Language of document : ECLI:EU:T:2020:119

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 2020 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Πρόγραμμα βοήθειας κατά το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της ΕΚΤ – Απόρριψη αίτησης συμμετοχής – Προϋποθέσεις επιλεξιμότητας – Διαφορετική απαιτούμενη προυπροϋπηρεσία αναλόγως του αν το μέλος του προσωπικού υπάγεται σε απλή ή διπλή μισθολογική βαθμίδα – Κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα αναλόγως του είδους απασχόλησης – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T-547/18,

Raivo Teeäär, κάτοικος Ταλίν (Εσθονία), εκπροσωπούμενος από την L. Levi, avocate,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τους D. Camilleri Podestà και F. Malfrère, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, avocat,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΚΤ της 27ης Φεβρουαρίου 2018 περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για το πιλοτικό πρόγραμμα βοήθειας κατά το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της ΕΚΤ και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της αποφάσεως της ΕΚΤ της 3ης Ιουλίου 2018 με την οποία απορρίφθηκε η ειδική διοικητική προσφυγή του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2018 και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω της αποφάσεως αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Nihoul, προεδρεύοντα, J. Svenningsen (εισηγητή) και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Την 1η Ιουλίου 2004, ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων], Raivo Teeäär, ανέλαβε καθήκοντα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αρχίζοντας τη σταδιοδρομία του στο θεσμικό αυτό όργανο ως εμπειρογνώμονας παραγωγής στη Διεύθυνση Τραπεζογραμματίων. Κατά την πρόσληψή του, ο προσφεύγων ήταν 50 ετών. Ο προσφεύγων κατατάχθηκε, σύμφωνα με την προκήρυξη θέσης, στη μισθολογική βαθμίδα F/G κατά τη μισθολογική διάρθρωση της ΕΚΤ, στην οποία υπάγονταν τα εν λόγω καθήκοντα. Στην εν λόγω μισθολογική βαθμίδα κατατάχθηκε στο κλιμάκιο 136, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας, του επιπέδου και της σημασίας της επαγγελματικής πείρας του.

2        Μετά την πρόσληψή του, ο προσφεύγων προήχθη σε τακτικά διαστήματα εντός της μισθολογικής βαθμίδας του. Τον Ιανουάριο του 2011, μετά από επτά έτη και έξι μήνες, έφθασε στο ανώτατο όριο της μισθολογικής βαθμίδας, το οποίο αντιστοιχεί στο κλιμάκιο 169. Στη συνέχεια δεν μπορούσε να λάβει καμία μισθολογική προαγωγή σε αυτή τη μισθολογική βαθμίδα.

3        Η μισθολογική διάρθρωση της ΕΚΤ περιλαμβάνει δώδεκα απλές μισθολογικές βαθμίδες, που προσδιορίζονται με τα γράμματα A έως L, και δύο διπλές μισθολογικές βαθμίδες, που προσδιορίζονται με τα γράμματα E/F και F/G. Κάθε μισθολογική βαθμίδα περιλαμβάνει πολλά κλιμάκια που κυμαίνονται από ένα ελάχιστο έως ένα μέγιστο ύψος μισθού. Οι διπλές μισθολογικές βαθμίδες, όπως η μισθολογική βαθμίδα F/G, αντιστοιχούν στην ένωση δύο απλών μισθολογικών βαθμίδων, εν προκειμένω της μισθολογικής βαθμίδας F και της μισθολογικής βαθμίδας G, οπότε, από απόψεως ετήσιου εισοδήματος, η έναρξη της μισθολογικής βαθμίδας F/G συμπίπτει με την έναρξη της μισθολογικής βαθμίδας F, ενώ το ανώτατο όριό της συμπίπτει με εκείνο της μισθολογικής βαθμίδας G.

4        Συγκεκριμένα, η μισθολογική βαθμίδα F περιλαμβάνει τα κλιμάκια 1 έως 98, η μισθολογική βαθμίδα G περιλαμβάνει τα κλιμάκια 1 έως 99 και η μισθολογική βαθμίδα F/G περιλαμβάνει τα κλιμάκια 1 έως 169, λαμβανομένης υπόψη της μερικής αλληλεπικάλυψης της μισθολογικής βαθμίδας F και της μισθολογικής βαθμίδας G. Συγκεκριμένα, τα κλιμάκια 71 έως 98 της μισθολογικής βαθμίδας F αντιστοιχούν στα κλιμάκια 1 έως 28 της μισθολογικής βαθμίδας G.

5        Επομένως, οι μισθοί των κλιμακίων 1 έως 98 της μισθολογικής βαθμίδας F αντιστοιχούν στους μισθούς των κλιμακίων 1 έως 98 της μισθολογικής βαθμίδας F/G και οι μισθοί των κλιμακίων 1 έως 99 της μισθολογικής βαθμίδας G αντιστοιχούν στους μισθούς των κλιμακίων 71 έως 169 της μισθολογικής βαθμίδας F/G.

6        Η κατάταξη των μελών του προσωπικού σε συγκεκριμένη μισθολογική βαθμίδα, απλή ή διπλή, καθορίζεται από το είδος της θέσης που κατέχουν, όπως προκύπτει από έγγραφο της ΕΚΤ με τίτλο «Κατανομή θέσεων σε μισθολογικές βαθμίδες – Κατάλογος γενικών θέσεων εργασίας» (Allocation of Positions to Bands – List of Generic Job Titles). Για το ίδιο είδος θέσεως εργασίας, η εξέλιξη είναι δυνατή μόνον εντός της κατά τα ανωτέρω καθορισθείσας μισθολογικής βαθμίδας, δηλαδή από ένα κλιμάκιο προς ένα υψηλότερο κλιμάκιο της ίδιας μισθολογικής βαθμίδας. Η αλλαγή μισθολογικής βαθμίδας είναι δυνατή μόνο κατόπιν καθεαυτό διαδικασίας προσλήψεως σε διαφορετική θέση που εμπίπτει στην άλλη μισθολογική βαθμίδα (εσωτερική προαγωγή), εκτός αν πρόκειται για έκτακτη προαγωγή «ad personam» ή για αναβάθμιση της κατεχόμενης θέσης.

7        Βάσει του άρθρου 36.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ (ΕΣΚΤ) και του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ (στο εξής: όροι απασχόλησης) με απόφαση της 9ης Ιουνίου 1998, η οποία τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999 (ΕΕ 1999, L 125, σ. 32). Το άρθρο 11, στοιχείο ε ʹ, των όρων απασχόλησης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς, αφορά βοήθεια για το μεταβατικό επαγγελματικό στάδιο εκτός της ΕΚΤ (στο εξής: ΒΜΣ) υπέρ των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ που παραιτούνται υπό τους όρους και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπουν οι κανόνες που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΚΤ (στο εξής: κανόνες που εφαρμόζονται στο προσωπικό).

8        Προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή για πρώτη φορά το άρθρο 11, στοιχείο εʹ, των όρων απασχόλησης, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB/2012/NP18, της 24ης Αυγούστου 2012, για την τροποποίηση των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό όσον αφορά τη βοήθεια για εκούσια μετάβαση σε σταδιοδρομία εκτός της ΕΚΤ, με την οποία προστέθηκε το άρθρο 2.3 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό, το οποίο προέβλεπε πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ που περιοριζόταν σε 50 άτομα κατ’ ανώτατο όριο και ήταν διαθέσιμο το 2013 και το 2014. Το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό όριζε ότι τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση αορίστου χρόνου, τα οποία είχαν παραμείνει τουλάχιστον οκτώ συνεχόμενα έτη στην ίδια απλή μισθολογική βαθμίδα ή τουλάχιστον δώδεκα συνεχόμενα έτη στην ίδια διπλή μισθολογική βαθμίδα, πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν στο πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ.

