Language of document : ECLI:EU:C:2023:544

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 27 – Δίωξη για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν την παράδοση διαφορετική από εκείνη για την οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος – Αίτηση συγκατάθεσης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται από την εισαγγελία κράτους μέλους η οποία δεν έχει την ιδιότητα της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Συνέπειες επί της αίτησης συγκατάθεσης»

Στην υπόθεση C‑142/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

OE

κατά

Minister for Justice and Equality,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο OE, εκπροσωπούμενος από τους J. Byrne, R. Farrell, SC, και B. O’Donoghue, solicitor,

–        ο Minister for Justice and Equality και η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενοι από τις M. Browne, C. Hanselmann, A. Joyce και M. Lane, επικουρούμενες από τους R. Kennedy, SC, και D. Breen, BL,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Zs. Biró‑Tóth και τον M. Z. Fehér,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, A. Hanje και P. Huurnink,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Grünheid και τον J. Tomkin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 27 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του ΟΕ και του Minister for Justice and Equality (Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας, Ιρλανδία) όσον αφορά διαδικασία αίτησης συγκατάθεσης την οποία υπέβαλαν στις ιρλανδικές δικαστικές αρχές οι ολλανδικές δικαστικές αρχές, για την άσκηση ποινικής δίωξης στις Κάτω Χώρες κατά του OE για αξιόποινες πράξεις τις οποίες είχε διαπράξει πριν από την παράδοσή του στις εν λόγω αρχές και οι οποίες ήταν διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες είχε παραδοθεί.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, με τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.»

4        Το άρθρο 3 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα εξής:

«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης (εφεξής καλούμενη “δικαστική αρχή εκτέλεσης”) αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1)      εάν η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καλύπτεται από αμνηστία στο κράτος μέλος εκτέλεσης, εφόσον το εν λόγω κράτος είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο·

2)      εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης·

3)      εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνο για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.»

5        Το άρθρο 4 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα εξής:

«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

1)      εάν, σε μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4, η πράξη λόγω της οποίας εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν συνιστά αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης· ωστόσο, προκειμένου περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν θα μπορεί να αποτελεί αντικείμενο άρνησης λόγω του ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·

2)      όταν το πρόσωπο για το οποίο εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διώκεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης για την ίδια πράξη με εκείνη στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης·

3)      όταν οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν δίωξη για την αξιόποινη πράξη που αποτελεί το αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είτε να παύσουν τη δίωξη ή όταν ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης·

4)      όταν έχει επέλθει παραγραφή της ποινικής δίωξης ή της ποινής σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι πράξεις ανάγονται στην αρμοδιότητα αυτού του κράτους μέλους σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο·

5)      εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε τρίτη χώρα, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί να εκτιθεί πλέον σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας της καταδίκης·

6)      εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο·

7)      όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά αξιόποινες πράξεις οι οποίες:

α)      κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης θεωρούνται ότι διεπράχθησαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο·

β)      διεπράχθησαν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιτρέπει τη δίωξη για τα ίδια αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους του.»

6        Το άρθρο 6 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.»

7        Το άρθρο 8 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», αναφέρει τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καθώς και τη γλώσσα στην οποία πρέπει να μεταφραστεί.

8        Το κεφάλαιο 3 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, το οποίο αφορά τα «[α]ποτελέσματα της παράδοσης», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 27, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενδεχόμενη δίωξη για άλλες αξιόποινες πράξεις» και έχει ως εξής:

«1.      Έκαστο κράτος μέλος δύναται να κοινοποιεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ότι, στις σχέσεις του με άλλα κράτη μέλη που έχουν προβεί στην ίδια κοινοποίηση, τεκμαίρεται η συγκατάθεση για τη δίωξη, καταδίκη ή κράτηση ενός προσώπου προς έκτιση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε, εκτός εάν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ορίσει άλλως στην απόφασή της για την παράδοση.

2.      Εξαιρέσει των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3, πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε.

3.      Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

ζ)      οσάκις η δικαστική αρχή εκτέλεσης που παρέδωσε τον συλληφθέντα δίδει τη σχετική συγκατάθεσή της σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.      Η αίτηση συγκατάθεσης υποβάλλεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης και συνοδεύεται από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 και από τη μετάφραση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2. Δίδεται συγκατάθεση όταν για την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται χωρεί επίσης παράδοση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αρνείται τη συγκατάθεσή της για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και μπορεί πέραν αυτού να την αρνηθεί μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 4. Η απόφαση λαμβάνεται το αργότερο 30 ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης.

