Language of document : ECLI:EU:T:2012:431

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Κίνας – Κίνηση διαδικασίας κατά μίας και μόνον εταιρίας – Καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς – Τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Βάρος αποδείξεως – Προσδιορισμός της ζημίας»

Στην υπόθεση T‑156/11,

Since Hardware (Guangzhou) Co., Ltd, με έδρα το Canton (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους Β. Ακριτίδη και Y. Melin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον B. Driessen, επικουρούμενο από τον B. O’Connor, solicitor, και τον S. Gubel, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Thomas και H. van Vliet,

και από

τη Vale Mill (Rochdale) Ltd, με έδρα το Rochdale (Ηνωμένο Βασίλειο),

την Colombo New Scal SpA, με έδρα το Rovagnate (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τον G. Berrisch, δικηγόρο, και την N. Chesaites, barrister,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1243/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που κατασκευάζονται από τη Since Hardware (Guangzhou) Co., Ltd (ΕΕ L 338, σ. 22),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο του ΠΟΕ

1        Το άρθρο VI, παράγραφος 1, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΔΣΕ) ορίζει ότι «τα συμβαλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι το ντάμπινγκ, στο πλαίσιο του οποίου τα προϊόντα μιας χώρας εισάγονται στην αγορά άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη από την κανονική αξία, είναι καταδικαστέο εφόσον προξενεί ή απειλεί να προξενήσει σοβαρή ζημία σε εγχώριο κλάδο παραγωγής ενός συμβαλλομένου μέρους ή εφόσον καθυστερεί σημαντικά τη δημιουργία εγχώριου κλάδου παραγωγής».

2        Η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΔΣΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ) περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1).

3        Το άρθρο 1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ ορίζει:

«Η επιβολή μέτρου αντιντάμπινγκ επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο VI της [ΓΔΣΕ] [...] και κατόπιν σχετικών ερευνών που έχουν αρχίσει και διεξαχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας [...].»

4        Κατά το άρθρο 3.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, «[ο] προσδιορισμός της ζημίας στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου VI της [ΓΔΣΕ] [...] βασίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει την αντικειμενική αξιολόγηση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά όσο και β) των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τους εγχώριους παραγωγούς τέτοιων προϊόντων».

5        Το άρθρο 3.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι «[η] εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ για τον εκάστοτε εγχώριο κλάδο παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων, καθώς και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής, στους οποίους περιλαμβάνονται: η πραγματική ή ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων ή της χρησιμοποίησης της ικανότητας, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι πραγματικές ή ενδεχόμενες επιπτώσεις για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η ανωτέρω απαρίθμηση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων».

6        Το άρθρο 5.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ έχει ως εξής:

«Η αίτηση που υποβάλλεται βάσει της ανωτέρω παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα εξής: α) το ντάμπινγκ, β) τη ζημία, κατά την έννοια του άρθρου VI της [ΓΔΣΕ] [...], όπως ερμηνεύεται από την παρούσα συμφωνία, και γ) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. [...] Η αίτηση περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο αιτών σχετικά με τα εξής θέματα:

[...]

ii)      πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το συγκεκριμένο προϊόν,

[...]».

7        Το άρθρο 5.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ έχει ως εξής:

«Αίτηση που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 είναι απορριπτέα, και τυχόν έρευνα που έχει αρχίσει περατούται πάραυτα, από τη στιγμή που οι αρμόδιες αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ ή τη ζημία τα οποία να δικαιολογούν τη συνέχιση της υπόθεσης. Η υπόθεση περατούται αμέσως, όταν οι αρχές διαπιστώσουν ότι το περιθώριο ντάμπινγκ είναι αμελητέο ή ότι ο όγκος των πραγματικών ή δυνητικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή η ζημία είναι άνευ σημασίας. [...]»

8        Το άρθρο 6.1.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει:

«Αφ’ ης στιγμής αρχίσει έρευνα, οι αρχές κοινοποιούν το πλήρες κείμενο της γραπτής αίτησης που τους έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στους γνωστούς εξαγωγείς, καθώς και στις αρχές του εξάγοντος μέλους· επίσης το κοινοποιούν, εφόσον τους ζητηθεί, σε άλλους ενδιαφερόμενους που μετέχουν στη διαδικασία. Λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση της υποχρέωσης προστασίας ορισμένων στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, όπως προβλέπει η παράγραφος 5.»

9        Το άρθρο 6.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ ορίζει:

«Προκειμένου να ελέγξουν την ακρίβεια των προσκομισθέντων στοιχείων ή να συγκεντρώσουν λεπτομερέστερα στοιχεία, οι αρχές δύνανται να διενεργούν έρευνες στο έδαφος άλλων μελών, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζουν τη σχετική συγκατάθεση των εμπλεκομένων εταιριών, ότι ειδοποιούν σχετικά τους εκπροσώπους της κυβέρνησης του μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί έρευνα και ότι το εν λόγω μέλος δεν εκφράζει αντιρρήσεις για τη διεξαγωγή της έρευνας. Για τις έρευνες που διενεργούνται στο έδαφος άλλων μελών εφαρμόζονται οι διαδικασίες που ορίζονται στο παράρτημα Ι. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων στοιχείων, οι αρχές δίδουν στη δημοσιότητα τα πορίσματα των ερευνών που έχουν ενδεχομένως διενεργήσει ή τα γνωστοποιούν, βάσει της παραγράφου 9, στις εταιρίες στις οποίες αυτά αναφέρονται, ενώ είναι δυνατό να κοινοποιούν τα πορίσματα αυτά στα πρόσωπα που υπέβαλαν την αίτηση.»

10      Κατά το άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, «[ο]ι αρχές καθορίζουν, κατά κανόνα, ένα ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για καθέναν από τους γνωστούς ενδιαφερόμενους εξαγωγείς ή παραγωγούς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Όταν ο αριθμός των εξαγωγέων, των παραγωγών, των εισαγωγέων ή των τύπων προϊόντων που έχουν σημασία για την υπόθεση είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθιστά πρακτικώς ανέφικτο τον προαναφερθέντα ατομικό καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι αρχές δύνανται να λαμβάνουν υπόψη για τους σκοπούς της εξέτασης είτε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων ή προϊόντων, με δειγματοληψίες που ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές κατά τον χρόνο επιλογής του δείγματος, είτε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του όγκου των εξαγωγών από την εκάστοτε χώρα για το οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα».

11      Το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ ορίζει:

«Όταν επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, ο δασμός αυτός εισπράττεται κάθε φορά μέχρι του προβλεπόμενου ποσού για όλες χωρίς διάκριση τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος, όποια και αν είναι η προέλευσή τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές που προέρχονται από εταιρίες για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές συμφώνως προς τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Οι αρχές κατονομάζουν αυτόν ή αυτούς που προμηθεύουν το συγκεκριμένο προϊόν. Αν, παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση αφορά περισσότερους προμηθευτές από την ίδια χώρα και είναι πρακτικώς αδύνατο να κατονομασθούν οι προμηθευτές αυτοί στο σύνολό τους, οι αρχές δύνανται να κατονομάζουν τη συγκεκριμένη προμηθεύτρια χώρα. Αν η υπόθεση αφορά περισσότερους προμηθευτές από διάφορες χώρες, οι αρχές δύνανται να κατονομάζουν είτε όλους τους εμπλεκόμενους προμηθευτές είτε, αν αυτό είναι πρακτικώς αδύνατο, όλες τις προμηθεύτριες χώρες.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

12      Η βασική νομοθεσία αντιντάμπινγκ περιέχεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22) (στο εξής: βασικός κανονισμός), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε.

13      Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, «[σ]τις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, […], το Βιετνάμ και το Καζακστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ), ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α)».

14      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού:

«Ένας ισχυρισμός κατά [την παράγραφο 7,] στοιχείο β), γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

–        οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

–        οι εταιρίες διατηρούν βασικά λογιστικά αρχεία για τα οποία διενεργείται ανεξάρτητος λογιστικός έλεγχος σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις,

[...]

Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότης να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας.»

15      Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.      Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)      του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και

β)      των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία.

3.      Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η κοινοτική βιομηχανία ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

4.      Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι:

α)      το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζει το άρθρο 9, παράγραφος 3, και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος,

καθώς και ότι

β)      η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

5.      Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας· σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι η μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις· το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.»

16      Το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού, σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας, έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 6, η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι επιπτώσεις των τυχόν εικαζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ προϋποθέτει γραπτή καταγγελία εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και κάθε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί επ’ ονόματι της κοινοτικής βιομηχανίας. [...]

2.      Κάθε καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Η καταγγελία περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

[...]

β)      πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το υπό κρίση προϊόν·

γ)      στοιχεία για τις τιμές στις οποίες πωλείται το υπό κρίση προϊόν, για κατανάλωση στις εγχώριες αγορές της χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής [...]·

[...]

7.      Τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τόσο με το ντάμπινγκ όσο και με τη ζημία αξιολογούνται ταυτοχρόνως στο πλαίσιο της απόφασης περί ενάρξεως ή μη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ ή τη ζημία, τα οποία να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Δεν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά 3 % ή και περισσότερο της κοινοτικής κατανάλωσης. 

[...]

9.      Σε περίπτωση κατά την οποία, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται προφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη σχετική διαδικασία εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν υποβληθούν ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, το γεγονός αυτό γνωστοποιείται, μετά από διαβουλεύσεις, στον καταγγέλλοντα εντός 45 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η καταγγελία υπεβλήθη στην Επιτροπή.»

17      Το άρθρο 9, παράγραφοι 3 έως 6, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«3.      Για όλες τις διαδικασίες που κινούνται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 9, η ζημία θεωρείται κατά κανόνα αμελητέα, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες εισαγωγές αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο αυτού που ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 7. Εξάλλου, κάθε διαδικασία αυτής της μορφής περατούται αμέσως, αν διαπιστώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εξαγωγής, είναι κατώτερο του 2 %, αλλά γίνεται δεκτό ότι η περάτωση, όταν το περιθώριο για κάθε εξαγωγέα χωριστά είναι κατώτερο του 2 %, αφορά μόνον την έρευνα· κάθε επιμέρους εξαγωγέας δεν παύει να συμπεριλαμβάνεται στο αντικείμενο της όλης διαδικασίας, ενώ ως προς αυτόν είναι δυνατόν να διεξαχθεί και νέα έρευνα στο πλαίσιο τυχόν μεταγενέστερης εξέτασης, η οποία διενεργείται ως προς την οικεία χώρα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11.

4.      Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός περιόδου ενός μηνός από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή. Όταν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για οριστικά μέτρα το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη ισχύος αυτών των δασμών. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

5.      Ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς διάκριση στις εισαγωγές ενός προϊόντος από κάθε πηγή ως προς τις οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός περί επιβολής του δασμού καθορίζει τον δασμό που αντιστοιχεί σε κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, και γενικά όπου εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α), την οικεία προμηθεύτρια χώρα.

Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α), ωστόσο, ορίζεται ο ατομικός δασμός για τους εξαγωγείς που μπορούν να αποδείξουν, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς, ότι:

α)      σε περίπτωση εταιριών που ελέγχονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από αλλοδαπούς ή από κοινές επιχειρήσεις, οι εξαγωγείς είναι ελεύθεροι να επαναπατρίζουν κεφάλαια και κέρδη·

β)      οι τιμές εξαγωγής και οι ποσότητες των εξαγόμενων προϊόντων, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις πώλησης καθορίζονται ελεύθερα·

γ)      η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει σε ιδιώτες. Οι κρατικοί υπάλληλοι που έχουν καθήκοντα στο διοικητικό συμβούλιο ή κατέχουν βασικές διευθυντικές θέσεις πρέπει να αποτελούν μειονότητα, ή διαφορετικά πρέπει να αποδειχθεί ότι η εταιρία είναι παρόλα αυτά επαρκώς ανεξάρτητη από κρατική παρέμβαση·

δ)      οι πράξεις μετατροπής του συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε τιμές της αγοράς, και

ε)      η κρατική παρέμβαση δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει την καταστρατήγηση των μέτρων σε περίπτωση που καθορισθούν διαφορετικοί δασμολογικοί συντελεστές για τους μεμονωμένους εξαγωγείς.

6.      Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τις επιχειρήσεις που επελέγησαν για τη δειγματοληψία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε περιθώρια είτε είναι μηδενικά, είτε ασήμαντα, είτε έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 18. Μεμονωμένοι δασμοί επιβάλλονται για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17.»

18      Το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τις δειγματοληψίες, έχει ως εξής:

«1.      Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

[...]

3.      Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

4.      Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και υπάρχει κάποιος βαθμός άρνησης συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων ενδιαφερομένων μερών, ο οποίος είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος. Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται σημαντικός βαθμός άρνησης συνεργασίας ή δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 18.»

