Language of document : ECLI:EU:C:2022:661

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 8ης Σεπτεμβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C132/21

BE

κατά

Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság,

παρισταμένης της

Budapesti Elektromos Művek Zrt.

[αίτηση του Fővárosi Törvényszék
(δικαστηρίου Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρα 77 έως 79 – Υποβολή καταγγελίας σε εποπτική αρχή – Δικαστικές προσφυγές – Διάρθρωση των μέσων έννομης προστασίας – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 51, παράγραφος 1, του άρθρου 52, παράγραφος 1, του άρθρου 77, παράγραφος 1, και του άρθρου 79, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (2) (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του BE και της Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (εθνικής αρχής για την προστασία των δεδομένων και την ελευθερία της πληροφόρησης, Ουγγαρία, στο εξής: εποπτική αρχή) με αντικείμενο την απόρριψη της αιτήσεως που υπέβαλε ο BE ζητώντας να του χορηγηθούν αποσπάσματα της ηχητικής εγγραφής της γενικής συνέλευσης των μετόχων στην οποία συμμετείχε.

3.        Σκοπός του ΓΚΠΔ είναι να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θεσπίζοντας ένα σύστημα μέσων έννομης προστασίας το οποίο παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία ενώπιον εποπτικής αρχής, να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως της εν λόγω αρχής καθώς και κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, εάν το εν λόγω πρόσωπο θεωρεί ότι τα δικαιώματα που του απονέμει ο κανονισμός προσβλήθηκαν λόγω επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων η οποία πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του κανονισμού.

4.        Το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία) ζητεί από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει τη διάρθρωση των μέσων έννομης προστασίας και, ειδικότερα, τoυς τρόπους αποτροπής του ενδεχομένου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων εντός ενός κράτους μέλους όσον αφορά την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων που προστατεύει ο ΓΚΠΔ.

5.        Το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό στο μέτρο που η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να διασφαλίσει την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ και να εγγυηθεί υψηλό και συνεκτικό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων αυτών δεν φαίνεται να συνάδει με την ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων εντός κράτους μέλους, η οποία αποτελεί πηγή ανασφάλειας δικαίου.

6.        Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3), έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση άσκησης από υποκείμενο των δεδομένων των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, και στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού, το δικαστήριο το οποίο πρέπει να αποφανθεί επί προσφυγής κατά αποφάσεως εποπτικής αρχής δεν δεσμεύεται από την απόφαση που εκδίδει επιληφθέν δυνάμει της τελευταίας διάταξης δικαστήριο ως προς την ύπαρξη ή μη προσβολής των δικαιωμάτων που το εν λόγω υποκείμενο των δεδομένων αντλεί από τον κανονισμό αυτό.

7.        Υπό το πρίσμα αυτό, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 77, παράγραφος 1, και το άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ έχουν, κατ’ εμέ, την έννοια ότι τα προβλεπόμενα από αυτά μέσα έννομης προστασίας μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, χωρίς το ένα μέσο έννομης προστασίας να έχει προτεραιότητα έναντι του άλλου βάσει του εν λόγω κανονισμού.

8.        Θα συμπληρώσω την απάντηση αυτή διευκρινίζοντας ότι, ελλείψει κανόνων της Ένωσης σχετικά με τη διάρθρωση των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του ΓΚΠΔ, απόκειται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας και λαμβανομένων υπόψη τόσο του σκοπού διασφάλισης συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει ο κανονισμός αυτός όσο και του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, να θεσπίσουν σε εθνικό επίπεδο τους μηχανισμούς διάρθρωσης των εν λόγω μέσων έννομης προστασίας οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αποφυγή του ενδεχομένου έκδοσης, εντός του ίδιου κράτους μέλους, αντιφατικών αποφάσεων ως προς την ίδια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Ο ΓΚΠΔ

9.        Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας που τα αφορούν και τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση (“εποπτική αρχή”).»

10.      Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ορίζει τα εξής:

«Κάθε εποπτική αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της και ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με πλήρη ανεξαρτησία.»

11.      Το άρθρο 58, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ προβλέπει τα εξής:

«Η άσκηση εκ μέρους εποπτικής αρχής των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται στις δέουσες εγγυήσεις, περιλαμβανομένης της άσκησης πραγματικής δικαστικής προσφυγής και της τήρησης της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης και το δίκαιο των κρατών μελών σύμφωνα με τον Χάρτη.»

12.      Το άρθρο 77 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή», έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.

