Language of document : ECLI:EU:C:2023:697

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C301/22

Peter Sweetman

κατά

An Bord Pleanála,

Ireland and the Attorney General,

παρισταμένων των

Bradán Beo Teoranta,

Galway City Council,

Environmental Protection Agency

[αίτηση του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2000/60/ΕΚ – Πλαίσιο δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Περιβαλλοντικοί στόχοι για τα επιφανειακά ύδατα – Υποχρέωση των κρατών μελών να μην εγκρίνουν έργο ικανό να προκαλέσει υποβάθμιση της κατάστασης συστήματος επιφανειακών υδάτων – Άρθρο 5 και παράρτημα II – Χαρακτηρισμός των τύπων συστημάτων επιφανειακών υδάτων – Άρθρο 8 και παράρτημα V – Ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης επιφανειακών υδάτων – Λίμνη με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων – Έλλειψη υποχρέωσης χαρακτηρισμού και ταξινόμησης του ως άνω υδατικού συστήματος – Υποχρεώσεις που υπέχει το κράτος μέλος σε περίπτωση αναπτυξιακού έργου ικανού να επηρεάσει το εν λόγω υδατικό σύστημα»






I.      Εισαγωγή

1.        Οφείλει ένα κράτος μέλος να προβεί στον χαρακτηρισμό, κατά την έννοια του άρθρου 5 και του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (2), και, εν συνεχεία, στην ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 8 και του παραρτήματος V της οδηγίας αυτής, όλων των λιμνών που βρίσκονται στο έδαφός του και έχουν επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων; Εφόσον τούτο δεν ισχύει, ποιες υποχρεώσεις υπέχει το κράτος μέλος βάσει της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία ενός τέτοιου υδατικού συστήματος όταν ένα αναπτυξιακό έργο είναι ικανό να το επηρεάσει; Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα ερωτήματα που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία).

2.        Τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα αποτελούν συνέχεια της αποφάσεως της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 50), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, με την επιφύλαξη της συνδρομής περίπτωσης παρεκκλίσεως, οποιαδήποτε υποβάθμιση της κατάστασης ορισμένου υδατικού συστήματος πρέπει να αποτρέπεται ανεξαρτήτως των πιο μακροπρόθεσμων σχεδιασμών που προβλέπονται με τα σχέδια διαχείρισης και τα προγράμματα μέτρων.

3.        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Peter Sweetman (στο εξής: προσφεύγων) και του An Bord Pleanála (συμβουλίου χωροταξικού σχεδιασμού, Ιρλανδία στο εξής: συμβούλιο χωροταξίας) με αντικείμενο την έγκριση αναπτυξιακού έργου για την άντληση υδάτων από λίμνη με επιφάνεια 0,083 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων, το οποίο:

α)      να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό·

[...]».

5.        Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “Επιφανειακά ύδατα”: τα εσωτερικά ύδατα, εκτός των υπόγειων υδάτων· τα μεταβατικά και τα παράκτια ύδατα, εκτός εάν πρόκειται για τη χημική τους κατάσταση, οπότε περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα.

[...]

5)      “Λίμνη”: σύστημα στάσιμων εσωτερικών επιφανειακών υδάτων.

[...]

10)      “Σύστημα επιφανειακών υδάτων”: διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως π.χ. μια λίμνη, ένας ταμιευτήρας, ένα ρεύμα, ένας ποταμός ή μια διώρυγα, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, μεταβατικά ύδατα ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων.

[...]

17)      “Κατάσταση επιφανειακών υδάτων”: η συνολική έκφραση της κατάστασης ενός επιφανειακού υδατικού συστήματος, που καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της οικολογικής και της χημικής του κατάστασης.

[...]

21)      “Οικολογική κατάσταση”: η ποιοτική έκφραση της διάρθρωσης και της λειτουργίας υδάτινων οικοσυστημάτων που συνδέονται με επιφανειακά ύδατα, η οποία ταξινομείται σύμφωνα με το παράρτημα V·

[...]».

6.        Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιβαλλοντικοί στόχοι», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Προκειμένου να καταστούν λειτουργικά τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού:

α)      για τα επιφανειακά ύδατα

i)      τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

ii)      τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του σημείου iii) για τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη μιας καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

iii)      τα κράτη μέλη προστατεύουν και αναβαθμίζουν όλα τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη καλού οικολογικού δυναμικού και καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, το αργότερο δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

[...]

γ)      για τις προστατευόμενες περιοχές

Τα κράτη μέλη συμμορφούνται με όλα τα πρότυπα και τους στόχους το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός αν προβλέπεται άλλως στην κοινοτική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.

[...]»

7.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χαρακτηριστικά της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, επισκόπηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος», έχει ως εξής:

«Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή για κάθε τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού το οποίο βρίσκεται στο έδαφός του, αναλαμβάνεται:

–        ανάλυση των χαρακτηριστικών της,

–        επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και

–        οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος,

σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των παραρτημάτων II και III, και ότι θα έχει περατωθεί το αργότερο τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παρούσας οδηγίας.»

8.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μητρώο προστατευόμενων περιοχών», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δημιουργία μητρώου ή μητρώων όλων των περιοχών που κείνται στο εσωτερικό κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως χρήζουσες ειδικής προστασίας βάσει ειδικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων τους ή για τη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών που εξαρτώνται άμεσα από το νερό.

9.        Το άρθρο 8 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρακολούθηση της κατάστασης των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και των προστατευόμενων περιοχών», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την κατάρτιση προγραμμάτων για την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων, ώστε να υπάρχει συνεκτική και συνολική εικόνα της κατάστασης των υδάτων σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού:

–        για τα επιφανειακά ύδατα, τα προγράμματα καλύπτουν:

i)      τον όγκο και τη στάθμη ή το ρυθμό ροής στο μέτρο που αφορά την οικολογική και τη χημική τους κατάσταση και το οικολογικό τους δυναμικό·

ii)      την οικολογική και τη χημική τους κατάσταση και το οικολογικό τους δυναμικό,

[...]

–        για τις προστατευόμενες περιοχές, τα προγράμματα συμπληρώνονται με τις προδιαγραφές που περιέχονται στην κοινοτική νομοθεσία με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.

2.      [...] Η ως άνω παρακολούθηση πρέπει να συμφωνεί με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V.

[…]»

10.      Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόγραμμα μέτρων», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά για τη θέσπιση, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή για το τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκεται εντός της επικράτειάς του, προγράμματος μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των αναλύσεων που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 5, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 4. Τα εν λόγω προγράμματα μέτρων μπορούν να αναφέρονται σε μέτρα που προκύπτουν από νομοθεσία, η οποία έχει θεσπισθεί σε εθνικό επίπεδο, και καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους. Κατά περίπτωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να θεσπίζει μέτρα που ισχύουν για όλες τις περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού ή/και τα τμήματα διεθνών περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκονται στην επικράτειά του.

2.      Κάθε πρόγραμμα μέτρων περιλαμβάνει τα “βασικά” μέτρα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 και, όπου απαιτείται, “συμπληρωματικά” μέτρα.

3.      Τα “βασικά μέτρα” είναι οι στοιχειώδεις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται και συνίστανται:

[...]

ε)      σε ελέγχους που διέπουν την άντληση γλυκών επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και την κατακράτηση γλυκών επιφανειακών υδάτων, συμπεριλαμβανομένου μητρώου ή μητρώων αντλήσεων, και απαίτηση προηγούμενης άδειας για την άντληση και την κατακράτηση. Οι έλεγχοι αυτοί επανεξετάζονται περιοδικώς και, εφόσον χρειάζεται, εκσυγχρονίζονται. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τους εν λόγω ελέγχους τις αντλήσεις ή τις κατακρατήσεις που δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση του ύδατος·

[...]».

