τελικοί τους ήχοι συνέπιπταν κατά τη συνήθη γερμανική προφορά. Η ηχητική διαφορά που προκύπτει από το φωνήεν των δύο λέξεων αντισταθμίζεται, εξάλλου, από τον άνω του μέσου διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος και από το γεγονός ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα είναι πανομοιότυπα.

58      Η Bitburger Brauerei αναγνωρίζει ότι οι εθνικές δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν δεσμευτική ισχύ για τις παρούσες διαδικασίες. Εντούτοις, η εκ μέρους του Bundesgerichtshof εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ BIT και BUD στηρίζεται ακριβώς στους κανόνες που έχει θέσει το Δικαστήριο, ειδικότερα στους σχετικούς με τον συνυπολογισμό του συνόλου των περιστάσεων μιας υποθέσεως και της αλληλεξαρτήσεως των διαφόρων επίδικων στοιχείων. Η Bitburger Brauerei προσθέτει ότι το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ έλαβε υπόψη, σε άλλη υπόθεση, απόφαση εκδοθείσα από εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Kabel 1 κατά ARD 1, R 70/2002‑2).

 Επιχειρήματα του ΓΕΕΑ και της Anheuser-Busch

59      Το ΓΕΕΑ και η Anheuser-Busch αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Bitburger Brauerei και θεωρούν κατ’ ουσίαν ότι η οπτική και φωνητική διαφορά, καθώς και η απουσία εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ των επίδικων σημείων, αρκούν για να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος συγχύσεως, και τούτο παρά την ταυτότητα ή την ομοιότητα των επίδικων προϊόντων.

60      Η Anheuser-Busch αντιτίθεται, περαιτέρω, στο συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) έχουν έντονο διακριτικό χαρακτήρα. Η Anheuser-Busch υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα όργανα του ΓΕΕΑ αναφέρονται στο σήμα Bitburger και όχι στο σήμα BIT. Η Anheuser-Busch δεν δέχεται, επίσης, ότι ασκούν εν προκειμένω επιρροή, αφενός, η επίσημη δήλωση ενός από τους υπαλλήλους της Bitburger Brauerei και, αφετέρου, η μελέτη της αγοράς που καταρτίστηκε τον Ιούλιο του 1996 για να αποδειχθεί η φήμη του σήματος BIT στη Γερμανία.

61      Η Anheuser-Busch επιμένει, επίσης, ως προς τα χαρακτηριστικά της γερμανικής αγοράς ζύθου και, ειδικότερα, ως προς την πολύ μεγάλη κατανάλωση του προϊόντος αυτού. Η Anheuser-Busch συνάγει ότι ο μέσος Γερμανός καταναλωτής ζύθου είναι «ειδήμων».

62      Τέλος, το ΓΕΕΑ τονίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις διαφέρουν από την απόφαση του Bundesgerichtshof όσον αφορά τη γενική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Η Anheuser-Busch φρονεί ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν δεσμεύουν το ΓΕΕΑ ή το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 40/94.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

63      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, η αίτηση καταχωρίσεως απορρίπτεται «εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα».

64      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως είναι ο κίνδυνος να δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικά συνδεόμενες επιχειρήσεις.

65      Κατά την ίδια αυτή νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σύμφωνα με τον τρόπο κατά τον οποίο προσλαμβάνει το ενδιαφερόμενο κοινό τα επίμαχα σημεία και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, λαμβανομένων δε υπόψη όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. ΙΙ-2821, σκέψεις 31 έως 33, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

66      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το μέγεθος του κινδύνου συγχύσεως είναι ανάλογο της εντάσεως του διακριτικού χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος [απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, T-164/03, Ampafrance κατά ΓΕΕΑ – Johnson & Johnson (monBeBé), Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-1401, σκέψη 70, και, κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I-6191, σκέψη 24). Τα σήματα με ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα, είτε από την ίδια τους τη φύση είτε λόγω της αναγνωρισιμότητάς τους στην αγορά, απολαύουν προστασίας μεγαλύτερης απ’ ό,τι εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος (προπαρατεθείσα απόφαση monBeBé, σκέψη 70, και, κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα στη σκέψη 44 απόφαση Canon, σκέψη 18, και στη σκέψη 55 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 20).

67      Δεδομένου ότι τα προγενέστερα σήματα καταχωρίστηκαν για τη Γερμανία, το κοινό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως είναι αυτό του εν λόγω κράτους μέλους.

68      Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι όλα τα επίδικα προϊόντα αποτελούν συνήθως αντικείμενο γενικευμένης διανομής, από την πτέρυγα τροφίμων ενός πολυκαταστήματος μέχρι τα αναψυκτήρια και τα καφενεία [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, για τις κλάσεις προϊόντων που περιλαμβάνουν τον ζύθο, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 2005, T‑33/03, Osotspa κατά ΓΕΕΑ – Distribution & Marketing (Hai), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 44]. Υπό τις συνθήκες αυτές, το σκοπούμενο κοινό είναι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος [βλ., σε υπόθεση επίσης σχετική με τον ζύθο, προπαρατεθείσα στη σκέψη 43 απόφαση MYSTERY, σκέψεις 32 και 37, και, σε υπόθεση που αφορούσε οινοπνευματώδη ποτά, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, T‑296/02, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (LINDENHOF), Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-563, σκέψη 45].