9        Στις 12 Αυγούστου 2014, ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ (στο εξής υποψηφιότητα για τη ΒΜΣ). Σύμφωνα με τη διαδικασία, η υποψηφιότητα για τη ΒΜΣ περιείχε αναγγελία παραίτησης με ισχύ από τις 13 Δεκεμβρίου 2014, υπό την επιφύλαξη της αποδοχής της εν λόγω υποψηφιότητας. Συμπληρωματικώς προς την εν λόγω υποψηφιότητα, ο προσφεύγων απέστειλε σημείωμα στο οποίο εξέθετε τους λόγους για τους οποίους ζητούσε να ληφθεί υπόψη η υποψηφιότητά του παρά το γεγονός ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση των δώδεκα ετών προϋπηρεσίας που προβλέπει το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό για τα μέλη του προσωπικού που υπάγονται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα.

10      Η υποψηφιότητα για τη ΒΜΣ απορρίφθηκε με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2014, με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε την προϋπόθεση της διάρκειας της υπηρεσίας, καθόσον είχε παραμείνει στη διπλή μισθολογική βαθμίδα F/G για διάστημα μικρότερο των δώδεκα ετών.

11      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014, ο προσφεύγων ενημέρωσε τις οικείες υπηρεσίες της ΕΚΤ ότι αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί από τις 18 Δεκεμβρίου 2014.

12      Η αίτηση επανεξέτασης, προ της ασκήσεως προσφυγής, της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα για τη ΒΜΣ, την οποία υπέβαλε ο προσφεύγων στις 14 Οκτωβρίου 2014, απορρίφθηκε με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014.

13      Ο προσφεύγων συνταξιοδοτήθηκε από τις 18 Δεκεμβρίου 2014.

14      Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων στις 9 Φεβρουαρίου 2015 κατά της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2014 απορρίφθηκε με απόφαση της 2ας Απριλίου 2015.

15      Κατόπιν προσφυγής-αγωγής που άσκησε ο προσφεύγων στις 9 Ιουνίου 2015 κατά της αποφάσεως της 18ης Αυγούστου 2014, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2017, Teeäär κατά ΕΚΤ (T-555/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:817), λόγω αναρμοδιότητας ratione materiae της αρχής που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.

16      Το άρθρο 2.3 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό, όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση ECB/2012/NP18, με την οποία θεσπίστηκε το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ, καταργήθηκε με την απόφαση ECB/2017/NP19, της 17ης Μαΐου 2017, για την τροποποίηση των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΚΤ όσον αφορά τη βοήθεια για εκούσια μετάβαση σε σταδιοδρομία εκτός της ΕΚΤ. Με την τελευταία αυτή απόφαση θεσπίστηκε νέο πρόγραμμα για τη ΒΜΣ, διαθέσιμο από 1ης Ιουλίου έως 31 Οκτωβρίου 2017, το οποίο έθετε ενιαία προϋπόθεση προϋπηρεσίας οκτώ ετών στην ίδια μισθολογική βαθμίδα.

17      Σε εκτέλεση της απόφασης της 17ης Νοεμβρίου 2017, Teeäär κατά ΕΚΤ (T‑555/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:817), η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ εξέδωσε, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, νέα απόφαση βάσει του άρθρου 2.3 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό, όπως αυτό είχε αρχικώς, με την οποία απέρριψε την υποψηφιότητα για τη ΒΜΣ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

18      Η ειδική διοικητική προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων κατά της προσβαλλόμενης απόφασης στις 3 Μαΐου 2018 απορρίφθηκε με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ της 3ης Ιουλίου 2018.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2018.

20      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        εφόσον συντρέχει λόγος, να ακυρώσει την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ της 3ης Ιουλίου 2018·

–        να υποχρεώσει την ΕΚΤ να αποκαταστήσει την υλική ζημία που του προκάλεσε, εκτιμώμενη σε 101 447 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων βάσει του ετήσιου επιτοκίου των κύριων πράξεων αναχρηματοδοτήσεως της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

21      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του αποδεικτικού στοιχείου που κατέθεσε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

22      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων κατέθεσε ένα συμπληρωματικό έγγραφο, το οποίο χαρακτήρισε ως επιστολή που απηύθυνε η ΕΚΤ στην επιτροπή προσωπικού της πριν από τη θέσπιση των διπλών μισθολογικών βαθμίδων στην ΕΚΤ και ως έγγραφο με το οποίο μπορούσε να συμπληρωθεί η απάντηση που έδωσε η ΕΚΤ στη γραπτή ερώτηση που της είχε υποβάλει το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το ιστορικό και την προέλευση της δημιουργίας των εν λόγω μισθολογικών βαθμίδων. Κληθείς να διευκρινίσει τη χρησιμότητα του εγγράφου αυτού, ο προσφεύγων εξέθεσε ότι το εν λόγω έγγραφο θα αποδείκνυε ότι η θέσπιση διπλών μισθολογικών βαθμίδων δεν έπρεπε να έχει αρνητικές συνέπειες για τα μέλη του προσωπικού που βρίσκονται στην κορυφή της απλής μισθολογικής βαθμίδας G ή της διπλής μισθολογικής βαθμίδας F/G, ενώ η θέσπιση της ΒΜΣ είχε τέτοια αποτελέσματα για τα μέλη του προσωπικού που βρίσκονταν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα.

23      Διαπιστώνεται ότι από τις εξηγήσεις αυτές δεν προκύπτει ότι το εν λόγω έγγραφο έχει άμεση σχέση με τη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την καθιέρωση διπλών μισθολογικών βαθμίδων. Εφόσον ο προσφεύγων παραπέμπει στο έγγραφο αυτό για να στηρίξει την επιχειρηματολογία του σχετικά με τις δυσμενείς συνέπειες που είχε, κατά την άποψή του, η ΒΜΣ για τα μέλη του προσωπικού που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τη δική του και εφόσον δεν ισχυρίζεται ότι το έγγραφο αυτό δεν μπορούσε να προσκομισθεί μαζί με το δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να θεωρηθεί ότι το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο είναι απαράδεκτο, σύμφωνα με το άρθρο 85 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

24      Κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τύποις κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, όταν, αυτά καθαυτά, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T-584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο και, επομένως, παρέλκει η διατύπωση κρίσεως ειδικώς επ’ αυτού, μολονότι κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως θα πρέπει να ληφθεί υπόψηψη η αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, SE κατά Συμβουλίου, T-231/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:3, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως

26      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους.

27      Με τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό, διάταξης την οποία εφαρμόζει έναντι αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, και ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), λόγω δυσμενούς διακρίσεως βάσει ηλικίας.

