Language of document : ECLI:EU:C:2020:1028

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C597/18 P και C598/18 P, C603/18 P και C604/18 P

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

κατά

Dr. K. Chrysostomides & Co. LLC κ.λπ.

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Δεκεμβρίου 2020

«Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Πρόγραμμα στήριξης σταθερότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας – Αναδιάρθρωση του κυπριακού χρέους – Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την παροχή επείγουσας ρευστότητας κατόπιν αίτησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κυπριακής Δημοκρατίας – Δηλώσεις της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου, της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 – Απόφαση 2013/236/ΕΕ – Μνημόνιο κατανόησης για τη δεσμευτική ειδική οικονομική πολιτική, το οποίο συνήφθη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Ίση μεταχείριση – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

1.        Αγωγή αποζημίωσης – Αντικείμενο – Αξίωση αποκατάστασης ζημίας που προξένησε η Ευρωομάδα – Διακυβερνητικό όργανο άτυπης φύσης – Δεν έχει ίδιες αρμοδιότητες – Δεν αποτελεί όργανο ή οργανισμό της Ένωσης – Απαράδεκτο

(Άρθρα 3 και 13 § 1, ΣΕΕ· άρθρα 119 § 2, 137 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 14 το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, άρθρο 1)

(βλ. σκέψεις 78-80, 84-98)

2.        Αγωγή αποζημίωσης – Αντικείμενο – Αξίωση αποκατάστασης ζημίας καταλογιστέας στην Ένωση – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αξίωση αποκατάστασης λόγω ζημίας που προξένησαν οι εθνικές αρχές – Αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 13 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 268 και 340, εδ. 2 και 3, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 106, 107)

3.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων εθνικής τράπεζας σε άλλη εθνική τράπεζα και μετατροπή των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της δεύτερης τράπεζας σε μετοχές – Ειδικοί όροι για την εφαρμογή των μέτρων αυτών – Περιθώριο εκτίμησης του οικείου κράτους μέλους

(Άρθρο 136 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, στοιχείο βʹ)

(βλ. σκέψεις 110-116, 134)

4.        Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Προδήλως απαράδεκτο

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 168, στοιχείο δʹ, και 169)

(βλ. σκέψεις 127, 158, 169, 179, 199, 201, 205, 206)

5.        Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περίπτωσης παραμόρφωσης του περιεχομένου τους

(Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

(βλ. σκέψεις 128, 130, 158, 167, 206)

6.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Ανάθεση αρμοδιοτήτων σε σχέση με τη χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής – Καταλογισμός στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πράξεων στις οποίες προέβησαν δυνάμει των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί με τη Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας – Αποκλείεται

(Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 13 § 4)

(βλ. σκέψεις 131, 132)

7.        Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία – Παραδεκτό – Περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης – Έκταση του ελέγχου του Δικαστηρίου επί των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 58, εδ. 1)

(βλ. σκέψεις 142-145)

8.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Σύναψη μνημονίου κατανόησης το οποίο προβλέπει την αναδιάρθρωση δύο εθνικών τραπεζών – Αδικαιολόγητος περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας των καταθετών, των μετόχων και των ομολογιούχων πιστωτών των οικείων τραπεζών – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 και 52 § 1)

(βλ. σκέψεις 154-157)

9.        Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Σύναψη μνημονίου κατανόησης το οποίο προβλέπει την αναδιάρθρωση δύο εθνικών τραπεζών – Συμβατότητα με το δικαίωμα ιδιοκτησίας – Υποχρέωση προηγούμενης διαβούλευσης με τους καταθέτες και τους μετόχους των οικείων τραπεζών – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 και 52 § 1· Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 12)

(βλ. σκέψη 159)

10.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Σύναψη μνημονίου κατανόησης το οποίο προβλέπει την αναδιάρθρωση δύο εθνικών τραπεζών – Σύναψη μνημονίου κατανόησης το οποίο προβλέπει τη μετατροπή των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων μίας εθνικής τράπεζας σε μετοχές και το προσωρινό πάγωμα άλλων μη εξασφαλισμένων καταθέσεων αυτής της τράπεζας – Συμβατότητα με το δικαίωμα ιδιοκτησίας των καταθετών – Εκτίμηση της ύπαρξης λιγότερο επαχθών μέτρων – Συνεκτίμηση του επείγοντος της κατάστασης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 § 1 και 52 § 1· Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 12)

(βλ. σκέψεις 160-164)

11.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοίκησης – Έννοια

(βλ. σκέψεις 178-182)

12.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Σύναψη μνημονίου κατανόησης το οποίο προβλέπει την αναδιάρθρωση δύο εθνικών τραπεζών – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου· μνημόνιο κατανόησης της 26ης Απριλίου 2013)

