Language of document : ECLI:EU:T:2007:25

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 31ης Ιανουαρίου 2007 (*)

«Εξωτερική πολιτική και πολιτική κοινής ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας – Δέσμευση των κεφαλαίων των συνεργατών του Charles Taylor – Αρμοδιότητα της Κοινότητας – Θεμελιώδη δικαιώματα – Προσφυγή ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T‑362/04,

Leonid Minin, κάτοικος Τελ Αβίβ (Ισραήλ), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους T. Ballarino και C. Bovio,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους E. Montaguti, L. Visaggio και C. Brown,

καθής,

υποστηριζομένης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο, αρχικώς, από τους S. Marquardt και F. Ruggeri Laderchi, και, στη συνέχεια, από τους Marquardt και A.Vitro,

καθώς και από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο, αρχικώς, από την R. Caudwell και, στη συνέχεια, από την E. Jenkinson,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως κύριο αντικείμενο, αρχικώς, αίτημα ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1149/2004 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 872/2004 σχετικά με περαιτέρω περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας (ΕΕ L 222, σ. 17), και, στη συνέχεια, αίτημα μερικής ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 874/2005 της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού 872/2004 (ΕΕ L 146, σ. 5),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασσάβα, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος υπογράφηκε στον Άγιο Φραγκίσκο (Ηνωμένες Πολιτείες) στις 26 Ιουνίου 1945, τα Μέλη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) «αναθέτουσι εις το Συμβούλιον Ασφαλείας την κυρίαν ευθύνην διά την διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας και συμφωνούσιν ότι εν τη εκτελέσει των εκ της ευθύνης ταύτης καθηκόντων του το Συμβούλιον Ασφαλείας ενεργεί εξ ονόματός των».

2        Κατά το άρθρο 25 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, «τα Μέλη του [ΟΗΕ] συμφωνούσιν όπως αποδέχονται και εκτελώσι τας αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας συμφώνως προς τον παρόντα Χάρτην».

3        Κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών:

«Το Συμβούλιο Ασφαλείας δύναται να αποφασίζη τίνα μέτρα μη συνεπαγόμενα την χρήσιν της ενόπλου βίας δέον να χρησιμοποιηθώσι προς επιβολήν των αποφάσεών του και δύναται να προσκαλεί τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών να θέσουσιν εις εφαρμογήν τα τοιαύτα μέτρα. Ταύτα δύνανται να περιλαμβάνουν διακοπήν πλήρη ή μερικήν των οικονομικών σχέσεων, των σιδηροδρομικών, θαλασσίων, εναερίων, ταχυδρομικών, τηλεγραφικών, ραδιοφωνικών και λοιπών μέσων συγκοινωνίας και την διακοπήν των διπλωματικών σχέσεων.»

4        Δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας «εκτελώνται απ’ ευθείας υπό των Μελών των Ηνωμένων Εθνών και διά των ενεργειών των εις τας καταλλήλους διεθνείς οργανώσεις, των οποίων τυγχάνουσι Μέλη».

5        Κατά το άρθρο 103 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, «εν περιπτώσει συγκρούσεως των κατά τον παρόντα Χάρτην υποχρεώσεων των Μελών των Ηνωμένων Εθνών προς τας υποχρεώσεις αυτών εξ οιασδήποτε άλλης Διεθνούς Συμφωνίας, θα προέχουσιν αι κατά τον παρόντα Χάρτην υποχρεώσεις αυτών».

6        Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, ΕΕ:

«Η Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει μία κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας η οποία καλύπτει όλους τους τομείς της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και της οποίας στόχοι είναι:

–        η διαφύλαξη των κοινών αξιών, των θεμελιωδών συμφερόντων, της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Ενώσεως, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών,

–        η ενίσχυση της ασφαλείας της Ενώσεως υπό όλες τις μορφές,

–        η διατήρηση της ειρήνης και η ενίσχυση της διεθνούς ασφαλείας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών […]»

7        Κατά το άρθρο 301 ΕΚ:

«Όταν μία κοινή θέση ή κοινή δράση, που εγκρίθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, προβλέπει δράση της Κοινότητας για τη μερική ή ολοκληρωτική μείωση ή διακοπή των οικονομικών σχέσεων με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, λαμβάνει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα.»

8        Το άρθρο 60 ΕΚ ορίζει ότι:

«1.       Εάν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 301, κρίνεται αναγκαία κοινοτική δράση, το Συμβούλιο δύναται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 301 διαδικασία, να λαμβάνει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές έναντι των οικείων τρίτων χωρών.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 297 και εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει λάβει μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα κράτος μέλος μπορεί, για σοβαρούς πολιτικούς λόγους και για λόγους επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνει μονομερώς μέτρα έναντι τρίτης χώρας, σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων και τις πληρωμές. Η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά το αργότερο μέχρι και την ημερομηνία κατά την οποία αυτά αρχίζουν να ισχύουν.

[…]»

9        Τέλος, το άρθρο 295 ΕΚ ορίζει ότι:

«Η παρούσα Συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Ενόψει των σοβαρών απειλών κατά της ειρήνης στη Λιβερία και έχοντας υπόψη τον ρόλο που είχε παίξει στην αλληλουχία αυτή ο Charles Taylor, πρώην πρόεδρος της χώρας αυτής, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας) εξέδωσε, μετά το 1992, μια σειρά σχετικών με τη χώρα αυτή ψηφισμάτων βάσει του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

11      Το πρώτο εξ αυτών είναι το ψήφισμα 788 (1992), που εκδόθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1992 και του οποίου η παράγραφος 8 ορίζει ότι, «για την εμπέδωση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Λιβερία, όλα τα κράτη θα εφαρμόσουν αμέσως γενικό και πλήρη εμπορικό αποκλεισμό όσον αφορά όλες τις παραδόσεις όπλων και πολεμικού υλικού στη Λιβερία, μέχρι τη στιγμή που το Συμβούλιο [Ασφαλείας] θα αποφασίσει άλλως».

12      Στις 7 Μαρτίου 2001, θεωρώντας ότι η σύγκρουση στη Λιβερία είχε ρυθμιστεί, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1343 (2001), με το οποίο αποφάσισε να θέσει τέρμα στις απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί με την παράγραφο 8 του ψηφίσματος 788 (1992). Παρ’ όλ’ αυτά, το Συμβούλιο Ασφαλείας διαπίστωσε επίσης ότι η Λιβεριανή Κυβέρνηση υποστήριζε ενεργώς ένοπλες ομάδες ανταρτών σε γειτονικές χώρες και, για τον λόγο αυτό, επέβαλε νέα σειρά κυρώσεων κατά της Λιβερίας. Σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7 του ψηφίσματος αυτού, όλα τα κράτη όφειλαν, μεταξύ άλλων, να λάβουν τα μέτρα που ήσαν αναγκαία για να εμποδίσουν την πώληση ή την προμήθεια στη Λιβερία όπλων και συναφούς υλικού, την άμεση ή έμμεση εισαγωγή από τη Λιβερία όλων των ακατέργαστων διαμαντιών και την είσοδο ή διέλευση από το έδαφός τους ορισμένων προσώπων που συνεργάζονταν με τη Λιβεριανή Κυβέρνηση ή τη στήριζαν.

13      Η παράγραφος 19 του ψηφίσματος 1343 (2001) προβλέπει τη σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων επιφορτισμένων, ιδίως, με την έρευνα όσον αφορά την τήρηση ή την παραβίαση των μέτρων που επιβλήθηκαν με το εν λόγω ψήφισμα καθώς και τη σύνταξη σχετικής εκθέσεως προς το Συμβούλιο Ασφαλείας. Η έκθεση αυτή, υπό τα στοιχεία S/2001/1015, διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 26 Οκτωβρίου 2001.

14      Στις 22 Δεκεμβρίου 2003, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1521 (2003). Σημειώνοντας ότι οι αλλαγές που έχουν επέλθει στη Λιβερία, ειδικότερα η αποχώρηση του πρώην προέδρου Charles Taylor και ο σχηματισμός της εθνικής μεταβατικής κυβερνήσεως της Λιβερίας όπως και η πρόοδος που σημειώθηκε στη διαδικασία ειρήνευσης στη Σιέρρα Λεόνε, καθιστούσαν αναγκαία την αναθεώρηση της δράσης του σύμφωνα με το κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε την άρση των απαγορεύσεων που είχαν επιβληθεί, μεταξύ άλλων, με τις παραγράφους 5 έως 7 του ψηφίσματος 1343 (2001). Ωστόσο, τα μέτρα αυτά αντικαταστάθηκαν από αναθεωρημένα μέτρα. Έτσι, σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4, 6 και 10 του ψηφίσματος 1521 (2003), όλα τα κράτη υποχρεούνταν, ιδίως, να λάβουν τα μέτρα που ήσαν αναγκαία για να εμποδίζουν την πώληση ή την προμήθεια στη Λιβερία όπλων και συναφούς υλικού, την είσοδο ή τη διέλευση από το έδαφός τους ατόμων που είχαν υποδειχθεί από τη μνημονευομένη στην κατωτέρω σκέψη 15 επιτροπή κυρώσεων, την άμεση ή έμμεση εισαγωγή στο έδαφός τους όλων των προερχομένων από τη Λιβερία ακατεργάστων διαμαντιών και την εισαγωγή στο έδαφός τους αποφλοιωμένων κορμών δένδρων και κατεργασμένου ξύλου.

