Language of document : ECLI:EU:T:2018:969

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

[Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2019]

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ του 2014 – Άδεια για προσωπικούς λόγους – Παράλληλη πρόσληψη ως εκτάκτου υπαλλήλου – Μεταβατικά μέτρα σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Αίτηση εκδόσεως αποφάσεως εκ των προτέρων – Βλαπτική πράξη – Σκοπός των μεταβατικών μέτρων – Εφαρμογή ratione personae – Ανάληψη υπηρεσίας»

Στην υπόθεση T-128/17,

Isabel Torné, μόνιμη υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Algés (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενη από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), εκπροσωπούμενο αρχικώς από την S. Manessi και στη συνέχεια από τον P. Martinet, επικουρούμενους από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

τoν

Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex), εκπροσωπούμενο από τους H. Caniard και S. Drew, επικουρούμενους από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

τον

Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (euLISA), εκπροσωπούμενο από τον M. Chiodi, επικουρούμενο από τους D. Waelbroeck και A. Duron, δικηγόρους,

τον

Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA), εκπροσωπούμενο από τον S. Dunlop, επικουρούμενο από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

την

Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), εκπροσωπούμενη από την S. Giordano και τον J. Overett Somnier,

την

Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕSMA), εκπροσωπούμενη από τους A. Lorenzet και N. Vasse, επικουρούμενους από τους S. Orlandi και T. Martin,δικηγόρους,

και την

Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον W. Stevens και στη συνέχεια από την M. Βίτσα, επικουρούμενους από τον A. Duron, δικηγόρο,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον G. Berscheid και την A.-C. Simon, στη συνέχεια από τον G. Berscheid και την L. Radu Bouyon και, τέλος, από τους G. Berscheid και B. Mongin,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί της απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας της 16ης Δεκεμβρίου 2015 για την έκδοση αποφάσεως εκ των προτέρων καθορισμού της ημερομηνίας αναλήψεως υπηρεσίας κατά την έννοια των μεταβατικών διατάξεων του παραρτήματος ΧΙΙΙ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, I. S. Forrester και E. Perillo (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 16 Απριλίου 2006 η προσφεύγουσα, Isabel Torné, διορίστηκε μόνιμη υπάλληλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βαθμό Α 6, ο οποίος κατέστη στη συνέχεια AD 6.

2        Την 1η Φεβρουαρίου 2012, βάσει των διατάξεων του άρθρου 40 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), και ενώ είχε καταταγεί στον βαθμό AD 8, κλιμάκιο 1, η προσφεύγουσα έλαβε, κατόπιν αιτήσεώς της, άδεια άνευ αποδοχών για προσωπικούς λόγους.

3        Την ίδια ημέρα ωστόσο η προσφεύγουσα είχε προσληφθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) ως έκτακτη υπάλληλος στην ομάδα καθηκόντων AD, στον βαθμό 12, κλιμάκιο 2, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), όπως ίσχυε τότε, για να ασκήσει τα καθήκοντα προϊσταμένης της μονάδας «Ανθρώπινοι πόροι και υπηρεσίες».

4        Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ τροποποιήθηκαν από τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: μεταρρύθμιση του 2014). Το νέο άρθρο 77 του ΚΥΚ, που είναι εφαρμοστέο και στους εκτάκτους υπαλλήλους δυνάμει της παραπομπής του άρθρου 39, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, ορίζει, στο δεύτερο εδάφιό του, νέο ετήσιο συντελεστή κτήσεως δικαιωμάτων συνταξιοδοτήσεως, με αποτέλεσμα τη δυσμενή μεταβολή του συντελεστή από 1,9 % σε 1,8 %. Στη συνέχεια, το πέμπτο εδάφιο του ίδιου αυτού άρθρου 39, παράγραφος 1, του ΚΛΠ προβλέπει περαιτέρω ότι η ηλικία συνταξιοδοτήσεως αυξάνεται από τα 63 στα 66 έτη.

5        Μεταβατικό καθεστώς προβλέφθηκε επίσης μεταξύ των παλαιών και των νέων διατάξεων του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, σχετικά με «[μ]εταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους της Ένωσης», προβλέπει κατ’ αρχάς ότι υπάλληλοι «που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013» συνεχίζουν να αποκτούν, με την επιφύλαξη της θέσεως σε ισχύ του νέου άρθρου 77, συνταξιοδοτικά δικαιώματα με ετήσιο συντελεστή 1,9 %.

6        Επιπλέον, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, «για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει στα 63 έτη».

7        Εξάλλου, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του [ΚΥΚ] και του [ΚΛΠ] (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό αριθμό εκτάκτων υπαλλήλων στους οργανισμούς και την ανάγκη ορισμού, στον συγκεκριμένο αυτόν τομέα, μιας συνεκτικής πολιτικής προσωπικού, με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του ΚΛΠ εισήχθη μια νέα κατηγορία εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται από τους οργανισμούς (στο εξής: υπάλληλοι των οργανισμών), και καθορίστηκε μια σειρά ειδικών κανόνων όσον αφορά τη νέα αυτή κατηγορία.

8        Κατά συνέπεια, η σύμβαση που συνήψε η προσφεύγουσα με τον οργανισμό Frontex μετατράπηκε αυτοδικαίως, από την 1η Ιανουαρίου 2014, σε σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου στο πλαίσιο του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του ΚΛΠ, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παραρτήματος του ΚΛΠ σχετικά με μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο εν λόγω καθεστώς.

9        [Όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2019] Την 1η Ιουνίου 2015 η προσφεύγουσα αποχώρησε από τoν Frontex για να προσληφθεί την ίδια ημέρα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA), μέσω της συνάψεως συμβάσεως δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του ΚΛΠ, ως προϊσταμένη της διευθύνσεως «Corporate services». Το άρθρο 3 της εν λόγω συμβάσεως προέβλεπε ότι εξακολουθούσε να κατατάσσεται στον βαθμό AD 12, κλιμάκιο 3, και ότι διατηρούσε την αρχαιότητά της κατά βαθμό την 1η Φεβρουαρίου 2012 και κατά κλιμάκιο την 1η Φεβρουαρίου 2014. Το άρθρο 4 της συμβάσεως αυτής προέβλεπε ότι η ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως είναι η ίδια με την οριζόμενη στην προηγούμενη σύμβαση της προσφεύγουσας με τον Frontex, ήτοι η 31η Ιανουαρίου 2017. Σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτής, η εν λόγω σύμβαση ανανεώθηκε υπό τις προϋποθέσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των οργανισμών, επιτρέποντας έτσι στην προσφεύγουσα να συνεχίσει πλέον τη δραστηριότητά της στον EMSA.