69      Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε εν προκειμένω ότι «ο οικείος καταναλωτής των επίδικων προϊόντων είναι ο μέσος Γερμανός καταναλωτής» (σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑352/04 και σημείο 41 των προσβαλλομένων αποφάσεων στις υποθέσεις T‑350/04 και T‑351/04). Για τους ίδιους λόγους, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι το οικείο κοινό στην υπό κρίση υπόθεση δεν αποτελείται από «ειδήμονες» (ίδια σημεία των προσβαλλομένων αποφάσεων).

70      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει άμεσα τα διάφορα σήματα και είναι αναγκασμένος να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα τους που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του (προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 26).

71      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Bitburger Brauerei, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά την αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

 i) Επί της ομοιότητας των επίδικων προϊόντων

72      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Bitburger Brauerei άσκησε προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών κατά καθεμίας από τις αποφάσεις του τμήματος ανακοπών, αποκλειστικά στο μέτρο που η ανακοπή απορρίφθηκε για τα προϊόντα της κλάσεως 32. Τα ίδια αυτά προϊόντα αποτελούν αντικείμενο και της παρούσας υποθέσεως.

73      Συναφώς, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ορθώς κρίθηκε ότι «[τ]α οικεία προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια» (σημείο 40 των προσβαλλομένων αποφάσεων στις υποθέσεις T‑350/04 και T‑351/04 και σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑352/04). Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την εν λόγω εκτίμηση του τμήματος προσφυγών.

 ii) Επί της ομοιότητας των επίδικων σημάτων

74      Κατά τη νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των επίμαχων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους (προπαρατεθείσες αποφάσεις SABEL, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 23, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 25).

 Επί της οπτικής ομοιότητας των επίδικων σημάτων 

–       Επί της οπτικής ομοιότητας μεταξύ του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT)

75      Το τμήμα προσφυγών, ακολουθώντας τη συλλογιστική του τμήματος ανακοπών και της Anheuser-Busch, ανέπτυξε τους ακόλουθους συλλογισμούς:

«Τα δύο σήματα έχουν πράγματι το ίδιο μήκος, αλλά οι διαφορές τους είναι σημαντικότερες από τις ομοιότητες. Τα δύο σήματα αρχίζουν πράγματι με το ίδιο γράμμα, διαφέρουν όμως κατά τα λοιπά. Ο καταναλωτής θα αντιληφθεί αυτή την οπτική διαφορά.» (Σημείο 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑350/04.)

76      Πρώτον, πρέπει να τονιστεί, όπως ορθώς επισημαίνει το τμήμα προσφυγών, ότι τα στοιχεία «bud» και «bit» έχουν το ίδιο αρχικό γράμμα, ήτοι το γράμμα «b».

77      Δεύτερον, όπως επίσης ορθώς επισημαίνει το τμήμα προσφυγών, οι μονοσύλλαβοι όροι «bit» και «bud» έχουν πανομοιότυπο μήκος λόγω του ότι αποτελούνται από τρία γράμματα. Ασφαλώς, από προσεκτικότερη ανάλυση θα μπορούσε να συναχθεί, όπως υποστηρίζει η Anheuser-Busch, ότι το σήμα BUD είναι στην πραγματικότητα μακρύτερο από το σήμα BIT. Εντούτοις, η διαφορά αυτή δεν γίνεται αντιληπτή από τον μέσο Γερμανό καταναλωτή.

78      Τρίτον, δεν αμφισβητείται, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν το τμήμα προσφυγών, ότι διαφέρουν μεταξύ τους τα δύο τελευταία γράμματα των επίδικων σημάτων (ήτοι «ud» για το λεκτικό σήμα BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και «it» για τα προγενέστερα γερμανικά σήματα), ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει η Bitburger Brauerei, τα εν λόγω γράμματα έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι αποτελούνται εν μέρει από κάθετες γραμμές.

79      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω σημεία διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ιδίως λόγω του ότι δύο από τα τρία γράμματα που τα αποτελούν είναι διαφορετικά. Όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, οι διαφορές αυτές είναι σημαντικότερες από τις ομοιότητες των εν λόγω σημείων. Ο οικείος καταναλωτής θα αντιληφθεί τις διαφορές αυτές. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο βαθμός οπτικής ομοιότητας του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μικρός. Η Bitburger Brauerei επισημαίνει, εξάλλου, με τα δικόγραφα των προσφυγών της, ότι η οπτική ομοιότητα των εν λόγω σημάτων είναι «μικρή».