15      Με την παράγραφο 21 του ψηφίσματος 1521 (2003), το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε τη σύσταση, σύμφωνα με το άρθρο 28 του προσωρινού εσωτερικού κανονισμού του, επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας, συγκείμενης από όλα τ μέλη του Συμβουλίου (στο εξής: επιτροπή κυρώσεων), επιφορτισμένης, μεταξύ άλλων, με την κατάρτιση και την ενημέρωση του καταλόγου των προσώπων τα οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ψηφίσματος αυτού, συνιστούν απειλή για την ειρηνευτική διαδικασία στη Λιβερία ή ασκούν δραστηριότητες με σκοπό την προσβολή της ειρήνης και της σταθερότητας στη Λιβερία και στις γειτνιάζουσες προς αυτήν περιοχές, συμπεριλαμβανομένων υψηλά ισταμένων υπευθύνων της κυβερνήσεως του πρώην προέδρου Charles Taylor και των συζύγων τους, των μελών των πρώην λιβεριανών ενόπλων δυνάμεων που διατηρούν σχέσεις με τον τελευταίο, των προσώπων που δρουν κατά παράβαση των απαγορεύσεων σχετικά με το εμπόριο όπλων καθώς και κάθε άλλου προσώπου συνδεομένου με οντότητες παρέχουσες οικονομική ή στρατιωτική στήριξη σε ομάδες ενόπλων ανταρτών στη Λιβερία ή σε χώρες της περιοχής.

16      Το Συμβούλιο, θεωρώντας ότι για την εφαρμογή του ψηφίσματος αυτού, ήταν αναγκαία κοινοτική δράση, εξέδωσε, στις 10 Φεβρουαρίου 2004, την κοινή θέση 2004/137/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Λιβερίας και την κατάργηση της κοινής θέσης 2001/357/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 40, σ. 35). Το άρθρο 2 αυτής της κοινής θέσεως ορίζει ότι, σύμφωνα με τους όρους της απόφασης 1521 (2003) του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους ή τη διέλευση από αυτό όλων των ατόμων που υποδεικνύει η επιτροπή κυρώσεων.

17      Στις 10 Φεβρουαρίου 2004, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) 234/2004, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά της Λιβερίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1030/2003 (ΕΕ L 40, σ. 1).

18      Στις 12 Μαρτίου 2004, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1532 (2004), με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση των κεφαλαίων του Charles Taylor και ορισμένων μελών της οικογενείας του καθώς και των συμμάχων του και των συνεργατών του. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ψηφίσματος αυτού, το Συμβούλιο Ασφαλείας «αποφασίζει ότι, προκειμένου να εμποδιστεί ο πρώην πρόεδρος της Λιβερίας, Charles Taylor, τα μέλη της στενής οικογένειάς του, ειδικότερα οι Jewell Howard Taylor και Charles Taylor, Jr., ανώτατοι αξιωματούχοι του παλαιού καθεστώτος Taylor, ή μέλη του περιβάλλοντός του, σύμμαχοι ή συνεργάτες του, που έχουν υποδειχθεί [από την επιτροπή κυρώσεων], να χρησιμοποιούν ιδιοποιηθέντα κεφάλαια και αγαθά προκειμένου να εμποδίσουν την αποκατάσταση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Λιβερία και στις γειτνιάζουσες περιοχές, όλα τα κράτη οφείλουν να δεσμεύσουν τα κεφάλαια, έτερα περιουσιακά στοιχεία και οικονομικούς πόρους που βρίσκονται στο έδαφός τους, κατά την ημερομηνία εκδόσεως του παρόντος ψηφίσματος ή προγενέστερα, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή ή υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο των εν λόγω προσώπων ή άλλων υποδειχθέντων [από την επιτροπή κυρώσεων] προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων, λοιπών περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων που βρίσκονται στην κατοχή οντοτήτων ανηκόντων ή ελεγχομένων άμεσα ή έμμεσα από ένα εξ αυτών ή από οιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους ή υπό τας διαταγάς τους και έχει υποδειχθεί [από την επιτροπή κυρώσεων], και να μεριμνούν ώστε να εμποδίζονται οι υπήκοοί τους ή οποιοδήποτε επί του εδάφους τους πρόσωπο να τα θέτει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεση αυτών των προσώπων καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλα κεφάλαια, περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικούς πόρους ή να επιτρέπει να χρησιμοποιούνται εν προκειμένω προς όφελός τους».

19      Η παράγραφος 2 του ψηφίσματος 1532 (2004) προβλέπει ορισμένες παρεκκλίσεις από τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 1 μέτρα, ιδίως όσον αφορά τα κεφάλαια, άλλα περιουσιακά στοιχεία, και οικονομικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για την κάλυψη ουσιωδών ή κατ’ εξαίρεση δαπανών των σχετικών προσώπων. Οι παρεκκλίσεις αυτές είναι δυνατόν να χορηγούνται από τα κράτη μέλη υπό την επιφύλαξη, ανάλογα με την περίπτωση, της μη εναντιώσεως ή της εγκρίσεως της επιτροπής κυρώσεων.

20      Με την παράγραφο 4 του ψηφίσματος 1532 (2004), το Συμβούλιο Ασφαλείας επιφορτίζει την επιτροπή κυρώσεων να υποδείξει τα πρόσωπα και τις οντότητες που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 και να γνωστοποιήσει τον σχετικό κατάλογο σε όλα τα κράτη, να καταρτίζει και να ενημερώνει τακτικά αυτόν τον κατάλογο και να τον επανεξετάζει κάθε έξι μήνες.

21      Στην παράγραφο 5 του ψηφίσματος 1532 (2004), το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε να επανεξετάζει τα επιβληθέντα στην παράγραφο 1 μέτρα τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, ληφθέντος υπόψη ότι η πρώτη εξέταση πρέπει να λάβει χώρα στις 22 Δεκεμβρίου 2004, το αργότερο, και να αποφασίσει κατ’ αυτό το χρονικό σημείο τα νέα προς λήψη μέτρα.

22      Το Συμβούλιο, θεωρώντας ότι για την εφαρμογή του ψηφίσματος αυτού ήταν αναγκαία κοινοτική δράση, εξέδωσε, στις 29 Απριλίου 2004, την κοινή θέση 2004/487/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περαιτέρω περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας (ΕΕ L 162, σ. 116). Αυτή η κοινή θέση επιτάσσει τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων που βρίσκονται στην κατοχή, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, των προσώπων και οντοτήτων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του ψηφίσματος 1532 (2004), και τούτο σύμφωνα με τους ίδιους όρους όπως αυτοί που προβλέπονται σ’ αυτό το ψήφισμα.

23      Στις 29 Απριλίου 2004, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) 872/2004 σχετικά με περαιτέρω περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας (ΕΕ L 162, σ. 32).

24      Σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι είναι αναγκαία η δέσμευση των κεφαλαίων του Charles Taylor και των συνδεομένων με αυτόν προσώπων «λόγω των αρνητικών συνεπειών της μεταφοράς ιδιοποιηθέντων κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό και της χρησιμοποίησής τους από τον Charles Taylor και τους συνεργάτες του για την υπονόμευση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Λιβερία και την περιοχή».

25      Σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, τα μέτρα αυτά «εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης» και «για να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού, απαιτείται κοινοτική νομοθεσία για την εφαρμογή τους καθόσον αφορά την Κοινότητα».

26      Το άρθρο 1 του κανονισμού 872/2004 προσδιορίζει την έννοια των εκφράσεων «κεφάλαια», «δέσμευση κεφαλαίων», «οικονομικοί πόροι» και «δέσμευση οικονομικών πόρων».

27      Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 872/2004:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή τελούν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του πρώην Προέδρου της Λιβερίας Charles Taylor, της Jewell Howard Taylor και του Charles Taylor Jr. και των ακόλουθων προσώπων ή οντοτήτων όπως έχουν καθοριστεί από την επιτροπή κυρώσεων και περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι:

α)      άλλων στενών συγγενών του πρώην Προέδρου της Λιβερίας Charles Taylor·

β)      των υψηλόβαθμων στελεχών του πρώην καθεστώτος Taylor καθώς και των λοιπών στενών συμμάχων και συνεργατών του·

γ)      των νομικών προσώπων, οργανισμών ή οντοτήτων που ανήκαν ή ελέγχονταν, άμεσα ή έμμεσα, από τα πρόσωπα περί των οποίων γίνεται λόγος παραπάνω·

δ)      οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου που ενεργούσε για λογαριασμό ή υπό τις οδηγίες των προσώπων περί των οποίων γίνεται λόγος παραπάνω.

2.      Κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν θα διατεθεί, άμεσα ή έμμεσα, στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ή προς όφελός τους.

3.      Απαγορεύεται η συμμετοχή εν γνώσει και εκ προθέσεως σε δραστηριότητες που έχουν ως άμεσο ή έμμεσο στόχο ή αποτέλεσμα να καταστρατηγούνται τα μέτρα περί των οποίων οι παράγραφοι 1 και 2.»