Για τις περιπτώσεις του άρθρου 5, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πρέπει να παρέχει τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.»

 Το ιρλανδικό δίκαιο

9        Ο European Arrest Warrant Act 2003 (νόμος του 2003 περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) μετέφερε την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 στην ιρλανδική έννομη τάξη.

10      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος του 2003), προβλέπει τα εξής:

«Στον παρόντα νόμο […],

[…]

ως “δικαστική αρχή έκδοσης” νοείται, όσον αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η δικαστική αρχή στο κράτος έκδοσης από την οποία εκδόθηκε το σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης·

ως “κράτος έκδοσης” νοείται, όσον αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το κράτος μέλος […] του οποίου η δικαστική αρχή εξέδωσε το συγκεκριμένο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης·

ως “δικαστική αρχή” νοείται ο δικαστής, ειρηνοδίκης ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους να ασκεί καθήκοντα ταυτόσημα ή παρεμφερή προς αυτά που ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 33 από τα δικαστήρια [της Ιρλανδίας]·

[…]».

11      Το άρθρο 22, παράγραφος 7, του νόμου του 2003 έχει ως εξής:

«Το High Court [(Ανώτερο Δικαστήριο, Ιρλανδία)] δύναται, όσον αφορά πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε στο κράτος έκδοσης δυνάμει του παρόντος νόμου, να παράσχει τη συγκατάθεσή του:

(a)      στην κίνηση διαδικασίας εις βάρος του εν λόγω προσώπου στο κράτος έκδοσης για την τέλεση αξιόποινης πράξης,

(b)      στην επιβολή ποινής στο κράτος έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων των στερητικών της ελευθερίας ποινών, για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ή

(c)      στην κίνηση διαδικασίας εις βάρος του εν λόγω προσώπου ή στην κράτηση του προσώπου αυτού στο κράτος έκδοσης με σκοπό την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής ή την έκδοση διάταξης για την κράτηση του εν λόγω προσώπου για την τέλεση αξιόποινης πράξης,

μετά την παραλαβή σχετικού γραπτού αιτήματος από το κράτος έκδοσης.»

12      Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 8, του εν λόγω νόμου, δεν παρέχεται η συγκατάθεση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 22, παράγραφος 7, αν η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη συνιστά αξιόποινη πράξη για την οποία δεν είναι δυνατή η παράδοση προσώπου δυνάμει του μέρους 3 του ίδιου νόμου. Το μέρος 3 απαριθμεί τις διατάξεις που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα, την αντιστοίχιση των αδικημάτων, το διπλό αξιόποινο, τις διώξεις εις βάρος του καταζητούμενου προσώπου εντός της εν λόγω χώρας με βάση τα ίδια προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, την ηλικία έναρξης της ποινικής ευθύνης, την ετεροδικία και τη διεξαγωγή ερήμην δικών.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Το High Court (ανώτερο δικαστήριο), ως δικαστική αρχή εκτέλεσης, επιλήφθηκε αίτησης για την εκτέλεση τριών ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν κατά του OE το 2016 στις Κάτω Χώρες, εκ των οποίων τα δύο εκδόθηκαν από την εισαγγελία του Άμστερνταμ και το τρίτο από την ολλανδική εθνική εισαγγελία (στο εξής: αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης).

14      Με διάταξη κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε την παράδοση του OE αφού απέρριψε τις αντιρρήσεις του (στο εξής: διάταξη περί παραδόσεως του 2017). Δεν αμφισβητείται ότι καμία από τις αντιρρήσεις αυτές δεν αφορούσε το γεγονός ότι τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης είχαν εκδοθεί από εισαγγελικές αρχές. Μετά την παράδοση, ο OE καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 18 ετών, την οποία εκτίει επί του παρόντος στις Κάτω Χώρες.

15      Το 2019 ανακριτής του Άμστερνταμ υπέβαλε στο High Court (ανώτερο δικαστήριο) αίτηση συγκατάθεσης βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 και του άρθρου 22, παράγραφος 7, του νόμου του 2003, προκειμένου να επιτραπεί η άσκηση δίωξης κατά του OE για αξιόποινες πράξεις διαπραχθείσες πριν από την παράδοσή του, διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης.

