Language of document : ECLI:EU:T:2016:493

Υπόθεση T‑456/14

L’association des fonctionnaires indépendants pour la défense de la fonction publique européenne (TAO-AFI)

και

Syndicat des fonctionnaires internationaux et européens – Section du Parlement européen (SFIE-PE)

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αποδοχές και συντάξεις των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης – Ετήσια αναπροσαρμογή – Κανονισμοί (ΕΕ) 422/2014 και 423/2014 – Παραβάσεις κατά τη διαδικασία εκδόσεως των πράξεων – Παράλειψη διαβουλεύσεως με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 15ης Σεπτεμβρίου 2016

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Κανονισμός για την αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης – Προσφυγή των συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων που διαθέτουν ορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα στο πλαίσιο της εκδόσεως του κανονισμού – Παραδεκτό

(Άρθρα 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ και 336 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 9 § 3, 10β, 10γ, 24β και 55, και παραρτήματα II, άρθρο 1, και XI, άρθρο 3 και 10· κανονισμοί 422/2014 και 423/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Προσφυγή επαγγελματικής οργανώσεως η οποία έχει ως σκοπό της την προαγωγή και εκπροσώπηση των συμφερόντων των μελών της – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Οδηγία 2002/14 περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων – Απευθείας επιβολή υποχρεώσεων στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στις σχέσεις με το προσωπικό τους – Αποκλείεται – Δυνατότητα επικλήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ· οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

4.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων λόγων ή ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας – Λόγος ακυρώσεως προβαλλόμενος για πρώτη φορά με την υποβολή του υπομνήματος απαντήσεως – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γʹ, και 48 § 2)

5.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ή ισχυρισμών – Αόριστη διατύπωση – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

1.      Ένας κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που έχει ως αντικείμενο την αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις, και έχει θεσπιστεί βάσει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, εμπίπτει, ως κείμενο νομοθετικής φύσεως, στην κατηγορία των πράξεων γενικής ισχύος, οι οποίες, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μπορούν παραδεκτώς να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση να τα αφορούν άμεσα και ατομικά.

Όσον αφορά προσφυγή ασκηθείσα από συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις, έστω και αν υποτεθεί ότι στις οργανώσεις αυτές παρασχέθηκε δικαίωμα σε ενημέρωση και διαβούλευση σε σχέση με την πρόταση αναπροσαρμογής των αποδοχών και των συντάξεων που υπέβαλε η Επιτροπή στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και βάσει της οποίας εκδόθηκε ο προαναφερθείς κανονισμός, το στοιχείο αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι κανονισμός αυτός αφορά άμεσα τις εν λόγω οργανώσεις. Πράγματι, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο διαδραματίζει ορισμένο ρόλο, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση πράξεως της Ένωσης είναι ικανό να το εξατομικεύσει σε σχέση με την εν λόγω πράξη μόνον εφόσον η εφαρμοστέα ρύθμιση της Ένωσης παρέχει στο πρόσωπο αυτό ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις. Όμως, εκτός και αν υπάρχει αντίθετη ρητή διάταξη, ούτε η διαδικασία καταρτίσεως πράξεων γενικής ισχύος ούτε η φύση των πράξεων αυτών καθιστούν υποχρεωτική, δυνάμει των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το δικαίωμα ενημερώσεως και διαβουλεύσεως, τη συμμετοχή των θιγόμενων προσώπων, δεδομένου ότι τα συμφέροντά τους θεωρείται ότι εκπροσωπούνται από τα πολιτικά όργανα που καλούνται να εκδώσουν τις πράξεις αυτές.

