Language of document : ECLI:EU:T:1999:53

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Μαρτίου 1999 (1)

«Συνθήκη ΕΚΑΧ — Ανταγωνισμός — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές — Καθορισμός των τιμών — Κατανομή των αγορών — Συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών»

Στην υπόθεση T-156/94,

Siderúrgica Aristrain Madrid, SL, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τον Antonio Creus και, αρχικά, από τον Xavier Ruiz Calzado, εν συνεχεία από τη Natalia Lacalle, δικηγόρους Βαρκελώνης, με τόπο επιδόσεων στις Βρυξέλλες το δικηγορικό γραφείο Cuatrecasas, avenue d'Auderghem 78,

προσφεύγoυσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους Julian Currall, Francisco Enrique González-Diaz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, και Géraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και στη συνέχεια από τον Jean-Louis Dewost, γενικό διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, τον Julian Curall και τον Guy Charrier, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, επικουρούμενους από τον Ricardo García Vicente, δικηγόρο Μαδρίτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως κύριο αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. Bellamy, προεδρεύοντα, A. Potocki και J. Pirrung, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 23ης, 24ης, 25ης, 26ης και 27ης Μαρτίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (2)

Το ιστορικό της διαφοράς

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.
    Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1, στο εξής: Απόφαση), με την οποία, αφενός, διαπιστώθηκε η συμμετοχή δεκαεπτά ευρωπαϊκών χαλυβουργικών επιχειρήσεων και μιας από τις επαγγελματικές ενώσεις τους σε σειρά συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικώνπερί καθορισμού των τιμών, κατανομής των αγορών και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την κοινοτική αγορά δοκών χάλυβα, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και, αφετέρου, επιβλήθηκαν πρόστιμα σε δεκατέσσερις επιχειρήσεις του τομέα αυτού για παραβάσεις διαπραχθείσες μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1988 και της 31ης Δεκεμβρίου 1990.

2.
    Κατά την Απόφαση, η προσφεύγουσα Siderúrgica Aristrain Madrid, SL (στο εξής: Aristrain Madrid), γνωστή προηγουμένως υπό την επωνυμία José Maria Aristrain Madrid, SA, και Siderúrgica Aristrain Olaberría, SL (στο εξής: Aristrain Olaberría), γνωστή προηγουμένως υπό την επωνυμία José Maria Aristrain, SA, είναι αδελφές εταιρίες που ανήκουν στον χαλυβουργικό όμιλο Aristrain (στο εξής: Aristrain), του οποίου το κεφάλαιο ανήκει στην οικογένεια Aristrain.

(...)

Δ — Η Απόφαση

49.
    Η Απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο του κ. Van Miert της 28ης Φεβρουαρίου 1994 (στο εξής: Έγγραφο). Η προσφεύγουσα υπόγραψε το αποδεικτικό παραλαβής στις 7 Μαρτίου 1994.

50.
    Μολονότι η Επιτροπή, με την αιτιολογία της Αποφάσεως, θεωρεί ότι οι δύο εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο Aristrain, δηλαδή η Aristrain Madrid και η Aristrain Olaberría, συμμετείχαν στις εν λόγω παραβάσεις, μόνον η Aristrain Madrid είναι αποδέκτης της Αποφάσεως, η οποία περιέχει το ακόλουθο διατακτικό:

«Αρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις που παρατίθενται με την επωνυμία τους συμμετείχαν, στον βαθμό που περιγράφεται στην παρούσα απόφαση, σε αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού πρακτικές, οι οποίες εμπόδισαν, περιόρισαν και στρέβλωσαν τον κανονικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά. Όταν επιβάλλονται πρόστιμα, η διάρκεια της παράβασης αναφέρεται σε μήνες, εκτός από την περίπτωση της εναρμόνισης των [πρόσθετων] στοιχείων, οπότε η συμμετοχή στην παράβαση υποδεικνύεται με το γράμμα ”Χ”.

(...)

Aristrain

α)    Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω της επιτροπής δοκών                 

(24)

β)    Καθορισμός τιμών στην επιτροπή δοκών        

(24)

γ)    Κατανομή των αγορών, British Steel, Ensidesa

    και Aristrain     

(8)

η)    Εναρμόνιση των πρόσθετων στοιχείων                

(Χ)

(...)

Αρθρο 4

Για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και οι οποίες διαπράχθηκαν μετά τις 30 Ιουνίου 1988 (31 Δεκεμβρίου 1989 (3) στην περίπτωση των Aristrain και Ensidesa) επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

    (...)

    Siderurgica Aristrain Madrid SL

10 600 000 ECU

    (...)

(...)

Αρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις:

(...)

Siderúrgica Aristrain Madrid, SL

(...)».

(...)

Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της Αποφάσεως

(...)

Α — Επί της προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας

Επί της προσβολής του δικαιώματος για αμερόληπτο δικαστήριο

Συνοπτική περίληψη της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας

81.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος για ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το δικαίωμα αυτό, το οποίο θεμελιώνεται στην αρχή της «δίκαιης δίκης», καθιερώθηκε με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες (στο εξής: ΕΣΔΑΘΕ), και γενικότερα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

82.
    Η προσβολή του δικαιώματος αυτού προκύπτει ουσιαστικά από το ότι η κινούμενη από την Επιτροπή διαδικασία δεν αναθέτει σε διαφορετικά όργανα ή πρόσωπα τα καθήκοντα εξετάσεως και έρευνας και τα καθήκοντα εκδόσεως αποφάσεως, ενώ οι διατάξεις της Συνθήκης δεν προβλέπουν προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, παρόμοια με εκείνη που απαιτεί η ΕΣΔΑΘΕ, κατά των αποφάσεων της Επιτροπής.

83.
    Η προσφεύγουσα αντικρούει κατ' αρχάς την αντίρρηση ότι η Επιτροπή δεν είναι «δικαστήριο» κατά τη γραμματική έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑΘΕ και, στο μέτρο αυτό, δεν όφειλε να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του άρθρου αυτού, όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 19ης Οκτωβρίου 180, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207) και της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion Française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, στο εξής: απόφαση Pioneer).

84.
    Πράγματι, επιβάλλεται να επιλεγεί η «ουσιαστική» αντίληψη, και όχι η «τυπική», της έννοιας της «κατηγορίας» που αναφέρει το άρθρο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1980, Deweer κατά Βελγίου (αριθ. 35, série A, σ. 23 έως 24), της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Öztürk κατά Γερμανίας (αριθ. 73, série A), της 8ης Ιουνίου 1984, Engel κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών (αριθ. 22, série A), της 28ης Ιουνίου 1984, Campbell και Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αριθ. 80, série A), και της 25ης Φεβρουαρίου 1993, Funke, Crémieux και Miailhe κατά Γαλλίας (αριθ. 256-Α έως C, série A)]. Έτσι, το γεγονός ότι οι κυρώσεις που προβλέπουν οι Συνθήκες ΕΚΑΧ και ΕΚ δεν χαρακτηρίζονται τυπικά ποινικές κυρώσεις κατά το «εσωτερικό» δίκαιο — εν προκειμένω το κοινοτικό δίκαιο — δεν αποκλείει το ότι αυτές από ουσιαστική έποψη είναι τέτοιας φύσεως, ενόψει της ΕΣΔΑΘΕ.

85.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις SA Stenuit κατά Γαλλίας (προσφυγή αριθ. 15598/85, απόφ. 11.7.89, D.R. 61, σ. 125-131, § 62) και Μ. & Co. κατά Γερμανίας (προσφυγή αριθ. 13258/87, απόφ. 9.2.90, D.R. 64, σ. 146-153) αναγνωρίστηκε ότι οι διοικητικές κυρώσεις στο δίκαιο του ανταγωνισμού εμπίπτουν στον ποινικό τομέα, αν ληφθεί υπόψη, αφενός, ο στόχος γενικούσυμφέροντος των εν λόγω διατάξεων και, αφετέρου, η φύση και η αυστηρότητα του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου.

86.
    Στην προκειμένη περίπτωση, τα επιβληθέντα από την Επιτροπή πρόστιμα βάσει του άρθρου 65 της Συνθήκης συνιστούν ένα από τα εργαλεία πραγματοποιήσεως των στόχων της εν λόγω Συνθήκης και, μεταξύ άλλων, της εγκαθιδρύσεως της κοινής αγοράς. Έχουν επίσης αποτρεπτικό και κατασταλτικό χαρακτήρα, όπως μαρτυρεί η ανακοίνωση τύπου που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 16 Φεβρουαρίου 1994. Τέλος, το ύψος τους είναι εξαιρετικά υψηλό αφού το ποσό των 10,6 εκατομμυρίων ECU αντιπροσωπεύει το 11,9 % του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας, ενώ στην προαναφερθείσα υπόθεση SA Stenuit κατά Γαλλίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι πρόστιμο το οποίο μπορούσε να ανέλθει στο 5 % του ετήσιου κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων οι οποίες παρανόμησαν δείχνει «σαφέστατα ότι η εν λόγω κύρωση είχε ως σκοπό την αποτροπή» (σκέψη 62 της προαναφερθείσας αποφάσεως). Τα πρόστιμα αυτά έχουν έτσι χαρακτήρα ποινικής κυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑΘΕ, της οποίας οι εγγυήσεις έχουν επομένως εφαρμογή στις διαδικασίες που οδηγούν στην επιβολή των κυρώσεων αυτών.

87.
    Στηριζόμενη εν συνεχεία στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 1ης Οκτωβρίου 1982, Piersack κατά Βελγίου (αριθ. 53, série A), της 10ης Φεβρουαρίου 1983, Albert και Le Compte κατά Βελγίου (αριθ. 58, série A), της 26ης Οκτωβρίου 1984, De Cubber κατά Βελγίου (αριθ. 86, série A), της 24ης Μαΐου 1989, Hauschildt κατά Δανίας (αριθ. 154, série A), η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, στις υποθέσεις «ποινικού» χαρακτήρα που συνεπάγονται την επέμβαση ενός διοικητικού οργάνου, τα διαδικαστικά συστήματα που συνάδουν προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑΘΕ είναι είτε εκείνα στα οποία η φάση έρευνας διαχωρίζεται από εκείνην της αποφάσεως είτε, τουλάχιστον, εκείνα που προβλέπουν μεταγενέστερο έλεγχο εκ μέρους δικαστηρίου το οποίο έχει πλήρη δικαιοδοσία επί όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, καθώς και επί της διακριτικής εξουσίας του οικείου διοικητικού οργάνου (βλ. επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1990, Obermeier κατά Αυστρίας, αριθ. 179, série A).

88.
    Η Επιτροπή όμως εξέδωσε την Απόφαση αναλαμβάνοντας συγχρόνως τις εξουσίες έρευνας και αποφάσεως, ασκούμενες από τα ίδια πρόσωπα, και χωρίς η απόφαση αυτή να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας όπως αυτή νοείται κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

89.
    Η προσφεύγουσα θεωρεί, καταρχάς, ότι ένα σύστημα που αναθέτει στο ίδιο διοικητικό όργανο τις εξουσίες έρευνας και αποφάσεως δεν προσφέρει τις επαρκείς εγγυήσεις για να μπορεί να χαρακτηριστεί αμερόληπτο από αντικειμενική και λειτουργική έποψη.

90.
    Για να αποδείξει την απουσία προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, η προσφεύγουσα στηρίζεται, αφενός, στην παραπομπή βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο άρθρο 33 αυτής, και, αφετέρου, στην πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία, κατά την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οπότε το Δικαστήριο, όταν ελέγχει τους όρους ασκήσεως της αρμοδιότητας αυτού του είδους, περιορίζεται στην εξακρίβωση τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της επαρκούς αιτιολογίας, της επακριβούς διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και της καταχρήσεως εξουσίας. Επικαλείται, κατά την έννοια αυτή, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1962, 13/60, Εταιρίες πωλήσεως του άνθρακα της Ruhr «Geitling» κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή 1954-1964, σ. 701), της 22ας Ιανουαρίου 1976, 55/75, Balkan (Συλλογή τόμος 1976, σ. 3), και της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2545). Η προσφεύγουσα παραθέτει επίσης τη σκέψη 23 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. Ι-3203), με την οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν μπορούσε «να υποκαταστήσει με τη δική του ουσιαστική εκτίμηση, ιδίως στον οικονομικό τομέα, την εκτίμηση του εκδόντος την απόφαση». Αναφέρεται επίσης, συναφώς, στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-30/89, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1439, σκέψη 136), και της 10ης Μαρτίου 1992, Τ-68/89, Τ-77/89 και Τ-78/89, SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1403), όπου το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να τροποποιήσει την επίδικη απόφαση και ότι δεν εναπέκειτο σ' αυτό να προβεί σε νέα εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που περιήλθαν εις γνώση του, ούτε να συναγάγει από αυτά τις συνέπειες εν όψει των κανόνων ανταγωνισμού. Προβάλλει ότι το δικαστήριο το οποίο αληθώς ελέγχει τα πραγματικά και νομικά ζητήματα, καθώς και τη διακριτική εξουσία της διοικήσεως, θα προέβαινε χωρίς δυσκολία στην πραγματική εκτίμηση της υποθέσεως, δηλαδή των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή είχε επιβάλει ένα τόσο σημαντικό πρόστιμο.