80      Όσον αφορά το προγενέστερο γερμανικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα αριθ. 505 912 η γραφική απεικόνιση του οποίου μειώνει περαιτέρω τον βαθμό οπτικής ομοιότητας με το λεκτικό σήμα BUD, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, η Bitburger Brauerei χρησιμοποίησε το σήμα αυτό με διαφορετικές μορφές, μία από τις οποίες δεν έχει ιδιαίτερη γραφική απεικόνιση.

–       Επί της οπτικής ομοιότητας μεταξύ των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT)

81      Το τμήμα προσφυγών ανέπτυξε τους ακόλουθους συλλογισμούς:

«Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνιστά μια περίπλοκη ετικέτα που δεν περιορίζεται μόνο στη λέξη “bud”. Ακόμη και αν το “bud” αποτελεί διακριτικό στοιχείο του σήματος, δεν υπερισχύει από οπτικής απόψεως σε τέτοιο βαθμό ώστε τα λοιπά στοιχεία του σήματος, ήτοι η αναλυτική γραφική αναπαράσταση στο άνω μέρος του σήματος καθώς και η ενδιαφέρουσα χρωματική σύνθεση, να έχουν δευτερεύουσα σημασία. Ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται το σήμα στο σύνολό του και αποκομίζει μια γενική εντύπωση. Ακόμη και αν το σήμα περιοριστεί στα λεκτικά στοιχεία [American Bud ή Anheuser-Busch Bud], εξακολουθεί να υφίσταται μια σημαντική οπτική διαφορά μεταξύ αυτού του λεκτικού συνδυασμού και του βραχέος σήματος της ανακόπτουσας [BIT].» (Σημείο 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑351/04 και σημείο 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑352/04.)

82      Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η επισήμανση ότι, μολονότι ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του, η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία των εν λόγω σημάτων (προπαρατεθείσα στη σκέψη 66 απόφαση SABEL, σκέψη 23), και ότι, κατά κανόνα, στη μνήμη εντυπώνονται ευχερέστερα τα κυρίαρχα και έχοντα διακριτική δύναμη χαρακτηριστικά ενός σήματος [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψεις 47 και 48, και της 6ης Οκτωβρίου 2004, T‑117/03 έως T‑119/03 και T‑171/03, New Look κατά ΓΕΕΑ – Naulover (NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 39].

83      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα λεκτικά στοιχεία «american» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1) ή «anheuser-busch» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2) βρίσκονται στο κέντρο των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Επιπλέον, η γραμματοσειρά είναι μεγάλη και έχει μπλε χρώμα σε άσπρο φόντο, οπότε οι όροι αυτοί ξεχωρίζουν οπτικώς, καθότι μάλιστα το πλαίσιο του σήματος είναι κόκκινο.

84      Τα λοιπά λεκτικά στοιχεία που εμφανίζονται σε άσπρο φόντο, μεταξύ άλλων το όνομα και η διεύθυνση της Anheuser-Busch, βρίσκονται κάτω από τους όρους «american» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1) ή «anheuser-busch» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2) και είναι γραμμένα με πολύ μικρότερους χαρακτήρες. Το ίδιο ισχύει και για τα λεκτικά στοιχεία που εμφανίζονται στο άνω τμήμα του εικονιστικού σήματος, ειδικότερα τα γράμματα «ab» που είναι μάλιστα τοποθετημένα στο κέντρο ενός θυρεού. Η λέξη «genuine» εμφανίζεται δύο φορές εκατέρωθεν του λευκού τετραγώνου όπου βρίσκονται οι όροι «american» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1) ή «anheuser-busch» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2). Η λέξη αυτή έχει ωστόσο κάθετη φορά, οπότε δεν είναι εύκολη η ανάγνωσή της.

85      Τα λοιπά εικονιστικά στοιχεία που εμφανίζονται στο άνω τμήμα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αναπαριστούν ένα έμβλημα πάνω από το οποίο αναγράφεται μια φράση. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν διακοσμητικά μέρη μιας ετικέτας και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν ως κύριο συστατικό στοιχείο των επίδικων σημάτων.

86      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κυρίαρχα στοιχεία των δύο επίδικων σημάτων αποτελούνται από τα λεκτικά στοιχεία «american» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1) ή «anheuser-Busch» και «bud» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2).

87      Συναφώς, αν υποτεθεί ότι ο όρος «bud» μπορεί να θεωρηθεί ως το μοναδικό διακριτικό στοιχείο μεταξύ των κυρίαρχων λεκτικών στοιχείων το οποίο ελκύει, ως εκ τούτου, περισσότερο την προσοχή του οικείου κοινού, μπορεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να θεωρηθεί ότι υφίσταται μικρή οπτική ομοιότητα μεταξύ των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), εφόσον μια μικρή οπτική ομοιότητα διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 79 ανωτέρω, μεταξύ του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των εν λόγω προγενέστερων γερμανικών σημάτων.

88      Ωστόσο, κατά τη συνολική οπτική εκτίμηση των επίμαχων σημείων, πρέπει να σημειωθεί η αρκετά περίπλοκη φύση των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, τα οποία συνιστούν μεικτά σημεία, συγκείμενα όχι μόνον από τα προεκτεθέντα λεκτικά στοιχεία, αλλά και από διάφορα εικονιστικά στοιχεία ποικίλων χρωματισμών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα στη σκέψη 82 απόφαση Fifties, σκέψη 38).