11.      Το παράρτημα II της οδηγίας 2000/60 έχει ως εξής:

«1.      Επιφανειακά ύδατα.

1.1.      Χαρακτηρισμός των τύπων συστημάτων επιφανειακών υδάτων

Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν την τοποθεσία και τα όρια των συστημάτων επιφανειακών υδάτων και πραγματοποιούν αρχικό χαρακτηρισμό όλων των συστημάτων αυτών με την ακόλουθη μεθοδολογία. Για τον αρχικό αυτό χαρακτηρισμό, τα κράτη μέλη μπορούν να συνενώνουν διάφορα συστήματα επιφανειακών υδάτων.

i)      Τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού κατατάσσονται είτε σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες επιφανειακών υδάτων – ποταμοί, λίμνες, μεταβατικά ύδατα ή παράκτια ύδατα – είτε ως τεχνητά συστήματα επιφανειακών υδάτων είτε ως ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα.

ii)      Για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων, τα σχετικά συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, διακρίνονται σε τύπους. Οι τύποι αυτοί ορίζονται είτε με το “σύστημα Α” είτε με το “σύστημα Β”, τα οποία περιγράφονται στο σημείο 1.2.

iii)      Εάν χρησιμοποιείται το σύστημα Α, τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού διαχωρίζονται πρώτα στις αντίστοιχες οικοπεριοχές ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές που περιγράφονται στο σημείο 1.2 και εμφαίνονται στο σχετικό χάρτη του παραρτήματος XI. Στη συνέχεια, τα υδατικά συστήματα κάθε οικοπεριοχής διαχωρίζονται σε τύπους συστημάτων επιφανειακών υδάτων με βάση τους περιγραφείς των πινάκων του συστήματος Α.

iv)      Εάν χρησιμοποιείται το σύστημα Β, τα κράτη μέλη πρέπει να επιτυγχάνουν τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό διαχωρισμού που θα επιτυγχάνονταν με το σύστημα Α. Κατά συνέπεια, τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού διαχωρίζονται σε τύπους βάσει των τιμών των υποχρεωτικών περιγραφέων και των προαιρετικών περιγραφέων ή συνδυασμών περιγραφέων που απαιτούνται για να εξασφαλίζεται ο αξιόπιστος υπολογισμός των τυποχαρακτηριστικών βιολογικών συνθηκών αναφοράς.

[...]

1.2.      Οικοπεριοχές και τύποι συστημάτων επιφανειακών υδάτων

[...]

1.2.2.            Λίμνες

Σύστημα Α

Σταθερή τυπολογία

Περιγραφείς

Οικοπεριοχή

Οικοπεριοχές του χάρτη Α του παραρτήματος XI

Τύπος

Τυπολογία υψομέτρου

υψηλός > 800 m

μέσου υψομέτρου 200-800 m

πεδινός < 200 m

Τυπολογία βάθους βάσει του μέσου βάθους

< 3 m

3-15 m

> 15 m

Τυπολογία μεγέθους βάσει της επιφάνειας

0,5-1 km2

1-10 km2

10-100 km2

> 100 km2

Γεωλογία

ασβεστολιθικός

πυριτικός

οργανικός


Σύστημα Β

Εναλλακτικός χαρακτηρισμός

Φυσικοί και χημικοί παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τα χαρακτηριστικά της λίμνης και, κατά συνέπεια, τη δομή και τη σύνθεση του βιολογικού πληθυσμού

Υποχρεωτικοί παράγοντες

Υψόμετρο

Γεωγραφικό πλάτος

Γεωγραφικό μήκος

Βάθος

Γεωλογία

Μέγεθος

Προαιρετικοί παράγοντες

[...]


[...]»

12.      Το παράρτημα IV της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστατευόμενες περιοχές», ορίζει στο σημείο 1 ότι το μητρώο των προστατευόμενων περιοχών του άρθρου 6 της οδηγίας περιλαμβάνει διάφορους τύπους προστατευόμενων περιοχών, μεταξύ δε αυτών και περιοχές που προορίζονται για την προστασία οικοτόπων ή ειδών όταν η διατήρηση ή η βελτίωση της κατάστασης των υδάτων είναι σημαντική για την προστασία τους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών τόπων του προγράμματος «Φύση 2000» [Natura 2000], που καθορίζονται δυνάμει των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ (3) και 79/409/ΕΟΚ (4).

13.      Το παράρτημα V της ίδιας οδηγίας καθορίζει, όσον αφορά την κατάσταση επιφανειακών υδάτων (σημείο 1), τα ποιοτικά στοιχεία για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης (σημείο 1.1), μεταξύ άλλων, για τις λίμνες (σημείο 1.1.2).

Β.      Το ιρλανδικό δίκαιο

14.      Η οδηγία 2000/60 μεταφέρθηκε στο ιρλανδικό δίκαιο με διάφορες κανονιστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων η European Communities (Water Policy) Regulations 2003 [κανονιστική απόφαση του 2003 περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πολιτική στον τομέα των υδάτων)] (5) και η European Union (Water Policy) Regulations 2014 [κανονιστική απόφαση του 2014 περί Ευρωπαϊκής Ένωσης (πολιτική στον τομέα των υδάτων)] (6).

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Η Loch an Mhuilinn είναι μια ιδιωτική, μη παλιρροιακή, εσωτερική λίμνη στη νήσο Gorumna της κομητείας Galway (Ιρλανδία), με έκταση 0,083 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ήτοι 8,3 εκταρίων (στο εξής: λίμνη). Η λίμνη δεν έχει χαρακτηριστεί από την Environmental Protection Agency (υπηρεσία προστασίας περιβάλλοντος, Ιρλανδία, στο εξής: EPA) (7) ως υδατικό σύστημα κατά την οδηγία 2000/60, διότι δεν πληροί τα κριτήρια που θεσπίζει η οδηγία ως προς την επιφάνεια ή την τοποθεσία εντός προστατευόμενης περιοχής. Ως εκ τούτου, η EPA δεν προέβη στην ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της λίμνης, κατά την έννοια του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας (8).

16.      Η εταιρία Bradán Beo Teoranta ζήτησε από το συμβούλιο χωροταξίας άδεια για την άντληση 4 680 κυβικών μέτρων γλυκών υδάτων εβδομαδιαίως κατ’ ανώτατο όριο από τη λίμνη, για μέγιστο χρονικό διάστημα 22 εβδομάδων ετησίως, από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο (9). Η άντληση θα πραγματοποιείτο επί τέσσερις ώρες ημερησίως για τέσσερις ημέρες εβδομαδιαίως κατ’ ανώτατο όριο, τα δε αντλούμενα γλυκά ύδατα επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την πλύση των ασθενών σολομών προκειμένου αυτοί να απαλλαγούν από την παρουσία αμοιβαδικών οργανισμών στα βράγχιά τους καθώς και από τις θαλάσσιες ψείρες. Οι σολομοί αυτοί βρίσκονταν σε τέσσερις εγκεκριμένες εγκαταστάσεις τις οποίες εκμεταλλεύεται η ως άνω εταιρία, στον όρμο Kilkieran, στην κομητεία Galway. Τα γλυκά ύδατα θα αντλούνταν από τη λίμνη μέσω αγωγού και θα μεταφέρονταν μέσω ενός χάνδακα στην παραλιακή οδό όπου ένας άλλος αγωγός θα μετέφερε τα ύδατα σε κατασκευές οι οποίες θα καλύπτονταν με μουσαμάδες και, ακολούθως, θα ρυμουλκούνταν με πλωτά μέσα στις εγκαταστάσεις όπου θα πραγματοποιείτο η θεραπεία των σολομών (στο εξής: αναπτυξιακό έργο). Το συμβούλιο χωροταξίας αποφάσισε να χορηγήσει τη ζητηθείσα άδεια στην εν λόγω εταιρία.