28      Το παράρτημα Ι του κανονισμού 872/2004 περιλαμβάνει κατάλογο των φυσικών ή νομικών προσώπων, των οργάνων και των οντοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 2. Στο εν λόγω κείμενο, όπως αυτό είχε αρχικώς, δεν περιλαμβανόταν το όνομα του προσφεύγοντος.

29      Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 872/2004, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να τροποποιεί το παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού βάσει αποφάσεων που λαμβάνονται είτε από το Συμβούλιο Ασφαλείας είτε από την επιτροπή κυρώσεων.

30      Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 872/2004:

«1.      Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που κατονομάζονται στο παράρτημα ΙΙ δύνανται να επιτρέπουν την ελευθέρωση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή τη διάθεση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων, εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι τα εν λόγω κεφάλαια ή οικονομικοί πόροι:

α)      είναι αναγκαία για την κάλυψη βασικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών για είδη διατροφής, ενοικίου ή ενυποθήκου δανείου, φαρμάκων και ιατρικής θεραπείας, φόρων, ασφαλίστρων και τελών σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας,

β)      προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή εύλογων επαγγελματικών αμοιβών και την εξόφληση δαπανών συνδεόμενων με την παροχή νομικών υπηρεσιών,

γ)      προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή αμοιβών ή επιβαρύνσεων για υπηρεσίες που αφορούν την καθημερινή τήρηση ή διατήρηση δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων,

υπό τον όρον ότι έχουν γνωστοποιήσει στην επιτροπή κυρώσεων την πρόθεσή τους να αποδεσμεύσουν τα εν λόγω κεφάλαια και οικονομικούς πόρους και δεν έχουν λάβει αρνητική απάντηση από την επιτροπή κυρώσεων εντός δύο εργάσιμων ημερών από την εν λόγω γνωστοποίηση.

2.      Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που κατονομάζονται στο παράρτημα II δύνανται να επιτρέπουν την ελευθέρωση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή τη διάθεση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων, εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι χρειάζονται για την κάλυψη έκτακτων αναγκών και υπό τον όρον ότι έχουν γνωστοποιήσει την πρόθεσή τους αυτή στην επιτροπή κυρώσεων και έχουν λάβει την έγκριση της εν λόγω επιτροπής.»

31      Στις 15 Ιουνίου 2004, η επιτροπή κυρώσεων εξέδωσε τις οδηγίες για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 4 του ψηφίσματος 1532 (2004) (στο εξής: οδηγίες της επιτροπής κυρώσεων).

32      Το σημείο 2 των εν λόγω οδηγιών, που φέρει τον τίτλο «Ενεργοποίηση και διαχείριση του καταλόγου των προσώπων τα οποία αφορά η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων», προβλέπει, στο στοιχείο β΄, ότι η επιτροπή κυρώσεων εξετάζει με επιμέλεια τις αιτήσεις ενεργοποίησης αυτού του καταλόγου τις οποίες υποβάλλουν τα κράτη μέλη και, στο στοιχείο δ΄, ότι η επιτροπή κυρώσεων αναθεωρεί τον εν λόγω κατάλογο κάθε έξι μήνες, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, κάθε εκκρεμούσα αίτηση σχετική με τη διαγραφή του ονόματος ατόμων και/ή οντοτήτων (βλ. επόμενη σκέψη).

33      Το σημείο 4 των οδηγιών της επιτροπής κυρώσεων, που φέρει τον τίτλο «Διαγραφή από τον κατάλογο», προβλέπει:

«α) Υπό την επιφύλαξη των ισχυουσών διαδικασιών, ο προσφεύγων [πρόσωπο(α), ομάδες, επιχειρήσεις και/ή οντότητες περιλαμβανόμενες στον ανακεφαλαιωτικό πίνακα της επιτροπής] μπορεί να υποβάλει στην κυβέρνηση της χώρας όπου κατοικεί και/ή της χώρας της οποίας είναι υπήκοος αίτηση επανεξετάσεως της περιπτώσεώς του. Προς τούτο, ο προσφεύγων οφείλει να αιτιολογήσει την αίτησή του περί διαγραφής του από τον πίνακα, να παράσχει τα απαιτούμενα στοιχεία και να ζητήσει υποστήριξη του αιτήματός του αυτού.

β)      Η κυβέρνηση προς την οποία απευθύνεται η αίτηση οφείλει να εξετάσει όλα τα σχετικά στοιχεία, στη συνέχεια να επιδιώξει διμερή επαφή με την(τις) κυβέρνηση(-εις) που πρότεινε(-αν) την εγγραφή στον πίνακα [την(τις) “προτείνουσα(-σες) κυβέρνηση(-εις)”], να ζητήσει πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία και να προβεί σε διαβουλεύσεις αναφορικά με το αίτημα διαγραφής από τον πίνακα.

γ)      Η(οι) κυβέρνηση(-εις) που ζήτησε αρχικώς την εγγραφή δύναται(-νται) να ζητήσει επίσης συμπληρωματικά στοιχεία από τη χώρα της κατοικίας ή της ιθαγένειας του προσφεύγοντος. Η κυβέρνηση προς την οποία απευθύνεται η αίτηση και η(οι) προτείνουσα(-σες) κυβέρνηση(-εις) έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως των αναγκών, διαβουλεύσεως με τον πρόεδρο της επιτροπής κυρώσεων στο πλαίσιο των κατά τα ανωτέρω διμερών διαβουλεύσεων.

δ)      Αν, κατόπιν εξετάσεως των συμπληρωματικών στοιχείων, η κυβέρνηση προς την οποία απευθύνεται η αίτηση αποφασίσει να δώσει συνέχεια στο αίτημα διαγραφής από τον πίνακα, πρέπει να πείσει την(τις) προτείνουσα(-σες) κυβέρνηση(-εις) να υποβάλουν, από κοινού ή μεμονωμένως, αίτηση διαγραφής στην επιτροπή κυρώσεων. Η κυβέρνηση προς την οποία απευθύνεται η αίτηση έχει τη δυνατότητα να υποβάλει, χωρίς να συνοδεύεται από αίτηση της(των) προτείνουσας(-σών) κυβερνήσεως(-ων), αίτηση διαγραφής προς την επιτροπή κυρώσεων, στο πλαίσιο διαδικασίας σιωπηρής εγκρίσεως όπως ορίζεται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου 3.

ε)      Ο πρόεδρος απαντά προσωρινώς σε κάθε αίτηση διαγραφής από τον πίνακα που δεν έχει εξεταστεί εντός της κανονικής προθεσμίας των δύο ημερών ή κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατάσεως της προθεσμίας αυτής.»

34      Στις 14 Ιουνίου 2004, η επιτροπή κυρώσεων αποφάσισε να τροποποιήσει τον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα μέτρα της παραγράφου 1 του ψηφίσματος 1532 (2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Σ’ αυτόν τον τροποποιημένο κατάλογο περιελήφθη το όνομα του προσφεύγοντος που χαρακτηρίζεται ως ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως Exotic Tropical Timber Enterprises και ως ένας από τους κύριους εκμισθωτές ακινήτων του πρώην Προέδρου Charles Taylor.

35      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1149/2004 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 872/2004 (ΕΕ L 222, σ. 17), το παράρτημα I του κανονισμού 872/2004 αντικαταστάθηκε από το παράρτημα του κανονισμού 1149/2004. Το νέο αυτό παράρτημα περιλαμβάνει, στο σημείο του 13, το όνομα του προσφεύγοντος, περιγραφόμενο ως εξής:

«Leonid Minin [γνωστός και ως α) Blavstein, β) Blyuvshtein, γ) Blyafshtein, δ) Bluvshtein, ε) Blyufshtein, στ) Vladimir Abramovich Kerler, ζ) Vladimir Abramovich Popiloveski, η) Vladimir Abramovich Popela, θ) Vladimir Abramovich Popelo, ι) Wulf Breslan, ια) Igor Osols]. Ημερομηνία γέννησης: α) 14 Δεκεμβρίου 1947, β) 18 Οκτωβρίου 1946, γ) άγνωστη). Υπηκοότητα: Ουκρανική. Γερμανικά διαβατήρια (όνομα: Minin): α) 5280007248D, β) 18106739D. Ισραηλινά διαβατήρια) 6019832 (6/11/94-5/11/99), β) 9001689 (23/1/97-22/1/02), γ) 90109052 (26/11/97). Ρωσικό διαβατήριο: KI0861177. Βολιβιανό διαβατήριο: 65118. Ελληνικό διαβατήριο: δεν υπάρχουν στοιχεία. Ιδιοκτήτης της Exotic Tropical Timber Enterprises.»

