Language of document : ECLI:EU:T:2023:669

Υπόθεση T136/19

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Bulgarian Energy Holding EAD κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα)
της 25ης Οκτωβρίου 2023

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ – Ρυθμιζόμενη αγορά – Έννοια της σχετικής αγοράς – Ρουμανικός αγωγός διαμετακόμισης φυσικού αερίου 1 – Κάτοχος αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης του ρουμανικού αγωγού διαμετακόμισης φυσικού αερίου 1 – Άρνηση παροχής πρόσβασης – Υποχρέωση δημόσιας παροχής – Εξαίρεση λόγω κρατικής δράσης – Διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς – Διαχειριστής της εγκατάστασης αποθήκευσης – Αντίθετη προς τον ανταγωνισμό στρατηγική – Εκτοπισμός ανταγωνιστών από την αγορά – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Δικαιώματα άμυνας»

1.      Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια – Εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου – Αγορά υπηρεσιών δυναμικότητας φυσικού αερίου – Υποχρέωση της Επιτροπής να διαβουλεύεται εκ των προτέρων με τους παράγοντες της αγοράς – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 97/C 372/03 της Επιτροπής, σημείο 33)

(βλ. σκέψεις 75-77)

2.      Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια – Εναλλαξιμότητα – Προσδιορισμός των σχετικών όρων ανταγωνισμού – Εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου – Αγορές υπηρεσιών δυναμικότητας φυσικού αερίου – Διάκριση μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς αγοράς – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 34 και άρθρα 2 § 1, σημεία 4, 6, 13, 16, 18, 21 και 22, και 16 § 3, στοιχείο αʹ, και παράρτημα I, σημείο 2.2 §§ 1 και 4· απόφαση 2012/490 της Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 2 και σημεία 2.2.2 §§ 1 και 6, και 2.2.5 §§ 1 και 4· ανακοίνωση 97/C 372/03 της Επιτροπής, σημεία 2 και 3)

(βλ. σκέψεις 82-112)

3.      Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Καθορισμός – Επιρροή της πρακτικής που ακολουθούσε η Επιτροπή με τις προγενέστερες αποφάσεις της – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 115, 116, 181, 253)

4.      Δεσπόζουσα θέση – Ύπαρξη – Ενδείξεις – Εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου – Αγορές υπηρεσιών δυναμικότητας φυσικού αερίου – Επιχείρηση η οποία ελέγχει την πρόσβαση τρίτων στον αγωγό διαμετακόμισης φυσικού αερίου – Εμπίπτει

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 137, 138, 143-150, 159-161, 173-175)

5.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτίμησης – Τεκμήριο περί καθοριστικής επιρροής την οποία ασκεί η μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου – Μαχητό τεκμήριο – Συνδυασμός του τεκμηρίου άσκησης αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου με άλλα αποδεικτικά στοιχεία – Μητρική εταιρία η οποία δεν ενεργεί ως απλός οικονομικός επενδυτής

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 187, 196-208, 212, 217-219)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης της παράβασης και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους απόδειξης – Προσφυγή σε δέσμη ενδείξεων – Ανάγκη προσκόμισης σοβαρών, ακριβών και συγκλινουσών αποδείξεων – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο – Απόφαση ως προς την οποία ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες – Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

(βλ. σκέψεις 226-228, 231, 686, 689)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος απόδειξης – Έγγραφη απόδειξη – Εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος εγγράφου – Κριτήρια – Έγγραφο συνταχθέν σε άμεση σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή από άμεσο μάρτυρα αυτών – Αυξημένη αποδεικτική ισχύς – Αποδεικτική ισχύς αποδεικτικών στοιχείων που δεν χρονολογούνται από την περίοδο της παράβασης

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 229, 391-396, 433, 1004, 1005)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Απόφαση στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη της ύπαρξης της επίμαχης παράβασης – Υποχρεώσεις απόδειξης που υπέχουν οι επιχειρήσεις οι οποίες αμφισβητούν το υποστατό της παράβασης – Προβολή επιχειρημάτων τα οποία εξηγούν τα πραγματικά περιστατικά με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που προέκρινε η Επιτροπή

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 230, 381-390)

9.      Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Ικανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού και πρόκλησης αποτελεσμάτων αποκλεισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Δικαστικός έλεγχος – Έλεγχος της νομιμότητας – Περιεχόμενο – Υποκατάσταση της αιτιολογίας της επίδικης πράξης

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 232, 234, 1108-1110, 1132)

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Βάρος απόδειξης – Δικαστικός έλεγχος – Έλεγχος της νομιμότητας – Ενδελεχής έλεγχος όλων των κρίσιμων στοιχείων – Αντικείμενο και περιεχόμενο

(Άρθρα 102 και 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 233, 291, 292, 329, 332, 364, 401, 419, 443, 478, 879-881, 1015, 1089)

11.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Ικανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού και πρόκλησης αποτελεσμάτων αποκλεισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Αποτελέσματα μη αμιγώς υποθετικά

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 235-240)

12.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Παροχή υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά αγωγό διαμετακόμισης φυσικού αερίου ο οποίος αποτελεί ουσιώδη υποδομή – Άρνηση κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να χορηγήσει πρόσβαση σε ουσιώδη υποδομή – Υποχρέωση συνεργασίας

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 254-257, 260-262)

13.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Ουσιώδης υποδομή – Κατάσταση ελέγχου απορρέουσα από τη χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης – Δεν ασκεί επιρροή η φύση ενός τέτοιου αποκλειστικού δικαιώματος

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 263-265)

14.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Περιεχόμενο – Απαιτήσεις οι οποίες προκύπτουν από την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας – Σαφήνεια και ακρίβεια του διατακτικού της απόφασης

(Άρθρα 102 και 296 § 2 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 299-317)

15.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης της παράβασης και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους απόδειξης – Χρήση των καταθέσεων των καταγγελλόντων κατά την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ – Επιτρέπεται – Αποδεικτική ισχύς των καταθέσεων ενός ενδιαφερόμενου να συμβληθεί με κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Όρια – Εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος τέτοιων καταθέσεων υπό το πρίσμα άλλων αποδεικτικών στοιχείων

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 370-380, 441)

16.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση η οποία έχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της επίμαχης υποδομής – Δεν αρκεί για να υποδείξει την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής αποκλεισμού

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 473-475)

17.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση η οποία έχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της επίμαχης υποδομής – Όροι επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας δέσμευσης δυναμικότητας – Αποδεικτική ισχύς – Κρίσιμα στοιχεία

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 489-492, 495-511, 513-528, 530-541)

18.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Αντικειμενική έννοια αφορώσα συμπεριφορές δυνάμενες να επηρεάσουν τη διάρθρωση της αγοράς και έχουσες ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της διατήρησης ή της ανάπτυξης του ανταγωνισμού – Υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Άσκηση υγιούς ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Δυνατότητα κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να διαφυλάξει και να προστατεύσει τα εμπορικά της συμφέροντα

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 547, 595-603, 625, 626, 644)

19.    Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 548, 549, 569-583, 616)

20.    Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Ερμηνεία του εθνικού δικαίου κράτους μέλους – Πραγματικό ζήτημα – Εμπίπτει

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 740, 741)

21.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Ικανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού και πρόκλησης αποτελεσμάτων αποκλεισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Συνεκτίμηση του τομεακού κανονιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται στον τομέα του φυσικού αερίου – Μη συμμόρφωση των όρων πρόσβασης στο δίκτυο προς το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο – Πρέπει να αποδεικνύεται η ικανότητα πρόκλησης αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 784, 873)

22.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Επαλήθευση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του καταγγέλλοντος – Περιεχόμενο

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 848, 849)

23.    Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Άρνηση κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να επιτρέψει σε άλλη επιχείρηση να αποκτήσει πρόσβαση σε αναγκαίο για τη δραστηριότητά της προϊόν ή υπηρεσία – Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα – Κανονιστική υποχρέωση παροχής της πρόσβασης – Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης στην επίμαχη υποδομή

