Language of document : ECLI:EU:T:2009:441

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Νοεμβρίου 2009 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγή ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας – Κανονισμός για την περάτωση ενδιάμεσης επανεξετάσεως – Αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει ελάχιστων τιμών εισαγωγής – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής – Εφαρμογή μεθόδου διαφορετικής από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα – Επιλογή της νομικής βάσεως – Άρθρα 2, παράγραφοι 8 και 9, και 11, παράγραφοι 3 και 9, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96»

Στην υπόθεση T‑143/06,

MTZ Polyfilms Ltd, με έδρα τη Βομβάη (Ινδία), εκπροσωπούμενη από τον P. De Baere, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζομένου από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους N. Khan και K. Talabér-Ritz,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 366/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1676/2001 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET), καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας (EE L 68, σ. 6),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (EE 1996, L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (EE L 77, σ. 12) (στο εξής: βασικός κανονισμός ), ορίζει τα εξής:

«8.      Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.

9.      Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

[…]»

2        Το άρθρο 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«9.      Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος της ανάληψης υποχρέωσης, ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται, κατόπιν διαβουλεύσεων, με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, όπως πρέπει, και ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 εφαρμόζονται αυτομάτως, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εκτός αν ο ίδιος ανακάλεσε την ανάληψη υποχρέωσης […]».

3        Το άρθρο 11, παράγραφοι 3, 6, 9 και 10, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«3.      Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξετάσεως.

Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ ή/και ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών δυνάμει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

[…]

6.      Κάθε επανεξέταση βάσει του παρόντος άρθρου εγκαινιάζεται από την Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή. Όταν κρίνεται δικαιολογημένο, μετά από σχετική επανεξέταση, το όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για την επιβολή του εκάστοτε μέτρου το καταργεί ή το διατηρεί βάσει της παραγράφου 2 ή το καταργεί, το διατηρεί ή το τροποποιεί βάσει των παραγράφων 3 και 4. Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων αλλά όχι έναντι της χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας, και είναι δυνατόν, αυτοδικαίως, να διεξαχθεί ως προς αυτούς νέα έρευνα στο πλαίσιο επανεξετάσεως που διενεργείται ενδεχομένως μεταγενέστερα για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.

[…]

9.      Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.

10.      Στο πλαίσιο κάθε έρευνας που διεξάγεται βάσει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξετάζει την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2. Εντούτοις, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Κοινότητα.»

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Η προσφεύγουσα, MTZ Polyfilms Ltd, είναι εταιρία ινδικού δικαίου που παράγει ταινίες τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET), τις οποίες εξάγει προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και προς τρίτες χώρες.

5        Στις 13 Αυγούστου 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισε τον κανονισμό (ΕΚ) 1676/2001, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου καταγωγής Ινδίας και Δημοκρατίας της Κορέας (EE L 227, σ. 1). Ο ατομικός συντελεστής δασμού αντιντάμπινγκ που ορίστηκε για την προσφεύγουσα, στην αιτιολογική σκέψη 80 του κανονισμού αυτού, ήταν 49 %.

6        Με την απόφαση 2001/645/ΕΚ, της 22ας Αυγούστου 2001, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που [προ]τάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου, καταγωγής Ινδίας και Δημοκρατίας της Κορέας (EE L 227, σ. 56), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποδέχθηκε τις αναλήψεις υποχρεώσεων τις οποίες πρότειναν η προσφεύγουσα και άλλοι τέσσερις Ινδοί εξαγωγείς και βάσει των οποίων ανέλαβαν να εξάγουν τις ταινίες PET προς την Κοινότητα σε ελάχιστες τιμές εισαγωγής (στο εξής: ΕΤΕ). Οι ΕΤΕ ήταν διαφορετικές για κάθε εξαγωγέα. Με βάση τις αναλήψεις αυτές υποχρεώσεων, οι εισαγωγές στην Κοινότητα ταινιών PET παραγωγής της προσφεύγουσας και των λοιπών τεσσάρων Ινδών εξαγωγέων απαλλάχθηκαν του δασμού αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1676/2001.