36      Στις 21 Δεκεμβρίου 2004, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1579 (2004). Αφού εξέτασε, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που επέβαλε η παράγραφος 1 του ψηφίσματος 1532 (2004) και θεώρησε ότι η κατάσταση στη Λιβερία εξακολουθούσε να συνιστά απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, το Συμβούλιο Ασφαλείας υπογράμμισε ότι τα μέτρα αυτά εξακολουθούσαν να ισχύουν προκειμένου να εμποδιστεί ο πρώην Πρόεδρος Charles Taylor, τα μέλη της στενής οικογένειάς του, υψηλά ιστάμενοι υπεύθυνοι του παλαιού καθεστώτος Taylor ή στενοί του σύμμαχοι και συνεργάτες να χρησιμοποιούν κεφάλαια και αγαθά που έχουν ιδιοποιηθεί προκειμένου να παρεμβάλουν εμπόδια στην αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας στη Λιβερία και στις γειτνιάζουσες προς αυτήν περιοχές, ενώ επιβεβαίωσε εκ νέου την πρόθεσή του να αναθεωρεί τα μέτρα αυτά κάθε έτος.

37      Στις 2 Μαΐου 2005, η επιτροπή κυρώσεων αποφάσισε να προσθέσει συμπληρωματικά προσωπικά στοιχεία στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που περιέχει η παράγραφος 1 του ψηφίσματος 1532 (2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας.

38      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 874/2005 της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2005, για την κατάργηση του κανονισμού 872/2004 (ΕΕ L 146, σ. 5, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), το παράρτημα Ι του κανονισμού 872/2004 αντικαταστάθηκε από το παράρτημα του προσβαλλομένου κανονισμού. Αυτό το νέο παράρτημα Ι περιλαμβάνει, στο σημείο του 14, το όνομα του προσφεύγοντος, επισημαινόμενο ως εξής:

«Leonid Yukhimovich Minin [γνωστός και ως α) Blavstein, β) Blyuvshtein, γ) Blyafshtein, δ) Bluvshtein, ε) Blyufshtein, στ) Vladamir Abramovich Kerler, ζ) Vladimir Abramovich Kerler, η) Vladimir Abramovich Popilo-Veski, θ) Vladimir Abramovich Popiloveski, ι) Vladimir Abramovich Popela, ια) Vladimir Abramovich Popelo, ιβ) Wulf Breslan, ιγ) Igor Osols]. Ημερομηνίες γέννησης: α) 14 Δεκεμβρίου 1947, β) 18 Οκτωβρίου 1946. Τόπος γέννησης, Οδησσός, ΕΣΣΔ (νυν Ουκρανία). Υπηκοότητα: Ισραηλινή. Πλαστά γερμανικά διαβατήρια (όνομα: Minin): α) 5280007248D, β) 18106739D. Ισραηλινά διαβατήρια: α) 6019832 (διάρκεια ισχύος 6.11.1994-5.11.1999), β) 9001689 (διάρκεια ισχύος 23.1.1997-22.1.2002), γ) 90109052 (εκδοθέν στις 26.11.1997). Ρωσικό διαβατήριο: KI0861177. Βολιβιανό διαβατήριο: 65118. Ελληνικό διαβατήριο: δεν υπάρχουν στοιχεία. Άλλα στοιχεία: Ιδιοκτήτης της Exotic Tropical Timber Enterprises.»

39      Στις 20 Δεκεμβρίου 2005, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1647 (2005). Αφού εξέτασε, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που είχαν επιβληθεί με την παράγραφο Ι του ψηφίσματος 1532 (2004) και εκτίμησε ότι η κατάσταση στη Λιβερία εξακολουθούσε να συνιστά απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, το Συμβούλιο Ασφαλείας σημείωσε ότι αυτά τα μέτρα εξακολουθούσαν να ισχύουν και επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να τα αναθεωρεί τουλάχιστον μία φορά κάθε έτος.

 Διαδικασία

40      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Σεπτεμβρίου 2004 και πρωτοκολλήθηκε υπό τα στοιχεία T‑362/04, ο Leonid Minin άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

41      Με διατάξεις του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2004 και 21ης Φεβρουαρίου 2005, αντιστοίχως, επιτράπηκε στο Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής. Το Συμβούλιο κατέθεσε το υπόμνημά του παρεμβάσεως εντός των τασσομένων προθεσμιών. Με έγγραφο που περιήλθε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Απριλίου 2005, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως, διατηρώντας, ταυτόχρονα, το δικαίωμά του να συμμετάσχει σε ενδεχόμενη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

42      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, απηύθυνε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν σ’ αυτές εγγράφως, στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ο προσφεύγων και η καθής συμμορφώθηκαν σ’ αυτό το αίτημα του Πρωτοδικείου.

43      Πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο δικαιολογημένα απηλλάγη της σχετικής υποχρεώσεως, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τα αιτήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Σεπτεμβρίου 2006.

 Αιτήματα των διαδίκων

44      Με το δικόγραφο της προσφυγής του, ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το σημείο 13 του παραρτήματος του κανονισμού 1149/2004·

–        να ακυρώσει τον εν λόγω κανονισμό στο σύνολό του·

–        να αναγνωρίσει το ανεφάρμοστο, δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, των κανονισμών 872/2004 και 1149/2004.

45      Αντικρούοντας τα ανωτέρω, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτους ή αβάσιμους τους νέους προβαλλόμενους με το υπόμνημα της απαντήσεως ισχυρισμούς·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

46      Με το υπόμνημά του παρεμβάσεως, το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή.

47      Στην γραπτή του απάντηση στις τεθείσες από το Πρωτοδικείο ερωτήσεις, ο προσφεύγων αναφέρει ότι, κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 874/2005, προτίθεται να τροποποιήσει τα αρχικά αιτήματά του. Στο εξής, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το σημείο 14 του παραρτήματος του προσβαλλομένου κανονισμού·

–        να ακυρώσει τον κανονισμό 872/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, στο μέτρο που προβλέπει, στο άρθρο του 2, τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων του.

48      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων, αφενός, παραιτήθηκε του δευτέρου σκέλους των κατ’ αυτόν τον τρόπο τροποποιηθέντων αιτημάτων του και, αφετέρου, ζήτησε την καταδίκη της καθής στα δικαστικά έξοδα, πράγμα που σημειώθηκε στο πρακτικό της συνεδριάσεως.

 Επί του παραδεκτού και του αντικειμένου της προσφυγής

49      Το πρώτο σκέλος των αρχικών αιτημάτων του προσφεύγοντος, που έχει διατυπωθεί όπως εκτίθεται στην ανωτέρω σκέψη 44, σκοπούσε στην ακύρωση του σημείου 13 του παραρτήματος του κανονισμού 1149/2004, που είχε αντικαταστήσει το παράρτημα Ι του κανονισμού 872/2004.

50      Δεδομένου ότι το κατ’ αυτόν τον τρόπο αντικατασταθέν παράρτημα Ι του κανονισμού 872/2004 αντικαταστάθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, από το παράρτημα του προσβαλλομένου κανονισμού, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από αυτό το νέο στοιχείο για τη συνέχεια που θα δοθεί στην υπό κρίση προσφυγή.

51      Κατόπιν αυτού, ο προσφεύγων αναδιατύπωσε τα αιτήματά του κατά τον περιγραφόμενο στην ανωτέρω σκέψη 47 τρόπο. Ενόψει των περιστάσεων, η Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς την αρχή μιας τέτοιας αναδιατυπώσεως. Κατ’ αρχήν, τούτο είναι πράγματι σύμφωνο προς τη νομολογία του Πρωτοδικείου σύμφωνα με την οποία, όταν, κατά τη διάρκεια δίκης, ένα μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων ιδιώτη αντικαθίσταται από μέτρο έχον το ίδιο αντικείμενο, το τελευταίο πρέπει να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο επιτρέπον στον προσφεύγοντα να προσαρμόσει τα αιτήματα, ισχυρισμούς και επιχειρήματά του κατά τρόπον ώστε αυτά να αφορούν το μεταγενέστερο μέτρο (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, επί του παρόντος στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, στο εξής: απόφαση Yusuf, σκέψεις 71 έως 74, και T‑315/01, Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, επί του παρόντος στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, στο εξής: απόφαση Kadi, σκέψεις 52 έως 55, καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εξάλλου, δεδομένου ότι ο προσφεύγων παραιτήθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, του δευτέρου σκέλους των κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδιατυπωθέντων αιτημάτων του, διαπιστώνεται ότι η προσφυγή έχει πλέον ως μοναδικό αντικείμενο το αίτημα ακυρώσεως του σημείου 14 του παραρτήματος του προσβαλλομένου κανονισμού 872/2004, με το οποίο διατηρείται το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα κεφάλαια πρέπει να δεσμευτούν σύμφωνα με τον κανονισμό 872/2004.

53      Συναφώς, σημειώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί σαφώς κανονισμό, κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Yusuf, σκέψεις 184 έως 188), και όχι δέσμη ατομικών αποφάσεων, όπως εσφαλμένως υποστηρίζει ο προσφεύγων. Το σημείο 14 του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού χαρακτηρίζει η ίδια αυτή κανονιστική φύση και, επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν αποτελεί ατομική απόφαση απευθυνόμενη στον προσφεύγοντα. Εξίσου αληθές είναι ότι η πράξη αυτή αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα, στο μέτρο που αυτός κατονομάζεται στο εν λόγω σημείο 14 του παραρτήματός του (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Yusuf, σκέψη 186, και της 12ης Ιουλίου 2006, T‑253/02, Ayadi κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, επί του παρόντος στο στάδιο αναιρετικής διαδικασίας, στο εξής: απόφαση Ayadi, σκέψη 81).

 Επί της ουσίας

1.     Πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων

54      Ο προσφεύγων δηλώνει ότι ονομάζεται Leonid Minin και ότι είναι ισραηλινός πολίτης, κάτοικος Τελ Αβίβ (Ισραήλ), μολονότι διέμενε στην Ιταλία κατά τον κρίσιμο χρόνο των εχόντων αποτελέσει την αιτία της υπό κρίση προσφυγής πραγματικών περιστατικών. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι το σύνολο των κεφαλαίων και οικονομικών του πόρων εντός της Κοινότητας δεσμεύτηκαν κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 1149/2004, οπότε αδυνατούσε πλέον και να απασχοληθεί με τον υιό του και να συνεχίσει τις δραστηριότητές του ως διαχειριστής εταιρίας εισαγωγών-εξαγωγών ξυλείας. Εξάλλου, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι έχει απαλλαγεί των κατ’ αυτού ποινικών κατηγοριών στην Ιταλία για εμπόριο όπλων.

55      Παρ’ όλ’ αυτά, η Επιτροπή και το Συμβούλιο παραπέμπουν συναφώς στην έκθεση της 26ης Οκτωβρίου 2001 της ομάδας εμπειρογνωμόνων της παραγράφου 19 του ψηφίσματος 1343 (2001) (βλ. ανωτέρω σκέψη 13). Σύμφωνα με τα κοινοτικά αυτά όργανα, από τις παραγράφους 15 έως 17 και 207 επ. της εκθέσεως αυτής προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τη σύλληψή του, από τις ιταλικές αρχές, στις 5 Αυγούστου 2000, βρέθηκαν στην κατοχή του προσφεύγοντος διάφορα έγγραφα τα οποία τον ενέπλεκαν σε εμπόριο όπλων με προορισμό τη Λιβερία. Ερωτηθείς στη φυλακή από την ομάδα εμπειρογνωμόνων, ο προσφεύγων παραδέχθηκε τον ρόλο του σε διάφορες συναλλαγές σχετικές με αυτό το εμπόριο. Εξάλλου, η απαλλαγή του προσφεύγοντος στην Ιταλία αιτιολογήθηκε από την έλλειψη κατά τόπον αρμοδιότητας των ιταλικών δικαστηρίων προς εκδίκαση ποινικών κατ’ αυτού κατηγοριών εντός αυτού του κράτους μέλους.

2.     Σκεπτικό

56      Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους από τους οποίους ο πρώτος αντλείται από την έλλειψη αρμοδιότητας της Κοινότητας όσον αφορά την έκδοση του κανονισμού 872/2004, του κανονισμού 1149/2004 και του προσβαλλομένου κανονισμού (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενοι κανονισμοί), ενώ ο δεύτερος αντλείται από την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την έλλειψη αρμοδιότητας της Κοινότητας όσον αφορά την έκδοση των προσβαλλομένων κανονισμών

57      Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, από τα οποία το δεύτερο αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, πρώτον, ότι τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα κράτη προς τα οποία απευθύνονται και δεν αφορούν κατά τρόπο άμεσο ιδιώτες, κατ’ αντίθεση προς τους κοινοτικούς κανονισμούς οι οποίοι παράγουν άμεσα erga omnes αποτελέσματα εντός των κρατών μελών. Έτσι, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί έχουν παράσχει μια «πρόσθετη αξία» στις προβλεπόμενες από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας κυρώσεις, των οποίων έχουν υιοθετήσει τις διατάξεις, δηλαδή το άμεσο αποτέλεσμα στο έδαφος της Ενώσεως, πράγμα που δεν δικαιολογείται από κανονιστική άποψη. Πράγματι, η Κοινότητα διαθέτει μόνον κατ’ απονομήν αρμοδιότητες. Ειδικότερα, από το άρθρο 295 ΕΚ προκύπτει ότι η Κοινότητα δεν διαθέτει ίδιες όσον αφορά το καθεστώς ιδιοκτησίας αρμοδιότητες. Ως εκ τούτου, δεν είναι αρμόδια να θεσπίζει πράξεις στερούσες ιδιώτες της ιδιοκτησίας τους. Ο ρόλος αυτός εμπίπτει στα κράτη μέλη, τα οποία είναι τα μόνα αρμόδια, κατά τον προσφεύγοντα, να προσδίδουν άμεσο και δεσμευτικό αποτέλεσμα στις ατομικές οικονομικές κυρώσεις που αποφασίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας.

59      Δεύτερον, ο προσφεύγων διατείνεται ότι αποδέκτες των προβλεπόμενων από τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ μέτρων είναι οι τρίτες χώρες. Κατά συνέπεια, τα άρθρα αυτά δεν αποτελούν την κατάλληλη νομική βάση για τη λήψη κολαστικών ή προληπτικών μέτρων αφορώντων ιδιώτες και παραγόντων άμεσο έναντι αυτών αποτέλεσμα. Τέτοια μέτρα δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, κατ’ αντίθεση, πρώτον, προς τα περιοριστικά οικονομικής φύσεως μέτρα που έχουν ληφθεί κατά της Λιβερίας με τον κανονισμό 234/2004 και, δεύτερον, προς τα μέτρα εμπορικού αποκλεισμού κατά του Ιράκ που εξετάστηκαν από το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 28ης Απριλίου 1998, T‑184/95, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑667).

60      Ο αυθαίρετος χαρακτήρας του θεσπισθέντος με τους προσβαλλομένους κανονισμούς καθεστώτος προκύπτει από σύγκριση μεταξύ του καθεστώτος αυτού και του καθεστώτος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1294/1999 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 1999, σχετικά με το πάγωμα κεφαλαίων και την απαγόρευση επενδύσεων σε σχέση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) 1295/98 και (ΕΚ) 1607/98 (ΕΕ L 153, σ. 63). Ο προσφεύγων επισημαίνει ότι τα πρόσωπα που αφορούσε ο τελευταίος αυτός κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο του 2, είχαν θεωρηθεί «ως πρόσωπα που ενεργούν ή ισχυρίζονται ότι ενεργούν για λογαριασμό ή εξ ονόματος» των οικείων κυβερνήσεων. Προσθέτει ότι ο κανονισμός 1294/1999 περιείχε κανόνες απευθυνομένους στα κράτη μέλη και ότι αναδιατύπωνε μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων που ήδη εφαρμόζονταν από τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο.

61      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων ανέπτυξε μια παραλλαγή αυτού του δεύτερου σκέλους της επιχειρηματολογίας του διατεινόμενος ότι, στο μέτρο που ο Charles Taylor είχε εκδιωχθεί από την εξουσία στη Λιβερία ήδη πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων κανονισμών, οι τελευταίοι δεν μπορούσαν πλέον να στηρίζονται μόνον στα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, αλλά έπρεπε επίσης να στηρίζονται στη συμπληρωματική νομική βάση του άρθρου 308 ΕΚ. Υπό την έννοια αυτή, επικαλέστηκε τις σκέψεις 125 επ. της αποφάσεως Yusuf.

62      Τρίτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ουδεμία έχει σχέση με τον στόχο «να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 872/2004, εφόσον ουδεμία υφίσταται εν προκειμένω συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων. Ομοίως, ο προσφεύγων δηλώνει ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί πώς είναι δυνατόν κεφάλαια κακώς κτηθέντα, πλην όμως αστείου ύψους, από πλευράς της οικονομίας της Ενώσεως, να θίγουν το καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

63      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αμφισβητούν το βάσιμο του συνόλου των προβληθέντων από τον προσφεύγοντα κατά την έγγραφη διαδικασία επιχειρημάτων. Εξάλλου, τα ίδια ή παρόμοια επιχειρήματα έχουν απορριφθεί από το Πρωτοδικείο με τις αποφάσεις Yusuf, Kadi και Ayadi.

64      Όσο για την επ’ ακροατηρίου αναπτυχθείσα από τον προσφεύγοντα επιχειρηματολογία, βάσει των σκέψεων 125 επ. της αποφάσεως Yusuf (βλ. ανωτέρω σκέψη 61), η Επιτροπή εκτιμά ότι συνιστά νέο ισχυρισμό του οποίου η προβολή κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, εφόσον δεν στηρίζεται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

65      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για την επιβολή, μέσω της λήψεως μέτρων εχόντων άμεσο και δεσμευτικό έναντι των ιδιωτών αποτέλεσμα, των οικονομικών κυρώσεων που αποφασίζονται κατ’ αυτών από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

66      Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξαρχής για λόγους κατ’ ουσίαν όμοιους προς αυτούς που μνημονεύονται στις αποφάσεις Yusuf (σκέψεις 107 έως 171), Kadi (σκέψεις 87 έως 135) και Ayadi (σκέψεις 87 έως 92) (βλ., προκειμένου περί της ευχέρειας που έχει ο κοινοτικός δικαστής να αιτιολογεί μια απόφαση παραπέμποντας σε προγενέστερη απόφαση έχουσα εκδοθεί σχετικά με όμοια κατ’ ουσίαν ερωτήματα, την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, C‑229/04, Crailsheimer Volksbank, Συλλογή 2005, σ. Ι‑9273, σκέψεις 47 έως 49, και την απόφαση Ayadi, σκέψη 90· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2002, C‑204/00 P, Aalborg Portland κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29, καθώς και, κατ’ αναλογίαν, την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 1999, C‑155/98 P, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ.  I‑4069, σκέψεις 13 και 15).