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 961, 962, 968, 969, 971)

24.    Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Περιεχόμενο – Καθ’ ολοκληρίαν ακύρωση απόφασης της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ενιαία και διαρκής παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο εφόσον υπάρχει μερική απόδειξη – Προϋποθέσεις – Υποκατάσταση αιτιολογίας από τον δικαστή της Ένωσης – Αποκλείεται

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 1119-1131, 1134)

25.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 15 §§ 1 και 2)

(βλ. σκέψεις 1153-1155)

26.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες της Επιτροπής – Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων – Καταθέσεις σχετικές με το αντικείμενο έρευνας – Υποχρέωση της Επιτροπής να καταγράφει κάθε ακρόαση που διεξάγει – Περιεχόμενο – Καθορισμός των στοιχείων που είναι χρήσιμα για την άμυνα της οικείας επιχείρησης – Παραβίαση – Συνέπειες

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 3)

(βλ. σκέψεις 1156-1160, 1170-1176, 1182-1186, 1191)

27.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Προσβολή λόγω πλημμέλειας διαπραχθείσας από την Επιτροπή – Προϋποθέσεις – Δυνατότητα της οικείας επιχείρησης να οργανώσει καλύτερα την άμυνά της ελλείψει της πλημμέλειας αυτής – Έκταση του βάρους απόδειξης που φέρει η επιχείρηση αυτή

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 19 § 1 και 27· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρα 3 και 15 §§ 1 και 2)

(βλ. σκέψεις 1177, 1192, 1201-1206, 1208-1214, 1216-1221, 1223, 1226, 1238, 1244, 1245)

28.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Προσβολή λόγω υπερβολικών περιορισμών στο πλαίσιο διαδικασίας αίθουσας δεδομένων – Συνέπειες

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 19 § 1 και 27· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 15 §§ 1 και 2)

(βλ. σκέψεις 1207, 1215)

29.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Αντικείμενο – Πρόσβαση σε ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνεται σε τρίτη επιχείρηση – Προϋποθέσεις – Ανακοίνωση των αιτιάσεων δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί για την άμυνα των διαδίκων – Βάρος απόδειξης – Υποχρέωση της οικείας επιχείρησης να προσκομίσει μια πρώτη ένδειξη όσον αφορά τη χρησιμότητα της εν λόγω πρόσβασης για την άμυνά της

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 773/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 1)

(βλ. σκέψεις 1249-1252)

Σύνοψη

Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι προσφεύγουσες, ήτοι η εταιρία Bulgarian Energy Holding EAD, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στο Βουλγαρικό Δημόσιο, και οι θυγατρικές της, Bulgargaz και Bulgartransgaz (στο εξής, από κοινού: όμιλος BEH), δραστηριοποιούνταν στον τομέα της ενέργειας στη Βουλγαρία. Η Bulgargaz ήταν ο δημόσιος φορέας παροχής φυσικού αερίου στη Βουλγαρία, ενώ η Bulgartransgaz ήταν ο φορέας διαχείρισης του συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου (στο εξής: GRT) και της μόνης εγκατάστασης αποθεματοποίησης φυσικού αερίου στη Βουλγαρία (στο εξής: σταθμός αποθεματοποίησης Chiren).

Κατά την περίοδο της παράβασης (ήτοι από τις 30 Ιουλίου 2010 έως την 1η Ιανουαρίου 2015), ο εφοδιασμός της Βουλγαρίας με φυσικό αέριο βασιζόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο εισήγαγε αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο η Bulgargaz. Ως εκ τούτου, η Bulgargaz ήταν επίσης ο κύριος πάροχος φυσικού αερίου σε πελάτες της αγοράς χονδρικής επόμενου σταδίου καθώς και σε επιχειρήσεις που ήταν απευθείας συνδεδεμένες με το δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου.

Το ρωσικό φυσικό αέριο διοχετευόταν προς τη Βουλγαρία έως το σημείο σύνδεσης με το βουλγαρικό δίκτυο μέσω Ουκρανίας και στη συνέχεια μέσω Ρουμανίας, κυρίως μέσω του αγωγού διαμετακόμισης φυσικού αερίου (στο εξής: ρουμανικός αγωγός 1) τον οποίο διαχειριζόταν η Transgaz, ο ρουμανικός GRT. Κατά την περίοδο της παράβασης, ο εν λόγω αγωγός διασφάλιζε τον εφοδιασμό του μεγαλύτερου μέρους του βουλγαρικού εδάφους, μέσω του εθνικού δικτύου μεταφοράς το οποίο με τη σειρά του συνδεόταν με τον σταθμό αποθεματοποίησης Chiren (1). Η συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Transgaz και της Bulgargaz το 2005 (στο εξής: συμφωνία του 2005), η οποία παρέμεινε σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκειας της παράβασης, προέβλεπε την αποκλειστική χρήση του ρουμανικού αγωγού 1 από την Bulgargaz έναντι ετήσιου πάγιου ποσού.

Στις 18 Νοεμβρίου 2010 η Overgas Inc., παράγοντας της αγοράς παροχής φυσικού αερίου στη Βουλγαρία, υπέβαλε στην Επιτροπή ανεπίσημη καταγγελία κατά του ομίλου BEH για παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018 (2), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όμιλος BEH είχε διαπράξει ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ από τις 30 Ιουλίου 2010 έως την 1η Ιανουαρίου 2015. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο όμιλος BEH κατείχε δεσπόζουσα θέση σε πέντε χωριστές αγορές, ήτοι στην αγορά των υπηρεσιών που συνδέονται με τη δυναμικότητα στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου, στην αγορά των υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον ρουμανικό αγωγό 1, στην αγορά των υπηρεσιών που συνδέονται με τη δυναμικότητα αποθεματοποίησης του σταθμού Chiren, στην αγορά χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου επόμενου σταδίου και στην αγορά λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου στους μεγάλους τελικούς πελάτες που είναι συνδεδεμένοι με το βουλγαρικό δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου. Η Επιτροπή προσήψε στον όμιλο BEH ότι καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση του καθόσον παρεμπόδισε, περιόρισε ή καθυστέρησε την πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο μεταφοράς, στον σταθμό αποθεματοποίησης Chiren και στον ρουμανικό αγωγό 1, στεγανοποιώντας με τον τρόπο αυτόν τις βουλγαρικές αγορές προμήθειας φυσικού αερίου με σκοπό την προστασία της δεσπόζουσας θέσης της Bulgargaz στις αγορές αυτές. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στον όμιλο BEH για τη διαπιστωθείσα παράβαση.

Αποφαινόμενο επί της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε ο όμιλος BEH με κύριο αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης στο σύνολό της, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την προσφυγή καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον άρνηση παροχής πρόσβασης στις τρεις υποδομές που κατέχει ο όμιλος BEH δυνάμενη να εμπίπτει στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο παρέχει επίσης διευκρινίσεις, υπό το πρίσμα της νομολογίας Bronner (3), ως προς την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση η οποία αρνείται την πρόσβαση σε «ουσιώδη υποδομή» όταν η εν λόγω υποδομή δεν ανήκει στην κυριότητα της επιχείρησης αυτής. Επιπλέον, αποφαίνεται επί του περιεχομένου της απαίτησης για παροχή πρόσβασης στον φάκελο η οποία είναι συμφυής με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της καλούμενης διαδικασίας της «αίθουσας δεδομένων», ήτοι στην περίπτωση περιορισμών του δικαιώματος πρόσβασης σε ορισμένα στοιχεία του φακέλου λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Στο πλαίσιο της εκτίμησής του, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, σε πρώτο στάδιο, την ουσία της υπόθεσης, ήτοι τις αιτιάσεις που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό μιας από τις πέντε επίμαχες αγορές, ιδίως της αγοράς των υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον ρουμανικό αγωγό 1, από τη δεσπόζουσα θέση της Bulgargaz στην αγορά αυτή, από τη δεσπόζουσα θέση της μητρικής εταιρίας BEH, ως χρηματοοικονομικής εταιρίας χαρτοφυλακίου στις σχετικές αγορές, καθώς και από την καταχρηστική συμπεριφορά του ομίλου BEH. Στη συνέχεια, αναλύει τις διαδικαστικές πλημμέλειες που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του ομίλου BEH όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο.

