Υπόθεση C‑817/19
Ligue des droits humains
κατά
Conseil des ministres
[αίτηση του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουνίου 2022
«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) – Κανονισμός (ΕE) 2016/679 – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δ' – Πεδίο εφαρμογής – Οδηγία (ΕE) 2016/681 – Χρήση των δεδομένων PNR των επιβατών πτήσεων που εκτελούνται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών – Δυνατότητα να συμπεριλαμβάνονται τα δεδομένα των επιβατών αεροπορικών πτήσεων που εκτελούνται εντός της Ένωσης – Αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών – Χρονική περίοδος διατήρησης – Καταπολέμηση των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Κύρος – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8 και 21 καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1 – Εθνική νομοθεσία που επεκτείνει την εφαρμογή του συστήματος PNR σε άλλες μεταφορές προσώπων πραγματοποιούμενες με άλλα μέσα εντός της Ένωσης – Ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Άρθρο 45»
1. Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός 2016/679 – Πεδίο εφαρμογής – Πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρονται στο εσωτερικό δίκαιο οι οδηγίες 2004/82, 2010/65 και 2016/681 – Εμπίπτουν – Όρια
(Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2016/679, άρθρο 2 § 2, στοιχείο δʹ· οδηγίες 2010/65, 2016/680 και 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 2004/82 του Συμβουλίου)
(βλ. σκέψεις 67, 68, 73, 74, 80, 83, 84, και διατακτ. 1)
2. Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Οδηγία 2016/681 – Δεδομένα PNR – Περιεχόμενο – Οικείοι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών και οικείες πτήσεις – Αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών – Προσβολή των δικαιωμάτων σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Δεν συντρέχει
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 21 και 52 § 1· οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, 2, 3, σημεία 2, 4, 8 και 9, 6, 12, και παραρτήματα I και II)
(βλ. σκέψεις 94-97, 111, 122, 123, 129, 131-140, 152, 157, 162,
169-175, 184, 188, 197, 202, 213, 218-220, 223, 225-228, και διατακτ. 2)
3. Θεμελιώδη δικαιώματα – Σεβασμός της ιδιωτικής ζωής – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Περιορισμοί – Προϋποθέσεις
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8 και 52 § 1)
(βλ. σκέψεις 115-118)
4. Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Οδηγία 2016/681 – Επεξεργασία των δεδομένων PNR – Σκοποί – Επεξεργασία για σκοπούς άλλους από τους ρητώς προβλεπόμενους – Απαράδεκτο
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8 και 52 § 1· οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2 και 6)
(βλ. σκέψεις 233, 235, 237, 288, 289, και διατακτ. 3)
5. Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Οδηγία 2016/681 – Κοινοποίηση των δεδομένων PNR μετά παρέλευση έξι μηνών από τη διαβίβασή τους από τους αερομεταφορείς – Προϋπόθεση – Έγκριση από αρμόδια εθνική αρχή – Έννοια – Μονάδα στοιχείων επιβατών – Αποκλεισμός
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7 και 8· οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1 έως 3, και 12 § 3, στοιχείο βʹ)
(βλ. σκέψεις 244, 245, 247, και διατακτ. 4)
6. Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Οδηγία 2016/681 – Χρονική περίοδος διατήρησης των δεδομένων PNR – Γενική πενταετής διάρκεια, ισχύουσα χωρίς διάκριση για όλους τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών – Απαράδεκτο
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 45 και 52, § 1· οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 12)
(βλ. σκέψεις 251, 255-259, 262, και διατακτ. 5)
7. Έλεγχος στα σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών – Οδηγία 2004/82 – Πεδίο εφαρμογής – Πτήσεις εντός ΕΕ – Εξαίρεση
(Οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2· οδηγία 2004/82 του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, 3 § 1 και 2, και 6 § 1)
(βλ. σκέψεις 266-269, και διατακτ. 6)
8. Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Οδηγία 2016/681 – Εφαρμογή της οδηγίας στις πτήσεις εντός ΕΕ – Εφαρμογή στο σύνολο των πτήσεων εντός ΕΕ και στις μεταφορές που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης ελλείψει πραγματικής και ενεστώσας ή προβλέψιμης τρομοκρατικής απειλής – Απαράδεκτο – Περιορισμένη εφαρμογή – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 3 § 2, ΣΕΕ· άρθρο 67 § 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 45 και 52 § 1· οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