16      Ο OE αντιτάχθηκε στην εν λόγω αίτηση, υποστηρίζοντας ότι τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης δεν είχαν εκδοθεί εγκύρως, δεδομένου ότι είχαν εκδοθεί από εισαγγελικές αρχές, δηλαδή από αρχές οι οποίες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν «δικαστικές αρχές», κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2002/584. Κατά τον OE, το γεγονός αυτό απέκλειε την αποδοχή της αίτησης συγκατάθεσης.

17      Με διάταξη της 27ης Ιουλίου 2020, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) παρέσχε τη ζητηθείσα συγκατάθεση. Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης δεν είχαν εκδοθεί εγκύρως, υπογράμμισε ότι η διάταξη περί παραδόσεως του 2017 είχε ισχύ δεδικασμένου. Ο OE άσκησε έφεση κατά της διάταξης αυτής ενώπιον του Court of Appeal (εφετείου, Ιρλανδία).

18      Στις 27 Μαΐου 2021 το Court of Appeal (εφετείο) απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι έπρεπε να εφαρμοστεί ο εθνικός δικονομικός κανόνας του estoppel, ο οποίος απέκλειε την προσβολή της διάταξης περί παραδόσεως του 2017. Συναφώς, το Court of Appeal (εφετείο) παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στη νομολογία του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των ενδίκων μέσων ή την εκπνοή των προθεσμιών για την άσκηση ενδίκου μέσου δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να προσβληθούν.

19      Η αίτηση που υπέβαλε ο ΟΕ στις 6 Ιουλίου 2021 ζητώντας να του επιτραπεί να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης του Court of Appeal (εφετείου) έγινε δεκτή, με απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπόθεση της κύριας δίκης ήγειρε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος.

20      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο OE παραδέχεται ότι η διάταξη περί παραδόσεως του 2017 έχει αποκτήσει, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, ισχύ δεδικασμένου και ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί να μπορεί να προσβληθεί η εν λόγω διάταξη. Εντούτοις, όσον αφορά τις νομικές προϋποθέσεις που διέπουν τη διαδικασία συγκατάθεσης, η οποία έχει αυτοτελή χαρακτήρα, ο OE παρατηρεί ότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 7, του νόμου του 2003, η αίτηση συγκατάθεσης πρέπει να προέρχεται από το «κράτος έκδοσης», το οποίο ορίζεται ως το κράτος του οποίου η «δικαστική αρχή» εξέδωσε το αρχικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Στο μέτρο, όμως, που από τις αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456), και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953), προκύπτει ότι οι εισαγγελείς που εξέδωσαν τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης δεν ήταν «δικαστικές αρχές» κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2002/584, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «κράτος έκδοσης» για τους σκοπούς της διαδικασίας παροχής συγκατάθεσης.

21      Προς αντίκρουση, ο Minister for Justice and Equality (Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας) υποστηρίζει ότι οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη δυνατότητα των ολλανδικών εισαγγελικών αρχών να ενεργούν ως δικαστικές αρχές έκδοσης των αρχικών ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει κριθεί αμετακλήτως από το High Court (Ανώτερο δικαστήριο) με τη διάταξη περί παραδόσεως του 2017, και ότι η αρχή του estoppel έχει εφαρμογή στην εν λόγω αμετάκλητη διάταξη, οπότε αυτή δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

22      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση στο κατά πόσον μπορεί να επιτραπεί στον OE, στο πλαίσιο της αίτησης συγκατάθεσης που διαλαμβάνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, να προβάλει επιχείρημα βασιζόμενο στο στοιχείο ότι τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης δεν είχαν εκδοθεί από «δικαστική αρχή έκδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, εξαρτάται από τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που υφίσταται μεταξύ της διαδικασίας παράδοσης και της διαδικασίας παροχής συγκατάθεσης.

23      Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που οι δύο αυτές διαδικασίες θεωρηθούν διακριτές και αυτοτελείς, η αρχή του estoppel δεν μπορεί να εφαρμοστεί, οπότε κάθε αντίρρηση που προβάλλει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο της αίτησης παράδοσης μπορεί να προβληθεί εκ νέου στο πλαίσιο της αίτησης συγκατάθεσης.