10      Εξάλλου, σημειώνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο εν λόγω καθεστώς, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ που αναφέρονται στις σκέψεις 5 και 6 ανωτέρω, ήτοι η συνέχεια σε σχέση με τον ετήσιο συντελεστή κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (άρθρο 21) και η συνέχεια σε σχέση με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως (άρθρο 22), εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που «τελεί εν ενεργεία» στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

 Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

11      Στις 16 Δεκεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ενώπιον του διευθυντή του Γραφείου «Διαχείριση και Εκκαθάριση των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση εκ μέρους της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ), που να καθορίζει εκ των προτέρων ορισμένα στοιχεία υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της (στο εξής: αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2015). Ζητούσε κατ’ ουσίαν να της βεβαιώσουν ότι μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμίσεως του 2014 εξακολουθούσε να απολαύει, παρά τη μετάταξή της στον EMSA, του ετήσιου συντελεστή κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων 1,9 % και της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ίσχυε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, ήτοι στα 63 έτη.

12      Η αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2015 αρχικώς απορρίφθηκε σιωπηρώς στις 16 Απριλίου 2016, στη συνέχεια δε ρητώς, στις 29 Απριλίου 2016, διά σημειώματος του προϊσταμένου της μονάδας «Συντάξεις» του PMO (στο εξής: σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 ή προσβαλλόμενη απόφαση).

13      Στο σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016, ο προϊστάμενος της μονάδας «Συντάξεις» του PMO επισήμανε, κατ’ ουσίαν, στην προσφεύγουσα ότι η απόφαση της οποίας την έκδοση ζητούσε μπορούσε να ληφθεί, σε διοικητικό επίπεδο, μόνον «κατά τον χρόνο εξόδου [της] από την υπηρεσία και βάσει του καθεστώτος υπό το οποίο [θα] τελ[ούσε] κατά την έξοδο αυτή».

14      Το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 διευκρίνιζε, ωστόσο, ότι «οι νέοι κανόνες του ΚΥΚ [εφαρμόζονται] όταν [συντρέχει] έλλειψη συνέχειας στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου», ότι «[η] αλλαγή εργοδότη [έχει] θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοια έλλειψη συνέχειας», ότι «[α]υτό [συνεπάγεται] ότι για τον χρόνο εργασίας που [έπεται] της συνάψεως της συμβάσεως με τον EMSA, [ήταν] εφαρμοστέοι οι [υφιστάμενοι] κατά τον χρόνο ενάρξεως της [εν λόγω] συμβάσεως κανόνες του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως» και ότι, «[γ]ια εκείνον τον χρόνο, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα [θα] καθορίζονται βάσει της ηλικίας [συνταξιοδοτήσεως] στα 66 έτη και [του] συντελεστή 1,80 %».

15      Τέλος, το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 υπογράμμιζε επίσης ότι η προσφεύγουσα «διατηρ[ούσε] τα δικαιώματ[ά της] δυνάμει του καθεστώτος [της] ως μονίμου υπαλλήλου της Επιτροπής, στο οποίο [δεν είχε] θέσει τέλος».

16      Στις 18 Ιουλίου 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον της ΑΣΣΠΑ διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της απαντήσεως στην από 16 Δεκεμβρίου 2015 αίτηση. Με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016 η ΑΣΣΠΑ απέρριψε την εν λόγω διοικητική ένσταση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι, κατ’ ουσίαν, το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 δεν συνιστούσε απόφαση, αλλά απλή ενημέρωση βασισμένη στους ισχύοντες κανόνες του ΚΥΚ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2017 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 69, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την αναστολή της διαδικασίας μέχρις ότου αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση στην υπόθεση T-769/16, Picard κατά Επιτροπής. Με απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, αφού άκουσε την Επιτροπή, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος έκανε δεκτή την αίτηση αυτή.

19      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 2017, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

20      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2017, ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), ο Frontex, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (eu-LISA), ο EMSA, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

21      Με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, κατόπιν ακροάσεως των κυρίων διαδίκων, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος αποφάσισε την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

22      Την 1η Σεπτεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της προβληθείσας από την Επιτροπή ενστάσεως απαραδέκτου (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω).

23      Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση της ενστάσεως απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

24      Στις 20 Νοεμβρίου 2017 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Με επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα δήλωσε ότι δεν θα καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως.

25      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος της 13ης Δεκεμβρίου 2017, έγιναν δεκτές οι παρεμβάσεις του ACER, του Frontex, του eu-LISA, του EMSA, της ΕΑΤ, της ESMA και της EASO προς υποστήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

26      Στις 26 και 27 Ιανουαρίου 2018 οι παρεμβαίνοντες κατέθεσαν τα υπομνήματα παρεμβάσεώς τους. Με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 2018 η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από την κατάθεση παρατηρήσεων και στις 15 Φεβρουαρίου 2018 η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των εν λόγω υπομνημάτων.

27      Με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2018 η προσφεύγουσα υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να ακουστεί κατά τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αυτή και κίνησε την προφορική διαδικασία.

28      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 2018 η ΕΑΤ ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα συμμετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

29      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει σε γραπτή ερώτηση. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

30      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

32      Οι παρεμβαίνοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ελλείψει βλαπτικής πράξεως, η παρούσα προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη.

34      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν επιβάλλει ρητώς στο οικείο θεσμικό όργανο να καθορίσει προκαταβολικώς, ως προς τον υπάλληλο που υποβάλλει αίτηση πριν από την πραγματική έναρξη της συνταξιοδοτήσεώς του, ορισμένα στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του. Αντιθέτως, ο ΚΥΚ επ’ ουδενί θεσπίζει, στον τομέα αυτόν, κάποιο είδος αρχής της βεβαιότητας ως προς τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων πριν από την ημερομηνία της συνταξιοδοτήσεως. Έτσι, το άρθρο 40 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει ότι η εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου γίνεται κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησής του.