19      Ο κανονισμός (ΕΚ) 1515/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για τα μέτρα που μπορεί να λάβει η Κοινότητα μετά από έκθεση που εγκρίνει το Όργανο Επίλυσης Διαφορών του ΠΟΕ σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων (ΕΕ L 201, σ. 10), προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι «[ό]ταν το [Όργανο Επίλυσης Διαφορών] εγκρίνει έκθεση σχετικά με κοινοτικό μέτρο που έχει ληφθεί δυνάμει του κανονισμού [...] 384/96 [ο οποίος απετέλεσε τον βασικό κανονισμό] του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 ή του παρόντος κανονισμού [...], το Συμβούλιο μπορεί [...] να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο: α) κατάργηση ή τροποποίηση του αμφισβητούμενου μέτρου, ή β) θέσπιση άλλων ειδικών μέτρων που κρίνονται κατάλληλα για τις περιστάσεις».

20      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, «εάν το κρίνει σκόπιμο, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να λάβει οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι νομικές ερμηνείες που διατυπώνονται σε έκθεση που έχει εγκριθεί από το [Όργανο Επίλυσης Διαφορών] όσον αφορά ένα μη αμφισβητούμενο μέτρο». Κατά την παράγραφο 3 της εν λόγω διατάξεως, «στο μέτρο που κρίνεται σκόπιμο να διενεργηθεί επανεξέταση, πριν από ή κατά τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η έναρξη της επανεξέτασης γίνεται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή».

 Ιστορικό της διαφοράς

21      Η προσφεύγουσα Since Hardware (Guangzhou) Co., Ltd., είναι εταιρία με έδρα το Canton (Κίνα), η οποία παράγει και εξάγει σανίδες σιδερώματος.

22      Στις 23 Απριλίου 2007 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 452/2007 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (ΕΕ L 109, σ. 12). Με τον εν λόγω κανονισμό το Συμβούλιο επέβαλε οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ σε όλους τους παραγωγούς σανίδων σιδερώματος καταγωγής, μεταξύ άλλων, Κίνας, με εξαίρεση την προσφεύγουσα που υπέκειτο σε μηδενικό δασμό (αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

23      Στις 20 Αυγούστου 2009 τρεις παραγωγοί της Ένωσης, ήτοι η Columbo New Scal SpA, η Pirolla SpA και η Vale Mill (Rochdale) Ltd, που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής παραγωγής των σανίδων σιδερώματος της Ένωσης, υπέβαλαν καταγγελία για την κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

24      Στις 2 Οκτωβρίου 2009 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 384/96 (νυν άρθρο 5 του βασικού κανονισμού), σχετικά με τις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Κίνας, περιοριζόμενη σε έναν κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα, ήτοι την προσφεύγουσα, καθώς επίσης κίνησε διαδικασία επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1515/2001, των μέτρων αντιντάμπινγκ, σχετικά με τις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Κίνας, που είχαν θεσπιστεί με τον κανονισμό 452/2007 (ΕΕ C 237, σ. 5) (αιτιολογική σκέψη 3 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

25      Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας η Επιτροπή, αφενός, επισήμανε ότι, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία είχε υποβληθεί από την κοινοτική βιομηχανία ή εξ ονόματός της και ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την έναρξη διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 384/96 (σημείο 5 της ανακοινώσεως για την έναρξη της διαδικασίας).

26      Αφετέρου, η Επιτροπή, αναφερόμενη στο γεγονός ότι με τον κανονισμό 452/2007 είχε επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος τις οποίες αυτός αφορούσε και ότι στην προσφεύγουσα είχε επιβληθεί δασμός 0 % (σημείο 10 της ανακοινώσεως για την έναρξη της διαδικασίας), υπογράμμισε ότι, υπό το πρίσμα της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, της 29ης Νοεμβρίου 2005, με τίτλο «Μεξικό – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βόειο κρέας και το ρύζι» (AB-2005-6) (WT/DS295/AB/R) (στο εξής: έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ), δεν έπρεπε να συνεχιστεί η εφαρμογή των επιβληθέντων στην προσφεύγουσα με τον κανονισμό 452/2007 μέτρων.

27      Κατόπιν τούτου η Επιτροπή αποφάσισε την επανεξέταση του κανονισμού 452/2007, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1515/2001, προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις βάσει της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (σημείο 10 της ανακοινώσεως για την έναρξη της διαδικασίας).

28      Στις 26 Οκτωβρίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του κανονισμού 384/96 [νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού], προκειμένου να αναγνωριστεί υπέρ της ιδίας το καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) (αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

29      Στις 19 Νοεμβρίου 2009 η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις απαντήσεις της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ. Στις 23 Νοεμβρίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας.

30      Στις 25 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα έγγραφο παρατηρήσεων σχετικά με την αίτησή της αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ζητώντας την παροχή πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων. Η προσφεύγουσα απάντησε στο εν λόγω έγγραφο στις 7 Δεκεμβρίου 2009.

31      Στις 18 Δεκεμβρίου 2009 οι παραγωγοί της Ένωσης που αναφέρονται στη σκέψη 23 ανωτέρω διαβίβασαν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ. Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 η Επιτροπή ζήτησε από τους εν λόγω παραγωγούς συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες αυτοί κοινοποίησαν στην Επιτροπή με έγγραφα της 19ης και της 24ης Φεβρουαρίου 2010.

32      Από τις 4 έως τις 10 Φεβρουαρίου 2010 η Επιτροπή πραγματοποίησε ελέγχους στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, οι οποίοι αφορούσαν τις πληροφορίες που η προσφεύγουσα τής κοινοποίησε στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ και της απαντήσεώς της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ.

33      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2010 η προσφεύγουσα κοινοποίησε στην Επιτροπή στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές ενός συνόλου προϊόντων χάλυβα στην Κίνα και επισήμανε ότι αυτές ήταν παρόμοιες με τις διεθνείς τιμές. Εξέθεσε επίσης τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω τιμές δεν ήταν πρόσφορες για την εκτίμηση του κατά πόσον έπρεπε να της αναγνωριστεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

34      Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2010 η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι θεωρούσε ότι αυτή δεν πληρούσε το κριτήριο που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και ότι, επομένως, σκόπευε να απορρίψει την αίτησή της περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

35      Η προσφεύγουσα υπέβαλε συναφώς τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2010. Με το εν λόγω έγγραφο, η προσφεύγουσα, αφού επισήμανε ότι η Επιτροπή ενήργησε ultra vires κατά το μέτρο που κίνησε διαδικασία κατά μίας και μόνον εταιρίας, προέβαλε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, καθώς και μη τήρηση του πρώτου και του δεύτερου κριτηρίου που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

36      Η ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων πραγματοποιήθηκε στις 29 Απριλίου 2010.

37      Με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2010 η Επιτροπή απάντησε στα κύρια επιχειρήματα που η προσφεύγουσα είχε προβάλει με το έγγραφο της 13ης Απριλίου 2010 και επιβεβαίωσε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την αίτηση αναγνωρίσεως στην προσφεύγουσα της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, τις οποίες είχε διατυπώσει με το έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2010.

38      Βάσει των στοιχείων που συζητήθηκαν κατά την ακρόαση της 29ης Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα, με έγγραφο της 31ης Μαΐου 2010, υπέβαλε πρόσθετες παρατηρήσεις σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, καθώς και σχετικά με την εκτίμηση από την Επιτροπή της αιτήσεώς της περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ. Η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2010. Η προσφεύγουσα υπέβαλε συναφώς πρόσθετες παρατηρήσεις στην Επιτροπή στις 30 Αυγούστου 2010.

39      Με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα ένα τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο, συνοδευόμενο από έγγραφα αναφερόμενα λεπτομερώς στη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, καθώς και ένα ειδικό πληροφοριακό έγγραφο με το οποίο απαντούσε στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας έρευνας. Η προσφεύγουσα απάντησε σε αυτό με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2010.

40      Στις 11 Οκτωβρίου 2010 πραγματοποιήθηκε νέα ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων, τα πρακτικά της οποίας διαβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα στις 27 Οκτωβρίου 2010.

41      Στις 20 Δεκεμβρίου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) 1241/2010, για την τροποποίηση του κανονισμού 452/2007 (ΕΕ L 338, σ. 8). Με τον εν λόγω κανονισμό, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να εξαιρεθεί από το οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί με τον κανονισμό 452/2007.

42      Στις 20 Δεκεμβρίου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1243/2010, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που κατασκευάζονται από τη Since Hardware (Guangzhou) Co., Ltd. (ΕΕ L 338, σ. 22) (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Προσβαλλόμενος κανονισμός

43      Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο, πρώτον, υπενθύμισε τα μέτρα που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 452/2007, καθώς και τις περιστάσεις υπό τις οποίες κινήθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ στην υπό κρίση υπόθεση.

44      Στο πλαίσιο αυτό το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, κίνησε νέα έρευνα αντιντάμπινγκ κατά της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού και όχι ενδιάμεση επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι από την έκθεση αυτή προκύπτει (παράγραφοι 305 και 306) ότι παραγωγός-εξαγωγέας ο οποίος δεν διαπιστώθηκε ότι ασκεί πρακτική ντάμπινγκ κατά την αρχική έρευνα πρέπει να εξαιρεθεί από το πεδίο του οριστικού μέτρου που επιβάλλεται ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας έρευνας και δεν μπορεί να υποβληθεί σε διοικητική επανεξέταση ούτε σε επανεξέταση κατόπιν μεταβολής συνθηκών (αιτιολογική σκέψη 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

45      Το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ στρέφονται κανονικά κατά των εισαγωγών από μια χώρα και όχι από μεμονωμένες επιχειρήσεις. Ωστόσο, η υπό κρίση περίπτωση είναι η εξαίρεση του παραπάνω κανόνα λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, των συμπερασμάτων που περιλαμβάνονται στα σημεία 216 έως 218 και 305 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, δεύτερον, ότι καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν αποκλείει την έναρξη νέας έρευνας αντιντάμπινγκ κατά μίας και μόνον επιχειρήσεως σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, και, τρίτον ότι οι διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του διεθνούς δικαίου, ιδίως όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία που συνάπτεται από την Ένωση (αιτιολογικές σκέψεις 7, 8 και 87 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

46      Δεύτερον, όσον αφορά τη διαπίστωση ντάμπινγκ και ειδικότερα την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, το Συμβούλιο επισήμανε ότι βάσει της έρευνας διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα, η οποία είχε υποβάλει αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, δηλαδή ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις λαμβάνονται ως απάντηση στα σήματα της αγοράς, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, και το κόστος απεικονίζει τις αξίες της αγοράς, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει ότι είχε αρχίσει να αγοράζει τις κύριες πρώτες ύλες της στην εγχώρια κινεζική αγορά. Πάντως, το κράτος συνέχισε να ασκεί σημαντική επιρροή στην εγχώρια αγορά χάλυβα και, επομένως, οι τιμές χάλυβα στην Κίνα γι’ αυτές τις συγκεκριμένες πρώτες ύλες δεν ακολουθούσαν ελεύθερα τις τάσεις της παγκόσμιας αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 33 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η επιχείρηση δεν θα μπορούσε να καταδείξει ότι διαθέτει ξεκάθαρη δέσμη βασικών λογιστικών στοιχείων που ελέγχονται ανεξάρτητα σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα λογιστικής («IAS») και εφαρμόζονται για κάθε σκοπό, δεδομένου ότι οι λογαριασμοί, και ειδικότερα η κύρια έκθεση επαλήθευσης ?του κεφαλαίου?, αποσιώπησαν μια σημαντική συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας (αιτιολογική σκέψη 34 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

47      Τρίτον, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο υπογράμμισε, καταρχάς, τις ιδιαιτερότητες της οικείας έρευνας, λόγω ιδίως του ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονταν σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα και την Ουκρανία (με εξαίρεση τις εισαγωγές της προσφεύγουσας). Δεδομένου ότι ο αντίστοιχος κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν ήδη προστατευμένος από τα επιβλαβή αποτελέσματα αυτών των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, ήταν αδύνατο να διενεργηθεί κανονική πλήρης ανάλυση της ζημίας. Επομένως, κατά το Συμβούλιο, αναπτύχθηκε συγκεκριμένη προσέγγιση, προσαρμοσμένη στις ιδιομορφίες αυτής της έρευνας, στην οποία τα όργανα και οι οργανισμοί επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένους δείκτες ζημίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξέτασε, πρώτον, την εξέλιξη των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος κατασκευής της προσφεύγουσας που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεύτερον, αν οι εισαγωγές αυτές έγιναν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του αντίστοιχου κλάδου της Ένωσης και ποια ήταν η αποδοτικότητα των τιμών του κλάδου αυτού και, τρίτον, τυχόν πληροφορίες που παρέσχε ο αντίστοιχος κλάδος παραγωγής της Ένωσης και οι οποίες δείχνουν ότι οι εξαγωγές της προσφεύγουσας στην Ένωση του είχαν προκαλέσει ζημία, για παράδειγμα σε σχέση με πελάτες και παραγγελίες που έχασε ο αντίστοιχος κλάδος της Ένωσης και κέρδισε η προσφεύγουσα και με την αποδοτικότητα των πωλήσεων της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας (αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

48      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος που κατασκευάζονται από την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο διαπίστωσε, πρώτον, ότι οι εισαγωγές αυτές είχαν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 66 του προσβαλλόμενου κανονισμού), δεύτερον, ότι κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου οι εξαγωγές της προσφεύγουσας προς την Ένωση είχαν αυξηθεί σημαντικά κατά 64 % (αιτιολογική σκέψη 67 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τρίτον, ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος κατασκευής της προσφεύγουσας είχε αυξηθεί σημαντικά (αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τέταρτον, ότι ο σχετικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης είχε χάσει πολυάριθμες παραγγελίες πελατών από την προσφεύγουσα τα τελευταία χρόνια (αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού), πέμπτον, ότι το μέσο περιθώριο πώλησης σε τιμές χαμηλότερες από τις ενωσιακές που διαπιστώθηκε για την προσφεύγουσα, εκφραζόμενο ως ποσοστό της τιμής του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής της Ένωσης, είναι 16,1 % (αιτιολογικές σκέψεις 73 και 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού), και, έκτον, ότι οι τιμές του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής της Ένωσης ήταν γενικά ζημιογόνες κατά την περίοδο αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 75 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

49      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 2011 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

50      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση με ταχεία διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας. Προς τούτο, η προσφεύγουσα συνήψε στην αίτησή της συνοπτικό κείμενο της προσφυγής. Με τηλεομοιοτυπία της 4ης Απριλίου 2011, το Συμβούλιο ζήτησε την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος. Με απόφαση της 19ης Απριλίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) απέρριψε το αίτημα αυτό.

