Language of document : ECLI:EU:T:2018:879

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 6ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης CCB – Προγενέστερο εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CB – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Ομοιότητα των σημείων – Φήμη και έντονος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, και άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 94, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001)»

Στην υπόθεση T‑665/17,

China Construction Bank Corp., με έδρα το Πεκίνο (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τις A. Carboni και J. Gibbs, solicitors,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον J. Ivanauskas,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Groupement des cartes bancaires, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από την C. Herissay Ducamp, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 14ης Ιουνίου 2017 (υπόθεση R 2265/2016-1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Groupement des cartes bancaires και της China Construction Bank,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos, δικαστές,

γραμματέας: R. Ükelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Σεπτεμβρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2017,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 14 Οκτωβρίου 2014 η προσφεύγουσα, China Construction Bank Corp., υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση, μετά τον περιορισμό που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO, υπάγονται στην κλάση 36 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Τραπεζικές υπηρεσίες· εκτιμήσεις χρηματοοικονομικές [ασφάλειες, τράπεζες, ακίνητα]· υπηρεσίες χρηματοδότησης· υπηρεσίες πιστωτικών και χρεωστικών καρτών· κατάθεση αξιογράφων · εκτίμηση αντικών· μεσιτεία· υπηρεσίες εγγυήσεων· καταπιστευτικές υπηρεσίες».

4        Στις 7 Μαΐου 2015 η παρεμβαίνουσα, Groupement des cartes bancaires, άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της καταχωρίσεως του σήματος το οποίο αφορούσε η αίτηση για τις υπηρεσίες που αναφέρθηκαν στη σκέψη 3 ανωτέρω.

5        Η ανακοπή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο προγενέστερο εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο καταχωρίστηκε στις 12 Νοεμβρίου 1999 με αριθμό 269415 και το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

6        Το προγενέστερο σήμα είχε καταχωριστεί, μεταξύ άλλων, για τις υπηρεσίες της κλάσεως 36 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ασφάλειες και χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, και συγκεκριμένα: ασφάλειες, γραφεία συναλλάγματος· έκδοση ταξιδιωτικών επιταγών και πιστωτικών επιστολών· χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, νομισματικές υποθέσεις, τραπεζικές υποθέσεις· ταμεία πρόνοιας· διαχείριση τραπεζικών και νομισματικών ροών με ηλεκτρονικά μέσα· υπηρεσίες ηλεκτρονικών πορτοφολιών· έκδοση και υπηρεσίες προπληρωμένων καρτών, καρτών πληρωμής, πιστωτικών καρτών, καρτών ανάληψης, με πλινθίο ή με λωρίδα, μαγνητικών καρτών και καρτών μνήμης· έκδοση μη ηλεκτρονικών τραπεζικών καρτών· υπηρεσίες ανάληψης χρημάτων μέσω καρτών με πλινθίο ή με μαγνητική λωρίδα, ηλεκτρονική μεταφορά χρημάτων· υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών· υπηρεσίες πληρωμών καρτών· υπηρεσίες προπληρωμένων καρτών· υπηρεσίες χρηματοπιστωτικών συναλλαγών προοριζόμενων για κατόχους καρτών μέσω αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών (ΑΤΜ)· υπηρεσίες αναγνώρισης και εξακρίβωσης της ταυτότητας των συναλλασσομένων· υπηρεσίες παροχής χρηματοπιστωτικών πληροφοριών μέσω κάθε τηλεπικοινωνιακού μέσου· υπηρεσίες χορήγησης έγκρισης και διακανονισμού των πληρωμών βάσει του αριθμού της κάρτας· υπηρεσίες ασφαλούς πληρωμής εξ αποστάσεως· παροχή χρηματοπιστωτικών πληροφοριών, συγκεκριμένα εξ αποστάσεως συλλογή χρηματοπιστωτικών πληροφοριών και δεδομένων».

7        Ο λόγος που προβλήθηκε, μεταξύ άλλων, προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

8        Στις 4 Οκτωβρίου 2016 το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή με το σκεπτικό ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως και απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως.

9        Στις 5 Δεκεμβρίου 2016 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

11      Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η κρίσιμη εδαφική περιοχή για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 ήταν το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείτο εν μέρει από επαγγελματίες και εν μέρει από τους τελικούς καταναλωτές ή το ευρύ κοινό, των οποίων το επίπεδο προσοχής είναι υψηλό (σημεία 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνέχεια, υπό τον τίτλο «Φήμη» (σημεία 22 έως 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως), έκρινε, βάσει πλειόνων στοιχείων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα, ότι το ενδιαφερόμενο γαλλικό κοινό θα αναγνώριζε το προγενέστερο σήμα ως τη συντομογραφία CB που προσδιορίζει την κάρτα πληρωμών της Groupement des cartes bancaires και αναφέρθηκε στη φήμη του λεκτικού σήματος CB για τις υπηρεσίες της κλάσεως 36, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το τέταρτο τμήμα προσφυγών με την απόφασή του της 27ης Αυγούστου 2014 στην υπόθεση R 944/2013-4 – CCB/CB (στο εξής: απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών).