67      Αφενός, το Πρωτοδικείο πράγματι έκρινε, με τις αποφάσεις Yusuf, Kadi και Ayadi, ότι, στο μέτρο που, δυνάμει της Συνθήκης ΕΚ, η Κοινότητα έχει αναλάβει αρμοδιότητες ασκούμενες προηγουμένως από τα κράτη μέλη στο πεδίο της εφαρμογής του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι διατάξεις του εν λόγω Χάρτη έχουν ως αποτέλεσμα να δεσμεύουν την Κοινότητα (απόφαση Yusuf, σκέψη 253), και ότι η τελευταία υποχρεούται, δυνάμει μάλιστα της Συνθήκης με την οποία αυτή έχει συσταθεί, να θεσπίζει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, όλες τις διατάξεις που είναι αναγκαίες και να καθίσταται δυνατό στα κράτη μέλη να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τον εν λόγω Χάρτη (απόφαση Yusuf, σκέψη 254).

68      Αφετέρου, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει, με τις ίδιες αυτές αποφάσεις, ότι η Κοινότητα είναι αρμόδια, βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, για τη θέσπιση περιοριστικών μέτρων που πλήττουν άμεσα τους ιδιώτες όταν κάτι τέτοιο προβλέπεται από κοινή θέση ή κοινή δράση που έχουν υιοθετηθεί δυνάμει διατάξεων της Συνθήκης ΕΕ σχετικά με την ΚΕΠΠΑ, εφόσον τα μέτρα αυτά πράγματι σκοπούν στο να διακόψουν ή να περιορίσουν, εν όλω ή εν μέρει, τις οικονομικές σχέσεις με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες (απόφαση Yusuf, σκέψεις 112 έως 116). Αντιθέτως, περιοριστικά μέτρα που δεν παρουσιάζουν καμιά σχέση με το έδαφος ή το καθεστώς τρίτης χώρας δεν είναι δυνατόν να στηρίζονται σ’ αυτές και μόνον τις διατάξεις (απόφαση Yusuf, σκέψεις 125 έως 157). Ωστόσο, η Κοινότητα είναι αρμόδια να θεσπίζει τέτοια μέτρα, βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ (απόφαση Yusuf, σκέψεις 158 έως 170, και απόφαση Ayadi, σκέψεις 87 έως 89).

69      Όμως, εν προκειμένω, το Συμβούλιο διαπίστωσε, με την κοινή θέση 2004/497, που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, ότι ήταν αναγκαία η δράση της Κοινότητας για την εφαρμογή ορισμένων περιοριστικών μέτρων κατά του Charles Taylor και των συνεργατών του, σύμφωνα με το ψήφισμα 1532 (2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ η Κοινότητα έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα αυτά με την έκδοση των προσβαλλομένων κανονισμών (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, την απόφαση Yusuf, σκέψη 255).

70      Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει, υπό τις ειδικές εν προκειμένω περιστάσεις, να σημειωθεί ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί έχουν ως νομική βάση μόνον τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Επομένως, ασχέτως του ζητήματος του χαρακτηρισμού ως νέου ή μη νέου ισχυρισμού της αναπτυχθείσας εν προκειμένω από τον προσφεύγοντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιχειρηματολογίας, είναι ανάγκη, με βάση τη σκέψη 125 επ. της αποφάσεως Yusuf (βλ. ανωτέρω σκέψη 61), να διευκρινισθεί εάν οι πλήττουσες τον προσφεύγοντα, υπό την ιδιότητά του ως συνεργάτη του πρώην προέδρου της Λιβερίας Charles Taylor, κυρώσεις σκοπούν πράγματι στο να διακόψουν ή να περιορίσουν, εν όλω ή εν μέρει, τις οικονομικές σχέσεις με τρίτη χώρα, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να εξεταστεί εάν οι εν λόγω κυρώσεις παρουσιάζουν επαρκή σύνδεσμο με το έδαφος ή με το διέπον μια τέτοια χώρα καθεστώς.

71      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει, κατόπιν των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, των κοινών θέσεων ΚΕΠΠΑ και των επίδικων εν προκειμένω κοινοτικών πράξεων, έστω και αν είναι ακριβές ότι ο Charles Taylor έχει αποπεμφθεί από την προεδρική εξουσία στη Λιβερία από τον Αύγουστο του 2003.

72      Πράγματι, σύμφωνα με πάγια εκτίμηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, πράγμα που το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αμφισβητήσει, η κατάσταση στη Λιβερία εξακολουθεί να συνιστά απειλή για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, τα δε περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά του Charles Taylor και των συνεργατών του εξακολουθούν να είναι αναγκαία για την παρεμπόδιση των τελευταίων να κάνουν χρήση των ιδιοποιηθέντων απ’ αυτούς κεφαλαίων και αγαθών προκειμένου να εμποδίσουν την αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας στη χώρα αυτή και στην περιοχή (βλ., όσον αφορά την περίοδο 2001-2005, τις ανωτέρω σκέψεις 12, 14, 15, 18 και 36 και, όσον αφορά τον μετά την 20ή Δεκεμβρίου 2005 χρόνο, την ανωτέρω σκέψη 39).

73      Ομοίως, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 872/2004, προκύπτει ότι η δέσμευση των κεφαλαίων του Charles Taylor και των συνεργατών του είναι αναγκαία «λόγω των αρνητικών συνεπειών της μεταφοράς ιδιοποιηθέντων κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό και της χρησιμοποίησής τους από τον Charles Taylor και τους συνεργάτες του για την υπονόμευση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Λιβερία και την περιοχή».

74      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, στο μέτρο που το όργανο στο οποίο η διεθνής κοινότητα έχει αναθέσει τον κύριο ρόλο της διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας θεωρεί ότι ο Charles Taylor και οι συνεργάτες του εξακολουθούν να είναι σε θέση να υπονομεύσουν την ειρήνη στη Λιβερία και στις γειτονικές χώρες, τα ληφθέντα κατ’ αυτών περιοριστικά μέτρα εμφανίζουν επαρκή σύνδεσμο με το έδαφος ή το διέπον τη χώρα αυτή καθεστώς, ώστε να θεωρηθούν «ως σκοπούντα στο να διακόψουν ή να περιορίσουν, εν όλω ή εν μέρει, τις οικονομικές σχέσεις με […] τρίτη χώρα», κατά την έννοια των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη λήψη των εν λόγω μέτρων, βάσει των διατάξεων αυτών.

75      Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλονται ειδικώς από τον προσφεύγοντα, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση αυτή.

76      Προκειμένου περί του επιχειρήματος ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί έδωσαν αδικαιολογήτως μια «πρόσθετη αξία» στα επίμαχα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας λόγω του αμέσου αποτελέσματος που παράγουν στο έδαφος της Κοινότητας, ορθώς η Επιτροπή το αντικρούει παρατηρώντας, αφενός, ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν περιορίζουν την επιλογή των διασφαλιζουσών την εφαρμογή τους πράξεων και, αφετέρου, ότι το ψήφισμα 1532 (2004) ουδόλως επιβάλλει συγκεκριμένα όρια όσον αφορά τον τύπο των εκτελεστικών μέτρων που τα κράτη μέλη του ΟΗΕ πρέπει να λάβουν κατά τρόπο άμεσο ή, όπως εν προκειμένω, μέσω των διεθνών οργανισμών στους οποίους αυτά μετέχουν. Αντιθέτως, το ψήφισμα αυτό απαιτεί τη λήψη των «μέτρων που είναι αναγκαία» για την εφαρμογή του. Συναφώς, η Επιτροπή και το Συμβούλιο ορθώς υποστηρίζουν ότι η έκδοση κοινοτικού κανονισμού δικαιολογείται από προδήλους λόγους ομοιομορφίας και αποτελεσματικότητας και καθιστά δυνατό να αποφευχθεί όπως τα κεφάλαια των ενδιαφερομένων μεταφερθούν ή αποκρυβούν κατά το χρονικό διάστημα που θα χρειάζονταν τα κράτη μέλη προκειμένου να εφαρμόσουν μια οδηγία ή μια απόφαση βάσει του εθνικού δικαίου.

77      Προκειμένου περί του επιχειρήματος ότι η Κοινότητα παραβαίνει το άρθρο 292 ΕΚ διατάσσοντας τη δέσμευση των κεφαλαίων ιδιωτών, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα εν προκειμένω μέτρα συνιστούν παρεμβολή στο διέπον το δικαίωμα της κυριότητας καθεστώς (βλ. συναφώς απόφαση Yusuf, σκέψη 299), αρκεί να σημειωθεί ότι, παρά την εν λόγω διάταξη, άλλες διατάξεις της Συνθήκης εξουσιοδοτούν την Κοινότητα να θεσπίζει σχετικά με κυρώσεις ή άμυνα μέτρα έχοντα επίπτωση στο δικαίωμα κυριότητας των ιδιωτών. Τούτο ακριβώς συμβαίνει σε θέματα ανταγωνισμού (άρθρο 83 ΕΚ) και εμπορικής πολιτικής (άρθρο 133 ΕΚ). Το ίδιο επίσης ισχύει και για μέτρα που λαμβάνονται, όπως εν προκειμένω, βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ.