28      Στην περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό, ο προσφεύγων προβάλλει, επικουρικώς, δύο άλλους λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται, ο μεν τρίτος, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, ο δε τέταρτος, από παράβαση του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

29      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η διπλή προϋπόθεση προϋπηρεσίας που προβλέπεται στο άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό συνιστά διαφορετική μεταχείριση και ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι αυθαίρετη γενικώς, καθόσον κάνει διάκριση μεταξύ των μελών του προσωπικού που υπάγονται σε απλή μισθολογική βαθμίδα και εκείνων που υπάγονται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα, και, εν πάση περιπτώσει, έναντι των μελών του προσωπικού τα οποία, όπως ο ίδιος, έχουν φθάσει στο ανώτατο όριο της διπλής μισθολογικής βαθμίδας πριν από τη συμπλήρωση δώδεκα ετών προϋπηρεσίας στην εν λόγω μισθολογική βαθμίδα. Ενδεχομένως, στο μέτρο που η πρόβλεψη διαφορετικών όρων προϋπηρεσίας δικαιολογείται τυπικώς από την ύπαρξη δύο διαφορετικών κατηγοριών μισθολογικών βαθμίδων, η δυσμενής διάκριση απορρέει από κοινού από το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό και από τον κατάλογο των γενικών θέσεων εργασίας, ο οποίος καθορίζει, για κάθε είδος απασχόλησης, τη μισθολογική βαθμίδα, απλή ή διπλή, στην οποία υπάγεται η εν λόγω θέση.

30      Η επίμαχη διάκριση είναι γενικώς αυθαίρετη, διότι το γεγονός ότι μια διπλή μισθολογική βαθμίδα περιλαμβάνει περισσότερα κλιμάκια από μια απλή μισθολογική βαθμίδα, πράγμα που έχει ως συνέπεια τα άτομα που προσλαμβάνονται σε απλή μισθολογική βαθμίδα να φθάνουν συχνότερα στο ανώτατο όριο της μισθολογικής βαθμίδας τους, δεν έχει σχέση με τους σκοπούς της ΒΜΣ, οι οποίοι συνίστανται στη διευκόλυνση της μετάβασης σε σταδιοδρομία εκτός της ΕΚΤ, στην ενθάρρυνση της συχνής εναλλαγής του μόνιμου προσωπικού και στην προώθηση της εσωτερικής κινητικότητας.

31      Η διάκριση είναι αυθαίρετη ειδικώς έναντι των μελών του προσωπικού τα οποία, όπως ο προσφεύγων, υπάγονται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα, αλλά κατατάχθηκαν, κατά την πρόσληψή τους, σε κλιμάκιο περιλαμβανόμενο στο τμήμα της διπλής μισθολογικής βαθμίδας το οποίο αντιστοιχεί στη δεύτερη από τις δύο απλές μισθολογικές βαθμίδες που συνδυάστηκαν για τον σχηματισμό της διπλής μισθολογικής βαθμίδας (δηλαδή της μισθολογικής βαθμίδας G στην περίπτωση της διπλής μισθολογικής βαθμίδας F/G). Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των κλιμακίων που χωρίζουν τα εν λόγω μέλη του προσωπικού από το ανώτατο όριο της επίμαχης διπλής μισθολογικής βαθμίδας, η κατάστασή τους είναι πανομοιότυπη, όσον αφορά τις δυνατότητες εξέλιξης, με την κατάσταση εκείνων που υπάγονται σε απλή μισθολογική βαθμίδα. Συνεπώς, η επίμαχη διάκριση είναι απρόσφορη υπό το πρίσμα των σκοπών της ΒΜΣ. Η περίπτωση αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση, διότι αφορά το 18 % των μελών του προσωπικού που προσελήφθησαν το διάστημα μεταξύ 2010 και 2012.

32      Η επίμαχη διάκριση είναι επιπλέον αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι η ΕΚΤ δεν επέλεξε το λιγότερο επαχθές μέσο για την επίτευξη των σκοπών της ΒΜΣ. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να προβλέψει, για όλα τα μέλη του προσωπικού, προϋπόθεση προϋπηρεσίας συνδεόμενη με το γεγονός ότι έχουν φθάσει στο ανώτατο όριο της μισθολογικής βαθμίδας τους πριν από τον ίδιο αριθμό ετών.

33      Τέλος, η επίμαχη διάκριση συνιστά επίσης πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό της αντισταθμίσεως των φερόμενων ως μειωμένων ευκαιριών σταδιοδρομίας των μελών του προσωπικού που έχουν καταταχθεί σε απλή μισθολογική βαθμίδα.

34      Η ΕΚΤ εκθέτει ότι σκοπός του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ ήταν να προτείνει βοήθεια για τον αναπροσανατολισμό της σταδιοδρομίας στα μέλη του προσωπικού που εργάζονταν πολλά έτη στην ΕΚΤ και παρέμεναν στην ίδια μισθολογική βαθμίδα, ανεξαρτήτως του αριθμού των διανυθέντων κλιμακίων, και όχι στα μέλη του προσωπικού που είχαν εγκλωβισθεί στο ανώτατο όριο της μισθολογικής τους βαθμίδας. Η επίμαχη διάκριση στηρίζεται στο γεγονός ότι οι διπλές μισθολογικές βαθμίδες περιλαμβάνουν περίπου 50 % περισσότερα κλιμάκια από τις απλές μισθολογικές βαθμίδες. Επομένως, η κατάσταση προσώπου που βρίσκεται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα μπορεί να συγκριθεί μόνο με την κατάσταση αυτών που βρίσκονται στο ίδιο είδος μισθολογικής βαθμίδας.

35      Η ΕΚΤ παραδέχεται ότι η συσχέτιση της κατάταξης σε διπλή μισθολογική βαθμίδα και της ύπαρξης δυνατοτήτων μεγαλύτερης εξέλιξης στη σταδιοδρομία αντιστοιχεί στη συνήθη κανονική κατάσταση, αλλά υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης μπορεί να στηριχθεί σε μια τέτοια κατάσταση, χωρίς να υποχρεούται να προβλέψει επιπλέον συστήματα εξαιρέσεων για να ληφθούν υπόψη ιδιάζουσες καταστάσεις. Η ΕΚΤ υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τις επιλογές πολιτικής στις οποίες προέβη υπό την ιδιότητα του «νομοθέτη» για την κατάρτιση του πλαισίου αυτού του πιλοτικού προγράμματος.

36      Στο πλαίσιο αναλύσεως in concreto, η ΕΚΤ υπογραμμίζει, αφενός, ότι, κατά τον χρόνο της ενάρξεως ισχύος του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ, 794 άτομα υπάγονταν στη διπλή μισθολογική βαθμίδα F/G, 5 άτομα υπάγονταν στην απλή μισθολογική βαθμίδα F και 7 άτομα υπάγονταν στην απλή μισθολογική βαθμίδα G, χωρίς κανένα από τα 7 αυτά άτομα να ενταχθεί στο πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ. Αφετέρου, θα ήταν αδύνατο πρόσωπο που προσλήφθηκε στη μισθολογική βαθμίδα G να τύχει ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως από τον προσφεύγοντα λόγω της προϋποθέσεως οκταετούς προϋπηρεσίας που ισχύει για τα μέλη του προσωπικού που είχαν καταταχθεί σε αυτή την απλή μισθολογική βαθμίδα, εφόσον, κατά την ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής του εν λόγω πιλοτικού προγράμματος, τα 7 άτομα που βρίσκονταν στη μισθολογική βαθμίδα G είχαν προαχθεί, και όχι προσληφθεί, στη μισθολογική αυτή βαθμίδα.