12      Όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, παρά τον εξαιρετικά σχηματοποιημένο χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, το σήμα αυτό θα γινόταν αντιληπτό ως το σύνολο των κεφαλαίων γραμμάτων «CB» και ότι το εικονιστικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν παρεπόμενο δεδομένου του κυρίαρχου στοιχείου του που αποτελείται από το σύνολο των κεφαλαίων γραμμάτων «CCB» (σημεία 30 και 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξ αυτού συνήγαγε, κατ’ ουσίαν, την ύπαρξη ορισμένου βαθμού οπτικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων (σημεία 32 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφού εκτίμησε ότι τα εν λόγω σήματα ήταν, από φωνητικής απόψεως, παρόμοια σε βαθμό υψηλότερο του μέσου όρου, δεδομένου, ιδίως, ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιελάμβανε τα γράμματα του προγενέστερου σήματος, και αφού επισήμανε ότι δεν ήταν δυνατή η εννοιολογική σύγκριση δεδομένου ότι τα δύο σημεία δεν σημαίνουν τίποτα, το τμήμα προσφυγών επικύρωσε τη διαπίστωση του τμήματος ανακοπών περί υπάρξεως ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημείων (σημεία 34 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Αφού επισήμανε ότι το πανομοιότυπο των οικείων υπηρεσιών δεν είχε αμφισβητηθεί, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη του πανομοιότυπου αυτού, της φήμης του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία και της ομοιότητας των σημείων, οι διαφορές μεταξύ των σημείων αυτών και το υψηλότερο του μέσου όρου επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού δεν επαρκούσαν ώστε να αποκλειστεί ο κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό στη Γαλλία (σημεία 39 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προσέθεσε, επίσης, ότι το γεγονός ότι οι μνημονευόμενες στην αίτηση καταχωρίσεως του σήματος υπηρεσίες δεν χρησιμοποιούνται τακτικά από τους καταναλωτές αύξανε την πιθανότητα παραπλανήσεως των καταναλωτών, ακόμη και εκείνων που επιδεικνύουν υψηλό βαθμό προσοχής, από μια αβέβαιη ανάμνηση του σχήματος των σημάτων (σημείο 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Μετά τις παραιτήσεις που έλαβαν χώρα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Η παρεμβαίνουσα, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 75, δεύτερη περίοδος, καθώς και του άρθρου 76, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 94, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και άρθρου 95, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001) και, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

 Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 75, δεύτερη περίοδος, και του άρθρου 76, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009

18      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την υποχρέωση που υπέχει να στηρίζει τις αποφάσεις του μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση (άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009) καθώς και να περιορίζει την εξέτασή του στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι (άρθρο 76, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009) καθόσον στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση στην απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών και στη μη τακτική χρήση των υπηρεσιών της κλάσεως 36, ενώ η απόφαση αυτή και η εν λόγω διαπίστωση ούτε είχαν προβληθεί, ούτε είχαν προσκομιστεί στοιχεία σχετικά με αυτές, ούτε είχαν αποδειχθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO και δεν είχε η ίδια την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικώς με αυτές.

19      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, η εξέταση που πραγματοποιεί το EUIPO περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

20      Η διάταξη αυτή περιορίζει διττώς την εξέταση που πραγματοποιεί το EUIPO. Η διάταξη αφορά, αφενός, τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά βάση των αποφάσεων του EUIPO, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις επί των οποίων οι αποφάσεις αυτές μπορούν εγκύρως να στηριχθούν και, αφετέρου, τη νομική βάση των αποφάσεων αυτών, ήτοι τις διατάξεις που το επιληφθέν όργανο οφείλει να εφαρμόσει. Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα προσφυγών, αποφαινόμενο επί προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία ανακοπής, μπορεί να στηρίξει την απόφασή του μόνο στους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που ο οικείος διάδικος προέβαλε, καθώς και στα σχετικά πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις που επικαλέστηκε ο διάδικος αυτός [βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ – Orange (MOBILIX), T‑336/03, EU:T:2005:379, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

21      Κατά το άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του EUIPO μπορούν να στηρίζονται μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

22      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, αν και το δικαίωμα ακροάσεως, όπως καθιερώνεται με το άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, καλύπτει όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η απόφαση, δεν καλύπτει εντούτοις την τελική θέση την οποία προτίθεται να λάβει η διοίκηση. Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν είναι υποχρεωμένο να ακούσει τον προσφεύγοντα όσον αφορά τη σχετική με την τελική του θέση εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επίσης, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι ένας διάδικος δεν μπόρεσε να λάβει θέση επί εκτιμήσεων οι οποίες δεν συνιστούν αυτοτελή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά εντάσσονται στη συλλογιστική του τμήματος προσφυγών ως προς τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, ενώ ο διάδικος αυτός μπόρεσε να λάβει θέση επί της αιτιολογίας η οποία αφορά τη σύγκριση των σημείων και επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση, δεν στοιχειοθετεί παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009 [βλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2008, Demp κατά ΓΕΕΑ – Bau How (BAU HOW), T‑106/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:14, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