17.      Ο προσφεύγων άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, προβάλλοντας ότι, με τη χορήγηση της άδειας για την υλοποίηση του αναπτυξιακού έργου, το συμβούλιο χωροταξίας παρέβη την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης του ως άνω συστήματος επιφανειακών υδάτων.

18.      Με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2021, το αιτούν δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση περί αδειοδοτήσεως του αναπτυξιακού έργου για τον λόγο και μόνον ότι δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2000/60. Συναφώς, κατά το αιτούν δικαστήριο, το αναπτυξιακό έργο επηρεάζει το υδατικό σύστημα που αποτελεί η λίμνη. Ωστόσο, δεδομένου ότι η EPA δεν είχε προβεί στην ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της λίμνης, το συμβούλιο χωροταξίας δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει αν το αναπτυξιακό έργο πληρούσε τους όρους του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.

19.      Κατόπιν της εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως, η Bradán Beo Teoranta ζήτησε τις απόψεις της EPA, η οποία δεν ήταν διάδικος στην κύρια δίκη και δεν συμμετείχε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί της ουσίας της διαφοράς, σχετικά με τον ρόλο της όσον αφορά τον προβλεπόμενο στην οδηγία 2000/60 χαρακτηρισμό των υδατικών συστημάτων. Στην απάντηση που απέστειλε η ΕΡΑ στις 28 Ιανουαρίου 2021 (στο εξής: απάντηση της EPA), η οποία κοινοποιήθηκε σε όλους τους διαδίκους, η EPA δήλωσε ότι, κατά την άποψή της, δεν υφίσταται υποχρέωση ταξινόμησης της οικολογικής κατάστασης όλων των υδατικών συστημάτων και ότι δεν ήταν, ούτε είναι, υποχρεωμένη να ταξινομήσει την οικολογική κατάσταση της λίμνης. Συναφώς, η EPA υπογράμμισε ότι, στο πλαίσιο της κοινής στρατηγικής για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60, η οποία αφορά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όλα τα κράτη μέλη, τις υπό ένταξη χώρες, τη Νορβηγία και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις, η Επιτροπή κατάρτισε το έγγραφο καθοδήγησης αριθ. 2 το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθορισμός των υδατικών συστημάτων» (10) (στο εξής: έγγραφο καθοδήγησης αριθ. 2). Σύμφωνα με την ενότητα 3.5 του εγγράφου αυτού (11), εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να αποφασίσουν αν οι σκοποί της ως άνω οδηγίας, οι οποίοι ισχύουν για όλα τα επιφανειακά ύδατα, μπορούν να επιτευχθούν χωρίς να απαιτείται να χαρακτηριστεί ως υδατικό σύστημα κάθε μικρό, αλλά διακεκριμένο και σημαντικό, στοιχείο επιφανειακών υδάτων.

20.      Στην απάντησή της, η EPA επισήμανε επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II, σημείο 1.2.2, της οδηγίας 2000/60, οι λίμνες με επιφάνεια μεγαλύτερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων πρέπει να προσδιορίζονται ως υδατικά συστήματα εμπίπτοντα στην οδηγία αυτή. Όσον αφορά τις λίμνες με επιφάνεια μικρότερη από το ως άνω κατώτατο όριο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να τις χαρακτηρίσουν ως υδατικά συστήματα που εμπίπτουν στην εν λόγω οδηγία, μεταξύ άλλων, εάν είναι σημαντικές από οικολογικής απόψεως, εάν υπάγονται σε μία από τις προστατευόμενες περιοχές που αναφέρονται στο παράρτημα IV της ίδιας οδηγίας ή εάν έχουν σημαντικό δυσμενή αντίκτυπο σε άλλα επιφανειακά υδατικά συστήματα. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η EPA όσο και οι ιρλανδικές συντονιστικές αρχές των περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού έχουν εφαρμόσει τα ανωτέρω κριτήρια για την επιλογή των λιμναίων υδατικών συστημάτων. Ειδικότερα, όλες οι λίμνες με επιφάνεια μεγαλύτερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, καθώς και οι μικρότερες λίμνες εντός προστατευόμενων περιοχών, έχουν χαρακτηριστεί ως υδατικά συστήματα εμπίπτοντα στην οδηγία 2000/60 (12). Σύμφωνα με την EPA, όσον αφορά τα στοιχεία επιφανειακών υδάτων τα οποία δεν έχουν χαρακτηριστεί ως εμπίπτοντα στην ως άνω οδηγία από την ενότητα 3.5 του εγγράφου καθοδήγησης αριθ. 2 προκύπτει ότι επ’ αυτών έχουν εφαρμογή τα «βασικά μέτρα» που προβλέπονται στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας.

21.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η άποψη της EPA, σύμφωνα με την οποία η οδηγία 2000/60 δεν απαιτεί τον χαρακτηρισμό της λίμνης ως υδατικού συστήματος κατά την οδηγία αυτή, ουδέποτε παρουσιάστηκε ενώπιόν του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 15ης Ιανουαρίου 2021. Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως της EPA, το συμβούλιο χωροταξίας κατέθεσε αίτηση για επανεξέταση της υποθέσεως της κύριας δίκης. Στις 16 Απριλίου 2021 το αιτούν δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αυτή, εγγράφοντας εκ νέου την υπόθεση στο πινάκιο. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα ζητήματα που εγείρονται με την απάντηση της EPA δύνανται να επηρεάσουν την έκβαση της υποθέσεως της κύριας δίκης και ότι, υπό το πρίσμα της εθνικής νομολογίας ως προς τα κριτήρια αναθεώρησης αποφάσεως του High Court (ανώτερου δικαστηρίου), πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επανεξέταση της υποθέσεως.

22.      Όσον αφορά την απόφαση για την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει το ζήτημα του κατά πόσον επιβάλλεται, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2000/60, ο χαρακτηρισμός όλων των υδατικών συστημάτων, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, προκειμένου, στο πλαίσιο αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας υλοποίησης αναπτυξιακού έργου το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να είναι σε θέση να αξιολογήσει το έργο αυτό με γνώμονα τις έννοιες της «υποβάθμισης» και της «καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων», κατά την ως άνω οδηγία. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, πρώτον, την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433), δεύτερον, το γεγονός ότι η EPA στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο έγγραφο καθοδήγησης αριθ. 2 και στην πρακτική της Επιτροπής και, τρίτον, την απουσία νομολογίας του Δικαστηρίου επί του ως άνω ζητήματος.