51      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2011 η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση διαφορά υπέρ του Συμβουλίου. Οι κύριοι διάδικοι δεν αντέκρουσαν το αίτημα αυτό.

52      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου 2011 η Vale Mill (Rochdale) και η Colombo New Scal ζήτησαν επίσης να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Οι κύριοι διάδικοι δεν αντέκρουσαν το αίτημα αυτό.

53      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης έναντι της Vale Mill (Rochdale) και της Colombo New Scal ορισμένων στοιχείων του δικογράφου της προσφυγής. Οι τελευταίες δεν αντιτάχθηκαν στο εν λόγω αίτημα.

54      Με διατάξεις της 30ής Αυγούστου 2011 ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως.

55      Στις 5 Οκτωβρίου 2011 η Vale Mill (Rochdale) και η Colombo New Scal κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως. Στις 11 Οκτωβρίου 2011 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως.

56      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

57      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

58      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

59      Η Vale Mill (Rochdale) και η Colombo New Scal ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία αυτές υποβλήθηκαν.

60      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Μαΐου 2012.

 Σκεπτικό

61      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 9, του άρθρου 9, παράγραφοι 3 έως 6, και του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, υπό την έννοια ότι η κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αφορά ειδικώς μια εταιρία, αλλά πρέπει να αφορά μία ή πλείονες χώρες και το σύνολο των εγκατεστημένων στη χώρα αυτή παραγωγών. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι η βιομηχανία της Ένωσης υπέστη ζημία κατά την περίοδο της έρευνας. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που, αφενός, η απόφαση περί αρνήσεως αναγνωρίσεως στην προσφεύγουσα της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ελήφθη με βάση τα όσα η Επιτροπή γνώριζε σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, και, αφετέρου, το βάρος αποδείξεως που η Επιτροπή επέβαλε συναφώς στην προσφεύγουσα ήταν υπερβολικό. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 9, του άρθρου 9, παράγραφοι 3 έως 6, και του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, υπό την έννοια ότι η κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αφορά ειδικώς μια εταιρία, αλλά πρέπει να αφορά μία ή πλείονες χώρες και το σύνολο των εγκατεστημένων στη χώρα αυτή παραγωγών

62      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού νοούμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού και ερμηνευόμενου κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ. Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενου κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ. Το τρίτο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

 Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού νοούμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού και ερμηνευόμενου κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ

63      Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η προσφεύγουσα, αφενός, υποστηρίζει ότι η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 7, 8 και 87 του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω) στηρίζεται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι καμία διάταξη του βασικού κανονισμού ή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν αποκλείει την κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά μίας και μόνον εταιρίας. Κατά την προσφεύγουσα, από την οικονομία του βασικού κανονισμού και της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκύπτει σαφώς ότι μια διαδικασία αντιντάμπινγκ αφορά μία ή πλείονες χώρες καθώς και το σύνολο των παραγωγών της χώρας ή των χωρών περί των οποίων πρόκειται. Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, για τη συμμόρφωση προς την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, η οποία απαγορεύει στα μέλη του ΠΟΕ να υποβάλλουν σε επανεξέταση τις εταιρίες των οποίων το περιθώριο ντάμπινγκ, κατά την αρχική έρευνα, ήταν ελάχιστο, αρκούσε τα όργανα και οι οργανισμοί να την αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 452/2007 και να μην την υποβάλουν σε επανεξέταση.

64      Το Συμβούλιο, με την αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού και με τα δικόγραφά του, αναγνώρισε ότι η υπό κρίση περίπτωση συνιστούσε εξαίρεση από τις έρευνες τις οποίες συνήθως διενεργούν τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης. Εντούτοις, ο βασικός κανονισμός δεν περιέχει καμία διάταξη η οποία να εμποδίζει τα όργανα και τους οργανισμούς, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση περιπτώσεως, να κινήσουν έρευνα κατά ενός και μόνον παραγωγού.

65      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ αφορούν καταρχήν όλες τις εισαγωγές ορισμένης κατηγορίας προϊόντων από τρίτη χώρα και όχι τις εισαγωγές των προϊόντων ορισμένων επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C‑216/91, Rima Eletrometalurgia κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑6303, σκέψη 17).

66      Εντούτοις, πρέπει, πρώτον, να διευκρινιστεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού καθώς και οι παράγραφοι 1, 2, στοιχεία β΄ και γ΄, και 7 της εν λόγω διατάξεως τις οποίες επίσης επικαλείται η προσφεύγουσα, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού και σύμφωνα με τη γενική οικονομία του εν λόγω κανονισμού, με το άρθρο VI.1 της ΓΔΣΕ καθώς και με το άρθρο 1, το άρθρο 5.2, στοιχείο ii΄, και τα άρθρα 6.1.3, 6.7, 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεν επιτρέπουν σε καμία περίπτωση την κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά ενός και μόνον παραγωγού, ονομαστικώς αναφερομένου, κατ’ αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου, και επομένως το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού δεν μπορούσε, εν προκειμένω, να χρησιμεύσει ως νομική βάση για την έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση.

67      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 1995, C‑83/94, Leifer κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑3231, σκέψη 22, και της 30ής Ιουλίου 1996, C‑84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. I‑3953, σκέψη 11· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑45/06, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2399, σκέψη 101, και της 19ης Ιουνίου 2009, T‑369/05, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 50).

68      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από το γράμμα των διατάξεων που αυτή επικαλείται δεν συνάγεται ότι η κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά ενός και μόνον παραγωγού δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατή.

69      Από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι συνέπειες των τυχόν καταγγελλόμενων πρακτικών ντάμπινγκ προϋποθέτει, καταρχήν, γραπτή καταγγελία εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και κάθε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί επ’ ονόματι του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κάθε καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Κατά την παράγραφο 9 της ίδιας διατάξεως, η απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας λαμβάνεται μετά από διαβουλεύσεις, μόνον εφόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

70      Επομένως, από το γράμμα των κρίσιμων διατάξεων του άρθρου 5 προκύπτει ότι αυτές θέτουν τις προϋποθέσεις που διέπουν την υποβολή καταγγελίας επ’ ονόματι του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής της Ένωσης και τα αποδεικτικά στοιχεία που η καταγγελία αυτή πρέπει να περιλαμβάνει όσον αφορά την ύπαρξη ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Κατά συνέπεια από τις εν λόγω διατάξεις δεν μπορεί να συναχθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά ενός και μόνον παραγωγού δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατή, ιδίως υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, οσάκις δηλαδή προβάλλεται ότι ένας παραγωγός, για τον οποίο η μη εφαρμογή πρακτικής ντάμπινγκ αποδείχθηκε στο πλαίσιο προγενέστερης διαδικασίας κατά την οποία επιβλήθηκαν δασμοί αντιντάμπινγκ που εξακολουθούν να ισχύουν, εφαρμόζει πρακτική ντάμπινγκ η οποία προξενεί ζημία στον αντίστοιχο κλάδο παραγωγής της Ένωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού, το οποίο ρητώς επικαλείται η προσφεύγουσα, στερείται λυσιτέλειας, δεδομένου ότι αναφέρει τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει η επ’ ονόματι του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής της Ένωσης υποβαλλόμενη καταγγελία και, μεταξύ αυτών, το όνομα της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής. Από τη δικογραφία, ωστόσο, προκύπτει ότι η καταγγελία που οδήγησε στην κίνηση διαδικασίας εν προκειμένω ανέφερε το όνομα της εν λόγω χώρας.

71      Συναφώς υπογραμμίζεται, εξάλλου, ότι μολονότι η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού και, ειδικότερα, της παραγράφου του 9, εντούτοις, με τα δικόγραφά της δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει ότι οι κατά την οικεία διάταξη προϋποθέσεις για την έναρξη της διαδικασίας δεν πληρούνταν. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα θεσμικά όργανα εγκύρως επελήφθησαν καταγγελίας των παραγωγών της Ένωσης περιλαμβάνουσας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών και της υποτιθέμενης ζημίας.

72      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού το οποίο επιβάλλει στην Επιτροπή να εξακριβώνει ποιες είναι οι εισαγωγές από τη χώρα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και να καταλήγει ότι οι εισαγωγές αυτές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από 1 % της κατανάλωσης στην Ένωση, δεν μπορεί ομοίως να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι «δεν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά 3 % ή και περισσότερο της κοινοτικής κατανάλωσης». Αφενός, η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει οποιονδήποτε περιορισμό όσον αφορά τον αριθμό παραγωγών τους οποίους μπορεί να αφορά διαδικασία που κινείται από την Επιτροπή. Αφετέρου, επιβάλλεται εν πάση περιπτώσει η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος, που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από 1 % της κατανάλωσης στην Ένωση.

73      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, επιτρέπει τη διενέργεια δειγματοληψίας μόνο στις περιπτώσεις που ο αριθμός παραγωγών είναι μεγάλος και ότι, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το σύνολο των παραγωγών της οικείας χώρας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνεργάζεται με την Επιτροπή και να του αναγνωρίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει ομοίως οποιαδήποτε αναφορά στην κίνηση από την Επιτροπή διαδικασίας κατά ενός και μόνον παραγωγού. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν όφειλε εν προκειμένω να διενεργήσει οποιαδήποτε δειγματοληψία όσον αφορά τους οικείους παραγωγούς–εξαγωγείς, δεδομένου ότι η διαδικασία είχε κινηθεί μόνον κατά των εισαγωγών της προσφεύγουσας.

74      Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι από το άρθρο VI.1 της ΓΔΣΕ ή από το άρθρο 1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι η έναρξη διαδικασίας κατά ενός και μόνον παραγωγού δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατή. Το άρθρο VI.1 της ΓΔΣΕ δεν αφορά την έναρξη των διαδικασιών ούτε τον αριθμό των παραγωγών τους οποίους θα μπορούσαν να αφορούν τέτοιες διαδικασίες. Επιπλέον, το άρθρο 5.2, στοιχείο ii΄, και τα άρθρα 6.1.3, 6.7, 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν περιέχουν περιορισμό όσον αφορά τον αριθμό παραγωγών κατά των οποίων μπορεί να κινηθεί διαδικασία.

75      Από την ανωτέρω ανάπτυξη συνάγεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από το γράμμα των διατάξεων του βασικού κανονισμού και της συμφωνίας αντιντάμπινγκ που αυτή επικαλείται ή από το άρθρο IV.1 της ΓΔΣΕ δεν προκύπτει ότι η κίνηση διαδικασίας κατά ενός και μόνον παραγωγού δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατή.