35      Επομένως, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι, εν προκειμένω, το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 δεν συνιστά απόφαση, ήτοι βλαπτική πράξη, αλλά απλή πληροφόρηση βασισμένη στους κανόνες του ΚΥΚ.

36      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2015, η Διοίκηση δεν γνώριζε το σύνολο των στοιχείων υπολογισμού των μελλοντικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, όπως εξακολουθεί άλλωστε να μην το γνωρίζει ούτε επί του παρόντος. Κατά την Επιτροπή, η πληροφόρηση σχετικά με την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας της προσφεύγουσας, καθώς και σχετικά με την ηλικία που είχε κατά την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμίσεως του 2014, της παρέχει τη δυνατότητα, στην καλύτερη περίπτωση, να εκτιμήσει το ύψος των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

37      Η Επιτροπή θεωρεί ότι μόνον κατά τη στιγμή της συνταξιοδοτήσεως της προσφεύγουσας θα καταστεί εν τέλει γνωστό με βεβαιότητα το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στην περίπτωσή της, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως άλλων μεταβατικών κανόνων που θα έχουν θεσπιστεί εν τω μεταξύ, και ότι αποκλειστικά υπό τις συνθήκες αυτές θα μπορεί να ληφθεί οριστικά υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας της για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως αρχαιότητας.

38      Κατά την Επιτροπή, το σημερινό ετήσιο ποσοστό προσαυξήσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μπορεί, ενδεχομένως, να εξακολουθήσει να ποικίλλει στο μέλλον και η προσφεύγουσα μπορεί επίσης να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θα διαφοροποιούνται ανάλογα με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας της, όπως προβλέπει, παραδείγματος χάριν, το άρθρο 77, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ σε περίπτωση αποσπάσεως. Όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αποτελεί αντικείμενο αναλογιστικής αποτιμήσεως ανά πενταετία, ακριβώς προκειμένου να διασφαλιστεί η ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 83α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Η αύξηση στο μέλλον του εν λόγω ποσοστού δεν μπορεί, επομένως, να αποκλειστεί πριν από τη συνταξιοδότηση της προσφεύγουσας.

39      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένα στοιχεία υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ήταν ήδη γνωστά κατά τον χρόνο της αιτήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2015, η προσφυγή είναι εντούτοις απαράδεκτη, διότι, καθόσον τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τελούν «υπό διαμόρφωση», το περιεχόμενό τους μπορεί να καθοριστεί με «οριστική» απόφαση μόνον κατά τη συνταξιοδότησή της.

40      Τέλος, μια τέτοια λύση συνάδει με τη λύση που προκρίθηκε με την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1992, Pfloeschner κατά Επιτροπής (T-6/91, EU:T:1992:13, σκέψεις 26 και 27).

41      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή περαιτέρω υπογράμμισε συναφώς ότι η απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1979, Deshormes κατά Επιτροπής (17/78, EU:C:1979:24, σκέψη 10), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εκ των προτέρων καθορισμός στοιχείου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων συνιστά βλαπτική πράξη, εντασσόταν σε ένα ειδικό πλαίσιο το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω.

42      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες διαδίκους, θεωρεί, αντιθέτως, ότι η απάντηση στην αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αποτελεί βλαπτική πράξη, στο μέτρο που η απάντηση αυτή συνιστά παράλειψη λήψεως μέτρου που επιβάλλεται από τον ΚΥΚ, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Θεωρεί επίσης ότι το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 συνιστά βλαπτική πράξη, δεδομένου ότι το περιεχόμενό του της στερεί την εφαρμογή των επίδικων μεταβατικών διατάξεων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

43      Αρχικώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, «βλαπτικές μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία θίγουν απευθείας και άμεσα την έννομη κατάσταση των ενδιαφερομένων, μεταβάλλοντάς την [επίσης] ουσιωδώς» (βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Verile και Gjergji, T-104/14 P, EU:T:2015:776, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, σε σχέση με το αντικείμενο της αιτήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2015, ο προϊστάμενος της μονάδας «Συντάξεις» του PMO, στο σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016, έλαβε σαφώς θέση επί της τροποποιήσεως των στοιχείων υπολογισμού του ποσού των μελλοντικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, ήτοι, αφενός, επί του ετήσιου ποσοστού κτήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων και, αφετέρου, επί της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως της προσφεύγουσας. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω τροποποιήσεις αποφασίστηκαν λόγω της αλλαγής εργοδότη της προσφεύγουσας, η δε αλλαγή αυτή έλαβε χώρα μετά τη θέση σε ισχύ της μεταρρυθμίσεως του 2014 (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Θεωρεί, επομένως, ότι λόγω της αλλαγής αυτής εργοδότη, ήτοι μετά από ουσιαστική μεταβολή της συμβατικής σχέσεως εργασίας της προσφεύγουσας, το PMO προέβη στην προσαρμογή ορισμένων παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

45      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω του περιεχομένου της, μια τέτοια τοποθέτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει απλώς πληροφορίες σχετικές με το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ΚΥΚ που αφορούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και τον τρόπο υπολογισμού τους μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμίσεως του 2014.

46      Πράγματι, στο σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016, ο προϊστάμενος της μονάδας «Συντάξεις» του PMO διευκρινίζει στην προσφεύγουσα ότι, κατόπιν της συνάψεως της νέας συμβάσεως με τον EMSA την 1η Ιουνίου 2015, πρέπει να θεωρηθεί, για τους σκοπούς εφαρμογής του μεταβατικού καθεστώτος που προβλέπεται στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του 2014, ότι η προσφεύγουσα «εισήλθε στην υπηρεσία» κατά την ημερομηνία αυτή. Άρα, προκύπτει συγκεκριμένα, αφενός, ότι, βάσει του σημειώματος αυτού, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως της προσφεύγουσας μεταφέρεται πλέον, σε μόνιμη βάση, στα 66 έτη (αντί των 63 ετών), και, αφετέρου, ότι ο ετήσιος συντελεστής κτήσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της μεταβάλλεται πλέον από την ίδια ημερομηνία από 1,9 % σε 1,8 %.