23.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Υποχρεούνται τα κράτη μέλη να προβαίνουν στον χαρακτηρισμό και, συνακόλουθα, στην ταξινόμηση όλων των συστημάτων υδάτων, ανεξαρτήτως μεγέθους, και ιδίως υπέχουν υποχρέωση χαρακτηρισμού και ταξινομήσεως όλων των λιμνών με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων;

β)      Ισχύει κάτι διαφορετικό όσον αφορά τα ευρισκόμενα εντός προστατευόμενων περιοχών συστήματα υδάτων;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο στοιχείο αʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, μπορεί η αρμόδια αρχή να εγκρίνει τη χορήγηση άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει το σύστημα υδάτων πριν από τον χαρακτηρισμό και την ταξινόμησή του;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο στοιχείο αʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, ποιες είναι οι υποχρεώσεις που υπέχει η αρμόδια αρχή όταν καλείται να αποφανθεί επί αιτήσεως χορήγησης άδειας για την υλοποίηση έργου το οποίο επηρεάζει ενδεχομένως ένα σύστημα υδάτων που δεν έχει χαρακτηριστεί και/ή ταξινομηθεί;»

24.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου ο προσφεύγων, το συμβούλιο χωροταξίας, η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του στοιχείου αʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25.      Με το στοιχείο αʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 5 και 8 της οδηγίας 2000/60 έχουν την έννοια ότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να χαρακτηρίζουν και να ταξινομούν όλες τις λίμνες με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

26.      Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/60, σκοπός της οδηγίας είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία, μεταξύ άλλων, των εσωτερικών επιφανειακών υδάτων, το οποίο να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό.

27.      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 θέτει δύο διακριτούς, καίτοι άρρηκτα συνδεδεμένους, σκοπούς. Αφενός, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας, προκειμένου να καταστούν λειτουργικά τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, για τα επιφανειακά ύδατα, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 του ως άνω άρθρου και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 αυτού (υποχρέωση πρόληψης της υποβάθμισης). Αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημεία ii και iii, της οδηγίας, τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των επιφανειακών υδάτων, με σκοπό την επίτευξη καλής κατάστασης το αργότερο έως το τέλος του 2015 (υποχρέωση βελτίωσης) (13).

28.      Για να διασφαλισθεί η επίτευξη των ανωτέρω περιβαλλοντικών στόχων από τα κράτη μέλη, η ίδια οδηγία περιέχει σειρά διατάξεων, μεταξύ άλλων τις διατάξεις των άρθρων 3, 5, 8, 11 και 13, καθώς και του παραρτήματος V, που καθιερώνουν μια πολύπλοκη διαδικασία διαρθρωμένη σε πολλά λεπτομερώς ρυθμιζόμενα στάδια, προκειμένου να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να θέτουν σε εφαρμογή τα αναγκαία μέτρα σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των καταγεγραμμένων στο έδαφός τους υδατικών συστημάτων (14).

29.      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς στόχους που θέτει το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μια συνολική εικόνα των χαρακτηριστικών των οικείων υδατικών συστημάτων. Προς τούτο, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας (15), τα κράτη μέλη προσδιορίζουν κατ’ αρχάς τις λεκάνες απορροής ποταμού, τις υπάγουν σε περιοχές και ορίζουν τις αρμόδιες αρχές. Εν συνεχεία, προβαίνουν στον χαρακτηρισμό των υδατικών συστημάτων που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας και στα παραρτήματά της II (στο εξής: παράρτημα II) και III. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού που βρίσκεται στο έδαφός του, πραγματοποιείται ανάλυση των χαρακτηριστικών της, επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των επιφανειακών υδάτων και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των εν λόγω παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ (16).

30.      Όσον αφορά τις εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές, το σημείο 1 του παραρτήματος ΙΙ ρυθμίζει τα επιφανειακά ύδατα, το δε σημείο 1.1 αυτού προβλέπει αναλυτικά τις απαιτήσεις με τις οποίες τα κράτη μέλη, αφού προσδιορίσουν την τοποθεσία και τα όρια των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, πρέπει να συμμορφώνονται κατά τον αρχικό χαρακτηρισμό όλων των συστημάτων αυτών (17). Συναφώς, στο σημείο 1.1, σημείο i, του εν λόγω παραρτήματος προβλέπεται ότι τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού κατατάσσονται είτε σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες επιφανειακών υδάτων: «ποταμοί, λίμνες, μεταβατικά ύδατα ή παράκτια ύδατα – είτε ως τεχνητά συστήματα επιφανειακών υδάτων είτε ως ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα». Το σημείο 1.1, σημείο ii, του εν λόγω παραρτήματος ορίζει ότι, για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων, τα σχετικά συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού διακρίνονται σε τύπους οι οποίοι ορίζονται είτε με το «σύστημα Α» είτε με το «σύστημα Β» που περιγράφονται στο σημείο 1.2 του ίδιου παραρτήματος. Στο σημείο 1.1, σημείο iii, του παραρτήματος II διευκρινίζεται ότι, εάν χρησιμοποιείται το σύστημα Α, τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού διαχωρίζονται πρώτα στις αντίστοιχες οικοπεριοχές ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές που περιγράφονται στο σημείο 1.2 του παραρτήματος αυτού και ότι, στη συνέχεια, τα υδατικά συστήματα κάθε οικοπεριοχής διαχωρίζονται σε τύπους συστημάτων επιφανειακών υδάτων με βάση τις τυποποιημένες περιγραφές των πινάκων του συστήματος Α.

31.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον πρέπει να χαρακτηριστεί, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 και του παραρτήματος II αυτής και, στη συνέχεια, να ταξινομηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας και του παραρτήματος V αυτής, λίμνη με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, πέραν της περίπτωσης μιας τέτοιας λίμνης, εγείρεται το γενικότερο ζήτημα κατά πόσον πρέπει να χαρακτηρίζονται και να ταξινομούνται στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας όλα τα υδατικά συστήματα σε όλα τα κράτη μέλη.

32.      Το άρθρο 2, σημείο 5, της οδηγίας 2000/60 ορίζει τη «λίμνη» ως «σύστημα στάσιμων εσωτερικών επιφανειακών υδάτων». Δεδομένου ότι στον ορισμό αυτόν δεν γίνεται μνεία της επιφάνειας ή άλλων κριτηρίων, δεν είναι πρόδηλη σε κάθε περίπτωση η διάκριση μεταξύ της «λίμνης» και άλλων συστημάτων στάσιμων υδάτων μικρότερου μεγέθους, όπως ενός νερόλακκου. Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Loch an Mhuilinn είναι λίμνη, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2, σημείο 5.

33.      Όσον αφορά τις λίμνες, το σημείο 1.2.2 του παραρτήματος II μνημονεύει, στο πλαίσιο του συστήματος Α, μια σειρά τυποποιημένων περιγραφών στηριζόμενων στα φυσικά χαρακτηριστικά αυτών των υδατικών συστημάτων, ήτοι την «τυπολογία υψομέτρου», την «τυπολογία βάθους βάσει του μέσου βάθους», τη «γεωλογία», καθώς και την «τυπολογία μεγέθους βάσει της επιφάνειας». Η τελευταία αναλύεται ως εξής: «0,5‑1 km2», «1‑10 km2», «10‑100 km2» και «> 100 km2». Κατά συνέπεια, η σχετική με την επιφάνεια τυποποιημένη περιγραφή του συστήματος Α καθορίζει για τις λίμνες το κατώτατο όριο των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

34.      Δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 ορίζει ρητώς ότι ο χαρακτηρισμός πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, μεταξύ άλλων, του παραρτήματος II, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία αυτή δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το σύστημα Α, να προβαίνουν στον χαρακτηρισμό λιμνών με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