24      Αντιθέτως, στην περίπτωση που οι διαδικασίες αυτές πρέπει να θεωρηθούν τόσο στενά συνδεδεμένες ώστε ένα ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση περί παραδόσεως να λογίζεται ότι έχει κριθεί και για τους σκοπούς της απόφασης για την παροχή συγκατάθεσης, ο OE δεν επιτρέπεται να προβάλει στο στάδιο αυτό επιχείρημα σχετικό με την ιδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 27 της απόφασης-πλαισίου [2002/584] την έννοια ότι η απόφαση παραδόσεως προσώπου δημιουργεί νομικό δεσμό μεταξύ του προσώπου αυτού, του κράτους εκτέλεσης και του κράτους [έκδοσης], με συνέπεια να θεωρείται ότι οποιοδήποτε ζήτημα έχει κριθεί αμετάκλητα στο πλαίσιο της απόφασης αυτής πρέπει επίσης να θεωρείται ότι έχει κριθεί για τους σκοπούς της διαδικασίας παροχής συγκατάθεσης για περαιτέρω δίωξη ή επιβολή ποινής για άλλες αξιόποινες πράξεις;

2)      Στην περίπτωση που η απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το άρθρο 27 δεν επιβάλλει την ως άνω ερμηνεία, παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας εθνικός δικονομικός κανόνας ο οποίος δεν επιτρέπει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να επικαλεστεί, στο πλαίσιο της αιτήσεως παροχής συγκατάθεσης, σχετική με το ζήτημα απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε μετά την έκδοση της απόφασης που διατάσσει την παράδοση;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ή, επικουρικώς, με την ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Προς στήριξη των αιτημάτων του, το αιτούν δικαστήριο επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο OE είχε στερηθεί την ελευθερία του στις Κάτω Χώρες κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως και ότι οι ολλανδικές αρχές επεδίωκαν να διευκρινίσουν, επειγόντως, το νομικό καθεστώς του.

27      Στις 15 Μαρτίου 2022 το Δικαστήριο αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να μην κάνει δεκτό το αίτημα υπαγωγής της υπό κρίση υποθέσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία, δεδομένου ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του επείγοντος χαρακτήρα που προβλέπονται στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας.

28      Στις 23 Μαρτίου 2022 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει το αίτημα υπαγωγής της υπό κρίση υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία.

29      Πράγματι, αφενός, εν προκειμένω, μολονότι ο OE στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του, η συνέχιση της κράτησής του δεν εξαρτάται από την απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα, δεδομένου ότι εκτελεί ποινή για την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα.

30      Αφετέρου, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο ή οι εθνικές αρχές οφείλουν να εφαρμόσουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ταχείας διευθέτησης της υπόθεσης της κύριας δίκης δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να δικαιολογηθεί η εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2015:862, σκέψη 8).

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, βάσει του οποίου ελήφθη εις βάρος προσώπου απόφαση περί παραδόσεως, εκδόθηκε από αρχή η οποία δεν αποτελούσε «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, εμποδίζει, μεταγενέστερα, τη δικαστική αρχή εκτέλεσης στην οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση από δικαστική αρχή έκδοσης κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, να παράσχει τη συγκατάθεσή της για τη δίωξη, καταδίκη ή στέρηση της ελευθερίας του προσώπου αυτού για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, διαφορετική από εκείνη για την οποία παραδόθηκε το εν λόγω πρόσωπο.

32      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αποσαφηνίζει και εξειδικεύει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από της θέσεώς του σε ισχύ. Επομένως, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας δικαίου μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης επί του αιτήματος ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις για να αχθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα δικαίου διαφορά (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C‑477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Στη σκέψη 70 της απόφασης της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953), το Δικαστήριο έκρινε, παραπέμποντας συναφώς στα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456), ότι ο εισαγγελέας κράτους μέλους ο οποίος, έστω και αν μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, μπορεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του προς λήψη απόφασης, να λάβει από την εκτελεστική εξουσία οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση, δεν συνιστά «δικαστική αρχή εκτέλεσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584. Περαιτέρω, στη σκέψη 47 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η θέση και η φύση των δικαστικών αρχών που διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 ταυτίζονται, έστω και αν οι εν λόγω δικαστικές αρχές ασκούν διαφορετικά καθήκοντα τα οποία συνδέονται, αφενός, με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, αφετέρου, με την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος.

34      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης τα οποία, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, έχουν εκδοθεί από εισαγγελέα κράτους μέλους ο οποίος μπορεί να λαμβάνει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του προς λήψη απόφασης, οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση από την εκτελεστική εξουσία, δεν εκδίδονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της απόφασης-πλαισίου 2002/584.

