Language of document :

Προσωρινό κείμενο

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-60/06 RENV II και T-62/06 RENV II

Ιταλική Δημοκρατία και Eurallumina SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/ΕΟΚ — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον φόρο — Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου — Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν συμβατές με την κοινή αγορά — Κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος του 1998 — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ασφάλεια δικαίου — Αρχή lex specialis derogat legi generali — Αρχή του τεκμηρίου της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα)
της 22ας Απριλίου 2016

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο – Απαράδεκτο

(Άρθρα 230 EΚ και 233, εδ 1, EK)

2.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης – Προϋποθέσεις – Ανάπτυξη προβληθέντος λόγου – Παραδεκτό

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρα 44 § 1, στοιχείο γʹ, και 48 § 2]

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ασφάλεια δικαίου – Περιεχόμενο – Μη αλλοίωση των πράξεων των θεσμικών οργάνων – Τήρηση των κανόνων περί αρμοδιότητας και των διαδικαστικών κανόνων – Υποχρέωση αποφυγής των ασυνεπειών κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης

(Άρθρο 88 ΕΚ)

4.      Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια – Εκτίμηση υπό το πρίσμα της αντικειμενικής καταστάσεως, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων – Απόφαση του Συμβουλίου επιτρέπουσα σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης – Εκτίμηση της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται, στο πλαίσιο αυτό, στρέβλωση του ανταγωνισμού και εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς – Δεν έχει επιπτώσεις στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις – Δεν έχει επιπτώσεις στην προβλεπόμενη από τη Συνθήκη κατανομή των εν λόγω αρμοδιοτήτων – Δεν συντρέχει υπέρβαση εξουσίας και παράβαση του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96

(Άρθρα 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 93 ΕΚ· οδηγίες του Συμβουλίου 92/81, άρθρο 8 §§ 4 και 5, και 2003/96, άρθρο 8· απόφαση 2001/224 του Συμβουλίου)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη – Έννοια – Εκτίμηση υπό το πρίσμα της αντικειμενικής καταστάσεως, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων – Απόφαση του Συμβουλίου επιτρέπουσα σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης – Εκτίμηση της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται, στο πλαίσιο αυτό, στρέβλωση του ανταγωνισμού και εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς – Δεν έχει επιπτώσεις στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις – Δεν συντρέχει παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας, ούτε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81

(Άρθρα 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 93 ΕΚ· οδηγίες του Συμβουλίου 92/81, άρθρο 8 §§ 4 και 5, και 2003/96, άρθρο 8· απόφαση 2001/224 του Συμβουλίου)

6.      Ένδική διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων – Ανάλογες απαιτήσεις για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως – Ασαφής διατύπωση αιτιάσεως – Απαράδεκτο

[Άρθρο 225 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1]

7.      Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα – Πλαίσιο αναφοράς για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Προϋφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων – Χωριστές διαδικασίες – Συνέπειες αποφάσεως περί μη συμβατότητας

(Άρθρο 88 ΕΚ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Προϋφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφιστάμενης – Απόφαση του Συμβουλίου επιτρέπουσα σε κράτος μέλος, σύμφωνα με τις οδηγίες 92/81 και 2003/96 να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης – Απόφαση μη δυνάμενη να χαρακτηριστεί εγκρίνουσα καθεστώς ενισχύσεων – Απαλλαγή που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση

(Άρθρα 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 93 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο βʹ οδηγίες του Συμβουλίου 92/81, άρθρο 8 § 4, και 2003/96, άρθρο 8 και παράρτημα ΙΙ· απόφαση 2001/224 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2)

10.    Κρατικές ενισχύσεις – Απαγόρευση – Εξαιρέσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Κριτήρια εκτιμήσεως – Συνέπειες των κατευθυντήριων γραμμών που έχει καταρτίσει η Επιτροπή

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2001/C 37/03 και 98/C 74/06)

11.    Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια –Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθέσιμων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως στοιχείων

(Άρθρα 88 § 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ και 230 ΕΚ)