91.
    Τούτο συμβαίνει παρά τη φρασεολογία του άρθρου 36 της Συνθήκης. Αφενός, το Δικαστήριο έκρινε, με την από 10 Δεκεμβρίου 1957 απόφασή του, 8/56, ALMA κατά Ανωτάτης Αρχής [Rec. 1957, s. 179, (συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά: Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 163)], ότι δεν μπορούσε να ελέγξει και να τροποποιήσει την κύρωση στο πλαίσιο της Συνθήκης παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ανωτάτη Αρχή διέπραξε «πρόδηλη αδικία». Η Επιτροπή διαθέτει έτσι σημαντική ελευθερία για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, χωρίς το Πρωτοδικείο να μπορεί να ελέγξει τους ακριβείς λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε συγκεκριμένο ύψος προστίμου (βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην υπόθεση που εκδίκασε το Δικαστήριο στις 12 Ιουλίου 1979, 32/78 και 36/78 έως 82/78, BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 177, σ. 199, και τις προτάσεις του δικαστή Vesterdorf, εκτελούντος καθήκοντα γενικού εισαγγελέα, στις εκδικασθείσες από το Πρωτοδικείο υποθέσεις στις 24 Οκτωβρίου 1991, T-1/89, Rhône Poulenc κ.λπ.κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-867, ΙΙ-869, II-1026 — κοινές προτάσεις στις υποθέσεις «πολυπροπυλαινίου» της 24ης Οκτωβρίου 1991, T-2/89, T-3/89, Συλλογή 1991, σ. II-1087, II-1177, της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-4/89, T-6/89, T-7/89, T-8/89, Συλλογή 1991, σ. II-1523, II-1623, II-1711, II-1833, και της 10ης Μαρτίου 1992, T-9/89 έως T-15/89, Συλλογή 1992, σ. II-499, II-629, II-757, II-907, II-1021, II-1155, II-1275). Αφετέρου, ο έλεγχος που ασκείται στο πλαίσιο της προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας του άρθρου 36 της Συνθήκης δεν αφορά όλα τα στοιχεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά έχει ως μόνο και αποκλειστικό σκοπό την ενδεχόμενη τροποποίηση της επιβληθείσας οικονομικής κυρώσεως. Ο έλεγχος του Πρωτοδικείου επί των άλλων στοιχείων, όπως η νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η κύρωση αυτή, δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνον κατά τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 33 της Συνθήκης.

92.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει εξάλλου ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη νέα προοπτική που ανοίγεται στο κοινοτικό δίκαιο με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία καθιερώνει με το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, αυτής την αναγκαιότητα για την Ένωση να λαμβάνει υπόψη τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε, εν προκειμένω, να αρκεστεί στην εκτίμηση της Αποφάσεως υπό το φως του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑΘΕ.

93.
    Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπουν οι έννομες τάξεις των κρατών μελών στον τομέα των διοικητικών κυρώσεων, ειδικότερα δε στον τομέα του ανταγωνισμού, υπερτερούν κατά πολύ εκείνης που προκύπτει από την ερμηνεία «de minimis» του δικαιώματος για ένα ανεξάρτητο δικαστήριο που δέχθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη προβλέπουν, γενικά, ότι τα πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού επιβάλλονται από όργανο διαφορετικό εκείνου που πραγματοποίησε την έρευνα και, επιπλέον, όλα προβλέπουν — σε μεταγενέστερες φάσεις της διαδικασίας — προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 6 της ΕΣΔΑΘΕ. Η προσφεύγουσα επικαλείται συναφώς το γαλλικό, το ελληνικό, το βελγικό, το πορτογαλικό, το ισπανικό, το δανικό, το γερμανικό και το ιταλικό δίκαιο, υπογραμμίζοντας ότι το βρετανικό, το ιρλανδικό και το ολλανδικό σύστημα δεν προβλέπουν πρόστιμα στον τομέα αυτόν. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν το Πρωτοδικείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της Αποφάσεως δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος για ένα αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με τα κριτήρια που διακήρυξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η προσφεύγουσα συνάγει ότι, εν πάσει περιπτώσει, συνιστά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος για ένα αμερόληπτο δικαστήριο όπως αυτό ορίζεται από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στις διαδικασίες εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού.

94.
    Κατά την προσφεύγουσα, επομένως, η εκδοθείσα απόφαση συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τον σεβασμό των οποίων οφείλει να διασφαλίσει το Πρωτοδικείο (βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ηςΝοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147, της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, ΕΡΤ, Συλλογή 1991, σ. Ι-2925, και της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

95.
    Η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο μέτρο που αποβλέπει να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα του συστήματος καταστολής των συμπράξεων που θεσπίζουν τα άρθρα 65 και 66 της Συνθήκης, ή ακόμη τη νομιμότητα του συστήματος δικαστικού ελέγχου των διοικητικών πράξεων που θεσπίζουν τα άρθρα 33 και 36 της Συνθήκης.

96.
    Πράγματι, η ίδια η Συνθήκη δεν είναι πράξη της Επιτροπής και, επομένως, δεν είναι δεκτική ελέγχου εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή δυνάμει των άρθρων 33 ή 36 της Συνθήκης (βλ., ως προς τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 1995, C-253/94 Ρ, Roujansky κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. Ι-7, σκέψη 11).

97.
    Όμως, η ίδια η Συνθήκη προβλέπει, στον τομέα καταστολής των συμπράξεων, τη σώρευση των καθηκόντων έρευνας, κατηγορίας και εκδόσεως αποφάσεως αναθέτοντας αυτά στο ίδιο κοινοτικό όργανο, δηλαδή την Επιτροπή (βλ. άρθρο 65, παράγραφοι 1 έως 5).

98.
    Ωστόσο, επειδή η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η αιτίασή της δεν είχε ως σκοπό να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της Συνθήκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με την εν λόγω αιτίαση, αποβλέπει στο να αμφισβητήσει το γεγονός ότι, στον τομέα καταστολής των συμπράξεων, τα καθήκοντα έρευνας και εκδόσεως αποφάσεως δεν ανατίθενται σε χωριστά πρόσωπα ή όργανα, εντός της Επιτροπής, και όχι το γεγονός ότι το ίδιο κοινοτικό όργανο επωμίζεται τα δύο αυτά καθήκοντα.

99.
    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι η Κοινότητα δεν προσχώρησε στην ΕΣΔΑΘΕ και, εξάλλου, στο παρόν στάδιο ισχύος του κοινοτικού δικαίου, δεν είχε προς τούτο αρμοδιότητα (γνωμοδότηση 2/94 της 28ης Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996, σ. Ι-1759, σκέψη 36), ωστόσο, κατά το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑΘΕ και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

100.
    Από πάγια νομολογία (βλ., εκτός από την προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/94, σκέψη 33, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1996, C-177/94, Perfili, Συλλογή 1996, σ. Ι-161, σκέψη 20, και της 18ης Ιανουαρίου 1997, C-309/96, Annibaldi, Συλλογή 1997, σ. Ι-7493, σκέψη 12) προκύπτει επίσης ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής. Προς τούτο, το Δικαστήριοκαι το Πρωτοδικείο εμπνέονται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τις ενδείξεις τις οποίες παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ΕΣΔΑΘΕ ενέχει ιδιαίτερη σημασία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 18, και της 29ης Μαΐου 1997, C-299/95, Kremzow, Συλλογή 1997, σ. Ι-2629, σκέψη 14). Όπως διευκρίνισε επίσης το Δικαστήριο, εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στην Κοινότητα μέτρα μη συνάδοντα προς τον σεβασμό των ως άνω αναγνωριζομένων και κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση ΕΡΤ, σκέψη 41).

101.
    Προέχει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η τελευταία υποχρεούται να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, Τ-11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-737, σκέψη 39).

102.
    Ωστόσο, από την προπαρατεθείσα απόφαση Pioneer (σκέψεις 6 έως 8) προκύπτει ότι η σώρευση, εκ μέρους της Επιτροπής, της ασκήσεως των καθηκόντων για την κίνηση της διώξεως και της λήψεως αποφάσεως δεν είναι αντίθετη προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο. Ομοίως, από την προπαρατεθείσα απόφαση Shell κατά Επιτροπής (σκέψη 40) προκύπτει ότι αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις δεν επιβάλλουν στην Επιτροπή να διαρθρώνει την εσωτερική της οργάνωση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείει το ενδεχόμενο ένας και ο αυτός υπάλληλος να ενεργεί, στο πλαίσιο της ίδιας υποθέσεως, ως εξεταστής και ως εισηγητής.

103.
    Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, έστω και αν υποτεθεί ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 65 της Συνθήκης έχουν ποινικό χαρακτήρα, η αιτίαση της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρά μόνον αν οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλονται τα πρόστιμα αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου που έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, κατά την έννοια της ΕΣΔΑΘΕ.

104.
    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλλει, κατά των επιχειρήσεων οι οποίες διέπραξαν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 65, παράγραφος 1, πρόστιμα και χρηματικές ποινές μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της εν λόγω παραβάσεως, υπό την επιφύλαξη, αν το αντικείμενο αυτό είναι ο περιορισμός της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, το ανώτατο όριο να αυξηθεί μέχρι 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για πρόστιμο, και μέχρι 20 % του ημερήσιου κύκλου εργασιών, εφόσον πρόκειται για χρηματικές ποινές.

105.
    Η απαίτηση πραγματικού δικαστικού ελέγχου κάθε αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται και καταστέλλεται παράβαση των προαναφερθέντων κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1995, Τ-186/94, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1753, σκέψη 23).

106.
    Στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν παραβιάστηκε.

107.
    Πρώτον, το Πρωτοδικείο είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο δημιουργήθηκε με την απόφαση 89/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1, με διορθωτικά στην ΕΕ 1989, L 241, σ. 4). Όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ιδρύθηκε, μεταξύ άλλων, προκειμένου να βελτιώσει τη δικαστική προστασία των πολιτών στις προσφυγές που απαιτούν ενδελεχή έρευνα περίπλοκων πραγματικών περιστατικών.

108.
    Δεύτερον, το Πρωτοδικείο ασκεί, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της ίδιας αποφάσεως, τις αρμοδιότητες που απονέμονται στο Δικαστήριο από τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Κοινοτήτων και από τις πράξεις που εκδόθηκαν προς εκτέλεσή τους «επί των προσφυγών που ασκούνται (...) δυνάμει του άρθρου 33, δεύτερο εδάφιο (...), της Συνθήκης ΕΚΑΧ».

109.
    Τρίτον, κατά το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως, στις διαδικασίες ενώπιον του Πρωτοδικείου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 2 αυτού, ότι «οι χρηματικές κυρώσεις και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων της παρούσας Συνθήκης δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας».

110.
    Στο πλαίσιο προσφυγής που στηρίζεται στα άρθρα 33, δεύτερο εδάφιο, και 36, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ο έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει, γι' αυτό, πρόστιμο στο ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί ως αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της προσβαλλομένης πράξεως. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο μπορεί, βάσει των λόγων ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως της χρηματικής κυρώσεως που ενδέχεται να προβάλλει το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να εκτιμήσει νομικά και πραγματικά το βάσιμο κάθε κατηγορίας την οποία διατυπώνει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού (βλ., στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-348/94, Enso Espaρola κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1875, σκέψη 63).

111.
    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας, κατά το οποίο η απουσία προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας μπορεί να συναχθεί από την παραπομπή που γίνεται με το άρθρο 36, παράγραφος 3, της Συνθήκης στο άρθρο 33, παράγραφος 1, αυτής. Συγκεκριμένα, ορίζοντας ότι «οι προσφεύγοντες, κατά τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 33 της παρούσας Συνθήκης, δύνανται να επικαλεστούν εις ενίσχυση [της προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας κατά των χρηματικών κυρώσεων ή χρηματικών ποινών] την έλλειψη νομιμότητας των αποφάσεων και συστάσεων η οποία τους προσάπτεται», το άρθρο 36, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν έχει καθόλου ως αποτέλεσμα να περιορίζει, αποκλειστικά στους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται παραδεκτώς στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τους λόγους οι οποίοι είναι δυνατό να προβληθούν στο πλαίσιο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας, αλλά μόνον να διαρρυθμίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να προβληθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προς στήριξη μιας τέτοιας προσφυγής.

112.
    Εξάλλου, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση ALMA κατά Ανωτάτης Αρχής, ουδόλως έκρινε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει και να αναθεωρήσει την κύρωση παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ανωτάτη Αρχή διέπραξε «πρόδηλη αδικία». Αντίθετα, με την απόφαση το Δικαστήριο έκρινε (Rec. 1954, σ. 191) ότι επελήφθη προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας (άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης) και, ως εκ τούτου, «είχε την εξουσία όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να τροποποιήσει την απόφαση που ελήφθη», προσθέτοντας ότι «ακόμη και ελλείψει ρητών αιτημάτων, [το Δικαστήριο] μπορούσε να μειώσει το ύψος υπερβολικού προστίμου». Το Δικαστήριο έκρινε εν συνεχεία (Rec. 1954, σ. 192) ότι, εν όψει της σοβαρότητας της παραβάσεως και της οικονομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας, το ύψος του προστίμου δεν ήταν υπερβολικό στην εν λόγω περίπτωση, προτού καταλήξει ότι «δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε καμία πρόδηλη αδικία, το Δικαστήριο δεν προτίθεται να υποκατατήσει την Ανωτάτη Αρχή στην εκτίμησή της».

113.
    Το επικουρικό επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι ο ασκούμενος έλεγχος στο πλαίσιο της προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας του άρθρου 36 της Συνθήκης έχει ως μόνο σκοπό τη μεταρρύθμιση της επιβληθείσας οικονομικής κυρώσεως και δεν αφορά τα άλλα στοιχεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως είναι η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η κύρωση αυτή, τα οποία στοιχεία εξακολουθούν να υπόκεινται μόνο στον έλεγχο νομιμότητας βάσει του άρθρου 33 της Συνθήκης, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

114.
    Συγκεκριμένα, πρώτον, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ίδια η κύρωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης.

115.
    Δεύτερον, το Πρωτοδιεκείο θεωρεί ότι ο έλεγχος της κυρώσεως που ασκείται με την προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, συνδυαζόμενος, ενδεχομένως, με τον έλεγχο νομιμότητας των άλλων στοιχείων τηςαποφάσεως, που ασκείται βάσει του άρθρου 33 της Συνθήκης, είναι σύμφωνος προς την αρχή που καθιερώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑΘΕ. Πράγματι, εκτός της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που ασκείται βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, το άρθρο 33 της Συνθήκης παρέχει εξουσία στον κοινοτικό δικαστή, με τον έλεγχο της πλάνης περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά, να προβαίνει σε εξαντλητική εξέταση της νομιμότητας των αποφάσεων που του υποβάλλονται. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές όσον αφορά τον ασκούμενο έλεγχο, στην πράξη, ως προς την ακρίβεια και το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που γίνονται δεκτά από την Επιτροπή.

116.
    Επιβάλλεται εξάλλου να παρατηρηθεί ότι η Έκθεση της γαλλικής αντιπροσωπείας επί της Συνθήκης Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα και της Συμβάσεως περί των μεταβατικών διατάξεων, που υπεγράφησαν στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951 (Παρίσι, Υπουργείο Εξωτερικών, Οκτώβριος 1951, σ. 41) αναφέρει, όσον αφορά την προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας που προβλέπει η Συνθήκη στον τομέα των χρηματικών κυρώσεων, ότι «ειδικές εγγυήσεις έπρεπε, εν προκειμένω, να προβλεφθούν υπέρ των ενδιαφερομένων και οι συνήθεις κανόνες της προσφυγής ακυρώσεως δεν ήσαν οι προσήκοντες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προβλέφθηκε η προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, η οποία επιτρέπει στο Δικαστήριο όχι μόνο να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά χωρίς κανένα περιορισμό, αλλά ακόμη να καταργεί ή να μεταρρυθμίζει το πρόστιμο κατά βούληση».