47      Συναφώς, το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 αναφέρει επίσης ότι ο καθορισμός της ημερομηνίας αναλήψεως υπηρεσίας της προσφεύγουσας, κατά την έννοια των μεταβατικών διατάξεων που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του 2014, «συνεπάγεται ότι για την περίοδο εργασίας μετά τη σύναψη της συμβάσεως με τον EMSA [και επομένως από την 1η Ιουνίου 2015], οι εφαρμοστέοι κανόνες του ΚΥΚ[, για την προσφεύγουσα, είναι ακριβώς οι κανόνες που ήταν σε ισχύ] κατά τον χρόνο ενάρξεως της συμβάσεως» που συνήψε η προσφεύγουσα με τον EMSA (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

48      Επομένως, το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016 παράγει έννομα αποτελέσματα που επηρεάζουν άμεσα και οριστικά την υπηρεσιακή κατάσταση της προσφεύγουσας, καθόσον με την απόφαση αυτή η Επιτροπή την αποκλείει από το ευεργέτημα του μεταβατικού καθεστώτος που θεσπίστηκε με τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, εφαρμόζοντας σε αυτήν τον ετήσιο συντελεστή κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδοτήσεως όπως τροποποιήθηκαν με τη μεταρρύθμιση του 2014. Εξάλλου, το γεγονός ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί να εκτελεσθεί μόνο στο μέλλον και ότι τα αποτελέσματά της θα διαφοροποιούνται εφεξής στο μέλλον δεν ασκεί επιρροή υπό το πρίσμα αυτό (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1979, Deshormes κατά Επιτροπής, 17/78, EU:C:1979:24, σκέψη 10).

49      Ως εκ τούτου αυτό που βλάπτει την προσφεύγουσα είναι το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2016, που ορίζει την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας της προσφεύγουσας, και όχι η εφαρμογή του που θα λάβει χώρα στο πλαίσιο του μελλοντικού υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της, κατά την εκκαθάρισή τους, όταν αποχωρήσει οριστικώς λόγω συνταξιοδοτήσεως.

50      Επιπλέον, και σε αντίθεση με την περίπτωση που εξετάστηκε στην απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1992, Pfloeschner κατά Επιτροπής (T-6/91, EU:T:1992:13, σκέψη 27), η ΑΣΣΠΑ, επιληφθείσα της αιτήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2015, ήταν υποχρεωμένη, κατόπιν της μεταβολής της συμβατικής σχέσεως εργασίας της προσφεύγουσας, να λάβει απόφαση διευκρινίζοντας εάν η προσφεύγουσα επωφελούνταν ή όχι των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, στο μέτρο που η ΑΣΣΠΑ διέθετε πραγματικά στοιχεία σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση της προσφεύγουσας, τα οποία ήταν βέβαια και αμετάβλητα.

51      Κατά συνέπεια, η ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας της προσφεύγουσας, την οποία θέλησε να καθορίσει σαφώς το PMO βάσει της δικής του ερμηνείας των εφαρμοστέων μεταβατικών διατάξεων, και οι συνέπειες που είχε ο καθορισμός αυτός για τις διοικητικές προϋποθέσεις, οι οποίες ήταν οι προϋποθέσεις που ίσχυαν για την προσφεύγουσα πριν από την ημερομηνία αυτή λόγω της ιδιότητάς της ως ασφαλισμένης στο καθεστώς συντάξεων της Ένωσης, είναι τέτοιας φύσεως ώστε να επηρεάζουν άμεσα και απευθείας την έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1979, Deshormes κατά Επιτροπής, 17/78, EU:C:1979:24, σκέψεις 10 έως 17).

52      Συνάγεται επομένως ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 43 ανωτέρω, η απάντηση της Επιτροπής στην αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2015 συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

53      Επομένως, η υποβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η τοποθέτηση της Επιτροπής κατά την οποία, λόγω της αλλαγής εργοδότη, δεν ισχύουν για την προσφεύγουσα τα κριτήρια που καθορίζονται στις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, όχι μόνον παραβαίνει τις διατάξεις αυτές, αλλά και παραβιάζει την αρχή της συνέχειας της απασχολήσεως και της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων των οργανισμών καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η τοποθέτηση αυτή αντιβαίνει επίσης προς τις ρήτρες της συμβάσεως που συνήψε με τον EMSA, και προς τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του EMSA της 25ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την πρόσληψη των εν λόγω εκτάκτων υπαλλήλων.

55      Εξάλλου, κατά την προσφεύγουσα, η νέα κατηγορία εκτάκτων υπαλλήλων των οργανισμών, που εμπίπτουν στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του ΚΛΠ, δημιουργήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης με σκοπό ακριβώς να ικανοποιηθούν οι συγκεκριμένες ανάγκες των διαφόρων υφιστάμενων ευρωπαϊκών οργανισμών, ιδίως για να διασφαλιστεί η ελκυστικότητα των θέσεων εργασίας στο πλαίσιο μιας αγοράς κενών θέσεων «μεταξύ των οργανισμών», προωθώντας έτσι την κινητικότητα των ενδιαφερομένων και διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως στους υπαλλήλους αυτούς τη συνέχεια της απασχολήσεως και της σταδιοδρομίας στο πλαίσιο της κινητικότητας.

56      Τέλος, η προσφεύγουσα και οι παρεμβαίνοντες υπογράμμισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι, οι έκτακτοι υπάλληλοι και οι συμβασιούχοι υπάλληλοι που απασχολούνται από την Ένωση υπάγονται όλοι στο ίδιο ενιαίο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης. Το πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχει καθοριστεί με σαφήνεια. Καλύπτει τα πρόσωπα που έχουν υπαχθεί σε ασφάλιση και έχουν καταβάλει εισφορές στο εν λόγω καθεστώς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014. Η αλλαγή θεσμικού οργάνου, φορέα ή οργανισμού δεν έχει, κατά συνέπεια, καμία επίπτωση στην εν λόγω υπαγωγή σε ασφάλιση.