7        Στις 22 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή κίνησε, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, μερική ενδιάμεση επανεξέταση του κανονισμού 1676/2001, αφορώσα τη μορφή των μέτρων που εφαρμόζονταν στους πέντε Ινδούς εξαγωγείς που υπόκεινταν στις ΕΤΕ. Στο πλαίσιο της επανεξετάσεως αυτής, η Επιτροπή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η σειρά των ειδών των πωλουμένων προϊόντων και η απόκλιση των τιμών σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων (φάσμα των αξιών των προϊόντων), καθώς και η κατανομή των πωλήσεων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προϊόντων, είχαν ουσιωδώς αλλάξει μετά την αποδοχή των σχετικών με τις ΕΤΕ αναλήψεων υποχρεώσεων. Στον βαθμό που οι ΕΤΕ είχαν καθοριστεί βάσει των σειρών των ειδών των προϊόντων και της αξίας τους κατά τον χρόνο διεξαγωγής της αρχικής έρευνας, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι διαπιστωθείσες αλλαγές είχαν καταστήσει τις «συγκεκριμένες» ΕΤΕ και, κατά συνέπεια, τις αναλήψεις υποχρεώσεων «ακατάλληλες» για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

8        Μετά την επανεξέταση αυτή, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 365/2006, της 27ης Φεβρουαρίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού 1676/2001 και για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων κατά των επιδοτήσεων που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET), καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας (EE L 68, σ. 1). Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού αυτού, η αποδοχή των σχετικών με τις ΕΤΕ αναλήψεων υποχρεώσεων που πρότειναν η προσφεύγουσα και οι τέσσερις Ινδοί εξαγωγείς ανακλήθηκε.

9        Στις 4 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή κίνησε εκ νέου μερική ενδιάμεση επανεξέταση του κανονισμού 1676/2001, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Η επανεξέταση αυτή αφορούσε αποκλειστικά το ντάμπινγκ που εφάρμοζαν οι πέντε Ινδοί εξαγωγείς που υπόκεινταν στις ΕΤΕ και το επίπεδο του υπολειπόμενου δασμού αντιντάμπινγκ. Αποσκοπούσε στον καθορισμό του αν έπρεπε να διατηρηθούν ή να καταργηθούν τα υφιστάμενα μέτρα ή να τροποποιηθεί το επίπεδό τους.

10      Μετά την επανεξέταση αυτή, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 366/2006, της 27ης Φεβρουαρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET), καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας (EE L 68, σ. 6, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Ο ατομικός συντελεστής δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίστηκε για την προσφεύγουσα στον προσβαλλόμενο κανονισμό ήταν πλέον 18 %.

11      Προς στήριξη της επιβολής του οριστικού αυτού δασμού αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο υπογραμμίζει, στην αιτιολογική σκέψη 27 του προσβαλλομένου κανονισμού, κατ’ ουσίαν, ότι, στο πλαίσιο του καθορισμού της τιμής εξαγωγής, η έρευνα επανεξετάσεως επιδιώκει να προσδιορίσει εάν τα επίπεδα ντάμπινγκ έχουν μεταβληθεί και εάν αυτές οι μεταβολές μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν διαρκή χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, η εκτίμηση των τιμών εξαγωγής δεν μπορεί να περιορισθεί στην εξέταση της στάσης των εξαγωγέων κατά το παρελθόν. Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι πρέπει να προσδιορισθεί αν οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα επί μια συγκεκριμένη περίοδο είναι αξιόπιστες ως ένδειξη πιθανών τιμών εξαγωγής στο μέλλον. Αναφέρει ότι, δεδομένου ότι έγιναν δεκτές στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αναλήψεις υποχρεώσεων, εξετάσθηκε αν η ύπαρξη ανάληψης υποχρεώσεων επηρέασε στο παρελθόν τις τιμές εξαγωγής, ώστε να τις καταστήσει αναξιόπιστες για τον προσδιορισμό της εξέλιξης των εξαγωγών στο μέλλον.