117.
    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο τα εθνικά διαδικαστικά συστήματα στον τομέα του ανταγωνισμού προσφέρουν σήμερα ευρύτερες εγγυήσεις απ' ό,τι η προστασία «de minimis» που διασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑΘΕ, που το Πρωτοδικείο έπρεπε να λάβει υπόψη ως κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο εφόσον, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το κοινοτικό σύστημα σ' αυτόν τον τομέα είναι παραλλαγή ορισμένου αριθμού εθνικών συστημάτων, τα οποία άλλωστε εμπνέονται αναφανδόν από τις παραδόσεις αυτές.

118.
    Εν όψει του συνόλου των προεκτεθέντων, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 65 της Συνθήκης έχουν ποινικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑΘΕ.

Επί του καταλογισμού των προσαπτομένων παραβάσεων και επί της επιβολής του προστίμου μόνο στην προσφεύγουσα

Συνοπτική περίληψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

119.
    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, μολονότι είναι ο μόνος αποδέκτης της Αποφάσεως (βλ. παράγραφο 323 αυτής), της επιβλήθηκε πρόστιμο για το ύψος του οποίου λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον η συμπεριφορά της και ο κύκλοςεργασιών της, αλλά και η συμπεριφορά και ο κύκλος εργασιών της αδελφής εταιρίας Aristrain Olaberría (βλ., πιο πάνω, σκέψη 2), πράγμα που είναι αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης.

120.
    Ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή της καταλόγισε τη συμπεριφορά μιας αδελφής εταιρίας, η οποία νομικώς είναι ανεξάρτητη και μόνη υπεύθυνη για την εμπορική της δραστηριότητα. Αναφερόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ευθύνη στους κόλπους ενός ομίλου εταιριών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, και προπαρατεθείσα απόφαση BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής), η προσφεύγουσα θεωρεί ότι μια θυγατρική, μέλος ενός ομίλου επιχειρήσεων, δεν μπορεί να θεωρείται υπεύθυνη των φερομένων παραβάσεων που διέπραξε άλλη θυγατρική του ίδιου ομίλου.

121.
    Παρατηρεί ότι, καθ' όλη τη διοικητική διαδικασία, και ειδικότερα με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή αναφερόταν είτε στον όμιλο Aristrain ως τέτοιο, είτε στην Aristrain Madrid και στην Aristrain Olabería ως δύο χωριστές επιχειρήσεις χωριστές εντός του ομίλου αυτού. Επιπλέον, η ανακοίνωση των αιτιάσεων και η πρόσκληση εν όψει της ακροάσεως απευθύνθηκαν στις δύο επιχειρήσεις χωριστά. Επομένως, θεωρώντας την Aristrain Madrid ως τον μόνο αποδέκτη της Αποφάσεως, η Επιτροπή σκοπίμως περιόρισε τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως στην επιχείρηση αυτή, πράγμα που απαγορεύει να συνεκτιμηθούν η συμπεριφορά και ο κύκλος εργασιών της Aristrain Olabería κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

122.
    Προβάλλει εξάλλου ότι το επιχείρημα που η Επιτροπή αντλεί από την ενιαία εκπροσώπηση και άμυνα των δύο εταιριών του ομίλου Aristrain κατά τη διοικητική διαδικασία αντιβαίνει προς τους πλέον στοιχειώδεις διαδικαστικούς κανόνες, καθόσον μια τέτοια ενιαία εκπροσώπηση δεν συνεπάγεται ταυτότητα των καθών.

123.
    Επομένως, η Επιτροπή κακώς επέβαλε μόνο στην Aristrain Madrid πρόστιμο ανερχόμενο στο 11,9 % του κύκλου εργασιών της του 1993, υπερβαίνοντας τόσο το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης, όσο και το ανώτατο όριο του 7,5 % που ανέφερε το μέλος της Επιτροπής κ. Van Miert κατά τη συνέντευξη τύπου στις 16 Φεβρουαρίου 1994.

124.
    Η καθής προβάλλει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας αγνοεί την κοινοτική νομολογία βάσει της οποίας η οικονομική ενότητα ευθύνεται για τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, έστω και αν η οικονομική αυτή ενότητα, από νομική άποψη, αποτελείται από περισσότερες εταιρίες (αποφάσεις του Δικαστηρίου ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, και της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm, Συλλογή 1984, σ. 2999), εκτός αν αποδειχθεί η αποκλειστική ευθύνη μιας από τις εν λόγω εταιρίες για τις παραβάσεις που τους προσάπτονται (προπαρατεθείσα απόφαση BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής). Σε ολόκληρη την Απόφαση, η Επιτροπή ενέμεινε σε μια έννοια σύμφωνη με τη νομολογία αυτή, θεωρώντας τον «όμιλο Aristrain», αποτελούμενο από την Aristrain Madrid και τηνAristrain Olaberría, ως μία οικονομική ενότητα (βλ. παράγραφο 16, στοιχείο β´, και το άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως).

125.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, καθ' ομολογία της ίδιας της προσφεύγουσας, η Aristrain Olaberría ενεργεί «πάντοτε εντός του ομίλου» (βλ. σημείο 131 της προσφυγής), και ότι υπάρχει ενότητα από άποψη εκπροσωπήσεως και άμυνας των δύο εταιριών. Οι πράξεις τους ήσαν επομένως κοινές, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι απέστειλαν κοινή απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

126.
    Η καθής αρνείται ότι θεώρησε και αντιμετώπισε τις δύο εταιρίες ως «ανεξάρτητες επιχειρήσεις». Το μόνο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο είναι η χωριστή πρόσκληση ακροάσεως για κάθε μία από τις δύο εταιρίες. Εξάλλου, από την παράγραφο 323 της Αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν τιμωρεί τη συμπεριφορά της Aristrain Madrid μεμονωμένα. Αντιθέτως, οι παράνομες συμπεριφορές αφορούσαν το σύνολο του ομίλου Aristrain και η χρηματική κύρωση αντικατοπτρίζει τη συμπεριφορά των δύο εταιριών.

127.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών της Aristrain Olaberría είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

128.
    Με το υπόμνημά της απαντήσεως η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, με το από 22 Ιουνίου 1994 έγγραφό της (βλ., πιο πάνω, σκέψη 54), η καθής αναγνώρισε — στο περιθώριο της παρούσας διαδικασίας — ότι η προσφεύγουσα είχε δίκαιο και εξέφρασε την πρόθεση να τροποποιήσει την απόφαση προκειμένου να περιλάβει την Aristrain Olaberría μεταξύ των αποδεκτών αυτής και να επιβάλει σε κάθε μία από τις δύο εταιρίες του ομίλου πρόστιμο του οποίου το συνολικό ύψος θα ήταν ίσο με εκείνο που επιβλήθηκε μόνο στην προσφεύγουσα.

129.
    Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η καθής υπογραμμίζει ότι ο λόγος υπάρξεως αυτού του σχεδιαζόμενου μέτρου δεν είναι η διόρθωση ενός οποιουδήποτε σφάλματος, αλλά η μέριμνα εξασφαλίσεως σημαντικότερων εγγυήσεων όταν θα απαιτήσει την εκτέλεση της κυρώσεως.

130.
    Κατά την αγόρευσή του ενώπιον του Πρωτοδικείου ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας έκανε επίσης λόγο για μια ακρόαση η οποία πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 23 Ιανουαρίου 1995 ενώπιον του κ. Johannes, συμβούλου ακροάσεων στην Επιτροπή, κατά την οποία συζητήθηκε το ζήτημα αν έπρεπε η Επιτροπή να τροποποιήσει την Απόφαση ώστε να περιλάβει και την Aristrain Olaberría μεταξύ των αποδεκτών της Αποφάσεως. Από το πρακτικό της ακροάσεως αυτής, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή αιτήσει του Πρωτοδικείου και κατατέθηκε στον φάκελο, προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε τροποποίηση της Αποφάσεως. Η Επιτροπή προσκόμισε επίσης, και το Πρωτοδικείο το κατέθεσε στον φάκελο, έγγραφο τουμέλους της Επιτροπής κ. Van Miert, της 27ης Απριλίου 1995, προς τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας το οποίο έχει ως εξής:

«Μετά την εξέλιξη της διαδικασίας τροποποιήσεως της Αποφάσεως και εν όψει των ισχυρισμών σας, αποφάσισα να μην προτείνω προς το παρόν στην Επιτροπή την προβλεφθείσα τροποποίηση, αλλά να αναμένω την επίλυση της διαφοράς από το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

131.
    Οι δύο εταιρίες παραγωγοί δοκών του ομίλου Aristrain, ήτοι η Aristrain Madrid, προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση, και η Aristrain Olaberría, καθώς και ο ίδιος ο όμιλος Aristrain, περιγράφονται ως εξής, στην παράγραφο 16, στοιχείο β´, της Αποφάσεως:

«Η Jose Maria Aristrain Madrid, SA, και η Jose Maria Aristrain, SA (που στη συνέχεια αναφέρεται ως ”Aristrain”) είναι εταιρίες παραγωγής χάλυβα που ανήκουν στον όμιλο Aristrain, του οποίου οι μετοχές ανήκουν στα μέλη της οικογένειας Aristrain (...) Η Jose Maria Aristrain Madrid, SA, και η Jose Maria Aristrain, SA, είναι γνωστές ως Siderúrgica Aristrain Madrid, SL, και Siderúrgica Aristramin Olaberria, SL, αντίστοιχα.»

132.
    Εν συνεχεία, η Απόφαση αναφέρεται απλώς στην «Aristrain», σκοπούσα έτσι τόσο την Aristrain Madrid, όσο και την Aristrain Olaberría. Στην παράγραφο 323 της Αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει, ωστόσο, ότι μόνον η Aristrain Madrid είναι αποδέκτης της αποφάσεως, αλλά ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε λαμβάνει επίσης υπόψη τη συμπεριφορά της αδελφής εταιρίας Aristrain Olaberría.

133.
    Κατά το άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως, η διαπίστωση των παραβάσεων αφορά, στην προκειμένη περίπτωση, την «Aristrain» και, κατά συνέπεια, τόσο την Aristrain Madrid, όσο και την Aristrain Olaberría. Πάντως, όπως αναγγέλθηκε ήδη στην παράγραφο 323, με το άρθρο 4 του διατακτικού της Αποφάσεως επιβάλλεται πρόστιμο αποκλειστικά στη «Siderúrgica Aristrain Madrid, SL», και το άρθρο 6 του διατακτικού της Αποφάσεως ορίζει αυτή μόνον την εταιρία ως αποδέκτη.

134.
    Εξάλλου, από τις εξηγήσεις των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η Aristrain Madrid και η Aristrain Olaberría, των οποίων η παραγωγή αντιπροσωπεύει αντιστοίχως 36 % και 64 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε στις δοκούς το 1990 εντός της ΕΚΑΧ η Aristrain, αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους, στις ίδιες αγορές, στο πλαίσιο μιας ενιαίας εμπορικής πολιτικής στο επίπεδο του ομίλου, στηριζόμενες στο ίδιο δίκτυο διανομής. Έτσι, το ότι μια παραγγελία δοκών καταχωρηθείσα από τις υπηρεσίες πωλήσεως του ομίλου στα διάφορα κράτη μέλη εκτελείται και παραδίδεται από την Aristrain Madrid ή την Aristrain Olaberría εξαρτάται από εσωτερική απόφαση του ομίλου, σε συνάρτηση προς τα προγράμματα παραγωγής και το μέγεθος των δοκών γιατις οποίες πρόκειται (αφού η Aristrain Madrid είναι περισσότερο ειδικευμένη στην παραγωγή δοκών μεγάλων διαστάσεων).

135.
    Εξάλλου, από τον φάκελο προκύπτει ότι ο όμιλος Aristrain και οι θυγατρικές του συμμετείχαν εξίσου στις παραβάσεις που με την Απόφαση καταλογίζονται μόνο στην Aristrain Madrid, χωρίς να είναι δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων εταιριών του ομίλου ανάλογα με τον βαθμό της ατομικής συμμετοχής τους στις εν λόγω παραβάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, έναντι των άλλων επιχειρήσεων-μελών της επιτροπής δοκών, η «Aristrain» εμφανιζόταν ως ενιαίος όμιλος περιλαμβάνων τόσο την Aristrain Madrid όσο και την Aristrain Olaberría, οι οποίες εκπροσωπούνταν από το ή τα ίδια πρόσωπα στις διάφορες συναντήσεις.

136.
    Πρέπει να θεωρηθεί ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, οι δύο εταιρίες Aristrain Madrid και Aristrain Olaberría αποτελούν οικονομική ενότητα και, κατά συνέπεια, μια «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Hydrotherm, σκέψη 11, και απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-79/95 Ρ, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5457, σκέψεις 15 έως 18).

137.
    Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, λαμβάνοντας υπόψη την ενότητα του οικονομικού ομίλου που δημιουργήθηκε από τη μητρική εταιρία και τις θυγατρικές της, οι ενέργειες των θυγατρικών μπορούν, υπό ορισμένες περιστάσεις, να καταλογιστούν στη μητρική εταιρία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 135). Οι περιστάσεις αυτές όντως συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, οι δύο θυγατρικές παραγωγοί δοκών, μολονότι διαθέτουν διακεκριμένη νομική προσωπικότητα, δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά, αλλά εφαρμόζουν κατά το ουσιώδες τις οδηγίες που τους παρέχει ο όμιλος, ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο προωθήσεως και συντονισμού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου ICI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 133, και απόφαση του Πρωτοδικείου Shell κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 312).