23      Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, την απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών, επισημαίνεται, όπως επισήμαναν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα, ότι η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε την εν λόγω απόφαση προς στήριξη της ανακοπής της (παρατηρήσεις της 10ης Νοεμβρίου 2015 προς στήριξη της ανακοπής), και, στη συνέχεια, προς αντίκρουση της προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών (παρατηρήσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2017).

24      Εξ αυτού έπεται ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών εγκύρως στηρίχθηκε στο συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο επικαλέστηκε διάδικο μέρος. Πρέπει να προστεθεί ότι, καθόσον έγινε επίκληση μόνον αυτής καθεαυτήν της αποφάσεως CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών και όχι του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το τμήμα προσφυγών ορθώς αναφέρθηκε μόνο στο συμπέρασμα της περιλαμβανομένης στην απόφαση αυτή εκτιμήσεως προς στήριξη της δικής του εκτιμήσεως σχετικά με τη φήμη του προγενέστερου σήματος.

25      Εξ αυτού έπεται επίσης, κατ’ ανάγκην, ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση, τόσο με τις παρατηρήσεις της επί της ανακοπής όσο και με την προσφυγή της ενώπιον του τμήματος προσφυγών κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, το σκεπτικό της οποίας αναφέρεται στην απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών, να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της ως προς την τελευταία αυτή απόφαση. Πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι η προσφεύγουσα μπορούσε κατά μείζονα λόγο να λάβει εμπεριστατωμένη θέση επί της αποφάσεως CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών, συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της αποφάσεως εκείνης, καθόσον συμμετείχε στη διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η συγκεκριμένη απόφαση.

26      Μπορεί να προστεθεί ότι, ακόμη και αν αυτές οι δυνατότητες της προσφεύγουσας να τοποθετηθεί επί της αποφάσεως CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών δεν κρίνονταν επαρκείς για την τήρηση του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα εξακολουθούσε να μην ενέχει πλημμέλειες [βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Australian Gold κατά ΓΕΕΑ – Effect Management & Holding (HOT), T‑611/13, EU:T:2015:492, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Πράγματι, καθόσον θα αποδειχθεί στη σκέψη 47 κατωτέρω ότι οι εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία είναι βάσιμες ανεξαρτήτως της εκτιμήσεως που περιέχεται στην απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών, η επίμαχη διοικητική διαδικασία δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί της αποφάσεως αυτής κατόπιν των παρατηρήσεων που υπέβαλε η παρεμβαίνουσα σε απάντηση της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

27      Όσον αφορά, δεύτερον, τη διαπίστωση περί μη τακτικής χρήσεως των υπηρεσιών της κλάσεως 36 για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση, μπορεί βεβαίως να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε και η προσφεύγουσα, ότι η διαπίστωση αυτή ούτε προβλήθηκε αυτή καθεαυτήν ενώπιον του τμήματος προσφυγών ούτε τεκμηριώθηκε με αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

28      Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η επίμαχη διαπίστωση δεν συνιστά ούτε τη «σχετική με τα πραγματικά περιστατικά βάση» της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω ούτε «αυτοτελή αιτιολογία» της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 22 ανωτέρω. Όπως εύστοχα παρατηρεί το EUIPO, η εν λόγω διαπίστωση περί μη τακτικής χρήσεως των επίμαχων υπηρεσιών συνδέεται, εν προκειμένω, με την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι το ενδιαφερόμενο κοινό διατηρεί στη μνήμη του μια ατελή εικόνα των επίμαχων σημάτων, εκτίμηση ως προς την οποία πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης ότι στηρίζεται στις εν γένει σπάνιες δυνατότητες διενέργειας άμεσης συγκρίσεως των σημάτων και ότι ενισχύεται εν προκειμένω από τη μη τακτική χρήση των οικείων υπηρεσιών [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2002, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), T‑104/01, EU:T:2002:262, σκέψη 28, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, FVB κατά ΓΕΕΑ – FVD (FVB), T‑10/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:380, σκέψεις 29 και 56].

29      Επομένως, στηριζόμενο στη μη τακτική χρήση των επίμαχων υπηρεσιών, το τμήμα προσφυγών, αφενός, δεν υπερέβη τα όρια της σχετικής με τα πραγματικά περιστατικά βάσεως της εξετάσεώς του και, αφετέρου, δεν είχε την υποχρέωση να ακούσει την προσφεύγουσα σχετικά με την εν λόγω διαπίστωση.