2.      Η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί καταγγελία ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την πρόοδο και για την έκβαση της καταγγελίας, καθώς και για τη δυνατότητα άσκησης δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 78.»

13.      Το άρθρο 78 του ΓΚΠΔ φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου». Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.»

14.      Το άρθρο 79 του ΓΚΠΔ φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία». Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.»

Β.      Το ουγγρικό δίκαιο

15.      Το άρθρο 22 του információs önrendelkezési jogról és az információszabadságról szóló 2011. évi CXII. törvény (νόμου CXII του 2011 σχετικά με το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού σε θέματα πληροφόρησης και με την ελευθερία της πληροφόρησης, στο εξής: νόμος για την πληροφόρηση) (4), της 26ης Ιουλίου 2011, προβλέπει τα εξής:

«Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί, βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου VI:

a)      να ζητήσει από την [εποπτική αρχή] να κινήσει διαδικασία έρευνας σχετικά με τη νομιμότητα μέτρου ληφθέντος από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, στην περίπτωση που ο τελευταίος περιόρισε την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 14, ή απέρριψε αίτηση του υποκειμένου αυτού με την οποία επιδίωκε την άσκηση των δικαιωμάτων του, και

b)      να ζητήσει από [την εποπτική αρχή] τη διεξαγωγή διοικητικής διαδικασίας προστασίας των δεδομένων όταν θεωρεί ότι, κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία ενεργώντας για λογαριασμό του εν λόγω υπεύθυνου ή βάσει των οδηγιών αυτού παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία ή δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, ή από δεσμευτική πράξη της […] Ένωσης».

16.      Το άρθρο 23 του νόμου για την πληροφόρηση ορίζει τα εξής:

«(1)      Το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας, ή κατά του εκτελούντος την επεξεργασία όσον αφορά τις πράξεις επεξεργασίας που εμπίπτουν στο πεδίο δραστηριοτήτων του τελευταίου, εφόσον θεωρεί ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία ενεργώντας για λογαριασμό του εν λόγω υπεύθυνου ή βάσει των οδηγιών αυτού παρέβη, κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, τις υποχρεώσεις που υπέχει σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία ή δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, ή από δεσμευτική πράξη της […] Ένωσης[…]

(4)      Πρόσωπο το οποίο στερείται, κατά τα λοιπά, ικανότητας διαδίκου μπορεί να μετάσχει στην ένδικη διαδικασία. [Η εποπτική αρχή] μπορεί να παρέμβει στην ένδικη διαδικασία υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων.

(5)      Αν το δικαστήριο δεχθεί την αγωγή, διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης και διατάσσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία

a)      να παύσει την παράνομη επεξεργασία δεδομένων,

b)      να αποκαταστήσει τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων ή

c)      να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων,

και, εφόσον είναι αναγκαίο, αποφαίνεται συγχρόνως επί των αιτημάτων αποζημίωσης για την υλική ζημία και χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17.      Αφού παρέστη στις 26 Απριλίου 2019 στη γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας της οποίας είναι μέτοχος, ο BE ζήτησε από την εταιρία να του χορηγήσει την ηχητική εγγραφή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνέλευσης.

18.      Η ανώνυμη εταιρία, ως υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, παρέδωσε στον BE μόνον τα αποσπάσματα της εγγραφής τα οποία περιείχαν τις παρεμβάσεις του, αλλά όχι τις παρεμβάσεις των λοιπών συμμετεχόντων.

19.      Ο BE, επιδιώκοντας να λάβει τα αποσπάσματα που περιλάμβαναν τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στις ερωτήσεις που αυτός έθεσε κατά τη γενική συνέλευση της 26ης Απριλίου 2019, προσέφυγε ενώπιον της εποπτικής αρχής ζητώντας της να διαπιστώσει την παράνομη συμπεριφορά της ανώνυμης εταιρίας και να διατάξει την τελευταία να του διαβιβάσει τα εν λόγω αποσπάσματα. Η εποπτική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2019.

20.      Κατόπιν της απόρριψης αυτής, ο BE άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως της εποπτικής αρχής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, με αίτημα τη μεταρρύθμιση της εν λόγω αποφάσεως και, επικουρικώς, την ακύρωσή της.

