Language of document : ECLI:EU:T:2007:158

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 2007 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – Κοινοτικό αμπελουργικό μητρώο – Απόφαση με την οποία ζητείται η επιστροφή των προκαταβληθέντων ποσών»

Στην υπόθεση T‑232/04,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Β. Κοντόλαιμο, I. Χαλκιά και την Σ. Χαλά,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την M. Κοντού-Durande, επικουρούμενη από τον N. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2004/302/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελλάδα για την κατάρτιση του κοινοτικού αμπελουργικού μητρώου (ΕΕ L 98, σ. 57),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, R. García-Valdecasas και I. Labucka, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Κάντζα, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Νοεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΟK) 2392/86 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την κατάρτιση του κοινοτικού αμπελουργικού μητρώου (EE L 208, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παραγωγοί σταφυλιών που καλλιεργούνται σε υπαίθριο χώρο καταρτίζουν για το έδαφός τους, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, κοινοτικό αμπελουργικό μητρώο […]. Το μητρώο περιλαμβάνει το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 2.»

2        Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 2392/86:

«1.      Η Κοινότητα συμμετέχει στη χρηματοδότηση των μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2, κατά ποσοστό 50 % του πραγματικού κόστους:

–        της κατάρτισης του μητρώου,

–        των επενδύσεων για μηχανοργάνωση που είναι απαραίτητες για τη διαχείριση του μητρώου και αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1.

[…]

3.      Η κοινοτική συμμετοχή πραγματοποιείται υπό μορφή επιστροφών […]. Εντούτοις, είναι δυνατό να αποφασισθεί καθεστώς προκαταβολών στα κράτη μέλη.

4.      Τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 εφαρμόζονται στην κοινοτική χρηματοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

3        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2392/86, «[τ]ο μητρώο καταρτίζεται στο σύνολό του το αργότερο εντός προθεσμίας έξι ετών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού».

4        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1549/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού 2392/86 (EE L 148, σ. 37), αντικαθιστά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του τελευταίου κανονισμού με το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Το μητρώο καταρτίζεται στο σύνολό του το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1996.»

5        Ο κανονισμός 1549/95 προσθέτει επίσης στο άρθρο 4 του κανονισμού 2392/86 την ακόλουθη παράγραφο:

«4.      Τα κράτη μέλη τα οποία, κατά την 1η Ιουλίου 1995, δεν έχουν ακόμη καταρτίσει το αμπελουργικό μητρώο ή το έχουν καταρτίσει εν μέρει, καταρτίζουν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1996 μια χαρτογραφική βάση αναφοράς που θα καλύπτει το σύνολο της περιμέτρου των εκτάσεων που καλλιεργούνται με άμπελο.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, πριν από την 1η Νοεμβρίου 1995, το πρόγραμμα ολοκληρώσεως του αμπελουργικού μητρώου και, ενδεχομένως, την πρόοδο των εργασιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί.

Η Επιτροπή εξετάζει το πρόγραμμα αυτό και εξουσιοδοτεί τη λήψη μέτρων που να συμβιβάζονται με τις προβλεπόμενες ανάγκες που θα προκληθούν από την εξέλιξη της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς.

Η Κοινότητα συμμετέχει στη χρηματοδότηση αυτού του μέτρου με ποσό ίσο προς το 50 % του πραγματικού του κόστους. Δίνεται ωστόσο η άδεια σε όσα κράτη μέλη, που την 1η Ιουλίου 1995 έχουν καταρτίσει μερικώς μόνο το αμπελουργικό μητρώο, να το συμπληρώσουν εφόσον ευρίσκεται σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Στην περίπτωση αυτή, η χρηματοδότηση της Κοινότητας περιορίζεται στη συμμετοχή της στην πραγματοποίηση του απλουστευμένου μητρώου για τις σχετικές επιφάνειες.

[…]»

6        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1631/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για τροποποίηση του κανονισμού 2392/86 (EE L 210, σ. 14), προσθέτει στο άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, την ακόλουθη πρόταση:

«Η προθεσμία για την κατάρτιση του μητρώου λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1999 για την Ισπανία και στις 31 Δεκεμβρίου 2000 για την Ελλάδα και την Πορτογαλία.»

7        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε τελευταίως με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1), θέσπισε τους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται όσον αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), αντικατέστησε τον κανονισμό 729/70 και εφαρμόζεται στις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από 1ης Ιανουαρίου 2000.

8        Το άρθρο 8 του κανονισμού 729/70 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

–        να βεβαιώνονται για την πραγματικότητα και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων πράξεων από το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων],

–        να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες,

–        να ανακτούν τα απολεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα προς τον σκοπό αυτό μέτρα, και ιδίως για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

2.      Σε περίπτωση μη πλήρους ανάκτησης, οι οικονομικές συνέπειες των παρατυπιών ή αμελειών αναλαμβάνονται από την Κοινότητα, εκτός εκείνων που οφείλονται σε παρατυπίες ή αμέλειες καταλογιστέες σε διοικητικές αρχές ή άλλους φορείς των κρατών μελών.

Τα ανακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στους εγκεκριμένους οργανισμούς πληρωμών οι οποίοι τα αφαιρούν από τις χρηματοδοτούμενες από το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων] δαπάνες. Οι τόκοι από ανακτώμενα ή καταβληθέντα με καθυστέρηση ποσά καταβάλλονται από το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων].

3.      Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής θεσπίζει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.»

9        Το άρθρο 9 του κανονισμού 729/70 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής κάθε πληροφορία αναγκαία για την καλή λειτουργία του [Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων] και λαμβάνουν κάθε μέτρο που δύναται να διευκολύνει τους ελέγχους τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμο να ενεργήσει στο πλαίσιο της διαχείρισης της κοινοτικής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των επιτοπίων ελέγχων.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θέσπισαν για την εφαρμογή των κοινοτικών νομοθετικών πράξεων οι οποίες έχουν σχέση με την κοινή γεωργική πολιτική, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν οικονομική επίπτωση για το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων].