138.
    Πάντως, από τις εξηγήσεις που έδωσε ο εκπρόσωπος της καθής τόσο στη συνεδρίαση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιόν του Προέδρου του Πρωτοδικείου όσο και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου, και μη αμφισβητηθείσες από την προσφεύγουσα, προκύπτει ότι, μολονότι η Επιτροπή είχε όντως την πρόθεση να καταλογίσει στον «όμιλο» Aristrain τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές του Aristrain Madrid και Aristrain Olaberría, δεν κατόρθωσε να εξακριβώσει τη μητρική εταιρία του ομίλου, η οποία δεν υπήρχε ως «εταιρία χαρτοφυλακίου», «σύμφωνα με την παραδοσιακή έννοια του όρου», κατά τον χρόνο αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, δεδομένου ότι το κεφάλαιο βρισκόταν στα χέρια της οικογένειας Aristrain. Επομένως, η Επιτροπή απηύθυνε την εν λόγω ανακοίνωση των αιτιάσεων σε κάθε μία από τις δύο εταιρίες Aristrain Madrid και Aristrain Olaberría, με έγγραφα της 6ης Μαΐου 1992, και κάλεσε επίσης κάθε μία από αυτές στη διοικητική ακρόαση.Επιβάλλεται να παρατηρηθεί, συναφώς, ότι στην εν λόγω ανακοίνωση των αιτιάσεων δόθηκε ενιαία απάντηση εξ ονόματος των δύο εταιριών, αυτές δε εξέφρασαν την επιθυμία να εκπροσωπηθούν από τους ίδιους δικηγόρους κατά τη διοικητική ακρόαση (βλ. τα από 22 Ιουλίου και 3 Σεπτεμβρίου 1992 έγγραφα των δικηγόρων της προσφεύγουσας προς την Επιτροπή).

139.
    Από τις ίδιες μη αμφισβητηθείσες εξηγήσεις προκύπτει ότι η «εταιρία χαρτοφυλακίου» του ομίλου δημιουργήθηκε μεταγενέστερα, αλλά η Επιτροπή προτίμησε να μην την περιλάβει μεταξύ των αποδεκτών της Αποφάσεως, αφού δεν ήταν αποδέκτης της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Η Επιτροπή επέλεξε επομένως μια «αντιπροσωπευτική εταιρία του ομίλου», ήτοι την Aristrain Madrid, στην οποία καταλόγισε το σύνολο των παραβάσεων και επέβαλε πρόστιμο το οποίο λαμβάνει επίσης υπόψη τη συμπεριφορά και τον κύκλο εργασιών της αδελφής εταιρίας Aristrain Olaberría.

140.
    Εφόσον η Επιτροπή απέδειξε προσηκόντως την ίση συμμετοχή της Aristrain Madrid και της Aristrain Olaberría στις διάφορες παραβάσεις που τους καταλογίζονται με το άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως και οι δύο αυτές εταιρίες πρέπει να θεωρηθούν ως αποτελούσες μία και μόνον «επιχείρηση», κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, υπό τις εν προκειμένω ειδικές περιστάσεις, η Επιτροπή βασίμως καταλόγισε στην πρώτη την ευθύνη των συμπεριφορών της δεύτερης και, όπως έπραξε με το άρθρο 4 του διατακτικού της Αποφάσεως, έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών της τελευταίας στον υπολογισμό του ύψους του προστίμου το οποίο οφείλει η πρώτη.

141.
    Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σε κατάσταση στην οποία, λόγω της οικογενειακής συνθέσεως του ομίλου και της διασποράς των μετοχών του, ήταν αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να εξακριβωθεί το νομικό πρόσωπο το οποίο, επικεφαλής του ομίλου, μπορούσε, ως υπεύθυνος του συντονισμού της δράσεως του ομίλου, να του καταλογιστούν οι παραβάσεις που διέπραξαν οι διάφορες εταιρίες που τον αποτελούν, η Επιτροπή δικαιούνταν να θεωρήσει τις δύο θυγατρικές Aristrain Madrid και Aristrain Olaberría ως ευθυνόμενες εις ολόκληρον για το σύνολο των ενεργειών του ομίλου, προκειμένου να αποφευχθεί όπως η τυπική διάκριση μεταξύ των εταιριών αυτών, η οποία προκύπτει από τη διακεκριμένη νομική τους προσωπικότητα, να μπορεί να αντιταχθεί στο ενιαίο της συμπεριφοράς τους στην αγορά κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 140).

142.
    Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή βασίμως επέβαλε στις δύο αδελφές εταιρίες ένα μόνο πρόστιμο το ύψος του οποίου υπολογίστηκε σε σχέση με τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών τους και για την πληρωμή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον.

143.
    Προκύπτει επίσης ότι, περιλαμβάνοντας μόνον την Aristrain Madrid στον κύκλο των αποδεκτών της αποφάσεως, ενώ υπολόγισε το πρόστιμό της σε σχέση με τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της με εκείνον της Aristrain Olaberría, η Επιτροπήδεν διέπραξε καμία παρανομία, αλλά απλώς στερήθηκε ενός εις ολόκληρον συνοφειλέτη στο πρόσωπο της τελευταίας αυτής εταιρίας.

144.
    Όσον αφορά την ενδεχόμενη πρόθεση της Επιτροπής, για την οποία γίνεται λόγος στο από 22 Ιουνίου 1994 έγγραφο του μέλους της Επιτροπής Van Miert προς την Aristrain, να τροποποιήσει την Απόφαση κατά την αναφερθείσα πιο πάνω έννοια, η πρόθεση αυτή δεν είχε συνέχεια και, επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην παρούσα απόφαση.

145.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

(...)

Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

(...)

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

152.
    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι τα επικαλούμενα από την προσφεύγουσα δικαιώματα άμυνας διασφαλίζονται, εν προκειμένω, από το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή, προτού επιβάλει μια από τις χρηματικές κυρώσεις που προβλέπονται στην εν λόγω Συνθήκη, οφείλει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1984, 9/83, Eisen und Metall Aktiengesellschaft κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 2071, σκέψη 32, και της 12ης Νοεμβρίου 1985, 183/83, Krupp κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3609, σκέψη 7).

153.
    Όσον αφορά την τήρηση της εγγυήσεως αυτής στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται καταρχάς να παρατηρηθεί ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνθηκε στους ενδιαφερόμενους στις 6 Μαΐου 1992 εξατομικεύθηκε έναντι καθενός από τους αποδέκτες της με την ένδειξη των συμπεριφορών και των αποδεικτικών στοιχείων που τους αφορούσαν αντιστοίχως. Το κεφάλαιο VIII της εν λόγω ανακοινώσεως των αιτιάσεων περιλαμβάνει, άλλωστε, λεπτομερή περιγραφή των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, με ένδειξη για κάθε μία από αυτές των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζεται η Επιτροπή.

154.
    Η Επιτροπή επισύναψε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, αφενός, αντίγραφο των εγγράφων που δεχόταν συγκεκριμένα εις βάρος κάθε μιας από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (παράρτημα 3 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων), και, αφετέρου, τον συγκεντρωτικό πίνακα του συνόλου των εγγράφων που αποτελούσαν τον φάκελο που είχε σχηματιστεί στην παρούσα υπόθεση («πίνακας γνωστοποιήσιμων εγγράφων», παράρτημα 2 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων). Εκτός από την ημερομηνία καταρτίσεως καθενός από τα έγγραφα και την πολύσυνοπτική ταυτότητά τους, ο τελευταίος αυτός πίνακας κατέτασσε τα έγγραφα αυτά, σύμφωνα με τη φύση τους σε δώδεκα κατηγορίες, χαρακτηριζόμενες από έναν αριθμό, και διευκρίνισε το επίπεδο διαβαθμίσεώς τους έναντι καθεμιάς από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε τις επιχειρήσεις να προσέλθουν στα γραφεία της Επιτροπής προκειμένου να συμβουλευθούν το σύνολο των γνωστοποιήσιμων εγγράφων.

155.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή συμμορφώθηκε με τη διαδικασία προσβάσεως στον φάκελο που περιγράφεται στη Δωδέκατη Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (σελίδες 40 και 41) όπως αυτή εγκρίθηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1711, σκέψεις 53 και 54, της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T-10/92, T-11/92, T-12/92 και T-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2667, σκέψεις 38 έως 41, της 1ης Απριλίου 1993, T-65/89, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-389, σκέψεις 29 έως 33, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-865, σκέψεις 12 έως 33, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1775, σκέψεις 77 έως 104), χωρίς να χρειάζεται το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί των δηλώσεων της Επιτροπής οι οποίες έγιναν μετά την έκδοση της Αποφάσεως και περιλαμβάνονται στην XXIII Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, 1993, της 5ης Μαΐου 1994 (ειδικότερα παράγραφος 202) και αφορούν την αποστολή των κατά και υπέρ της επιχειρήσεως εγγράφων μαζί με την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

156.
    Το Πρωτοδικείο είχε εξάλλου τη δυνατότητα να εξακριβώσει, στην προκειμένη περίπτωση, ότι όλα τα έγγραφα τα οποία, στον φάκελο που του διαβίβασε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 23, αφορούσαν την προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκαν, στο παράρτημα 2 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ως γνωστοποιήσιμα ή, προκειμένου για ορισμένα εσωτερικά έγγραφα της British Steel, ως «μερικώς γνωστοποιήσιμα» στην προσφεύγουσα. Όσον αφορά την τελευταία αυτή κατηγορία, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι οι αιτιάσεις της στηρίζονται αποκλειστικά στα αποσπάσματα των εγγράφων αυτών τα οποία κατέστησαν γι' αυτήν προσιτά.

157.
    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα που φέρουν τους αριθμούς 1888 και 1892 στον φάκελο της Επιτροπής αφορούν, αφενός, τα εμπορικά ρεύματα της British Steel μεταξύ της γαλλικής και της βρετανικής αγοράς και, αφετέρου, έναν πίνακα παραδόσεων της British Steel. Τα δύο αυτά έγγραφα ουδόλως αφορούσαν την προσφεύγουσα, ούτε κατά ούτε υπέρ αυτής, και επομένως ορθώς μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως γνωστοποιήσιμα σ' αυτήν στον πίνακα του παραρτήματος 2 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων αφού, βάσει του άρθρου 47 της Συνθήκης, η Επιτροπή υποχρεούται να προστατεύει τα επιχειρηματικά απόρρητα των άλλων επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην παρούσα διαδικασία. Το έγγραφομε ημερομηνία 1η Μαρτίου 1990, που παρατίθεται στην παράγραφο 40 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, φέρει τον αριθμό 3370 στον φάκελο της Επιτροπής και χαρακτηρίστηκε ως γνωστοποιήσιμο στην προσφεύγουσα, στην οποία άλλωστε γνωστοποιήθηκε σύμφωνα με τον πίνακα του παραρτήματος 3 της εν λόγω ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

158.
    Δεν αμφισβητείται άλλωστε ότι η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στον φάκελο σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που αναφέρει το από 6 Μαΐου 1992 έγγραφο της Επιτροπής. Επομένως, είχε τη δυνατότητα να λάβει αντίγραφο όλων των εγγράφων που η Επιτροπή θεωρεί ως «γνωστοποιήσιμα» ή «μερικώς γνωστοποιήσιμα».

159.
    Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε, ενώπιον του Πρωτοδικείου, σε τί η παρουσίαση των εγγράφων που απαριθμούνται στο παράρτημα 2 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν ήταν επαρκής ώστε να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ανεύρει τα οικεία έγγραφα όταν έλαβε γνώση του φακέλου.

160.
    Όσον αφορά το προσαπτόμενο στην Επιτροπή ότι, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων όπως και στην Απόφαση, παρέθεσε τα κατά της προσφεύγουσας έγγραφα αναφέροντας μόνον την ημερομηνία τους, χωρίς συγχρόνως να αναφέρει τον αριθμό που έφεραν στον φάκελο της Επιτροπής, είναι αληθές ότι ένα τέτοιο σύστημα καθιστά την εξατομίκευση των εν λόγω εγγράφων περισσότερο δυσχερή, τόσο για τους ενδιαφερόμενους διαδίκους όσο και για το Πρωτοδικείο, ιδίως σε υπόθεση όπου, όπως εν προκειμένω, υπεισέρχονται χιλιάδες έγγραφα, και θα ήταν περισσότερο σύμφωνη προς μια ορθή διοικητική πρακτική, σε τέτοιες περιστάσεις, η Επιτροπή να εξατομικεύει τα έγγραφα που παραθέτει όχι μόνο σε σχέση με την ημερομηνία τους, αλλά και σε σχέση με την αρίθμησή τους στον φάκελο.

161.
    Εντούτοις, το ότι στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στην Απόφαση δεν γίνεται αναφορά στην αρίθμηση των εγγράφων στην οποία προέβη η Επιτροπή κατά την κατάρτιση του φακέλου της δεν μπορούσε, στην προκειμένη περίπτωση, να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας αφού, με απλή αναφορά στην ημερομηνία των εγγράφων, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να εξατομικεύσει τα εν λόγω έγγραφα, τόσο στον πίνακα που επισυνάφθηκε στο παράρτημα 2 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, όσο και στον φάκελο της Επιτροπής. Επιβάλλεται η διαπίστωση, ειδικότερα, ότι τα έγγραφα που απαριθμούνται στο παράρτημα IV του υπομνήματος απαντήσεως μπορούν να εξατομικευθούν χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσχέρεια.

162.
    Όσον αφορά την έλλειψη μεταφράσεως στα ισπανικά ορισμένων εγγράφων, πρέπει καταρχάς να υπογραμμιστεί ότι δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να μεταφράζει περισσότερα έγγραφα από εκείνα στα οποία στηρίζει τις αιτιάσεις της. Τα τελευταία αυτά έγγραφα πρέπει, εξάλλου, να θεωρούνται ωςπειστήρια επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή και, επομένως, πρέπει να γνωστοποιούνται στον αποδέκτη όπως έχουν, κατά τρόπο που ο αποδέκτης να είναι σε θέση να γνωρίζει την ερμηνεία στην οποία προβαίνει η Επιτροπή και στην οποία βασίστηκε τόσο η ανακοίνωση των αιτιάσεων, όσο και η απόφασή της. Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρείται ότι το παράρτημα Ι της ανακοινώσεως των αιτιάσεων περιείχε μετάφραση όλων των αποσπασμάτων των εγγράφων που παρατίθενται στο πρωτότυπο στην εν λόγω ανακοίνωση. Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι αυτός ο τρόπος ενεργείας έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να πληροφορηθεί με ακρίβεια σε ποια περιστατικά και σε ποιο σκεπτικό στηρίχθηκε η Επιτροπή και, επομένως, να υπερασπίσει λυσιτελώς τα δικαιώματά της (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1063, σκέψη 21).