57      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή. Ενώ παραδέχεται ότι το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του ΚΛΠ δημιούργησε μια νέα κατηγορία έκτακτων υπαλλήλων με σκοπό, μεταξύ άλλων, να προωθήσει την κινητικότητα μεταξύ των οργανισμών, εν τούτοις οι υπάλληλοι των οργανισμών δεν αποτελούν αυτοτελή κατηγορία εκτάκτων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αυτοί, αντιθέτως, υπόκεινται, όπως και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, όλων των κατηγοριών, στις εφαρμοστέες γενικές διατάξεις του ΚΛΠ, πλην ειδικών εξαιρέσεων. Επομένως, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, η αρχή της συνέχειας της επαγγελματικής σταδιοδρομίας περιορίζεται ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και δεν εκτείνεται αυτοδικαίως στις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για σύνταξη και στον υπολογισμό της συντάξεως. Μια τέτοια επέκταση δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να μην προβλέπεται ρητώς.

58      Κατά την Επιτροπή, προκειμένου να τηρηθεί ο στόχος της μειώσεως των διοικητικών δαπανών που προβλέπεται ειδικώς από τον νομοθέτη της Ένωσης, η μεταρρύθμιση του 2004 δεν εξάλειψε κάθε εμπόδιο στη «αγορά θέσεων εργασίας μεταξύ των οργανισμών». Συνεπώς, ο κανονισμός 1023/2013 δεν περιέχει ρητή διάταξη που να προβλέπει την αρχή της συνέχειας της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων των οργανισμών για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει, επομένως, ότι ούτε η ίδια ούτε οι οργανισμοί ούτε οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι μπορούν, διά της συμβατικής ή διά της διοικητικής οδού, να συμπληρώσουν τους στόχους της μεταρρυθμίσεως του 2014 στηριζόμενοι σε τελολογική ερμηνεία του άρθρου 1 του παραρτήματος του ΚΛΠ, καθώς και των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί ή ακόμη και να ανατραπεί εν μέρει η δημοσιονομική εξοικονόμηση που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης, καθυστερώντας την εφαρμογή των νέων διατάξεων του άρθρου 77 του ΚΥΚ.

60      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει ούτε την αρχή της συνέχειας ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013 αναφέρεται κατά γενικό τρόπο στην προοδευτική εφαρμογή των νέων κανόνων με μεταβατικές διατάξεις. Συναφώς, όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, που εισάγουν το κριτήριο της «αναλήψεως υπηρεσίας», είναι μάλιστα ακριβή και δεν περιέχουν κενό.

61      Επιπλέον, λόγω της διπλής τους φύσεως ως μέτρα μεταβατικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα, τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνεύονται συσταλτικώς, διότι αποτελούν εξαίρεση από την αρχή της άμεσης εφαρμογής του άρθρου 77 του ΚΥΚ και διέπουν τη χορήγηση οικονομικού ευεργετήματος.

62      Υπό την προοπτική αυτή, η Επιτροπή υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το άρθρο 28 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι η αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε μέλος του λοιπού προσωπικού που εργαζόταν βάσει συμβάσεως πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 λαμβάνει χώρα όταν το εν λόγω μέλος του λοιπού προσωπικού διορίζεται ως μόνιμη υπάλληλος μετά την ανωτέρω ημερομηνία, αποδεικνύει ότι, ελλείψει ειδικών διατάξεων όπως αυτές του εν λόγω άρθρου, οι μεταβατικές διατάξεις πρέπει να τυγχάνουν γενικευμένης εφαρμογής.

63      Ωστόσο, ειδικώς στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι, σύμφωνα με την αρχή της διοικητικής αυτονομίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 335 ΣΛΕΕ, ιδίως κατά τη διαχείριση του προσωπικού τους, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπάλληλος της Ένωσης, αλλά μόνον, αρχής γενομένης από την αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, υπάλληλος του EMSA (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2014, Van Asbroeck κατά Κοινοβουλίου, F-102/12, EU:F:2014:4, σκέψη 29). Με άλλα λόγια, καθόσον οι οργανισμοί της Ένωσης έχουν νομική προσωπικότητα, οι υπάλληλοί τους δεν μπορούν να έχουν ταυτοχρόνως ως εργοδότη τον οργανισμό και την Ένωση.

64      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του εφαρμοστέου εν προκειμένω νομικού πλαισίου, η αλλαγή εργοδότη που αποφασίστηκε από την προσφεύγουσα επέφερε κατ’ ανάγκην ουσιαστική λύση της προηγούμενης σχέσεως εργασίας της και, ως εκ τούτου, έλλειψη συνέχειας στη σταδιοδρομία της. Συναφώς, το άρθρο 55 του ΚΛΠ, το οποίο επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να διατηρήσει την κατάταξή του και την αρχαιότητά του κατά βαθμό και κατά κλιμάκιο, διακρίνεται από το άρθρο 32, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει τη διατήρηση της αρχαιότητας κατά κλιμάκιο στην περίπτωση εκτάκτου υπαλλήλου που διορίζεται μόνιμος υπάλληλος στο ίδιο θεσμικό όργανο, «για τον οποίο κάποιος βαθμός συνέχειας της σταδιοδρομίας φαίνεται λογικός και φυσικός».

65      Κατά την Επιτροπή, η περιορισμένη αρχή της συνέχειας της σταδιοδρομίας, η οποία αναγνωρίζεται από το άρθρο 55 του ΚΛΠ, συνιστά απλώς εξαίρεση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο δεν υπάρχει συνέχεια της σταδιοδρομίας για τους εκτάκτους υπαλλήλους που αλλάζουν θεσμικό όργανο ή οργανισμό.

66      Δεύτερον, η νομολογία επιβεβαιώνει την έλλειψη της «αρχής της συνέχειας υπηρεσίας» όσον αφορά τους εκτάκτους υπαλλήλους, καθόσον μια τέτοια αρχή υφίσταται, κατά κανόνα, μόνον για τους μόνιμους υπαλλήλους και αυτό δυνάμει της υπαλληλικής ιδιότητας που τους έχει αποδοθεί με την πράξη διορισμού. Το άρθρο 8 του ΚΥΚ ορίζει μάλιστα, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι ο μόνιμος υπάλληλος που μετατάσσεται σε άλλο θεσμικό όργανο «θεωρείται ότι περάτωσε την ενωσιακή του σταδιοδρομία [στο] τελευταίο αυτό όργανο».