Ως προς την ουσία της υπόθεσης, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, στο πλαίσιο του ορισμού της αγοράς των υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον ρουμανικό αγωγό 1, η Επιτροπή ορθώς δεν προέβη σε διάκριση μεταξύ της πρωτογενούς αγοράς (ήτοι της αγοράς της δυναμικότητας που διατίθεται στο εμπόριο απευθείας από τον GRT) και της δευτερογενούς αγοράς (ήτοι της αγοράς της δυναμικότητας που αποτελεί αντικείμενο εμπορίας εκτός των πλαισίων της πρωτογενούς αγοράς), καθόσον η διάκριση αυτή δεν είναι λυσιτελής προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι προσφεύγουσες κατείχαν δεσπόζουσα θέση όσον αφορά τις υπηρεσίες δυναμικότητας στον ρουμανικό αγωγό 1. Επιπλέον, δεν υπέπεσε σε νομικά σφάλματα ούτε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η Bulgargaz κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά αυτή.

Συναφώς, από το αποκλειστικό δικαίωμα επί του ρουμανικού αγωγού 1 που προέβλεπε η συμφωνία του 2005 προκύπτει ότι η Bulgargaz ήταν, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης, ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον εν λόγω αγωγό στη δευτερογενή αγορά. Επίσης, αφενός, δυνάμει του άρθρου 17.1 της συμφωνίας του 2005, η Transgaz δεν μπορούσε να προσφέρει στους τρίτους αχρησιμοποίητη δυναμικότητα χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Bulgargaz. Αφετέρου, δυνάμει της τότε εφαρμοστέας νομοθεσίας της Ένωσης, η Transgaz μπορούσε να προσφέρει τέτοια αχρησιμοποίητη δυναμικότητα σε τρίτους μόνον ως βραχυπρόθεσμη και διακοπτόμενη δυναμικότητα. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, η Bulgargaz ήλεγχε επίσης την πρόσβαση των τρίτων στην πρωτογενή αγορά υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον ρουμανικό αγωγό 1. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε την Bulgargaz, ως πάροχο στον ρουμανικό αγωγό 1, μόνη επιχείρηση η οποία μπορούσε να χορηγήσει στους τρίτους πρόσβαση στον αγωγό αυτόν. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, καίτοι η Transgaz δεν είχε ακόμη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιτραπεί και να διευκολυνθεί το εμπόριο δυναμικότητας στη δευτερογενή αγορά, στην πραγματικότητα η Bulgargaz είχε χορηγήσει πρόσβαση στην Overgas στον ρουμανικό αγωγό 1 από την 1η Ιανουαρίου 2013. Συνεπώς, η παράβαση της Transgaz δεν παρεμπόδιζε εν τοις πράγμασι την εκ μέρους της Bulgargaz προσφορά δυναμικότητας στην εν λόγω αγορά. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, κατά τη διάρκεια της παράβασης, η Bulgargaz ήλεγχε την πρόσβαση των τρίτων στον ρουμανικό αγωγό 1 και ότι η Transgaz δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πραγματική πηγή εναλλακτικής προμήθειας για τους τρίτους που επιθυμούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στον εν λόγω αγωγό, η Bulgargaz κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά των υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον ρουμανικό αγωγό 1.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους του ομίλου BEH όσον αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου στη Βουλγαρία. Συναφώς, διαπιστώνει ότι τα στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή σχετικά με την πρόσβαση στον ρουμανικό αγωγό 1 δεν επαρκούν προς απόδειξη της ύπαρξης του συνόλου των προβαλλόμενων περιορισμών πρόσβασης και, στο μέτρο που αυτοί υφίστανται, προς απόδειξη του καταχρηστικού χαρακτήρα τους.

Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι η Επιτροπή ορθώς εξέτασε τη συμπεριφορά της Bulgargaz στην αγορά υπηρεσιών δυναμικότητας όσον αφορά τον ρουμανικό αγωγό 1 με γνώμονα τη νομολογία Bronner. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι η άρνηση επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση να παράσχει υπηρεσία στην οποία οι τρίτοι απαιτείται να έχουν πρόσβαση ώστε να μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητα σε παραπλήσια αγορά, και δη αγορά επόμενου σταδίου, συνιστά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εφόσον πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις, ήτοι η άρνηση είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αποκλείει κάθε ανταγωνισμό στην αγορά από τον αιτούντα την πρόσβαση στην εν λόγω υπηρεσία, η άρνηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά και η εν λόγω υπηρεσία είναι αναγκαία για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της υπηρεσίας αυτής. Εν προκειμένω, όμως, ο ρουμανικός αγωγός 1 αποτελούσε «ουσιώδη υποδομή», καθώς ήταν η μόνη βιώσιμη οδός για τον εφοδιασμό της Βουλγαρίας με το ρωσικό φυσικό αέριο κατά τη διάρκεια της παράβασης. Συναφώς, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των εν λόγω νομολογιακών αρχών, δεν ασκούσε επιρροή το ότι η Bulgargaz δεν ήταν η ιδιοκτήτρια της υποδομής, αλλά απλώς κάτοχος αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό αποκτούσε υπόσταση μέσω μιας κατάστασης ελέγχου επί της εν λόγω υποδομής και της παρείχε τη δυνατότητα να εξαρτήσει την πρόσβαση τρίτων στον αγωγό από τη συγκατάθεσή της.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δέσμευση του συνόλου της δυναμικότητας του ρουμανικού αγωγού 1 βάσει της συμφωνίας του 2005 δεν έχει την αποδεικτική ισχύ την οποία της απέδωσε η Επιτροπή, καθόσον η δέσμευση αυτή δεν αποτελούσε επαρκή ένδειξη προκειμένου να αποδειχθεί η προβαλλόμενη κατάχρηση στην αγορά των υπηρεσιών δυναμικότητας του εν λόγω αγωγού. Συγκεκριμένα, η συμβατική αποκλειστικότητα που προβλέφθηκε με τη συμφωνία του 2005 υπέρ της Bulgargaz, η οποία ωστόσο χρησιμοποιούσε μέρος μόνον της δυναμικότητας του ρουμανικού αγωγού 1, δεν μπορεί να συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της Bulgargaz, εφόσον η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι η επιχείρηση αυτή, με τη συμπεριφορά της, μπορούσε εν τοις πράγμασι να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές από τις βουλγαρικές αγορές προμήθειας φυσικού αερίου, ιδίως υπό την έννοια της απόφασης Bronner και της μεταγενέστερης νομολογίας (4) σχετικά με την άρνηση παροχής πρόσβασης σε «ουσιώδη υποδομή».