21.      Παράλληλα με την υποβολή αιτήσεως ενώπιον της εποπτικής αρχής, ο BE άσκησε αγωγή ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας, βάσει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

22.      Ενόσω η προσφυγή ήταν εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το Fövárosi Ítélötábla (περιφερειακό εφετείο Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία) έκανε δεκτή την αγωγή του BE βάσει της ως άνω διάταξης, διαπιστώνοντας ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας προσέβαλε το δικαίωμα πρόσβασης του ΒΕ στα προσωπικά δεδομένα του, καθόσον, παρά το αίτημά του, δεν του χορήγησε τα αποσπάσματα της ηχητικής εγγραφής τα οποία περιείχαν τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του (5). Η απόφαση αυτή που εκδόθηκε από δευτεροβάθμιο πολιτικό δικαστήριο κατέστη τελεσίδικη.

23.      Στο πλαίσιο της προσφυγής του ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο BE ζητεί να ληφθεί υπόψη το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το εν λόγω πολιτικό δικαστήριο με την απόφασή του.

24.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν από το δίκαιο της Ένωσης μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα όσον αφορά τις αντίστοιχες αρμοδιότητες, αφενός, της εποπτικής αρχής που επιλαμβάνεται καταγγελίας, βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, και του διοικητικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού να ελέγξει τη νομιμότητα των αποφάσεων της αρχής αυτής καθώς και, αφετέρου, του πολιτικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο, βάσει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να αποφανθεί επί αγωγής που ασκείται από πρόσωπο το οποίο θεωρεί ότι τα δικαιώματα που αντλεί από τον εν λόγω κανονισμό έχουν προσβληθεί.

25.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η παράλληλη άσκηση των μέσων έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων που αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

26.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια κατάσταση μπορεί να ενέχει κίνδυνο ανασφάλειας δικαίου. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, η απόφαση της εποπτικής αρχής δεν δεσμεύει το πολιτικό δικαστήριο. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το εν λόγω πολιτικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση αντίθετη προς εκείνη της εποπτικής αρχής σε σχέση με τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

27.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, εν προκειμένω, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση παρέμβασης της εποπτικής αρχής ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τους κανόνες αυτούς, η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως της εποπτικής αρχής στον οποίο το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

28.      Στο μέτρο που η εποπτική αρχή και το πολιτικό δικαστήριο που εξέδωσε την τελεσίδικη απόφαση διατύπωσαν αντίθετες απόψεις σχετικά με την ύπαρξη παράβασης των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν στο δίκαιο της Ένωσης υφίστανται στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ρυθμίσουν τη διάρθρωση μεταξύ των μέσων έννομης προστασίας που ασκούνται παράλληλα. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, συγκριτικά, στους κανόνες που ισχύουν στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού (6).

29.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, επίσης, ότι, σε αντίθεση με τις περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár (7), η ουγγρική νομοθεσία δεν εξαρτά τη δυνατότητα ασκήσεως δικαστικής προσφυγής από την προηγούμενη εξάντληση των δυνατοτήτων ασκήσεως διοικητικής προσφυγής.

30.      Εντούτοις, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής καθώς και ο σκοπός της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τον ΓΚΠΔ επιβάλλουν τη διασφάλιση της συνεκτικότητας κατά την εφαρμογή του κανονισμού αυτού. Προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ποιο από τα μέσα έννομης προστασίας, που μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, θα πρέπει να έχει προτεραιότητα.

31.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι συντάσσεται με την άποψη της εποπτικής αρχής καθόσον αυτή υποστηρίζει ότι οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ καθώς και τα καθήκοντα και οι εξουσίες που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, καθώς και στο άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ, και γʹ, του κανονισμού απονέμουν στην εν λόγω αρχή κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα για την έρευνα και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο προτείνει στο Δικαστήριο να δεχθεί μια ερμηνεία κατά την οποία, όταν εκκρεμεί ή έχει ολοκληρωθεί διαδικασία ενώπιον της εποπτικής αρχής για την ίδια παράβαση, η απόφαση της αρχής αυτής –όπως και η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που εξετάζει τη νομιμότητά της– είναι εκείνη η οποία κατά προτεραιότητα πρέπει να επιλύσει το ζήτημα αν υφίσταται παράβαση των προβλεπόμενων από τον ΓΚΠΔ κανόνων. Επομένως, οι διαπιστώσεις των επιλαμβανόμενων, δυνάμει του άρθρου 79 του ΓΚΠΔ, πολιτικών δικαστηρίων δεν είναι δεσμευτικές στο πλαίσιο των διαδικασιών που διεξάγονται βάσει των άρθρων 77 και 78 του εν λόγω κανονισμού.

32.      Αν, αντιθέτως, δεν αναγνωριστεί ότι η εποπτική αρχή είναι κατά προτεραιότητα αρμόδια να διαπιστώσει την προσβολή των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα της αρχής της ασφαλείας δικαίου, θα έπρεπε να θεωρήσει ότι δεσμεύεται από τα συμπεράσματα της τελεσίδικης αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, χωρίς το ίδιο να εξετάσει τη νομιμότητα των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη η εποπτική αρχή με την απόφασή της όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιας προσβολής. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτό θα καθιστούσε κενή περιεχομένου την αρμοδιότητα που προβλέπεται στο άρθρο 78 του εν λόγω κανονισμού.

33.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης-Πρωτευούσης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα άρθρα 77, παράγραφος 1, και 79, παράγραφος 1, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι η διοικητική προσφυγή που προβλέπεται στο άρθρο 77 συνιστά μέσο άσκησης δικαιωμάτων δημοσίου δικαίου, ενώ το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται στο άρθρο 79 αποτελεί μέσο για την άσκηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει εξ αυτού να συναχθεί ότι η εποπτική αρχή, στην οποία εναπόκειται να αποφανθεί επί των διοικητικών προσφυγών, έχει κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης;

2)      Όταν το υποκείμενο των δεδομένων, το οποίο θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά συνιστά παράβαση του κανονισμού [ΓΚΠΔ], ασκεί συγχρόνως το δικαίωμά του να υποβάλει καταγγελία δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, και το δικαίωμά του άσκησης ενδίκου βοηθήματος δυνάμει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, πρέπει να θεωρηθεί ότι ερμηνεία σύμφωνη με το άρθρο 47 του [Χάρτη] συνεπάγεται:

α)      ότι η εποπτική αρχή και το δικαστήριο υποχρεούνται να εξετάσουν την ύπαρξη παράβασης κατά τρόπο ανεξάρτητο, επομένως, δύνανται να καταλήξουν σε διαφορετικά αποτελέσματα· είτε

β)      ότι η απόφαση της εποπτικής αρχής υπερισχύει όσον αφορά την εκτίμηση της διάπραξης παράβασης, λαμβανομένων υπόψη των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του [ΓΚΠΔ] και των εξουσιών που παρέχει το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και δʹ, του [ΓΚΠΔ];

3)      Έχει η ανεξαρτησία της εποπτικής αρχής, την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 51, παράγραφος 1, και 52, παράγραφος 1, του [ΓΚΠΔ], την έννοια ότι η αρχή αυτή, όταν εξετάζει και αποφαίνεται επί της καταγγελίας του άρθρου 77 [του κανονισμού αυτού], δεν δεσμεύεται από την τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου βάσει του άρθρου 79 [του εν λόγω κανονισμού] δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μπορεί ακόμη και να εκδώσει διαφορετική απόφαση σχετικά με την ίδια εικαζόμενη παράβαση;»

34.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο BE, η εποπτική αρχή, η Ουγγρική, η Τσεχική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 11 Μαΐου 2022 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παρισταμένης της εποπτικής αρχής, της Ουγγρικής και της Πολωνικής Κυβέρνησης καθώς και της Επιτροπής.

IV.    Ανάλυση

35.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί και, υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (8).

36.      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα μνημονεύοντας ορισμένες μόνο διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την επίλυση της υποθέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, είτε μνημονεύονται τα στοιχεία αυτά στα προδικαστικά ερωτήματα είτε όχι. Συναφώς, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (9).

37.      Επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί εν προκειμένω προσφυγής κατά της αποφάσεως της εποπτικής αρχής με την οποία απορρίφθηκε η καταγγελία του BE, όπερ αντιστοιχεί στο μέσο έννομης προστασίας του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

38.      Προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς τη σχέση μεταξύ, αφενός, της καταγγελίας που υποβάλλεται σε εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, και στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

39.      Συγκεκριμένα, στο στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι εθνικές διαδικασίες, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνιστεί η εξουσία εκτίμησης την οποία διαθέτει στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως της εποπτικής αρχής στον οποίο οφείλει να προβεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι το πολιτικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί βάσει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, εξέδωσε απόφαση αντίθετη προς εκείνη την οποία εξέδωσε η αρχή αυτή μετά την ενώπιόν της υποβολή καταγγελίας, βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

40.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι με τα ερωτήματά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν το άρθρο 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση ασκήσεως από το υποκείμενο των δεδομένων των μέσων έννομης προστασίας του άρθρου 77, παράγραφος 1, και του άρθρου 79, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το δικαστήριο το οποίο καλείται να αποφανθεί επί προσφυγής κατά της αποφάσεως εποπτικής αρχής δεσμεύεται από τη θέση που υιοθέτησε το επιληφθέν δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης δικαστήριο ως προς την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων τα οποία το εν λόγω υποκείμενο αντλεί από τον κανονισμό.