76      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και τον σκοπό του, επισημαίνεται ότι η εν λόγω διάταξη περιλαμβάνεται στη βασική ρύθμιση για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ένωσης και ειδικότερα στο άρθρο του 5, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η κίνηση διαδικασίας για την άμυνα της Ένωσης κατά εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και οι οποίες τής προξενούν ζημία. Η διάταξη αυτή σκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να υποχρεώσει την Επιτροπή, σε περίπτωση κατά την οποία, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται προφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία δικαιολογούντα την κίνηση διαδικασίας, να κινήσει τη σχετική διαδικασία εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας και να δημοσιεύσει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

77      Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού δεν έχει την έννοια ότι απαγορεύει στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, σε περίπτωση που αυτά έχουν εγκύρως επιληφθεί καταγγελίας περιλαμβάνουσας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας, να κινήσουν διαδικασία κατά ενός και μόνον παραγωγού, οσάκις, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, διαπιστώθηκε, στο πλαίσιο προηγούμενης έρευνας, ότι ο εν λόγω παραγωγός διέθετε μηδενικό ή ελάχιστο περιθώριο ντάμπινγκ και ότι μέτρα αντιντάμπινγκ ισχύουν κατά του συνόλου των λοιπών παραγωγών του ίδιου προϊόντος περί του οποίου πρόκειται.

78      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ απαγορεύει στα κράτη μέλη του ΠΟΕ να υποβάλουν σε επανεξέταση τις εταιρίες των οποίων το περιθώριο ντάμπινγκ ήταν, κατά την αρχική έρευνα, ελάχιστο, πράγμα που συμβαίνει στην περίπτωσή της. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης όφειλαν να περιοριστούν στην εξαίρεσή της από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 452/2007 και να μην την υποβάλουν σε επανεξέταση. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι μια εταιρία η οποία δεν είχε εφαρμόσει πρακτικές ντάμπινγκ πριν την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν είναι πιθανό να εφαρμόσει τέτοιες πρακτικές στην περίπτωση που είναι η μόνη η οποία απαλλάσσεται από την επιβολή σχετικών δασμών.

79      Συναφώς επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν υποβλήθηκε τυπικώς σε επανεξέταση.

80      Όπως υπενθυμίζει το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στις παραγράφους 216 έως 218 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ διευκρινίζεται ότι το άρθρο 5.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ υποχρεώνει την αρμόδια για την έρευνα αρχή να περατώσει την έρευνα σε σχέση με κάποιον εξαγωγέα για τον οποίο διαπιστώθηκε, στη διάρκεια αρχικής έρευνας, ότι δεν είχε περιθώριο ντάμπινγκ πάνω από το ελάχιστο επίπεδο και, στην παράγραφο 305 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, ότι ο εξαγωγέας αυτός πρέπει, επομένως, να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ και δεν μπορεί να υποβληθεί σε διοικητική επανεξέταση ή επανεξέταση λόγω μεταβληθεισών συνθηκών.

81      Στην παράγραφο 305 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ διευκρινίζεται συναφώς ότι «η αρμόδια για την έρευνα αρχή δεν επέβαλε προφανώς δασμούς ‑συμπεριλαμβανομένων δασμών μηδέν τοις εκατό– στους εξαγωγείς που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ» και ότι «συμφωνούσε, επομένως, με την άποψη της ειδικής ομάδας κατά την οποία η “λογική συνέπεια” της προσεγγίσεως αυτής είναι ότι οι εν λόγω εξαγωγείς δεν μπορούν να υποβληθούν σε διοικητική επανεξέταση ή επανεξέταση λόγω μεταβληθεισών συνθηκών, διότι οι επανεξετάσεις αυτές αφορούν, αντιστοίχως, τον “καταβληθέντα δασμό” και την “ανάγκη διατηρήσεως του δασμού” [·] αν η αρμόδια για την έρευνα αρχή όφειλε να προβεί σε επανεξέταση όσον αφορά τους εξαγωγείς οι οποίο εξαιρέθηκαν από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων αντιντάμπινγκ λόγω του ελάχιστου περιθωρίου τους, οι εξαγωγείς αυτοί θα υπόκειντο στην πράξη στα μέτρα αντιντάμπινγκ, κατά παράβαση του άρθρου 5.8».

82      Κατά συνέπεια, οι οικείοι παραγωγοί, στο μέτρο που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων αντιντάμπινγκ και οι εξαγωγές τους απαλλάσσονται από δασμούς, δεν μπορούν να υποβληθούν σε κάποιας μορφής επανεξέταση, δεδομένου ότι αυτή αφορά καταβληθέντες δασμούς ή την ανάγκη διατηρήσεως δασμών και, επομένως, δεν μπορεί να καταλάβει τους παραγωγούς των οποίων το περιθώριο είναι ελάχιστο.

83      Η ανωτέρω ανάπτυξη, η οποία διευκρινίζει αποκλειστικά και μόνο τους λόγους για τους οποίους το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ αποκλείει τη δυνατότητα επανεξετάσεως, δεν σημαίνει ότι τα συμπεράσματα της εκθέσεως του εν λόγω οργάνου εμποδίζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να κινήσουν νέα διαδικασία κατά εταιρίας, στην περίπτωση που αυτά εγκύρως επιληφθούν καταγγελίας περιλαμβάνουσας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας.

84      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα ότι η έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ επέβαλε στα θεσμικά όργανα να περιοριστούν στην εξαίρεσή της από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 452/2007. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με την επιβολή στα θεσμικά όργανα της υποχρεώσεως αποχής από τη διενέργεια έρευνας αναφορικά με ισχυρισμούς περί ντάμπινγκ που προκαλεί ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης, για τον λόγο και μόνον ότι, στο πλαίσιο προγενέστερης έρευνας, διαπιστώθηκε ότι ο οικείος παραγωγός-εξαγωγέας δεν διέθετε περιθώριο ντάμπινγκ πάνω από το ελάχιστο επίπεδο, και τούτο παρά το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν εγκύρως επιληφθεί καταγγελίας κατ’ αυτού. Όπως, όμως, ορθώς επισήμανε το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. επίσης σκέψη 45 ανωτέρω), δεδομένου ότι η συμφωνία αντιντάμπινγκ επιτρέπει μεν στα μέλη του ΠΟΕ να επιβάλλουν δασμούς για να αντισταθμίσουν το ζημιογόνο ντάμπινγκ, πλην όμως δεν τους επιτρέπει, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε με την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, να υποβάλλουν σε επανεξέταση επιχειρήσεις για τις οποίες, στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι δεν ασκούν ντάμπινγκ, ο βασικός κανονισμός πρέπει, επομένως, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να κινήσουν έρευνα βάσει του άρθρου του 5 σε περίπτωση όπως η υπό κρίση.

85      Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι εταιρία η οποία δεν είχε εφαρμόσει πρακτική ντάμπινγκ πριν την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν είναι πιθανό να εφαρμόσει πρακτική ντάμπινγκ οσάκις είναι η μόνη η οποία εξαιρείται των δασμών δεν μπορεί ομοίως να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι στηρίζεται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι εταιρία η οποία είχε επωφεληθεί de minimis δασμών σε καμία περίπτωση δεν θα ασκούσε πρακτική ντάμπινγκ μετά τον καθορισμό μηδενικού δασμού ως προς αυτή.

86      Το επιχείρημα αυτό αντικρούεται κατά τα λοιπά από το γεγονός, εν προκειμένω, ότι μολονότι στο πλαίσιο της έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 452/2007 (στο εξής: πρώτη έρευνα) τα θεσμικά όργανα δεν είχαν διαπιστώσει την άσκηση ντάμπινγκ εκ μέρους της προσφεύγουσας, εντούτοις, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας διαπιστώθηκε ότι οι εξαγωγές της προσφεύγουσας αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, χωρίς πάντως η ύπαρξη του ντάμπινγκ αυτού να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

87      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού ερμηνευόμενου κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ

88      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενο κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ, δεν επιτρέπει την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών μίας και μόνης εταιρίας, αλλά απαιτεί την επιβολή δασμών επί των εισαγωγών όλων των εταιριών που βρίσκονται στο έδαφος μιας ή περισσοτέρων χωρών.

89      Ερωτηθείσα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως προς το περιεχόμενο του σκέλους αυτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διευκρίνισε, αναφορικά με τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ότι προέβαλε παράβαση μόνον της δεύτερης περιόδου του πρώτου εδαφίου της εν λόγω διατάξεως.

90      Καταρχάς υπογραμμίζεται ότι, με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να αναφέρει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, καθόσον επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος κατασκευής της και όχι ξεχωριστό δασμό κατά εκάστου των κινέζων παραγωγών σανίδων σιδερώματος ή υπολειπόμενο δασμό κατά ορισμένων εξ αυτών, αντέβαινε στο άρθρο 9, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού.

91      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα και υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 67 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις διατάξεις που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών των προϊόντων μίας και μόνον εταιρίας.

92      Καταρχάς, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που ορίζει ότι δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση, δεν θεσπίζει καμία προϋπόθεση όσον αφορά τον αριθμό των εταιριών ως προς τις οποίες πρέπει να πραγματοποιηθεί τέτοια διαπίστωση και να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ.

93      Εν συνεχεία, όσον αφορά την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού και η οποία σκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλεται ο δασμός προσδιορίζει το ύψος του δασμού που επιβάλλεται για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο όρος «κάθε προμηθευτής» έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε κάθε προμηθευτή τον οποίον αφορά η διαδικασία αντιντάμπινγκ. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν απαιτεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι δασμοί να επιβάλλονται στο σύνολο των προμηθευτών της οικείας τρίτης χώρας. Συναφώς επισημαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο ρητώς αναφέρει ότι «οι αρχές κατονομάζουν αυτόν ή αυτούς που προμηθεύουν το συγκεκριμένο προϊόν».

94      Τέλος, το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τις επιχειρήσεις που επελέγησαν για τη δειγματοληψία. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόστηκε εν προκειμένω και, επομένως, είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι η διαδικασία την οποία κίνησε η Επιτροπή αφορούσε μόνον τις εξαγωγές της προσφεύγουσας και ότι κανένας υπολειπόμενος δασμός δεν επιβλήθηκε. Εν πάση περιπτώσει, η ως άνω διάταξη δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ μόνον επί των εισαγωγών προϊόντων παραγομένων από το σύνολο των παραγωγών μιας χώρας.

95      Κατ’ ακολουθία, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού και, επομένως, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

96      Στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, κατά την οποία οι συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Μόνο στην περίπτωση που η Ένωση έχει θελήσει να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή σε περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, απόκειται στο Δικαστήριο της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑93/02 P, Biret International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10497, σκέψεις 52 και 53· της 1ης Μαρτίου 2005, C‑377/02, Van Parys, Συλλογή 2005, σ. I‑1465, σκέψεις 39 και 40· και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψεις 29 και 30).

97      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατά βάση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν μεταφέρει κάποια διάταξη της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στο δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, η έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα και δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή από την Επιτροπή, ως μη συμβατού με την οικεία έκθεση, του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ούτε την άρνηση επανεξετάσεως μηδενικού δασμού σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, στην περίπτωση που έχει υποβληθεί συναφώς παραδεκτή καταγγελία από τη βιομηχανία της Ένωσης.

98      Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν έλαβαν υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι «το άμεσο αποτέλεσμα των διεθνών συμβάσεων στις οποίες η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος δεν επιτρέπει τη μη εφαρμογή διατάξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, στην περίπτωση που η ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις της συμβάσεως είναι αδύνατη».

99      Επικουρικώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν συνιστά εκπλήρωση συγκεκριμένης υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο του ΠΟΕ ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένη διάταξη των συμφωνιών ΠΟΕ και, επομένως, δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα στο δίκαιο της Ένωσης.

100    Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 96 ανωτέρω, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι είχε παραθέσει τη νομολογία αυτή προκειμένου να στηρίξει το επιχείρημά της ότι το Δικαστήριο της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει αν μια ερμηνεία του βασικού κανονισμού στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα είναι σύμφωνη προς τις υποχρεώσεις της Ένωσης κατά το δίκαιο του ΠΟΕ.

101    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, στηρίχθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, κατά την οποία η υπεροχή των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Κοινότητα επί των διατάξεων της παράγωγης ενωσιακής νομοθεσίας σημαίνει ότι οι εν λόγω διατάξεις πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύονται κατά τρόπο συνάδοντα προς τις συμφωνίες αυτές.

102    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, τα θεσμικά όργανα δεν στηρίχθηκαν σε οποιοδήποτε άμεσο αποτέλεσμα των κανόνων του ΠΟΕ ή της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ για να αποφασίσουν τη μη υποβολή της προσφεύγουσας σε επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Από το σημείο 10 της ανακοινώσεως για την έναρξη της διαδικασίας, από το προοίμιο του κανονισμού 1241/2010 και από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει έτσι ότι τα θεσμικά όργανα προέβησαν στις αναγκαίες, υπό το πρίσμα της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, τροποποιήσεις του κανονισμού 452/2007 στηριζόμενα στον κανονισμό 1515/2001.

