Language of document : ECLI:EU:T:2011:138

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (αναιρετικό τμήμα)

της 4ης Απριλίου 2011

Υπόθεση T‑239/09 P

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αναίρεση – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Άρνηση θεσμικού οργάνου να κινήσει έρευνα – Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Αγωγή αποζημιώσεως – Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 31ης Μαρτίου 2009, F‑146/07, Marcuccio κατά Επιτροπής, και με αίτημα την αναίρεση της διατάξεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο L. Marcuccio φέρει τόσο τα δικαστικά του έξοδα όσο και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Άρθρο 225 A ΕΚ)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικείμενο – Διαταγή απευθυνόμενη στη διοίκηση – Απαράδεκτο

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ιστορικό της διαφοράς – Εργασιακός δεσμός – Νομική βάση

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – ΄Ελλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Σωρευτικές προϋποθέσεις

5.      Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 58· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, στοιχείο γ΄)

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να θεωρηθεί ως εκπληρωθείσα αφ’ ης στιγμής το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να ασκήσει τον δικαιοδοτικό έλεγχό του με βάση τη συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όπως αυτή προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή: ΔΕΕ, 7 Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 372· 8 Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 46· 4 Οκτωβρίου 2007, C‑311/05 P, Naipes Heraclio Fournier κατά ΓΕΕΑ,, σκέψεις 51 και 52

2.      Κατά πάγια νομολογία, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν έχουν αρμοδιότητα να απευθύνουν διαταγές στη διοίκηση στο πλαίσιο του στηριζόμενου στο άρθρο 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ελέγχου νομιμότητας. Πράγματι, σε περίπτωση ακυρώσεως μιας πράξεως, το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο οφείλει, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα που επάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, 19 Νοεμβρίου 2009, T‑49/08 P, Μιχαήλ κατά Επιτροπής,, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Διαφορά μεταξύ ενός μονίμου υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός υπηρετεί ή υπηρετούσε, με αντικείμενο την αποκατάσταση ζημίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, όταν είναι απόρροια του εργασιακού δεσμού που ενώνει τον ενδιαφερόμενο με το θεσμικό όργανο, οπότε εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή: ΔΕΕ, 7 Οκτωβρίου 1987, 401/85, Schina κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3911, σκέψη 9


4.      Στο πλαίσιο του αιτήματος ενός μονίμου υπαλλήλου περί επιδικάσεως αποζημιώσεως, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του θεσμικού οργάνου απαιτείται η συνδρομή δέσμης προϋποθέσεων σχετικά με την παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στο οικείο όργανο, το υποστατό της φερόμενης ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της φερόμενης ζημίας. Οι τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης είναι σωρευτικές, όπερ σημαίνει ότι, εφόσον δεν πληρούται η μία εξ αυτών, είναι αδύνατον να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψη 60)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, 14 Οκτωβρίου 2004, T‑256/02, I κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑289 και II‑1307, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εμφαίνονται με σαφήνεια τα επικρινόμενα στοιχεία της διατάξεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και η νομική επιχειρηματολογία για την επί τούτου θεμελίωση του σχετικού αιτήματος.

Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην κατά γράμμα επανάληψη ή στην εκ νέου παράθεση των λόγων αναιρέσεως και της επιχειρηματολογίας που είχαν ήδη εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν θεμελιωθεί σε ρητώς απορριφθέντα από το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην ουσία αίτημα περί επανεξετάσεως απλώς της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής-αγωγής, εκφεύγον της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψη 62)

Παραπομπή: ΔΕΕ, 19 Μαρτίου 2004, C‑196/03 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2683, σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία