Language of document : ECLI:EU:C:2024:152

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 22ας Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 63 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Οδηγία 2008/7/ΕΚ – Συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες των οποίων η καθαρή περιουσία υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο – Εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στις τράπεζες αυτές την καταβολή ποσού που αντιστοιχεί στο 20 % της εν λόγω καθαρής περιουσίας προκειμένου να εισφέρουν τις τραπεζικές τους δραστηριότητες σε ανώνυμη εταιρία με αντάλλαγμα τίτλους της εταιρίας – Άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Απαίτηση να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση του Δικαστηρίου – Κατάσταση αμιγώς εσωτερικής φύσεως – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση C‑660/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Ente Cambiano società cooperativa per azioni

κατά

Agenzia delle Entrate,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ente Cambiano società cooperativa per azioni, εκπροσωπούμενη από τους A. Cevese, A. Dal Ferro, M. Miccinesi και F. Pistolesi, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον M. Cherubini και την G. M. De Socio, avvocati dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Armenia, τον M. Mataija και τον P. Messina,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 63 ΣΛΕΕ και των άρθρων 101, 102, 120 και 173 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ente Cambiano società cooperativa per azioni και της Agenzia delle Entrate (φορολογικής αρχής, Ιταλία), σχετικά με την επιστροφή ποσού που αντιστοιχεί στο 20 % της καθαρής περιουσίας της το οποίο είχε καταβάλει στις 31 Δεκεμβρίου 2015 στην εν λόγω φορολογική αρχή για να διατηρήσει τη νομική μορφή συνεταιριστικής εταιρίας εισφέροντας την τραπεζική της δραστηριότητα σε ανώνυμη εταιρία με αντάλλαγμα τίτλους της εταιρίας αυτής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ 2008, L 46, σ. 11), κατάργησε και αντικατέστησε, από 1ης Ιανουαρίου 2009, την οδηγία 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20).

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/7, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ρυθμίζει την επιβολή έμμεσων φόρων σε σχέση με τα ακόλουθα:

α)      εισφορές κεφαλαίου σε κεφαλαιουχικές εταιρείες·

β)      πράξεις αναδιάρθρωσης που αφορούν κεφαλαιουχικές εταιρείες·

γ)      το ζήτημα ορισμένων τίτλων και ομολογιών.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Κεφαλαιουχική εταιρία» ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “κεφαλαιουχική εταιρεία” θεωρείται:

α)      οιαδήποτε εταιρεία που έχει μία από τις μορφές που παρατίθενται στο παράρτημα Ι·

β)      κάθε εταιρεία, επιχείρηση, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, των οποίων τα μερίδια, τα αντιπροσωπεύοντα κεφάλαιο ή εταιρική εισφορά, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο·

γ)      κάθε εταιρεία, επιχείρηση, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, που επιδιώκουν σκοπούς κερδοσκοπικούς, των οποίων τα μέλη έχουν το δικαίωμα να εκχωρούν άνευ προηγούμενης έγκρισης τα εταιρικά τους μερίδια σε τρίτους και δεν ευθύνονται για τα χρέη της εταιρείας, της επιχείρησης, της ένωσης προσώπων ή του νομικού προσώπου, παρά μόνο κατά το μέτρο της εισφοράς τους.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εξομοιούται προς κεφαλαιουχική εταιρεία κάθε άλλη εταιρεία, επιχείρηση, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκει σκοπούς κερδοσκοπικούς.»

6        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Εισφορές κεφαλαίου», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη του άρθρου 4, οι ακόλουθες πράξεις θεωρούνται ως “εισφορές κεφαλαίου”:

α)      η σύσταση κεφαλαιουχικής εταιρείας·

β)      η μετατροπή σε κεφαλαιουχική εταιρεία μιας εταιρείας, επιχείρησης, ένωσης προσώπων ή νομικού προσώπου, που δεν είναι κεφαλαιουχική εταιρεία·

γ)      η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας δι’ εισφορών σε είδος οποιασδήποτε μορφής·

[…]».