103    Υπό το πρίσμα ακριβώς των προεκτεθέντων στις σκέψεις 96 έως 102 ανωτέρω πρέπει να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα προβάλλει στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

–       Επί του κατά κύριο λόγο προβαλλομένου επιχειρήματος ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στα θεσμικά όργανα την επανεξέταση των μηδενικών δασμών των παραγωγών των οποίων το περιθώριο ντάμπινγκ είναι ελάχιστο, η οποία διενεργείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού

104    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού «επιβάλλει» στα θεσμικά όργανα την επανεξέταση των μηδενικών δασμών των παραγωγών των οποίων το περιθώριο ντάμπινγκ είναι ελάχιστο, η οποία διενεργείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

105    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως ρητώς προκύπτει από την ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού, αφού κατέληξε, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι η κατατεθείσα στις 20 Αυγούστου 2009 από τρεις παραγωγούς της Ένωσης καταγγελία είχε υποβληθεί από την κοινοτική βιομηχανία ή επ’ ονόματί της και ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας (σημεία 1 και 5 της ανακοινώσεως για την έναρξη διαδικασίας).

106    Επιπλέον, σύμφωνα ακριβώς με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1515/2001, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε επανεξέταση του κανονισμού 452/2007, υπό το φως της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (σημείο 10 της ανακοινώσεως για την έναρξη διαδικασίας), και το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 1241/2010 με τον οποίο η προσφεύγουσα εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 452/2007.

107    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1515/2001, όταν το όργανο επιλύσεως διαφορών εγκρίνει έκθεση σχετικά με μη αμφισβητούμενο μέτρο, το Συμβούλιο μπορεί, εάν το κρίνει σκόπιμο, να καταργήσει ή τροποποιήσει το αμφισβητούμενο μέτρο ή να θεσπίσει οποιοδήποτε άλλο ειδικό μέτρο κρίνεται κατάλληλο για τις περιστάσεις, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νομικές ερμηνείες που διατυπώνονται στην έκθεση. Επομένως, κατά την αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού, τα όργανα της Ένωσης μπορούν να κρίνουν, ενδεχομένως, σκόπιμη την κατάργηση ή την τροποποίηση των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών, ή να θεσπίσουν άλλα ειδικά μέτρα, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νομικές ερμηνείες που διατυπώνονται σε έκθεση που έχει εγκρίνει το όργανο επιλύσεως διαφορών.

108    Δεύτερον, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του διεθνούς δικαίου, ιδίως όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του βασικού κανονισμού, ο οποίος εκδόθηκε για την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ (βλ. αιτιολογική σκέψη 3 του βασικού κανονισμού).

109    Η υπεροχή των διεθνών συμφωνιών που έχει συνάψει η Κοινότητα έναντι των διατάξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης απαιτεί η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52· της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati, Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20· της 23ης Νοεμβρίου 1999, C‑149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψη 49· της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑76/00 P, Petrotub και Republica, Συλλογή 2003, σ. I‑79, σκέψεις 56 και 57, και του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 138).

110    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού από τα θεσμικά όργανα, ήταν σύμφωνη προς τα συμπεράσματα της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ. Συναφώς, παρατηρείται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει απλώς δυνατότητα, και όχι υποχρέωση, των θεσμικών οργάνων να προβούν σε επανεξέταση στην περίπτωση που έχει διαπιστωθεί ότι ένας εξαγωγέας έχει ελάχιστο περιθώριο ντάμπινγκ.

111    Συγκεκριμένα, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι οι διαδικασίες κατά κάθε επιμέρους εξαγωγέα για τον οποίο διαπιστώθηκε, κατά την έρευνα, ότι έχει ελάχιστο περιθώριο ντάμπινγκ περατούνται αμέσως, «αλλά γίνεται δεκτό ότι η περάτωση αφορά μόνον την έρευνα· κάθε επιμέρους εξαγωγέας δεν παύει να συμπεριλαμβάνεται στο αντικείμενο της όλης διαδικασίας, ενώ ως προς αυτόν είναι δυνατόν να διεξαχθεί και νέα έρευνα στο πλαίσιο τυχόν μεταγενέστερης εξέτασης».

112    Συναφώς από τη χρήση του ρήματος «είναι δυνατόν» προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα, στο πλαίσιο επανεξέτασης, έχουν δυνατότητα, και όχι υποχρέωση, να διεξαγάγουν νέα έρευνα ως προς κάποιον παραγωγό του οποίου το περιθώριο ντάμπινγκ ήταν ελάχιστο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή παρέχει στα θεσμικά όργανα ένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς το αν θα αποφασίσουν, στο πλαίσιο επανεξετάσεως, τη διεξαγωγή νέας έρευνας για κάθε επιμέρους εξαγωγέα του οποίου το περιθώριο ντάμπινγκ είναι κατώτερο του 2 %. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα «σκοπίμως παρέβλεψαν» το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιβάλλει στα όργανα την υποχρέωση να προβούν σε επανεξέταση στην περίπτωση που κάποιος εξαγωγέας θεωρήθηκε ότι έχει ελάχιστο περιθώριο ντάμπινγκ.

113    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ με τη σκέψη 305 της εκθέσεώς του, δηλαδή ότι ο εξαγωγέας για τον οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν είχε περιθώριο ντάμπινγκ πάνω από το ελάχιστο επίπεδο δεν μπορεί να υποβληθεί σε διοικητική επανεξέταση ή επανεξέταση λόγω μεταβληθεισών συνθηκών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα, χωρίς να παραβιάσουν τον βασικό κανονισμό, έκαναν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει η τελευταία περίοδος του άρθρου του 9, παράγραφος 3, να μην υποβάλουν την προσφεύγουσα στη διαδικασία επανεξέτασης που προβλέπει το άρθρο 11 του οικείου κανονισμού και να διενεργήσουν ως προς αυτή νέα έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού.

114    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα είχαν τη δυνατότητα να μην υποβάλουν την προσφεύγουσα σε διαδικασία επανεξέτασης.

115    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσφυγή σε νέα διαδικασία παρά σε επανεξέταση έχει σημαντικές συνέπειες γι’ αυτή, αρκεί η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι συνέπειες αυτές πράγματι υφίστανται, πάντως, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει την έλλειψη νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, οπότε το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

116    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το κατά κύριο λόγο προβαλλόμενο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του επικουρικώς προβαλλόμενου επιχειρήματος το οποίο στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή προέβη de facto σε επανεξέταση του μηδενικού δασμού της προσφεύγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενου σύμφωνα με την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ

117    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη de facto σε επανεξέταση του μηδενικού δασμού της, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενου σύμφωνα με την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ. Με τον τρόπο αυτό, τα όργανα της Ένωσης επιχείρησαν, στην πραγματικότητα, να παρακάμψουν τις συνέπειες της εν λόγω εκθέσεως.

118    Προκειμένου να αποδείξει ότι η Επιτροπή προέβη de facto σε μια τέτοια επανεξέταση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αναφερόμενη στον δεύτερο λόγο που προβάλλει, ότι, μολονότι η Επιτροπή στο σημείο 5.1 της ανακοινώσεως για την έναρξη διαδικασίας ανέφερε ότι βάσει της έρευνας θα καθόριζε αν το οικείο προϊόν καταγωγής Κίνας και παραγωγής της προσφεύγουσας αποτελεί αντικείμενο πρακτικών ντάμπινγκ και αν οι πρακτικές αυτές συμβάλλουν στη ζημία, εντούτοις, η Επιτροπή δεν προέβη σε τέτοια ανάλυση. Συγκεκριμένα, μολονότι η έρευνα κάλυπτε περίοδο εκτεινόμενη από την 1η Ιουλίου 2008 έως την 30ή Ιουνίου 2009, η Επιτροπή δεν ανέλυσε τη ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης στη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά περιορίστηκε να επαναλάβει τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει με την πρώτη έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας είχε διαπιστωθεί ζημία όσον αφορά το έτος 2007, και να εξετάσει αν οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος παραγωγής της προσφεύγουσας είχαν συμβάλει στη ζημία αυτή.

119    Υπενθυμίζεται ότι ο προσδιορισμός της ζημίας μετά την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ότι έχει αποδειχθεί η ύπαρξη «σημαντικής ζημίας που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, [...] κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή [...] αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας», ενώ το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, σχετικά με την ενδιάμεση επανεξέταση, προβλέπει ότι, κατά την επανεξέταση αυτή, «η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί».

120    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο υπογράμμισε τις ιδιομορφίες της παρούσας έρευνας, λόγω των οποίων ήταν αδύνατο, στην υπό κρίση περίπτωση, να διενεργηθεί κανονική πλήρης ανάλυση της ζημίας. Πρώτον, το Συμβούλιο επισήμανε, συναφώς, ότι πλήρης ανάλυση της ζημίας είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας. Δεύτερον, το Συμβούλιο επισήμανε ότι, κατά την έρευνα αυτή, η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι οι εισαγωγές σανίδων σιδερώματος που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής κυρίως Κίνας, εξαιρουμένων μόνον των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος παραγωγής της προσφεύγουσας, είχαν προκαλέσει σημαντική ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης. Τρίτον, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, ίσχυαν δασμοί αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές αυτές (με εξαίρεση τις εισαγωγές της προσφεύγουσας) και ότι, επομένως, η βιομηχανία προστατευόταν από τα επιβλαβή αποτελέσματα των εισαγωγών αυτών. Συνακόλουθα, το Συμβούλιο επισήμανε ότι αναπτύχθηκε συγκεκριμένη προσέγγιση, προσαρμοσμένη στις ιδιομορφίες της οικείας έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας τα όργανα και οι οργανισμοί επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένους δείκτες ζημίας.

121    Οι δείκτες αυτοί ζημίας περιλάμβαναν την κατάσταση των εισαγωγών της προσφεύγουσας, τον όγκο των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, την πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της Ένωσης, το γεγονός ότι οι τιμές της βιομηχανίας της Ένωσης διαπιστώθηκε ότι συνολικώς ήταν ελλειμματικές κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, καθώς και κάθε είδους πληροφορίες παρασχεθείσες από τη βιομηχανία της Ένωσης που δείχνουν ότι οι εξαγωγές της προσφεύγουσας προς την Ένωση της είχαν προκαλέσει ζημία (αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

122    Χωρίς να απαιτείται, στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της καταλληλότητας των δεικτών ζημίας που έλαβαν υπόψη τους τα θεσμικά όργανα, διαπιστώνεται, λαμβανομένων υπόψη όσων υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 120 και 121 ανωτέρω, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, δεν περιορίστηκε να εξετάσει αν σημειώθηκε σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτεύχθηκαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα αναφορικά με την εξάλειψη της ήδη διαπιστωθείσας ζημίας. Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι το Συμβούλιο διαπίστωσε ουσιαστικά ότι η βιομηχανία της Ένωσης υφίστατο ζημία εξαιτίας των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και τα οποία πωλούνται από την προσφεύγουσα στην αγορά της Ένωσης.

123    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο, με την αιτιολογική σκέψη 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού, επισήμανε ότι η πραγματοποιηθείσα ανάλυση ζημίας δεν περιορίστηκε στο να επιβεβαιώσει ότι κατά την αρχική έρευνα διαπιστώθηκε ζημία. Αντιθέτως, η ανάλυση αυτή της ζημίας τόνισε τα πράγματι επιβλαβή για τη βιομηχανία της Ένωσης αποτελέσματα που προέκυψαν από τις εισαγωγές της προσφεύγουσας σε τιμές ντάμπινγκ μετά την εν λόγω έρευνα, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή ήταν αδύνατη κανονική ανάλυση της ζημίας.

124    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο επιβληθείς με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δασμός λήγει ταυτόχρονα με τους επιβληθέντες με τον κανονισμό 452/2007, κατά των λοιπών κινέζων παραγωγών, δασμούς, ενώ η πεντατεία που προβλέπεται από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αποτελεί προφανώς υποχρεωτικό διάστημα. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

125    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, «κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του». Συναφώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο διαθέτει ένα περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο του επιτρέπει να καθορίζει μικρότερη της πενταετίας περίοδο εφαρμογής των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, εάν, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, ο περιορισμός αυτός αποτελεί τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των μετεχόντων στη διαδικασία και να διατηρηθεί η μεταξύ τους ισορροπία που επιδιώκει ο βασικός κανονισμός (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 1998, T‑232/95, Cecom κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2679, σκέψη 46).

126    Επομένως, τα θεσμικά όργανα ορθώς θεώρησαν, με την αιτιολογική σκέψη 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η προσφεύγουσα εταιρία, αφενός, δεν έπρεπε να αποκομίσει κανένα όφελος από το γεγονός ότι ξεκίνησε την πρακτική ντάμπινγκ μετά την πρώτη έρευνα και, αφετέρου, δεν έπρεπε να υποστεί καμία αδικαιολόγητη αρνητική συνέπεια. Ως εκ τούτου, κατά το Συμβούλιο, εάν δεν ζητούνταν επανεξέταση του κανονισμού 452/2007 του Συμβουλίου ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η συνέχιση επιβολής του δασμού στην προσφεύγουσα, μετά τη λήξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού, θα αποτελούσε διάκριση.