37      Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία καθιερώνουν τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη και η οποία έχει εφαρμογή στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο της Ένωσης, επιβάλλει, ιδίως, να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C-580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουλίου 2015, EJ κ.λπ. κατά Επιτροπής, F-112/14, EU:F:2015:90, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Τα διαφοροποιητικά στοιχεία των καταστάσεων και η τυχόν ομοιότητά τους πρέπει να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού των επίμαχων διατάξεων, εξυπακουομένου ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως προς το ζήτημα αυτό οι αρχές και οι σκοποί του οικείου τομέα (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C-390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Στην περίπτωση που διαπιστώνεται διαφορετική μεταχείριση δύο παρόμοιων καταστάσεων, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται δεόντως (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C-390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον σχετίζεται με σκοπό που επιδιώκεται νομίμως από το μέτρο με το οποίο αυτή εισάγεται και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν. Όταν η κανονιστική αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να περιορίζεται στο κατά πόσον συντρέχει πρόδηλη πλάνη (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C-390/15, EU:C:2017:174, σκέψεις 53 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η ΕΚΤ, όταν θεσπίζει κανόνες επί θεμάτων που αφορούν το καθεστώς που εφαρμόζεται στο προσωπικό που απασχολεί, διαθέτει ευρεία αυτονομία λόγω της λειτουργικής ανεξαρτησίας της (πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, Pflugradt κατά ΕΚΤ, T-178/00 και T-341/00, EU:T:2002:253, σκέψη 48). Επιπλέον, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συμφέροντος της υπηρεσίας, ανεξάρτητα από το πλαίσιο εξετάσεως ή την απόφαση για την οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη το συμφέρον αυτό (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2018, Barnett κατά ΕΟΚΕ, T-23/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:271, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην περίπτωση αυτή, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ή της ίσης μεταχείρισης παραβιάζεται μόνο στην περίπτωση που το επίμαχο μέτρο περιέχει διαφοροποίηση αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη σε σχέση με τον σκοπό του μέτρου αυτού (πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Gualtieri κατά Επιτροπής, C-485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 72)

42      Διευκρινίζεται επίσης ότι, ακόμη και αν η καθιέρωση γενικής και αφηρημένης ρυθμίσεως καταλήγει, σε ιδιάζουσες καταστάσεις, σε τυχαία άτοπα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί μια αρχή που διαθέτει κανονιστική εξουσία ότι κατέφυγε, κατά την οργάνωση των υπηρεσιών της, στη δημιουργία κατηγοριών, εφόσον η εν λόγω ρύθμιση δεν εισάγει από τη φύση της διακρίσεις εν όψει του επιδιωκομένου σκοπού (πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Gualtieri κατά Επιτροπής, C‑485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό θέσπισε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ, ανάλογα με το αν υπάγονται σε διπλή ή σε απλή μισθολογική βαθμίδα, ορίζοντας ότι οι υπαγόμενοι σε διπλή βαθμίδα, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος του προσωπικού, είναι επιλέξιμοι για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ εφόσον έχουν συμπληρώσει δώδεκα έτη υπηρεσίας στη μισθολογική βαθμίδα τους, ενώ η απαιτούμενη για τους υπαγόμενους σε απλή βαθμίδα προϋπηρεσία είναι μόλις οκτώ ετών.

44      Επομένως, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 38 έως 42 ανωτέρω, πρέπει να προσδιοριστεί το αντικείμενο και ο σκοπός του πιλοτικού προγράμματος για την ΒΜΣ, προκειμένου να καθοριστεί αν οι καταστάσεις των προσώπων που υπάγονται στη μία ή στην άλλη κατηγορία μισθολογικών βαθμίδων είναι παρόμοιες και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η διαπιστωθείσα διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη ή όχι.

45      Όσον αφορά την ομοιότητα των καταστάσεων, επισημαίνεται ότι, με την απάντηση της ΕΚΤ στη γραπτή ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τους σκοπούς της ΒΜΣ, το εν λόγω θεσμικό όργανο επισήμανε ότι η ΒΜΣ ήταν το αποτέλεσμα του προβληματισμού που προέκυψε όταν διαπιστώθηκε ότι η ΕΚΤ αντιμετώπιζε ένα «δημογραφικό πρόβλημα». Η ΕΚΤ εξέθεσε ότι, για λόγους συνδεόμενους με τα κριτήρια πρόσληψης που είχαν τεθεί σε εφαρμογή κατά την ίδρυσή της, μεγάλο τμήμα του προσωπικού της θα παρέμενε σταθερό επί σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια θα συνταξιοδοτούνταν κατά τη διάρκεια μιας σχετικώς σύντομης περιόδου.

46      Η κατάσταση αυτή είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, τον περιορισμό των δυνατοτήτων εσωτερικής προαγωγής σε ανώτερη μισθολογική βαθμίδα, και, ως εκ τούτου, μπορούσε να αποθαρρύνει τα μέλη του προσωπικού που επιθυμούσαν να αναλάβουν νέα καθήκοντα.

47      Κατόπιν του προβληματισμού που πυροδότησε το γεγονός της εν λόγω διαπίστωσης, η ΕΚΤ αποφάσισε να λάβει ένα ειδικό μέτρο για την ενθάρρυνση της πρόωρης αποχώρησης μέρους του προσωπικού, δηλαδή των μελών του προσωπικού για τα οποία υπήρχε η μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν εργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ΕΚΤ παραμένοντας στην ίδια μισθολογική βαθμίδα, χωρίς να εστιάσει το μέτρο αυτό στα μέλη του προσωπικού που βρίσκονταν στην ηλικιακή ομάδα την οποία αφορούσε το «δημογραφικό πρόβλημα».

48      Προκύπτει, επομένως ότι ο σκοπός της θεσπίσεως του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ συνίστατο στην προληπτική αντιμετώπιση διαφόρων κινδύνων που μπορούσαν να θίξουν την εύρυθμη λειτουργία της ΕΚΤ στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, με την πρόωρη δημιουργία κενών θέσεων ώστε να καταστεί δυνατή η πρόσληψη νέων προσώπων και να αυξηθούν οι δυνατότητες εσωτερικής προαγωγής για το υφιστάμενο προσωπικό. Το μέτρο αυτό συνδεόταν με το συμφέρον της υπηρεσίας, δεδομένου ότι αντιστοιχούσε στη βούληση διατήρησης ή και βελτίωσης του επιπέδου ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της ΕΚΤ.

49      Στο πλαίσιο αυτό, το αντικείμενο του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ ήταν να προκαλέσει την οικειοθελή και πρόωρη αποχώρηση μέρους των μελών του προσωπικού που εργάστηκαν για ορισμένο αριθμό ετών στην ΕΚΤ παραμένοντας στην ίδια μισθολογική βαθμίδα, διακρίνοντας ωστόσο μεταξύ των μελών του προσωπικού που υπάγονταν σε απλή μισθολογική βαθμίδα και εκείνων που υπάγονταν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα, ευνοώντας την αποχώρηση αυτή υπό τη μορφή συνδρομής για τη μετάβαση σε σταδιοδρομία εκτός της ΕΚΤ, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο. Μολονότι το αντικείμενο αυτό μπορούσε να θεωρηθεί, από την άποψη των μελών του προσωπικού που ενδεχομένως ενδιαφέρονταν για τον επαγγελματικό αναπροσανατολισμό, ως ευνοϊκό μέτρο, εντούτοις το εν λόγω αντικείμενο συνδεόταν πρωτίστως με το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδίωκε να υπηρετήσει.

50      Παράλληλα, με την απάντησή της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η ΕΚΤ εξέθεσε επίσης ότι η δημιουργία των διπλών μισθολογικών βαθμίδων αποσκοπούσε κυρίως στο να καταστεί δυνατή μακροχρόνια εξέλιξη της σταδιοδρομίας για τα είδη θέσεων στα οποία ήταν δυνατή η εξέλιξη σε διάφορα επίπεδα δραστηριότητας, ανάλογα με την κτηθείσα πείρα. Τα στοιχεία αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από τον προσφεύγοντα, ο οποίος περιορίστηκε να ισχυριστεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η ΕΚΤ είχε μεριμνήσει ώστε η θέσπιση των διπλών μισθολογικών βαθμίδων να μην είναι επιζήμια για τα υφιστάμενα μέλη του προσωπικού.