35      Τούτου δοθέντος, υπενθυμίζεται, δεύτερον, η σπουδαιότητα την οποία έχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή του δεδικασμένου. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των ως άνω ενδίκων μέσων (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο OE δεν άσκησε έφεση κατά της διάταξης περί παραδόσεως του 2017 και ότι, μετά την παράδοση, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης στις Κάτω Χώρες με απόφαση που κατέστη αμετάκλητη. Εντούτοις, χωρίς να αμφισβητεί το δεδικασμένο της διάταξης περί παραδόσεως του 2017 ούτε το δεδικασμένο που απορρέει από την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της παραδόσεως αυτής, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, ο OE προβάλλει ότι η συγκατάθεση που ζητείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 δεν μπορεί να δοθεί στην περίπτωση κατά την οποία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης βάσει των οποίων έγινε η παράδοση δεν είχαν εκδοθεί σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό, ο OE δεν αμφισβητεί ούτε το καθεστώς της δικαστικής αρχής που υπέβαλε την αίτηση συγκατάθεσης.

37      Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, από τη στιγμή που ο καταζητούμενος συνελήφθη και εν συνεχεία παραδόθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει, κατ’ αρχήν, εξαντλήσει τα έννομα αποτελέσματά του, υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπόμενων στο κεφάλαιο 3 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 αποτελεσμάτων της παράδοσης (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, MM, C‑414/20 PPU, EU:C:2021:4, σκέψη 77).

38      Μεταξύ των αποτελεσμάτων της παράδοσης που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 περιλαμβάνεται και η ενδεχόμενη δίωξη για άλλες αξιόποινες πράξεις, οι όροι της οποίας προβλέπονται στο άρθρο 27 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου.

39      Το άρθρο 27 ορίζει, στην παράγραφο 2, τον κανόνα της ειδικότητας, κατά τον οποίο, εξαιρέσει των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3, πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πώς στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε [πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Generalbundesanwalt beim Bundesgerichtshof (Αρχή της ειδικότητας), C‑195/20 PPU, EU:C:2020:749, σκέψη 36].

40      Βάσει του κανόνα αυτού, το κράτος μέλος έκδοσης που επιθυμεί να ασκήσει δίωξη εις βάρος ορισμένου προσώπου ή να το καταδικάσει για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, κατ’ εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, διαφορετική από εκείνη για την οποία έγινε η παράδοση, υποχρεούται να λάβει τη συγκατάθεση του κράτους μέλους εκτέλεσης, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να σφετεριστεί το πρώτο κράτος μέλος αρμοδιότητες οι οποίες θα μπορούσαν να ασκηθούν από το κράτος μέλος εκτέλεσης και να υπερβεί τις εξουσίες του έναντι του διωκομένου [πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Generalbundesanwalt beim Bundesgerichtshof (Αρχή της ειδικότητας), C‑195/20 PPU, EU:C:2020:749, σκέψη 40].

41      Μόνο στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 27 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ιδίως όταν η συγκατάθεση έχει δοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, στοιχείο ζʹ, και την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, επιτρέπεται στις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως να ασκήσουν δίωξη ή να καταδικάσουν το συγκεκριμένο πρόσωπο για αξιόποινη πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία παραδόθηκε [πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 63].

42      Εντούτοις, παρά τον δεσμό μεταξύ της εφαρμογής του άρθρου 27 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 και της υπάρξεως προηγουμένως εκτελεσθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η απόφαση παροχής της συγκατάθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 διακρίνεται από εκείνη που αφορά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και παράγει, για τον ενδιαφερόμενο, αποτελέσματα που διακρίνονται από εκείνα της τελευταίας αυτής απόφασης [αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 60, και της 26ης Οκτωβρίου 2021, Openbaar Ministerie (Δικαίωμα ακροάσεως από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης), C‑428/21 PPU και C‑429/21 PPU, EU:C:2021:876, σκέψη 49].

43      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, η απόφαση περί συγκατάθεσης, έχει ιδιαίτερο αντικείμενο και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να λαμβάνεται από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης κατόπιν χωριστής και αυτοτελούς εξετάσεως σε σχέση με εκείνη στην οποία βασίστηκε η έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

44      Πράγματι, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να εξακριβώσει αν η αίτηση συγκατάθεσης που της υποβάλλεται συνοδεύεται από τις πληροφορίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου και από μετάφραση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2 της απόφασης-πλαισίου. Η εν λόγω αρχή πρέπει επιπλέον να εξακριβώσει εάν για την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται η συγκατάθεση συνεπάγεται και υποχρέωση παράδοσης κατά τις διατάξεις της ίδιας απόφασης-πλαισίου. Τέλος, πρέπει να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης που διαλαμβάνονται στα άρθρα 3 και 4 της απόφασης-πλαισίου, αν μπορεί να επιτραπεί η επέκταση της δίωξης και σε αξιόποινες πράξεις διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες παραδόθηκε ο ενδιαφερόμενος.