12      Από την αιτιολογική σκέψη 28 του προσβαλλομένου κανονισμού προκύπτει ότι η αξιοπιστία των τιμών των πωλήσεων που πραγματοποιούσαν προς την Κοινότητα οι οικείοι Ινδοί εξαγωγείς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσφεύγουσα, εκτιμήθηκε με βάση τη σύγκριση των τιμών αυτών με τις ΕΤΕ των αναλήψεων υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, εξετάσθηκε αν η μέση σταθμισμένη τιμή που εφάρμοζε έκαστος των εξαγωγέων αυτών ήταν ή όχι πολύ υψηλότερη σε σχέση με τις ΕΤΕ. Οσάκις οι τιμές εξαγωγής ήταν κατά πολύ υψηλότερες από τις ΕΤΕ, εκτιμήθηκε ότι οι τιμές αυτές εξαγωγής καθορίζονταν ανεξάρτητα από τις αναλήψεις υποχρεώσεων και ότι, συνεπώς, ήταν αξιόπιστες. Αντιθέτως, οσάκις οι τιμές εξαγωγής δεν ήταν επαρκώς υψηλότερες από τις ΕΤΕ, εκτιμήθηκε ότι οι πρώτες είχαν επηρεασθεί από τις αναλήψεις υποχρεώσεων και συνεπώς ότι δεν ήταν αρκετά αξιόπιστες για να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του ντάμπινγκ, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού.

13      Στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσβαλλομένου κανονισμού, διαπιστώθηκε κατ’ ουσίαν ότι οι τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα των τριών Ινδών εξαγωγέων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσφεύγουσα, πλησίαζαν πολύ τις ΕΤΕ, ενώ οι τιμές εξαγωγής τους προς τρίτες χώρες ήσαν πολύ χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές της Κοινότητας, πράγμα που, κατά το Συμβούλιο, καθιστά πιθανή, ελλείψει αναλήψεως υποχρεώσεων, την ευθυγράμμιση των τιμών εξαγωγής προς την Κοινότητα με τις τιμές εξαγωγής που ισχύουν για τα ίδια είδη προϊόντων σε τρίτες χώρες. Συνεπώς, οι τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα των εξαγωγέων αυτών δεν ήταν δυνατόν, κατά το Συμβούλιο, να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό αξιόπιστων τιμών εξαγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού. Κατά την αιτιολογική σκέψη 31 του προσβαλλομένου κανονισμού, για τον λόγο αυτόν, αποφασίσθηκε να καθορισθούν οι τιμές εξαγωγής των εξαγωγέων αυτών βάσει των τιμών που ισχύουν για τις πωλήσεις τους προς τρίτες χώρες.

14      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34 του προσβαλλομένου κανονισμού, προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η χρήση των τιμών εξαγωγής προς τρίτες χώρες και όχι των τιμών που ισχύουν για τις εξαγωγές προς την Κοινότητα δεν στηρίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, αλλά δικαιολογείται βάσει της ανάγκης, σύμφωνα με τους σκοπούς της ενδιάμεσης επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, να αξιολογηθεί η πιθανότητα διατήρησης στο μέλλον των εν λόγω τιμών εξαγωγής στην Κοινότητα και, κατά συνέπεια, η πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ.

15      Κατά την αιτιολογική σκέψη 48 του προσβαλλομένου κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίσθηκε, για κάθε εξαγωγέα, με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με ένα σταθμισμένο μέσο όρο τιμών εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού. Από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 49 και 56 του προσβαλλομένου κανονισμού προκύπτει ότι η σημαντική μείωση των επί μέρους περιθωρίων ντάμπινγκ δικαιολογεί την τροποποίηση του υπολειπόμενου δασμού αντιντάμπινγκ, του οποίου το επίπεδο καθορίστηκε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, της οποίας η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε βάσει των τιμών που ίσχυαν σε τρίτες χώρες λόγω του ότι οι τιμές της εξαγωγής προς την Κοινότητα δεν ήσαν αξιόπιστες, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε στο ποσοστό του 26,7 % (αιτιολογικές σκέψεις 50 και 54 του προσβαλλομένου κανονισμού).