30      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 75, δεύτερη περίοδος, και του άρθρου 76, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

31      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, απορρίπτεται το αίτημα καταχωρίσεως του σήματος εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 2017/1001), ως προγενέστερα σήματα νοούνται τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

32      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως δε της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

33      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει ότι τόσο τα αντιπαρατιθέμενα σήματα όσο και τα προσδιοριζόμενα από αυτά προϊόντα ή υπηρεσίες είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές [βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2009, Commercy κατά ΓΕΕΑ – easyGroup IP Licensing (easyHotel), T‑316/07, EU:T:2009:14, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

34      Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες και από το ευρύ κοινό, και επιδεικνύει υψηλό επίπεδο προσοχής (σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσεως των επίμαχων υπηρεσιών [βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2015, AgriCapital κατά ΓΕΕΑ – agri.capital (AGRI.CAPITAL), T‑514/13, EU:T:2015:372, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

36      Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί περαιτέρω τον εκ μέρους του τμήματος προσφυγών ορισμό της κρίσιμης για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως στη συγκεκριμένη υπόθεση εδαφικής περιοχής (σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ήτοι του εδάφους της Ένωσης, υπενθυμιζομένου ότι αρκεί να υπάρχει σχετικός λόγος απαραδέκτου σε ένα μέρος της Ένωσης [βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ – Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, EU:T:2006:397, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

37      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, αντιθέτως, την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εκτίμηση σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων καθώς και τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως εν προκειμένω.

 Επί του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος

38      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι στήριξε την εκτίμησή του όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος στα σχετικά με τη φήμη συμπεράσματα, όπως αυτά παρατίθενται στην απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών, ενώ, μεταξύ άλλων, η εν λόγω απόφαση αφορούσε σήμα διαφορετικό από το προγενέστερο σήμα. Επίσης, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν προσδιόρισε τις υπηρεσίες ως προς τις οποίες έκρινε ότι το προγενέστερο σήμα έχαιρε φήμης και εκτιμά ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν ήταν ικανά να αποδείξουν τη φήμη για όλες τις υπηρεσίες που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Η προσφεύγουσα επικρίνει, τέλος, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στη φήμη του προγενέστερου σήματος, ενώ κρίσιμη για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως ήταν μόνον η διαπίστωση του αυξημένου διακριτικού χαρακτήρα του.

39      Πρέπει να επισημανθεί, προκαταρκτικώς, όπως ορθώς επισημαίνει το EUIPO, ότι οι έννοιες της «φήμης» και του «έντονου διακριτικού χαρακτήρα» συνδέονται στενά. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η φήμη προγενέστερου σήματος δύναται να συντελέσει στον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του και, ως εκ τούτου, να αυξήσει τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ του σήματος αυτού και του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση [αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 2003, Díaz κατά ΓΕΕΑ – Granjas Castelló (CASTILLO), T‑85/02, EU:T:2003:288, σκέψη 44, και της 27ης Μαρτίου 2012, Armani κατά ΓΕΕΑ – Del Prete (AJ AMICI JUNIOR), T‑420/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:156, σκέψη 33]. Ως εκ τούτου, ο έντονος διακριτικός χαρακτήρας σήματος κατέστη δυνατό να αναγνωριστεί λόγω της φήμης του σήματος [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2011, PJ Hungary κατά ΓΕΕΑ – Pepekillo (PEPEQUILLO), T‑580/08, EU:T:2011:227, σκέψη 91, και της 7ης Οκτωβρίου 2015, Panrico κατά ΓΕΕΑ – HDN Development (Krispy Kreme DOUGHNUTS), T‑534/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:751, σκέψη 60].

40      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η φήμη και ο έντονος διακριτικός χαρακτήρας διαφέρουν περισσότερο ως προς την ένταση παρά ως προς τη φύση τους. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί, αφενός, ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα εντονότερου του συνήθους, λόγω της αναγνωρισιμότητας ενός σήματος στην αγορά, προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το σήμα αυτό είναι γνωστό τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού, χωρίς να πρέπει κατ’ ανάγκη να χαίρει φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001) [βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ – Johnson’s Veterinary Products (VITACOAT), T‑277/04, EU:T:2006:202, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Έχει κριθεί, αφετέρου, με παραπομπή στην απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, General Motors (C‑375/97, EU:C:1999:408, σκέψεις 26 και 27), η οποία αφορούσε τη φήμη, ότι οι παράγοντες που ασκούν επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί η απόκτηση έντονου διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως ήταν οι ίδιοι με εκείνους που είναι κρίσιμοι για την εκτίμηση της φήμης, ήτοι, μεταξύ άλλων, το μερίδιο αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεώς του καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες είχε προβεί η επιχείρηση για την προώθησή του (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, VITACOAT, T‑277/04, EU:T:2006:202, σκέψη 35).