41.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αποσαφηνιστεί αν, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως της εποπτικής αρχής στον οποίο οφείλει να προβεί, πρέπει να λάβει υπόψη, σε περίπτωση παράλληλης άσκησης των μέσων έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, και στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, την τυχόν προτεραιότητα του πρώτου έναντι του δεύτερου μέσου έννομης προστασίας όσον αφορά τη διαπίστωση προσβολής των δικαιωμάτων που προστατεύει ο κανονισμός.

42.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γράμμα της, καθώς και η οικονομία και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (10).

43.      Όσον αφορά το γράμμα των άρθρων 77 έως 79 του ΓΚΠΔ, παρατηρώ ότι από την παράγραφο 1 των άρθρων αυτών προκύπτει, αφενός, ότι το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας ασκείται «[μ]ε την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών» και, αφετέρου, ότι η προσφυγή κατά της απόφασης εποπτικής αρχής ή κατά υπευθύνου επεξεργασίας ασκείται «[μ]ε την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής».

44.      Ως εκ τούτου, από το γράμμα των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι τα μέσα έννομης προστασίας τα οποία προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να ασκούνται παράλληλα. Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει διευκρινίσει, με τις εν λόγω διατάξεις, τη σχέση μεταξύ των εν λόγω μέσων έννομης προστασίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι, κατά την άποψή μου, δυνατό να συναχθεί από τον ΓΚΠΔ ότι ένα μέσο έννομης προστασίας έχει προτεραιότητα έναντι των λοιπών όσον αφορά τη διαπίστωση προσβολής των προστατευόμενων από τον κανονισμό αυτό δικαιωμάτων.

45.      Συγκεκριμένα, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει ειδικότερα από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, οι εποπτικές αρχές είναι επιφορτισμένες με την παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων τους, εντούτοις από καμία διάταξη του κανονισμού αυτού δεν προκύπτει ότι οι ως άνω αρχές έχουν κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα σε σχέση με τα δικαστήρια για τη διαπίστωση της προσβολής των δικαιωμάτων αυτών.

46.      Επομένως πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να θέσει στη διάθεση των υποκειμένων των δεδομένων ένα πλήρες σύστημα μέσων έννομης προστασίας, στο πλαίσιο του οποίου το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής και η δυνατότητα άσκησης διοικητικής ή εξωδικαστικής προσφυγής συνυπάρχουν κατά τρόπο αυτοτελή, χωρίς το ένα μέσο έννομης προστασίας να έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Ως εκ τούτου, τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν να αναζητήσουν έννομη προστασία υποβάλλοντας, μεταξύ άλλων, καταγγελία σε εποπτική αρχή, και, στη συνέχεια, αμφισβητώντας, κατά περίπτωση, την απόφαση της αρχής αυτής ενώπιον δικαστηρίου, και/ή ασκώντας απευθείας δικαστική προσφυγή κατά του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία. Μολονότι η εποπτική αρχή και το επιληφθέν ή τα επιληφθέντα δικαστήρια ενδέχεται να καταλήξουν σε διαφορετικές νομικές εκτιμήσεις ως προς το αν υπήρξε παράβαση των κανόνων που θεσπίζει ο ΓΚΠΔ, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέσπισε μηχανισμούς για τον περιορισμό του κινδύνου αυτού, δεδομένου ότι δεν καθόρισε λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τη σχέση των μέσων έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του εν λόγω κανονισμού.

47.      Συναφώς, από την οικονομία του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε κανόνες που διέπουν τη σχέση μεταξύ, αφενός, των καταγγελιών που υποβάλλονται ενώπιον εποπτικών αρχών διαφόρων κρατών μελών και, αφετέρου, των προσφυγών και αγωγών που ασκούνται ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, εντούτοις δεν είχε την πρόθεση να θεσπίσει τέτοιους κανόνες όσον αφορά την άσκηση των μέσων έννομης προστασίας εντός του ίδιου κράτους μέλους.