127    Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, οι οποίες αναφέρονται ιδίως στο γεγονός ότι η βιομηχανία της Ένωσης προστατευόταν ήδη, εν μέρει, με την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ δυνάμει του κανονισμού 452/2007 και ότι η διάρκεια ισχύος των μέτρων που επιβλήθηκαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό έπρεπε να περιοριστεί μέχρι τη λήξη των μέτρων που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 452/2007, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε τυχόν διάκριση μεταξύ της προσφεύγουσας και των παραγωγών που καταλαμβάνονταν από τον εν λόγω κανονισμό και να καταστεί δυνατή, ενδεχομένως, η ταυτόχρονη επανεξέταση των επιβληθέντων με τον κανονισμό 452/2007 και των επιβληθέντων με τον προσβαλλόμενο κανονισμό μέτρων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα που στηρίζεται στη διάρκεια των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν αποδεικνύει ότι, εν προκειμένω, πραγματοποιήθηκε de facto επανεξέταση του μηδενικού δασμού αντιντάμπινγκ της προσφεύγουσας.

128    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα είχαν αποκτήσει κάποιου είδους «εμμονή» μαζί της, με σκοπό προφανώς να καταργήσουν τον μηδενικό δασμό που της είχε επιβληθεί βάσει στοιχείων υποβληθέντων στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας τα οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκαν.

129    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το επιχείρημα αυτό η προσφεύγουσα επιδιώκει να αποδείξει κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των θεσμικών οργάνων.

130    Το επιχείρημα αυτό πρέπει, όμως, να απορριφθεί. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι πράξη ή απόφαση οργάνου της Ένωσης έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από τους προβαλλόμενους (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1990, C‑323/88, Sermes, Συλλογή 1990, σ. I‑3027, σκέψη 33· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2589, σκέψη 66, και της 15ης Οκτωβρίου 1998, T‑2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3939, σκέψη 376). Η προσφεύγουσα όμως δεν επικαλέστηκε τέτοιες ενδείξεις.

131    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το παρόν σκέλος καθώς και ο λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού στο μέτρο που οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι η βιομηχανία της Ένωσης υπέστη ζημία κατά την περίοδο της έρευνας

132    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι η βιομηχανία της Ένωσης υπέστη ζημία κατά την περίοδο της έρευνας, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού. 

133    Συναφώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, νοούμενο σε συνδυασμό με τα άρθρα 3.1 και 3.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και ερμηνευόμενο σύμφωνα με τα άρθρα αυτά από το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ και το Δικαστήριο, επιβάλλει όπως, στο πλαίσιο κάθε έρευνας, διενεργείται αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών. Επομένως, η διάταξη αυτή επιβάλλει στα θεσμικά όργανα την υποχρέωση να προβαίνουν τουλάχιστον στην ανάλυση των επιπτώσεων των δεκαέξι παραγόντων και δεικτών που απαριθμούνται στο άρθρο 3.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, στους οποίους προστίθεται ο ειδικός παράγοντας που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Εν προκειμένω, όμως, η ανάλυση της ζημίας περιορίστηκε σε ορισμένους δείκτες, σχετικούς αποκλειστικά με την εξέλιξη των προϊόντων της προσφεύγουσας, από απόψεως μεριδίων αγοράς και τιμών, χωρίς καμία ανάλυση των παραγόντων και των δεικτών σχετικά με την κατάσταση της βιομηχανίας της Ένωσης, ως προς τους οποίους το Συμβούλιο παρέπεμψε εξ ολοκλήρου στα συμπεράσματα της πρώτης έρευνας.

134    Υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1983, 191/82, Fediol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2913, σκέψη 26· Ikea Wholesale, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 40, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 85).

135    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της ζημίας προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑2069, σκέψη 86· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑2681, σκέψη 131, και της 14ης Μαρτίου 2007, T‑107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑669, σκέψη 43).

136    Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να περιορίσει τον έλεγχό του στην εξέταση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την επίμαχη επιλογή, στην έλλειψη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και στην ανυπαρξία καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Ferchimex κατά Συμβουλίου, σκέψη 135 ανωτέρω, σκέψη 67· της 28ης Οκτωβρίου 1999, T‑210/95, EFMA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3291, σκέψη 57, και Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 135 ανωτέρω, σκέψη 43).

137    Επιπλέον, στην προσφεύγουσα εναπόκειται να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ζημίας (βλ. απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 119, και της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑300/03, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑3911, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

138    Όπως το Δικαστήριο υπενθύμισε με την απόφασή του Ikea Wholesale, σκέψη 96 ανωτέρω (σκέψεις 61 και 62), το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού παρέχει στα όργανα της Ένωσης διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση και την αξιολόγηση των διαφόρων δεικτών που περιλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, η διάταξη αυτή επιβάλλει μόνον την εξέταση των οικονομικών παραγόντων και των δεικτών «που έχουν σημασία για την κατάσταση της [βιομηχανίας της Ένωσης]».

139    Επομένως, τα θεσμικά όργανα, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς τους, καλούνται να εξετάσουν τους προαναφερθέντες παράγοντες και να κάνουν δεκτά, μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως που αναφέρονται προς τον σκοπό αυτό στην προαναφερθείσα διάταξη, τα στοιχεία που κρίνουν πρόσφορα σε κάθε περίπτωση (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992, C‑179/87, Sharp Corporation κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑1635, σκέψη 46).

140    Στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τα θεσμικά όργανα δεν εξέτασαν όλους τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, πρέπει να καθοριστεί αν, εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον εξέτασαν αποκλειστικώς τους οικονομικούς παράγοντες και τους δείκτες που θεώρησαν κρίσιμους εν προκειμένω και οι οποίοι έχουν σημασία για την κατάσταση της βιομηχανίας της Ένωσης.

141    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την καταλληλότητα των οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που δέχθηκαν τα θεσμικά όργανα κατά την αξιολόγηση της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης ούτε την ανάλυση των εν λόγω παραγόντων και των δεικτών από την Επιτροπή, όπως αυτή προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 75 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το περιλαμβανόμενο στην αιτιολογική σκέψη 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν τα θεσμικά όργανα, ήτοι ότι η βιομηχανία της Ένωσης υπέστη ζημία εξαιτίας των ποσοτήτων προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και πωλούνται από την προσφεύγουσα στην αγορά της Ένωσης, τις οποίες θα μπορούσε σε διαφορετική περίπτωση να είχε προμηθεύσει η βιομηχανία της Ένωσης.

142    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι, αφενός, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν προέβησαν σε ανάλυση όλων των παραγόντων και των δεικτών που αναφέρονται στο άρθρο 3.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, ότι το Συμβούλιο αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στα συμπεράσματα της πρώτης έρευνας κατά την εκ μέρους του εξέταση των σχετικών με την κατάσταση της βιομηχανίας της Ένωσης παραγόντων και δεικτών, παρά το ότι στο πλαίσιο της έρευνας αυτής είχε διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν ασκούσε πρακτική ντάμπινγκ.

143    Μολονότι, ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, η Επιτροπή δεν προέβη, όπως στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας, στην εξέταση του συνόλου των σχετικών με την κατάσταση της βιομηχανίας της Ένωσης παραγόντων και δεικτών [αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 107 του κανονισμού (ΕΚ) 1620/2006 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (ΕΕ L 300, σ. 13), και αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 47 του κανονισμού 452/2007], εντούτοις, εξ αυτού δεν συνάγεται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, τα θεσμικά όργανα δεν προέβησαν στην εξέταση των κατάλληλων και μόνον στοιχείων, κατά την έννοια της νομολογίας που αναφέρεται στις σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω.

144    Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εν προκειμένω εξέτασε, πρώτον, την εξέλιξη των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος κατασκευής της προσφεύγουσας που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεύτερον, αν οι εισαγωγές αυτές έγιναν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του σχετικού κλάδου της Ένωσης και ποια ήταν η αποδοτικότητα των τιμών του κλάδου της Ένωσης και, τρίτον, τυχόν πληροφορίες παρασχεθείσες από τον σχετικό κλάδο της Ένωσης που δείχνουν ότι οι εξαγωγές της προσφεύγουσας στην Ένωση του είχαν προκαλέσει ζημία, σχετικά, για παράδειγμα, με πελάτες και παραγγελίες που έχασε ο ενωσιακός κλάδος και κέρδισε η προσφεύγουσα και με την αποδοτικότητα των πωλήσεων της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

145    Όσον αφορά ειδικότερα την ανάλυση από την Επιτροπή της κατάστασης της βιομηχανίας της Ένωσης, το Συμβούλιο, με τις αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού, έκρινε, αφενός, ότι ο σχετικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης είχε χάσει πολυάριθμες παραγγελίες πελατών από την προσφεύγουσα και, αφετέρου, ότι, σε σχέση με την περίοδο που κάλυψε η πρώτη έρευνα, οι πωλήσεις διαφόρων ενωσιακών παραγωγών σε πελάτες της Ένωσης είχαν μειωθεί σημαντικά, ενώ οι πωλήσεις της προσφεύγουσας σε πελάτες της είχαν αυξηθεί σημαντικά κατά την τρέχουσα περίοδο έρευνας. Η προσφεύγουσα, όμως, δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι εν λόγω παράγοντες και δείκτες ζημίας ήταν κρίσιμοι.

146    Σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα θεσμικά όργανα δεν αγνόησαν το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας, δεν διαπίστωσαν άσκηση πρακτικής ντάμπινγκ εκ μέρους της. Αντιθέτως, έλαβαν δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα καθώς και τις συνέπειες του κανονισμού 452/2007 προκειμένου, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, να εξετάσουν μόνον τους κρίσιμους δείκτες ζημίας.

147    Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως υπογραμμίστηκε ήδη στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 120 ανωτέρω), από τις αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι το Συμβούλιο παρέπεμψε στα συμπεράσματα της πρώτης έρευνας, προκειμένου να εξηγήσει ότι, δεδομένου ότι ο σχετικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν ήδη προστατευμένος, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, από τα επιβλαβή αποτελέσματα όλων των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος καταγωγής Κίνας και Ουκρανίας, με εξαίρεση τις εισαγωγές της προσφεύγουσας, ήταν αδύνατο εν προκειμένω να διενεργηθεί κανονική πλήρης ανάλυση της ζημίας και, επομένως, αναπτύχθηκε συγκεκριμένη προσέγγιση, προσαρμοσμένη στις ιδιομορφίες αυτής της έρευνας, στην οποία τα όργανα και οι οργανισμοί επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένους δείκτες ζημίας. Επιπλέον, το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε ορισμένα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την πρώτη έρευνα, προκειμένου να αποδείξει ότι ορισμένοι σημαντικοί πελάτες του σχετικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης είχαν αλλάξει προμηθευτές και προμηθεύονταν περισσότερα προϊόντα από την προσφεύγουσα και σημαντικά λιγότερα από τον σχετικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης σε σχέση με το παρελθόν (αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

148    Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον με την αιτιολογική σκέψη 96 του προσβαλλόμενου κανονισμού επισήμανε ότι η εκ νέου εξέταση των παραγόντων αυτών δεν θα ήταν χρήσιμη, δεδομένου ότι ακόμη και στην περίπτωση που όλοι αυτοί οι παράγοντες θα είχαν πλέον καταστεί θετικοί, πάντως το γεγονός αυτό θα οφείλονταν (τουλάχιστον εν μέρει) στο ότι ο σχετικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης προστατεύεται επί του παρόντος έναντι όλων των υποκείμενων σε ντάμπινγκ εξαγωγών από την Κίνα και την Ουκρανία (με εξαίρεση τις εξαγωγές της προσφεύγουσας).

149    Δεδομένου ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το Συμβούλιο εξέτασε μόνον τα κρίσιμα, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω στοιχεία, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η επισήμανση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 96 του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. σκέψη 148 ανωτέρω) συνιστά «ομολογία του ότι, αν η Επιτροπή είχε προβεί σε εξέταση όλων των παραγόντων και δεικτών, όλοι αυτοί οι παράγοντες θα ήταν θετικοί, στο μέτρο που η βιομηχανία της Ένωσης ήταν ήδη προστατευμένη από τους ισχύοντες δασμούς», πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

150    Κατόπιν των ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που η απόφαση να μην αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα η ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, καθώς και παραβίαση των αρχών που διέπουν το βάρος αποδείξεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

151    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγοσυα υποστηρίζει ότι η απόφαση να μην της αναγνωρισθεί η ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό ΚΟΑ είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεώς της να της αναγνωρισθεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας. Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το βάρος αποδείξεως που της επιβλήθηκε είναι υπερβολικό και παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η απόφαση να μην αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα η ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό ΚΟΑ ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

152    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην της αναγνωρίσει την ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό ΚΟΑ ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όπως έχει ερμηνευθεί από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] με τις αποφάσεις του της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑4347, σκέψεις 43 και 44), και της 18ης Μαρτίου 2009, T‑299/05, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου (Συλλογή σ. II‑565, σκέψεις 128 και 138). Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι τα θεσμικά όργανα προσέβαλαν «γενικότερα τα δικαιώματά της άμυνας».