41      Επομένως, το τμήμα προσφυγών, προκειμένου να εκτιμήσει εάν το προγενέστερο σήμα είχε έντονο διακριτικό χαρακτήρα, ορθώς στηρίχθηκε στα στοιχεία που επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα προκειμένου να αποδείξει τη φήμη του.

42      Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, το τμήμα προσφυγών στήριξε το συμπέρασμά του σχετικά με τη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία τόσο στα στοιχεία που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα προς απόδειξη της φήμης αυτής, τα οποία παρατίθενται και αναλύονται στα σημεία 22 έως 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσο και στην απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών, η οποία μνημονεύεται στο σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

43      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις δύο αυτές βάσεις της εκτιμήσεως της φήμης του προγενέστερου σήματος.

44      Όσον αφορά την εκτίμηση των στοιχείων προς απόδειξη της φήμης του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα εν λόγω στοιχεία ήταν ικανά να αποδείξουν μια τέτοια φήμη για ορισμένες υπηρεσίες της κλάσεως 36. Συγκεκριμένα, επικρίνει μόνον τον μη προσδιορισμό των οικείων υπηρεσιών της κλάσεως 36 και, επομένως, τη μη απόδειξη του έντονου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος για το σύνολο των υπηρεσιών αυτών.

45      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα των καλυπτόμενων από αυτό προϊόντων ή υπηρεσιών τα οποία συνεπάγονται κίνδυνο συγχύσεως με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, λόγω του πανομοιότυπου ή παρεμφερούς χαρακτήρα τους με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει το σήμα αυτό. Εν προκειμένω, από το σημείο 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο επαναλαμβάνει ως προς το ζήτημα αυτό την απόφαση του τμήματος ανακοπών, προκύπτει ότι οι υπηρεσίες που καλύπτει η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος θεωρήθηκαν πανομοιότυπες με τις υπηρεσίες «χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, νομισματικές υποθέσεις, τραπεζικές υποθέσεις» που καλύπτει το προγενέστερο σήμα (βλ. επίσης σημεία 37 και 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που πρέπει να γίνει δεκτό. Το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε συνεπώς να εκτιμήσει αν το προγενέστερο σήμα είχε έντονο διακριτικό χαρακτήρα για το σύνολο των υπηρεσιών της κλάσεως 36 που καλύπτονται από το εν λόγω σήμα. Ως εκ τούτου, ορθώς, εξέτασε, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση (σημεία 4, 22 και 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και όπως επιβεβαίωσε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη φήμη του προγενέστερου σήματος όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, τις νομισματικές υποθέσεις και τις τραπεζικές υποθέσεις.

46      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει μόνον ότι τα προσκομισθέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής στοιχεία δεν αποδείκνυαν τη χρήση του προγενέστερου σήματος για τις υπηρεσίες «χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, νομισματικές υποθέσεις, τραπεζικές υποθέσεις» και παραπέμπει συναφώς, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας προς στήριξη της ανακοπής της. Τα στοιχεία αυτά όμως δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα δεδομένα που παρέσχε η παρεμβαίνουσα σχετικά με τον αριθμό των τραπεζικών καρτών σε κυκλοφορία οι οποίες φέρουν το προγενέστερο εικονιστικό σημείο (πάνω από 62 εκατομμύρια το 2014), τον αριθμό των συναλλαγών που πραγματοποιούνται με τις κάρτες αυτές (πάνω από 10 δισεκατομμύρια το 2014) και τον βασικό ρόλο της παρεμβαίνουσας –που σε ορισμένα έγγραφα αναγράφεται ως «Groupement des cartes bancaires CB»– στο γαλλικό σύστημα πληρωμών και στη διεξαγωγή των συναλλαγών με τραπεζικές κάρτες στη Γαλλία, δεδομένα από τα οποία το τμήμα προσφυγών ορθώς συνήγαγε την ένταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος για τις προαναφερθείσες υπηρεσίες και το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεως όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό στη Γαλλία καθώς και, ως εκ τούτου, τη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία (σημεία 22 έως 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (βλ. επίσης σκέψη 40 ανωτέρω).

47      Επομένως, στον βαθμό που οι εν λόγω αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, αφ’ εαυτών, ικανές να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία, οι πλημμέλειες που θα μπορούσαν να πλήξουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως που στηρίζεται στην απόφαση CCB/CB του τετάρτου τμήματος προσφυγών δεν επηρεάζουν, εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα αυτό. Επομένως, όλα τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα επικρίνει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία αναφέρεται στην ως άνω απόφαση πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

48      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ορθώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος και, ειδικότερα, ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως δεν μπορούν να κλονίσουν τη διαπίστωση ότι το προγενέστερο σήμα έχαιρε φήμης στη Γαλλία.