48.      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνω ότι ο ΓΚΠΔ, στο κεφάλαιο VII, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία και συνεκτικότητα», προβλέπει μηχανισμούς αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των εποπτικών αρχών των διαφόρων κρατών μελών οι οποίοι αποσκοπούν στη διασφάλιση της συνεκτικότητας των αποφάσεων που εκδίδουν οι εν λόγω αρχές. Περαιτέρω, το άρθρο 81 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αναστολή των διαδικασιών», προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι, «[ό]ταν διαδικασίες σχετικά με το ίδιο αντικείμενο που αφορά επεξεργασία από τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία εκκρεμούν σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, οποιοδήποτε αρμόδιο δικαστήριο διαφορετικό από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο δύναται να αναστείλει τις οικείες διαδικασίες». Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 81, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, «[ό]ταν οι εν λόγω διαδικασίες εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός του πρώτου επιληφθέντος δύναται επίσης, με αίτηση ενός των διαδίκων, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, αν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι αρμόδιο για τις εν λόγω προσφυγές και το δίκαιό του επιτρέπει τη συνεκδίκασή τους».

49.      Παρατηρείται ότι τέτοια δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας ή κήρυξης αναρμοδιότητας δεν προβλέπεται σε περίπτωση υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή και άσκησης δικαστικών προσφυγών εντός του ίδιου κράτους μέλους σε σχέση με την ίδια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

50.      Από τα ως άνω στοιχεία συνάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως που έλαβε εποπτική αρχή, στον οποίο οφείλει να προβεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, δεν υποχρεούται, βάσει του εν λόγω κανονισμού, να αναγνωρίσει ούτε την κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα της αρχής αυτής ή δικαστηρίου επιληφθέντος βάσει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του κανονισμού ούτε την υπεροχή της εκτίμησης την οποία διατύπωσε η εν λόγω αρχή ή το εν λόγω δικαστήριο ως προς την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων που παρέχει ο κανονισμός.

51.      Αντίθετη λύση θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, μη σύμφωνη με το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής το οποίο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πρόσωπο που αμφισβητεί την απόφαση εποπτικής αρχής.

52.      Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι η διάταξη αυτή παρέχει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο «το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά». Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει το άρθρο 58, παράγραφος 4, του κανονισμού, από το οποίο συνάγεται ότι η άσκηση των εξουσιών που απονέμονται στην εποπτική αρχή εξαρτάται από εγγυήσεις όπως το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής (11). Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το άρθρο 47 του Χάρτη αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στη δυνατότητα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπο να ασκήσει αποτελεσματική δικαστική προσφυγή κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά (12).

53.      Το εν λόγω δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής συνεπάγεται ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της αποφάσεως εποπτικής αρχής, βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, πρέπει, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 143 του κανονισμού αυτού, «να ασκ[εί] πλήρη δικαιοδοσία, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία να εξετάζ[ει] όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν τ[ου]». Τούτο, κατά τη γνώμη μου, έχει ως συνέπεια ότι το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να μπορεί να εκτιμά ελεύθερα τη νομιμότητα της αποφάσεως που υπόκειται στον έλεγχό του και, προς τον σκοπό αυτό, δεν πρέπει να δεσμεύεται από την προγενέστερη εκτίμηση δικαστηρίου επιληφθέντος βάσει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ όσον αφορά την ύπαρξη ή μη παράβασης των κανόνων που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό.

54.      Επομένως, φρονώ ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ προκειμένου να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως εποπτικής αρχής πρέπει να διαθέτει πλήρη ελευθερία εκτίμησης προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη παράβασης των κανόνων που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός, όχι λόγω της προβαλλόμενης προτεραιότητας που έχει η εποπτική αρχή, και στη συνέχεια, ενδεχομένως, το δικαστήριο αυτό για να προβούν στην ως άνω διαπίστωση, αλλά μάλλον λόγω του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και το οποίο συνεπάγεται ότι το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να ελέγξει ελεύθερα και ανεξάρτητα τη νομιμότητα της αποφάσεως που εξέδωσε η αρχή αυτή.

55.      Όσον αφορά τους επιδιωκόμενους από τον ΓΚΠΔ σκοπούς, επισημαίνω ότι η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να παράσχει στα υποκείμενα των δεδομένων τη δυνατότητα παράλληλης άσκησης των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του κανονισμού αυτού συνάδει με τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που αυτός παρέχει.

56.      Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 11 και 13 αυτού, ο εν λόγω κανονισμός επιβάλλει στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 8 του Χάρτη (13).