35.      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε ότι η Ιρλανδία χρησιμοποιεί το σύστημα Β για τον χαρακτηρισμό των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, το οποίο δεν παραπέμπει σε αριθμητικές τιμές. Συναφώς, από το σημείο 1.2.2 του παραρτήματος II προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του συστήματος Β και όσον αφορά τις λίμνες, οι «[φ]υσικοί και χημικοί παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τα χαρακτηριστικά της λίμνης και, κατά συνέπεια, τη δομή και τη σύνθεση του βιολογικού πληθυσμού» περιλαμβάνουν τους υποχρεωτικούς παράγοντες, ήτοι το υψόμετρο, το γεωγραφικό πλάτος, το γεωγραφικό μήκος, το βάθος, τη γεωλογία και το μέγεθος. Πάντως, το σημείο 1.1, σημείο iv, του ως άνω παραρτήματος ορίζει ότι, εάν χρησιμοποιείται το σύστημα Β, «τα κράτη μέλη πρέπει να επιτυγχάνουν τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό διαχωρισμού που θα επιτυγχάνονταν με το σύστημα Α» και ότι, κατά συνέπεια, «τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού διαχωρίζονται σε τύπους βάσει των τιμών των υποχρεωτικών περιγραφέων και των προαιρετικών περιγραφέων ή συνδυασμών περιγραφέων που απαιτούνται για να εξασφαλίζεται ο αξιόπιστος υπολογισμός των τυποχαρακτηριστικών βιολογικών συνθηκών αναφοράς». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, στον βαθμό που το σύστημα Α λαμβάνει ως σημείο αναφοράς το ελάχιστο μέγεθος των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων για τον χαρακτηρισμό μιας λίμνης, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60, η εφαρμογή του συστήματος Β έχει ως αποτέλεσμα ότι μια λίμνη πρέπει να έχει την ως άνω επιφάνεια προκειμένου το οικείο κράτος μέλος να υποχρεούται σε κάθε περίπτωση να προβεί στον χαρακτηρισμό της.

36.      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το έγγραφο καθοδήγησης αριθ. 2. Ασφαλώς, καίτοι ένα τέτοιο έγγραφο δεν είναι νομικώς δεσμευτικό (18), αξίζει να επισημανθεί ότι στο σημείο 3.5, που αφορά τα «μικρά στοιχεία επιφανειακών υδάτων», προβλέπεται μεν ότι σκοπός της οδηγίας 2000/60 είναι να θεσπίσει «ένα πλαίσιο για την προστασία όλων των υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών επιφανειακών υδάτων, των μεταβατικών υδάτων, των παράκτιων υδάτων και των υπόγειων υδάτων», πλην όμως «τα επιφανειακά ύδατα περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό υδάτων πολύ μικρού μεγέθους, η διαχείριση των οποίων μπορεί να συνεπάγεται τεράστιο διοικητικό φόρτο» (19). Το έγγραφο αυτό προσθέτει στο ίδιο σημείο 3.5 ότι η ως άνω οδηγία δεν προβλέπει κατώτατο όριο για τα πολύ μικρά «υδατικά συστήματα» και ότι «τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό του αν οι σκοποί της οδηγίας, οι οποίοι ισχύουν για όλα τα επιφανειακά ύδατα, μπορούν να επιτευχθούν χωρίς να χαρακτηρίζεται ως υδατικό σύστημα κάθε μικρό, αλλά διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων», προτού προτείνει μια πιθανή προσέγγιση για την προστασία των εν λόγω υδάτων (20).

37.      Συναφώς, συντάσσομαι με την ανάλυση της Ιρλανδικής Κυβέρνησης κατά την οποία η επιβολή τόσο επαχθών διοικητικών υποχρεώσεων ως προς τα μικρά στοιχεία επιφανειακών υδάτων ενδέχεται να αποσπάσει πόρους από την εκπλήρωση ειδικών υποχρεώσεων σχετικών με σημαντικά υδατικά συστήματα δυνάμει της οδηγίας 2000/60. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι οι λίμνες με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων δεν υπόκεινται σε χαρακτηρισμό κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας δεν είναι, αυτό καθ’ εαυτό, ασυμβίβαστο με τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας για την πρόληψη της υποβάθμισης των επιφανειακών υδάτων.

38.      Κατόπιν του χαρακτηρισμού των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 5, τα κράτη μέλη πρέπει να προβαίνουν στην ταξινόμηση της οικολογικής τους κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 8 και το παράρτημα V της οδηγίας 2000/60. Εντούτοις, από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να χαρακτηρίσουν λίμνες με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων προκύπτει ευλόγως ότι, πολλώ μάλλον, τα κράτη μέλη δεν υπέχουν την υποχρέωση να ταξινομήσουν την οικολογική κατάσταση τέτοιων λιμνών (21). Πρέπει να προστεθεί ότι η ανωτέρω οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, εφόσον το θεωρούν δικαιολογημένο, να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια ως προς τον χαρακτηρισμό και την ταξινόμηση λιμνών με έκταση μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων(22).

39.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι τα άρθρα 5 και 8 της οδηγίας 2000/60 έχουν την έννοια ότι δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να προβαίνουν στον χαρακτηρισμό και την ταξινόμηση όλων των λιμνών με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Β.      Επί του στοιχείου βʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

40.      Με το στοιχείο βʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν πρέπει να δοθεί διαφορετική απάντηση στο στοιχείο αʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, σε περίπτωση που το οικείο υδατικό σύστημα βρίσκεται εντός προστατευόμενης περιοχής, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/60.

1.      Επί του παραδεκτού

41.      Υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να απαντήσει. Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια θεωρούνται, κατά τεκμήριο, λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη αν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα(23).

42.      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην απάντησή της, η EPA υποστήριξε ότι η λίμνη δεν πληρούσε το κριτήριο της τοποθεσίας εντός προστατευόμενης περιοχής, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/60. Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η λίμνη δεν βρισκόταν μεν εντός προστατευόμενης περιοχής, αλλά συνδεόταν άμεσα με την ειδική ζώνη διατήρησης(24)του κόλπου και των νήσων Kilkieran μέσω άμεσης διαπαλιρροιακής ζώνης(25).

43.      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η λίμνη δεν ευρίσκεται εντός προστατευόμενης περιοχής, κατά την έννοια του παραρτήματος IV της οδηγίας 2000/60. Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι το στοιχείο βʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι υποθετικής φύσεως και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

2.      Επί της ουσίας

44.      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το στοιχείο βʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι παραδεκτό, επισημαίνω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/60, για τις προστατευόμενες περιοχές, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται, κατ’ αρχήν, με όλα τα πρότυπα και τους στόχους το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 6 της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δημιουργία μητρώου ή μητρώων προστατευόμενων περιοχών. Περαιτέρω, το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι, για τις προστατευόμενες περιοχές, τα προγράμματα για την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων συμπληρώνονται με τις προδιαγραφές που περιέχονται στην ενωσιακή νομοθεσία με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.

45.      Κατά συνέπεια, η οδηγία 2000/60 προβλέπει τη διενέργεια πρόσθετων ελέγχων στις προστατευόμενες περιοχές. Αντιθέτως, δεν περιέχει διάταξη που να τροποποιεί το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης χαρακτηρισμού και ταξινόμησης των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, όπως αυτό καθορίζεται στα παραρτήματα II και V της οδηγίας, βάσει των φυσικών χαρακτηριστικών τους. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, τα κράτη μέλη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να προβαίνουν στον χαρακτηρισμό και, εν συνεχεία, στην ταξινόμηση των λιμνών με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, εφόσον ευρίσκονται εντός προστατευόμενων περιοχών (26).

46.      Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι η απάντηση που δόθηκε στο στοιχείο αʹ του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν διαφοροποιείται σε περίπτωση που το οικείο υδατικό σύστημα ευρίσκεται εντός προστατευόμενης περιοχής, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/60.