67      Έτσι, κατά την άποψη της Επιτροπής, όσον αφορά τους εκτάκτους υπαλλήλους, στην απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, EMA κατά Drakeford (T-231/14 P, EU:T:2015:639), αντί να αναγνωρίσει, σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη, τη συνέχεια της σταδιοδρομίας, ο δικαστής της Ένωσης διαπίστωσε μόνον τη συνέχεια μεταξύ διαδοχικών πανομοιότυπων συμβάσεων εντός του ιδίου οργανισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του ΚΛΠ το οποίο αποσκοπεί ακριβώς στην πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Εξάλλου, από την απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, Todorova Androva κατά Συμβουλίου (F-78/12, EU:F:2015:37, σκέψεις 51 και 53), προκύπτει ότι, εφόσον ο νομοθέτης της Ένωσης δεν το έχει προβλέψει ρητώς, δεν υπάρχει διοικητική συνέχεια στη σταδιοδρομία εκτάκτου υπαλλήλου που μονιμοποιήθηκε. Η δε απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179), επιβεβαιώνει μόνον ότι τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί οριστικώς βάσει συμβάσεως δεν επηρεάζονται από τον νέο κανόνα και ότι έτσι τηρείται η αρχή της σχέσεως μεταξύ αποδοχών και συντάξεως. Τέλος, η Επιτροπή προσθέτει ότι η προμνησθείσα απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Grazyte κατά Επιτροπής (F-76/11, EU:F:2012:173), επιβεβαιώνει ότι πριν από τη μεταρρύθμιση του 2014 δεν υπήρχε προστασία των υπαλλήλων που μετατάσσονται από έναν οργανισμό σε έναν άλλον, και υποστηρίζει ότι οι ειδικές διατάξεις σχετικά με τους υπαλλήλους των οργανισμών δεν επαρκούν για να δημιουργηθεί μια πραγματική «ουσιαστική συνέχεια» μεταξύ των συμβάσεων που συνάπτονται με διαφορετικούς οργανισμούς.

68      Τέλος, για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των νέων κανόνων για τον συντελεστή ετήσιας κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων καθώς και για την ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν θίγει τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα πριν από την πρόσληψή της από τον EMSA ούτε παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Stips κατά Επιτροπής, F-131/15, EU:F:2016:154, σκέψη 41). Εξάλλου, ελλείψει ουσιαστικής συνέχειας μεταξύ των θέσεων εργασίας της προσφεύγουσας στον Frontex και τον EMSA, η προσφεύγουσα δεν υφίσταται διακρίσεις έναντι των συναδέλφων της που δεν έχουν αλλάξει οργανισμό.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

69      Πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα, η οποία διορίστηκε μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής την 16η Απριλίου 2006, τέθηκε σε άδεια για προσωπικούς λόγους (στο εξής: ΑΠΛ) από την 1η Ιουνίου 2012. Κατά την ίδια αυτή ημερομηνία, προσλήφθηκε ως έκτακτη υπάλληλος από τον Frontex, ενώ στη συνέχεια συνήψε σύμβαση με τον EMSA το 2015, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμίσεως του 2014, την 1η Ιανουαρίου 2014 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

70      Επιπλέον, πριν εξεταστούν τα επιχειρήματα των διαδίκων, επιβάλλεται να υπομνησθεί το πεδίο εφαρμογής ratione temporis και ratione personae των νέων διατάξεων του άρθρου 77 του ΚΥΚ, ιδίως υπό το πρίσμα των κανόνων μεταβατικού δικαίου που θεσπίστηκαν στο παράρτημα XIII του ΚΥΚ.

–       Πεδίο εφαρμογής ratione temporis και ratione personae των νέων διατάξεων του άρθρου 77 του ΚΥΚ που εισήχθησαν με τη μεταρρύθμιση του 2014

71      Από χρονικής απόψεως, πρέπει εκ προοιμίου να επισημανθεί ότι κάθε νομοθετική τροποποίηση εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων γεγενημένων υπό το κράτος της καταργηθείσας ρυθμίσεως, πλην ρητής εξαιρέσεως προβλεπόμενης από τον νομοθέτη. Το αντίθετο ισχύει για τις καταστάσεις που γεννώνται και διαμορφώνονται οριστικά υπό το κράτος της προγενέστερης ρυθμίσεως η οποία και έχει δημιουργήσει κεκτημένα δικαιώματα (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Verile και Gjergji, T‑104/14 P, EU:T:2015:776, σκέψη 152).

72      Επομένως, όσον αφορά, πρώτον, το πεδίο εφαρμογής ratione temporis του νέου άρθρου 77 του ΚΥΚ, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω), η άμεση εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν αντιβαίνει προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας.

73      Συγκεκριμένα, το νέο άρθρο 77 του ΚΥΚ δεν επηρεάζει ούτε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν με συντελεστή 1,9 %, βάσει των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος του, ούτε τα δικαιώματα των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού που έχουν ζητήσει να συνταξιοδοτηθούν στη νόμιμη ηλικία των 63 ετών και των οποίων η σύνταξη είχε καθοριστεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 (άρθρο 24α του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ). Πράγματι, οι μόνες καταστάσεις που ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων που εισήχθησαν από τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του 2014 είναι αυτές που δεν έχουν ακόμη παγιωθεί κατά την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμίσεως αυτής, ήτοι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στον χρόνο υπηρεσίας που έχει συμπληρωθεί στο πλαίσιο των νέων αυτών κανόνων καθώς και οι συνταξιοδοτήσεις μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, όσον αφορά τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό που δεν υπάγονται σε μεταβατικό καθεστώς.

74      Δεύτερον, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής ratione personae του νέου άρθρου 77 του ΚΥΚ, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του 2014, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε «μεταβατικές ρυθμίσεις για να επιτραπεί η σταδιακή εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων, [ωστόσο] με παράλληλη τήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης», όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013.

75      Έτσι, όσον αφορά εν προκειμένω τον τρόπο υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τα άρθρα 21 και 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, τα οποία είναι εφαρμοστέα κατ’ αναλογίαν στην προκειμένη περίπτωση δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, διευκρινίζουν ότι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013 δικαιούνται ετήσιο συντελεστή κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων 1,9 % και, αν είναι, όπως η προσφεύγουσα, ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014, η νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως παραμένει στα 63 έτη.