89      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) δεν είναι οπτικώς παρόμοια.

 Επί της φωνητικής ομοιότητας των εν λόγω σημάτων

–       Επί της φωνητικής ομοιότητας μεταξύ του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT)

90      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τα σημεία 43 και 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το λεκτικό σήμα BUD, τα εξής:

«43. Όσον αφορά τη φωνητική σύγκριση των σημάτων, το παρόν τμήμα εκτιμά ότι υφίσταται επαρκής διάκριση μεταξύ του σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του σήματος της ανακόπτουσας BIT. Από φωνητικής απόψεως, τα φωνήεντα “i” και “u” διακρίνοντας σαφώς το ένα από το άλλο. Η διαφορά που προκαλεί το γράμμα αυτό για τους όρους “bud” και “bit”, που αποτελούνται αμφότεροι από τρία γράμματα, αρκεί για να μπορέσει ο καταναλωτής να τους διακρίνει.

44. Κανένα άλλο συμπέρασμα δεν απορρέει από την απόφαση του Πρωτοδικείου [προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 ELS]. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα φωνήεντα “e” και “i” έχουν παρόμοια προφορά και ότι υπάρχει πλήρης σύμπτωση μεταξύ των συμφώνων “l” και “s” των σημείων (βλ. σημείο 71). Αντιθέτως, τα φωνήεντα “i” και “u” (ή “a” στην περίπτωση της αγγλικής προφοράς) δεν προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, δεν υπάρχει πλήρης σύμπτωση μεταξύ των συμφώνων. Οι διαφορές είναι επαρκείς όταν τα εν λόγω προϊόντα παραγγέλλονται σε τόπους εστιάσεως.»

91      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι το αρχικό γράμμα των εν λόγω σημείων είναι πανομοιότυπο και ότι η προφορά του δεν διαφέρει στη γερμανική γλώσσα.

92      Δεύτερον, τα γράμματα «i» (στο σημείο BIT) και «u» (στο σημείο BUD) προφέρονται διαφορετικά στα γερμανικά. Η Bitburger Brauerei δεν αμφισβητεί αυτή τη διαφορετική προφορά.

93      Τρίτον, τα γράμματα «t» (στο σημείο BIT) και «d» (στο σημείο BUD) έχουν εν προκειμένω παρόμοια προφορά, ακόμη και αν η προφορά αυτή δεν είναι ενδεχομένως πανομοιότυπη. Προσκομίστηκαν, συναφώς, αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διαδικασία ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ.

94      Τέταρτον, πρέπει να τονιστεί ότι η συλλογιστική του τμήματος προσφυγών δεν στηρίζεται στο γεγονός και μόνον ότι τα γράμματα «i» και «u» προφέρονται διαφορετικά. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έλαβε, και ορθώς, υπόψη του το γεγονός ότι οι όροι «bit» και «bud» αποτελούνταν «αμφότεροι από τρία γράμματα» (σημείο 43 των προσβαλλομένων αποφάσεων). Συναφώς, σε αντίθεση προς τον ισχυρισμό της Bitburger Brauerei, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι τα γράμματα «i» και «u», που είναι τα μοναδικά φωνήεντα των εν λόγω σημείων, έχουν δευτερεύουσα σημασία για την προφορά ολόκληρων των όρων «bit» και «bud».

95      Αν ληφθεί υπόψη η προφορά ολόκληρων των οικείων όρων, τα προεκτεθέντα στοιχεία οδηγούν στη διαπίστωση ότι υφίσταται περιορισμένη φωνητική ομοιότητα μεταξύ του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT). Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, η διαφορετική προφορά των φωνηέντων «i» και «u» στα δύο επίδικα σημεία, που αποτελούνται από τρία γράμματα, αρκεί για να μπορέσει ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής να τα διακρίνει από φωνητικής απόψεως.

–       Επί της φωνητικής ομοιότητας μεταξύ των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT)

96      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1, τα εξής:

«[...] Το [παρόν] τμήμα εκτιμά ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής θα προφέρει “american bud” το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, οπότε υφίσταται επαρκής διάκριση σε σχέση με το μονοσύλλαβο σήμα της ανακόπτουσας “BIT”. Εντούτοις, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα περιοριστεί στη λέξη “bud”, τα δύο σήματα διαφέρουν επαρκώς μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, από φωνητικής απόψεως, τα φωνήεντα ‘i’ και ‘u’ διακρίνονται σαφώς το ένα από το άλλο. Η διαφορά που προκαλεί το γράμμα αυτό στους όρους “bud” και “bit”, οι οποίοι αποτελούνται αμφότεροι από τρία γράμματα, αρκεί για να μπορέσει ο καταναλωτής να τους διακρίνει.»