2.      Με την επιφύλαξη των ελέγχων που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, των διατάξεων του άρθρου 188 Γ της Συνθήκης, καθώς και οποιουδήποτε ελέγχου ο οποίος διοργανώνεται βάσει του άρθρου 209, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης, οι υπάλληλοι στους οποίους η Επιτροπή αναθέτει τους επιτόπιους ελέγχους έχουν πρόσβαση σε βιβλία και σε άλλα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που καταρτίστηκαν ή φυλάσσονται σε ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων. Δύνανται ιδίως να ελέγχουν:

α)      τη συμμόρφωση της διοικητικής πρακτικής προς τους κοινοτικούς κανόνες·

β)      την ύπαρξη των αναγκαίων δικαιολογητικών εγγράφων και τη συμφωνία τους με τις χρηματοδοτούμενες από το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων] πράξεις·

γ)      τους όρους υπό τους οποίους διενεργούνται και ελέγχονται οι πράξεις που χρηματοδοτούνται από το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων].

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Η Ελληνική Δημοκρατία, κράτος μέλος παραγωγός σταφυλιών που καλλιεργούνται σε υπαίθριο χώρο, είχε την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2392/86 (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), να καταρτίσει για το έδαφός της αμπελουργικό μητρώο.

11      Για τη χρονική περίοδο 1988 έως 1990, και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2392/86 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω), η Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία προκαταβολή ύψους 710 341 ευρώ για τη χρηματοδότηση του αμπελουργικού μητρώου.

12      Ενώ η προθεσμία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου στην Ελλάδα έληγε τελικώς στις 31 Δεκεμβρίου 2000 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε από την Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2000, την παράταση της προθεσμίας αυτής έως τις 31 Μαρτίου 2002. Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αυτό.

13      Στις 13 Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Για να μπορέσουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής να εξετάσουν τις δαπάνες που αφορούν την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου/αμπελουργικού ΣΓΠ [Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών] στην Ελλάδα, παρακαλώ να μου ανακοινώσετε τις ακόλουθες πληροφορίες:

1)      Λεπτομερή κατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1987 έως 2000.

[…]

2)      Αντίγραφα των δικαιολογητικών των δαπανών, συνημμένα στην κατάσταση που αναφέρεται στο προηγούμενο σημείο.

3)      Έκθεση στην οποία θα υπάρχει το τελικό ισοζύγιο των εργασιών συστάσεως του αμπελουργικού μητρώου/αμπελουργικού ΣΓΠ στην Ελλάδα.

Θα πρέπει να έχει γίνει επεξεργασία τουλάχιστον των εξής στοιχείων:

–        πραγματοποιηθείσες εργασίες: χρονοδιάγραμμα, φύση και λεπτομέρειες·

–        περιεχόμενο του αμπελουργικού μητρώου/αμπελουργικού ΣΓΠ και παρούσα κατάσταση προόδου των εργασιών·

–        χρησιμοποίηση του αμπελουργικού μητρώου/αμπελουργικού ΣΓΠ για τη διαχείριση και τον έλεγχο του τομέα·

–        μελλοντικές δαπάνες του αμπελουργικού μητρώου/αμπελουργικού ΣΓΠ: προβλεπόμενες εργασίες, αιτιολόγηση.

[…]»

14      Με έγγραφα της 15ης Φεβρουαρίου και της 19ης Ιουνίου 2001, η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή φάκελο σχετικό με τον τρόπο διαθέσεως των δαπανών.

15      Με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2002, η Ελληνική Δημοκρατία επανέλαβε στην Επιτροπή το αίτημά της σχετικά με την παράταση της προθεσμίας για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου στην Ελλάδα ζητώντας τη φορά αυτή η εν λόγω προθεσμία να παραταθεί μέχρι τα τέλη του 2003.

16      Η Επιτροπή, με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2002 προς την Ελληνική Δημοκρατία, κατόπιν σύντομης υπομνήσεως των ανακοινώσεων που αντάλλαξαν μεταξύ τους, δήλωσε:

«[…]

Διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εν λόγω δαπανών αφορά έξοδα προσωπικού και άλλα έξοδα που συνεπάγεται η συνήθης διοικητική λειτουργία. Μόνον ορισμένες δαπάνες, για ποσό περίπου 60,8 εκατομμύρια δραχμές (GRD), το οποίο δεν είναι σημαντικό σε σχέση με το εύρος των εργασιών που πρέπει να πραγματοποιηθούν, φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία της χαρτογραφικής βάσης αναφοράς. Η κατάσταση αυτή επιβεβαιώθηκε εξάλλου από την αλληλογραφία σας στις 20 Σεπτεμβρίου 2000 και 29 Ιουνίου 2001, αντίγραφο της οποίας μας αποστείλατε.

Επομένως, σύμφωνα με τα στοιχεία που ετέθησαν στη διάθεσή μας από τις αρχές της χώρας σας, η υλοποίηση της χαρτογραφικής βάσης αναφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά την ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2000, ως λειτουργική και ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζεται.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξέλιξη της αμπελουργικής αγοράς έδειξε ότι η κατάρτιση του μητρώου αποτελεί απαραίτητο μέσο για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της κοινής οργάνωσης της αμπελοοινικής αγοράς και ιδίως ο έλεγχος των φυτεμένων με αμπέλους εκτάσεων, μόνον οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την υλοποίηση ενός μητρώου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί γι’ αυτό τον σκοπό δύνανται να απολαύουν κοινοτικής χρηματοδότησης.

Βάσει των ανωτέρω, οι υπηρεσίες μου είναι της γνώμης ότι, στο πλαίσιο της ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως, δεν μπορεί να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ καμία συγχρηματοδότηση των δαπανών υλοποίησης του κοινοτικού αμπελουργικού μητρώου στη χώρα σας.