51      Επισημαίνεται ότι, σε σχέση με τις απλές μισθολογικές βαθμίδες, οι δύο διπλές μισθολογικές βαθμίδες (E/F και F/G) αντιστοιχούν αντικειμενικά σε μια δυνητικά μακρά σταδιοδρομία, η οποία μπορεί να ευνοήσει τη σταθερότητα του προσωπικού που κατέχει θέσεις για τις οποίες η κτηθείσα πείρα κατά την ίδια την άσκηση των οικείων καθηκόντων εντός του θεσμικού οργάνου μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του εν λόγω οργάνου, ιδίως όσον αφορά την εξειδίκευση και, επομένως, την αποτελεσματικότητα και τις αναληφθείσες ευθύνες. Από τον κατάλογο των συγκεκριμένων θέσεων προκύπτει ότι αυτές αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν σε τεχνικής φύσεως καθήκοντα («εμπειρογνώμονες» για τη μισθολογική βαθμίδα F/G, «ειδικοί» ή «αναλυτές» για τη μισθολογική βαθμίδα E/F), τα οποία δεν αποτελούν διευθυντικά καθήκοντα και τα περισσότερα από τα οποία συνδέονται με την εκπλήρωση των ειδικών καθηκόντων της ΕΚΤ. Τούτο ίσχυε μεταξύ άλλων για τον προσφεύγοντα, ο οποίος απασχολούνταν ως εμπειρογνώμονας παραγωγής στη Διεύθυνση Τραπεζογραμματίων.

52      Κατά συνέπεια, οι καταστάσεις των δύο συγκεκριμένων κατηγοριών προσώπων διαφέρουν ως προς ένα ουσιώδες στοιχείο από την άποψη του συμφέροντος της υπηρεσίας, δηλαδή ως προς το ότι αντιστοιχούν σε διαφορετικά είδη καθηκόντων, ορισμένα από τα οποία η ΕΚΤ θέλησε να ασκούνται από σταθερότερο προσωπικό. Επομένως, από τη στιγμή που ένα μέλος του προσωπικού που υπάγεται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερο περιθώριο εξέλιξης εντός της μισθολογικής του βαθμίδας από το μέλος που υπάγεται σε απλή μισθολογική βαθμίδα, οι αντίστοιχες καταστάσεις των προσώπων που βρίσκονται στις δύο κατηγορίες μισθολογικών βαθμίδων δεν μπορούν να θεωρηθούν παρόμοιες, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ, όπως προσδιορίστηκαν στις σκέψεις 48 και 49. Συγκεκριμένα, εφόσον θεσμικό όργανο επιδιώκει να κρατήσει στο προσωπικό του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τα μέλη του προσωπικού που ασκούν ορισμένο είδος καθηκόντων, είναι συνεπές να μη δίνεται τόσο μεγάλο κίνητρο στους συγκεκριμένους υπαλλήλους να εξέλθουν πρόωρα από την υπηρεσία, όσο στα μέλη του προσωπικού που ασκούν είδη καθηκόντων για τα οποία δεν ισχύει ο ίδιος σκοπός. Η προφύλαξη αυτή μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση, ή ακόμα και στη βελτίωση, της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των καθηκόντων του οργάνου αυτού και, κατά συνέπεια, είναι προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

53      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι καταστάσεις των μελών του προσωπικού που βρίσκονται στη μία ή στην άλλη κατηγορία μισθολογικών βαθμίδων είναι παρόμοιες, η διαφορετική μεταχείριση που συνιστά ο καθορισμός ενός κριτηρίου επιλεξιμότητας δωδεκαετούς προϋπηρεσίας για εκείνους που ασκούν ένα είδος καθηκόντων που υπάγεται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα και ενός κριτηρίου επιλεξιμότητας μειωμένου σε οκταετή προϋπηρεσία για εκείνους που ασκούν καθήκοντα που υπάγονται σε απλή μισθολογική βαθμίδα δικαιολογείται αντικειμενικώς, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 51 και 52 ανωτέρω.

54      Εξάλλου, ο τρόπος με τον οποίο ελήφθη υπόψη το χαρακτηριστικό των καθηκόντων που υπάγονται στις δύο διπλές μισθολογικές βαθμίδες, το οποίο προσδιορίστηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που η διαφορά των τεσσάρων ετών όσον αφορά το κριτήριο επιλεξιμότητας του πιλοτικού προγράμματος για τη ΒΜΣ, η οποία υφίσταται μεταξύ των δύο κατηγοριών μελών του προσωπικού, αντιστοιχεί περίπου στη διαφορά του περιθωρίου μισθολογικής εξέλιξης που υφίσταται μεταξύ απλής και διπλής μισθολογικής βαθμίδας. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που παρατίθενται στη σκέψη 4 ανωτέρω προκύπτει ότι η μαθηματική σχέση μεταξύ της οκταετούς προϋπηρεσίας των μελών του προσωπικού που υπάγονται σε απλή μισθολογική βαθμίδα και του αριθμού των κλιμακίων που περιλαμβάνει μια τέτοια μισθολογική βαθμίδα, ήτοι του αριθμού των 99 κλιμακίων, αντιστοιχεί σε λίγο λιγότερο από 14 έτη προϋπηρεσίας για τα μέλη του προσωπικού που υπάγονται σε διπλή μισθολογική κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει 169 κλιμάκια.

55      Τέλος, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 42, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ, εφόσον όφειλε να θεσπίσει κανονιστική ρύθμιση γενικής εφαρμογής σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρύ περιθώριο εξουσίας εκτιμήσεως και ευρεία αυτονομία, μπορούσε, όπως υποστηρίζει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να στηριχθεί σε συνήθεις καταστάσεις, δεδομένου ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προβλέψει επιπλέον ένα σύστημα εξαιρέσεων προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιάζουσες καταστάσεις, όπως αυτή του προσφεύγοντος.

56      Όσον αφορά το εναλλακτικό κριτήριο επιλεξιμότητας, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την άποψη του προσφεύγοντος και το οποίο στηρίζεται στο γεγονός της συμπληρώσεως ορισμένου αριθμού ετών στο ανώτατο όριο μιας μισθολογικής βαθμίδας, αδιακρίτως του είδους της μισθολογικής βαθμίδας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό θα αντιστοιχούσε σε διαφορετική επιλογή εκ μέρους της ΕΚΤ στο πλαίσιο της πολιτικής της για τη διαχείριση του προσωπικού.

57      Πλην όμως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 40 και 41 ανωτέρω, αφενός, η ΕΚΤ, όταν θεσπίζει κανόνες σχετικούς με ζητήματα που αφορούν το καθεστώς που εφαρμόζεται στο προσωπικό που απασχολεί, διαθέτει ευρεία αυτονομία λόγω της λειτουργικής ανεξαρτησίας της. Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του συμφέροντος της υπηρεσίας, δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν οι πραγματοποιηθείσες επιλογές οφείλονται σε πρόδηλη πλάνη.

58      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 51 έως 54 ανωτέρω, το κριτήριο προϋπηρεσίας που επελέγη για το πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ στηριζόταν σε αντικειμενική βάση και ήταν συνεπές προς τη διάρθρωση των σταδιοδρομιών εντός της ΕΚΤ βάσει του είδους της ασκούμενης εργασίας.