–       Επί της έννοιας της «αναλήψεως υπηρεσίας»

76      Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι ούτε ο ΚΥΚ ούτε το ΚΛΠ ορίζουν ρητώς την έννοια της αναλήψεως υπηρεσίας που προβλέπεται στις μεταβατικές διατάξεις οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 74 και 73 ανωτέρω, πράγμα που επιβεβαίωσε άλλωστε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

77      Ωστόσο, η εφαρμοστέα εν προκειμένω ρύθμιση περιέχει στοιχεία, ή και κριτήρια, αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της έννοιας της αναλήψεως υπηρεσίας, στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας της ρυθμίσεως αυτής. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, το οποίο παραπέμπει όσον αφορά το λοιπό προσωπικό σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο παράρτημα XIII του ΚΥΚ, το σύνολο του προσωπικού της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη φύση της υπαλληλικής σχέσεως, είτε πρόκειται για μόνιμη είτε για συμβατική, υπάγεται υπό τις ίδιες συνθήκες στους μεταβατικούς αυτούς κανόνες.

78      Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εισήγαγε έτσι ρητώς ενιαίο μεταβατικό καθεστώς για τους υπαλλήλους και για το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, η έννοια της αναλήψεως υπηρεσίας πρέπει να ερμηνεύεται βάσει των ιδίων αρχών με την υπαλληλική σχέση, είτε είναι υπηρεσιακού χαρακτήρα στο πλαίσιο του ΚΥΚ, είτε συμβατικού χαρακτήρα, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες του ΚΥΚ και του ΚΛΠ που καθορίζουν το καθεστώς που προσιδιάζει σε καθεμία από αυτές τις κατηγορίες προσωπικού.

79      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία, η έννοια της αναλήψεως υπηρεσίας πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τη γραμματική της διατύπωση, αλλά και τους σκοπούς που επιδιώκονται καθώς και το σύστημα που καθιερώνεται με τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ και στο οποίο αυτή εντάσσεται (βλ. συναφώς, απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, Todorova Androva κατά Συμβουλίου, F‑78/12, EU:F:2015:37, σκέψη 49).

80      Επομένως, η στενή ερμηνεία των κρίσιμων μεταβατικών διατάξεων, της οποίας την αναγκαιότητα ορθώς επικαλείται η Επιτροπή (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), λόγω του κατά παρέκκλιση χαρακτήρα των διατάξεων αυτών (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-360/11, EU:C:2013:17, σκέψη 18) και των δημοσιονομικών επιπτώσεών τους (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, Olesen κατά Επιτροπής, T-190/03, EU:T:2005:264, σκέψη 48), δεν μπορεί εντούτοις να αντίκειται προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης, καθώς και προς το σύστημα που καθιερώνεται από τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ.

81      Εν προκειμένω, οι επίδικες μεταβατικές διατάξεις αφορούν τον ειδικό τομέα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της Ένωσης.

82      Όμως, το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης, όπως προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις του τίτλου V, κεφάλαιο 3, του ΚΥΚ, καθώς και από το παράρτημα VIII του τελευταίου, είναι κοινό για τους μόνιμους, εκτάκτους και συμβασιούχους υπαλλήλους της Ένωσης, ανεξαρτήτως του εάν η υπαλληλική σχέση είναι υπηρεσιακού ή συμβατικού χαρακτήρα.

83      [Όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2019] Ειδικότερα, το άρθρο 2 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το οποίο διέπει το «[σ]υνταξιοδοτικό καθεστώς», προβλέπει ότι «[η] σύνταξη αρχαιότητας εκκαθαρίζεται βάσει του συνολικού αριθμού συντάξιμων ετών του υπαλλήλου». Συναφώς, το άρθρο 3 του εν λόγω παραρτήματος που ακολουθεί διευκρινίζει, εξάλλου, ότι, με την επιφύλαξη ότι ο ενδιαφερόμενος έχει καταβάλει τις αναλογούσες προς τον χρόνο υπηρεσίας συνταξιοδοτικές εισφορές, «ο χρόνος υπηρεσίας υπαλλήλου ενός των οργάνων» καθώς και «οι περίοδοι υπηρεσίας υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα σύμφωνα με το [ΚΛΠ]» λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών.

84      Εξάλλου, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα είχε καταβάλει εισφορές στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης αδιαλείπτως από την ανάληψη υπηρεσίας της αρχικώς ως μόνιμη υπάλληλος, στη συνέχεια ως έκτακτη υπάλληλος που προσελήφθη από τον Frontex το 2012 και, τέλος, ως έκτακτη υπάλληλος που προσελήφθη από τον EMSA το 2015.

85      Εξ αυτού συνάγεται ότι, καθόσον η υπηρεσιακή σχέση εργασίας της προσφεύγουσας με την Επιτροπή εξακολουθεί να υφίσταται και, κατά συνέπεια, καθόσον διατηρείται η υπαγωγή της στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης και κατά τη διάρκεια της ΑΠΛ της, η πρόσληψη της ενδιαφερομένης ως έκτακτης υπαλλήλου, αρχικώς από τον Frontex το 2012 και στη συνέχεια από τον EMSA το 2015, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ως προς την υπαγωγή της στο εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς, ως νέα ανάληψη υπηρεσίας, με την επιφύλαξη, βεβαίως, ενδεχόμενων διακυμάνσεων στο ύψος των εισφορών που συνδέονται με τις τροποποιήσεις του βασικού μισθού της λόγω αλλαγής της διοικητικής καταστάσεώς της κατόπιν της λήψεως ΑΠΛ, π.χ., ή κατόπιν της προσλήψεώς της ως έκτακτης υπαλλήλου σε βαθμό ανώτερο εκείνου που κατείχε ως μόνιμη υπάλληλος που έχει λάβει ΑΠΛ.

86      Στο πλαίσιο αυτό, στην απάντηση που μνημονεύεται στην ανωτέρω σκέψη 84, η Επιτροπή έχει πράγματι διευκρινίσει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ΚΛΠ, το ποσοστό εισφορών στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης (που είναι ένα ποσοστό του βασικού μισθού) «είναι το ίδιο είτε πρόκειται για μόνιμο είτε για έκτακτο υπάλληλο». Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση της προσφεύγουσας, ακόμη και αν, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, «ο βασικός μισθός [της] είχε σημαντικές διακυμάνσεις δεδομένου ότι ήταν υπάλληλος βαθμού AD 8, κλιμάκιο 1, όταν έλαβε ΑΠΛ για να εργασθεί στον οργανισμό Frontex ως έκτακτη υπάλληλος στον βαθμό AD 12, κλιμάκιο 3, και [στη συνέχεια όταν] προσελήφθη στον οργανισμό EMSA στον βαθμό AD 12, κλιμάκιο 3», γεγονός παραμένει ότι ουδέποτε έπαυσε να υπάγεται στο εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς και να καταβάλει εισφορές, βάσει ακριβώς αυτών των διαφορετικών βασικών μισθών.