Με αυτή την ευκαιρία θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι η έλλειψη κοινοτικής συγχρηματοδότησης δεν απαλλάσσει την [Ελληνική Δημοκρατία] από την υποχρέωση εκπόνησης της χαρτογραφικής βάσης αναφοράς στο έδαφός της. Εφιστώ επίσης την προσοχή των αρχών της χώρας σας στις διατάξεις του κανονισμού 2729/2000, και ιδίως το άρθρο 5.»

17      Με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2003, η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή, σε ηλεκτρονική μορφή, λεπτομερή κατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο 1998 έως 2000 για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου. Η Ελληνική Δημοκρατία ανέφερε στο έγγραφο αυτό ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να επανεξετάσει την απόφασή της και να αναγνωρίσει τις αναφερθείσες δαπάνες.

18      Στις 30 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/302/ΕΚ σχετικά με τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελλάδα για την κατάρτιση του κοινοτικού αμπελουργικού μητρώου (ΕΕ L 98, σ. 57, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Ελληνική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει το αμπελουργικό μητρώο πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 8). Υπό το φως των εξακριβώσεων που πραγματοποιήθηκαν βάσει των εγγράφων που διαβίβασε το εν λόγω κράτος μέλος, η Επιτροπή πάντως έκρινε ότι το αμπελουργικό αυτό μητρώο δεν είχε καταρτιστεί εντός της προβλεπομένης προθεσμίας (αιτιολογική σκέψη 6). Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους κανονιστικούς όρους (αιτιολογική σκέψη 6). Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε, βασιζόμενη κυρίως στο άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2392/86, ότι η Κοινότητα δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Ελληνική Δημοκρατία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου και ότι η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να επιστρέψει το ποσό των 710 341 ευρώ που είχε προκαταβάλει η Κοινότητα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαΐου 2004, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε υπό τα στοιχεία C-218/04.

20      Με διάταξη της 8ης Ιουνίου 2004, το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5).

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε σειρά ερωτήσεων. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές του Πρωτοδικείου.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Νοεμβρίου 2006.

23      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ουσίας

25      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την έλλειψη νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, ο τρίτος λόγος αντλείται από κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής και ο τέταρτος λόγος αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών.

26      Πρέπει καταρχάς να εξεταστούν, μαζί, ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος.

 Επί του πρώτου και τετάρτου λόγου, που αντλούνται αντιστοίχως από την έλλειψη νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομικής βάσεως. Ειδικότερα, καμιά διάταξη του κανονισμού 2392/1986, σχετικά με την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου ή τη χρηματοδότησή του, δεν προβλέπει το δικαίωμα της Κοινότητας να ανακτήσει τα καταβληθέντα ποσά ως συγχρηματοδοτηθείσες δαπάνες, σε περίπτωση που το μητρώο δεν έχει περατωθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Σύμφωνα με την Ελληνική Δημοκρατία, η σχετική ρύθμιση καθορίζει μόνον τη φύση των δαπανών και, εφόσον οι τελευταίες αφορούσαν την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου καθώς και τις επενδύσεις για τη μηχανοργάνωση που είναι απαραίτητη για τη διαχείριση αυτού, οι προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η εν λόγω ρύθμιση είχαν πληρωθεί πλήρως. Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι το αμπελουργικό μητρώο περατώθηκε, ότι έχει τεθεί σε λειτουργία και με αυτό ακριβώς ως βάση πραγματοποιούνται οι πληρωμές.

28      Δεδομένου ότι όλες οι επίμαχες δαπάνες είναι, επομένως, νομότυπες, δεν τίθεται ζήτημα ανακτήσεως οποιουδήποτε ποσού κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 8 και 9 του κανονισμού 729/70.

29      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, ο κανονισμός (ΕΚ) 2729/2000 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής όσον αφορά τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ L 316, σ. 16), είναι αυτός που προβλέπει τις ειδικές λεπτομέρειες σχετικά με τον έλεγχο και τις κυρώσεις στον τομέα αυτό. Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης γνωρίζει και αποδέχεται πλήρως τη μη ύπαρξη του αμπελουργικού μητρώου την 31η Δεκεμβρίου 2000 και όχι μόνο δεν ορίζει κυρώσεις γι’ αυτό, όχι μόνο δεν επιβάλλει την ανάκτηση της κοινοτικής συνδρομής, αλλά, απεναντίας, θεωρεί ισοδύναμα άλλα μέτρα που θα λάβουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλιστούν τα κοινοτικά καθεστώτα στήριξης της αμπελοοινικής αγοράς.

30      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν κανονιστικές διατάξεις που να επιβάλλουν την επιστροφή του καταβληθέντος από την Κοινότητα ποσού και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο νομοθέτης επιθυμούσε με κάθε τρόπο, έστω και με χρονική καθυστέρηση (εξ ου και οι δοθείσες παρατάσεις), την ολοκλήρωση του μητρώου που αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τη διαχείριση της κοινής οργάνωσης της αμπελοοινικής αγοράς.

31      Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι η απόφαση της Επιτροπής να απαιτήσει την επιστροφή των προκαταβληθέντων από την Κοινότητα ποσών δεν είναι σύμφωνη ούτε με την αρχή της αναλογικότητας ούτε με την υποχρέωση συνεργασίας της Επιτροπής με τα κράτη μέλη.