59      Περαιτέρω, όπως υπογράμμισε η ΕΚΤ, κριτήριο που στηρίζεται στο γεγονός ότι ο υπάλληλος έφθασε στο ανώτατο όριο μισθολογικής βαθμίδας θα μπορούσε να καταστήσει επιλέξιμα για τη ΒΜΣ μέλη του προσωπικού τα οποία προσλήφθηκαν πρόσφατα, αλλά σε πολύ υψηλό επίπεδο μιας μισθολογικής βαθμίδας.

60      Επιπλέον, ένα τέτοιο κριτήριο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μια άλλη διαφορετική μεταχείριση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις της ΕΚΤ στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, από τα 987 μέλη του προσωπικού που υπάγονταν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα την 1η Ιανουαρίου 2013, μόνον 161 είχαν καταταχθεί κατά την πρόσληψή τους σε κλιμάκιο το οποίο αντιστοιχούσε σε κλιμάκιο της ανώτερης απλής μισθολογικής βαθμίδας. Επομένως, το εν λόγω κριτήριο θα ευνοούσε μια μειοψηφία των μελών του προσωπικού, δηλαδή εκείνους από τα 161 αυτά άτομα που είχαν καταταχθεί, κατά την πρόσληψή τους, σε κλιμάκιο σχετικά κοντινό με το ανώτατο όριο της διπλής μισθολογικής βαθμίδας τους. Αντιστρόφως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια ετήσια εξέλιξη κατά τέσσερα ή πέντε κλιμάκια μπορεί να θεωρηθεί κανονική με βάση την εξέλιξη του προσφεύγοντος στην μισθολογική του βαθμίδα (μετάβαση από το κλιμάκιο 136 στο κλιμάκιο 169 σε επτάμιση έτη), η πιθανότητα να είναι επιλέξιμα μέλη του προσωπικού που αρχικώς είχαν καταταχθεί στο κατώτερο τμήμα μιας διπλής μισθολογικής βαθμίδας θα ήταν μικρή, αν όχι μηδενική.

61      Εξάλλου, οι δυσχέρειες που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω, οι οποίες θα καθιστούσαν αναγκαία την πρόβλεψη συμπληρωματικών διατάξεων για την αποφυγή παράλογων περιπτώσεων ή για την αποφυγή σημαντικών διαφορών ως προς τη μεταχείριση, ενισχύουν τον ισχυρισμό της ΕΚΤ ότι το επίδικο μέτρο ανταποκρινόταν στον σκοπό της θεσπίσεως απλών και εύκολων στην εφαρμογή κανόνων.

62      Ομοίως, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός ότι τα μέλη του προσωπικού που έφθασαν στο ανώτατο όριο της μισθολογικής βαθμίδας στην οποία υπάγονται δεν έχουν πλέον προοπτικές σταδιοδρομίας, τον οποίο προβάλλει ο προσφεύγων για να αποδείξει την καταλληλότητα του εναλλακτικού κριτηρίου που προτείνει, δεν λαμβάνει υπόψη όλες τις προοπτικές σταδιοδρομίας εντός της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι οι προοπτικές αυτές δεν απορρέουν μόνον από την προαγωγή κατά κλιμάκιο σε μια συγκεκριμένη μισθολογική βαθμίδα, αλλά και από την εξέλιξη σε διάφορα επίπεδα δραστηριότητας για ορισμένα είδη καθηκόντων και, γενικώς, από τις δυνατότητες εσωτερικής προαγωγής σε ανώτερη μισθολογική βαθμίδα. Οι πιθανότητες δε αυτές είναι πολλές για τα μέλη του προσωπικού που έχουν μεγάλη επαγγελματική πείρα, πράγμα που συμβαίνει κατ’ ανάγκη στην περίπτωση των μελών του προσωπικού που βρίσκονται στην κορυφή της μισθολογικής τους βαθμίδας. Περαιτέρω, ένας από τους σκοπούς που επιδιώκει η ΒΜΣ είναι ακριβώς να ευνοηθεί η εσωτερική προαγωγή με την απελευθέρωση θέσεων μέσω της πρόωρης αποχώρησης ορισμένων μελών του προσωπικού που κατέχουν θέσεις υπαγόμενες σε ανώτερες μισθολογικές βαθμίδες, οπότε η ίδια η ΒΜΣ ενέχει απάντηση στο είδος των ανησυχιών που προβάλλει ο προσφεύγων.

63      Τέλος, δεν στερείται σημασίας για την εκτίμηση της αναλογικότητας του επίμαχου κριτηρίου προϋπηρεσίας η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό εντασσόταν σε πιλοτικό πρόγραμμα το οποίο έπρεπε να αξιολογηθεί εκ των υστέρων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως ECB/2012/NP18 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C-390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 69).

64      Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση των μελών του προσωπικού που υπάγονται σε διπλή μισθολογική βαθμίδα είναι παρόμοια με την κατάσταση εκείνων που υπάγονται σε απλή μισθολογική βαθμίδα σε σχέση με το αντικείμενο και τους σκοπούς της ΒΜΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούσε πρόδηλη πλάνη το γεγονός ότι επιλέχθηκε, για το πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ, το επίμαχο κριτήριο προϋπηρεσίας, το οποίο προκύπτει, επομένως, ότι ήταν δικαιολογημένο.

65      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό δεν ήταν αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ούτε, στο μέτρο που τα ζητήματα αυτά μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστής εξέτασης, ενείχε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον καθόριζε κατώτατο όριο επιλεξιμότητας για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ το οποίο αντιστοιχούσε σε δώδεκα έτη προϋπηρεσίας για τα μέλη του προσωπικού που είχαν καταταχθεί στις διπλές μισθολογικές βαθμίδες, ενώ το όριο αυτό ήταν οκτώ έτη προϋπηρεσίας για εκείνους που είχαν καταταχθεί στις απλές μισθολογικές βαθμίδες.

66      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό λόγω παραβάσεως του άρθρου 21 του Χάρτη και της οδηγίας 2000/78, εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας

67      Κατά τον προσφεύγοντα, τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ίδιο επίπεδο στις μισθολογικές βαθμίδες ανήκουν κατά προσέγγιση στην ίδια ηλικιακή ομάδα. Εφόσον όμως τα μέλη του προσωπικού που έχουν καταταχθεί σε διπλή μισθολογική βαθμίδα έπρεπε να αναμένουν, για να είναι επιλέξιμα για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ, τέσσερα έτη περισσότερο από εκείνα που έχουν καταταχθεί σε απλή μισθολογική βαθμίδα, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι έπρεπε να είναι μεγαλύτερης ηλικίας από τα τελευταία για να μπορέσουν να ενταχθούν στο πρόγραμμα αυτό. Επομένως, το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό περιλαμβάνει μια υπόρρητη προϋπόθεση ηλικίας. Η προϋπόθεση αυτή συνιστά διάκριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία σε βάρος των μελών του προσωπικού που κατατάχθηκαν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα και η διάκριση αυτή δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς, τούτο δε για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

68      Η ΕΚΤ προβάλλει ότι δεν υφίσταται συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας και της κατάταξης σε απλή ή σε διπλή μισθολογική βαθμίδα ούτε μεταξύ της ηλικίας και της προϋπηρεσίας σε μισθολογική βαθμίδα ούτε μεταξύ της ηλικίας και του επιπέδου της κατάταξης σε μισθολογική βαθμίδα. Επομένως, δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση συνδεόμενη άμεσα ή έμμεσα με την ηλικία.