97      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τα σημεία 42 και 43 της αποφάσεως σχετικά με το εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2, τα εξής:

«42. [...] Το [παρόν] τμήμα εκτιμά ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής θα προφέρει “anheuser busch bud” το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, οπότε υφίσταται επαρκής διάκριση σε σχέση με το βραχύ σήμα της ανακόπτουσας BIT. Το τμήμα θεωρεί ότι δεν υφίσταται λόγος για τον οποίο ο μέσος καταναλωτής δεν θα χρησιμοποιούσε στον προφορικό λόγο την ονομασία “anheuser busch bud” και θα χρησιμοποιούσε μόνον την τελευταία λέξη της, ήτοι “bud”. Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο ο καταναλωτής θα παρέλειπε να προφέρει τις λέξεις “anheuser” και “ busch”, ακόμη και αν τις εκλάμβανε ως οικογενειακά ονόματα. Συγκεκριμένα, τα οικογενειακά ονόματα μπορούν κάλλιστα να αποτελούν τμήματα σημάτων.

43. Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα περιοριστεί στη λέξη “bud”, τα δύο σήματα διαφέρουν επαρκώς μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, από φωνητικής απόψεως, τα φωνήεντα “i” και “u” διακρίνοντας σαφώς το ένα από το άλλο. Η διαφορά που προκαλεί το γράμμα αυτό στους όρους “bud” και “bit”, οι οποίοι αποτελούνται αμφότεροι από τρία γράμματα, αρκεί για να μπορέσει ο καταναλωτής να τους διακρίνει.»

98      Περαιτέρω, με το σημείο 44 των δύο προσβαλλομένων αποφάσεων που αφορούν τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, το τμήμα προσφυγών πρόσθεσε, όπως και στο πλαίσιο της αποφάσεως σχετικά με το λεκτικό σήμα BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, τα εξής:

«Κανένα άλλο συμπέρασμα δεν απορρέει από την απόφαση του Πρωτοδικείου [προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 ELS]. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα φωνήεντα “e” και “i” έχουν παρόμοια προφορά και ότι υπάρχει πλήρης σύμπτωση μεταξύ των συμφώνων “l” και “s” των σημείων (βλ. σημείο 71). Αντιθέτως, τα φωνήεντα “i” και “u” (ή “a” στην περίπτωση της αγγλικής προφοράς) δεν προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, δεν υπάρχει πλήρης σύμπτωση μεταξύ των συμφώνων. Οι διαφορές είναι επαρκείς όταν τα εν λόγω προϊόντα παραγγέλλονται σε τόπους εστιάσεως.»

99      Πρέπει κατ’ αρχάς να τονιστεί ότι ένα εικονιστικό σήμα, στο μέτρο που αποτελείται από ένα ή περισσότερα λεκτικά στοιχεία, μπορεί να αναπαραχθεί φωνητικώς [απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαΐου 2005, T‑359/02, Chum κατά ΓΕΕΑ – Star TV (STAR TV), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 49].

100    Στην υπό κρίση υπόθεση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο όρος «bud» μπορεί να θεωρηθεί ως το μοναδικό διακριτικό στοιχείο μεταξύ των κυρίαρχων λεκτικών στοιχείων «american» και «bud» ή «anheuser-busch» και «bud» των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, οπότε ελκύει περισσότερο την προσοχή του οικείου κοινού, μπορεί να θεωρηθεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος της σκέψεως 95 ανωτέρω, σχετικά με τη φωνητική ομοιότητα μεταξύ του λεκτικού σήματος BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), ότι υφίσταται μικρή φωνητική ομοιότητα μεταξύ των εικονιστικών σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων σημάτων. Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε επίσης με τη σκέψη 95 ανωτέρω, η διαφορετική προφορά των φωνηέντων «i» και «u» στα δύο επίδικα σημεία αρκεί για να μπορέσει ο καταναλωτής να τα διακρίνει από φωνητικής απόψεως.

 Επί της εννοιολογικής ομοιότητας των επίδικων σημάτων

101    Το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 45 των προσβαλλομένων αποφάσεων, έκρινε ότι δεν υπήρχε εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT).

102    Τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) ενδέχεται να έχουν διάφορες εννοιολογικές σημασίες. Η Anheuser-Busch επισημαίνει, συναφώς, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να αντιληφθεί τον όρο «bit» είτε ως μονάδα της πληροφορικής είτε ως αναφορά στην πόλη Bitburg. Οι διαφορετικές αυτές σημασίες απορρέουν επίσης από τη μελέτη της αγοράς που πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της Bitburger Brauerei και προσκομίστηκε στα όργανα του ΓΕΕΑ.

103    Όσον αφορά τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, πρέπει να τονιστεί κατ’ αρχάς ότι ο όρος «bud» δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία για το ενδιαφερόμενο κοινό. Οι διάδικοι δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να μπορεί να αντικρούσει το συμπέρασμα αυτό.

104    Επομένως, όσον αφορά το λεκτικό σήμα BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν έχει ιδιαίτερη εννοιολογική σημασία για το οικείο κοινό.