45      Πάντως, από το γράμμα των διατάξεων αυτών δεν προκύπτει ότι πλημμέλεια την οποία ενέχει το αρχικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι ικανή να εμποδίσει τη δικαστική αρχή εκτέλεσης να παράσχει τη ζητηθείσα συγκατάθεση.

46      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων θα υπονόμευε τους σκοπούς της απόφασης-πλαισίου 2002/584.

47      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι τα άρθρα 27 και 28 της απόφασης-πλαισίου παρέχουν στα κράτη μέλη συγκεκριμένες αρμοδιότητες κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οι εν λόγω διατάξεις, καθόσον θεσπίζουν κανόνες που παρεκκλίνουν από την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που τίθεται με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου, δεν μπορούν να ερμηνεύονται με τρόπο που να παρεμποδίζει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση και την επιτάχυνση των παραδόσεων μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, λαμβανομένης υπόψη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ τους [απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Generalbundesanwalt beim Bundesgerichtshof (Αρχή της ειδικότητας), C‑195/20 PPU, EU:C:2020:749, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

48      Αν όμως γίνει δεκτό ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η παράδοση μπορούν να επανεξεταστούν στο πλαίσιο αίτησης συγκατάθεσης υποβληθείσας βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της απόφασης περί συγκατάθεσης, για λόγους άσχετους προς τους προβλεπόμενους στην εν λόγω παράγραφο 4, πράγμα που θα αντέβαινε στην επιταγή της ταχείας διεκπεραίωσης που διέπει την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

49      Επιπλέον, μια τέτοια επανεξέταση θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, στο μέτρο που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το απρόσβλητο της δικαστικής απόφασης που διέταξε την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως.

50      Εξάλλου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 13, 14 και 32 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι η διάταξη περί παραδόσεως του 2017 κατέστη αμετάκλητη παρότι εκδόθηκε κατόπιν ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης χαρακτηριζόμενων εκ του ότι εκδόθηκαν από αρχές οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν «αρμόδιες δικαστικές αρχές», κατά την έννοια του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, θα ήταν παράδοξο να τεθεί υπό αμφισβήτηση, λόγω του ίδιου γεγονότος, η συγκατάθεση για την οποία κινήθηκε η διαφορά της κύριας δίκης και η οποία ζητείται κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από αρμόδια δικαστική αρχή.

51      Τέλος, η ερμηνεία του άρθρου 27 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης της ατιμωρησίας, τον οποίο επίσης επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 141). Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί να παράσχει τη συγκατάθεση που της ζητείται σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, θα υπονομευόταν ο εν λόγω σκοπός, καθόσον οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους έκδοσης δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν δίωξη, να καταδικάσουν ή να στερήσουν την ελευθερία ενός προσώπου για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, διαφορετική από εκείνη για την οποία παραδόθηκε.

52      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει του οποίου ελήφθη εις βάρος προσώπου απόφαση περί παραδόσεως εκδόθηκε από αρχή η οποία δεν αποτελούσε «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, δεν εμποδίζει, μεταγενέστερα, τη δικαστική αρχή εκτέλεσης στην οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση από δικαστική αρχή έκδοσης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, να παράσχει τη συγκατάθεσή της για τη δίωξη, καταδίκη ή στέρηση της ελευθερίας του προσώπου αυτού για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, διαφορετική από εκείνη για την οποία παραδόθηκε το εν λόγω πρόσωπο.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

53      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών,

έχει την έννοια ότι:

το γεγονός ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει του οποίου ελήφθη εις βάρος προσώπου απόφαση περί παραδόσεως εκδόθηκε από αρχή η οποία δεν αποτελούσε «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, δεν εμποδίζει, μεταγενέστερα, τη δικαστική αρχή εκτέλεσης στην οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση από δικαστική αρχή έκδοσης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, να παράσχει τη συγκατάθεσή της για τη δίωξη, καταδίκη ή στέρηση της ελευθερίας του προσώπου αυτού για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, διαφορετική από εκείνη για την οποία παραδόθηκε το εν λόγω πρόσωπο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.