69      Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, συγκεκριμενοποιήθηκε με την οδηγία 2000/78 στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci, C-555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 21) και ότι η απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη. Εξάλλου, η οδηγία 2000/78 δεν συνιστά απλώς παραδεκτή πηγή έμπνευσης στο πλαίσιο των ένδικων διαφορών που αφορούν το προσωπικό των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ως προς τον καθορισμό των υποχρεώσεων της αρμόδιας κανονιστικής αρχής όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ηλικίας (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, RK κατά Συμβουλίου, T-11/17, EU:T:2019:65, σκέψεις 68 έως 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), αλλά επιπλέον, όσον αφορά την ΕΚΤ, τη δεσμεύει δυνάμει του άρθρου 9, στοιχείο γʹ, των όρων απασχόλησης.

70      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για το πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ δεν περιελάμβαναν καμία άμεση αναφορά στην ηλικία των μελών του προσωπικού.

71      Εξάλλου, στη διάκριση μεταξύ των μελών του προσωπικού αναλόγως του είδους της μισθολογικής βαθμίδας στην οποία υπάγονται δεν εμπλέκεται η ηλικία τους.

72      Υπογραμμίζεται συναφώς ότι η προϋπηρεσία σε οποιαδήποτε μισθολογική βαθμίδα εξαρτάται μόνον από το χρονικό σημείο της πρόσληψης ή, ενδεχομένως, της προαγωγής σε μισθολογική βαθμίδα.

73      Όσον αφορά την κατάσταση που αντιστοιχεί στην κατάσταση του προσφεύγοντος και στην οποία αυτός στηρίζει την προσφυγή του, δηλαδή την πρόσληψη σε διπλή μισθολογική βαθμίδα, διαπιστώνεται ότι η πρόσληψη στη βαθμίδα αυτή είναι δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο της σταδιοδρομίας, ιδίως στο δεύτερο τμήμα της, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα του προσφεύγοντος, αλλά και νωρίτερα στη σταδιοδρομία ή ακόμη και στην αρχή της σταδιοδρομίας.

74      Η δεύτερη αυτή περίπτωση είναι εξάλλου η συνηθέστερη, καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε η ΕΚΤ και τα οποία επαναλαμβάνονται στα δικόγραφα του προσφεύγοντος, από τους 458 υπαλλήλους που προσλήφθηκαν από το θεσμικό αυτό όργανο μεταξύ 2010 και 2012, το 82 % κατατάχθηκαν στο πρώτο τμήμα διπλής μισθολογικής βαθμίδας.

75      Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν η ανάληψη καθηκόντων στην ΕΚΤ, και επομένως η κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα, να πραγματοποιείται σε σχεδόν οποιοδήποτε στάδιο του επαγγελματικού βίου και, ως εκ τούτου, σε σχεδόν οποιαδήποτε ηλικία που αντιστοιχεί στην περίοδο αυτή του βίου.

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα μέλος του προσωπικού, λόγω της προσλήψεώς του στην αρχή της σταδιοδρομίας του, να έχει συμπληρώσει δώδεκα έτη προϋπηρεσίας σε διπλή μισθολογική βαθμίδα πριν το 40ό έτος της ηλικίας του, οπότε θα είναι επιλέξιμο για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ, ούτε επίσης το ενδεχόμενο ένα μέλος του προσωπικού, επειδή προσλήφθηκε ή προήχθη στο τέλος της σταδιοδρομίας του, να μην έχει συμπληρώσει οκτώ έτη προϋπηρεσίας σε απλή μισθολογική βαθμίδα στην ηλικία των 55 ετών, οπότε δεν θα είναι επιλέξιμο για το πρόγραμμα αυτό.

77      Βεβαίως, θα ήταν δυνατόν, στην περίπτωση δύο ατόμων που προσλήφθηκαν την ίδια χρονική στιγμή και στην ίδια ηλικία, αλλά το ένα σε απλή και το άλλο σε διπλή μισθολογική βαθμίδα, το μεν ένα να είναι επιλέξιμο για το πιλοτικό πρόγραμμα για την ΒΜΣ, το δε άλλο όχι. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν θα ήταν αποτέλεσμα δυσμενούς διάκρισης λόγω ηλικίας, αλλά του χρόνου της προσλήψεως και του είδους της μισθολογικής βαθμίδας στην οποία υπήχθησαν, η οποία καθορίζεται από το είδος των ασκούμενων καθηκόντων, δηλαδή από παραμέτρους ανεξάρτητες της ηλικίας, εκ των οποίων η δεύτερη θεωρήθηκε συνεπής προς τους σκοπούς και το αντικείμενο της ΒΜΣ στο πλαίσιο της απαντήσεως στον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

78      Κατά τα λοιπά, μολονότι ο προσφεύγων ολοκληρώνει τη συλλογιστική του όσον αφορά την ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας, στο σημείο 80 του δικογράφου της προσφυγής, αναφέροντας ότι η ΒΜΣ «προβλέπει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στο κριτήριο της ηλικίας », επικαλείται, ωστόσο, στο σημείο 72 του δικογράφου της προσφυγής, την ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως λόγω ηλικίας, οπότε πρέπει να εξεταστεί το τελευταίο αυτό ενδεχόμενο.

79      Σύμφωνα με τον ορισμό που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης ηλικίας, σε σχέση με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Εξάλλου, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η αναγνώριση ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση πρέπει να στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης.

80      Εν προκειμένω, από τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον απολογισμό που καταρτίστηκε μετά το πέρας της ΒΜΣ (παράρτημα A.14) προκύπτει ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού οδήγησε στην πρόωρη αποχώρηση 7 προσώπων ηλικίας κάτω των 45 ετών, 15 προσώπων ηλικίας 45 έως 54 ετών και 23 προσώπων ηλικίας άνω των 54 ετών. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία αποδεικνύουν ότι, συγκεκριμένα, το επίμαχο κριτήριο προϋπηρεσίας δεν ευνόησε ούτε περιήγαγε σε μειονεκτική θέση, μεταξύ των μελών του προσωπικού, εκείνους που υπάγονταν σε ορισμένη ηλικιακή ομάδα.

81      Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να υφίσταται εν προκειμένω σύνδεσμος μεταξύ του κριτηρίου προϋπηρεσίας και της ηλικίας, επισημαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη για τους ίδιους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στο συμφέρον της υπηρεσίας, με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 48 και 50 έως 54 ανωτέρω, στο πλαίσιο της απάντησης στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, δεδομένου ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, μεταξύ άλλων λόγω ηλικίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη, αποτελεί απλώς ειδική έκφανση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, RK κατά Συμβουλίου, T‑11/17, EU:T:2019:65, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό δεν συνεπαγόταν δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας σε βάρος των μελών του προσωπικού που υπάγονταν σε διπλή μισθολογική βαθμίδα, καθόσον καθόριζε κατώτατο όριο επιλεξιμότητας για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΑΤΡ δώδεκα ετών προϋπηρεσίας για τα μέλη του προσωπικού που υπάγονταν στις διπλές μισθολογικές βαθμίδες, ενώ το κατώτατο αυτό όριο ήταν οκτώ έτη προϋπηρεσίας για τα μέλη του προσωπικού που υπάγονταν στις απλές μισθολογικές βαθμίδες.