16      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 56 του προσβαλλομένου κανονισμού, η τροποποίηση αυτή του υπολειπόμενου δασμού αντιντάμπινγκ στηρίζεται ουσιαστικά στη διαπίστωση του διαρκούς χαρακτήρα των σχετικών με το ντάμπινγκ αλλαγών σε σχέση με την κατάσταση που υφίστατο κατά την αρχική έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Μαΐου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2006, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος επέτρεψε στην Επιτροπή να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

19      Αφού ανατέθηκε αρχικώς στο πέμπτο τμήμα, η υπόθεση ανατέθηκε εν συνεχεία στο τρίτο τμήμα με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 2007. Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση. Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου, με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2008, ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση στο τρίτο τμήμα.

20      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Συμβούλιο κλήθηκε να απαντήσει σε γραπτές ερωτήσεις. Ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Δεκεμβρίου 2008.

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

23      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του εύρους του περί ακυρώσεως αιτήματος

24      Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών PET διαφόρων εταιριών.

25      Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού στο σύνολό του. Με την έκθεση των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων της εντούτοις περιορίζεται στην αμφισβήτηση της νομιμότητας του καθορισμού της δικής της τιμής εξαγωγής.

26      Πρέπει να θεωρηθεί, συναφώς, ότι η ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας του καθορισμού αυτού θα επηρέαζε τη νομιμότητα του προσβαλλομένου κανονισμού μόνο κατά το μέτρο που επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα. Δεν θα επηρέαζε, αντιθέτως, τη νομιμότητα των λοιπών στοιχείων του προσβαλλομένου κανονισμού, ήτοι, μεταξύ άλλων, των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις λοιπές αποδέκτριες εταιρίες.

27      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, οσάκις κανονισμός περί θεσπίσεως δασμού αντιντάμπινγκ επιβάλλει διαφορετικούς δασμούς σε σειρά εταιριών, μια εταιρία την αφορούν ατομικά μόνον εκείνες οι διατάξεις που της επιβάλλουν ειδικό δασμό αντιντάμπινγκ και καθορίζουν το σχετικό ποσό, και όχι εκείνες που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε άλλες εταιρίες, οπότε η προσφυγή της εταιρίας αυτής είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που ζητεί την ακύρωση εκείνων των διατάξεων του κανονισμού που την αφορούν αποκλειστικώς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑239/99, Nachi Europe, Συλλογή 2001, σ. I‑1197, σκέψη 22, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Υπό τις περιστάσεις αυτές, με βάση τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της, το περί ακυρώσεως αίτημά της πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά μόνο τη μερική ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού, κατά το μέτρο που επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα.

 Επί της ουσίας

29      Η προσφεύγουσα επικρίνει κατ’ ουσίαν τη μέθοδο που εφάρμοσε το Συμβούλιο στον προσβαλλόμενο κανονισμό για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Προβάλλει τρεις λόγους κατά της μεθόδου αυτής, που αντλούνται, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 11 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) (EE L 336, σ. 103), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (EE 1994, L 336, σ. 3), και, τρίτον, από έλλειψη νομικής βάσεως και από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

 Επί της ελλείψεως νομικής βάσεως

30      Στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει την έλλειψη νομικής βάσεως της μεθόδου που χρησιμοποιείται στον προσβαλλόμενο κανονισμό για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής της προσφεύγουσας. Το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να συνεξετάσει τα επιχειρήματα αυτά.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο δεν αναφέρει τη νομική βάση της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, αλλ’ απλώς διευκρινίζει, στην αιτιολογική σκέψη 34, ότι η μέθοδος αυτή δεν στηρίζεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού. Το Συμβούλιο προσδιορίζει το άρθρο 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ως νομική βάση συναφώς για πρώτη φορά με το υπόμνημά του αντικρούσεως. Ωστόσο, δεδομένου ότι κάθε ενδιάμεση επανεξέταση πρέπει να διενεργείται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η διάταξη αυτή ουδόλως επηρεάζει την επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως στην οποία ερείδεται ο καθορισμός της τιμής εξαγωγής της προσφεύγουσας.