105    Όσον αφορά τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, ακόμη και αν ο όρος «american» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1) παραπέμπει στην καταγωγή των εν λόγω προϊόντων ή, εν πάση περιπτώσει, στον αμερικάνικο χαρακτήρα τους και οι όροι «anheuser-busch» (εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 2) μπορούν να γίνουν αντιληπτοί από μέρος του κοινού ως παραπέμποντες στην επιχείρηση που παρασκευάζει τα εν λόγω προϊόντα, ο συνδυασμός των όρων αυτών με τον όρο «bud» δεν έχει ιδιαίτερη εννοιολογική σημασία. Εν πάση περιπτώσει, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι οι όροι αυτοί, θεωρούμενοι στο σύνολό τους, έχουν εννοιολογική σημασία ανάλογη με τις εικαζόμενες εννοιολογικές σημασίες των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT).

106    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) δεν είναι παρόμοια από εννοιολογικής απόψεως.

 Συμπέρασμα ως προς την ομοιότητα των εν λόγω σημάτων

107    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων και εκτιμώντας τα επίδικα σήματα στο σύνολό τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διαφορών μεταξύ των εν λόγω σημάτων, καθώς και της απουσίας εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ τους:

–        το λεκτικό σήμα BUD του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), μολονότι παρουσιάζουν μικρή ομοιότητα από οπτικής και φωνητικής απόψεως, συνολικά διαφέρουν μεταξύ τους·

–        τα εικονιστικά σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), μολονότι παρουσιάζουν μικρή ομοιότητα από φωνητικής απόψεως, συνολικά διαφέρουν μεταξύ τους.

108    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT) δεν είναι παρόμοια.

 iii) Επί του κινδύνου συγχύσεως

109    Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που ήδη επισημάνθηκαν μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά την ύπαρξη μικρής ομοιότητας από οπτικής και φωνητικής απόψεως, δεν υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος συγχύσεως, και τούτο παρά την ταυτότητα ή την ομοιότητα των εν λόγω προϊόντων, παρά τον ενδεχομένως έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων.

110    Τα επιχειρήματα της Bitburger Brauerei δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

111    Πρώτον, όσον αφορά τις συνθήκες πωλήσεως των οικείων προϊόντων και, ειδικότερα, το ζήτημα αν το προϊόντα αυτά παραγγέλλονται κυρίως προφορικά και αν η ύπαρξη θορύβου μπορεί να επηρεάσει την φωνητική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα στους καταναλωτές, αρκεί να σημειωθεί ότι τα επιχειρήματα της Bitburger Brauerei αποτελούν απλούς ισχυρισμούς που δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να προσκομίστηκε εγκαίρως στα όργανα του ΓΕΕΑ.

112    Επιπλέον, η Bitburger Brauerei δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για να αποδείξει ότι τα προϊόντα αυτά πωλούνται γενικώς κατά τρόπο που το κοινό δεν αντιλαμβάνεται οπτικώς το σήμα. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμη και αν τα αναψυκτήρια και τα εστιατόρια αποτελούν σημαντικά δίκτυα πωλήσεως των προϊόντων της Bitburger Brauerei, δεν αμφισβητείται ότι ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται οπτικώς τα σήματα αυτά στα εν λόγω μέρη, ιδίως εξετάζοντας το μπουκάλι που του σερβίρεται ή μέσω άλλων μέσων (ποτήρια, διαφημιστικές αφίσες, κ.λπ.). Επιπλέον, και κυρίως, δεν αμφισβητείται ότι τα αναψυκτήρια και τα εστιατόρια δεν αποτελούν αποκλειστικά δίκτυα πωλήσεως των οικείων προϊόντων. Πράγματι, τα προϊόντα αυτά πωλούνται επίσης σε πολυκαταστήματα ή σε άλλα καταστήματα λιανικής πωλήσεως. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο των αγορών στους εν λόγω χώρους, οι καταναλωτές μπορούν να αντιληφθούν τα σήματα οπτικώς, καθόσον τα ποτά είναι τοποθετημένα πάνω σε ράφια [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑3/04, Simonds Farsons Cisk κατά ΓΕΕΑ – Spa Monopole (KINJY by SPA), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 57 έως 59]. Συνεπώς, το επιχείρημα της Bitburger Brauerei σχετικά με τις συνθήκες πωλήσεως των οικείων προϊόντων πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

113    Δεύτερον, όσον αφορά τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων και την παραπομπή της Bitburger Brauerei στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 28 της αποφάσεως αυτής, ότι, ανάλογα με την ένταση του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, «δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ακουστική και μόνον ομοιότητα σημάτων μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο συγχύσεως». Από την απόφαση αυτή προκύπτει, πρώτον, ότι η περίπτωση που εξέτασε το Δικαστήριο αποτελεί απλώς δυνατότητα που πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους λοιπούς παράγοντες που ασκούν επιρροή στην εκάστοτε υπόθεση και, δεύτερον, ότι το Δικαστήριο εξέτασε μια περίπτωση στην οποία τα επίμαχα σήματα είναι παρόμοια από φωνητικής απόψεως. Στις υπό εξέταση υποθέσεις, παρά τον ενδεχομένως έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, οι διαφορές που επισημάνθηκαν προηγουμένως μεταξύ των εν λόγω σημάτων, στο πλαίσιο της συνολικής αναλύσεως του κινδύνου συγχύσεως, αποκλείουν την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου μεταξύ τους στη Γερμανία.