7        Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Πράξεις αναδιάρθρωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα κάτωθι:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, δεν θεωρούνται ως εισφορές κεφαλαίου οι ακόλουθες “πράξεις αναδιάρθρωσης”:

α)      η εισφορά από μία ή περισσότερες κεφαλαιουχικές εταιρείες του συνόλου της περιουσίας τους ή ενός ή περισσότερων κλάδων της δραστηριότητάς τους σε μία ή περισσότερες υπό ίδρυση ή υφιστάμενες κεφαλαιουχικές εταιρείες, υπό τον όρο ότι το αντάλλαγμα για την εισφορά συνίσταται τουλάχιστον εν μέρει σε τίτλους που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της αποκτώσας εταιρείας·

[…]».

8        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/7, το οποίο επιγράφεται «Πράξεις οι οποίες δεν υπόκεινται σε έμμεσο φόρο», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις κεφαλαιουχικές εταιρείες έμμεσο φόρο οποιασδήποτε μορφής για τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

δ)      μεταβολή της συστατικής πράξης ή του καταστατικού μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας και ιδίως των ακολούθων:

[…]

iii) μεταβολή του εταιρικού σκοπού μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας·

[…]

ε)      οι πράξεις αναδιάρθρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 4.»

9        Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Φόροι και φόρος προστιθέμενης αξίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Παρά το άρθρο 5, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τους ακόλουθους φόρους και τέλη:

α)      φόρους μεταβίβασης επί κινητών αξιών που εισπράττονται κατ’ αποκοπή ή όχι·

β)      φόρους μεταβίβασης, συμπεριλαμβανομένων των φόρων δημοσιότητας επί ακινήτων, επί της εισφοράς σε κεφαλαιουχική εταιρεία δραστηριοτήτων ή ακινήτων που βρίσκονται στην επικράτειά τους·

γ)      φόρους μεταβίβασης επί των περιουσιακών στοιχείων οιασδήποτε μορφής τα οποία αποτελούν αντικείμενο εισφοράς σε κεφαλαιουχική εταιρεία, στο μέτρο που το αντάλλαγμα της μεταβίβασης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων είναι διαφορετικό από τη χορήγηση εταιρικών μεριδίων·

δ)      φόρους οι οποίοι επιβάλλονται επί της σύστασης, της εγγραφής ή της άρσης των προνομίων και των υποθηκών·

ε)      φόρους οι οποίοι έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα·

στ)      φόρο προστιθεμένης αξίας.»

 Το ιταλικό δίκαιο

10      Το άρθρο 2, παράγραφοι 3 bis έως 3 quater της decreto-legge n. 18 – Misure urgenti concernenti la riforma delle banche di credito cooperativo, la garanzia sulla cartolarizzazione delle Sofferenze, il regime fiscale relativo alle procedure di crisi e la gestione collettiva del risparmio (πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18 – επείγοντα μέτρα για τη μεταρρύθμιση των συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών, τη διασφάλιση της τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενων δανείων, το φορολογικό καθεστώς σχετικά με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε περιόδους κρίσης και τη συλλογική διαχείριση των αποταμιεύσεων), της 14ης Φεβρουαρίου 2016 (GURI αριθ. 37 της 15ης Φεβρουαρίου 2016), η οποία κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον legge n. 49 (νόμο 49), της 8ης Απριλίου 2016 (GURI αριθ. 87 της 14ης Απριλίου 2016), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 18/2016), ορίζει τα εξής:

«3 bis.      Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 150 bis, παράγραφος 5, του [decreto legislativo n. 385 – Testo unico delle leggi in materia bancaria e creditizia (νομοθετικού διατάγματος 385, για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας περί τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων), της 1ης Σεπτεμβρίου 1993 (GURI αριθ. 230 της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 92, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 385)], η μεταβίβαση δεν διενεργείται στην περίπτωση συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών οι οποίες, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου με τον οποίο θα κυρωθεί η παρούσα πράξη, υποβάλλουν στην [Banca d’Italia (Τράπεζα της Ιταλίας)], κατά το άρθρο 58 [του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος 385, της 1ης Σεπτεμβρίου 1993], μεμονωμένως ή από κοινού, αίτηση περί μεταβίβασης του αντίστοιχου κλάδου τραπεζικών δραστηριοτήτων τους σε αντίστοιχη ανώνυμη εταιρία, ακόμη και νεοσυσταθείσα, η οποία θα έχει λάβει άδεια άσκησης τραπεζικών δραστηριοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι η αιτούσα τράπεζα ή, σε περίπτωση κοινής αίτησης, τουλάχιστον μία από τις αιτούσες τράπεζες διαθέτει, στις 31 Δεκεμβρίου 2015, καθαρή περιουσία άνω των 200 εκατομμυρίων ευρώ, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις που ανάγονται στην εν λόγω ημερομηνία, επί των οποίων ο ελεγκτής έχει εκφράσει ανεπιφύλακτη γνώμη.