32      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής διέπεται από τις διατάξεις αυτές και ότι η δυνατότητα εφαρμογής τους στις ενδιάμεσες έρευνες επανεξετάσεως προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού, χωρίς να υπάρχει ειδική μέθοδος υπολογισμού στο πλαίσιο των ερευνών αυτών. Η προσφεύγουσα φρονεί εν συνεχεία ότι η ανάλυση της πιθανότητας επανεμφάνισης του ντάμπινγκ, που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο έρευνας επανεξετάσεως, δεν είναι λυσιτελής και δεν έπρεπε να επηρεάσει τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Τέλος, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν αποτελεί έγκυρη νομική βάση για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, καθόσον δεν περιέχει την παραμικρή ένδειξη βάσει της οποίας να μπορεί να καθοριστεί η μέθοδος υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και, κατά μείζονα λόγο, η τιμή εξαγωγής.

33      Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής.

34      Η επιλογή της εν λόγω μεθόδου υπαγορεύθηκε από την απαίτηση, που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, να εξετάζεται, στο πλαίσιο ενδιάμεσης έρευνας επανεξετάσεως, κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ. Έτσι, τα κοινοτικά όργανα απέρριψαν τις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα που εφάρμοζε η προσφεύγουσα, με το αιτιολογικό ότι οι τιμές αυτές δεν αντικατόπτριζαν μια διαρκή αλλαγή της πολιτικής των τιμών της προσφεύγουσας, εφόσον αποτελούσαν απλή συνέπεια των ΕΤΕ. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα της προσφεύγουσας ήταν κατά μέσον όρο μόνον κατά 7 % υψηλότερες των ΕΤΕ, ενώ ήταν κατά 12 % υψηλότερες των τιμών της εξαγωγής προς τις τρίτες χώρες. Δεδομένου ότι δεν καθορίζονταν ανεξάρτητα από τις ΕΤΕ, οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα της προσφεύγουσας δεν ήσαν αξιόπιστες και δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Η «πιο λογική» μέθοδος συνίσταται συνεπώς στον καθορισμό της τιμής εξαγωγής βάσει των τιμών των πωλήσεων που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στις τρίτες χώρες.

35      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού στις έρευνες επανεξετάσεως προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10, του εν λόγω κανονισμού, με το υπόμνημα αντικρούσεως, αφενός, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 9, επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο επανεξετάσεως, μια μέθοδο διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, αν οι περιστάσεις έχουν αλλάξει. Το Συμβούλιο παρατηρεί, συναφώς, ότι η επιρροή των σχετικών με τις ΕΤΕ αναλήψεων υποχρεώσεων που ίσχυαν κατά την περίοδο έρευνας στις τιμές που εφάρμοζε η προσφεύγουσα αποτελεί αλλαγή των περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Αφετέρου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι παράγραφοι 9 και 10 του άρθρου 11 δεν εξαλείφουν την ανάγκη που υφίσταται για τα κοινοτικά όργανα να προσδιορίζουν αν μια αλλαγή αφορώσα το ντάμπινγκ ή τη ζημία είναι διαρκής και, συνεπώς, αν δικαιολογεί τροποποίηση των μέτρων.

36      Στο πλαίσιο των απαντήσεών του στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου και των παρατηρήσεών του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι δεν προτίθεται να στηρίξει την άμυνά του στο άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού ως νομική βάση της μεθόδου του υπολογισμού της τιμής εξαγωγής, όπως εφαρμόσθηκε εν προκειμένω, και ότι η επίκληση, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, μιας αλλαγής των περιστάσεων δεν πρέπει να ερμηνευθεί από το Πρωτοδικείο υπό την έννοια αυτή, αλλά ούτε και ως αποσκοπούσα στη δικαιολόγηση αυτού καθεαυτό του γεγονότος ότι απέστη από τη μέθοδο υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ που προβλέπει το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού.