57.      Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως καταδεικνύεται από την υπό κρίση υπόθεση, η παρεχόμενη από τον ΓΚΠΔ δυνατότητα άσκησης παράλληλων προσφυγών σε σχέση με την ίδια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να παρουσιάζει ένα μειονέκτημα, ήτοι την ανασφάλεια δικαίου την οποία ενδέχεται να δημιουργήσει η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων εντός ενός κράτους μέλους. Όπως, όμως, επισήμανα προηγουμένως, μολονότι ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από τις εποπτικές αρχές ή τα δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών αντιμετωπίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού,, εντούτοις τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση που τέτοιες αποφάσεις εκδίδονται εντός του ίδιου κράτους μέλους.

58.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει τα δικονομικά εργαλεία προκειμένου να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων σχετικά με την ίδια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

59.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, απόκειται, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των μέσων έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του ΓΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι, στις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες περιπτώσεις του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (14).

60.      Στο πλαίσιο αυτό και κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών, δυνάμει της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να διασφαλίζουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (15).

61.      Επομένως, όταν τα κράτη μέλη καθορίζουν τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα με τα οποία εξασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από τον ΓΚΠΔ, πρέπει να εγγυώνται την τήρηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο αποτελεί επιβεβαίωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (16).

62.      Ως εκ τούτου, τα χαρακτηριστικά των δικαστικών προσφυγών που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό πρέπει να καθορίζονται τηρουμένου του άρθρου 47 του Χάρτη.

63.      Εντούτοις, φρονώ ότι η αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν συνίσταται απλώς στην παροχή στα υποκείμενα των δεδομένων των μέσων έννομης προστασίας που είναι απαραίτητα για την προστασία των δικαιωμάτων που αυτά αντλούν από τον ΓΚΠΔ. Σε περίπτωση κατά την οποία υφίστανται πλείονα μέσα έννομης προστασίας τα οποία μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, πρέπει επίσης να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου στο πλαίσιο της παρεχομένης δικαστικής προστασίας. Στο μέτρο που αντιφατικές αποφάσεις ως προς την ύπαρξη παράβασης των κανόνων που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό δεν μπορούν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία των υποκειμένων των δεδομένων, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή έκδοσης τέτοιων αντιφατικών αποφάσεων.

64.      Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν θεσπίσουν δικονομικούς μηχανισμούς για τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ των διαφόρων μέσων έννομης προστασίας, οι σκοποί του ΓΚΠΔ, οι οποίοι συνίστανται στη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων καθώς και συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τον κανονισμό αυτό, ενδέχεται να μην επιτευχθούν πλήρως.

65.      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 10 του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση συνεκτικής και ομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση και στην άρση των εμποδίων στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης (17).

66.      Πάντως, η εν λόγω απαίτηση συνεκτικής και ομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων του ΓΚΠΔ θα μπορούσε να θιγεί αν οι αποκλίσεις στο επίπεδο προστασίας μεταξύ των κρατών μελών, τις οποίες επιδιώκει να εξαλείψει ο κανονισμός, εξακολουθούσαν ενδεχομένως να υφίστανται εντός του ίδιου κράτους μέλους. Επομένως, η εν λόγω απαίτηση πρέπει να νοείται όχι μόνο σε διακρατικό επίπεδο, αλλά και όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδίδονται σε κάθε κράτος μέλος.

67.      Κατά συνέπεια, κάθε κράτος μέλος πρέπει να μεριμνά ώστε η ύπαρξη μέσων έννομης προστασίας τα οποία μπορούν να ασκηθούν παράλληλα από τα υποκείμενα των δεδομένων να μη θίγει την αποτελεσματικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει στα εν λόγω υποκείμενα των δεδομένων ο ΓΚΠΔ. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να επιλέξουν τους δικονομικούς μηχανισμούς που θεωρούν καταλληλότερους για να καταστεί δυνατή η ρύθμιση της σχέσης μεταξύ των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του εν λόγω κανονισμού.

68.      Ενδεικτικά, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι τα υποκείμενα των δεδομένων οφείλουν να εξαντλήσουν τις διαδικασίες διοικητικής προσφυγής πριν κινήσουν ένδικη διαδικασία (18).

69.      Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, επίσης, να προβλέψουν ότι το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αγωγής δυνάμει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ενώ εκκρεμεί διαδικασία καταγγελίας βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ή δικαστικής προσφυγής βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, μπορεί ή οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία έως ότου εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο μίας από τις εν λόγω διαδικασίες.

70.      Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είναι απόλυτο δικαίωμα και ότι, συνεπώς, ενδέχεται να υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς οι οποίοι κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού χωρίς να θίγεται η ουσία του δικαιώματος αυτού (19). Συναφώς, η αναστολή μιας διαδικασίας μπορεί να αποτελέσει λύση προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ασφάλεια δικαίου (20).