Γ.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

47.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν η οδηγία 2000/60 έχει την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να εγκρίνει τη χορήγηση άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων, όταν το σύστημα αυτό δεν έχει χαρακτηρισθεί και ταξινομηθεί, κατά την έννοια των άρθρων 5 και 8 της ως άνω οδηγίας.

48.      Λαμβανομένης υπόψη της προτεινόμενης απάντησης στο πρώτο ερώτημα, φρονώ ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δεν χρήζει απαντήσεως.

Δ.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

49.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/60 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή που αποφαίνεται επί αιτήσεως χορήγησης άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου ικανού να επηρεάσει λίμνη η οποία, λόγω της μικρής επιφάνειάς της, δεν έχει υπαχθεί σε χαρακτηρισμό και ταξινόμηση –κατά την έννοια των άρθρων 5 και 8 της ως άνω οδηγίας– υποχρεώσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία του εν λόγω υδατικού συστήματος.

50.      Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, η οδηγία 2000/60 περιέχει σειρά διατάξεων, μεταξύ άλλων τις διατάξεις των άρθρων 3, 5, 8, 11 και 13, που καθιερώνουν μια πολύπλοκη διαδικασία διαρθρωμένη σε πολλά λεπτομερώς ρυθμιζόμενα στάδια, προκειμένου να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να θέτουν σε εφαρμογή τα αναγκαία μέτρα σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των καταγεγραμμένων στο έδαφός τους υδατικών συστημάτων.

51.      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προτεινόμενη απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το οικείο κράτος μέλος δεν όφειλε να προβεί στον χαρακτηρισμό και την ταξινόμηση της λίμνης, κατά τα άρθρα 5 και 8, αντιστοίχως, της ως άνω οδηγίας. Συνεπώς, ζητούμενο είναι σε ποιον βαθμό πρέπει να τηρούνται τα διαδοχικά στάδια της διαδικασίας που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία και αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των συστημάτων επιφανειακών υδάτων. Με άλλα λόγια, εκφεύγουν τα μικρά συστήματα επιφανειακών υδάτων, εν γένει, της εφαρμογής της οδηγίας 2000/60; Είμαι της γνώμης ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

52.      Συναφώς, κρίσιμη είναι η γενική νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/60 δεν καθορίζει μόνο, υπό μορφή προγραμματικής εξαγγελίας, απλώς στόχους διαχειριστικού σχεδιασμού, αλλά παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα, αφότου καθορισθεί η οικολογική κατάσταση του οικείου υδατικού συστήματος, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία. Η διάταξη αυτή δεν περιέχει επομένως μόνο γενικές υποχρεώσεις, αλλά αφορά και συγκεκριμένα έργα. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της συνδρομής περιπτώσεως παρεκκλίσεως, οποιαδήποτε υποβάθμιση της κατάστασης ορισμένου υδατικού συστήματος πρέπει να αποφεύγεται ανεξαρτήτως των πιο μακροπρόθεσμων σχεδιασμών που προβλέπονται με τα σχέδια διαχείρισης και τα προγράμματα μέτρων. Η υποχρέωση πρόληψης της υποβάθμισης της κατάστασης των συστημάτων επιφανειακών υδάτων παραμένει δεσμευτική σε κάθε στάδιο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και ισχύει για κάθε τύπο και για κάθε κατάσταση συστήματος επιφανειακών υδάτων για το οποίο έχει ή θα έπρεπε να έχει καταρτισθεί σχέδιο διαχείρισης. Επομένως, το εμπλεκόμενο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να αρνηθεί την έγκριση σχεδίου όταν το σχέδιο αυτό δύναται, ως εκ της φύσεώς του, να υποβαθμίσει την κατάσταση του οικείου υδατικού συστήματος ή να θέσει υπό διακύβευση την επίτευξη καλής κατάστασης για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, εκτός αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω σχέδιο εμπίπτει σε μία από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 4, παράγραφος 7, της ίδιας οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι κατά τη διαδικασία έγκρισης ενός σχεδίου και, επομένως, πριν από τη λήψη αποφάσεως, οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες, δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 200/60, να ελέγχουν αν το σχέδιο μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τα ύδατα οι οποίες αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις πρόληψης της υποβάθμισης και βελτίωσης της κατάστασης των συστημάτων επιφανειακών και υπόγειων υδάτων (27).

53.      Η νομολογία αυτή εντάσσεται στην πάγια διαδικασία προστασίας των υδατικών συστημάτων στα κράτη μέλη, η οποία μνημονεύεται στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στον «καθορισμό της οικολογικής κατάστασης του υδατικού συστήματος» και στην «κατάρτιση σχεδίου διαχείρισης» ως προαπαιτούμενα. Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν συντρέχουν τα ως άνω προαπαιτούμενα, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οικείο υδατικό σύστημα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/60.

54.      Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας αποσκοπεί στην πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των «συστημάτων επιφανειακών υδάτων». Όμως, το άρθρο 2, σημείο 10, της εν λόγω οδηγίας ορίζει το «σύστημα επιφανειακών υδάτων» ως διακεκριμένο και «σημαντικό» στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως π.χ. μια λίμνη, ένας ταμιευτήρα, ένα ρεύμα, ένας ποταμό ή μια διώρυγα, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, μεταβατικά ύδατα ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε, επομένως, να έχει την έννοια ότι, μεταξύ άλλων, μια μικρού μεγέθους λίμνη δεν αποτελεί «σημαντικό» στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως υποστηρίζουν η Ιρλανδική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση.

55.      Ωστόσο, αφενός, από τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η υποχρέωση πρόληψης της υποβάθμισης της κατάστασης των συστημάτων επιφανειακών υδάτων ισχύει για «κάθε τύπο και για κάθε κατάσταση συστήματος επιφανειακών υδάτων». Επομένως, πέραν της απλής συμμόρφωσης με τη διαδικασία που καθιερώνει η οδηγία 2000/60, σκοπός της οδηγίας αυτής είναι η προστασία, μεταξύ άλλων, όλων των εσωτερικών επιφανειακών υδάτων. Ο σκοπός αυτός πρέπει να υπερισχύει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία το οικείο υδατικό σύστημα δεν έχει υπαχθεί σε χαρακτηρισμό και ταξινόμηση, σύμφωνα με το παράρτημα II, λόγω της μικρής επιφάνειάς του.

56.      Αφετέρου, όσον αφορά τον όρο «σημαντικό στοιχείο» του άρθρου 2, σημείο 10, της οδηγίας 2000/60, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας. Ειδικότερα, στην πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής των υδάτων(28), που υποβλήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1997, η Επιτροπή όριζε στο άρθρο 2, σημείο 7, της προτάσεως το «υδατικό σύστημα» ως «διακεκριμένο και ομοιογενές στοιχείο επιφανειακών ή υπογείων υδάτων, π.χ. ο υδροφόρος ορίζων, μια λίμνη, ένας ταμιευτήρας, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, οι εκβολές ενός ποταμού ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων» (29), και στο σημείο 8 του ίδιου άρθρου το «αξιόλογο υδατικό σύστημα» ως εξής: «για τους σκοπούς του άρθρου 8 θα νοείται το σύνολο των υδάτων που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος από μεμονωμένη πηγή που εξυπηρετεί τουλάχιστον 15 νοικοκυριά». Στο πλαίσιο της θεσπίσεως της οδηγίας 2000/60, οι ορισμοί αυτοί δεν διατηρήθηκαν, χωρίς να οριστεί στην οδηγία η έννοια του «σημαντικού» στοιχείου επιφανειακών υδάτων.