163.
    Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι δεν ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της όσον αφορά τα προβαλλόμενα κατ' αυτής έγγραφα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

164.
    Τέλος, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι η Απόφαση περιέχει, μεταξύ άλλων, εξατομικευμένη απαρίθμηση των διαφόρων παραβάσεων που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα, καθώς και τη διάρκειά τους εκφραζόμενη σε μήνες. Το άρθρο 4 του διατακτικού της αναφέρει την ημερομηνία σε σχέση με την οποία επιβλήθηκαν οι κυρώσεις, ήτοι, με εξαίρεση γραφική παραδρομή (βλ., πιο κάτω, σκέψη 226), την 31η Δεκεμβρίου 1988 στην περίπτωση της Aristrain. Εξάλλου, το ζήτημα της παύσεως των παραβάσεων εξετάζεται στην παράγραφο 318 της Αποφάσεως. Η εν λόγω Απόφαση περιλαμβάνει επίσης λεπτομερή εξέταση κάθε μιας από τις καταγγελλόμενες παραβάσεις, τόσο στο επίπεδο των πραγματικών περιστατικών όσο και της νομικής αναλύσεως, αυτό δε ως προς έκαστο των συμμετεχόντων. Τέλος, στην παράγραφο 313 της Αποφάσεως αναγνωρίζονται ελαφρυντικές περιστάσεις στους ενδιαφερόμενους Ισπανούς παραγωγούς, ενώ στις παραγράφους 305 έως 307 αναφέρονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις που έγιναν δεκτές, με μνεία των αποδεικτικών στοιχείων που δικαιολογούν εκάστη κατηγορία. Πρέπει να θεωρηθεί ότι, με τις διάφορες αυτές ενδείξεις, η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τα δικαιώματά της ενώπιον του Πρωτοδικείου.

165.
    Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στα περιστατικά που της καταλογίζονται, προς στήριξη του οποίου η προσφεύγουσα επισύναψε, στο παράρτημα V του υπομνήματος απαντήσεως, πίνακα όπου αναφέρονται τα κατ' αυτής έγγραφα, εμπίπτει στον έλεγχο εσωτερικής νομιμότητας της Αποφάσεως και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί, έστω και αν ο ισχυρισμός θεωρηθεί αποδεδειγμένος, να αποτελέσει την απόδειξη παραβάσεως των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

166.
    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί της ακυρότητας της διοικητικής διαδικασίας

Συνοπτική περίληψη της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας

167.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής, ως διοικήσεως επιφορτισμένης με τη διεξαγωγή των διαδικασιών που έχει κινήσει, να μην καθυστερήσει αδικαιολόγητα την έκδοση των αποφάσεών της απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζουν όλα τα κράτη μέλη και ειδικότερα το ισπανικό δίκαιο, για μια δίκαιη δίκη και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η έλλειψη κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως σ' αυτόν τον τομέα δεν μπορεί να απαλλάξει την Επιτροπή από το καθήκον να ενεργεί με την απαιτούμενη επιμέλεια προκειμένου να αποφεύγεται η χωρίς τέλος καταδυνάστευση του διοικουμένου εκ μέρους της αρχής που διεξάγει την έρευνα, άλλως δημιουργείται κατάσταση ελλείψεως ασφαλείας δικαίου προσβάλλουσα τα θεμελιώδη δικαιώματα.

168.
    Στην προκειμένη περίπτωση, το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας αποκαλύπτει την παραλυσία αυτής, για λόγους που καταλογίζονται αποκλειστικά στην Επιτροπή και που δεν δικαιολογούνται από στοιχεία αντικειμενικά, αναγκαία και ασκούντα επιρροή, για χρονικό διάστημα το οποίο κυμαίνεται μεταξύ πέντε μηνών (μεταξύ της απαντήσεως των μερών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και της ακροάσεως αυτών) και δεκατριών μηνών (μεταξύ της ακροάσεως των μερών και της εκδόσεως της Αποφάσεως). Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τέτοιες προθεσμίες στερούν από την Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμο.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

169.
    Μολονότι καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν αναφέρεται στην έννοια της ακυρότητας της διοικητικής διαδικασίας, όπως την εννοεί η προσφεύγουσα, η τήρηση της εύλογης προθεσμίας εκ μέρους της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων μετά το πέρας διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1997, Τ-213/95 και Τ-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1739, σκέψη 56, καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-95/96, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 73).

170.
    Επομένως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή παραβίασε τη γενική αρχή τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της Αποφάσεως, εξυπακουομένου ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, το πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή, τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, το περίπλοκο της υποθέσεως, καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη(προπαρατεθείσες αποφάσεις SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψη 57 και Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, σκέψη 75).

171.
    Η συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση ανέρχεται σε 36 περίπου μήνες. Οι πρώτες έρευνες πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 1991. Αλλοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1991. Πρόσθετες πληροφορίες παρασχέθηκαν από τις διάφορες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων κατόπιν αιτήσεων που υπέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 47 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αυτό συνέβη, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της προσφεύγουσας η οποία, στις από 24 Ιουλίου και 6 Αυγούστου 1991 αιτήσεις της Επιτροπής απάντησε με επιστολές στις 17 και 19 Σεπτεμβρίου 1991. Τα ληφθέντα στοιχεία στο πλαίσιο αυτών των ελέγχων και αιτήσεων παροχής πληροφοριών οδήγησαν την Επιτροπή να απευθύνει ανακοίνωση των αιτιάσεων σε 19 ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, στις 6 Μαΐου 1992. Η προσφεύγουσα απάντησε σ' αυτήν με το από 22 Ιουλίου 1992 έγγραφο. Η ακρόαση των επιχειρήσεων που ήσαν αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, προβλεφθείσα αρχικά για τον Σεπτέμβρη του 1992, αναβλήθηκε για τον Ιανουάριο του 1993 κατόπιν αιτήσεως ορισμένων ενδιαφερομένων, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους νομικούς τους συμβούλους να αφιερωθούν στην άμυνά τους στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ που κίνησαν κατ' αυτών, τότε, οι αμερικανικές αρχές. Κατόπιν αιτήσεως επίσης των ενδιαφερομένων ο σύμβουλος ακροάσεως διέταξε εν συνεχεία τη διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας ως προς τον ρόλο της ΓΔ ΙΙΙ, η οποία διεξήχθη από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 1993. Το πρακτικό της ακροάσεως απεστάλη στις ενδιαφερόμενες στις 8 Ιουλίου και 8 Σεπτεμβρίου 1993. Στο μεταξύ, το σχέδιο αποφάσεως συντάχθηκε, εγκρίθηκε και μεταφράστηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, προς έκδοση της αποφάσεως από το σώμα των μελών της Επιτροπής, πράγμα που έγινε τελικά στις 16 Φεβρουαρίου 1994.

172.
    Εν όψει όλων αυτών των στοιχείων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή, κατά τη διοικητική διαδικασία η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της Αποφάσεως, ενήργησε σύμφωνα με την αρχή της τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας. Αν ληφθούν κυρίως υπόψη η σημασία και η περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και ο αριθμός των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, το Πρωτοδικείο θεωρεί, ειδικότερα, ότι η παρέλευση χρονικού διαστήματος δεκατριών μηνών — από τους οποίους αρκετοί μήνες αφιερώθηκαν στην εσωτερική έρευνα διεξαχθείσα κατόπιν αιτήσεως των ιδίων των ενδιαφερομένων — μεταξύ της διοικητικής ακροάσεως και της εκδόσεως της Αποφάσεως, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής αυτής (βλ. επίσης προπαρατεθείσα απόφαση SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψη 66).

173.
    Επομένως, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

(...)

Γ — Επί της παραβάσεως του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης

(...)

Επί του καθορισμού τιμών (τιμών-στόχων) στο πλαίσιο της επιτροπής δοκών

1. Επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών

226.
    Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Αποφάσεως, η Επιτροπή προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι συμμετέσχε σε παράβαση καθορισμού τιμών στο πλαίσιο της επιτροπής δοκών. Η περίοδος που ελήφθη υπόψη για την επιβολή του προστίμου είναι είκοσι τεσσάρων μηνών, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1989 και της 31ης Δεκεμβρίου 1990 (βλ. παραγράφους 80 έως 121, 223 έως 243, 311, 313, 314 και το άρθρο 1 της Αποφάσεως). Συναφώς, είναι αληθές ότι το άρθρο 4 της Αποφάσεως, στην ισπανική και γαλλική εκδοχή του, αναφέρει ότι το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο αφορά παραβάσεις οι οποίες διαπράχθηκαν «μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1989». Ωστόσο, από τη γερμανική και αγγλική εκδοχή του εν λόγω άρθρου 4, καθώς και την αιτιολογία της Αποφάσεως (βλ. παραγράφους 313 και 314, που αφορούν τις συνέπειες της μεταβατικής περιόδου που προβλέπει η πράξη προσχωρήσεως της Ισπανίας, και το άρθρο 1, κατά το οποίο η Aristrain συμμετείχε στην παράβαση καθορισμού τιμών της επιτροπής δοκών επί 24 μήνες), υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνευθεί το διατακτικό της αποφάσεως, προκύπτει ότι η μνεία της ημερομηνίας αυτής, αντί εκείνης της 31ης Δεκεμβρίου 1988, αποτελεί απλώς παραδρομή γραφίδος χωρίς επίπτωση επί του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 1994, C-30/93, ACATEL Electronics Vertriebs, Συλλογή 1994, σ. Ι-2305, σκέψεις 21 έως 24).

(...)

Επί του επικουρικού αιτήματος που αφορά την ακύρωση του άρθρου 4 της Αποφάσεως ή τουλάχιστον, τη μείωση του ύψους του προστίμου

(...)

Δ — Επί της εσφαλμένης εκτιμήσεως των διαφόρων κριτηρίων και περιστάσεων που δέχεται η Επιτροπή ως κρισίμων στον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου

(...)

Επί της εκτιμήσεως του κύκλου εργασιών που ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του προστίμου

(...)

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

571.
    Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης:

«Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις επιχειρήσεις που συνάπτουν αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή εφαρμόζουν, η επιχειρούν να εφαρμόσουν (...) μια αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή απόφαση (...) ή επιδίδονται σε πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, πρόστιμα και χρηματικές ποινές μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της αντίθετης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής. Αν όμως αντικείμενο της συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής είναι ο περιορισμός της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, το ανώτατο αυτό όριο δύναται να αυξηθεί μέχρι 10 % του ετησίου κύκλου εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για πρόστιμο, και μέχρι 20 % του ημερήσιου κύκλου εργασιών, εφόσον πρόκεται για χρηματικές ποινές.»

572.
    Μολονότι η Απόφαση δεν αναφέρει ρητά ποιο από τα δύο ανώτατα όρια του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση (βλ. παράγραφο 299, η οποία περιορίζεται στην παράθεση της εν λόγω διατάξεως), από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκύπτει ότι εφάρμοσε το πρώτο από τα κριτήρια αυτά, δηλαδή το διπλάσιο του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της επίδικης πρακτικής (βλ. επίσης παράγραφο 322 της Αποφάσεως, όπου η Επιτροπή αναφέρεται στον «κύκλο εργασιών από τα σχετικά προϊόντα»). Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

573.
    Εξάλλου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης το ανώτατο όριο του 200 % του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της επίδικης παραβάσεως συνιστά το κύριο στοιχείο αναφοράς για τον προσδιορισμό του προστίμου, και είναι θεμιτό η Επιτροπή να το χρησιμοποιεί σε όλες τις περιστάσεις. Αντιθέτως, η χρησιμοποίηση του ανωτάτου ορίου του 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων επαφίεται στην ελεύθερη επιλογή της Επιτροπής μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις. Δεδομένου ότι τέτοιες περιστάσεις δεν υπήρχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη τον συνολικό κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Επομένως, η δεύτερη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

574.
    Επιβάλλεται να προστεθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το σύστημα της Συνθήκης δεν τιμωρεί καθαυτό τις «μονοπαραγωγικές» επιχειρήσεις σε σχέση με τις επιχειρήσεις των οποίων η παραγωγή είναι διαφοροποιημένη. Η Συνθήκη εκκινεί από την αρχή ότι ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών επί των προϊόντων που υπήρξαν αντικείμενο της περιοριστικής πρακτικής παρέχει ένα ορθό μέτρο της νοσηρότητας της πρακτικής αυτής για την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, εκτός από την ειδική περίπτωση συμφωνιών μαλθουσιανού τύπου που έχουν ως αντικείμενο τονπεριορισμό της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, οι οποίες συμφωνίες, ως εκ της φύσεώς τους, τιμωρούνται περισσότερο πρόσφορα με το δεύτερο ανώτατο όριο του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης. Αντιθέτως, είναι αδιάφορο το ότι η νόθευση του ανταγωνισμού διαπράχθηκε από επιχείρηση με διαφοροποιημένη παραγωγή ή «μονοπαραγωγική» επιχείρηση. Καταρχήν, όντως, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού οι οποίοι προκύπτουν από τη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε παράβαση εξαρτώνται λιγότερο από το συνολικό της μέγεθος παρά από τη σημασία της στην αγορά των προϊόντων που αφορά η οικεία παράβαση.

575.
    Ούτε η εφαρμογή του συστήματος αυτού στην προκειμένη περίπτωση εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας. Αφού η Επιτροπή είχε αρχίσει να προσδιορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης, το κρίσιμο ποσοστό του κύκλου εργασιών που έπρεπε να λάβει υπόψη για τον καθορισμό των προστίμων, αντιθέτως, θα επέβαλλε αδίκως κυρώσεις στις επιχειρήσεις με διαφοροποιημένη παραγωγή αν είχε αυξήσει το ποσοστό αυτό με ένα συντελεστή προκειμένου να λάβει υπόψη τις άλλες παραγωγές των επιχειρήσεων, με σκοπό είτε να τους «απευθύνει προειδοποίηση» είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

576.
    Εξάλλου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι υπολόγισε το ύψος του προστίμου βασιζόμενη στον κύκλο εργασιών των δύο εταιριών Aristrain Madrid και Aristrain Olaberría οι οποίες, κατά την Επιτροπή, παρέβησαν τους κανόνες του ανταγωνισμού στον ίδιο βαθμό, μολονότι μόνον η πρώτη είναι αποδέκτης της Αποφάσεως (βλ. παράγραφο 323).