3 ter.      Κατά την εισφορά, η εισφέρουσα συνεταιριστική πιστωτική τράπεζα καταβάλλει στο Δημόσιο Ταμείο ποσό ίσο με το 20 % της καθαρής περιουσίας που διαθέτει στις 31 Δεκεμβρίου 2015, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις που ανάγονται στην εν λόγω ημερομηνία, επί των οποίων ο ελεγκτής έχει εκφράσει ανεπιφύλακτη γνώμη.

3 quater.      Κατόπιν της εισφοράς, η εισφέρουσα συνεταιριστική πιστωτική τράπεζα, η οποία διατηρεί το μη διανεμόμενο αποθεματικό που προκύπτει μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 ter, τροποποιεί τον καταστατικό σκοπό της, ώστε να αποκλείεται η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, και αναλαμβάνει την υποχρέωση να διατηρεί τις ρήτρες αμοιβαίας αλληλεγγύης που προβλέπονται στο άρθρο 2514 του Αστικού Κώδικα, καθώς και να διασφαλίσει ως προς τους μετόχους την παροχή υπηρεσιών που αποσκοπούν στη διατήρηση της σχέσης με την ανώνυμη εταιρία προς την οποία έλαβε χώρα η εισφορά, την παροχή υπηρεσιών κατάρτισης και ενημέρωσης επί ζητημάτων που άπτονται των αποταμιεύσεων και υπηρεσιών για την προώθηση προγραμμάτων βοήθειας. […] Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο και στις παραγράφους 3 bis και 3 ter, η περιουσία της εισφέρουσας ή, ανάλογα με την περίπτωση, της συνεταιριστικής πιστωτικής τράπεζας μεταβιβάζεται κατά το άρθρο 17 του νόμου 388 της 23ης Δεκεμβρίου 2000. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      Η Ente Cambiano, πρώην Banca di Credito Cooperativo di Cambiano società cooperativa per azioni, συνεταιριστική πιστωτική τράπεζα της οποίας η καθαρή περιουσία υπερέβαινε τα 200 εκατομμύρια ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2015, κατέβαλε στο ιταλικό δημόσιο ταμείο το ποσό των 54 208 740 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 20 % της εν λόγω περιουσίας κατά την ως άνω ημερομηνία, ασκώντας τη λεγόμενη επιλογή «εξόδου» που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3 bis, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016.

12      Στη συνέχεια, η Ente Cambiano υπέβαλε αίτηση επιστροφής του ποσού αυτού, διότι θεωρούσε ότι η υποχρέωση καταβολής του ήταν αντίθετη τόσο προς το ιταλικό Σύνταγμα όσο και προς το δίκαιο της Ένωσης. Δεδομένου ότι η αίτηση επιστροφής του ποσού αυτού που υπέβαλε η Ente Cambiano απορρίφθηκε σιωπηρώς, άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης ενώπιον του Commissione tributaria provinciale di Firenze (πρωτοβάθμιου φορολογικού δικαστηρίου Φλωρεντίας, Ιταλία). Καθόσον το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή, η Ente Cambiano άσκησε έφεση ενώπιον του Commissione tributaria regionale della Toscana (δευτεροβάθμιου περιφερειακού φορολογικού δικαστηρίου Τοσκάνης, Ιταλία), το οποίο απέρριψε την έφεση με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018.

13      Η Ente Cambiano άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), προβάλλοντας τόσο την αντισυνταγματικότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας όσο και τη μη συμμόρφωσή της προς το δίκαιο της Ένωσης.

14      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, κατ’ αρχάς, ότι υπέβαλε στο Corte Costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) ερωτήματα που αφορούν τη συνταγματικότητα του άρθρου 2, παράγραφοι 3 ter και 3 quater, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016, το οποίο έκρινε τα ερωτήματα αυτά αβάσιμα με την απόφαση 149/2021 της 9ης Ιουλίου 2021.