37      Το Συμβούλιο υποστηρίζει, τέλος, ότι η διάκριση μεταξύ της αναλύσεως της πιθανότητας επανεμφανίσεως του ντάμπινγκ και του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, όπως προτείνεται από την προσφεύγουσα, είναι εσφαλμένη, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της έρευνας επανεξετάσεως, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό του αν τα περιθώρια ντάμπινγκ έχουν αλλάξει και αν οι ενδεχόμενες αυτές αλλαγές μπορούν να θεωρηθούν διαρκείς, πράγμα που θα δικαιολογούσε την κατάργηση ή την τροποποίηση των υφισταμένων μέτρων αντιντάμπινγκ.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

38      Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα προσάπτει στα κοινοτικά όργανα ότι δεν στήριξαν την εκτίμησή τους της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής προς την Κοινότητα που αυτή εφαρμόζει στα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού. Το Συμβούλιο ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι απέστη της μεθόδου που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού αιτιολογήθηκε από την ανάγκη να εξακριβωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ο διαρκής χαρακτήρας κάθε αλλαγής που προκαλεί την κατάργηση ή την ενδεχόμενη τροποποίηση υφισταμένων μέτρων στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως.

39      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αποτελεί επαρκή νομική βάση για να αποκλειστούν τα κριτήρια που διέπουν τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, όπως προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του εν λόγω κανονισμού.

40      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε κατόπιν ενδιάμεσης επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, του οποίου οι διατάξεις αποσκοπούν στον ορισμό των προϋποθέσεων κινήσεως και των κύριων σκοπών μιας τέτοιας επανεξετάσεως. Έτσι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, «[ε]νδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ». Το άρθρο 11, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, προβλέπει ότι, κατά την έρευνα επανεξετάσεως, «η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία».

41      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο μπορούσε εγκύρως να επικαλεσθεί το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού για να διαπιστώσει την ύπαρξη αισθητών αλλαγών των περιστάσεων που αφορούν το ντάμπινγκ και ότι είχε το δικαίωμα, αφού επιβεβαίωσε τον διαρκή χαρακτήρα των αλλαγών αυτών, να συναγάγει το συμπέρασμα ότι έπρεπε να τροποποιηθεί ο υπολειπόμενος δασμός αντιντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 56 του προσβαλλομένου κανονισμού). Αντιθέτως, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού δεν προβλέπει την εξουσία του Συμβουλίου να χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, όπως έπραξε εν προκειμένω, μια μέθοδο καθορισμού της τιμής εξαγωγής που να είναι ασύμβατη προς τις επιταγές του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, αναφερόμενο στην ανάγκη μιας λαμβάνουσας υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αναλύσεως των τιμών που εφάρμοζαν οι οικείοι εξαγωγείς.

42      Από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, κατά γενικό κανόνα, στο πλαίσιο επανεξετάσεως, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο, περιλαμβανομένης της μεθόδου καθορισμού της τιμής εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού, με αυτή που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα που κατέληξε στην επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ. Η ίδια αυτή διάταξη προβλέπει μια εξαίρεση επιτρέπουσα στα κοινοτικά όργανα να εφαρμόζουν μια μέθοδο διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα, αποκλειστικά κατά το μέτρο που οι περιστάσεις έχουν αλλάξει, εξαίρεση η οποία πρέπει ωστόσο να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 2 και 17 του βασικού κανονισμού.

43      Έτσι, στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, όπως και στο πλαίσιο αρχικής έρευνας, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν, καταρχήν, να καθορίζουν την τιμή εξαγωγής σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού.

44      Παρά όμως τη ρητή αναφορά στο άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 49 του προσβαλλομένου κανονισμού και τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι, αφ’ ής στιγμής υπόκεινται στη επιρροή των σχετικών με τις ΕΤΕ αναλήψεων υποχρεώσεων, οι περιστάσεις που καθόρισαν τις τιμές εξαγωγής της προσφεύγουσας είχαν πράγματι αλλάξει, το Συμβούλιο ανέφερε σαφώς, στο πλαίσιο των γραπτών του απαντήσεων στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου και των παρατηρήσεών του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είχε την πρόθεση να επικαλεσθεί την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως, προκειμένου να δικαιολογήσει την εφαρμογή μιας μεθόδου καθορισμού της τιμής εξαγωγής που αφίσταται αυτής που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας καθώς και των κριτηρίων που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του εν λόγω κανονισμού, το Συμβούλιο περιορίστηκε να επικαλεστεί τη διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

45      Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν καθιερώνει καμία ρητή παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 11, παράγραφος 9, κατά τον οποίο ο καθορισμός της τιμής εξαγωγής πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού.