577.
    Όπως έκρινε ήδη το Πρωτοδικείο (βλ., πιο πάνω, σκέψεις 143 και 144), η Επιτροπή βασίμως μπορούσε να επιβάλει στην προσφεύγουσα ενιαίο πρόστιμο του οποίου το ύψος υπολογίστηκε σε σχέση με τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της Aristrain Madrid και της Aristrain Olaberría.

578.
    Από την πιστοποίηση των ελεγκτών της προκύπτει ότι η προσφεύγουσα πραγματοποίησε το 1990 κύκλο εργασιών 9 921 εκατομμυρίων πεσετών (ESP), δηλαδή 76 563 000 ECU [με μέση συναλλαγματική ισοτιμία 1 ECU προς 129, 58 ESP που πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ., πιο κάτω, σκέψη 663)] στις κοινοτικές της πωλήσεις δοκών. Το πρόστιμο των 10 600 000 ECU που της επιβλήθηκε αντιπροσωπεύει 13,84 % αυτού του κύκλου εργασιών και, επομένως, υπολείπεται σαφώς του ανωτάτου ορίου του 200 % του εν λόγω κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης.

579.
    Το Πρωτοδικείο φρονεί, εξάλλου, ότι, τηρώντας το ανώτατο αυτό όριο, η Επιτροπή δικαιούνταν να εφαρμόσει τον «βασικό συντελεστή» του κύκλου εργασιών που έγινε δεκτός στην προκειμένη περίπτωση για τον υπολογισμό του προστίμου (βλ., πιο πάνω, σκέψη 535) στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της Aristrain Madrid και της Aristrain Olaberría. Δεδομένου ότι το 1990 οι δύο αυτέςεταιρίες πραγματοποίησαν ενοποιημένο κύκλο εργασιών 27 749 εκατομμυρίων ESP, δηλαδή 214 145 700 ECU, επί των κοινοτικών τους πωλήσεων δοκών, το πρόστιμο των 10 600 000 ECU το οποίο επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα αντιπροσωπεύει το 4,95 % αυτού του κύκλου εργασιών και, επομένως, σαφώς υπολείπεται του «ορίου» του 7,5 % για το οποίο δεσμεύτηκε η ίδια η Επιτροπή.

580.
    Επομένως, η τρίτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

581.
    Τέλος, από τον φάκελο και τις εξηγήσεις που παρέσχε η καθής κατά τη διάρκειατης διαδικασίας προκύπτει ότι το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο υπολογίστηκε με βάση κύκλο εργασιών 34 468 εκατομμυρίων ESP, που η ίδια η προσφεύγουσα είχε αναφέρει στην Επιτροπή, με τα από 30 Ιουλίου 1992, 2 Δεκεμβρίου 1993 και 28 Ιανουαρίου 1994 έγγραφά της, κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε ο όμιλος Aristrain το 1990 στην κοινοτική αγορά δοκών.

582.
    Στην από 24 Φεβρουαρίου 1998 απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι η ένδειξη αυτή ήταν εσφαλμένη, αφού ο αριθμός των 34 468 εκατομμυρίων ESP περιελάμβανε τις εξαγωγές προς τις τρίτες χώρες και, επομένως, δεν αφορούσε αποκλειστικά τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις δοκών εντός της ΕΚΑΧ. Στην απάντηση αυτή επισύναψε έγγραφο των ελεγκτών της της 27ης Ιανουαρίου 1995, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε ο όμιλος Aristrain το 1990 στην κοινοτική αγορά δοκών ανερχόταν στην πραγματικότητα σε 27 748 915 000 ESP, από τα οποία 17 827 510 000 ESP για την Aristrain Olaberría και 9 921 405 000 ESP για την Aristrain Madrid.

583.
    Απαντώντας σε ερωτήσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η καθής υποστήριξε ότι το πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση έπρεπε να θεωρείται ορθό, στον βαθμό που είχε υπολογιστεί με βάση τα στοιχεία τα οποία παρέσχε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία. Η Επιτροπή αναφέρει ότι τα κοινοποιηθέντα αρχικώς στοιχεία ήσαν ακριβή και αρνείται να αναγνωρίσει τα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν μεταγενέστερα οι ελεγκτές της προσφεύγουσας.

584.
    Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι υπολόγισε το ύψος του προστίμου με βάση τα συμπίπτοντα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε σε τρεις περιπτώσεις η ίδια η προσφεύγουσα, εις απάντηση των αιτήσεων πληροφοριών που υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 47 της Συνθήκης.

585.
    Πάντως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η κατ' αυτόν τον τρόπο κοινοποιηθείσες πληροφορίες ήσαν εσφαλμένες καθόσον ελάμβαναν υπόψη τις εξωκοινοτικές πωλήσεις δοκών του ομίλου Aristrain, οι οποίες δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της Επιτροπής και, επομένως, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των επιβληθέντων στην προκειμένη περίπτωση προστίμων. Συναφώς, το Πρωτοδικείο δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητήσει την αλήθεια ή την ακρίβεια των στοιχείων που πιστοποιήθηκαν στις27 Ιανουαρίου 1995, κατόπιν αναθεωρήσεως εκ μέρους των ελεγκτών της προσφεύγουσας.

586.
    Επομένως, στην προσφεύγουσα επιβλήθηκε, λόγω σφάλματος, πρόστιμο του οποίου το ύψος δεν αντικατοπτρίζει προσηκόντως τη θέση της στην κοινοτική αγορά δοκών ούτε, κατά συνέπεια, την έκταση και τη σοβαρότητα της συμμετοχής της στις επίδικες παραβάσεις. Μολονότι η ευθύνη του σφάλματος αυτού βαρύνει την προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο κρίνει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, ότι επιβάλλεται να αποκατασταθούν οι συνέπειες του σφάλματος αυτού και να μειωθεί αναλόγως το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

(...)

Επί της εκτιμήσεως της διάρκειας των παραβάσεων

594.
    Για τους εκτεθέντες ήδη λόγους στην σκέψη 226, πιο πάνω, πρέπει να μη ληφθεί υπόψη το πραγματικό σφάλμα που περιλαμβάνεται στην ισπανική και γαλλική εκδοχή του άρθρου 4 της Αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η περίοδος που γίνεται δεκτή από την Επιτροπή όσον αφορά το πρόστιμο ανέρχεται σε 24 μήνες, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1989 και 31ης Δεκεμβρίου 1990, στην περίπτωση των Ισπανών παραγωγών, ενώ ανέρχεται κανονικά σε 30 μήνες, μεταξύ 1ης Ιουλίου 1988 και 31ης Δεκεμβρίου 1990, στην περίπτωση των άλλων παραγωγών.

595.
    Εξάλλου, από τις λεπτομερείς εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκύπτει ότι αυτή προσάρμοσε τα πρόστιμα ανάλογα, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια κάθε παραβάσεως, με εξαίρεση τις συμφωνίες που αφορούν την εναρμόνιση των τιμών των πρόσθετων στοιχείων. Έτσι, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη μικρότερη διάρκεια συμμετοχής των Ισπανών παραγωγών στις συμφωνίες καθορισμού των τιμών-στόχων και στις ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών στους κόλπους της επιτροπής δοκών, το δε ύψος του προστίμου που τους επιβλήθηκε γι' αυτόν τον λόγο ανέρχεται στο 80 % (24/30) του ύψους του προστίμου στο οποίο θα υπόκεινταν, όπως η πλειονότητα των άλλων παραγωγών, αν είχαν συμμετάσχει στις παραβάσεις αυτές από την 1η Ιουλίου 1988.

596.
    Η καθής ανέφερε άλλωστε, στην παράγραφο 252 της Αποφάσεως, ότι «για τους λόγους που παρατίθενται [στην παράγραφο] 313, δεν θα καταλογισθεί ευθύνη στην Ensidesa και την Aristrain για τη συμμετοχή τους στη συμφωνία της 15ης Νοεμβρίου 1988». Αντιθέτως, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις άλλες τέσσερις συμφωνίες εναρμονίσεως των πρόσθετων στοιχείων, συναφθείσες μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1989 και 31ης Δεκεμβρίου 1990, αποδείχθηκε. Ωστόσο, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη αυτή τη μικρότερη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις εν λόγω συμφωνίες όταν υπολόγισε το ύψος του προστίμου το οποίο έπρεπε να της επιβληθεί γι' αυτόν τον λόγο, καθόσον η Επιτροπή καθόρισε κατ' αποκοπήν σε 0,5 % του κρίσιμου κύκλου εργασιών, για όλες τιςεμπλεκόμενες επιχειρήσεις (υπό την επιφύλαξη χωριστής μειώσεως κατά 10 % για την Aristrain και Ensidesa λόγω της μη συμμετοχής τους στην εναρμόνιση των πρόσθετων στοιχείων στην Ισπανία: βλ., πιο πάνω, σκέψη 356).

597.
    Εν όψει των σκέψεων αυτών, το Πρωτοδικείο κρίνει, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι πρέπει να μειωθεί κατά 20 % το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα λόγω της συμμετοχής της στις συμφωνίες ερναρμονίσεως των πρόσθετων στοιχείων.

598.
    Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η στοιχειοθετούσα παράβαση συμπεριφορά η οποία εκδηλώθηκε με τη συμμετοχή σε σειρά συμφωνιών και περιοριστικών πρακτικών καθορισμού των τιμών, κατανομής των αγορών και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών, στο θεσμοθετημένο πλαίσιο αρκετών συναντήσεων μεταξύ παραγωγών, κατά τη διάρκεια δύο ετών, καλώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως μακράς διαρκείας. Επομένως, τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

(...)

Επί του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η υποτίμηση της πεσέτας

653.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εκφράζοντας το ύψος των προστίμων σε ECU και χωρίς να διορθώσει τα αποτελέσματα των υποτιμήσεων που ακολούθησαν την κρίση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος των ετών '92 και '93, η Επιτροπή υιοθέτησε συμπεριφορά εισάγουσα διακρίσεις, επιζήμια για τις επιχειρήσεις οι οποίες, όπως η προσφεύγουσα, πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους σε υποτιμημένα νομίσματα και ευνοεί τις επιχειρήσεις οι οποίες χρησιμοποιούν ανατιμημένα νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο.

654.
    Κατά την προσφεύγουσα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει στην Επιτροπή να φροντίζει όπως καταστάσεις ή παράγοντες άσχετοι προς τη βούληση, τη συμπεριφορά ή τον βαθμό συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως σε συλλογική παράβαση δεν δημιουργούν, στην πράξη, καμία διαφορά μεταχειρίσεως που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις ανταγωνιστικές τους σχέσεις. Φρονεί ότι οι νομισματικές υποτιμήσεις, ειδικότερα, έπρεπε να έχουν ουδέτερο αποτέλεσμα στην εξέλιξη μιας διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού.

655.
    Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι κατά τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών του ομίλου Aristrain για το έτος 1990, που επελέγη ως οικονομική χρήση αναφοράς (βλ. παράγραφο 16 της Αποφάσεως), δηλαδή 34 468 εκατομμύρια πεσέτες, τον μετέτρεψε σε ECU με συναλλαγματική ισοτιμία 129,58 πεσέτες ανά ECU που ίσχυε το 1990 και, εφαρμόζοντας στο αποτέλεσμα αυτό, ήτοι 266 εκατομμύρια ECU, το ποσοστό που έγινε δεκτό για την κύρωση , δηλαδή το 4 %, κατέληξε τελικά στον αριθμό των 10 600 000 ECU, πρόστιμο που επιβλήθηκε με την Απόφαση τον Φεβρουάριο του 1994. Δεδομένου ότι ο συντελεστής μετατροπής ανήλθε σε 158,24 πεσέτες ανάECU το 1994, η πληρωμή του προστίμου ή η σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως συνεπάγονταν για την προσφεύγουσα ένα επιπλέον κόστος της τάξεως του 22 %, που αντιστοιχεί σε 1,92 εκατομμύρια ECU, και ακόμη σε 30 % αν η μεταχείριση που της επιφυλάχθηκε συγκριθεί με την επιφυλαχθείσα στις γερμανικές επιχειρήσεις.

656.
    Το σφάλμα της Επιτροπής, χαρακτηριζόμενο από την προσφεύγουσα ως σοβαρή παράλειψη, συνίσταται στο ότι αυτή επέβαλε τα πρόστιμα σε ECU, που είναι απλή λογιστική μονάδα και δεν έχει άλλη χρησιμότητα από την εξακρίβωση της τηρήσεως των ανωτάτων ορίων του κανονισμού 17, κατ' αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία βασίζεται στην πραγματικότητα των νομισματικών φαινομένων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 9 έως 17, και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην υπόθεση αυτή, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1980, 256/78, Misenta κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 121, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά). Κατά την προσφεύγουσα, η δυσμενής διάκριση μπορούσε να αποφευχθεί είτε εκφράζοντας τον κύκλο εργασιών σε εθνικό νόμισμα είτε χρησιμοποιώντας τη συναλλαγματική ισοτιμία του ECU που ίσχυε κατά την ημέρα εκδόσεως της Αποφάσεως, κατά τρόπο που να εξουδετερώνονται τα αποτελέσματα της υποτιμήσεως.

657.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει ακόμη ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος είναι αποδεκτός στις διεθνείς συναλλαγές διότι αυτές προβλέπουν διορθωτικούς μηχανισμούς, όχι όμως στο τέλος μιας μακράς διοικητικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας οι επιχειρήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να προβλέπουν το ύψος-ρεκόρ των ιστορικών κυρώσεων που θα τους επιβάλλονταν και κατά των οποίων δεν μπορούσαν να προφυλαχθούν.

658.
    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 4 της Αποφάσεως, τα επιβληθέντα πρόστιμα πρέπει να καταβληθούν σε ECU.

659.
    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να εκφράσει το ύψος του προστίμου σε ECU, νομισματική μονάδα μετατρέψιμη σε εθνικό νόμισμα. Εξάλλου, αυτό επιτρέπει στις επιχειρήσεις να συγκρίνουν ευχερέστερα τα ποσά των επιβληθέντων προστίμων. Επιπλέον, η πιθανή μετατροπή του ECU σε εθνικό νόμισμα διαφοροποιεί αυτή τη νομισματική μονάδα από «λογιστική μονάδα» που αναφέρει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, για την οποία το Δικαστήριο ρητά αναγνώρισε ότι, αφού δεν είναι νόμισμα χρησιμοποιούμενο για πληρωμές, συνεπάγεται κατ' ανάγκη τον προσδιορισμό του ποσού του προστίμου σε εθνικό νόμισμα [απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1977, 41/73, 43/73 και 44/73, Société anonyme générale sucrière κ.λπ. κατά Επιτροπής, Ερμηνεία, Συλλογή τόμος 1977, σ. 131 (συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά)].

