Language of document : ECLI:EU:T:2014:1077

Υπόθεση T‑487/11

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Banco Privado Português, SA
και

Massa Insolvente do Banco Privado Português, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Χρηματοπιστωτικός τομέας — Τραπεζικό δάνειο χορηγηθέν με εγγύηση του Δημοσίου — Ενίσχυση αποσκοπούσα στην αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ — Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε μη συμβατή με την εσωτερική αγορά — Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων — Σύμφωνος χαρακτήρας με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής για τις ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσεως — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 12ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Νομικός χαρακτήρας – Ερμηνεία βάσει αντικειμενικών στοιχείων – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Καταλογιστέα στο κράτος παροχή πλεονεκτήματος από κρατικούς πόρους – Πλεονέκτημα που συνεπάγεται μείωση των κρατικών πόρων ή κίνδυνο τέτοιας μειώσεως – Εγγύηση του Δημοσίου – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά – Ενισχύσεις αποσκοπούσες στην αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Καθορισμός των υποχρεώσεων του κράτους μέλους – Υποχρέωση ανακτήσεως – Περιεχόμενο – Εγγύηση του Δημοσίου – Απόδοση του οικονομικού πλεονεκτήματος

(Άρθρο 108 § 2, εδ. 1, ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Υπολογισμός του προς ανάκτηση ποσού – Ενίσχυση χορηγηθείσα με τη μορφή ατομικής εγγυήσεως – Καθορισμός του στοιχείου ενισχύσεως οσάκις δεν υφίσταται αγοραία τιμή της εγγυήσεως – Υποχρέωση υπολογισμού του στοιχείου ενισχύσεως με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορηγήσεως δανείου υπό ευνοϊκούς όρους

(Άρθρο 108 § 2, εδ. 1, ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1· ανακοίνωση 2008/C 155/02 της Επιτροπής)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια

(Άρθρο 108 § 2, εδ. 1, ΣΛΕΕ)

8.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διαφορετική μεταχείριση που δικαιολογείται αντικειμενικά – Κριτήρια εκτιμήσεως

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 46)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 50-52)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 60-62)

4.      Η παρέκκλιση την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, η έννοια της «σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους» πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικώς. Η Επιτροπή απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εντός κοινοτικού πλαισίου. Το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, κατά τον εκ μέρους του έλεγχο νομιμότητας της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, δεν δύναται να υποκαταστήσει την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής με τη δική του επί του σχετικού ζητήματος, αλλά πρέπει απλώς να εξετάσει αν η υπό κρίση εκτίμηση ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας.

Δεν μπορεί, πάντως, να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι υπερέβη τα όρια της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται με την ανακοίνωση που φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς», ενδεχομένως δε και ότι παρεξέκλινε παρανόμως από τους κανόνες που η ίδια έχει επιβάλει σχετικώς στον εαυτό της, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή ακολούθησε πιστά τους κανόνες της εν λόγω ανακοινώσεως για να κρίνει την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

(βλ. σκέψεις 83, 91)

5.      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο σκοπεί να θέσει σε εφαρμογή το άρθρο 108, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως που έχει καταβληθεί στον δικαιούχο, εκτός αν η ανάκτηση αυτή αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Η κατάργηση παράνομης ενισχύσεως διά της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Ως εκ τούτου, το κράτος μέλος αποδέκτης αποφάσεως που το υποχρεώνει να ανακτήσει τις παράνομες ενισχύσεις οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Συναφώς, το οικείο κράτος πρέπει να επιτύχει την πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών.

Η υποχρέωση αυτή ανακτήσεως σκοπεί να αποκαταστήσει την προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως υφιστάμενη στην αγορά κατάσταση. Ειδικότερα, η ανάκτηση ενισχύσεων μη συμβατών με την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην άρση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε λόγω του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του οποίου είχε τύχει στην αγορά και έναντι των ανταγωνιστών του ο δικαιούχος της ενισχύσεως αυτής, αποκαθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό την υφιστάμενη προ της καταβολής της εν λόγω ενισχύσεως κατάσταση.

Η παράγραφος 15 και η παράγραφος 25, στοιχεία α΄ και γ΄, των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως προβληματικών επιχειρήσεων, των οποίων οι γενικές αρχές έχουν εφαρμογή βάσει της παραγράφου 10 της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δεν αποφαίνονται ούτε ως προς το αντικείμενο ούτε ως προς την έκταση εφαρμογής, επί της ουσίας ή χρονικά, ούτε ως προς τους όρους εφαρμογής εντολής ανακτήσεως.