57.      Κατόπιν γραπτής ερώτησης του Δικαστηρίου σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ακολούθησε την αρχική έννοια του «υδατικού συστήματος», η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες επιβεβαιώνουν τη θέση της ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θεσπίσει ένα όριο de minimis δυνάμενο να εφαρμοστεί στην πράξη. Από την πλευρά της, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο όρος «σημαντικό στοιχείο» αναφέρεται σε χωρικό κριτήριο, ήτοι στο μέγεθος. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι το επίθετο «σημαντικός» σχετίζεται με έκταση τουλάχιστον 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, διότι από τις επιμέρους γλωσσικές εκδοχές της οδηγίας 2000/60 προκύπτει ότι ο ορισμός ενός υδατικού συστήματος ως «διακεκριμένου και σημαντικού» αφορά περισσότερο τα τοπολογικά χαρακτηριστικά παρά το μέγεθός του, αυτό καθ’ εαυτό.

58.      Συναφώς, διαπιστώνω ότι η ως άνω οδηγία δεν περιέχει διάταξη η οποία να συνδέει τις τυποποιημένες περιγραφές που περιλαμβάνονται στους πίνακες του συστήματος Α με την έννοια του διακεκριμένου και «σημαντικού» στοιχείου επιφανειακών υδάτων. Κατά συνέπεια, ένα «σύστημα επιφανειακών υδάτων» που ορίζεται ως «διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως π.χ. μια λίμνη, ένας ταμιευτήρας, ένα ρεύμα, ένας ποταμός ή μια διώρυγα, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, μεταβατικά ύδατα ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων», μπορεί να νοείται, με τη χρήση των όρων «όπως π.χ.», ότι αναφέρεται σε έναν τύπο υδατικού στοιχείου, ανεξαρτήτως μεγέθους, ήτοι, εν προκειμένω, σε κάθε «λίμνη». Με άλλα λόγια, ένα μη «σημαντικό» στοιχείο επιφανειακών υδάτων θα μπορούσε να είναι ένα στοιχείο μη καλυπτόμενο από τον ορισμό αυτό, όπως ένας «νερόλακκος».

59.      Ασφαλώς, οι τυποποιημένες περιγραφές που περιλαμβάνονται στους πίνακες του συστήματος Α υποδηλώνουν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να υπαγάγει τις μικρές λίμνες σε χαρακτηρισμό και ταξινόμηση, κατά την έννοια των άρθρων 5 και 8 της οδηγίας 2000/60. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το σύστημα της οδηγίας αυτής, σκοπός του νομοθέτη ήταν να εξασφαλίσει την προστασία όλων των υδάτων στα κράτη μέλη. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα επιφανειακά ύδατα συνδέονται με φυσικό τρόπο, η ποιότητα ενός μικρού μεγέθους (αλλά μη αμελητέου) στοιχείου επιφανειακών υδάτων μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ενός άλλου, μεγαλύτερου στοιχείου (30). Ως εκ τούτου, μια λίμνη με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων πρέπει να τυγχάνει προστασίας δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

60.      Επομένως, όπως επισήμανε η Επιτροπή, όταν υποβάλλεται αίτηση για την έγκριση αναπτυξιακού έργου στην αρμόδια εθνική αρχή, η υποχρέωση πρόληψης της υποβάθμισης ισχύει για κάθε σύστημα επιφανειακών υδάτων που ενδέχεται να επηρεαστεί από αυτό το έργο. Κατά συνέπεια, και προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης, τα ως άνω υδατικά συστήματα πρέπει να υπόκεινται στο πρόγραμμα μέτρων του άρθρου 11 της οδηγίας (31). Μεταξύ άλλων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, στοιχείο εʹ, του ως άνω άρθρου, το πρόγραμμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει «βασικά μέτρα», μεταξύ δε αυτών και ελέγχους που διέπουν την άντληση γλυκών επιφανειακών υδάτων. Εντούτοις, ένα τέτοιο πρόγραμμα μέτρων δεν φαίνεται να επαρκεί, κατ’ εμέ, για την πρόληψη οποιασδήποτε υποβάθμισης της κατάστασης ενός μικρού υδατικού συστήματος. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων, είναι σκόπιμο να εξετάζεται το συγκεκριμένο επίμαχο έργο.

61.      Επομένως, εκτιμώ ότι, όταν ζητείται η χορήγηση άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να καθορίζει την ad hoc κατάσταση του οικείου υδατικού συστήματος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το έργο δεν θα προκαλέσει υποβάθμιση της κατάστασης του υδατικού αυτού συστήματος. Φρονώ ότι το κράτος μέλος πρέπει, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, να εξασφαλίζει ότι επιχειρείται μελέτη των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην κατάσταση του οικείου υδατικού συστήματος, καθώς και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για τη θέσπιση κριτηρίων αξιολόγησης, στον βαθμό που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση για πρόληψη της υποβάθμισης καλύπτει οποιαδήποτε μεταβολή ικανή να θέσει υπό διακύβευση την επίτευξη του κύριου σκοπού της οδηγίας αυτής (32). Ασφαλώς, ένας τέτοιος έλεγχος παρουσιάζει ορισμένες πρακτικές δυσκολίες εάν δεν έχει προηγηθεί χαρακτηρισμός και ταξινόμηση. Ωστόσο, είναι απαραίτητος προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία των επιφανειακών υδάτων στην Ένωση (33).

62.      Όπως προκύπτει από τη σχετική με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/60 νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων, το εμπλεκόμενο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να αρνείται την έγκριση σχεδίου όταν το σχέδιο αυτό δύναται, ως εκ της φύσεώς του, να υποβαθμίσει την κατάσταση του οικείου υδατικού συστήματος ή να θέσει υπό διακύβευση την επίτευξη καλής κατάστασης για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, εκτός αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το σχέδιο αυτό εμπίπτει σε μία από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 4, παράγραφος 7, της οδηγίας.

63.      Προτείνω, επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/60 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας για την υλοποίηση έργου που αφορά λίμνη η οποία δεν έχει χαρακτηρισθεί και ταξινομηθεί, λόγω της μικρής επιφάνειάς της, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν, μέσω ad hoc ανάλυσης, ότι το έργο δεν είναι ικανό να προκαλέσει υποβάθμιση της κατάστασης του ως άνω συστήματος επιφανειακών υδάτων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της εν λόγω οδηγίας.

V.      Πρόταση

64.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) ως εξής:

1)      Τα άρθρα 5 και 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων,

έχουν την έννοια ότι:

δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να προβαίνουν στον χαρακτηρισμό και την ταξινόμηση όλων των λιμνών με επιφάνεια μικρότερη από 0,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

2)      Η οδηγία 2000/60

έχει την έννοια ότι:

στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας για την υλοποίηση έργου που αφορά λίμνη η οποία δεν έχει χαρακτηρισθεί και ταξινομηθεί, λόγω της μικρής επιφάνειάς της, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν, μέσω ad hoc ανάλυσης, ότι το έργο δεν είναι ικανό να προκαλέσει υποβάθμιση της κατάστασης του ως άνω συστήματος επιφανειακών υδάτων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της εν λόγω οδηγίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ 2000, L 327, σ. 1).


3      Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7).


4      Οδηγία του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 015/001, σ. 202).