(βλ. σκέψεις 277-282, 285, 290, 291, και διατακτ. 7)
9. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υπεροχή – Οδηγία 2016/681 – Κήρυξη ως ανίσχυρων, από το εθνικό δικαστήριο, των ασύμβατων προς την οδηγία αυτή εθνικών διατάξεων – Δυνατότητα διατήρησης των αποτελεσμάτων των επίμαχων διατάξεων – Δεν υφίσταται – Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν βάσει των διατάξεων αυτών – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου – Όρια – Σεβασμός των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας
(Άρθρο 3 § 2 ΣΕΕ· άρθρο 67 § 2 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7, 8, 45 και 52 § 1· οδηγία 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
(βλ. σκέψεις 293-298, και διατακτ. 8)
Σύνοψη
Τα δεδομένα PNR (Passenger Name Record) αποτελούν πληροφορίες κρατήσεων που αποθηκεύονται από τους αερομεταφορείς στα συστήματα κρατήσεων και ελέγχου αναχωρήσεων. Η οδηγία PNR (1) επιβάλλει στους μεταφορείς αυτούς την υποχρέωση να διαβιβάζουν τα δεδομένα κάθε επιβάτη που ταξιδεύει σε πτήση εκτός ΕΕ, εκτελούμενη μεταξύ τρίτου κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη μονάδα στοιχείων επιβατών (στο εξής: ΜΣΕ) του κράτους μέλους προορισμού ή αναχώρησης της οικείας πτήσης, με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού εγκλήματος. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται με τον τρόπο αυτό υποβάλλονται σε προηγούμενη αξιολόγηση από τη ΜΣΕ (2) και στη συνέχεια διατηρούνται ενόψει ενδεχόμενης μεταγενέστερης αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους ή άλλου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν την οδηγία και σε πτήσεις εντός ΕΕ (3).
Το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) επελήφθη προσφυγής που άσκησε η Ligue des droits humains για την ακύρωση του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 (4), ο οποίος μεταφέρει στο βελγικό δίκαιο τόσο την οδηγία PNR όσο και την οδηγία API (5). Κατά την προσφεύγουσα, ο επίμαχος νόμος παραβιάζει τα δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η προσφεύγουσα βάλλει, αφενός, κατά του πολύ ευρέος χαρακτήρα των δεδομένων PNR, και αφετέρου, κατά του γενικού χαρακτήρα της συλλογής, διαβίβασης και επεξεργασίας των δεδομένων αυτών. Κατ’ αυτή, ο νόμος θίγει επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων καθόσον επαναφέρει με έμμεσο τρόπο τους ελέγχους στα σύνορα, επεκτείνοντας το σύστημα PNR στις πτήσεις εντός ΕΕ και στις μεταφορές που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου υπέβαλε στο Δικαστήριο δέκα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, το κύρος και την ερμηνεία της οδηγίας PNR, καθώς και τη δυνατότητα εφαρμογής του ΓΚΠΔ (6).
Τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα φέρνουν εκ νέου το Δικαστήριο ενώπιον του ζητήματος της επεξεργασίας των δεδομένων PNR υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (7), τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (8). Με την απόφασή του, εκδοθείσα από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία PNR είναι έγκυρη στο μέτρο που μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τον Χάρτη, ενώ παρέχει διευκρινίσεις όσον αφορά την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας αυτής (9).
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο ελέγχει το κύρος της οδηγίας PNR, αφού προηγουμένως διευκρινίζει σε ποιες από τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία η οποία, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο συγχρόνως την οδηγία API και την οδηγία PNR εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του ΓΚΠΔ (10).
Επί του κύρους της οδηγίας PNR
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι, δεδομένου ότι με την εκ μέρους του ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας PNR υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 21, καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη διασφαλίζεται ότι η οδηγία συνάδει με τα εν λόγω άρθρα του Χάρτη (11), από την εξέταση των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων δεν προκύπτει κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της.
Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγει το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, ιδίως, με τις διατάξεις του Χάρτη, τα δε κράτη μέλη οφείλουν επομένως να μεριμνούν ώστε η ερμηνεία της οδηγίας στην οποία στηρίζονται να μη συγκρούεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης ή τις λοιπές γενικές αρχές που η εν λόγω έννομη τάξη αναγνωρίζει. Όσον αφορά την οδηγία PNR, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι πλήθος αιτιολογικών σκέψεων και διατάξεων της οδηγίας αυτής επιβάλλουν μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία, τονίζοντας τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης της Ένωσης, κάνοντας λόγο για υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων, στον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η οδηγία PNR συνεπάγεται επεμβάσεις αναμφίβολης σοβαρότητας στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ιδίως στο μέτρο που αποσκοπεί στην καθιέρωση συστήματος συνεχούς, μη στοχευμένης και συστηματικής παρακολούθησης, το οποίο περιλαμβάνει αυτοματοποιημένη αξιολόγηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του συνόλου των προσώπων που κάνουν χρήση υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών. Υπενθυμίζει ότι για την εκτίμηση της δυνατότητας των κρατών μελών να δικαιολογήσουν μια τέτοια επέμβαση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επεμβάσεως και να ελέγχεται αν η σημασία του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επεξεργασία και η διατήρηση των δεδομένων PNR που προβλέπονται από την οδηγία μπορεί να γίνει δεκτό ότι περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για τον σκοπό της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία εξουσίες θα ερμηνευθούν στενά. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
– Το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία PNR πρέπει να καλύπτει μόνον τις σαφώς προσδιορίσιμες και συγκεκριμένες πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα σημεία του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας και έχουν σχέση με την εκτελούμενη πτήση και τον οικείο επιβάτη, πράγμα που συνεπάγεται, για ορισμένα σημεία του παραρτήματος αυτού, ότι καλύπτονται μόνον οι πληροφορίες που μνημονεύονται ρητώς (12).
– Η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR πρέπει να περιορίζεται μόνο στα τρομοκρατικά εγκλήματα και σε όσα σοβαρά εγκλήματα συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών. Όσον αφορά τα εγκλήματα αυτά, η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος δεν μπορεί να επεκτείνεται σε εγκλήματα τα οποία, μολονότι πληρούν το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή κριτήριο σοβαρότητας και μνημονεύονται ειδικότερα στο παράρτημα II της οδηγίας, εντούτοις αποτελούν κοινά εγκλήματα λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εθνικού ποινικού συστήματος.
– Τυχόν επέκταση της εφαρμογής της οδηγίας PNR στο σύνολο ή σε μέρος των πτήσεων εντός ΕΕ, την οποία μπορεί να αποφασίσει ένα κράτος μέλος κάνοντας χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία, πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Προς τούτο, η επέκταση αυτή πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει τα εξής:
– Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος διαπιστώνει την ύπαρξη συγκεκριμένων περιστάσεων βάσει των οποίων να συνάγεται ότι αντιμετωπίζει πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη τρομοκρατική απειλή, η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας σε όλες τις πτήσεις εντός ΕΕ με προέλευση ή προορισμό το εν λόγω κράτος μέλος, για περιορισμένο και απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, αλλά με δυνατότητα παράτασης, δεν υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου (13).
– Ελλείψει τέτοιας τρομοκρατικής απειλής, η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να επεκταθεί στο σύνολο των πτήσεων εντός ΕΕ, αλλά πρέπει να περιορίζεται στη διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων PNR των πτήσεων που αφορούν ειδικώς ορισμένες αεροπορικές συνδέσεις ή δρομολόγια ταξιδίων, ή ακόμη, ορισμένους αερολιμένες για τους οποίους υπάρχουν, κατά την εκτίμηση του οικείου κράτους μέλους, ενδείξεις ικανές να δικαιολογήσουν την εφαρμογή αυτή. Ο απολύτως αναγκαίος χαρακτήρας της εν λόγω εφαρμογής στις επιλεγμένες πτήσεις εντός ΕΕ πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά, ανάλογα με την εξέλιξη των συνθηκών που δικαιολόγησαν της επιλογή τους.
– Για τη διενέργεια της προηγούμενης αξιολόγησης των δεδομένων PNR, η οποία έχει ως σκοπό την ταυτοποίηση των προσώπων για τα οποία απαιτείται λεπτομερέστερη εξέταση από τις αρμόδιες αρχές πριν από την άφιξη ή την αναχώρησή τους και η οποία, σε πρώτο στάδιο, πραγματοποιείται μέσω αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, αφενός, η ΜΣΕ μπορεί να αντιπαραβάλλει τα δεδομένα αυτά μόνον προς τις βάσεις δεδομένων που αφορούν τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση (14). Οι εν λόγω βάσεις δεδομένων πρέπει να μην εισάγουν διακρίσεις και να αξιοποιούνται, από τις αρμόδιες αρχές, σε σχέση με την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών. Αφετέρου, για την προηγούμενη αξιολόγηση βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, η ΜΣΕ δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο συστημάτων αυτόματης μάθησης (machine learning), τα οποία δύνανται να τροποποιήσουν, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και έλεγχο, τη διαδικασία αξιολόγησης και, ειδικότερα, τα κριτήρια αξιολόγησης στα οποία στηρίζεται το εξαγόμενο από την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας αποτέλεσμα, καθώς και τη στάθμιση των κριτηρίων αυτών. Τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπον ώστε η εφαρμογή τους να στοχεύει, ειδικώς, τα άτομα για τα οποία θα μπορούσε να υπάρξει υπόνοια συμμετοχής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα και να λαμβάνει υπόψη τόσο τα «ενοχοποιητικά» όσο και τα «απαλλακτικά» στοιχεία, συγχρόνως δε να συνεπάγεται άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις (15).
