Language of document : ECLI:EU:C:2012:397

Υπόθεση C‑19/11

Markus Geltl

κατά

Daimler AG

(αίτηση του Bundesgerichtshof
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγίες 2003/6/ΕΚ και 2003/124/ΕΚ – Εμπιστευτικές πληροφορίες – Έννοια του όρου “συγκεκριμένη πληροφορία” – Επιμέρους στάδια μιας μακρόχρονης διαδικασίας – Αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει, ή σε γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα – Ερμηνεία της φράσεως “που ευλόγως μπορεί να αναμένεται” – Δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με αντικατάσταση μέλους του διοικητικού συμβουλίου εταιρίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) – Απαγορεύονται – Εμπιστευτικές πληροφορίες – Συγκεκριμένες πληροφορίες – Έννοια – Εύλογη πιθανότητα υπάρξεως των καταστάσεων ή επελεύσεως του γεγονότος που αποτελούν αντικείμενο της πληροφορίας – Δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων, βάσει της πληροφορίας αυτής, σχετικά με τις πιθανές συνέπειές τους – Σωρευτικές προϋποθέσεις

(Οδηγία 2003/124 της Επιτροπής, άρθρο 1 § 1)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) – Απαγορεύεται – Εμπιστευτικές πληροφορίες – Συγκεκριμένες πληροφορίες – Έννοια – Επιμέρους στάδια μιας μακρόχρονης διαδικασίας, σχετιζόμενα με την ύπαρξη καταστάσεως ή την επέλευση γεγονότος – Περιλαμβάνονται

(Οδηγία 2003/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1, σημείο 1· οδηγία 2003/124 της Επιτροπής, άρθρο 1 § 1)

3.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Διατάξεις διατυπωμένες σε περισσότερες από μία γλώσσες – Ομοιόμορφη ερμηνεία – Λαμβάνονται υπόψη οι αποδόσεις στις διάφορες γλώσσες – Οδηγία 2003/124

(Οδηγία 2003/124 της Επιτροπής, άρθρο 1 § 1)

4.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) – Απαγορεύεται – Εμπιστευτικές πληροφορίες – Εύλογη πιθανότητα υπάρξεως των καταστάσεων ή επελεύσεως του γεγονότος που αποτελούν αντικείμενο της πληροφορίας – Έννοια – Συνολική εκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων – Κριτήρια – Συνεκτίμηση του μεγέθους των συνεπειών των εν λόγω περιστάσεων ή του εν λόγω γεγονότος επί της αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων – Αποκλείεται

(Οδηγία 2003/124 της Επιτροπής, άρθρο 1 § 1)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 29, 39)

2.        Τα άρθρα 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), και 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6 όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση μακρόχρονης διαδικασίας η οποία αποσκοπεί στην επέλευση συγκεκριμένης καταστάσεως ή γεγονότος, συγκεκριμένη πληροφορία κατά την έννοια των διατάξεων αυτών μπορούν να αποτελούν όχι μόνον η κατάσταση αυτή ή το γεγονός αυτό, αλλά και τα επιμέρους στάδια της εν λόγω διαδικασίας, τα οποία συνδέονται με την επέλευση της μελλοντικής καταστάσεως ή του μελλοντικού γεγονότος.

Διευκρινίζεται ότι η ερμηνεία αυτή δεν ισχύει μόνο για προγενέστερα στάδια, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124, και για τα στάδια που ευλόγως αναμένεται ότι θα επέλθουν.

(βλ. σκέψεις 38, 40, διατακτ. 1)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 43)

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6 όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, έχει την έννοια ότι η φράση «κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ή […] γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα» καλύπτει μελλοντικές καταστάσεις ή γεγονότα των οποίων η επέλευση αποδεικνύεται, βάσει συνολικής εκτιμήσεως των διαθέσιμων στοιχείων, ρεαλιστική. Επομένως, η φράση «που ευλόγως μπορεί να αναμένεται» δεν έχει την έννοια ότι απαιτείται υψηλή πιθανότητα επελεύσεως της καταστάσεως ή του γεγονότος. Ομοίως, δεν μπορεί να θεωρούνται συγκεκριμένες οι πληροφορίες που αφορούν καταστάσεις ή γεγονότα των οποίων η επέλευση δεν είναι πιθανή.

Ωστόσο η φράση αυτή δεν έχει την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος του αντίκτυπου της καταστάσεως ή του γεγονότος στην αξία των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία ότι όσο μεγαλύτερος ο αντίκτυπος ενός μελλοντικού γεγονότος στην αξία των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων τόσο μικρότερος είναι ο βαθμός πιθανότητας που απαιτείται ώστε η σχετική με το γεγονός πληροφορία να θεωρηθεί συγκεκριμένη υπονοεί ότι υφίσταται αλληλεξάρτηση μεταξύ των δύο συστατικών στοιχείων μιας εμπιστευτικής πληροφορίας, όπως αυτά ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, αντιστοίχως, της οδηγίας 2003/124, δηλαδή μεταξύ του συγκεκριμένου χαρακτήρα της πληροφορίας και της ικανότητάς της να επηρεάσει αισθητά την αξία των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων. Τα κριτήρια που διευκρινίζονται στις δύο αυτές παραγράφους αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, για να χαρακτηριστεί μια πληροφορία ως «εμπιστευτική», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6.

(βλ. σκέψεις 46, 48, 52-53, 56, διατακτ. 2)