5      S. I. αριθ. 722/2003.


6      S. I. αριθ. 350/2014.


7      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 της κανονιστικής αποφάσεως του 2003 περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πολιτική στον τομέα των υδάτων), η EPA είναι η αρμόδια αρχή στην Ιρλανδία για τον χαρακτηρισμό των υδατικών συστημάτων σύμφωνα με την οδηγία 2000/60.


8      Όσον αφορά τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, το ως άνω παράρτημα προβλέπει κλίμακα πέντε κλάσεων οικολογικής κατάστασης, ήτοι «υψηλή», «καλή», «μέτρια», «ελλιπής» και «κακή». Βλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, Land Nordrhein-Westfalen (C‑535/18, EU:C:2020:391, σκέψη 93).


9      Στις γραπτές παρατηρήσεις του, το συμβούλιο χωροταξίας ανέφερε ότι οι όροι αυτοί προβλέφθηκαν για τη διασφάλιση της προστασίας του οικείου υδατικού συστήματος.


10      Το έγγραφο αυτό είναι διαθέσιμο (μόνον στην αγγλική γλώσσα) στην ακόλουθη διεύθυνση: https://circabc.europa.eu/sd/a/655e3e31-3b5d-4053-be19-15bd22b15ba9/Guidance%20No%202 %20-%20Identification%20of%20water%20bodies.pdf. Ανεπίσημη μετάφραση (δική μου) των παρατιθέμενων στις παρούσες προτάσεις χωρίων.


11      Βλέπε σ. 12 του ως άνω εγγράφου.


12      Στην απάντησή της, η EPA ανέφερε συγκεκριμένα ότι στην Ιρλανδία εκτιμάται ότι υπάρχουν περί τις 12 000 λίμνες ποικίλου μεγέθους και ότι είχε προβεί στον χαρακτηρισμό 800 λιμνών ως υδατικών συστημάτων που εμπίπτουν στην οδηγία 2000/60.


13      Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα) (C‑525/20, EU:C:2022:350, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 42)· πρβλ., επίσης, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Υποβάθμιση της φυσικής περιοχής Doñana) (C‑559/19, EU:C:2021:512, σκέψη 41).


15      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συντονισμός διοικητικών ρυθμίσεων σε περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «[τ]α κράτη μέλη προσδιορίζουν τις επί μέρους λεκάνες απορροής ποταμού στο εθνικό τους έδαφος και, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις υπάγουν σε επιμέρους περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού. Οι μικρές λεκάνες απορροής ποταμού ενδεχομένως συνδυάζονται με μεγαλύτερες λεκάνες απορροής ποταμού ή ενώνονται με γειτονικές μικρές λεκάνες απορροής ποταμού για το σχηματισμό επιμέρους περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού, όπου ενδείκνυται. Όταν τα υπόγεια ύδατα δεν ακολουθούν πλήρως μια συγκεκριμένη λεκάνη απορροής ποταμού, τα εν λόγω ύδατα προσδιορίζονται και υπάγονται στην πλησιέστερη ή την προσφορότερη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού […]».


16      Πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Υποβάθμιση της φυσικής περιοχής Doñana) (C‑559/19, EU:C:2021:512, σκέψεις 85 έως 87).


17      Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι, για τον αρχικό αυτό χαρακτηρισμό, τα κράτη μέλη «μπορούν» να συνενώνουν διάφορα συστήματα επιφανειακών υδάτων. Κατά συνέπεια, πρόκειται απλώς για ευχέρεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η καλύτερη προστασία των ως άνω υδατικών συστημάτων, και όχι για υποχρέωση.


18      Πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα) (C‑525/20, EU:C:2022:350, σκέψη 31). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ακολούθησε διαφορετική ερμηνεία από εκείνη που υιοθετήθηκε στο έγγραφο καθοδήγησης αριθ. 36, σχετικά με τις «Παρεκκλίσεις από τους περιβαλλοντικούς στόχους σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 7», το οποίο επίσης εντάσσεται στην κοινή στρατηγική για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60.


19      Η έμφαση στο πρωτότυπο. Στο ως άνω σημείο 3.5 αναφέρεται επίσης ότι μεγάλος αριθμός συστημάτων επιφανειακών υδάτων θα βρίσκεται κάτω από τις ελάχιστες τιμές μεγέθους που καθορίζονται για τους ποταμούς και τις λίμνες στο παράρτημα II, σημείο 1.2.


20      Η έμφαση στο πρωτότυπο. Σύμφωνα με το ίδιο σημείο 3.5, στο πλαίσιο της εφαρμογής του συστήματος Β, συνιστάται να χρησιμοποιείται το μέγεθος των μικρών ρευμάτων και των λιμνών βάσει του συστήματος Α.


21      Ωστόσο, όπως εξετάζεται στο πλαίσιο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, εφόσον ένα αναπτυξιακό έργο είναι ικανό να προκαλέσει υποβάθμιση της κατάστασης λίμνης με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το εμπλεκόμενο κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίσει την προστασία της δυνάμει της οδηγίας 2000/60.


22      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές χαρακτήρισαν και, εν συνεχεία, ταξινόμησαν μικρές αλπικές λίμνες με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων για τον λόγο ότι υπόκεινται σε οικολογική και επιστημονική παρακολούθηση ήδη από τον 19ο αιώνα και ότι, ως εκ τούτου, συνιστούν ένα ιδιαιτέρως σημαντικό και χρήσιμο δείγμα για την παρακολούθηση των μεταβολών της κατάστασης των υδάτων στο αλπικό περιβάλλον σε βάθος χρόνου.


23      Βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, VZ (Διαγωνιζόμενος που έχει αποκλειστεί οριστικά) (C‑53/22, EU:C:2023:88, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Στο άρθρο 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 92/43 η «ειδική ζώνη διατήρησης» ορίζεται ως «ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος».


25      «Διαπαλιρροιακή ζώνη» είναι η περιοχή παλινδρομικής κίνησης της παλίρροιας.


26      Η Ιρλανδική Κυβέρνηση εξέθεσε, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η EPA έχει προβεί στον χαρακτηρισμό όλων των λιμνών που βρίσκονται εντός προστατευόμενων περιοχών, συμπεριλαμβανομένων των λιμνών με επιφάνεια μικρότερη των 0,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σημειώνοντας, παράλληλα, ότι η πρακτική αυτή δεν απαιτείται από την οδηγία 2000/60.


27      Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα) (C‑525/20, EU:C:2022:350, σκέψεις 24 έως 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


28      COM(97) 49 final.


29      Η υπογράμμιση δική μου.


30      Με τις γραπτές παρατηρήσεις του, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η λίμνη αποτελεί τμήμα ομάδας συνδεόμενων λιμνών, με συνολική επιφάνεια που υπερβαίνει τα 50 εκτάρια.


31      Πρβλ. σημείο 3.5 του εγγράφου καθοδήγησης αριθ. 2.


32      Πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 66).


33      Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις σε επιφανειακά ύδατα) (C‑525/20, EU:C:2022:16, σημείο 72), η οδηγία 2000/60 θεσπίστηκε με σκοπό να αποτρέψει, στο μέτρο του δυνατού, την υποβάθμιση της κατάστασης των υδατικών συστημάτων και, στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25 της ως άνω οδηγίας, θα πρέπει να ορισθούν περιβαλλοντικοί στόχοι ικανοί να εξασφαλίσουν ότι επιτυγχάνεται η καλή ποιότητα των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων σε όλη την Ένωση και ότι αποφεύγεται η επιδείνωση της κατάστασης των υδάτων εντός της Ένωσης, οι δε φιλόδοξοι αυτοί στόχοι συνεπάγονται κατ’ ανάγκην επιβαρύνσεις για τα κράτη μέλη.