 Επί της ομοιότητας των σημείων

49      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ορισμένου βαθμού οπτική ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, καθόσον κακώς έλαβε υπόψη τη φήμη του προγενέστερου σήματος κατά την εκτίμηση της ομοιότητας αυτής, αναλύοντας το προγενέστερο σήμα ως εάν επρόκειτο για το λεκτικό σήμα CB και επικεντρώνοντας την εξέτασή του όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στο λεκτικό στοιχείο «ccb» του σήματος, χωρίς να λάβει υπόψη το εικονιστικό στοιχείο του. Θεωρεί, εξάλλου, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι τα σημεία ήταν παρόμοια από φωνητικής απόψεως σε βαθμό υψηλότερο του μέσου όρου, διότι, όταν πρόκειται για τόσο σύντομα σημεία, η διαφορά που προκύπτει από την προσθήκη ενός γράμματος γίνεται αμέσως αντιληπτή ως σημαντική. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η εννοιολογική ομοιότητα δεν επηρεάζει τη συνολική εκτίμηση της ομοιότητας και ότι η οπτική ομοιότητα είναι σημαντική κατά τη σύγκριση εικονιστικών σημάτων, το τμήμα προσφυγών όφειλε εν προκειμένω, να διαπιστώσει, το πολύ, μια ιδιαίτερα ισχνή ομοιότητα των σημείων.

50      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθεμένων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σημεία, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους [βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2003, Phillips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – Pash Textilvertrieb und Einzelhandel (BASS), T‑292/01, EU:T:2003:264, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

51      Όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρέπει ασφαλώς να διακρίνεται η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα ενός στοιχείου σύνθετου σήματος, που συνδέεται με την ικανότητα του στοιχείου αυτού να κυριαρχήσει στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα, από την ανάλυση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, που συνδέεται με την έκταση της προστασίας που παρέχεται σε ένα τέτοιο σήμα. Ο διακριτικός χαρακτήρας ενός στοιχείου σύνθετου σήματος εξετάζεται ήδη κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της ομοιότητας των σημείων, η δε ένταση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος είναι ένα από στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως (βλ., συναφώς, διάταξη της 27ης Απριλίου 2006, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, C‑235/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:271, σκέψη 43, και απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Ferrero κατά ΓΕΕΑ, C‑552/09 P, EU:C:2011:177, σκέψη 58). Επιπλέον, όταν ένα σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα, ο χαρακτήρας αυτός πρέπει να αποδίδεται στο σήμα στο σύνολό του και όχι κατ’ ανάγκην σε όλα τα στοιχεία που το απαρτίζουν [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2014, Max Mara Fashion Group κατά ΓΕΕΑ – Mackays Stores (M & Co.), T‑272/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1020, σκέψη 61, και της 14ης Ιουλίου 2017, Certified Angus Beef κατά EUIPO – Certified Australian Angus Beef (CERTIFIED AUSTRALIAN ANGUS BEEF), T‑55/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:499, σκέψη 22].

52      Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα να ληφθεί υπόψη ο έντονος διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος προκειμένου να διαπιστωθεί, κατόπιν λεπτομερούς αναλύσεως, ο διακριτικός χαρακτήρας ενός εκ των στοιχείων του σήματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο έντονος διακριτικός χαρακτήρας και, κατά μείζονα λόγο, η φήμη ενός σημείου μπορούν να επηρεάσουν τον καθορισμό του διακριτικού χαρακτήρα ενός στοιχείου που συνθέτει το επίμαχο σημείο, στο μέτρο που η σημαντική γνώση της συνδέσεως που δημιουργεί το εν λόγω σημείο μεταξύ των καλυπτόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών και συγκεκριμένης επιχειρήσεως μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν το επίμαχο σημείο, ιδίως ο εντονότερος διακριτικός χαρακτήρας ορισμένων εξ αυτών σε σχέση με άλλα.

53      Με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Fabryka Wódek Polmos Łańcut (WISENT) (T‑449/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:839, σκέψη 65), την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα στα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, βεβαίως, ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ή η φήμη του προγενέστερου σήματος ήταν πράγματι, αυτοί καθεαυτούς, κρίσιμοι παράγοντες για την εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως (βλ. επίσης σκέψη 51 ανωτέρω). Εντούτοις, δεν μπορεί να συναχθεί από την απόφαση αυτή ότι απαγορεύεται η συνεκτίμηση του έντονου διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης του προγενέστερου σήματος για να διαπιστωθεί ο διακριτικός χαρακτήρας των στοιχείων που το απαρτίζουν, διαπίστωση που λαμβάνει χώρα για τους σκοπούς της εκτιμήσεως της ομοιότητας των σημείων (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω). Τούτο ενισχύεται από το ότι, με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, WISENT (T‑449/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:839, σκέψη 66), το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο άφησε ανοικτή τη δυνατότητα μιας τέτοιας συνεκτιμήσεως, καθόσον περιορίστηκε να αποφανθεί ότι το EUIPO δεν ήταν υποχρεωμένο, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, να λάβει υπόψη τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος κατά τη σύγκριση των σημείων.