15      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, στη συνέχεια, ότι οι εν λόγω διατάξεις εντάσσονται στο πλαίσιο μεταρρύθμισης των συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών με σκοπό την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών που απορρέουν από το επιχειρηματικό μοντέλο και το μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησής τους, καθώς και από το μικρό μέγεθος της πλειονότητας των εν λόγω τραπεζών, διά της ενίσχυσης της περιουσίας τους προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε πιθανές κρίσεις. Προς τούτο, το κύριο μοντέλο που προέβλεψε ο Ιταλός νομοθέτης είναι η προσχώρηση των τραπεζών αυτών σε συνεταιριστικό τραπεζικό όμιλο, του οποίου ηγείται επικεφαλής εταιρία χαρτοφυλακίου, συσταθείσα υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας με κεφάλαιο τουλάχιστον ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, την οποία κατέχουν κατά πλειοψηφία οι ως άνω τράπεζες, και η οποία ασκεί εξουσίες διαχείρισης και συντονισμού. Η ιδιότητα αυτή δεν επηρεάζει τα περιουσιακά τους στοιχεία. Μόνον οι συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες με καθαρή περιουσία που υπερβαίνει το καθορισμένο όριο θα μπορούσαν να αποφύγουν την προσχώρησή τους σε τέτοιον όμιλο, εφόσον συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις του άρθρου 2, παράγραφοι 3 bis έως 3 quater, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016, επί ποινή μεταβίβασης της περιουσίας τους στα ταμεία αμοιβαίας αλληλεγγύης για την προώθηση και ανάπτυξη της συνεργασίας.

16      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι οι λόγοι αναιρέσεως που αντλούνται από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αφορούν, μεταξύ άλλων, τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προστασίας της αγοράς, οι οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 101, 102, 120 και 173 ΣΛΕΕ, καθώς και την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ και εξειδικεύεται με την οδηγία 2008/7.

17      Όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, η Ente Cambiano υποστηρίζει ότι η επίμαχη υποχρέωση καταβολής παραβιάζει την οδηγία 2008/7, στο μέτρο που η οδηγία αυτή καθιερώνει τη φορολογική ουδετερότητα των εισφορών κεφαλαίου, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, οι οποίες δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω.

18      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 2, παράγραφοι 3 ter και 3 quater, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016 προς το δίκαιο της Ένωσης, διευκρινίζοντας, αφενός, ότι συμμερίζεται τις αμφιβολίες της Ente Cambiano ως προς το κατά πόσον η διάταξη αυτή συμμορφώνεται προς τις αναγνωριζόμενες από το δίκαιο της Ένωσης αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προστασίας της αγοράς και, αφετέρου, ότι δεν θεωρεί δυνατή τη σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της εν λόγω διάταξης.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθενται τα άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ, καθώς και τα άρθρα 101, 102, 120 και 173 ΣΛΕΕ σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 2, παράγραφοι 3 ter και 3 quater, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016] η οποία εξαρτά από την καταβολή ποσού ίσου με το 20 % της καθαρής περιουσίας στις 31 Δεκεμβρίου 2015 τη δυνατότητα των συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών οι οποίες διέθεταν στις 31 Δεκεμβρίου 2015 καθαρή περιουσία άνω των 200 εκατομμυρίων ευρώ, αντί να προσχωρήσουν σε όμιλο, να εισφέρουν τον κλάδο τραπεζικών δραστηριοτήτων τους σε ανώνυμη εταιρία, ακόμη και νεοσυσταθείσα, με άδεια άσκησης τραπεζικών δραστηριοτήτων, τροποποιώντας το καταστατικό τους, ούτως ώστε να αποκλείεται η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, αναλαμβάνοντας παράλληλα την υποχρέωση διατήρησης των ρητρών αμοιβαιότητας που προβλέπονται στο άρθρο 2514 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, προκειμένου να εξασφαλίσουν στους μετόχους υπηρεσίες που αποσκοπούν στη διατήρηση της σχέσης τους με την ανώνυμη εταιρία προς την οποία έλαβε χώρα η εισφορά, στην εκπαίδευση και ενημέρωση επί θεμάτων σχετικών με τις αποταμιεύσεις και στην προώθηση προγραμμάτων βοήθειας;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