46      Κατά τα λοιπά, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί, εν προκειμένω, να συναχθεί ότι οι σκοποί στους οποίους στηρίζεται το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, περιλαμβανομένης της ενδεχόμενης ανάγκης πραγματοποιήσεως μιας λαμβάνουσας υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αναλύσεως των τιμών που εφάρμοζαν οι οικείοι εξαγωγείς, παρέχουν στα οικεία κοινοτικά όργανα σιωπηρή εξουσία υποκαταστήσεως μιας στηριζομένης σε μια τέτοια ανάλυση μεθόδου στη μέθοδο που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού.

47      Από τη νομολογία προκύπτει συγκεκριμένα ότι η ύπαρξη σιωπηρής εξουσίας, η οποία αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή περί απονομής των αρμοδιοτήτων του άρθρου 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει να εκτιμάται αυστηρά. Μόνον εξαιρετικώς αναγνωρίζει η νομολογία τέτοιες σιωπηρές εξουσίες και, προκειμένου να τις αναγνωρίσει, αυτές πρέπει να είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων της Συνθήκης ή του οικείου βασικού κανονισμού (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1987, 281/85, 283/85 έως 285/85 και 287/85, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3203, σκέψη 28, και απόφαση της Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑240/04, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4035, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Πρέπει να παρατηρηθεί, συναφώς, ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, περιλαμβανομένης της ευχέρειας χρησιμοποιήσεως μιας λαμβάνουσας υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αξιολογήσεως της πολιτικής των τιμών των οικείων εξαγωγέων, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ανάγκης διατηρήσεως των υφισταμένων μέτρων.

49      Αντιθέτως, τα κοινοτικά όργανα, αφής στιγμής η εκτίμηση της ανάγκης αυτής έχει ολοκληρωθεί και αυτά έχουν αποφασίσει να τροποποιήσουν τα υφιστάμενα μέτρα, δεσμεύονται κατά τον καθορισμό νέων μέτρων από τη διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, που ρητώς τους παρέχει την εξουσία και τους επιβάλλει την υποχρέωση να εφαρμόζουν τη μέθοδο που προβλέπει το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού.

50      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, στο πλαίσιο του καθορισμού της τιμής εξαγωγής, η υποτιθέμενη ευχέρεια των κοινοτικών οργάνων να πραγματοποιούν λαμβάνουσες υπόψη τις προοπτικές εξελίξεως αναλύσεις δεν είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, μάλιστα δε αποκλείεται από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του ίδιου κανονισμού, και ότι, αφετέρου, η υποτιθέμενη σιωπηρή εξουσία που απορρέει από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να κατισχύσει των ρητών εξουσιών που προβλέπει η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού.

51      Κατά συνέπεια, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομική βάση παρέχουσα τη δυνατότητα στα κοινοτικά όργανα να παρεκκλίνουν, κατά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, από την εφαρμογή της μεθόδου που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού. Παρεκκλίνοντας της μεθόδου αυτής και καθορίζοντας την τιμή εξαγωγής βάσει κριτηρίων μη προβλεπομένων από τις διατάξεις αυτές, το Συμβούλιο εξέδωσε συνεπώς τον προσβαλλόμενο κανονισμό στηριζόμενο σε εσφαλμένη νομική βάση.

52      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, στον βαθμό που αντλούνται από έλλειψη νομικής βάσεως και, επομένως, να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 11 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994, καθώς και από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

54      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κοινοτικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Επιτροπή που παρέβη υπέρ του Συμβουλίου φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 366/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1676/2001 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET), καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας (EE L 68, σ. 6), κατά το μέτρο που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην MTZ Polyfilms Ltd.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η MTZ Polyfilms. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Νοεμβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.