(βλ. σκέψεις 191-197)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο επικυρώνει τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον απέρριψαν τις ασκηθείσες από ιδιώτες και εταιρίες αγωγές αποζημιώσεως λόγω πράξεων και συμπεριφορών τις οποίες υιοθέτησαν θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που χορηγήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό τον όρο της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Ευρωομάδα αποτελεί οντότητα της Ένωσης ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι πράξεις ή οι συμπεριφορές θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης

Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, πολλές εγκατεστημένες στην Κύπρο τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank (στο εξής: Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (Bank of Cyprus, στο εξής: Τράπεζα Κύπρου), αντιμετώπισαν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Στις 25 Ιουνίου 2012 η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στον πρόεδρο της Ευρωομάδας, ο οποίος δήλωσε ότι η συνδρομή αυτή θα χορηγούνταν είτε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί με μνημόνιο κατανόησης. Η διαπραγμάτευση του μνημονίου αυτού διεξήχθη μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών. Στις 26 Απριλίου 2013 υπογράφηκε μνημόνιο κατανόησης από την Επιτροπή, εξ ονόματος του ΕΜΣ, τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, γεγονός που κατέστησε δυνατή τη χορήγηση, από τον ΕΜΣ, χρηματοπιστωτικής συνδρομής στο εν λόγω κράτος μέλος.

Πολλοί ιδιώτες και εταιρίες, οι οποίοι ήταν δικαιούχοι καταθέσεων στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου, μέτοχοι ή ομολογιούχοι πιστωτές των τραπεζών αυτών, θεώρησαν ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω μνημονίου κατανόησης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή, η ΕΚΤ καθώς και η Ευρωομάδα απαίτησαν από τις κυπριακές αρχές τη θέσπιση, τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων που προκάλεσαν σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων, των μετοχών ή των ομολογιακών απαιτήσεών τους. Ως εκ τούτου, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ζητώντας την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν εξαιτίας των μέτρων αυτών.

Με δύο αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., καθώς και Μπουρδούβαλλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (1), το Γενικό Δικαστήριο, καταρχάς, απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών αποζημιώσεως που άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες και εταιρίες κατά της Ευρωομάδας. Εν συνεχεία, ως προς την πρώτη προϋπόθεση περί θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο της Ένωσης και απαιτεί να αποδεικνύεται η ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ιδιώτες και οι εταιρίες που άσκησαν τις αγωγές αυτές δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν την ύπαρξη προσβολής του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας ούτε παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Δεδομένου ότι η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δεν πληρούνταν εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές.

Επιληφθέν των αιτήσεων αναιρέσεως που άσκησαν το Συμβούλιο (υποθέσεις C‑597/18 P και C‑598/18 P) και οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες και εταιρίες (υποθέσεις C‑603/18 P και C‑604/18 P), καθώς και των ανταναιρέσεων που άσκησε το Συμβούλιο (στις υποθέσεις C‑603/18 P και C‑604/18 P), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αναιρεί τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον απορρίπτουν τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών που είχαν ασκήσει οι εν λόγω ιδιώτες και εταιρίες και οι οποίες στρέφονται κατά της Ευρωομάδας και βάλλουν κατά του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 (2). Αντιθέτως, απορρίπτει τις προαναφερθείσες αιτήσεις αναιρέσεως των εν λόγω ιδιωτών και εταιριών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε το Συμβούλιο στις υποθέσεις C‑597/18 P και C‑598/18 P, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει ότι μπορεί να προσαφθεί παράνομη συμπεριφορά σε «θεσμικό όργανο της Ένωσης», έννοια η οποία καταλαμβάνει όχι μόνον τα όργανα της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αλλά και όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που ιδρύονται με τις Συνθήκες, ή δυνάμει αυτών, και προορίζονται να συμβάλλουν στην πραγμάτωση των σκοπών της Ένωσης.

Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι η Ευρωομάδα αποτελεί διακυβερνητικό όργανο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (στο εξής: ΚΜΖΕ). Δεύτερον, η Ευρωομάδα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου και χαρακτηρίζεται από την άτυπη φύση της. Τρίτον, δεν έχει ιδία αρμοδιότητα ούτε εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις για την αθέτηση των πολιτικών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιό της. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Ευρωομάδα είναι οντότητα «της Ένωσης» ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι ενέργειες θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, στο μέτρο που οι πολιτικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της Ευρωομάδας συγκεκριμενοποιούνται και υλοποιούνται ειδικότερα μέσω πράξεων και ενεργειών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Συμβουλίου και της ΕΚΤ, οι πολίτες δεν στερούνται του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι, όπως εξάλλου έπραξαν εν προκειμένω, μπορούν να ασκήσουν αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά των εν λόγω θεσμικών οργάνων για τις πράξεις ή τις συμπεριφορές τις οποίες τα όργανα αυτά υιοθετούν κατόπιν τέτοιων πολιτικών συμφωνιών. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι εναπόκειται στην Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να μεριμνά για το συμβατό των εν λόγω συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης και ότι ενδεχόμενη αδράνεια της Επιτροπής συναφώς μπορεί να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τις ανταναιρέσεις του Συμβουλίου στις υποθέσεις C‑603/18 P και C‑604/18 P, αυτές στρέφονται κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου ότι, αφενός, το Συμβούλιο, μέσω του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236, απαίτησε από τις κυπριακές αρχές τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου σε μετοχές και, αφετέρου, οι κυπριακές αρχές δεν διέθεταν κανένα περιθώριο εκτίμησης προς τούτο.

Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 δεν συγκεκριμενοποιεί τους ειδικούς όρους για την εφαρμογή της εν λόγω μετατροπής, οπότε οι κυπριακές αρχές διέθεταν σημαντικό περιθώριο εκτίμησης προς τούτο, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του αριθμού και της αξίας των μετοχών που έπρεπε να δοθούν στους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου έναντι των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων που τηρούσαν στην τράπεζα αυτή. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτίμησης δυνάμει της ως άνω διάταξης όσον αφορά τον καθορισμό των ειδικών όρων για την υλοποίηση της επίμαχης μετατροπής.

Όσον αφορά, κατά τρίτον, τις αιτήσεις αναιρέσεως των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και εταιριών στις υποθέσεις C‑603/18 P και C‑604/18 P, οι εν λόγω αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επίμαχες πράξεις και συμπεριφορές των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ενέχουν κατάφωρη προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας καθώς και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με συνέπεια να πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας (3) δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο και ότι επιδέχεται περιορισμούς (4). Εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι, όπως κρίθηκε στην απόφαση Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (5), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο μνημόνιο κατανόησης της 26ης Απριλίου 2013 συνιστούν υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση η οποία θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και εταιριών.

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι, κατά τα προγενέστερα στάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα ΚΜΖΕ δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη ειδικών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους, τους ομολογιούχους πιστωτές και τους καταθέτες της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στην περίπτωση της χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Τέλος, αφού υπενθυμίζει ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ύπαρξη παραβίασης της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι οι ενδιαφερόμενες εταιρίες και ιδιώτες δεν βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια ούτε με την κατάσταση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, της οποίας η δράση υπαγορεύεται αποκλειστικά από σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ούτε των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, ούτε σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των καταθετών των δύο αυτών τραπεζών των οποίων οι καταθέσεις δεν υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ, των καταθετών και των μετόχων των τραπεζών των άλλων ΚΜΖΕ στα οποία χορηγήθηκε χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κυπριακή Δημοκρατία ή ακόμη των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα της Κύπρου.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο απορρίπτει στο σύνολό τους τις αιτήσεις αναιρέσεως των ενδιαφερόμενων εταιριών και ιδιωτών (υποθέσεις C‑603/18 P και C‑604/18 P), αναιρεί τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον απορρίπτουν τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών που στρέφονται κατά της Ευρωομάδας και βάλλουν κατά του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 και, αποφαινόμενο οριστικώς επί των ενστάσεων αυτών (6), τις δέχεται.


1      Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑680/13, EU:T:2018:486) και Μπουρδούβαλλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑786/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:487) (στο εξής: αναρεσιβαλλόμενες αποφάσεις).


2      Απόφαση 2013/236/ΕΕ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2013, που απευθύνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία σχετικά με ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης (ΕΕ 2013, L 141, σ. 32). Η απόφαση αυτή προβλέπει σειρά μέτρων και αποτελεσμάτων προκειμένου να διορθωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αποκατασταθεί η ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους. Οι ανταναιρέσεις τις οποίες άσκησε το Συμβούλιο αφορούσαν ειδικά το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης αυτής, το οποίο ορίζει ότι το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής για την Κυπριακή Δημοκρατία προβλέπει «κατάρτιση ανεξάρτητης αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής και ταχεία ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου. Η αποτίμηση πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της ανταλλαγής καταθέσεων-μετοχών καταθέσεων στην Τράπεζα Κύπρου».


3      Άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


4      Άρθρο 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


5      Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701).


6      Δυνάμει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.