12.    Κρατικές ενισχύσεις – Απαγόρευση – Εξαιρέσεις – Ενισχύσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν συμβατές με την εσωτερική αγορά – Ενισχύσεις που αποσκοπούν στην περιφερειακή ανάπτυξη – Κριτήρια – Ύπαρξη συγκεκριμένου περιφερειακού προβλήματος – Υποχρέωση διαπιστώσεως της αναγκαιότητας της ενισχύσεως για την περιφερειακή ανάπτυξη

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 74/06 της Επιτροπής, σημεία 4.15 έως 4.17)

13.    Κρατικές ενισχύσεις – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προϋποθέσεις και περιορισμοί – Αδράνεια της Επιτροπής – Δεν υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Εξαιρετικές περιστάσεις – Δεν συντρέχουν

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1· οδηγίες του Συμβουλίου 92/81 και 2003/96)

14.    Κρατικές ενισχύσεις – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προϋποθέσεις και περιορισμοί – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη παύει να υφίσταται μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, ακόμη και σε περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1· οδηγίες του Συμβουλίου 92/81 και 2003/96)

15.    Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση της Επιτροπής, περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κρατικού μέτρου – Υποχρέωση εκδόσεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας – Δεν ασκεί επιρροή σε περίπτωση ενισχύσεως που δεν κοινοποιήθηκε νομότυπα στην Επιτροπή – Παράβαση – Δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκτηση της ενισχύσεως – Όρια – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 6 και 13 § 2)

16.    Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος ακυρώσεως διαφορετικός από λόγο ακυρώσεως που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

(Άρθρα 230 EΚ και 253 EΚ)

17.    Ένδικη διαδικασία – Έξοδα – Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου σε μέρος των δικαστικών εξόδων του

[Άρθρο 225 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 135]

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 43)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 45, 46)

3.      Η αρχή της ασφαλείας δικαίου αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων τις οποίες διέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μην μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία.

Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να αποφεύγουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, για λόγους αρχής, τυχόν ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως σε περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε έναν και τον αυτό σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Συναφώς, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει ότι η Επιτροπή, εάν δημιουργήσει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει, μια διφορούμενη κατάσταση, λόγω παρεισφρήσεως στοιχείων αβεβαιότητας και λόγω ασάφειας της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, σε συνδυασμό με παρατεταμένη αδράνειά της, παρά το γεγονός ότι γνώριζε για τις επίμαχες ενισχύσεις, οφείλει να αποσαφηνίσει την κατάσταση αυτή προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί.

(βλ. σκέψεις 63, 183)

4.      Η προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, διαδικασία η οποία απένεμε την εξουσία στο Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής, να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει απαλλαγές ή μειώσεις άλλες εκτός των προβλεπομένων από την εν λόγω οδηγία «για λόγους ειδικής πολιτικής», έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι η κατά το άρθρο 88 ΕΚ ρύθμιση.

Επομένως, απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ με σκοπό να εξεταστεί αν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να λάβει ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, μια απόφαση επιβάλλουσα την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως.

Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι αποφάσεις περί εγκρίσεως του Συμβουλίου χορηγούσαν πλήρεις απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, καθορίζοντας συγκεκριμένες προϋποθέσεις γεωγραφικού και χρονικού χαρακτήρα, και ότι οι προϋποθέσεις αυτές τηρήθηκαν αυστηρά από τα κράτη μέλη δεν έχει συνέπειες στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής και δεν μπορεί, επομένως, να στερήσει από την Επιτροπή την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων.

Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ούτε παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, επειδή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, προκειμένου να εξετάσει εάν η απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως συνιστά κρατική ενίσχυση, και εξέδωσε, κατόπιν της διαδικασίας αυτής, απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη παραβάσεως, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς, επέτρεπε ρητώς στο οικείο κράτος μέλος να συνεχίσει να εφαρμόζει την απαλλαγή αυτή. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεως, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία θα μπορούσε να εκδώσει η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 65-67, 69, 72)

5.      Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κατά την έκδοση των αποφάσεων του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς, δεν μπορεί να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Εξ αυτού συνάγεται, κατά μείζονα λόγο, ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως κρατικών ενισχύσεων, από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο με τις αποφάσεις του στον τομέα της εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω απαλλαγές δεν προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν θα εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς.