20      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί τη βάση της διαδικασίας αυτής, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξειδικεύει, στην ίδια την απόφαση περί παραπομπής, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και να παρέχει τις αναγκαίες εξηγήσεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και τη σχέση η οποία, κατά το εν λόγω δικαστήριο, υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας που έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί [πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, C.F. (Φορολογικός έλεγχος), C‑430/19, EU:C:2020:429, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

22      Συναφώς, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα, αφενός, στο Δικαστήριο να δίνει λυσιτελείς απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο και, αφετέρου, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλλουν παρατηρήσεις, σύμφωνα με το δικαίωμα που τους απονέμει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση του δικαιώματος αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διάταξης, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους (πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Irish Ferries, C‑570/19, EU:C:2021:664, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Οι σωρευτικές αυτές απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο απόφασης περί παραπομπής μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (διάταξη της 3ης Ιουλίου 2014, Talasca, C‑19/14, EU:C:2014:2049, σκέψη 21, και απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Toplofikatsia Sofia κ.λπ., C‑208/20 και C‑256/20, EU:C:2021:719, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Περαιτέρω, οι απαιτήσεις αυτές υπενθυμίζονται στα σημεία 13, 15 και 16 των Συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1).

24      Εν προκειμένω, με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 63, 101, 102, 120 και 173 ΣΛΕΕ αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η δυνατότητα των συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών των οποίων η καθαρή περιουσία υπερβαίνει τα 200 εκατομμύρια ευρώ σε συγκεκριμένη ημερομηνία, αντί να προσχωρήσουν σε συνεταιριστικό τραπεζικό όμιλο, να εισφέρουν τον κλάδο της τραπεζικής τους δραστηριότητας σε ανώνυμη εταιρία με αντάλλαγμα μετοχές της εταιρίας αυτής εξαρτάται από την καταβολή ποσού που αντιστοιχεί στο είκοσι τοις εκατό της καθαρής περιουσίας τους κατά την ημερομηνία αυτή. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι η Ente Cambiano επικαλείται, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, την οδηγία 2008/7, η οποία κατάργησε και αντικατέστησε την οδηγία 69/335, σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων ως προς την οποία διερωτάται το αιτούν δικαστήριο.

25      Το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ζητεί την ερμηνεία των άρθρων 101, 102, 120 και 173 ΣΛΕΕ, ούτε τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Επομένως, κατά το μέρος που αφορά τις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

26      Όσον αφορά το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι όλα τα στοιχεία της διαφοράς της κύριας δίκης, μεταξύ εταιρίας εγκατεστημένης στην Ιταλία και της ιταλικής φορολογικής αρχής, περιορίζονται στο εσωτερικό του εν λόγω κράτους μέλους.

27      Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν εφαρμόζονται σε καταστάσεις στις οποίες όλα τα σχετικά στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να υποδείξει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, εάν η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, καίτοι αμιγώς εσωτερικής φύσεως, παρουσιάζει εντούτοις κάποιο συνδετικό στοιχείο με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί θεμελιωδών ελευθεριών, οπότε η ζητούμενη προδικαστική ερμηνεία καθίσταται απαραίτητη για την επίλυση της διαφοράς αυτής (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψεις 47 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Ειδικότερα, από τις απαιτήσεις αυτές προκύπτει ότι, για να θεωρηθεί ότι υφίσταται ένα τέτοιο συνδετικό στοιχείο, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να προκύπτουν τα συγκεκριμένα στοιχεία, ήτοι ενδείξεις που δεν έχουν υποθετικό, αλλά βέβαιο χαρακτήρα, οι οποίες να παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί με σαφήνεια η ύπαρξη του απαιτούμενου συνδετικού στοιχείου, ενώ δεν αρκεί το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο στοιχεία από τα οποία είναι δυνατόν να συναχθεί ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσεως ή τα οποία, εκτιμώμενα γενικώς και αορίστως, θα μπορούσαν να συνιστούν ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να παράσχει αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία παρέχοντα τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να εξακριβώσει την ύπαρξη της εν λόγω σχέσης (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2023, Bursa Română de Mărfuri, C‑394/21, EU:C:2023:146, σκέψεις 51 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται στην παράθεση της επιχειρηματολογίας της Ente Cambiano κατά την οποία η καταβολή από τις συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες των οποίων η καθαρή περιουσία στις 31 Δεκεμβρίου 2015 υπερβαίνει το όριο των 200 εκατομμυρίων ευρώ ποσού που αντιστοιχεί στο 20 % της καθαρής περιουσίας τους κατά την ημερομηνία εκείνη αποβαίνει σε βάρος των πλέον ισχυρών συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να προσελκύσουν επενδυτές από άλλα κράτη μέλη. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο θα παρείχε τη δυνατότητα να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη ενδιαφέροντος εκ μέρους υπηκόων άλλων κρατών μελών να κάνουν χρήση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων στο πλαίσιο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάστασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Fremoluc, C‑343/17, EU:C:2018:754, σκέψη 30). Στο μέτρο που η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας απόφασης, το προδικαστικό ερώτημα είναι επίσης απαράδεκτο όσον αφορά το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