153    Καταρχάς, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Ως εκ τούτου, το δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68· της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψη 333, και της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑224/10, Association belge des consommateurs test-achats κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑7177, σκέψη 71). Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε επαρκώς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, ο λόγος αυτός πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος.

154    Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τις αποφάσεις Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου καθώς και Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω, προκύπτει ότι η προθεσμία την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη παραβιάζεται κάθε φορά που η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση περί αρνήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ σε χρονικό σημείο κατά το οποίο διαθέτει ήδη όλα τα στοιχεία που της επιτρέπουν να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ του οικείου παραγωγού, τόσο στην περίπτωση αναγνωρίσεως του ΚΟΑ όσο και μη αναγνωρίσεώς του.

155    Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο των επιχειρημάτων της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όπως έχει ερμηνευθεί από το Πρωτοδικείο με τις αποφάσεις που παρατίθενται στη σκέψη 152 ανωτέρω καθώς και την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011, T‑274/07, Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 37), παρέχει προστασία έναντι των αυθαίρετων κρίσεων της Επιτροπής, υπό την έννοια ότι αυτή δεν μπορεί να λάβει απόφαση επί αιτήσεως περί αναγνωρίσεως σε κάποια εταιρία της ιδιότητας επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό ΚΟΑ αναλόγως του τι γνωρίζει σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της εν λόγω εταιρίας.

156    Στην πράξη, οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται, οσάκις η Επιτροπή ζήτησε και έλαβε από τον οικείο παραγωγό τις απαντήσεις του στα διάφορα κεφάλαια του ερωτηματολογίου αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις του και το κόστος παραγωγής, καθώς επίσης έλαβε τα στοιχεία αυτά από την εταιρία ή τις εταιρίες στην ανάλογη χώρα, ή οσάκις η Επιτροπή πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ότι η κανονική αξία στην ανάλογη αγορά ήταν υψηλότερη απ’ ό,τι στην Κίνα.

157    Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή μπορούσε να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας στις 18 Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε από τους παραγωγούς της Ένωσης τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, οπότε ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί, δεδομένου ότι η απόφαση σχετικά με την αναγνώριση στην προσφεύγουσα της ιδιότητας επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό ΚΟΑ θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, αν η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της τα εν λόγω στοιχεία.

158    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν τις εισαγωγές, μεταξύ άλλων, από την Κίνα, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 του βασικού κανονισμού, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που υποβάλλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και σύμφωνα με τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στην εν λόγω παράγραφο 7, στοιχείο γ΄, ότι οι παραγωγοί αυτοί υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του σχετικού ομοειδούς προϊόντος.

159    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, «[η] απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότητα να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας».

160    Υπό το πρίσμα των αποφάσεων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα και οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 152 και 155 ανωτέρω, πρώτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κάθε υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωση του κανονισμού του Συμβουλίου περί επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, στη διαδικασία εκδόσεως του οποίου περιλαμβάνεται η επίμαχη προθεσμία. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω (σκέψεις 138 και 139), η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού συνεπάγεται την ακύρωση της πράξεως μόνον αν στοιχειοθετείται ότι, ελλείψει της υπερβάσεως αυτής, το Συμβούλιο μπορεί να είχε εκδώσει διαφορετικό κανονισμό ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά τους απ’ ό,τι ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

161    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στη ratio legis του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, όπως αυτή προσδιορίστηκε από το Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 152 και 155 ανωτέρω, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η προθεσμία που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη παραβιάζεται κάθε φορά που η Επιτροπή λαμβάνει την απόφασή της περί αρνήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ σε χρόνο κατά τον οποίο είχε ήδη στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία της επέτρεπαν να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ του οικείου παραγωγού και, συνακόλουθα, να αποκλείσει την εφαρμογή του ίδιου του γράμματος της διατάξεως αυτής που προβλέπει ότι η Επιτροπή διαθέτει τρίμηνη προθεσμία προκειμένου να αποφανθεί επί των κοινοποιούμενων σε αυτή αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ.

162    Συναφώς επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας ακριβώς το συγκεκριμένο επιχείρημα που η προσφεύγουσα προβάλλει στην επίδικη υπόθεση και κατά το οποίο η τελευταία περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει, χωρίς καμία εξαίρεση, ότι η λύση που έγινε δεκτή όσον αφορά το ΚΟΑ ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, υπογράμμισε, με την απόφαση Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω (σκέψη 44), ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού απαγορεύει στα κοινοτικά όργανα να επανεκτιμήσουν τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους κατά τον αρχικό προσδιορισμό της ιδιότητας της επιχειρήσεως ως λειτουργούσας υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς και ότι η διάταξη αυτή έχει ιδίως ως σκοπό να διασφαλίζει ότι το ζήτημα αν ο οικείος παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν επιλύεται σε συνάρτηση με το αποτέλεσμά του επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ. Εντούτοις, το επιχείρημα της προσφεύγουσας απορρίφθηκε, δεδομένου ότι το στοιχείο που επικράτησε στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ήταν ότι μια απόφαση περί χορηγήσεως του ΚΟΑ η οποία δεν αντικατοπτρίζει πλέον την κατάσταση του οικείου παραγωγού δεν πρέπει να διατηρείται σε ισχύ (απόφαση Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψεις 45 έως 47).

163    Εν συνεχεία, με την απόφαση Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω (σκέψη 128), το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στη ratio legis της προπαρατεθείσας διατάξεως αποκλειστικώς και μόνον προκειμένου να διευκρινίσει ότι το πρακτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας αυτής δεν διακυβεύεται, αν κατά την περίοδο μεταξύ της λήξης της τρίμηνης προθεσμίας και της αποφάσεως περί του ΚΟΑ, και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως, διαπιστώθηκε ότι οι επιχειρήσεις που ζήτησαν να υπαχθούν σε ΚΟΑ δεν έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να γνωρίζει ποιο αποτέλεσμα επί του υπολογισμού του περιθωρίου τους ντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει η απόφασή της περί του ΚΟΑ.

164    Τέλος, με την απόφαση Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 155 ανωτέρω (σκέψη 37), το Γενικό Δικαστήριο επικαλέστηκε τη ratio legis του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το να μη διατηρείται η χορήγηση σε επιχείρηση του ΚΟΑ όταν η μεταβολή της πραγματικής καταστάσεως βάσει της οποίας είχε χορηγηθεί το καθεστώς αυτό δεν επιτρέπει πλέον να θεωρείται ότι ο ενδιαφερόμενος παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ούτε όταν η Επιτροπή υποχρεώνεται να προτείνει στο Συμβούλιο οριστικά μέτρα τα οποία διαιωνίζουν, σε βάρος της οικείας επιχειρήσεως, ένα σφάλμα κατά την αρχική εκτίμηση των κριτηρίων του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

165    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο, με τις αποφάσεις Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω, και Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 155 ανωτέρω, δεν έκρινε ότι η ratio legis του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δικαιολογούσε την ακύρωση, έναντι κάποιας επιχειρήσεως, κανονισμού περί επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ κάθε φορά που η Επιτροπή ήταν σε θέση να γνωρίζει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει η απόφασή της περί του ΚΟΑ επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ της οικείας επιχειρήσεως λόγω του γεγονότος και μόνον ότι είχε τη γνώση αυτή κατά τον χρόνο λήψεως αποφάσεως περί του ΚΟΑ. Επισημαίνεται ότι, όπως τονίζει και το Συμβούλιο, δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και της τυχόν γνώσεως από την Επιτροπή του αποτελέσματος που θα μπορούσε να έχει απόφαση περί του ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ κάποιας επιχειρήσεως. Εξάλλου, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει η απόφαση περί του ΚΟΑ να ληφθεί σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή δεν είχε γνώση των στοιχείων τα οποία θα της επέτρεπαν να γνωρίζει ποιο αποτέλεσμα επί του περιθωρίου ντάμπινγκ κάποιας επιχειρήσεως θα μπορούσε να έχει η απόφαση περί του ΚΟΑ. Συναφώς, δεν αποκλείεται, ακόμη και σε περίπτωση που δεν υφίσταται υπέρβαση της προθεσμίας αυτής κατά την έκδοση της αποφάσεως περί του ΚΟΑ, η Επιτροπή να λάβει τέτοια απόφαση, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη στη διάθεσή της τα στοιχεία που της επέτρεπαν να προβλέψει το αποτέλεσμα της αποφάσεώς της επί του περιθωρίου ντάμπινγκ της οικείας επιχειρήσεως.

166    Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑9147), προκύπτει ότι το Δικαστήριο, με βάση τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως και με την επιφύλαξη της τηρήσεως των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται από τον βασικό κανονισμό, εστιάζει μάλλον στην ορθή εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, παρά στην ύπαρξη κάποιας αμετάκλητης αποφάσεως περί του ΚΟΑ ή ακόμη στη μη γνώση του αποτελέσματος που θα μπορούσε να έχει η απόφαση περί του ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ κάποιας επιχειρήσεως κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Όπως υπενθυμίζει το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 155 ανωτέρω (σκέψη 39), το Δικαστήριο, με την ως άνω απόφαση, έκρινε πράγματι ότι, με γνώμονα τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να υποχρεώνει την Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο οριστικά μέτρα τα οποία θα διαιωνίζουν σε βάρος της επιχειρήσεως ένα σφάλμα κατά την αρχική εκτίμηση των κριτηρίων που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που η Επιτροπή αντιληφθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας ότι, αντιθέτως προς την αρχική εκτίμησή της, μια επιχείρηση ικανοποιεί τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, οφείλει να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες, τηρώντας παράλληλα τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο βασικός κανονισμός (απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 111 και 112).

167    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι ασφαλώς καταρχήν κάθε απόφαση περί του ΚΟΑ πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, να λαμβάνεται εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας και να παραμένει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας αυτής, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης και σύμφωνα με την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως από τον δικαστή της Ένωσης, της οποίας υπόμνηση γίνεται στις σκέψεις 152 και 155 ανωτέρω, αφενός, η έκδοση αποφάσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής δεν συνεπάγεται, εξ αυτού και μόνον του λόγου, την ακύρωση του κανονισμού περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι είναι εσφαλμένη.

168    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η τελική απόφαση περί απορρίψεως της σχετικής με την αναγνώριση του ΚΟΑ αιτήσεως της προσφεύγουσας δεν ελήφθη εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Οκτωβρίου 2009. Η τελική απόφαση, όμως, περί απορρίψεως του ΚΟΑ υποβλήθηκε, ως πρόταση, στις 26 Μαρτίου 2010 και εγκρίθηκε στις 30 Απριλίου 2010.

169    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε τις απαντήσεις της προσφεύγουσας στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ στις 19 Νοεμβρίου 2009, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων του εν λόγω ερωτηματολογίου σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις και το κόστος αυτών (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω). Κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία αυτά επέτρεψαν στην Επιτροπή να υπολογίσει το περιθώριό της ντάμπινγκ σε περίπτωση χορηγήσεως του ΚΟΑ. Εξάλλου, στις 18 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή έλαβε τις απαντήσεις των παραγωγών της Ένωσης, οι οποίοι αναφέρονται στη σκέψη 23 ανωτέρω, στα ερωτηματολόγια αντιντάμπινγκ και, επομένως, ήδη κατά την ημερομηνία αυτή ήταν σε θέση, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, να υπολογίσει τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεώς της περί αρνήσεως χορηγήσεως του ΚΟΑ στην προσφεύγουσα επί του περιθωρίου της ντάμπινγκ.

170    Πάντως, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή, λόγω μη τηρήσεως της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, έλαβε γνώση του αποτελέσματος της αποφάσεως περί χορηγήσεως του ΚΟΑ στην προσφεύγουσα επί του περιθωρίου ντάμπινγκ αυτής μπορεί να είναι κρίσιμο, στο μέτρο που θα γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί από τη γνώση των εν λόγω στοιχείων κατά τη λήψη της σχετικής αποφάσεως, εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο αν εξέλιπε η προβαλλόμενη παρατυπία που επηρεάζει τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως περί του ΚΟΑ.