Επομένως, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη ενισχύσεως μη συμβατής με την κοινή αγορά, η Επιτροπή απλώς ασκεί τις αρμοδιότητες που της είχαν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ ως προς τις κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να παραβιάσει έτσι τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και lex specialis derogat legi generali και χωρίς να θίξει το τεκμήριο νομιμότητας και την αποτελεσματικότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων.

(βλ. σκέψεις 72-74, 77, 81-84)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 89-91)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 97-99, 101)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 108)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 110, 111)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 127, 128, 147)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 132)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 143, 152, 157)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 174-176, 187,188, 192)

14.    Κράτος μέλος του οποίου οι αρχές χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ δύναται να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της δικαιούχου επιχειρήσεως, προκειμένου να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής διατάσσουσας την ανάκτηση της ενισχύσεως, αλλά όχι προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μέτρα. Ωστόσο, δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο οφείλει να διενεργεί η Επιτροπή, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποφασίσει ότι η ενίσχυση είναι παράνομη και πρέπει να καταργηθεί και να ανακτηθεί από κράτος μέλος μπορεί, υπό εξαιρετικές συνθήκες, να δημιουργήσει στους αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής. Ωστόσο, βάσει των επιταγών που απορρέουν από τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, η διφορούμενη κατάσταση που δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, επιτρέποντας σε κράτος μέλος να θεσπίζει απαλλαγές ή μειώσεις του ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, εμποδίζει μόνον την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει της επίμαχης απαλλαγής έως την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Αντιθέτως, μετά τη δημοσίευση αυτή, ο δικαιούχος της ενισχύσεως οφείλει να γνωρίζει ότι, εφόσον η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ. Επομένως, η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως αίρει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που ενδεχομένως είχε προηγουμένως ο δικαιούχος της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα της εν λόγω απαλλαγής. Συγκεκριμένα, η εν λόγω δημοσίευση εξαλείφει κάθε σχετιζόμενη με το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου αβεβαιότητα όσον αφορά το ότι τα επίμαχα μέτρα, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να εγκριθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

Τέλος, σχετικά με εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου παράνομης ενισχύσεως περί του νομίμου χαρακτήρα αυτής, τυχόν φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής στερείται σημασίας όταν το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί. Η λύση αυτή επιβάλλεται και σε περίπτωση κατά την οποία καθεστώς ενισχύσεως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς να προηγηθεί η κοινοποίηση που απαιτείται σύμφωνα με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73, και, συνεπώς, χωρίς να έχει εξ ολοκλήρου τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 179-181, 188-190, 217)

15.    Το γεγονός ότι ο κανονισμός 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, πέραν της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, η οποία υπολογίζεται από τη χορήγηση της ενισχύσεως και με τη λήξη της οποίας αποκλείεται πλέον η ανάκτηση της ενισχύσεως, δεν προβλέπει, ούτε καν ενδεικτικά, άλλη προθεσμία για την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση παράνομης ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει εάν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν τήρησε μια εύλογη προθεσμία ή ότι ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση.

Συγκεκριμένα, με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, η προθεσμία για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιηθείσας κρατικής ενισχύσεως ορίζεται ενδεικτικά σε 18 μήνες. Η προθεσμία αυτή, μολονότι δεν ισχύει για τις παράνομες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, αποτελεί χρήσιμη ένδειξη για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο μέτρο που έχει παρανόμως τεθεί σε εφαρμογή.

Συναφώς, δεν είναι εύλογη η παρέλευση χρονικού διαστήματος λίγο μεγαλύτερου των 49 μηνών από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη ενισχύσεως και διατάσσεται η ανάκτησή της, διαστήματος το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιημένων κρατικών ενισχύσεων. Το εν λόγω χρονικό διάστημα κρίνεται αδικαιολόγητο και στην περίπτωση υποθέσεων που δεν παρουσιάζουν πρόδηλες δυσκολίες και για τις οποίες η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει άποψη πολύ πριν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.

Ωστόσο, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε μετά την παρέλευση μη εύλογου χρονικού διαστήματος μόνον εφόσον συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 182, 196, 199-201, 210)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 234)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 245, 247)