660.
    Οι επικρίσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα, με τις οποίες αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεθόδου της Επιτροπής, κατά την οποία ο κύκλος εργασιών αναφοράς των επιχειρήσεων μετατρέπεται σε ECU με τη μέση τιμή συναλλάγματος του ιδίου αυτού έτους (1990), δεν μπορούν να γίνουν δεκτές, όπως έκρινε ήδη το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 14ης Μαΐου 1998, Τ-334/94, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1439, σκέψεις 394 επ.).

661.
    Κατ' αρχάς, η Επιτροπή πρέπει κανονικά να χρησιμοποιεί μία και την αυτή μέθοδο υπολογισμού των προστίμων τα οποία επιβάλλει στις επιχειρήσεις λόγω συμμετοχής τους σε μία και την αυτή παράβαση (βλ. απόφαση Pioneer, σκέψη 122).

662.
    Ακολούθως, για να καταστεί δυνατή η σύγκριση των διαφόρων γνωστοποιηθέντων κύκλων εργασιών, εκφρασμένων στο εθνικό νόμισμα καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή οφείλει να μετατρέπει αυτούς τους κύκλους εργασιών σε μία και την αυτή νομισματική μονάδα. Δεδομένου δε ότι η αξία του ECU ορίζεται σε συνάρτηση προς την αξία των εθνικών νομισμάτων όλων των κρατών μελών, καλώς η Επιτροπή μετέτρεψε σε ECU τον κύκλο εργασιών κάθε επιχειρήσεως.

663.
    Καλώς επίσης στηρίχθηκε στον κύκλο εργασιών του έτους αναφοράς των επιχειρήσεων (1990) και μετέτρεψε αυτόν τον κύκλο εργασιών σε ECU με βάση τη μέση τιμή συναλλάγματος του ίδιου έτους. Έτσι, η Επιτροπή αφενός μεν, λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε καθεμιά από τις επιχειρήσεις κατά το έτος αναφοράς, ήτοι το τελευταίο πλήρες έτος της διαπιστωθείσας περιόδου παραβάσεως, μπόρεσε να εκτιμήσει το οικονομικό μέγεθος και την οικονομική ισχύ κάθε επιχειρήσεως, καθώς και την έκταση της παραβάσεως που διέπραξε καθεμιά τους, στοιχεία που έχουν σημασία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της διαπραχθείσας από κάθε επιχείρηση παραβάσεως (βλ. απόφαση Pioneer, σκέψεις 120 και 121). Αφετέρου δε, λαμβάνοντας υπόψη, για τη μετατροπή των εν λόγω κύκλων εργασιών σε ECU, τη μέση τιμή συναλλάγματος του ορισθέντος έτους αναφοράς, μπόρεσε ν' αποφύγει το να επηρεάσουν οι επελθούσες μετά την παύση της παραβάσεως ενδεχόμενες νομισματικές διακυμάνσεις την εκτίμηση του σχετικού οικονομικού μεγέθους και της οικονομικής ισχύος κάθε επιχειρήσεως, καθώς και της εκτάσεως της παραβάσεως που διέπραξε καθεμιά τους, και, κατ' επέκταση, την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως αυτής. Πράγματι, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να στηρίζεται στην οικονομική πραγματικότητα που ίσχυε κατά τον χρόνο διαπράξεώς της.

664.
    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα ότι ο κύκλος εργασιών του έτους αναφοράς έπρεπε να μετατραπεί σε ECU βάσει της τιμής συναλλάγματος που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η μέθοδος υπολογισμού του προστίμου που συνίσταται στη χρήση της μέσης τιμής συναλλάγματος του έτους αναφοράς επιτρέπει την αποφυγή των απροβλέπτων αποτελεσμάτων των μεταβολών των πραγματικών αξιών των εθνικών νομισμάτων που δύνανται ναεπέλθουν — και επήλθαν όντως εν προκειμένω — μεταξύ του έτους αναφοράς και του έτους εκδόσεως της αποφάσεως. Αν τυχόν η μέθοδος αυτή έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί μια επιχείρηση να καταβάλει ποσό, εκφραζόμενο σε εθνικό νόμισμα, ονομαστικά ανώτερο ή κατώτερο εκείνου το οποίο θα όφειλε να καταβάλει εάν εφαρμοζόταν η ισχύουσα κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως τιμή συναλλάγματος, αυτό είναι απλή λογική συνέπεια των διακυμάνσεων των πραγματικών αξιών των διαφόρων εθνικών νομισμάτων.

665.
    Πρέπει να προστεθεί ότι οι επιχειρήσεις αποδέκτες της Αποφάσεως ασκούν κατά κανόνα τις δραστηριότητές τους σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, μέσω τοπικών αντιπροσωπειών. Συναλλάσσονται, επομένως, σε διάφορα εθνικά νομίσματα. Η ίδια η προσφεύγουσα πραγματοποιεί σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών της στις εξαγωγικές αγορές (σύμφωνα με το από 27 Ιανουαρίου 1995 έγγραφο των ελεγκτών της, η προσφεύγουσα πραγματοποίησε έναν κύκλοεργασιών στις «δοκούς» 6 067 974 000 ESP στην Ισπανία και 3 853 431 000 ESP στο υπόλοιπο της ΕΚΑΧ κατά το 1990· οι αριθμοί αυτοί ανέρχονται σε 12 717 803 000 ESP και 5 109 707 000 ESP, αντιστοίχως, στην περίπτωση της αδελφής εταιρίας Aristrain Olaberría). Όταν όμως μια απόφαση όπως η επίδικη Απόφαση επιβάλλει κύρωση για παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης, και επιχειρήσεις αποδέκτες της αποφάσεως ασκούν κατά κανόνα τις δραστηριότητές τους σε διάφορα κράτη μέλη, ο κύκλος εργασιών του έτους αναφοράς μετατρεπόμενος σε ECU με τη μέση τιμή συναλλάγματος που χρησιμοποιήθηκε κατά το ίδιο έτος ισούται προς το άθροισμα του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκαν σε καθεμιά από τις χώρες όπου δρα η επιχείρηση. Επομένως, αντικατοπτρίζει κάλλιστα την αληθή οικονομική εικόνα των οικείων επιχειρήσεων κατά το έτος αναφοράς.

666.
    Εν όψει των προεκτεθέντων, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

Επί της εσφαλμένης εκτιμήσεως των διαφόρων ελαφρυντικών περιστάσεων

(...)

668.
    Για τους ανωτέρω εκτεθέντες ήδη λόγους πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή εκτίμησε προσηκόντως τη φύση, την έκταση, τη σημασία και τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στις παραβάσεις που της καταλογίζονται με την Απόφαση.

669.
    Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν διαδραμάτισε ιδιαίτερα ενεργό ρόλο ή ότι δεν υπήρξε ο πρωταίτιος δεν την απαλλάσσει από τη συμμετοχή της στην παράβαση (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 49 επ., και της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 19/77, Miller κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 47, σκέψη 18).

670.
    Επί πλέον, το ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε συνεννόηση ως προς τις τιμές, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ' ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά την επιμέτρηση του επιβλητέου προστίμου (βλ. αποφάσεις Petrofina κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 173, και της 14ης Μαΐου 1918, Τ-308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-995, σκέψη 230). Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση που, παρά τη διαβούλευση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια λίγο ως πολύ ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της.

671.
    Εν προκειμένω, τα παρεχόμενα από την προσφεύγουσα στοιχεία δεν δικαιολογούν την κρίση ότι η πραγματική συμπεριφορά της στην αγορά ήταν ικανή να αντιστρατευθεί τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι έλαβε όντως μέρος στις εναρμονισμένες πρωτοβουλίες για τις τιμές, μολονότι είναι, κατά σειρά σπουδαιότητας, ο δεύτερος παραγωγός δοκών εντός της Κοινότητας.

672.
    Όσον αφορά τον καταναγκασμό που άσκησαν στην προσφεύγουσα οι άλλες επιχειρήσεις του τομέα και την αναγκαστική είσοδό της στην επιτροπή δοκών, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

673.
    Ως προς το επιχείρημα που αντλείται από την έλλειψη σκόπιμης ή αμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια παράβαση διαπράχθηκε εκ προθέσεως, δεν είναι απαραίτητο η επιχείρηση να είχε επίγνωση ότι παρέβαινε την απαγόρευση του άρθρου 65 της Συνθήκης· αρκεί το ότι δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., στον τομέα της Συνθήκης ΕΚ, προπαρατεθείσα απόφαση Belasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-310/94, Gruber + Weber κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1043, σκέψη 259).

674.
    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα μετείχε στις συνεδριάσεις της επιτροπής δοκών, οργάνου του οποίου τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό απέδειξε η Επιτροπή, καθώς και σε συμφωνία κατανομής των αγορών με την Ensidesa και British Steel.

675.
    Επιπλέον, η διαπιστωθείσα εις βάρος της προσφεύγουσας παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης είχε κατάφωρο χαρακτήρα.

676.
    Όσον αφορά τη φερόμενη συνεργασία της προσφεύγουσας με την Επιτροπή, πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα δεν δέχθηκε το βάσιμο κανενός από τους πραγματικούς ισχυρισμούς που στρέφονταν κατ' αυτής.

677.
    Η Επιτροπή καλώς έκρινε ότι η απάντηση αυτή της προσφεύγουσας δεν συνιστά συμπεριφορά δικαιολογούσα μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία. Τέτοια μείωση δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Cascades κατά Επιτροπής, σκέψεις 255 επ.).

678.
    Τέλος, η απόφαση της προσφεύγουσας, συνακόλουθη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, να μη μετέχει πλέον στις συνεδριάσεις της επιτροπής δοκών και να ελέγχει τη διάδοση των πληροφοριών εκτός της επιχειρήσεως, δεν έχει επίπτωση στην εκτίμηση προγενέστερων συμπεριφορών, ιδίως όταν τέτοιες συμπεριφορές εκουσίως απεκρύβησαν από την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, η παύση μιας εκ προθέσεως διαπραχθείσας παραβάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση όταν η παύση αυτή προσδιορίστηκε κατόπιν παρεμβάσεως της Επιτροπής.

679.
    Εν όψει των προεκτεθέντων, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις με την Απόφαση

680.
    Η προσφεύγουσα παραπονείται, πρώτον, ότι αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως και οι επιχειρήσεις μέλη της Eurofer, ενώ αυτή δεν ήταν μέλος της ενώσεως αυτής. Αναφέρεται στην παράγραφο 317 της Αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν κρίνει αναγκαίο να επιβάλει επιπρόσθετα πρόστιμα στις επιχειρήσεις μέλη της Eurofer για τη συμπεριφορά της ενώσεώς τους «επειδή στα μέλη αυτά έχουν ήδη επιβληθεί πρόστιμα για τις παραβάσεις». Το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι παραβάσεις που διέπραξε η ένωση συνεπάγεται αύξηση του επιπέδου της επιβληθείσας κυρώσεως λόγω των άλλων παραβάσεων, εις βάρος επιχειρήσεων μη μελών της Eurofer.

681.
    Δεύτερον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι υπήρξε αντικείμενο δυσμενούς μεταχειρίσεως σε σχέση με τις σκανδιναβικές επιχειρήσεις. Σε σχέση με όλες τις άλλες συμφωνίες καθορισμού τιμών για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις με την Απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε άνισα κριτήρια στις συμφωνίες καθορισμού τιμών στη δανική αγορά, συναφθείσες από τις επιχειρήσεις αυτές εντός της ομάδας Eurofer/Σκανδιναβία, και τους επέβαλε ασήμαντα πρόστιμα (750 ECU στη Norsk Jernverk AS, 600 ECU στην Inexa Profil AB), των οποίων το ύψος ουδόλως συγκρίνεται με εκείνο του δικού της προστίμου το οποίο, κατ' αυτήν, δεν εξηγείται απλώς από τη διαφορά στον κύκλο εργασιών.

682.
    Τρίτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει κατά τον ίδιο τρόπο τους μεγάλους χαλυβουργικούς «πολυπαραγωγούς» ομίλους οι οποίοι επιδοτούνται γενναία, και μια οικογενειακή «μονοπαραγωγό»επιχείρηση η οποία, όπως η προσφεύγουσα, ουδέποτε έλαβε κανενός είδους δημόσια ενίσχυση ούτε επιδότηση. Αντιμετωπίζουσα την πληρωμή του προστίμου και/ή τη σύσταση εγγυήσεως χωρίς οποιαδήποτε κρατική στήριξη και χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής σε τεχνικές υβριδικών επιδοτήσεων μεταξύ επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου, η προσφεύγουσα θα πληγεί πιο σκληρά από άλλες επιχειρήσεις για λόγους οι οποίοι δεν συνδέονται με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των παραβάσεων. Με το υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον όμιλο Aristrain, σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών του, ισούται με 28 φορές προς εκείνο της Usinor Sacilor, 17 φορές προς εκείνο της NMH, 18 φορές προς εκείνο της Thyssen, σχεδόν 11 φορές προς εκείνο της ARBED, περίπου 6 φορές προς εκείνο της Saarstahl, περίπου 5 φορές προς εκείνο της British Steel και 4 φορές προς εκείνο της Preussag.

683.
    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., για παράδειγμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-317/94, Moritz J. Weig κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1235, σκέψεις 287 έως 289), η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις να αντιμετωπίζονται καθ' όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοιου αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

684.
    Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με βάση τις λεπτομερείς εξηγήσεις που παρέσχε η καθής κατά τη διαδικασία, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο υπολογισμού για τον προσδιορισμό του προστίμου κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, εφαρμόζοντας τα ίδια ποσοστά του σχετικού κύκλου εργασιών προσαρμοσμένα σε συνάρτηση με τη διάρκεια, τη σοβαρότητα και τη γεωγραφική κάλυψη των παραβάσεων στις οποίες συμμετείχε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

685.
    Όσον αφορά επίσης, πρώτον, τη φερόμενη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις επιχειρήσεις μέλη της Eurofer αρκεί η διαπίστωση ότι σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετείχαν στα συστήματα ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών τα οποία επικρίνονται με την Απόφαση, ανεξαρτήτως του αν αυτές ήσαν ή όχι μέλη της Eurofer, επιβλήθηκαν κυρώσεις κατά τον ίδιο τρόπο, σε συνάρτηση με τη διάρκεια της διαπραχθείσας παραβάσεως. Η απόφαση της Επιτροπής να μην επιβάλει πρόσθετα πρόστιμα στις επιχειρήσεις μέλη της Eurofer για τη συμπεριφορά της ενώσεώς τους, συμπεριφορά συνισταμένη στη διευκόλυνση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αυτών, έχει ως μόνο σκοπό να μην επιβληθούν εμμέσως κυρώσεις δύο φορές στα μέλη αυτά για τις ίδιες συμπεριφορές. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι το επιβληθέν πρόστιμο λόγω της επίδικης ανταλλαγής πληροφοριών αυξήθηκε εις βάρος των επιχειρήσεων μη μελών της Eurofer.