32      Από τα έγγραφα των ελληνικών αρχών της 26ης Νοεμβρίου 2003 και της 17ης Μαΐου 2004, καθώς και από τους πίνακες δαπανών, που η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή, προκύπτει ότι το ποσό των 710 341 ευρώ χρησιμοποιήθηκε μόνον και αποκλειστικώς για τις ανάγκες της καταρτίσεως του αμπελουργικού μητρώου. Αν η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες από τις δαπάνες αυτές μπορούσαν να είναι αδικαιολόγητες, θα μπορούσε να το επισημάνει και να αποκλείσει μόνον αυτές από την κοινοτική χρηματοδότηση. Εντούτοις, η Επιτροπή απαίτησε την επιστροφή ολόκληρου του ποσού των 710 341 ευρώ, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

33      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία τονίζει ότι απέδειξε ότι το επίμαχο ποσό είχε χρησιμοποιηθεί για την υλοποίηση του αμπελουργικού μητρώου. Άρα, εφόσον δεν επρόκειτο για περίπτωση απάτης, κακοδιαχείρισης ή σπατάλης των κοινοτικών κεφαλαίων, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας επικαλούμενη την καθυστέρηση προκειμένου να αρνηθεί τη χρηματοδότηση του σχεδίου κατά το προβλεπόμενο ποσοστό συμμετοχής.

34      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή κατά την περίοδο καταρτίσεως του αμπελουργικού μητρώου και ότι αυτό λειτουργεί από την 1η Νοεμβρίου 2003. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε επίσης να συνεργαστεί με αυτήν προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσχέρειες κατά την κατάρτιση του εν λόγω μητρώου (βλ. κατωτέρω παρατιθέμενη νομολογία στη σκέψη 70).

35      Το γεγονός ότι το αμπελουργικό μητρώο δεν ολοκληρώθηκε και δεν τέθηκε σε λειτουργία το 2001 και το 2002 θα επιφέρει, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, δημοσιονομικές διορθώσεις κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) στον τομέα της αμπελοοινικής αγοράς, οπότε η κύρωση για τη μη ολοκλήρωση του μητρώου θα έχει ήδη επιβληθεί με την ευκαιρία αυτή. Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι απαιτείται από αυτήν, όπως ζητεί η Επιτροπή, η επιστροφή των ποσών που της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως αποτελεί δυσανάλογη κύρωση, και μάλιστα δεύτερη ποινή για τη μη εμπρόθεσμη κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, θα αρκούσε η επιβολή ποινής ανερχομένης στο 2 % του καταβληθέντος ποσού για τη μη εμπρόθεσμη υλοποίηση του εν λόγω μητρώου.

36      Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατ’ εφαρμογήν των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συνδυασμένες διατάξεις του κανονισμού 2392/86 και των άρθρων 8 και 9 του κανονισμού 729/70, η Κοινότητα δεν μπορεί να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση του αμπελουργικού μητρώου το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία είχε την υποχρέωση να καταρτίσει και το οποίο δεν ήταν λειτουργικό κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας. Επιπλέον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι παραβίασε συναφώς την αρχή της αναλογικότητας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

37      Πρέπει προκαταρκτικώς να υπομνηστεί ότι από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2392/86 προκύπτει ότι η Κοινότητα συμμετέχει κατά ποσοστό 50 % στο πραγματικό κόστος που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου και τις επενδύσεις για μηχανοργάνωση που είναι απαραίτητες για τη διαχείριση αυτού (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

38      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή προκατέβαλε ποσό 710 341 ευρώ στην Ελληνική Δημοκρατία για τη χρηματοδότηση του αμπελουργικού μητρώου. Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατήρτισε το μητρώο αυτό πριν από τη λήξη της προθεσμίας στις 31 Δεκεμβρίου 2000 που προβλέπεται από την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το αμπελουργικό μητρώο άρχισε να λειτουργεί σύμφωνα με τη σχετική κανονιστική ρύθμιση από τον μήνα Νοέμβριο 2003.

39      Ενώ δέχεται ότι δεν είχε καταρτίσει το αμπελουργικό μητρώο εντός της προβλεπομένης από τον κανονισμό προθεσμίας, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι καμία ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία δεν επιβάλλει την επιστροφή των προκαταβληθέντων από την Κοινότητα ποσών. Ειδικότερα, καμία από τις διατάξεις του κανονισμού 2392/86 σχετικά με την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου ή τη χρηματοδότησή του δεν προβλέπει ότι η Κοινότητα δικαιούται να ανακτήσει τα καταβληθέντα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 ποσά, ως συγχρηματοδούμενες δαπάνες, σε περίπτωση που το μητρώο δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία αυτή (βλ. σκέψεις 27 έως 30 ανωτέρω). Η Ελληνική Δημοκρατία επιβεβαίωσε, απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι απέβλεπε μόνο στη συγχρηματοδότηση εκ μέρους της Κοινότητας των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 και ότι δεν αμφισβητούσε το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη χρηματοδότηση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή.

40      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει νομικό έρεισμα βάσει του οποίου η Επιτροπή δικαιούται να λάβει απόφαση επιβάλλουσα στην Ελληνική Δημοκρατία την επιστροφή του προκαταβληθέντος από την Επιτροπή ποσού των 710 341 ευρώ για τον λόγο ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν κατάρτισε το αμπελουργικό μητρώο εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

41      Έχει σημασία να τονιστεί συναφώς ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 2392/86 προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να καταρτίσουν αμπελουργικό μητρώο «σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό». Το άρθρο αυτό προβλέπει κανόνα γενικής ισχύος στον συγκεκριμένο τομέα, σύμφωνα με τον οποίο το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις παρεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C-278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-1501, σκέψη 38, της 8ης Μαΐου 2003, C-349/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-3851, σκέψη 45, και της 9ης Ιουνίου 2005, C‑287/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5093, σκέψη 34). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να δεσμεύει κεφάλαια σε περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που προβλέπει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

42      Επιπλέον, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2392/86, τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού 729/70 εφαρμόζονται στην κοινοτική χρηματοδότηση του αμπελουργικού μητρώου (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση του υποστατού και του νομοτύπου των χρηματοδοτουμένων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων, να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρανομίες, καθώς και να ανακτούν τα ποσά που χάνονται λόγω παρανομιών ή αμελειών (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί, στον ειδικό αυτό τομέα, έκφραση των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 10 ΕΚ, καθορίζει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τις αρχές βάσει των οποίων η Κοινότητα και τα κράτη μέλη οφείλουν να ρυθμίζουν την εφαρμογή των κοινοτικών αποφάσεων περί παρεμβάσεων στον γεωργικό τομέα που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ, καθώς και την καταπολέμηση της απάτης και των παρατυπιών που διαπράττονται σε σχέση με τις πράξεις αυτές (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 1994, C‑2/93, Exportslachterijen van Oordegem, Συλλογή 1994, σ. I‑2283, σκέψη 17, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C‑235/97, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑7555, σκέψεις 44 έως 45).