114    Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός ότι το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του Bundesgerichtshof, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι το κοινοτικό σύστημα σημάτων είναι αυτόνομο σύστημα, αποτελούμενο από σύνολο σκοπών και κανόνων που προσιδιάζουν σ’ αυτό, δεδομένου ότι η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Messe München κατά ΓΕΕΑ (electronica), T‑32/00, Συλλογή 2000, σ. II‑3829, σκέψη 47, και της 14ης Ιουλίου 2005, T‑312/03, Wassen International κατά ΓΕΕΑ – Stroschein Gesundkost (SELENIUM-ACE), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 46].

115    Περαιτέρω, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει του κανονισμού 40/94, όπως τον έχει ερμηνεύσει ο κοινοτικός δικαστής, και όχι βάσει της εθνικής νομολογίας, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται σε διατάξεις ανάλογες με αυτές του εν λόγω κανονισμού [αποφάσεις του Πρωτοδικείου GIORGIO BEVERLY HILLS, προπαρατεθείσα στη σκέψη 65, σκέψη 53, της 4ης Νοεμβρίου 2003, T‑85/02, Díaz κατά ΓΕΕΑ – Granjas Castelló (CASTILLO), Συλλογή 2003, σ. II‑4835, σκέψη 37, και απόφαση a, προπαρατεθείσα στη σκέψη 34, σκέψη 30].

116    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι το Bundesgerichtshof διαπίστωσε απλώς την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του γερμανικού σήματος αριθ. 505 912 και ενός εικονιστικού σήματος όμοιου με το εικονιστικό σήμα για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 1, στηριζόμενο στη φωνητική ομοιότητα μεταξύ των λέξεων «bud» και «bit» των εν λόγω σημάτων.

117    Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε συνολικά τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ του προγενέστερου γερμανικού λεκτικού και εικονιστικού σήματος αριθ. 505 912 (BIT) και του εικονιστικού σήματος για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 1 και δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στη φωνητική τους σύγκριση. Συγκεκριμένα, η συνολική αυτή εκτίμηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των παραγόντων που ασκούν επιρροή στην εκάστοτε υπόθεση και πρέπει να στηρίζεται, όσον αφορά το ΓΕΕΑ, μόνο στον κανονισμό 40/94.

118    Τέταρτον, όσον αφορά την παραπομπή της Bitburger Brauerei, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2005, T‑396/04, Soffass κατά ΓΕΕΑ – Sodipan (NICKY) (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), αρκεί να σημειωθεί ότι ο Πρωτοδικείο, στην υπόθεση αυτή, δεν κατέληξε, σε αντίθεση προς ό,τι φαίνεται ότι προτείνει η Bitburger Brauerei, στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος NICKY του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων σημάτων NOKY. Επιβεβαιώνοντας στο σημείο αυτό την απόφαση του τμήματος προσφυγών, το οποίο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος ανακοπών, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι υφίσταντο ορισμένα στοιχεία ομοιότητας μεταξύ των δύο προαναφερθέντων σημάτων και ότι έπρεπε να εξεταστεί η ομοιότητα των οικείων προϊόντων (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 38 και 39 της αποφάσεως). Το Πρωτοδικείο τόνισε, περαιτέρω, ότι τα σημεία είχαν το ίδιο αρχικό γράμμα «n» και την ίδια κατάληξη «ky». Κατά το Πρωτοδικείο, δεδομένου ότι η κατάληξη αυτή δεν είναι συνήθης στη γαλλική γλώσσα, μπορούσε αυτή να θεωρηθεί ως το κυρίαρχο στοιχείο των δύο σημείων, το οποίο συγκρατεί την προσοχή του Γάλλου καταναλωτή (σκέψη 34 της αποφάσεως). Αυτή η περίπτωση διαφέρει από τις υπό εξέταση υποθέσεις.

119    Κατόπιν των προεκτεθέντων, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Anheuser-Busch σχετικά με τη σημασία του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Bitburger Brauerei είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

2.     Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Η Bitburger Brauerei εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), υφίσταται επίσης ομοιότητα μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !). Η Bitburger Brauerei διευκρινίζει, συναφώς, ότι το σλόγκαν «bitte ein bit !» γίνεται αντιληπτό από το κοινό ως συνοπτική διατύπωση μιας παραγγελίας. Το κοινό καθοδηγείται από τη λέξη «bit» που κυριαρχεί στα προγενέστερα σήματα.