686.
    Όσον αφορά, δεύτερον, τη φερόμενη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις σκανδιναβικές επιχειρήσεις, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι υπάρχουν αντικειμενικές διαφορές μεταξύ της προσφεύγουσας και των σκανδιναβικών επιχειρήσεων Norsk Jernverk AS και Ovako AB, δεδομένου ότι αυτές συμμετείχανμόνο στις συμφωνίες καθορισμού των τιμών στη δανική αγορά, της οποίας η γεωγραφική έκταση είναι σχετικά περιορισμένη, επί 30 και 28 μήνες αντιστοίχως, ενώ στην προσφεύγουσα προσάπτονται συμφωνίες καθορισμού τιμών στις διάφορες αγορές της ΕΚΑΧ επί 24 μήνες, η ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών στους κόλπους της επιτροπής δοκών επί 24 μήνες, μια συμφωνία κατανομής αγορών με την British Steel και Ensidesa επί 8 μήνες, και η εναρμόνιση των πρόσθετων στοιχείων. Επιπλέον, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων αυτών για το σχετικό προϊόν, σημαντικός συντελεστής στην επιμέτρηση των κυρώσεων, είναι σαφώς μικρότερος από εκείνον της προσφεύγουσας και πολύ μικρότερος από εκείνον του ομίλου Aristrain.

687.
    Ως προς το τρίτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, αυτό πρέπει να απορριφθεί ελλείψει αποδείξεως αφού στηρίζεται σε έναν ισχυρισμό, ουδόλως αποδειχθέντα ούτε καν χαρακτηρισθέντα, προσβολής των όρων του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 67 της Συνθήκης, εκ μέρους μη κατονομαζομένων κρατών μελών προς όφελος μη κατονομαζομένων επίσης επιχειρήσεων. Στο μέτρο που το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ των «μονοπαραγωγών» επιχειρήσεων και των ομίλων με διαφοροποιημένη παραγωγή, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, ουσιαστικά, στην σκέψη 576, πιο πάνω. Τέλος, όσον αφορά τις συγκρίσεις στις οποίες προβαίνει η προσφεύγουσα σχετικά με την επίπτωση του προστίμου ανάλογα με τον κύκλο εργασιών των διαφόρων επιχειρήσεων, οι συγκρίσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή αφού στηρίζονται στον συνολικό κύκλο εργασιών και όχι σε εκείνον του σχετικού προϊόντος, τον μόνο που έπρεπε να λάβει υπόψη η Επιτροπή (βλ., πιο πάνω, σκέψη 575).

Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

(...)

691.
    Το Πρωτοδικείο έκρινε ήδη ότι το γενικό επίπεδο των επιβληθέντων στην προκειμένη περίπτωση προστίμων υπολογίστηκε σε συνάρτηση με ένα σύνολο κατάλληλων κριτηρίων όπως είναι, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η σοβαρότητα και ο κατάφωρος χαρακτήρας των διαπραχθεισών παραβάσεων, καθώς και η οικονομική βαρύτητα των επιχειρήσεων στην οικεία αγορά, που αντικατοπτρίζεται από τον κύκλο εργασιών τους στις «δοκούς», και το ότι είχαν επίγνωση ότι οι συμπεριφορές τους συνιστούσαν παράβαση.

692.
    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι από τις λεπτομερείς εξηγήσεις που παρέσχε κατά τη διαδικασία η Επιτροπή προκύπτει ότι αυτή είχε ως αφετηρία ένα «βασικό ποσοστό» 7,5 % του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί του σχετικού προϊόντος, ποσοστό το οποίο εν συνεχεία διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με το γεωγραφικό εύρος και τη διάρκεια των διαφόρων ατομικών παραβάσεων.

693.
    Στην ιδιαίτερη περίπτωση της προσφεύγουσας, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ήδη ότι η διάρκεια της συμμετοχής της στις εν λόγω παραβάσεις ανέρχεται σε δύο έτη και όχι σε ένα έτος, ότι ο κύκλος εργασιών που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ο πραγματοποιηθείς τόσο από την Aristrain Madrid όσο και από την Aristrain Olaberría, και ότι το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο για τη συμμετοχή της στις διάφορες παραβάσεις αντιπροσωπεύει το 4,95 % αυτού του ενοποιημένου κύκλου εργασιών.

694.
    Εν όψει του συνόλου των σκέψεων αυτών, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η Επιτροπή δεν διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όταν καθόρισε το επίπεδο του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην προσφεύγουσα.

695.
    Εξάλλου, τίποτα δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε σκέψεις άσχετες με την παρούσα υπόθεση κατά τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων. Πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμη και αν στην παρούσα περίπτωση τα επιβληθέντα πρόστιμα έπρεπε να θεωρηθούν ως παραδειγματικά και αποτρεπτικά, αυτό δεν είναι επαρκής λόγος για να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Hilti κατά Επιτροπής).

696.
    Τέλος, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ικανότητα μιας επιχειρήσεως να πληρώσει το πρόστιμο δεν πρέπει κατ' ανάγκη να επηρεάζει την επιμέτρηση της κυρώσεως (προπαρατεθείσα απόφαση ΙΑΖ κ.λπ. κατά Επιτροπής). Εν πάση περιπτώσει, ηΕπιτροπή έλαβε προσηκόντως υπόψη το στοιχείο αυτό παρέχοντας στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να πληρώσουν τα πρόστιμα με δόσεις.

697.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας το γενικό επίπεδο των προστίμων — περιλαμβανομένου και του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην προσφεύγουσα —, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

Επί της εκ μέρους του Πρωτοδικείου ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του

698.
    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, πρώτον, ούτε το άρθρο 1 της Αποφάσεως, ούτε ο πρώτος πίνακας, ανακεφαλαιωτικός των διαφόρων συμφωνιών καθορισμού τιμών, που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 314 της Αποφάσεως, δεν δέχονται τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε συμφωνία καθορισμού τιμών στην ισπανική αγορά. Όμως, από τις λεπτομερείς εξηγήσεις που παρέσχε κατά τη διαδικασία η Επιτροπή, προκύπτει ότι στην προσφεύγουσα επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 212 800 ECU για μια τέτοια παράβαση. Κατά την Επιτροπή, η οποία παραπέμπει στις παραγράφους 174 και 276 της Αποφάσεως, προφανώς κατόπιν σφάλματος τα στοιχεία αυτά δεν επανελήφθησαν στην παράγραφο 314 και στο άρθρο 1 της Αποφάσεως.

699.
    Εφόσον με το διατακτικό της Αποφάσεως δεν διαπιστώνεται η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην εν λόγω παράβαση, αυτή δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου. Επομένως, το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά212 800 ECU, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

700.
    Για τους εκτεθέντες στη σκέψη 598 λόγους, πρέπει εξάλλου να μειωθεί κατά 20 % το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα για τη συμμετοχή της στις συμφωνίες εναρμονίσεως των πρόσθετων στοιχείων. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική για τους ισπανούς παραγωγούς ελαφρυντική περίσταση, το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά 239 400 ECU, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

701.
    Για τους εκτεθέντες στις σκέψεις 619 επ.(4) λόγους, το Πρωτοδικείο θεωρεί, εξάλλου, ότι πρέπει να μειωθεί κατά 15 % το συνολικό ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε για τις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές καθορισμού τιμών, λόγω του ότι η Επιτροπή υπερέβαλε, σε ορισμένο βαθμό, όσον αφορά τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των διαπιστωθεισών παραβάσεων. Λαμβανομένων υπόψη των ήδη αναφερθεισών μειώσεων όσον αφορά τη φερόμενη συμφωνία καθορισμού τιμών στην ισπανική αγορά, και τις συμφωνίες εναρμονίσεως των πρόσθετων στοιχείων, η μείωση αυτή ανέρχεται σε 941 164 ECU, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

702.
    Για τους εκτεθέντες προηγουμένως λόγους, στις σκέψεις 586 επ. το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το πρόστιμο της προσφεύγουσας πρέπει να υπολογιστεί με βάση τον σχετικό κύκλο εργασιών των 27 748 917 000 ESP, ήτοι των 214 145 700 ECU, και όχι των 34 468 000 000 ESP. Λαμβάνοντας υπόψη τις αναφερθείσες ήδη μειώσεις, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρέπει έτσι να μειωθεί, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στο ποσό των 7 412 184 ECU.

703.
    Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν προσάπτει στην προσφεύγουσα την εναρμονισμένη πρακτική καθορισμού τιμών που είχαν εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το δεύτερο τρίμηνο του 1990, ενώ μια τέτοια παράβαση έγινε δεκτή εις βάρος άλλων επιχειρήσεων (βλ., πιο πάνω, σκέψη 276). Μολονότι το στοιχείο αυτό δεν επηρεάζει τη διάρκεια της παραβάσεως που συνίσταται στον καθορισμό τιμών στους κόλπους της επιτροπής δοκών, η οποία προσάπτεται στην προσφεύγουσα με το άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως, μπορεί ωστόσο να μειώσει την ένταση της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην εν λόγω παράβαση, σε σχέση με εκείνη των άλλων ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο φρονεί, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι επιβάλλεται να μειωθεί το πρόστιμο κατά 300 000 ECU, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

704.
    Εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, δεν συνιστά ακριβή αριθμητική άσκηση. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής, αλλά οφείλει να προβεί στη δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

705.
    Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η γενική μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει το επίπεδο των προστίμων δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως. Συγκεκριμένα, οι παραβάσεις που συνίστανται στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή των αγορών, οι οποίες απαγορεύονται ρητώς από το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης, πρέπει να θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρές, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Ομοίως, τα συστήματα ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών που προσάπτονται στην προσφεύγουσα είχαν αντικείμενο ανάλογο προς κατανομή των αγορών με βάση τα παραδοσιακά ρεύματα. Όλες οι παραβάσεις που ελήφθησαν υπόψη για την επιβολή του προστίμου διαπράχθηκαν, μετά το πέρας του καθεστώτος κρίσεως, αφού οι επιχειρήσεις είχαν λάβει τις προσήκουσες προειδοποιήσεις. Όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, ο γενικός σκοπός των επίμαχων συμφωνιών και πρακτικών ήταν ακριβώς να εμποδίσουν ή να νοθεύσουν την επιστροφή στην κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, η οποία ήταν σύμφυτη με την εξάλειψη του καθεστώτος έκδηλης κρίσεως. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις γνώριζαν τον παράνομο χαρακτήρα τους και τις απέκρυψαν συνειδητά από την Επιτροπή.

706.
    Λαμβανομένων υπόψη όσων προεκτέθηκαν, αφενός, και της εφαρμογής, από της 1ης Ιανουαρίου 1999, του κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ, αφετέρου, το ύψος του προστίμου πρέπει να καθοριστεί σε 7 100 000 ευρώ.

(...)

Επί των δικαστικών εξόδων

713.
    Η προσφεύγουσα ζητεί όπως η Επιτροπή καταδικαστεί όχι μόνον σε όλα τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, αλλά και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία. Στηρίζει το αίτημά της στην αρχή της επιεικείας, στις πλημμέλειες που έπασχε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίες είναι αποκαλυπτικές μιας ανεπαρκούς διοικητικής δραστηριότητας, και στο άρθρο 34 της Συνθήκης.

714.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή η προσφυγή έγινε μερικώς μόνο δεκτή, το Πρωτοδικείο, κατά δικαία κρίση τωνπεριστάσεων της υποθέσεως, αποφασίζει ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα τρία τέταρτα των εξόδων της καθής, περιλαμβανομένων και των συναφών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων

715.
    Επιβάλλεται, εξάλλου, να τονιστεί ότι κατά το άρθρο 91, στοιχείο β´, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων».

716.
    Επομένως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν περιορίζονται, αφενός, σ' εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, αποκλειομένων των εξόδων που αφορουν την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (διάταξη του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 1994, C-222/92 DEP, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5431, σκέψη 12, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, Τ-177/94 (92) και Τ-377/94 (92), Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 18), και, αφετέρου, τα έξοδα τα οποία είναι προς τούτο απαραίτητα (διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1995, 89/95 DEP, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 14).

717.
    Επομένως, το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητεί να καταδικαστεί η καθής να της καταβάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Καθορίζει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 4 της αποφάσεως 94/215 της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα, σε 7 100 000 ευρώ.

2)    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)    Η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της καθής, περιλαμβανομένων και αυτών πουαφορούν τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Η καθής θα φέρει το ένα τέταρτο των εξόδων της.

Bellamy

Potocki
Pirrung

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Μαρτίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

C. W. Bellamy


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


2: —     Δημοσιεύονται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίθηκε χρήσιμη από το Πρωτοδικείο. Οι άλλες σκέψεις είναι εν πολλοίς ίδιες ή παρόμοιες με εκείνες της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, Τ-141/94, Thyssen κατά Επιτροπής, (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-0000), με εξαίρεση, κυρίως, τις σκέψεις 74 έως 120, 331 έως 365, 373 έως 378, 413 έως 454 και 614 έως 625, οι οποίες δεν έχουν αντιστοιχία στην παρούσα απόφαση. Επίσης, οι παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης που προσάπτονται στην προσφεύγουσα ως προς ορισμένες εθνικές αγορές δεν είναι ίδιες με τις προσαπτόμενες στην προσφεύγουσα στην υπόθεση Thyssen κατά Επιτροπής.


3: —     Ημερομηνία αναγραφόμενη στο γαλλικό και ισπανικό κείμενο. Το γερμανικό και αγγλικό κείμενο της Αποφάσεως αναφέρουν την ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1988.


4: —     Βλ. απόφαση Thyssen κατά Επιτροπής, σκέψεις 640 επ.