Εν προκειμένω, όμως, από τα στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή προκύπτει ότι η αποκλειστικότητα που προβλέφθηκε υπέρ της Bulgargaz δεν την εμπόδισε να δεχθεί, από το 2013, αίτηση της εταιρίας Overgas, παρέχοντάς της πρόσβαση στην αχρησιμοποίητη δυναμικότητα του ρουμανικού αγωγού 1. Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η Bulgargaz αντιτάχθηκε καταχρηστικώς στις αιτήσεις παροχής πρόσβασης άλλων τρίτων.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν επικυρώνει την αποδεικτική ισχύ που απέδωσε η Επιτροπή στη συμπεριφορά της Bulgargaz στο πλαίσιο των διακυβερνητικών συνομιλιών μεταξύ της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας σχετικά με την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας του 2005. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι συνομιλίες αυτές δεν συνιστούν στοιχείο που αποδεικνύει άρνηση παροχής πρόσβασης στον ρουμανικό αγωγό 1. Συγκεκριμένα, το διακύβευμα της επαναδιαπραγμάτευσης, ιδίως η ανάγκη διασφάλισης υπέρ της Bulgargaz ελάχιστης δυναμικότητας, δεν περιοριζόταν μόνο στα συμφέροντα της Bulgargaz, αλλά απαιτούσε την εμπλοκή των βουλγαρικών αρχών, λόγω της εξάρτησης της Βουλγαρίας από τον ρουμανικό αγωγό 1 για την ασφάλεια του εφοδιασμού της βουλγαρικής αγοράς σε φυσικό αέριο. Επίσης, η Ρουμανία είχε σαφές συμφέρον για την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας του 2005, δεδομένης της διαδικασίας επί παραβάσει που κίνησε εναντίον της η Επιτροπή το 2009. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν καταλογιστέα στις προσφεύγουσες.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον άρνηση του ομίλου BEH να επιτρέψει την πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς και στον σταθμό αποθεματοποίησης Chiren πριν από τον Ιούνιο του 2012. Αντιθέτως, ως προς τον εν λόγω σταθμό αποθεματοποίησης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα στοιχεία της δικογραφίας αποδεικνύουν ότι η συμπεριφορά της Bulgartransgaz ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό στις βουλγαρικές αγορές προμήθειας φυσικού αερίου μεταξύ Ιουνίου 2012 και Σεπτεμβρίου 2014. Εντούτοις, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες υπέπεσαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ αρνούμενες σε τρίτους την πρόσβαση στις τρεις υποδομές και έδωσε έμφαση στην αλληλεξάρτηση, τη συμπληρωματικότητα και την αμοιβαία ενδυνάμωση του συνόλου των προσαπτόμενων συμπεριφορών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να συναχθεί ότι τούτο στηρίζεται σε πλείονες αιτιολογίες αφορώσες διακριτές καταχρηστικές συμπεριφορές, εκάστη των οποίων θα αρκούσε, αφ’ εαυτής, για τη θεμελίωση του διατακτικού.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί ο μόνος δικαιολογητικός λόγος που αφορά τη συμπεριφορά της Bulgartransgaz σχετικά με τον σταθμό αποθεματοποίησης Chiren μετά τον Ιούνιο του 2012 να αποτελέσει την κύρια αιτιολογία, ή εν πάση περιπτώσει επαρκή αιτιολογία, που θα μπορούσε να στηρίξει αφ’ εαυτής το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι η περί του αντιθέτου κρίση θα ισοδυναμούσε με υποκατάσταση της εκτίμησης της Επιτροπής περί των πραγματικών περιστατικών από αντίστοιχη εκτίμηση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου.

Εν συνόψει, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την παράβαση που φέρεται να στοιχειοθετεί την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης που προσάπτεται στις προσφεύγουσες με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Όσον αφορά την εξέλιξη της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε διαδικαστικές πλημμέλειες ικανές να στοιχειοθετήσουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του ομίλου BEH διότι, αφενός, δεν περιέλαβε στον φάκελο, ή δεν περιέλαβε κατά τον προσήκοντα τρόπο, τα έγγραφα σχετικά με συσκέψεις που είχε με την Overgas και, αφετέρου, παρέσχε ανεπαρκή πρόσβαση στα έγγραφα αυτά.

Ειδικότερα, όσον αφορά τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την έκδοση της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, το 2015 και το 2016, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός τους ήταν η συλλογή πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο της έρευνας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν δύναται να αγνοήσει κάποιο στοιχείο του φακέλου ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά τον ενδεχομένως ενοχοποιητικό ή απαλλακτικό χαρακτήρα του σχετικού εγγράφου. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 (5), σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 (6), η Επιτροπή όφειλε να προβεί στην προσήκουσα καταγραφή των καταθέσεων που έγιναν κατά τις συσκέψεις αυτές, να συμπεριλάβει στον φάκελο τα σχετικά έγγραφα και να ενημερώσει σχετικώς τις προσφεύγουσες, καθόσον η παντελής απουσία καταγραφής εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να επαληθεύσει αν η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003 και αν έγιναν πλήρως σεβαστά τα δικαιώματα των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται σε έρευνα.