87      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα, παρά την ΑΠΛ και τις μετέπειτα προσλήψεις της, πρώτον, από τον FRONTEX, από την ημερομηνία της εν λόγω ΑΠΛ, και, στη συνέχεια, από τον EMSA, παρέμεινε, σε διοικητικό επίπεδο και ιδίως όσον αφορά την υπαγωγή της στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης, μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής, στην οποία ανέλαβε «υπηρεσία» το 2006, καθιστώμενη έτσι μόνιμη υπάλληλος της Ένωσης. Πράγματι, κατά το άρθρο 1α του ΚΥΚ, «[γ]ια τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως “υπάλληλος της Ένωσης”, νοείται κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα της Ένωσης με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού».

88      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο γενικό πλαίσιο του ΚΥΚ και του ΚΛΠ, η ανάληψη υπηρεσίας ενός προσώπου στην Ένωση δεν μπορεί παρά να συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία το πρόσωπο αυτό αρχίζει, βάσει της πράξεως διορισμού, εάν πρόκειται, όπως στην περίπτωση της προσφεύγουσας, για μόνιμο υπάλληλο (βλ. άρθρο 1α που παρατίθεται ανωτέρω), να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, και τούτο έως ότου μια διοικητική πράξη, ίση και αντίθετη, παρεμβαίνει για να επέλθει αυτό που ο ίδιος ο ΚΥΚ χαρακτηρίζει στο κεφάλαιο 4 ως «οριστική λήξη των καθηκόντων».

89      Στην περίπτωση των μόνιμων υπαλλήλων τέτοια οριστική λήξη συνιστούν, για παράδειγμα, η πράξη παραιτήσεως (άρθρο 48 του ΚΥΚ), η απομάκρυνση από τη θέση (άρθρο 50 του ΚΥΚ), η απόλυση για επαγγελματική ανεπάρκεια (άρθρο 51 του ΚΥΚ), η απόφαση συνταξιοδοτήσεως (άρθρο 52 του ΚΥΚ), ο θάνατος (άρθρο 47 του ΚΥΚ). Η ΑΠΛ, αντιθέτως, δεν αποτελεί διοικητική κατάσταση που οδηγεί σε «οριστική λήξη των καθηκόντων».

90      Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα, μολονότι, κατόπιν της λήψεως ΑΠΛ, εξακολουθούσε να είναι μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής, υπήχθη σε νέα «ανάληψη υπηρεσίας» λόγω της προσλήψεώς της από τον EMSA την 1η Ιουνίου 2015, όταν η μεταρρύθμιση του 2014 ήταν ήδη σε ισχύ, η επέλευση της νέας αυτής «αναλήψεως υπηρεσίας» μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με το ειδικό πλαίσιο και τον ειδικό σκοπό των νέων διατάξεων περί καθορισμού του συντελεστή όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (1,8 %) και την ηλικία συνταξιοδοτήσεως (66 έτη), ο δε σκοπός είναι η «εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων [σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα], με παράλληλη τήρηση [ωστόσο] των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί [και εντός των οργανισμών] πριν από την έναρξη ισχύος» της μεταρρυθμίσεως του 2014.

91      Έτσι, ακόμη και αν ο σκοπός των προκειμένων μεταβατικών κανόνων ήταν, ασφαλώς, και να τεθεί υπό έλεγχο το δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις διοικητικές δαπάνες της Ένωσης, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να προσβάλλουν τα κεκτημένα δικαιώματα και τις θεμιτές προσδοκίες του προσωπικού όλων των κατηγοριών που «έχει προσληφθεί» πριν από την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμίσεως του 2014 (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω).

92      Υπό το πρίσμα αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, ενώ υπηρετούσε στην Ένωση χωρίς διακοπή της υπηρεσίας από τον διορισμό της το 2006 ως μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής, διατήρησε αναγκαστικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαλληλικής σχέσεώς της με την Ένωση και παρά τη θέση της σε ΑΠΛ, την υπαγωγή της στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 83 του ΚΥΚ, και συμμετείχε στο εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς βάσει εισφορών που παρακρατούνταν από τις μηνιαίες αποδοχές που εδικαιούτο, αρχικώς ως μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής και ακολούθως, χωρίς λύση της συνέχειας, ως λοιπό προσωπικό της Ένωσης, αρχής γενομένης από την πρώτη πρόσληψή της από τον Frontex, την 1η Φεβρουαρίου 2012 και στη συνέχεια από τον EMSA, την 1η Ιουνίου 2015.

93      [Όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2019] Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, συνεπώς, να συναχθεί ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των προκειμένων μεταβατικών μέτρων, η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε «αναλάβει υπηρεσία» στην Ένωση μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013 και, δεδομένου ότι εξακολουθούσε να υπηρετεί και μετά τη δεύτερη αυτή ημερομηνία, μπορεί να επικαλεστεί υπέρ της τους όρους που καθορίζονται από τις εν λόγω μεταβατικές διατάξεις σχετικά, αφενός, με τον συντελεστή κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων 1,9 % και, αφετέρου, με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως στα 63 έτη.

94      Για όλους αυτούς του λόγους, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από παράβαση των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

96      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

97      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, του εν λόγω Κανονισμού, τα θεσμικά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Οι παρεμβαίνοντες φέρουν επομένως τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2016, η οποία είχε επιβεβαιωθεί με το σημείωμα του Γραφείου Διαχειρίσεως και Εκκαθαρίσεως των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της 29ης Απριλίου 2016.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα έξοδα της Isabel Torné.

3)      Ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (eu-LISA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EΜSΑ), η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Frimodt NielsenForresterPerillo

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 2018.

Ο Γραμματέας Ο Πρόεδρος

E. CoulonS. Gervasoni


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.