43      Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70 επιβάλλει στα κράτη μέλη τη γενική υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση του υποστατού και του νομοτύπου των χρηματοδοτουμένων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων, ακόμη και αν η ειδική κοινοτική πράξη δεν προβλέπει ρητώς τη θέσπιση αυτού ή εκείνου του μέτρου ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1990, C‑8/88, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑2321, σκέψεις 16 και 17).

44      Επειδή τα κράτη μέλη υποχρεούνται ρητώς, δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 729/70, να ανακτούν τα ποσά που απωλέσθηκαν λόγω παρατυπιών ή αμελειών τρίτων, κατά μείζονα λόγο, όπως η Ελληνική Δημοκρατία δέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποχρεούνται να επιστρέφουν τα ποσά που τα ίδια έλαβαν και τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν από τις αρχές τους σύμφωνα με την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση.

45      Όσον αφορά το άρθρο 9 του κανονισμού 729/70, αυτό καθιστά δυνατό στην Επιτροπή να προβαίνει στους ελέγχους που αυτή θεωρεί αναγκαίους στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως. Από το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και γ΄, του κανονισμού 729/70 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωση της διοικητικής πρακτικής προς τους κοινοτικούς κανόνες και τους όρους υπό τους οποίους διενεργούνται και ελέγχονται οι πράξεις που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Επομένως, αν ένα σχέδιο δεν τηρεί τους κανονιστικούς όρους, η Επιτροπή δικαιούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα στα οποία συμπεριλαμβάνεται, ενδεχομένως, το να ζητήσει την επιστροφή των κοινοτικών προκαταβολών.

46      Δεν αμφισβητείται ότι το αμπελουργικό μητρώο της Ελλάδας δεν καταρτίστηκε εντός της προθεσμίας που προέβλεπε η κανονιστική ρύθμιση, αυτό δε παρ’ όλον ότι υπήρξαν δύο παρατάσεις. Επιπλέον, από το γράμμα της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως προκύπτει σαφώς ότι η ταχθείσα προθεσμία ήταν δεσμευτική.

47      Αρχικώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2392/86 προέβλεπε ότι το αμπελουργικό μητρώο καταρτίζεται στο σύνολό του το αργότερο εντός προθεσμίας έξι ετών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Ο νομοθέτης, εκδίδοντας τον κανονισμό 1549/95, αναγνώρισε ότι ορισμένα κράτη μέλη συνάντησαν τεχνικές δυσκολίες που επιβράδυναν την εκπλήρωσή της υποχρεώσεώς τους να αποκτήσουν αυτό το εργαλείο εντός της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 2392/86 προθεσμίας (βλ. δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1549/95). Έτσι, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, η αρχικώς προβλεφθείσα προθεσμία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1996, κατόπιν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 (βλ. σκέψεις 4 και 6 ανωτέρω). Πάντως, και αντίθετα προς τον ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι παρατάσεις αυτές δεν σημαίνουν ότι η προβλεφθείσα κατά τον τρόπο αυτό προθεσμία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου αποτελούσε απλώς ενδεικτική προθεσμία. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης, ενώ τήρησε την αρχή της αναλογικότητας, παρέτεινε την προθεσμία αυτή δεν σημαίνει, πράγματι, ότι η τελική προθεσμία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου δεν αποτελούσε δεσμευτική προθεσμία την οποία ο νομοθέτης μπορούσε απλώς να παρατείνει επ’ αόριστον. Συναφώς, ο νομοθέτης σαφώς αναφέρθηκε σε κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου εντός των κατά το δυνατόν συντομότερων προθεσμιών (βλ. έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2392/86) και καθόρισε προς τον σκοπό αυτό συγκεκριμένη ημερομηνία, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 2000 (βλ. άρθρο 1 του κανονισμού 1631/98). Η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε επομένως να τηρήσει την επιτακτική αυτή προθεσμία.

48      Ο δεσμευτικός αυτός χαρακτήρας της προθεσμίας αποδεικνύεται επίσης από τον σκοπό που επιδιώκεται με την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου. Από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2392/86 προκύπτει ότι το αμπελουργικό μητρώο είναι αναγκαίο προκειμένου να καταστεί δυνατό στην Κοινότητα να λαμβάνει τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με το δυναμικό και την εξέλιξη της παραγωγής ώστε να διασφαλίζεται η καλή λειτουργία της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς και ιδιαίτερα των κοινοτικών καθεστώτων παρέμβασης και φύτευσης, καθώς και των μέτρων ελέγχου. Το αμπελουργικό μητρώο ήταν, επομένως, ουσιώδες για την αποτελεσματική διαχείριση της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς (βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στο πλαίσιο της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C‑46/97, Ελλάδα κατά Επιτροπής Συλλογή 2000, σ. I‑5719, I‑5721, σκέψη 119). Επομένως, η κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου αποτελεί, εξ ορισμού, σχέδιο που εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη παραγωγούς σταφυλιών που καλλιεργούνται σε υπαίθριο χώρο (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω). Οι δημοσιονομικές επιταγές του σχεδίου εξαρτώνται από την επισωρευμένη σε όλα αυτά τα κράτη μέλη κατάσταση. Επομένως, δεν είναι δυνατόν ένα κράτος μέλος να απαλλάσσεται μονομερώς της προθεσμίας που καθορίστηκε εντός του Συμβουλίου για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου και, εντούτοις, να εξακολουθεί να διεκδικεί κοινοτική συγχρηματοδότηση.