V.      Πρόταση

71.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 78, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

σε περίπτωση άσκησης από υποκείμενο των δεδομένων των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, και στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το δικαστήριο το οποίο πρέπει να αποφανθεί επί προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως εποπτικής αρχής δεν δεσμεύεται από την απόφαση που έχει εκδώσει επιληφθέν δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης δικαστήριο ως προς την ύπαρξη ή μη προσβολής των δικαιωμάτων τα οποία το εν λόγω υποκείμενο των δεδομένων αντλεί από τον κανονισμό αυτό.

2)      Το άρθρο 77, παράγραφος 1, και το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679

έχουν την έννοια ότι:

τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, χωρίς το ένα μέσο έννομης προστασίας να έχει προτεραιότητα έναντι του άλλου βάσει του κανονισμού αυτού.

3)      Ελλείψει κανόνων της Ένωσης σχετικά με τη διάρθρωση των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του κανονισμού 2016/679, απόκειται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας και λαμβανομένων υπόψη τόσο του σκοπού διασφάλισης συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει ο κανονισμός αυτός όσο και του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να θεσπίσουν σε εθνικό επίπεδο τους μηχανισμούς διάρθρωσης των εν λόγω μέσων έννομης προστασίας οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αποφυγή του ενδεχομένου έκδοσης, εντός του ίδιου κράτους μέλους, αντιφατικών αποφάσεων ως προς την ίδια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2018, L 127, σ. 2, στο εξής: ΓΚΠΔ.


3      Στο εξής: Χάρτης.


4      Magyar Közlöny 2011. évi 88. száma.


5      Εντούτοις, η εποπτική αρχή επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, στον βαθμό που ο BE είχε λάβει τα πρακτικά της συνέλευσης, το πολιτικό δικαστήριο έκρινε ότι η υπέρβαση του ορίου το οποίο συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης δεν ήταν επαρκής προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιδίκαση αποζημίωσης.


6      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1), τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η παράβαση διάταξης δικαίου ανταγωνισμού η οποία έχει διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού θεωρείται πλέον αδιάψευστη για τους σκοπούς της αγωγής αποζημίωσης.


7      C‑73/16, στο εξής: απόφαση Puškár, EU:C:2017:725.


8      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg‑Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής) (C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής) (C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2022:322, σκέψη 62).


11      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 141 του εν λόγω κανονισμού, η οποία αναφέρει ότι «[κ]άθε υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε μία μόνη εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του, και το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, εφόσον θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού ή όταν η εποπτική αρχή δεν δίνει συνέχεια σε μια καταγγελία, απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει ή κρίνει απαράδεκτη μια καταγγελία ή δεν ενεργεί ενώ οφείλει να ενεργήσει για να προστατεύσει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων».


12      Πρβλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ. (C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψη 69).


13      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ. (C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψη 45).


14      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, Skeyes (C‑353/20, EU:C:2022:423, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Puškár (σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Puškár (σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ. (C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψη 64), της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 83), και της 28ης Απριλίου 2022, Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2022:322, σκέψη 52). Η απαίτηση συνεκτικότητας στο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ διατυπώνεται σε άλλες αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού αυτού, όπως οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 9, 13, 123, 129, 133 και 135. Βλ., επίσης, ως προς τη σχέση μεταξύ συνεκτικής προστασίας και υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει ο ΓΚΠΔ, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Facebook Ireland κ.λπ. (C‑645/19, EU:C:2021:5, σημεία 95 έως 97).


18      Βλ. απόφαση Puškár, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η υποχρέωση εξάντλησης των προβλεπόμενων διαδικασιών διοικητικής προσφυγής αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από διαφορές δυνάμενες να επιλυθούν απευθείας ενώπιον της οικείας διοικητικής αρχής καθώς και να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών όσον αφορά τις διαφορές στις οποίες ασκείται ένδικη προσφυγή παρά το γεγονός ότι έχει ήδη υποβληθεί διοικητική ένσταση. Κατά συνέπεια, η εν λόγω υποχρέωση επιδιώκει θεμιτούς σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος» (σκέψη 67).


19      Βλ., συναφώς, στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, SC Cridar Cons (C‑582/20, EU:C:2022:114, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Βλ., συναφώς, στον τομέα του ΦΠΑ, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, SC Cridar Cons (C‑582/20, EU:C:2022:114, σκέψη 38).