54      Επομένως, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, να στηριχθεί στη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία και, ως εκ τούτου, στη σημασία της γνώσεως της συνδέσεως που το σήμα αυτό δημιουργεί με τις τραπεζικές κάρτες που προσδιορίζονται με τη συντομογραφία CB της Groupement des Cartes Bancaires, ώστε να συναγάγει, ορθώς, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό στο εν λόγω κράτος μέλος επρόκειτο να εκλάβει το προγενέστερο σήμα ως το λεκτικό στοιχείο που αποτελείται από τη συντομογραφία «CB» (σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Είναι, επομένως, αδιάφορο, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι, με προηγούμενη απόφαση (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση R 149/2004-1), το πρώτο τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο σε κρίσιμη εδαφική περιοχή η οποία δεν περιελάμβανε τη Γαλλία και μη λαμβάνοντας υπόψη τη φήμη του προγενέστερου σήματος, το οποίο αποτελούσε το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως στην επίμαχη υπόθεση, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν επρόκειτο να εκλάβει το σήμα αυτό υπό την έννοια ότι απεικονίζει τα κεφαλαία γράμματα «C» και «B».

56      Επισημαίνεται επιπλέον ότι, συνάγοντας εκ της φήμης του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία το συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κοινό στο κράτος μέλος αυτό θα το εκλάμβανε ως τη συντομογραφία CB, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό ως εκ περισσού, όπως τονίζει η χρήση του επιρρήματος «επιπλέον», αφού εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο η γραφιστική απεικόνιση του εν λόγω σήματος μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως σχηματίζουσα το λεκτικό στοιχείο «cb» (σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

57      Ωστόσο, με την εξαίρεση ενός επιχειρήματος το οποίο αντλείται από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 55 ανωτέρω απόφαση και το οποίο απορρίφθηκε στην ίδια σκέψη, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα ικανό να κλονίσει την προηγηθείσα ανάλυση.

58      Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς συνέκρινε τα αντιπαρατιθέμενα σημεία με βάση κυρίως το λεκτικό στοιχείο «cb» του προγενέστερου σήματος.

59      Το τμήμα προσφυγών έκρινε επίσης ορθώς, και χωρίς να στηριχθεί στη νομολογία σύμφωνα με την οποία το λεκτικό στοιχείο του σήματος έχει, καταρχήν, εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από το εικονιστικό στοιχείο όταν ένα σήμα αποτελείται από λεκτικά και εικονιστικά στοιχεία, νομολογία την οποία επέκρινε η προσφεύγουσα, ότι, όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το διακριτικό και κυρίαρχο στοιχείο που πρέπει κυρίως να αποτελέσει το αντικείμενο της συγκρίσεως με το προγενέστερο σήμα αποτελείτο από το λεκτικό στοιχείο «ccb».

60      Πράγματι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, το εικονιστικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν είναι ούτε το κυρίαρχο στοιχείο ούτε το διακριτικό στοιχείο του σήματος αυτού. Αφενός, στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το εικονιστικό στοιχείο δεν κυριαρχεί ούτε λόγω του μεγέθους του, που ισοδυναμεί με το μέγεθος του λεκτικού στοιχείου, ούτε λόγω της θέσεώς του στο σήμα. Αντιθέτως, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω της θέσεώς του πάνω από το δεύτερο κεφαλαίο γράμμα «C» του λεκτικού στοιχείου, το εικονιστικό στοιχείο τονίζει το γράμμα αυτό, και τούτο κατά μείζονα λόγο καθόσον το εικονιστικό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα σχηματοποιημένο γράμμα «c». Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του ενδιαφερόμενου κοινού εν προκειμένω και όπως επισήμανε το EUIPO, το εικονιστικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν μπορεί να εκληφθεί υπό την έννοια της κινεζικής εκφράσεως την οποία φέρεται ότι συμβολίζει. Θα εκληφθεί μάλλον, δεδομένων των απλών γεωμετρικών σχημάτων από τα οποία αποτελείται, ήτοι από ένα τετράγωνο στο εσωτερικό κύκλου, ως διακοσμητικό του λεκτικού στοιχείου «CCB», το οποίο παρατηρείται ότι σχηματίζεται από τα αρχικά της επωνυμίας της προσφεύγουσας και καθορίζει, με τον τρόπο αυτό, την προέλευση των οικείων υπηρεσιών από την εν λόγω επιχείρηση, όπερ συνιστά χαρακτηριστικό της έννοιας του διακριτικού χαρακτήρα.