83      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας

84      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ υπέπεσε τόσο σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσο και σε παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, αφενός μεν, παραλείποντας να προβεί σε επαρκώς εμπεριστατωμένη εξέταση των συνεπειών της επίμαχης προϋπόθεσης προϋπηρεσίας, ενώ η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται στρέβλωση σε σχέση με αυτή καθαυτή την αρχή της μετάβασης σε νέα σταδιοδρομία και δυσμενή διάκριση ή αδικία σε ορισμένες περιπτώσεις, αφετέρου δε, μη ερμηνεύοντας το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό κατά τρόπον ώστε να αποφευχθούν οι συνέπειες αυτές. Τούτο θα μπορούσε συγκεκριμένα να είχε συμβεί, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, με την εφαρμογή της νέας ρύθμισης, η οποία δεν διακρίνει πλέον ανάλογα με τις απλές ή τις διπλές μισθολογικές βαθμίδες, στο πλαίσιο των μέτρων που συνεπαγόταν η εκτέλεση της απόφασης της 17ης Νοεμβρίου 2017, Teeäär κατά ΕΚΤ (T-555/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:817).

85      Η ΕΚΤ αμφισβητεί τη βασιμότητα του λόγου αυτού ακυρώσεως. Προβάλλει, ιδίως, ότι το καθήκον μέριμνας περιορίζεται από την τήρηση των κανόνων, οπότε δεν μπορούσε να εφαρμόσει παρεκκλίσεις μη προβλεπόμενες από το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό ούτε να μη λάβει υπόψη το ratione temporis πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής και της διατάξεως που την αντικατέστησε.

86      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από την απάντηση στον πρώτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός, στο μέτρο που στηρίζεται στην υπόθεση ότι η επίμαχη προϋπόθεση προϋπηρεσίας συνεπάγεται στρέβλωση σε σχέση με αυτή καθαυτή την αρχή της μεταβάσεως σε νέα σταδιοδρομία. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το καθήκον μέριμνας επέβαλλε στην ΕΚΤ να δεχθεί την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη ΒΜΣ για τον λόγο ότι, στην περίπτωσή του, η προϋπόθεση επιλεξιμότητας που προβλέπει το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό θα κατέληγε σε δυσμενές και μη ενδεδειγμένο αποτέλεσμα.

87      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η επίμαχη διάταξη δεν προέβλεπε εξαίρεση ούτε δυνατότητα παρεκκλίσεως από την προϋπόθεση προϋπηρεσίας, οπότε η ΕΚΤ ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει την προϋπόθεση αυτή.

88      Συγκεκριμένα, το καθήκον μέριμνας της διοίκησης έναντι των υπαλλήλων της αντανακλά την ισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των δημοσίων υπαλλήλων. Το καθήκον αυτό επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στη δημόσια αρχή, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση μέλους του προσωπικού της, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνον της υπηρεσίας αλλά και του οικείου υπαλλήλου. Ωστόσο, η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των μελών του προσωπικού πρέπει να βρίσκει πάντοτε το όριό της στην τήρηση των ισχυόντων κανόνων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, T-416/03, EU:T:2006:375, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι εφάρμοσε το άρθρο 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό, όπως αυτό ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ.

90      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό

91      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η έννοια της «διπλής μισθολογικής βαθμίδας» δεν ορίζεται με σαφήνεια στο νομοθετικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στο προσωπικό της ΕΚΤ και υπογραμμίζει ότι η σύμβασή του δεν ανέφερε ότι «η μισθολογική βαθμίδα F/G» (F/G - Band) στην οποία είχε καταταχθεί ήταν «διπλή μισθολογική βαθμίδα» (broadband). Λαμβανομένων υπόψη των ασαφειών αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων κατατάχθηκε σε απλή μισθολογική βαθμίδα κατά την έννοια του άρθρου 2.3.1 των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό και, επομένως, έπρεπε να δικαιολογήσει μόνον οκτώ έτη προϋπηρεσίας, οπότε η υποψηφιότητά του για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ ήταν παραδεκτή.

92      Η ΕΚΤ προβάλλει ότι το παράρτημα 1, σημείο 4, των όρων απασχόλησης περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας της διπλής μισθολογικής βαθμίδας. Επισημαίνει επίσης ότι οι όροι απασχόλησης αποτελούσαν ρητώς τμήμα της σύμβασης του προσφεύγοντος και ότι ο προσφεύγων εντάχθηκε συμβατικώς στις συνεχόμενες μισθολογικές βαθμίδες F και G. Ως εκ τούτου, δεν ασκεί επιρροή το ότι στη σύμβαση του προσφεύγοντος αναφερόταν «μισθολογική βαθμίδα F/G», χωρίς να διευκρινίζεται ότι επρόκειτο για διπλή μισθολογική βαθμίδα.

93      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έννοια της διπλής μισθολογικής βαθμίδας ορίζεται πράγματι στο παράρτημα 1, σημείο 4, των όρων απασχόλησης ως «το σύνολο δύο συνεχόμενων μισθολογικών βαθμίδων». Ο ορισμός αυτός πρέπει να συσχετισθεί με τη διάρθρωση των μισθών που περιλαμβάνεται στο σημείο 1 του παραρτήματος αυτού, το οποίο επαναλαμβάνει τις βαθμίδες A, B, C, D, E, F, E/F, G, F/G, H, I, J, K και L, και από το οποίο προκύπτει ότι μόνον οι μισθολογικές βαθμίδες E/F και F/G αποτελούν σύνολο δύο συνεχόμενων μισθολογικών βαθμίδων.

94      Όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, οι όροι απασχόλησης αποτελούσαν μέρος της σύμβασης πρόσληψης του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι επισυνάπτονταν στην επιστολή της ΕΚΤ της 9ης Φεβρουαρίου 2004 που περιείχε τους όρους της πρόσληψής του, ως αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης αυτής.

95      Συνεπώς, ο όρος «F/G - Band» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω επιστολή έχει την έννοια ότι προβλέπει την κατάταξη του προσφεύγοντος στη διπλή μισθολογική βαθμίδα F/G, ως εμπειρογνώμονα παραγωγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν είχε γίνει μνεία του όρου «διπλή» (broad).

96      Εξάλλου, από το σημείωμα που επισύναψε ο προσφεύγων στην υποψηφιότητά του για το πιλοτικό πρόγραμμα της ΒΜΣ προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε ερμηνεύσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιστολή της ΕΚΤ της 9ης Φεβρουαρίου 2004 που περιείχε τους όρους προσληψής του.

97      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός του πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος και, συνακόλουθα, να απορριφθεί και το αίτημα ακυρώσεως.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

98      Ο προσφεύγων ζητεί να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να του καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί στην ενίσχυση που θα είχε λάβει εάν είχε γίνει δεκτή η υποψηφιότητά του για το πιλοτικό πρόγραμμα για τη ΒΜΣ, εκτιμώμενο σε 101 447 ευρώ, πλέον τόκων.

99      Η ΕΚΤ ζητεί την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως, καθόσον, κατ’ αυτήν, το αίτημα ακυρώσεως που συνδέεται στενά με το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

100    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα αιτήματα προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας ή προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτονται όταν, όπως εν προκειμένω, συνδέονται στενά με τα αιτήματα ακυρώσεως τα οποία πρέπει επίσης να απορριφθούν ως αβάσιμα (απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T-570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 69· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C-274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 129, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψη 51).

101    Δεδομένου ότι το αίτημα ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απορριπτέο, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αποζημίωσης ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, η προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

102    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον Raivo Teeäär στα δικαστικά έξοδα.

Nihoul

Svenningsen

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Μαρτίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.