Συναφώς, το άρθρο 10 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, το οποίο επιτρέπει παρέκκλιση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από την κατά κανόνα εφαρμοζόμενη μέθοδο ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών και των συντάξεων την οποία προβλέπει το άρθρο 3 του ίδιου παραρτήματος, δεν τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του επίμαχου κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται διαδικαστικά δικαιώματα που αντλούν από τη διάταξη αυτή προκειμένου να αποδείξουν την ενεργητική νομιμοποίησή τους. Η διαπίστωση αυτή ισχύει επίσης για το άρθρο 10α του ΚΥΚ, για το άρθρο 9, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, για το άρθρο 1 του παραρτήματος ΙΙ του ΚΥΚ, για το άρθρο 24β του ΚΥΚ, και για το άρθρο 55 του ΚΥΚ. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις δεν μπορούν να αντλήσουν διαδικαστικά δικαιώματα από τις εν λόγω διατάξεις δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν να διαθέτουν τέτοια δικαιώματα βάσει άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ΚΥΚ. Πράγματι, τα άρθρα 10β και 10γ του ΚΥΚ παρέχουν, αντιστοίχως, στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαβουλεύεται με τις αντιπροσωπευτικές ΣΕΟ επί των προτάσεων αναθεωρήσεως του ΚΥΚ και σε κάθε θεσμικό όργανο την ευχέρεια να συνάπτει με τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις που λειτουργούν στο πλαίσιό του συμφωνίες που αφορούν το προσωπικό του. Η πρόβλεψη ότι τέτοιες συμφωνίες δεν μπορούν να επιφέρουν τροποποιήσεις του ΚΥΚ ή των δημοσιονομικών υποχρεώσεων ούτε να επηρεάζουν τη λειτουργία του οικείου οργάνου και ότι οι υπογράφουσες συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις πρέπει να δρουν, σε κάθε όργανο, υπό την επιφύλαξη των κατά τον ΚΥΚ αρμοδιοτήτων της επιτροπής προσωπικού δεν αποκλείει, αυτή καθαυτήν, τη δυνατότητα να έχουν οι συμφωνίες αυτές ως αντικείμενο την παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων στις εν λόγω οργανώσεις.

(βλ. σκέψεις 52-54, 69, 89, 95, 97-99, 101)

2.      Οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από ενώσεις προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων ή των ενώσεων τέτοιων οργανώσεων, κρίνονται παραδεκτές σε τρεις περιπτώσεις. Πρώτον, στην περίπτωση που νομική διάταξη αναγνωρίζει ρητώς στις επαγγελματικές ενώσεις σειρά δυνατοτήτων διαδικαστικού χαρακτήρα, δεύτερον, στην περίπτωση που η ένωση εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελών της που και τα ίδια θα μπορούσαν να προασπίσουν παραδεκτώς ενώπιον των δικαστηρίων και, τρίτον, στην περίπτωση που η ένωση εξατομικεύεται λόγω του ότι θίγονται τα δικά της συμφέροντα ως ενώσεως, ιδίως για τον λόγο ότι η διαπραγματευτική θέση της θίγεται από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση.

Όσον αφορά το ζήτημα του επηρεασμού των συμφερόντων που έχει μια τέτοια οργάνωση, πράξη που θίγει τα γενικά συμφέροντα μιας κατηγορίας υποκειμένων δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα και ατομικά μια οργάνωση η οποία έχει συσταθεί για την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων της κατηγορίας αυτής. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του προσωπικού μετείχαν στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως δεν αρκεί για να μεταβάλει τη φύση του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής το οποίο μπορούν να διαθέτουν, στο πλαίσιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, έναντι των διατάξεων αυτών.

(βλ. σκέψεις 55, 57, 58)

3.      Δεδομένου ότι οι οδηγίες έχουν ως αποδέκτες τα κράτη μέλη και όχι τα θεσμικά ή λοιπά όργανα της Ένωσης, οι διατάξεις της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δεν μπορούν, αυτές καθαυτές, να θεωρηθούν ότι επιβάλλουν υποχρεώσεις στα όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους.

Εντούτοις, το γεγονός ότι οι οδηγίες δεν δεσμεύουν, αυτές καθεαυτές, τα θεσμικά όργανα δεν αποκλείει τη δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων ή των αρχών που θεσπίζει ορισμένη οδηγία έναντι των θεσμικών οργάνων, όταν οι εν λόγω κανόνες ή αρχές αποτελούν απλώς την ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και γενικών αρχών που δεσμεύουν ευθέως τα θεσμικά όργανα. Ομοίως, μια οδηγία μπορεί να δεσμεύει θεσμικό όργανο, όταν το όργανο αυτό, στο πλαίσιο της οργανωτικής αυτοτέλειάς του και εντός των ορίων του ΚΥΚ, είχε την πρόθεση να εκπληρώσει ορισμένη υποχρέωση που προβλέπει η οδηγία ή ακόμη στην περίπτωση κατά την οποία μια εσωτερική πράξη γενικής ισχύος παραπέμπει η ίδια ρητώς σε μέτρα που έχει λάβει ο νομοθέτης της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών. Τέλος, τα θεσμικά όργανα, όταν ενεργούν ως εργοδότες, οφείλουν, σύμφωνα με το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχουν, να λαμβάνουν υπόψη τις νομοθετικές διατάξεις που εκδίδονται σε επίπεδο Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 72-74)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 148)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 149)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 151)