78      Προκειμένου, τέλος, περί του επιχειρήματος ότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος ουδεμία σχέση έχει με τον στόχο «να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού», όπως ορίζεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 872/2004, είναι αληθές ότι ο ισχυρισμός περί κινδύνου στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που ο κανονισμός αυτός, σύμφωνα με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, έχει ως στόχο να προλάβει, δεν προκύπτει πειστικός (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, τις αποφάσεις Yusuf, σκέψεις 141 έως 150, και Kadi, σκέψεις 105 έως 114).

79      Όπως το Πρωτοδικείο έχει υπενθυμίσει με τη σκέψη 165 της αποφάσεως Ayadi, η αιτιολογία ενός κανονισμού πρέπει να εξετάζεται σφαιρικώς. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η παράβαση τύπου που συνιστά, όσον αφορά έναν κανονισμό, το γεγονός ότι μια από τις αιτιολογικές του σκέψεις περιλαμβάνει εσφαλμένη, στην πράξη, μνεία δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωσή του εφόσον οι λοιπές αιτιολογικές σκέψεις του παρέχουν επαρκή, αυτή καθ’ εαυτήν, αιτιολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 1987, 119/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4121, σκέψη 51, καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 1999, T‑129/95, T‑2/96 και T‑97/96, Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑17, σκέψη 160). Τούτο ακριβώς συμβαίνει και εν προκειμένω.

80      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολόγηση πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική του Συμβουλίου, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν την αιτιολογία των ληφθέντων μέτρων και στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του. Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται από πλευράς όχι μόνον του γράμματος της σχετικής πράξεως αλλά και του πλαισίου της καθώς και από το σύνολο των διεπόντων το σχετικό θέμα νομικών κανόνων. Όταν πρόκειται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, για πράξη προοριζόμενη να τύχει γενικής εφαρμογής, η αιτιολόγηση μπορεί να περιοριστεί στην αναφορά, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, των γενικών στόχων των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑344/04, International Air Transport Association κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑403, σκέψεις 66 και 67, καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία).

81      Εν προκειμένω, οι αιτιολογικές αναφορές στον κανονισμό 872/2004 καθώς και, ειδικότερα, οι αιτιολογικές σκέψεις του 1 έως 5, πληρούν πλήρως αυτές τις επιταγές, ιδίως στο μέτρο που παραπέμπουν, αφενός, στα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ και, αφετέρου, στα ψηφίσματα 1521 (2003) και 1532 (2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και στις κοινές θέσεις 2004/137 και 2004/487.

82      Εξάλλου, στο μέτρο που ο προβλεπόμενος κανονισμός υποδεικνύει ονομαστικώς, στο παράρτημά του, τον προσφεύγοντα ως άτομο που πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο ατομικού μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, είναι αρκούντως αιτιολογημένος μέσω της αναφοράς, στην αιτιολογική του σκέψη 2, στην αντίστοιχη υπόδειξη που έχει γίνει από την επιτροπή κυρώσεων.

83      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή της αρχής της επικουρικότητας η οποία, κατ’ αυτόν, αποτελεί το επίκεντρο της υπό κρίση διαφοράς.

85      Η Επιτροπή, αν και θεωρεί την αιτίαση αυτή απαράδεκτη, ως νέο προβληθέντα για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως ισχυρισμό, υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων δεν θεμελιώνει, εν πάση περιπτώσει, τους ισχυρισμούς του.

86      Σύμφωνα με την Επιτροπή, με τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ έχει πραγματοποιηθεί μονοσήμαντη και ανεπιφύλακτη μεταφορά αρμοδιότητας υπέρ της Κοινότητας. Η αρμοδιότητα αυτή είναι αποκλειστικού χαρακτήρα, οπότε δεν μπορεί να τύχει, εν προκειμένω, εφαρμογής η αρχή της επικουρικότητας.

87      Τέλος, η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής η αρχή της επικουρικότητας, ο παντελώς δευτερεύων ρόλος που έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη από το άρθρο 60 ΕΚ συνεπάγεται ότι αναγνωρίζεται ότι οι στόχοι ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων μπορούν να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικότερα σε κοινοτικό επίπεδο. Τούτο προδήλως συμβαίνει και στην υπό κρίση περίπτωση.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

88      Επιβάλλεται, προεισαγωγικώς, να υπομνησθεί ότι ο κοινοτικός δικαστής έχει το δικαίωμα να εκτιμήσει, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, εάν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την απόρριψη επί της ουσίας ενός ισχυρισμού χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού του (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑217/99, T‑321/99 και T‑222/01, Sinaga κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 68, καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία).

89      Πάντως, εν προκειμένω, η αντλούμενη από την προβαλλόμενη προσβολή της αρχής της επικουρικότητας αιτίαση πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμη για λόγους όμοιους κατ’ ουσίαν προς αυτούς που έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 106 έως 110, 112 και 113 της αποφάσεως Ayadi, σε απάντηση προβληθέντος από τον Ayadi όμοιου κατ’ ουσίαν ισχυρισμού. Πράγματι, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να προβληθεί στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτό δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής υπό περιστάσεις όπως οι προκείμενες, είναι πρόδηλον ότι η ομοιόμορφη εντός των κρατών μελών εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, που ισχύουν αδιακρίτως επί όλων των κρατών μελών του ΟΗΕ, μπορεί καλύτερα να πραγματοποιηθεί σε κοινοτικό παρά σε εθνικό πλαίσιο.

90      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων

91      Αυτός ο λόγος υποδιαιρείται σε τρία σκέλη, από τα οποία το τρίτο έχει κατ’ ουσίαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως.

 Επί του πρώτου και δευτέρου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο, κατ’ αυτόν, περιλαμβάνεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που η Κοινότητα υποχρεούται να σέβεται (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 749), λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ).

93      Ο προσφεύγων αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαίωμα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμών, εάν και εφόσον με αυτούς επιδιώκεται στόχος γενικού συμφέροντος της Κοινότητας. Ωστόσο, επισημαίνει ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν μνημονεύουν κανένα τέτοιου είδους στόχο. Κατ’ αυτόν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιος, ειδικότερα, ο στόχος της αποφυγής οποιασδήποτε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, πράγμα που ουδεμία ασκεί εν προκειμένω επιρροή (βλ. ανωτέρω σκέψη 61). Όσο για τον στόχο του κολασμού των κλοπών που έχουν διαπραχθεί από «τον δικτάτορα Taylor και τους “ανθρώπους του χεριού του”», αυτός εμπίπτει στην αποστολή των κρατών, ως αποδεκτών των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, και όχι σ’ αυτήν της Κοινότητας.

94      Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι αρχές που έχει θέσει το Δικαστήριο με την επικαλούμενη από την Επιτροπή απόφασή του της 30ής Ιουλίου 1996, C‑84/95, Bosphorus (Συλλογή 1996, σ. I‑3953). Πρώτον, αντίθετα προς τα επίμαχα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή μέτρα, η αναλογικότητα των προβλεπομένων από τους προσβαλλόμενους κανονισμούς μέτρων δεν είχε εξεταστεί πριν από τη θέσπισή τους. Δεύτερον, η κατάσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία και Μαυροβούνιο), όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος, δεν μπορεί, κατ’ αυτόν, να συγκριθεί προς αυτήν της Λιβερίας, όπου έχει τεθεί σε εφαρμογή διαδικασία ειρήνης. Τρίτον, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 53 του συνημμένου στη Σύμβαση της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου 1907 κανονισμού, σχετικά με τους νόμους και τα έθιμα των χερσαίων πολεμικών συγκρούσεων, τα μέσα μεταφοράς, όπως το αεροσκάφος που είχε κατασχεθεί από τις ιρλανδικές αρχές στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Bosphorus, απήλαυαν, εν καιρώ πολέμου, μικρότερης προστασίας απ’ ό,τι άλλες μορφές ιδιοκτησίας ιδιωτών.

95      Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει, με το υπόμνημά του απαντήσεως, ότι καμιά από τις παρεκκλίσεις από το δικαίωμα ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ως αντίθετες προς τη διάταξη αυτή τις ενέργειες κράτους μέλους το οποίο έχει δημιουργήσει μια τέτοια πραγματική κατάσταση ώστε ένας ιδιοκτήτης να εμποδίζεται από το να έχει στην απόλυτη διάθεσή του ένα αγαθό του, χωρίς να του έχει παρασχεθεί κάποιο πλεονέκτημα προς αποκατάσταση της προκληθείσας σ’ αυτόν ζημίας (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απόφαση Παπαμιχαλόπουλος κατά Ελλάδος της 24ης Ιουνίου 1993, σειρά A αριθ. 260‑B).

96      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, στο μέτρο που η Κοινότητα εξέδωσε τους προσβαλλομένους κανονισμούς οι οποίοι αποτελούν, κατ’ ουσίαν, δέσμες ατομικών διοικητικών αποφάσεων, χωρίς να έχει διενεργήσει πραγματική έρευνα επί των δεσμευθέντων κεφαλαίων και χωρίς να έχει υπάρξει οποιαδήποτε κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία. Συναφώς, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να διέπει όλες τις διοικητικές διαδικασίες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑757).