121    Το ΓΕΕΑ εκτιμά, αντιθέτως, ότι τα γερμανικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) διαφέρουν περισσότερο από τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση σε σχέση με τα προγενέστερα σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT). Επομένως, αν δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των τελευταίων και των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε για τα προγενέστερα σήματα Bitte ein Bit !

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

122    Λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται, κατά μείζονα λόγο, κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενέστερων γερμανικών σημάτων αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !).

123    Συγκεκριμένα, τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) περιέχουν λεκτικά («bitte», «ein») αλλά και πρόσθετα γραφικά στοιχεία («!»), καθώς και μια ιδιαίτερη γραφική παράσταση σε σχέση με τα προγενέστερα γερμανικά λεκτικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT). Συναφώς, από οπτικής απόψεως, τα πρώτα σήματα διαφέρουν ακόμη περισσότερο από τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση σε σχέση με τα δεύτερα. Περαιτέρω, από φωνητικής απόψεως, και ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) μπορούν να περιοριστούν μόνο στον όρο «bit», το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου θα είναι ίδιο με αυτό στο οποίο κατέληξε για το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Τέλος, από εννοιολογικής απόψεως, οι διάδικοι δεν προσκόμισαν στοιχεία που να θεμελιώνουν την ύπαρξη κάποιας ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω σημάτων.

124    Επομένως, εκτιμώμενα στο σύνολό τους, τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 704 211 και 1 113 784 (Bitte ein Bit !) δεν είναι παρόμοια. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημάτων αυτών.

125    Για τους λόγους αυτούς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Bitburger Brauerei είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Β – Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

126    H Bitburger Brauerei, υπενθυμίζοντας το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, επισημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι η διαφορά μεταξύ των σημείων ήταν τέτοια ώστε δεν υπήρχε περίπτωση αποκομίσεως αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των προγενέστερων σημάτων ούτε περίπτωση ζημίας τους.

127    Κατά την Bitburger Brauerei, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τον ουσιαστικό βαθμό φωνητικής ομοιότητας μεταξύ του «bit» και του «bud». Αληθεύει ασφαλώς ότι, στις υπό κρίσεις υποθέσεις, υπάρχει επίσης ταυτότητα ή έντονη ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω προϊόντων. Εντούτοις, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας διασταλτικά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, έκρινε ότι η διάταξη αυτή ίσχυε επίσης στην περίπτωση ταυτότητας ή ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑292/00, Davidoff, Συλλογή 2003, σ. I‑389).

128    Το σήμα BIT αποτελεί σήμα φημισμένο στη Γερμανία, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Η Bitburger Brauerei απέδειξε τη φήμη αυτή κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ.

129    Η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος BUD θίγει τον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, αφ’ ης στιγμής ζητήθηκε η καταχώριση παρόμοιου σημείου για πανομοιότυπα προϊόντα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδυναμώνεται ο διακριτικός χαρακτήρας των εν λόγω προγενέστερων σημάτων.

130    Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, μολονότι αποδείχθηκε η φήμη των προγενέστερων σημάτων, η Bitburger Brauerei δεν απέδειξε ότι τα εν λόγω σημεία ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια και ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση θα αποκόμιζαν αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των προγενέστερων σημάτων.

131    Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η εκ μέρους των οργάνων του ΓΕΕΑ εξέταση περιορίστηκε στα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις που προσκόμισαν οι διάδικοι. Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς απέρριψε την υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 αίτηση, δεδομένου ότι η Bitburger Brauerei «[δεν] εξήγησε τον λόγο για τον οποίο μπορούσε να προκληθεί τέτοιου είδους όφελος ή ζημία».

132    Η Anheuser-Busch επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 απαιτεί τα εν λόγω σημεία να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Εν προκειμένω, και όπως ήδη αποδείχθηκε, τα επίδικα σημεία δεν είναι παρόμοια.

133    Ακολούθως, η Anheuser-Busch τονίζει ότι το προγενέστερο σήμα πρέπει να είναι φημισμένο για να τύχει της προστασίας του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Bitburger Brauerei δεν κατάφερε να αποδείξει τη φήμη του σήματος BIT.

134    Τέλος, η Anheuser-Busch θεωρεί ότι τα επιχειρήματα της Bitburger Brauerei δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι σε ένα μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού δημιουργήθηκε συνειρμικά η εικόνα του άλλου σήματος.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

135    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, «[κ]ατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωριστεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη».

136    Το άρθρο αυτό στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Στο μέτρο που θεωρήθηκε ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και τα προγενέστερα γερμανικά σήματα αριθ. 505 912 και 39 615 324 (BIT), και αριθ. 704 211 και 1 113 784 («Bitte ein Bit !») δεν ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 δεν μπορεί να στηρίξει την ανακοπή της Bitburger Brauerei στην υπό κρίση υπόθεση.

137    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Bitburger Brauerei είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς και, κατ’ επέκταση, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

138    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Bitburger Brauerei ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ και της Anheuser-Busch.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Καταδικάζει την Bitburger Brauerei Th. Simon GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Dehousse

Šváby

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Οκτωβρίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.