– Λαμβανομένου υπόψη του εγγενούς στην αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR ποσοστού σφάλματος και του αρκετά σημαντικού αριθμού «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την εφαρμογή του συστήματος κατά τα έτη 2018 και 2019, η καταλληλότητα του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών εξαρτάται κυρίως από την ορθή λειτουργία της εξακρίβωσης των θετικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία, την οποία διενεργεί η ΜΣΕ, σε δεύτερο στάδιο, με μη αυτοματοποιημένα μέσα. Συναφώς, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν σαφείς και ακριβείς κανόνες που να καθοδηγούν και να οριοθετούν την ανάλυση που διενεργούν οι αρμόδιοι για την εξατομικευμένη επανεξέταση υπάλληλοι, προκειμένου να διασφαλίζεται ο πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 21 του Χάρτη και, ιδίως, προκειμένου να εξασφαλίζεται συνεπής διοικητική πρακτική εκ μέρους της ΜΣΕ με τήρηση της αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ΜΣΕ καθορίζει αντικειμενικά κριτήρια επανεξέτασης που παρέχουν στους υπαλλήλους της τη δυνατότητα να εξακριβώσουν, αφενός, αν και κατά πόσον μια θετική αντιστοίχιση (hit) αφορά πράγματι πρόσωπο το οποίο ενδέχεται να εμπλέκεται σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα, καθώς και, αφετέρου, ότι οι πράξεις αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεν ενέχουν διακριτική μεταχείριση. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να κατανοήσει τη λειτουργία των προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης και των προγραμμάτων εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, ούτως ώστε να μπορεί να αποφασίσει, έχοντας πλήρη επίγνωση, αν θα ασκήσει ή όχι το δικαίωμά του για δικαστική προσφυγή. Ομοίως, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως των αρμοδίων αρχών καθώς και ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος, πλην των περιπτώσεων απειλής για την ασφάλεια του κράτους, πρέπει να μπορούν να λάβουν γνώση του συνόλου των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης και της λειτουργίας των προγραμμάτων εφαρμογής των κριτηρίων αυτών.
– Η μεταγενέστερη, δηλαδή μετά την άφιξη ή την αναχώρηση των υποκειμένου των δεδομένων, αξιολόγηση και κοινοποίηση των δεδομένων PNR μπορεί να πραγματοποιείται μόνον επί τη βάσει νέων περιστάσεων και αντικειμενικών στοιχείων που είτε είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν εύλογη υπόνοια εμπλοκής του προσώπου αυτού σε σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών, είτε καθιστούν δυνατό να συναχθεί ότι τα εν λόγω δεδομένα θα μπορούσαν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση εγκλημάτων με τέτοια σύνδεση. Η κοινοποίηση των δεδομένων PNR με σκοπό τη μεταγενέστερη αξιολόγηση πρέπει να εξαρτάται, κατ’ αρχήν, εκτός αν συντρέχει δεόντως αιτιολογημένη επείγουσα περίπτωση, από προηγούμενο έλεγχο διενεργούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμοδίων αρχών, τούτο δε ανεξαρτήτως αν η αίτηση έχει υποβληθεί πριν ή μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών στη ΜΣΕ (16).