97      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αμφισβητούν το βάσιμο του συνόλου των προβληθέντων από τον προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας επιχειρημάτων. Εξάλλου, όμοια ή παρόμοια επιχειρήματα έχουν απορριφθεί από το Πρωτοδικείο με τις αποφάσεις Yusuf, Kadi και Ayadi.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

98      Εν προκειμένω, ο κανονισμός 872/2004, που εκδόθηκε κατόπιν, μεταξύ άλλων, της κοινής θέσεως 2004/487, αποτελεί εφαρμογή, σε κοινοτικό επίπεδο, της υποχρεώσεως που βαρύνει τα κράτη μέλη, ως Μέλη του ΟΗΕ, να υλοποιήσουν, ενδεχομένως μέσω κοινοτικής πράξεως, τις κυρώσεις κατά του Charles Taylor και των συνεργατών του, οι οποίες αποφασίστηκαν και, στη συνέχεια, επιβλήθηκαν με διάφορα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας εκδοθέντα βάσει του άρθρου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 872/2004 γίνεται ρητή αναφορά στα ψηφίσματα 1521 (2003) και 1532 (2004).

99      Το ίδιο ισχύει τόσο για τον κανονισμό 1149/2004, που εκδόθηκε κατόπιν της εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων επί των οποίων έπρεπε να εφαρμοστούν οι εν λόγω κυρώσεις, που αποφασίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων στις 14 Ιουνίου 2004 (βλ., ανωτέρω σκέψεις 34 και 35), όσο και για τον προσβαλλόμενο κανονισμό που εκδόθηκε κατόπιν τροποποιήσεως του εν λόγω καταλόγου, αποφασισθείσας στις 2 Μαΐου 2005 από την επιτροπή κυρώσεων (βλ. ανωτέρω σκέψεις 37 και 38).

100    Εξάλλου, τα επίμαχα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και οι προσβαλλόμενοι εν προκειμένω κανονισμοί προβλέπουν, όσον αφορά τους ενδιαφερομένους, μέτρα οικονομικών κυρώσεων (δέσμευση κεφαλαίων και λοιπών οικονομικών πόρων) κατ’ ουσίαν όμοια, όσον αφορά τη φύση και το περιεχόμενό τους, προς αυτά περί των οποίων επρόκειτο στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Yusuf, Kadi και Ayadi. Όλες αυτές οι κυρώσεις, που επανεξετάζονται περιοδικώς από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή από την αρμόδια επιτροπή κυρώσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αφενός, ανωτέρω σκέψεις 20, 21, 32, 36 και 39 και, αφετέρου, απόφαση Yusuf, σκέψεις 16, 26 και 37), συνοδεύονται από παρόμοιες παρεκκλίσεις (βλ., μεταξύ άλλων, αφενός, ανωτέρω σκέψεις 19 και 30 και, αφετέρου, απόφαση Yusuf, σκέψεις 36 και 40), καθώς και ανάλογους μηχανισμούς επιτρέποντες στους ενδιαφερομένους να ζητούν την επανεξέταση των περιπτώσεών τους από την αρμόδια επιτροπή κυρώσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αφενός, ανωτέρω σκέψεις 31 έως 33 και, αφετέρου, απόφαση Yusuf, σκέψεις 309 και 311).

101    Υπό τις συνθήκες αυτές και σύμφωνα με την παρατιθέμενη στην ανωτέρω σκέψη 66 νομολογία, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με την προβαλλόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, του δικαιώματος ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων άμυνας, δεν είναι δυνατόν παρά να απορριφθούν, υπό το φως των αποφάσων Yusuf (σκέψεις 226 έως 283, 285 έως 303 και 304 έως 331), Kadi (σκέψεις 176 έως 231, 234 έως 252 και 253 έως 276) και Ayadi (σκέψεις 115 έως 157), στο πλαίσιο των οποίων όμοια ουσιωδώς επιχειρήματα απορρίφθηκαν για λόγους έχοντες σχέση, κατ’ ουσίαν, με την υπεροχή της θεσπισμένης από τα Ηνωμένα Έθνη διεθνούς εννόμου τάξεως επί της κοινοτικής εννόμου τάξεως, με τον συνακόλουθο περιορισμό του ελέγχου νομιμότητας που το Πρωτοδικείο μπορεί να ασκεί όσον αφορά κοινοτικές πράξεις θέτουσες σε εφαρμογή αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της επιτροπής του κυρώσεων και με παράβαση κανόνων γενικώς παραδεγμένων από τη διεθνή κοινότητα διά της λήψεως μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων του τύπου των επίμαχων εν προκειμένω.

102    Επομένως, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

103    Με το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή της αρχής της εδαφικότητας. Επικαλείται, υπό την έννοια αυτή, πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία η άσκηση των αναγκαστικού χαρακτήρα εξουσιών της Κοινότητας έναντι ενεργειών προερχομένων εκτός των ορίων του εδάφους της εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι αυτές οι ενέργειες παράγουν αποτελέσματα εντός του εν λόγω εδάφους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5193, και της 24ης Νοεμβρίου 1992, C‑286/90, Poulsen και Diva Navigation, Συλλογή 1992, σ. I‑6019· απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1999, T‑102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑753).

104    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 του κανονισμού 872/2004, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί σκοπούν, σε τελευταία ανάλυση, στο να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους στο έδαφος της Λιβερίας και όχι σ’ αυτό της Κοινότητας. Αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί, κατά τον προσφεύγοντα, τον εν λόγω κανονισμό από τον κανονισμό 1294/1999 (βλ. ανωτέρω σκέψη 60), του οποίου στόχος ήταν «η σημαντική αύξηση της πιέσεως» επί της Σερβίας και με τον οποίο, επομένως, «επιδιωκόταν ένας γενικής φύσεως σκοπός ουδεμία έχων σχέση με οποιοδήποτε θέμα εμπίπτον στο πεδίο της αρχής της εδαφικότητας».

105    Η Επιτροπή θεωρεί απαράδεκτη, ως νέο ισχυρισμό, την αιτίαση του προσφεύγοντος σχετικά με την προβαλλόμενη ως αντίθετη προς την αρχή της εδαφικότητας ισχύ των αποτελεσμάτων των προσβαλλομένων κανονισμών. Εν πάση περιπτώσει, οι κανονισμοί αυτοί στερούνται οποιουδήποτε αποτελέσματος έχοντος σχέση με την αρχή της εδαφικότητας, εφόσον εφαρμόζονται αποκλειστικώς και μόνον επί των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων που βρίσκονται στο έδαφος της Κοινότητας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

106    Χωρίς να παρίσταται ανάγκη να ληφθεί απόφαση επί του παραδεκτού (βλ. συναφώς ανωτέρω σκέψη 88), η αιτίαση που αντλείται από προβαλλόμενη προσβολή της αρχής της εδαφικότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, εφόσον οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί εφαρμόζονται αποκλειστικώς και μόνον επί των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων που βρίσκονται στο έδαφος της Κοινότητας και, όπως είναι επόμενο, δεν συνεπάγονται κανένα ερχόμενο σε αντίθεση με την αρχή της εδαφικότητας αποτέλεσμα.

107    Το γεγονός ότι οι ενέργειες που αποτέλεσαν την αιτία της εκδόσεως των προσβαλλομένων κανονισμών παράγουν αποκλειστικώς τα αποτελέσματά τους εκτός της Κοινότητας στερείται σημασίας εφόσον τα ληφθέντα βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ μέτρα σκοπούν ακριβώς στην εφαρμογή, από την Κοινότητα, των κοινών θέσεων ή των κοινών δράσεων που έχουν αναληφθεί δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΕ σχετικά με την ΚΕΠΠΑ και τη διατήρηση της ειρήνης και την ενίσχυση της διεθνούς ασφαλείας, σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Είναι πρόδηλον ότι ένας τέτοιος στόχος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν η Κοινότητα επρόκειτο να περιορίσει τη δράση της στις περιπτώσεις όπου η αποτελούσα την αιτία της παρεμβάσεώς της κατάσταση παράγει αποτελέσματα εντός του εδάφους της.

108    Το ίδιο ισχύει και για το ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί θα σκοπούσαν, σε τελευταία ανάλυση, στο να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους στο έδαφος της Λιβερίας, εφόσον τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ εξουσιοδοτούν ακριβώς την Κοινότητα να θεσπίζει μέτρα επιβάλλοντα οικονομικές κυρώσεις προοριζόμενες να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους εντός τρίτων χωρών.

109    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

110    Δεδομένου ότι κανένας από τους προβληθέντες από τον προσφεύγοντα, προς στήριξη της προσφυγής του, λόγους είναι βάσιμος, η προσφυγή αυτή είναι επομένως απορριπτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

111    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, όπως έχει ζητήσει η Επιτροπή.

112    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο προσφεύγων φέρει, εκτός από τα δικά του δικαστικά έξοδα, και αυτά της Επιτροπής.

3)      Το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Pirrung

Forwood

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 31 Ιανουαρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.