30      Όσον αφορά την οδηγία 2008/7, την οποία επικαλείται στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης η Ente Cambiano, με βάση τις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 3 bis έως 3 quater, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016, προκύπτει ότι η καταβολή στο Δημόσιο Ταμείο, κατά της οποίας βάλλει η Ente Cambiano και την οποία προβλέπει η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου, καθώς και ο συντελεστής και η βάση υπολογισμού της εν λόγω καταβολής, που δεν αντιστοιχεί σε κέρδη ή έσοδα της Ente Cambiano αλλά στην καθαρή περιουσία της, όπως αυτή εμφανίζεται στον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2015, πραγματοποιείται κατά την εισφορά του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας σε κεφαλαιουχική εταιρία με αντάλλαγμα μετοχές της εταιρίας αυτής. Επομένως, η γενεσιουργός αιτία της καταβολής αυτής έγκειται στη διενέργεια της συγκεκριμένης συναλλαγής και όχι στην άσκηση δραστηριότητας, ενώ ο δεσμευτικός χαρακτήρας της απορρέει από την κύρωση που επισύρει η μη συμμόρφωση προς την εν λόγω καταβολή, η οποία επίσης προβλέπεται από την ως άνω διάταξη.

31      Πλην όμως, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά παρείχαν τη δυνατότητα να αποδειχθεί η δυνατότητα εφαρμογής ratione materiae της οδηγίας 2008/7 στη διαφορά της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα να πρέπει να εξεταστεί αν η εν λόγω καταβολή πρέπει να χαρακτηριστεί ως «έμμεσος φόρος», κατά την έννοια της οδηγίας, ο οποίος βαρύνει πράξη αναδιάρθρωσης εμπίπτουσα στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο της 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, εφόσον η εισφορά του οικείου κλάδου δραστηριότητας πραγματοποιήθηκε από κεφαλαιουχική εταιρία, οι ως άνω ενδείξεις δεν επιτρέπουν να συναχθεί συμπέρασμα ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής ratione personae της ίδιας οδηγίας στην επίδικη διαφορά. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αν οι συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης πριν από την αναδιάρθρωσή της και την τροποποίηση του καταστατικού της κατόπιν της άσκησης της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3 bis, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 18/2016, εμπίπτουν στην έννοια της «κεφαλαιουχικής εταιρίας», κατά την οδηγία 2008/7, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

32      Επίσης, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε, με την εν λόγω αίτηση, στοιχεία ως προς το ζήτημα αν οι εξαιρέσεις από το άρθρο 5 της οδηγίας, οι οποίες απορρέουν από το άρθρο της 6, μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω.

33      Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών αυτών όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2008/7 στη διαφορά της κύριας δίκης, καθώς και της παντελούς απουσίας διευκρινίσεων ως προς το αν συντρέχει περίπτωση «έμμεσου φόρου», κατά την έννοια της οδηγίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για να θεωρηθεί ότι η οδηγία 2008/7 τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό η απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα είναι αναγκαία για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του.

34      Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι επίσης απαράδεκτη καθόσον αφορά την εν λόγω οδηγία.

35      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το αιτούν δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να υποβάλει νέα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, παρέχοντας στο Δικαστήριο όλα τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να αποφανθεί (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Călin, C‑676/17, EU:C:2019:700, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2022 είναι απαράδεκτη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.