171    Καταρχάς, το επιχείρημα ότι η απόφαση της Επιτροπής περί μη χορηγήσεως στην προσφεύγουσα του ΚΟΑ ελήφθη «βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας και ότι η εν λόγω απόφαση μπορεί να είχε διαφορετικό περιεχόμενο αν η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της τα στοιχεία αυτά» δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, η απλή γνώση του αποτελέσματος μιας αποφάσεως περί του ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ κάποιας επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η εν λόγω απόφαση –και, συνακόλουθα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός– θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο αν η απόφαση αυτή είχε ληφθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Αφενός, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ήταν ήδη σε θέση, από τις 18 Δεκεμβρίου 2009, ήτοι πριν τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, να γνωρίζει το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί αρνήσεως χορηγήσεως στην προσφεύγουσα του ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ αυτής. Αφετέρου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η Επιτροπή διαθέτει στοιχεία τα οποία της επιτρέπουν να υπολογίζει το περιθώριο ντάμπινγκ ενός παραγωγού κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως του ΚΟΑ στον οικείο παραγωγό, εντούτοις υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο η εν λόγω απόφαση –και ο κανονισμός περί επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ– να μην είναι εντέλει διαφορετικός. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν είναι προφανές ότι ο οικείος παραγωγός δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο ΚΟΑ λόγω του ότι η Επιτροπή ορθώς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν πληρούσε τα κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού κριτήρια υπαγωγής στο ΚΟΑ και ότι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ πληρούνταν.

172    Εξάλλου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ουδόλως τεκμηριώνεται. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα απλώς προβάλλει, χωρίς να προσκομίζει το παραμικρό στοιχείο προς στήριξη των όσων υποστηρίζει, «ότι ο σκοπός της Επιτροπής ήταν να καταργήσει τον μηδενικό δασμό που [της] είχε επιβληθεί [...], και ότι όλα τα μέσα ήταν θεμιτά για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού». Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με το επιχείρημά της αυτό, η προσφεύγουσα επεδίωκε να αποδείξει την ύπαρξη κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, πάντως το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 130 ανωτέρω.

173    Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν παρέχει καμία ένδειξη σχετικά με τα στοιχεία της αποφάσεως περί του ΚΟΑ τα οποία θα μπορούσαν να έχουν εκτιμηθεί διαφορετικά, σε περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής συναφώς είχε ληφθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας ή χωρίς οποιαδήποτε υποτιθέμενη γνώση εκ μέρους της Επιτροπής του αποτελέσματος της αποφάσεως αυτής επί του περιθωρίου της ντάμπινγκ.

174    Ασφαλώς, η προσφεύγουσα διατυπώνει, παρεμπιπτόντως, ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την τιμή που κατέβαλε για τις σημαντικότερες εισροές της στην εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε κανενός είδους επιρροή του κινεζικού κράτους επί των αποφάσεών της αναφορικά με την αγορά πρώτων υλών. Συναφώς, οι μόνες επιρροές που προβάλλονται ήταν μακροοικονομικής φύσεως και σχετίζονταν με τη φερόμενη παρέμβαση των κινεζικών αρχών για τη ρύθμιση των τιμών της αγοράς στο σύνολό τους. Οι παρεμβάσεις αυτές, όμως, δεν συνιστούν σημαντική κρατική παρέμβαση όσον αφορά τις επιχειρηματικές αποφάσεις σχετικά με τις τιμές και το κόστος των εισροών, δυνάμενη να παρεμποδίσει τη λήψη των αποφάσεων αυτών με βάση τα στοιχεία της αγοράς που αντανακλούν την προσφορά και τη ζήτηση.

175    Σκοπός των παρατηρήσεων αυτών είναι μάλλον η αμφισβήτηση της εφαρμογής του κριτηρίου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, παρά η απόδειξη του ότι η απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως του ΚΟΑ ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, γεγονός που αποτελεί εντούτοις το περιεχόμενο της αιτιάσεως στην οποία στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος.

176    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα, αμφισβητώντας την εφαρμογή από την Επιτροπή του εν λόγω κριτηρίου, σκοπούσε να αποδείξει ότι, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η απόφαση περί του ΚΟΑ ήταν εσφαλμένη, πάντως διαπιστώνεται ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 34 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι από την έρευνα προέκυψε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε το κριτήριο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, σχετικά με το κόστος των πρώτων υλών, ούτε το κριτήριο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, σχετικά με την τήρηση των λογιστικών εγγράφων της.

177    Δεδομένου ότι ο οικείος παραγωγός πρέπει να πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να μπορεί να του αναγνωρισθεί το καθεστώς επιχειρήσεως λειτουργούσας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και ότι, σε περίπτωση που δεν πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές, η αίτησή του πρέπει να απορριφθεί (απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 54), το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να κλονίσει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της αιτήσεώς της σχετικά με το ΚΟΑ, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

178    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο σε περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής επί της αιτήσεώς της περί χορηγήσεως του ΚΟΑ είχε ληφθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού ή σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είχε οποιαδήποτε γνώση στοιχείων που να της επιτρέπουν τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ της προσφεύγουσας.

179    Επομένως, το παρόν σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι το βάρος αποδείξεως που η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, όσον αφορά την άσκηση της δραστηριότητάς της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, είναι υπερβολικό και παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και ιδίως την αρχή της χρηστής διοικήσεως

180    Στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το βάρος αποδείξεως που η Επιτροπή της επέβαλε, στον βαθμό που εκλήθη να αποδείξει ότι ασκεί τη δραστηριότητά της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, είναι υπερβολικό και παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και ιδίως την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να απαιτήσουν από έναν κινέζο εξαγωγέα να αποδείξει ένα γεγονός το οποίο του είναι αδύνατο να αποδείξει προκειμένου να του αναγνωρισθεί δικαίωμα προβλεπόμενο από τον βασικό κανονισμό.

181    Εν προκειμένω, η Επιτροπή απαιτεί να αποδείξει η προσφεύγουσα ότι η αγορά του χάλυβα στην Κίνα ήταν ελεύθερη από παρεμβάσεις των κινεζικών αρχών, γεγονός το οποίο η προσφεύγουσα αδυνατούσε να αποδείξει. Η Επιτροπή όφειλε να έχει εκθέσει σαφώς τα στοιχεία τα οποία επιθυμούσε να λάβει από τους Κινέζους παραγωγούς και να διασφαλίσει ότι τα ζητηθέντα στοιχεία δεν είναι υπερβολικά υπό το πρίσμα του αντικειμένου της αιτήσεως και των δυνατοτήτων των οικείων εξαγωγέων.

182    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 134 ανωτέρω, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν. Επομένως, ο έλεγχος εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή των εκτιμήσεων των κοινοτικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητούμενης επιλογής, της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή της ελλείψεως καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου Ikea Wholesale, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψεις 40 και 41, και της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C‑191/09 P και C‑200/09 P, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, σκέψη 63).

183    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις νομικής και πολιτικής φύσεως πραγματικές καταστάσεις σε συγκεκριμένη χώρα, τις οποίες τα όργανα της Ένωσης οφείλουν να εκτιμήσουν προκειμένου να καθορίσουν αν ένας εξαγωγέας ενεργεί υπό συνθήκες αγοράς χωρίς σημαντική κρατική επέμβαση και αν, κατά συνέπεια, μπορεί να επωφεληθεί του καθεστώτος που αναγνωρίζεται σε επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Τ‑155/94, Climax Paper κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ‑873, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 49, και Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 81).

184    Πάντως, μολονότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας και, ειδικότερα, των μέτρων αντιντάμπινγκ, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην επιφυλασσόμενη στις αρχές της Ένωσης εκτίμηση, παρ’ όλ’ αυτά, οφείλει να διαπιστώνει ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη όλες τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις και εκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου με την απαιτούμενη επιμέλεια (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

185    Εξάλλου, από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να υπαχθεί στο καθεστώς που αναγνωρίζεται στις επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ο ισχυρισμός κατά το στοιχείο β΄ υποβάλλεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, δεν εναπόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στα θεσμικά όργανα της Ένωσης εναπόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον παραγωγό στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ενώ στα δικαστήρια της Ένωσης εναπόκειται να εξετάσουν αν τα εν λόγω όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή [απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012, C‑249/10 P, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 32· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 53, και Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 83].

186    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν τους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως στην υπό κρίση υπόθεση.

187    Καταρχάς, υπογραμμίζεται ότι, με την προσφυγή της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 184 ανωτέρω, χωρίς εντούτοις να αμφισβητήσει το βάσιμο των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων αναφορικά με την αίτησή της περί υπαγωγής στο ΚΟΑ που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 33 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ούτε την εκτίμηση από την Επιτροπή, η οποία εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 44 του προσβαλλόμενου κανονισμού, των στοιχείων που αυτή είχε επικαλεστεί ιδίως με τα από 2 Μαρτίου 2010 και 13 Απριλίου 2010 έγγραφά της προς απόδειξη του ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ούτε υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή.

188    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικαλούμενη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 2009, T‑498/04, Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑1969, σκέψεις 99 και 100), ότι το βάρος αποδείξεως που φέρει ο παραγωγός-εξαγωγέας ο οποίος ζητεί την υπαγωγή του στο ΚΟΑ πληρούται όταν αυτός έχει προσκομίσει στην Επιτροπή διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, προς απόδειξη του ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, τα οποία η Επιτροπή είχε ζητήσει με το ερωτηματολόγιο που προοριζόταν για τους παραγωγούς που είχαν ζητήσει την υπαγωγή στο ΚΟΑ και τα οποία η Επιτροπή έλεγξε χωρίς να αμφισβητήσει τη γνησιότητά τους.

189    Πάντως, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 187 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που προσκόμισε κατά τη διοικητική διαδικασία, προς στήριξη της αιτήσεώς της περί υπαγωγής στο ΚΟΑ, αποδείκνυαν ότι πληρούσε την προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και δεν αμφισβητεί το βάσιμο της εκτιμήσεως στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα συναφώς. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

190    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απαίτησε από αυτή «να αποδείξει ότι η αγορά του χάλυβα στην Κίνα ήταν ελεύθερη από οποιαδήποτε σημαντική παρέμβαση των κινεζικών αρχών», γεγονός το οποίο η προσφεύγουσα αδυνατούσε να αποδείξει. Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει καμία απόδειξη περί της υπάρξεως μιας τέτοιας απαιτήσεως εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, την οποία, εξάλλου, το Συμβούλιο αμφισβήτησε με το υπόμνημά του απαντήσεως.

191    Συναφώς, όπως ορθώς υπογραμμίζει το Συμβούλιο, εναπόκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει, διά της προσκομίσεως επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ότι λειτουργούσε υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, ιδίως, ότι το κόστος των εισροών της ήταν σύμφωνο με τις αγοραίες αξίες.

192    Δεδομένου ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι η προσφεύγουσα είχε αγοράσει τις πρώτες ύλες της κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας στην κινεζική εγχώρια αγορά και είχε με τον τρόπο αυτό επωφεληθεί από τις τεχνητά χαμηλές και στρεβλωμένες τιμές του χάλυβα κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου (αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και ότι το κόστος των εισροών δεν αντικατόπτριζε τις αγοραίες αξίες, εναπόκειτο στην προσφεύγουσα να υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία ικανά να ανατρέψουν τα εν λόγω συμπεράσματα. Επομένως, η αιτίαση της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

193    Στο μέτρο που ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της υποχρεώσεως χρηστής διοικήσεως στηρίζεται αποκλειστικώς στη φερόμενη παραβίαση των αρχών που αφορούν το βάρος αποδείξεως, πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

194    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

195    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

196    Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο και οι Vale Mill (Rochdale) και Colombo New Scal.

197    Η Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Since Hardware (Guangzhou) Co., Ltd φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι Vale Mill (Rochdale) Ltd και Colombo New Scal SpA.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Truchot

Martins Ribeiro

Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο του ΠΟΕ

Το δίκαιο της Ένωσης

Ιστορικό της διαφοράς

Προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 9, του άρθρου 9, παράγραφοι 3 έως 6, και του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, υπό την έννοια ότι η κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αφορά ειδικώς μια εταιρία, αλλά πρέπει να αφορά μία ή πλείονες χώρες και το σύνολο των εγκατεστημένων στη χώρα αυτή παραγωγών

Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού νοούμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού και ερμηνευόμενου κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ

Επί του δεύτερου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού ερμηνευόμενου κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο του ΠΟΕ

Επί του τρίτου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

– Επί του κατά κύριο λόγο προβαλλομένου επιχειρήματος ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στα θεσμικά όργανα την επανεξέταση των μηδενικών δασμών των παραγωγών των οποίων το περιθώριο ντάμπινγκ είναι ελάχιστο, η οποία διενεργείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού

– Επί του επικουρικώς προβαλλόμενου επιχειρήματος το οποίο στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή προέβη de facto σε επανεξέταση του μηδενικού δασμού της προσφεύγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενου σύμφωνα με την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού στο μέτρο που οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι η βιομηχανία της Ένωσης υπέστη ζημία κατά την περίοδο της έρευνας

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που η απόφαση να μην αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα η ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, καθώς και παραβίαση των αρχών που διέπουν το βάρος αποδείξεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η απόφαση να μην αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα η ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό ΚΟΑ ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της αρνήσεως αυτής στο περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

Επί του δεύτερου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι το βάρος αποδείξεως που η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, όσον αφορά την άσκηση της δραστηριότητάς της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, είναι υπερβολικό και παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και ιδίως την αρχή της χρηστής διοικήσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.