49      Απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να βασιστεί στους κανονισμούς 729/70 και 2392/86 για να αρνηθεί την κοινοτική συγχρηματοδότηση του αμπελουργικού μητρώου στην Ελλάδα και για να ζητήσει από την Ελληνική Δημοκρατία την επιστροφή των ποσών που της είχαν προκαταβληθεί, εφόσον η τελευταία δεν είχε τηρήσει ουσιώδη προϋπόθεση της κανονιστικής ρυθμίσεως. Πρέπει να προστεθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατήρτισε το αμπελουργικό μητρώο εντός εύλογης προθεσμίας μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2000 (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω) και μάλιστα ζήτησε, με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2002, να παραταθεί η προθεσμία για την κατάρτιση του μητρώου έως το τέλος του 2003 (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

50      Εν πάση περιπτώσει, από το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2392/86, προκύπτει ότι η κοινοτική συμμετοχή στη χρηματοδότηση του αμπελουργικού μητρώου υπό τη μορφή προκαταβολής ήταν δυνητική (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Αν η Κοινότητα δεν είχε αποφασίσει να καταβάλει προκαταβολές στην Ελληνική Δημοκρατία, η τελευταία δεν θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2000 οποιαδήποτε κοινοτική συμμετοχή στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση αμπελουργικού μητρώου το οποίο δεν ολοκληρώθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν θα μπορούσε συναφώς να ισχυριστεί ότι έχει δικαίωμα για συγχρηματοδότηση για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή της κατέβαλε προκαταβολή.

51      Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας ζητώντας την επιστροφή του συνόλου της επίμαχης προκαταβολής (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

52      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 48, ο ουσιώδης σκοπός του κανονισμού 2392/86 ήταν η κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου εντός ενός εκάστου των κρατών μελών που αφορά ο κανονισμός. Τα εν λόγω κράτη μέλη ήσαν υποχρεωμένα να υλοποιήσουν τον σκοπό αυτό χρησιμοποιώντας δικά τους μέσα. Επιπλέον, η χρησιμότητα του αμπελουργικού μητρώου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς εξαρτιόταν από την κατάρτιση του μητρώου εντός όλων των οικείων κρατών μελών. Έτσι, η κοινοτική επιχορήγηση ανερχόμενη στο 50 % των δαπανών εξαρτιόταν από την προϋπόθεση ότι το αμπελουργικό μητρώο θα είναι λειτουργικό και χρησιμοποιήσιμο πριν από την προβλεπομένη προθεσμία. Η Κοινότητα δεν ήταν ούτε υποχρεωμένη ούτε εξουσιοδοτημένη να χορηγήσει μερική συνεισφορά για εργασίες αντιστοιχούσες στη μερική πραγματοποίηση του σκοπού του κανονισμού.

53      Επιπλέον, ο νομοθέτης τήρησε την αρχή της αναλογικότητας παρατείνοντας δύο φορές την προβλεπομένη προθεσμία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου στην Ελλάδα (βλ. σκέψεις 4 και 6 ανωτέρω). Όπως αναφέρθηκε από την Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία έτυχε παρατάσεως οκτώ επιπλέον ετών από τη λήξη της προθεσμίας που αρχικώς προέβλεψε ο κανονισμός 2392/86 (ήτοι της 31ης Ιουλίου 1992) για την ολοκλήρωση του αμπελουργικού μητρώου. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι, με έγγραφο της 12ης Ιανουαρίου 1998, δεσμεύτηκε να ολοκληρώσει την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου στις 31 Δεκεμβρίου 2000 το αργότερο.

54      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2729/2000, για να αποδείξει ότι ο νομοθέτης, παρ’ όλον ότι είχε πλήρη επίγνωση της μη καταρτίσεως του αμπελουργικού μητρώου κατά την ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2000, δεν προέβλεψε κύρωση για τη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω). Εντούτοις, ο κανονισμός 2729/2000 αφορά μόνον τους τρόπους ελέγχου της συμπεριφοράς των εθνικών παραγωγών. Όπως αναφέρθηκε από την Επιτροπή, ο κανονισμός αυτός δεν αφορά την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου ή οποιεσδήποτε συνέπειες σχετικές με το μητρώο αυτό. Επομένως, η επίκληση εν προκειμένω της εφαρμογής του δεν μπορεί να είναι χρήσιμη.

55      Εν πάση περιπτώσει, η ανάκτηση του επίμαχου ποσού δεν συνιστά επιβολή κυρώσεως αλλά την αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι το κράτος μέλος δεν πέτυχε τον σκοπό από την υλοποίηση του οποίου εξαρτιόταν ακριβώς το δικαίωμα λήψεως του εν λόγω ποσού ως προκαταβολής.

56      Ομοίως, και αντίθετα προς τον ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), το αίτημα επιστροφής των προκαταβληθέντων ποσών δεν συνιστά δεύτερη κύρωση για τη μη πραγματοποίηση του αμπελουργικού μητρώου εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιβάλλει ποινή ή κύρωση. Αντιθέτως, το κράτος μέλος εξακολουθεί να υποχρεούται να καταρτίσει χρηστικό αμπελουργικό μητρώο. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής θα μπορούσε να επιφέρει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ λόγω του κινδύνου αντικανονικών πληρωμών που ενέχει η μη θέση σε εφαρμογή αυτού του μητρώου στον αμπελοοινικό τομέα.