61      Τούτο συνεπάγεται ότι, από οπτικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε την ύπαρξη ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των διακριτικών στοιχείων των σημείων, όπως αυτά προσδιορίστηκαν στις σκέψεις 54 και 60 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα στοιχεία ομοιότητας που συνδέονται με το κοινό σύνολο των κεφαλαίων γραμμάτων «CB» δεν αντισταθμίζονται από τις διαφορές που προκύπτουν από την προσθήκη του κεφαλαίου γράμματος «C» στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και από τα διακριτά εικονιστικά στοιχεία των δύο σημείων.

62      Ομοίως, από φωνητικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων επίσης υπόψη των διακριτικών στοιχείων των σημείων και της προφοράς τους γράμμα προς γράμμα, την οποία δέχθηκε η προσφεύγουσα, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δύο σημεία προφέρονται κατά τρόπο λίαν παρεμφερή, καθώς μόνο το γράμμα «c» επαναλαμβάνεται κατά την προφορά του λεκτικού στοιχείου του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η επανάληψη αυτή εμποδίζει τη σύγκριση της παρούσας περιπτώσεως με εκείνη στην οποία προστίθεται ένα τρίτο γράμμα, διαφορετικό από τα δύο κοινά γράμματα των αντιπαρατιθεμένων σημείων. Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί, επίσης σε αντίθεση προς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ότι το τμήμα προσφυγών ουδόλως στηρίχθηκε στη φήμη του προγενέστερου σήματος προκειμένου να δεχτεί ότι η επανάληψη του γράμματος «c» στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα μπορούσε να εκληφθεί ως σφάλμα προφοράς (σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

63      Επομένως, δεδομένης περαιτέρω και της αδυναμίας εννοιολογικής συγκρίσεως, που δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα περί ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

64      Το ίδιο θα ίσχυε, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, και στην περίπτωση που θα αποδιδόταν βαρύνουσα σημασία στην οπτική σύγκριση, καθώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι υπάρχει ορισμένου βαθμού οπτική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

 Επί της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως

65      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων του κατά την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος και κατά τη σύγκριση των επίμαχων σημείων. Προσθέτει ότι το τμήμα προσφυγών, αφενός, εσφαλμένως προέβη στη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου και, αφετέρου, εσφαλμένως έλαβε υπόψη τη διαπίστωση περί μη τακτικής χρήσεως των υπηρεσιών της κλάσεως 36.

66      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνεπάγεται ορισμένου βαθμού αλληλεξάρτηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων καθώς και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών. Επομένως, ο μικρός βαθμός ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμιστεί από τον μεγάλο βαθμό ομοιότητας των σημάτων, και αντιστρόφως (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, EU:C:1998:442, σκέψη 17, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, VENADO με πλαίσιο κ.λπ., T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, EU:T:2006:397, σκέψη 74).

67      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων (βλ., ιδίως, σκέψεις 48 και 63 ανωτέρω), ορθώς συνήγαγε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως από το πανομοιότυπο των οικείων υπηρεσιών, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, από τη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γαλλία και από την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων (σημεία 39 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

68      Πρέπει να προστεθεί ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονιστεί από τις αιτιάσεις κατά της διαπιστώσεως του τμήματος προσφυγών περί μη τακτικής χρήσεως των υπηρεσιών που εμπίπτουν στην κλάση 36. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως διαπίστωσε ότι δεν γινόταν τακτική χρήση των υπηρεσιών αυτών και εσφαλμένως έλαβε υπόψη αυτή την έλλειψη τακτικής χρήσεως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η διαπίστωση αυτή απλώς και μόνον ενισχύει, με επάλληλη αιτιολογία, τη γενική εκτίμηση ότι το ενδιαφερόμενο κοινό διατηρεί στη μνήμη του ατελή εικόνα των σημάτων (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), την οποία δεν αμφισβητεί κατά τα λοιπά η προσφεύγουσα.

69      Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν κατέληξε στο συμπέρασμα περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως εκκινώντας από την παραδοχή ότι η χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα συνεπαγόταν σχεδόν κατ’ ανάγκη κίνδυνο συγχύσεως τον οποίο θα μπορούσαν να αποκλείσουν μόνον εντονότερες διαφορές μεταξύ των σημείων και των υπηρεσιών ή λιγότερο έντονος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος. Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του σημείου 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το τμήμα προσφυγών, αναφέροντας στο σημείο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι διαφορές μεταξύ των σημείων και το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού δεν μπορούσαν να αποκλείσουν τον κίνδυνο συγχύσεως που προκαλείται λόγω του πανομοιότυπου των υπηρεσιών, της φήμης του προγενέστερου σήματος και της ομοιότητας των σημείων, δεν εκκινεί από την ως άνω παραδοχή, αλλά απλώς προβαίνει σε σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνεπαγόμενη την αντιστάθμιση ή μη παραγόντων μεγάλης ομοιότητας από παράγοντες μικρότερης ομοιότητας ή από παράγοντες ετερότητας (βλ. σκέψη 66 ανωτέρω).

70      Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την China Construction Bank Corp. στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Δεκεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.