Επί της ερμηνείας της οδηγίας PNR
Έχοντας διαπιστώσει το κύρος της οδηγίας PNR, το Δικαστήριο διατυπώνει ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας αυτής. Πρώτον, επισημαίνει ότι η οδηγία απαριθμεί εξαντλητικώς τους σκοπούς που επιδιώκονται με την επεξεργασία των δεδομένων PNR. Ως εκ τούτου, η εν λόγω οδηγία αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων PNR για σκοπούς άλλους από την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και των σοβαρών εγκλημάτων. Επομένως, εθνική νομοθεσία η οποία δέχεται, επιπλέον, ως σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων PNR, την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων για τις οποίες είναι αρμόδιες οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας ενδέχεται να παραβιάζει τον εξαντλητικό χαρακτήρα της απαρίθμησης αυτής. Ομοίως, δεν μπορεί να προβλέπεται η λειτουργία του συστήματος της οδηγία PNR για τους σκοπούς της βελτίωσης των ελέγχων στα σύνορα και της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης (17). Εξ αυτού συνάγεται επίσης ότι τα δεδομένα PNR δεν μπορούν να διατηρούνται σε μία ενιαία βάση δεδομένων η οποία μπορεί να χρησιμοποιείται για την επιδίωξη τόσο των σκοπών της οδηγίας PNR όσο και άλλων σκοπών.
Δεύτερον, το Δικαστήριο αναλύει την έννοια της ανεξάρτητης εθνικής αρχής, που είναι αρμόδια να εξακριβώνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κοινοποίηση των δεδομένων PNR, με σκοπό τη μεταγενέστερη αξιολόγησή τους, και να εγκρίνει την κοινοποίηση αυτή. Ειδικότερα, η αρχή που έχει συσταθεί ως ΜΣΕ δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελεί τέτοια αρχή, δεδομένου ότι δεν έχει την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με την αρχή που ζητεί την πρόσβαση στα δεδομένα. Συγκεκριμένα, τα μέλη του προσωπικού της μπορούν να είναι αποσπασμένοι υπάλληλοι από τις αρχές που έχουν την εξουσία να ζητούν την πρόσβαση αυτή, οπότε η ΜΣΕ φαίνεται ότι συνδέεται κατ’ ανάγκην με τις αρχές αυτές. Συνεπώς, η οδηγία PNR αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αρχή που έχει συσταθεί ως ΜΣΕ είναι επίσης και η αρμόδια εθνική αρχή η οποία έχει την εξουσία να εγκρίνει την κοινοποίηση των δεδομένων PNR μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων στη ΜΣΕ.
Τρίτον, όσον αφορά τη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων PNR, το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 12 της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει γενική πενταετή διάρκεια διατήρησης των δεδομένων αυτών, ισχύουσα χωρίς διάκριση για όλους τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών.
Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, μετά την πάροδο της αρχικής εξάμηνης περιόδου διατήρησης, η διατήρηση των δεδομένων PNR δεν περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο όσον αφορά τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τους οποίους δεν έχει διαπιστωθεί, ούτε από την προηγούμενη αξιολόγηση, ούτε από τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους κατά την αρχική εξάμηνη περίοδο διατήρησης, ούτε από οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων –όπως είναι το γεγονός ότι από τα δεδομένα PNR των οικείων επιβατών προέκυψε επιβεβαιωμένη θετική αντιστοίχιση στο πλαίσιο της προηγούμενης αξιολόγησης– ικανών να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με το αεροπορικό ταξίδι που πραγματοποίησαν οι εν λόγω επιβάτες. Αντιθέτως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου, η διατήρηση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που υπόκεινται στο σύστημα που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, κατ’ αρχήν, δεν φαίνεται να υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου.
Τέταρτον, το Δικαστήριο διατυπώνει ορισμένες εκτιμήσεις σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή της οδηγίας PNR, για τους σκοπούς της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, και σε άλλα μέσα μεταφοράς μέσω των οποίων μεταφέρονται επιβάτες εντός της Ένωσης. Η οδηγία, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 45 του Χάρτη, αντιτίθεται σε σύστημα διαβίβασης και επεξεργασίας των δεδομένων PNR του συνόλου των πραγματοποιούμενων με άλλα μέσα μεταφορών στο εσωτερικό της Ένωσης, ελλείψει πραγματικής και ενεστώσας ή προβλέψιμης απειλής την οποία αντιμετωπίζει το οικείο κράτος μέλος. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως και για τις πτήσεις εντός ΕΕ, η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR πρέπει να περιορίζεται στα δεδομένα PNR των μεταφορών που αφορούν ειδικώς ορισμένες συνδέσεις ή δρομολόγια ταξιδίων, ή ακόμη, ορισμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς ή ορισμένους θαλάσσιους λιμένες για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις ικανές να δικαιολογήσουν την εφαρμογή αυτή. Εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να επιλέξει τις μεταφορές για τις οποίες υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις και να επανεξετάζει τακτικά την εν λόγω εφαρμογή ανάλογα με την εξέλιξη των συνθηκών που δικαιολόγησαν την επιλογή τους.