57      Συνεπώς, ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κυρίως, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη καθόσον δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το αμπελουργικό μητρώο που υφίσταται στην Ελλάδα και βάσει του οποίου έγιναν όλες οι πληρωμές δεν είναι χρηστικό. Το γεγονός ότι το αμπελουργικό μητρώο στις 31 Δεκεμβρίου 2000 δεν ήταν πλήρως έτοιμο, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν είναι χρηστικό. Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι τα στοιχεία του αμπελουργικού μητρώου χρησιμοποιούνται ήδη για τις πληρωμές στον αμπελοοινικό τομέα και έχουν γίνει πλήρως αποδεκτά από την ίδια την Επιτροπή. Επομένως, το αμπελουργικό μητρώο είναι χρηστικό, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει ότι καλώς καταβλήθηκαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις.

59      Επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής και αόριστη καθόσον αναφέρει ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελλάδα δεν πληρούν τους απαιτούμενους κανονιστικούς όρους και συνεπώς δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από την Κοινότητα, χωρίς όμως να παρέχει οποιαδήποτε διευκρίνιση επί των εν λόγω όρων.

60      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί έγκυρη, επαρκής και ορθή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

61      Κατά πάγια νομολογία, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, από την αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλομένη πράξη κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου για να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε, καθώς και από το σύνολο των γενικών κανόνων που διέπουν τον εν λόγω τομέα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψεις 15 και 16· απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Μαρτίου 2003, T‑340/00, Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑811, σκέψη 82).

62      Επιπλέον, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο ειδικό πλαίσιο των αποφάσεων στον τομέα του ΕΓΤΠΕ, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής άπαξ το κράτος αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεως της αποφάσεως αυτής και γνώρισε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 1973, 13/72, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 349, σκέψεις 11 και 12, και της 17ης Οκτωβρίου 1991, C‑342/89, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑5031, σκέψη 22).

63      Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) ότι η Κοινότητα δεν θα συμμετάσχει στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Ελληνική Δημοκρατία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου και, συνεπώς, ότι η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να επιστρέψει το ποσό των 710 341 ευρώ που της είχε καταβάλει η Κοινότητα ως προκαταβολή. Η Επιτροπή ανέφερε ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία δεν τηρούν τους απαιτούμενους κανονιστικούς όρους διότι, αφενός, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατήρτισε το αμπελουργικό μητρώο εντός της ταχθείσας προθεσμίας και, αφετέρου, οι δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελλάδα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινοτικής συγχρηματοδότησης (βλ., ειδικότερα, αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από το έγγραφο της Επιτροπής της 9ης Αυγούστου 2002 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) προκύπτει ότι οι εν λόγω δαπάνες περιελάμβαναν, ειδικότερα, δαπάνες προσωπικού και άλλες δαπάνες σχετικές με την τρέχουσα διοικητική λειτουργία. Η αιτιολογία αυτή ήταν επαρκής για να καταστεί δυνατό στην Ελληνική Δημοκρατία να λάβει γνώση των λόγων της προσβαλλομένης αποφάσεως και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχό του. Συνεπώς, ο λόγος που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως προς αιτιολόγηση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η διαπιστωθείσα καθυστέρηση κατά την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου είναι δικαιολογημένη και δεν οφείλεται σε πταίσμα των ελληνικών αρχών. Ενόψει των περιστάσεων αυτών, η απόφαση της Επιτροπής να μην παρατείνει την προθεσμία και η απόφασή της να ζητήσει την επιστροφή της προκαταβολής είναι αδικαιολόγητες και καταχρηστικές.

65      Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται, καταρχάς, διάφορα γεγονότα λόγω των οποίων καθυστέρησε η κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου και τα οποία έπρεπε, κατ’ αυτήν, να έχουν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή.

66      Πρώτον, την πραγματοποίηση του αμπελουργικού μητρώου καθυστέρησαν διάφορες παρεμβάσεις της Επιτροπής μεταξύ 1995 και 1997 και, ειδικότερα, η απόφασή της για ταυτόχρονη κατάρτιση του ελαιοκομικού και του αμπελουργικού μητρώου

67      Δεύτερον, εθνικές δικαστικές εμπλοκές ανάγκασαν την Ελληνική Κυβέρνηση να καθυστερήσει την ολοκλήρωση του αμπελουργικού μητρώου. Μολονότι οι σχετικές προσφυγές απορρίφθηκαν από το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας, σημειώθηκε αναπόφευκτα καθυστέρηση λόγω των διατάξεων περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων με τα οποία ανεστάλησαν προσωρινώς οι διαδικασίες προκηρύξεως διαγωνισμών αναδείξεως αναδόχων που απαιτούνταν για την κατάρτιση του μητρώου. Η ίδια η Επιτροπή ζήτησε την αναστολή των διαδικασιών αναθέσεως των σχετικών έργων. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, ενόψει των περιστάσεων αυτών και χωρίς να έχει υπάρξει πταίσμα που να μπορεί να της προσαφθεί, η Επιτροπή όφειλε επομένως να αποδεχθεί το αίτημά της για παράταση της προθεσμίας ολοκληρώσεως του αμπελουργικού μητρώου μέχρι τις 31 Μαρτίου 2003.

68      Τρίτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις ιδιομορφίες του ελλαδικού χώρου, οι οποίες ομοίως συνέβαλαν στη διαπιστωθείσα κατά την υλοποίηση του αμπελουργικού μητρώου καθυστέρηση. Πρώτον, αντίθετα προς τα άλλα κράτη μέλη, η ύπαρξη απόρρητων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, στο ελληνικό έδαφος, και ειδικότερα πλησίον των φυλασσόμενων συνόρων και ακτογραμμών της, κατέστησε δυσχερέστερη τη λήψη αεροφωτογραφιών, πράγμα που συνετέλεσε στην καθυστέρηση της πραγματοποιήσεως της σχετικής εργασίας. Δεύτερον, η διάρθρωση των ελληνικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι διαφορετική από αυτήν των άλλων κρατών μελών, με κύριο χαρακτηριστικό τον μεγάλο αριθμό ελαιοπαραγωγών και αμπελοκαλλιεργητών και τα μικρά διάσπαρτα αγροτεμάχια. Τρίτον, σε ορισμένες περιοχές, οι ελαιώνες και οι αμπελώνες αποτελούν ενιαίο χλωροτάπητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο προσδιορισμός των ορίων και των συνόρων των τεμαχίων και των ιδιοκτησιών. Σε άλλες περιοχές, υπάρχουν μικτές δενδρώδεις καλλιέργειες οι οποίες δυσκολεύουν τον προσδιορισμό της έκτασης ή τον καθορισμό του αριθμού των ελαιοδένδρων.