Όσον αφορά τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έκδοση της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, από το 2010 έως το 2013, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στον φάκελο μόνον συνοπτικές σημειώσεις των συσκέψεων αυτών, ενώ τα λεπτομερή πρακτικά παρέμειναν απόρρητα. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτές οι συνοπτικές σημειώσεις είναι προδήλως ανεπαρκείς για να αποδοθεί το περιεχόμενο των συνομιλιών που πράγματι έλαβαν χώρα μεταξύ της Επιτροπής και της Overgas, και, ιδίως, η φύση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από την εταιρία αυτή επί των ζητημάτων που συζητήθηκαν. Ωστόσο, ούτε από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ούτε από τον σκοπό που επιδιώκεται με αυτόν προκύπτει ότι ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να προβεί σε διάκριση μεταξύ, αφενός, «συνοπτικών σημειώσεων», οι οποίες οριστικοποιούνται προκειμένου να δοθεί πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, και «λεπτομερών πρακτικών», που προορίζονται να παραμείνουν απόρρητα. Μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της έρευνας, καθώς και η αρχή της ισότητας των όπλων.

Όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα που εκτέθηκαν στην αίθουσα δεδομένων, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή επέτρεψε στους εξωτερικούς εκπροσώπους των προσφευγουσών να γνωστοποιήσουν στους πελάτες τους αποκλειστικά το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσής τους σχετικά με την αίθουσα δεδομένων και διευκρίνισε ότι η έκθεση αυτή δεν περιείχε κανένα πρόσθετο στοιχείο σε σχέση με τις συνοπτικές σημειώσεις στις οποίες οι προσφεύγουσες είχαν ήδη αποκτήσει πρόσβαση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Απαλοιφές από την έκθεση σχετικά με την αίθουσα δεδομένων οι οποίες έχουν τέτοια έκταση ώστε η έκθεση να συμπίπτει εν τέλει με τις συνοπτικές σημειώσεις ενδέχεται, κατά το Γενικό Δικαστήριο, να υπονομεύσουν τον ίδιο τον σκοπό της διαδικασίας της αίθουσας δεδομένων, ήτοι την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών κατά την παροχή πρόσβασης στα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη χρειάζονται για να στηρίξουν τη θέση τους. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η διαδικασία της αίθουσας δεδομένων, όπως διενεργήθηκε εν προκειμένω, ήταν ικανή να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, τα οποία μπόρεσαν να ασκήσουν μόνον εμμέσως, διά των εξωτερικών εκπροσώπων τους.

Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν επίσης ότι, αν δεν είχαν εμφιλοχωρήσει οι πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή αρνούμενη να τους παράσχει επαρκή πρόσβαση στον φάκελο, θα είχαν πρόσβαση σε στοιχεία που θα τους παρείχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους κατά τη διοικητική διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της.


1      Οι ρουμανικοί αγωγοί διαμετακόμισης φυσικού αερίου 2 και 3 μετέφεραν το ρωσικό φυσικό αέριο από τα σύνορα Ουκρανίας και Ρουμανίας στα σύνορα Ρουμανίας και Βουλγαρίας, στα σημεία εισόδου Negru Vodă 2 και 3, και ενώνονταν στο βουλγαρικό έδαφος, σχηματίζοντας τον βουλγαρικό αγωγό διαμετακόμισης φυσικού αερίου. Ο αγωγός αυτός χρησιμοποιούνταν σε περιορισμένο βαθμό για τον εφοδιασμό της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας και κατά κύριο λόγο μετέφερε φυσικό αέριο προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, την Ελλάδα και την Τουρκία.


2      Απόφαση της Επιτροπής της 17ης Δεκεμβρίου 2018 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Υπόθεση AT.39849 – BEH Gas) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2018) 8806 final].


3      Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569).


4      Αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, EU:T:1998:198, σκέψεις 208 και 212), και της 10ης Νοεμβρίου 2021, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:763, σκέψη 215).


5      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


6      Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).