Ωστόσο, περιορίζοντας τη δυνατότητα εγκρίσεως ενισχύσεων για τη διάσωση «με τη μορφή εγγυήσεων δανείων ή με τη μορφή δανείων» σε εκείνες με «προσωρινό και ανακλητό χαρακτήρα», οι παράγραφοι 15 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως στηρίζονται στη γενική παραδοχή ότι κάθε πλεονέκτημα που παρέχεται προσωρινά βάσει ενισχύσεως για τη διάσωση, με οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να αποδίδεται εφόσον δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις εγκρίσεως στις οποίες υπόκειται η προσωρινή παροχή του. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον ανακλητό χαρακτήρα και με το πνεύμα που διέπει την ενίσχυση για τη διάσωση, η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει δυνατή στην προβληματική επιχείρηση τη διέλευση μιας σύντομης περιόδου κρίσεως, μετά την οποία είτε θα κατορθώσει να εξυγιανθεί αφεαυτής, στοιχείο που προϋποθέτει την υποχρέωσή της να επιστρέψει την ενίσχυση, είτε θα υποβάλει σχέδιο αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως. Στην περίπτωση εγγυήσεως του Δημοσίου, η αρχή αυτή επιτάσσει κατ’ ανάγκη την απόδοση του οικονομικού πλεονεκτήματος που συνεπαγόταν η εν λόγω εγγύηση για τον δικαιούχο κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο είχε χορηγηθεί, δεδομένου ότι απλώς η κατάργησή της από τούδε και στο εξής δεν αρκεί προς τούτο, διότι είναι αντίθετη προς την έννοια της ανακτήσεως.

(βλ. σκέψεις 97, 98, 101, 102)

6.      Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, από το σημείο 4.2 της ανακοινώσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων συνάγεται ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση κατά την οποία αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται αγοραία τιμή της επίμαχης εγγυήσεως, υποχρεούται να υπολογίσει το στοιχείο ενισχύσεως «με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους», χωρίς να δύναται, λόγω του αυτοπεριορισμού κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως, να απεκδυθεί της υποχρεώσεως αυτής ή της μεθόδου υπολογισμού.

(βλ. σκέψη 109)

7.      Όσον αφορά την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο διενεργεί η Επιτροπή, οι επιχειρήσεις δικαιούχοι ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το νομότυπο της ενισχύσεως μόνον εφόσον η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και υπό τον όρο ότι ένας επιμελής οικονομικός φορέας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγείται χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή, γεγονός που την καθιστά παράνομη κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει, κατά το χρονικό σημείο αυτό, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το νομότυπο της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής.

Στο πλαίσιο αυτό, απλώς και μόνον το γεγονός ότι στην απόφαση περί εγκρίσεως μέτρου επείγουσας διασώσεως, με σκοπό να διασφαλισθεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων αφερέγγυου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, δεν μνημονεύθηκε ρητώς η δυνατότητα μεταγενέστερης κηρύξεως της ενισχύσεως ως μη συμβατής, η οποία θα μπορούσε να συνεπάγεται την ανάκτηση ex tunc του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος, δεν αρκεί για να στηριχθούν σε αυτήν τέτοιες δικαιολογημένες προσδοκίες, δεδομένου ότι με τη μεταγενέστερη προσέγγιση της Επιτροπής τηρήθηκαν οι εφαρμοστέοι κανόνες σχετικά με τον προσωρινό και ανακλητό χαρακτήρα των ενισχύσεων με σκοπό τη διάσωση, με τη δε απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου επισημάνθηκε άνευ αμφισημίας ότι, ελλείψει σχεδίου αναδιαρθρώσεως αφερέγγυου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, η προσωρινή έγκριση της επίμαχης ενισχύσεως, όπως είχε χορηγηθεί με την απόφαση περί εγκρίσεως μέτρου επείγουσας διασώσεως, με σκοπό να διασφαλισθεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων αφερέγγυου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, δεν ήταν δυνατό να επικυρωθεί ή να παραταθεί με την απόφαση που θα εκδιδόταν κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα του δικαιούχου της ενισχύσεως ότι η μη υποβολή σχεδίου αναδιαρθρώσεως πρέπει να καταλογισθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο και ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους δεν κοινοποιήθηκε σχέδιο αναδιαρθρώσεως στην Επιτροπή, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη συγκεκριμένη παράλειψη ούτε για το ότι δημιούργησε οποιαδήποτε δικαιολογημένη προσδοκία στον δικαιούχο εντός του πλαισίου αυτού, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι έλαβε όλα τα κατάλληλα μέτρα για να παρακινήσει το κράτος μέλος να της υποβάλει σχέδιο αναδιαρθρώσεως το συντομότερο δυνατόν.

Είναι επίσης αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, στερείται παντελώς νομικού ερείσματος το επιχείρημα ότι η εντολή ανακτήσεως αποτελεί «κύρωση» σε βάρος του δικαιούχου και θίγει σοβαρά τα συμφέροντα των επενδυτών και των πιστωτών του. Πράγματι, η εντολή ανακτήσεως παράνομης ενισχύσεως δεν συνιστά κύρωση εν στενή εννοία, αλλά σκοπεί αποκλειστικά να αποκαταστήσει την προτέρα της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση.

Επιπλέον, οι δικαιούχοι ενισχύσεως δεν μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το νομότυπο ενισχύσεως σε περίπτωση κατά την οποία αυτή χορηγήθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή και της απαγορεύσεως εκτελέσεως της εν λόγω ενισχύσεως βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, είναι παράνομη.

Τέλος, η υποχρέωση των κρατών μελών να ανακτούν τις παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις δεν περιορίζεται ή τίθεται εν αμφιβόλω επειδή ο δικαιούχος της εγγυήσεως είναι αφερέγγυος.

(βλ. σκέψεις 125, 129, 130, 132-134)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 139)