69      Τέταρτον, η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου καθυστέρησε την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες παραγωγούς οίνου χώρες που διαθέτουν κτηματολόγιο. Το γεγονός αυτό έπρεπε επίσης, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, να έχει ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή.

70      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να παρατείνει, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, την προθεσμία και ότι δεν ήταν νόμιμο να επιβληθεί ως κύρωση η ανάκτηση της προκαταβολής που είχε δοθεί από την Κοινότητα. Συγκεκριμένα, ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεσθεί την απόλυτη αδυναμία ορθής εκτέλεσης ενός κοινοτικού μέτρου, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι θα ενημερώσει εγκαίρως την Επιτροπή για τις δυσχέρειες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και, αφετέρου, θα συνεργαστεί με την Επιτροπή για να ξεπεραστούν δυσκολίες και για να υλοποιηθεί το μέτρο (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 1986, C-52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σ. 89, και της 4ης Απριλίου 1995, C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I-673). Σύμφωνα με την Ελληνική Δημοκρατία, οι ίδιες αυτές προϋποθέσεις ισχύουν, κατ’ αναλογία, και όταν ένα κράτος μέλος επικαλείται όχι την απόλυτη αδυναμία, αλλά τη δυσκολία υλοποίησης ενός κοινοτικού μέτρου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Με το υπόμνημα της απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται συναφώς, επίσης, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1996, C-50/94, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. 1-3331, σκέψη 39), και της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-61/95, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-207, σκέψη 12).

71      Μεταξύ Επιτροπής και Ελληνικής Δημοκρατίας υπήρξε σχετική αλληλογραφία αριθμούσα 10 έγγραφα σχετικά με τις δυσχέρειες που η τελευταία αντιμετώπιζε για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου πριν από την εκπνοή της τελικής προθεσμίας (παράρτημα 7 του δικογράφου της προσφυγής). Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε, με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2000 και, επομένως, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, παράταση της προθεσμίας υλοποιήσεως αυτού του μητρώου μέχρι τις 31 Μαρτίου 2002. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η εν λόγω καθυστέρηση έπρεπε να ωθήσει την Επιτροπή είτε να της δώσει παράταση για την ολοκλήρωση του μητρώου, είτε να διακόψει τη χρηματοδότηση του τελευταίου ύστερα από την 1η Ιανουαρίου 2001, σε καμία όμως περίπτωση να μην αξιώσει την επιστροφή αυτού που είχε ήδη καταβληθεί.

72      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του λόγου αυτού. Παρατηρεί ειδικότερα ότι στην Ελληνική Δημοκρατία παρασχέθηκε προθεσμία 14 ετών, ύστερα από την έκδοση του κανονισμού 2392/86, και 8 επιπλέον ετών, ύστερα από την εκπνοή της προβλεφθείσας με τον εν λόγω κανονισμό αρχικής προθεσμίας (δηλαδή στις 31 Ιουλίου 1992), για να ολοκληρώσει το αμπελουργικό μητρώο, πράγμα που καταδεικνύει ότι το Συμβούλιο έλαβε επαρκώς υπόψη το σύνολο των ιδιομορφιών του ελλαδικού χώρου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

73      Με τον παρόντα λόγο, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν ευθύνεται για τη διαπιστωθείσα κατά την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου καθυστέρηση και ότι η Επιτροπή, μη παρατείνοντας την προθεσμία και διατάσσοντας την επιστροφή των καταβληθέντων ως προκαταβολή ποσών, καταχράστηκε των εξουσιών της.

74      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως απέδειξε πως η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, καταχράστηκε των εξουσιών της.

75      Ως προς το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή όφειλε να παρατείνει επιπλέον την προθεσμία, όπως αυτή είχε καθοριστεί από τον κανονισμό 1631/98 (βλ. σκέψεις 70 και 71 ανωτέρω), αρκεί η διαπίστωση ότι, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνδέεται με αυτό το αίτημα περί παρατάσεως και ουδόλως αφορά την εν λόγω προθεσμία και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια για να παρατείνει και άλλο την προθεσμία αυτή, η οποία καθορίστηκε από το Συμβούλιο.

76      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνηστεί ότι η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε δύο φορές και ότι, όπως η Επιτροπή ανέφερε, στην Ελληνική Δημοκρατία παρασχέθηκε προθεσμία οκτώ επιπλέον ετών ύστερα από την εκπνοή της προβλεφθείσας με τον εν λόγω κανονισμό αρχικής προθεσμίας (δηλαδή στις 31 Ιουλίου 1992) για να ολοκληρώσει το αμπελουργικό μητρώο. Πράγματι, με έγγραφο της 12ης Ιανουαρίου 1998, οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή λεπτομερές πρόγραμμα για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου και διαβεβαίωσαν την τελευταία ότι το αμπελουργικό μητρώο θα είχε υλοποιηθεί κατά 100 % στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Επομένως, οι ίδιες οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν ότι η καθορισθείσα από το Συμβούλιο προθεσμία ήταν εύλογη. Υπό τις προκείμενες περιστάσεις, δεν μπορούν επομένως να προσάπτουν στα θεσμικά όργανα ότι τους έταξαν υπερβολικά σύντομη προθεσμία για την κατάρτιση του αμπελουργικού μητρώου.

77      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

78      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εάν υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Cooke

García-Valdecasas

Labucka

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουνίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. D. Cooke


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.