Language of document : ECLI:EU:T:2010:477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2010

Υπόθεση T-9/09 P

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόρριψη της προσφυγής πρωτοδίκως ως προδήλως απαράδεκτης — Αίτηση ανακτήσεως προσωπικών ειδών — Κοινοποίηση της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα στην οποία συντάχθηκε η ένσταση — Εκπρόθεσμη προσφυγή — Παράλειψη απαντήσεως σε αίτημα που υποβλήθηκε πρωτοδίκως»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Νοεμβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής (υπόθεση F‑133/06, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑343 και II‑A‑1‑1883).

Απόφαση: Το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Νοεμβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής (υπόθεση F‑133/06, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑343 και II‑A‑1‑1883), καθ’ ο μέρος το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος περί κηρύξεως της πρωτοδίκως προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ανυπόστατης. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά. Απορρίπτει την προσφυγή καθόσον αφορούσε την κήρυξη της επίμαχης αποφάσεως ως ανυπόστατης. Ο Luigi Marcuccio φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Όσον αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης δίκης, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, ισχύουν τα οριζόμενα στο σημείο 2 του διατακτικού αυτής της αποφάσεως.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Αιτιολογία των αποφάσεων — Περιεχόμενο — Υποχρέωση του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί κάθε προβαλλομένης προσβολής δικαιώματος

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

2.      Πράξεις των οργάνων — Τεκμήριο νομιμότητας — Ανυπόστατη πράξη — Έννοια

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Kaταγωγή — Σχέση εργασίας — Νομική βάση

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

5.      Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

6.      Διαδικασία — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής

(Κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 39 § 1 και 100 §§ 1 και 3)

7.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί των δικαστικών εξόδων — Απαράδεκτο σε περίπτωση απορρίψεως όλων των άλλων λόγων αναιρέσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 2)

1.      Μολονότι η υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν σημαίνει ότι οφείλει να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλουν οι διάδικοι, ιδίως αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, εντούτοις συνεπάγεται ότι πρέπει, τουλάχιστον, να εξετάζει κάθε προβαλλόμενη ενώπιόν του προσβολή δικαιώματος.

(βλ. σκέψη 30 )

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 19 Νοεμβρίου 2009, T‑50/08 P, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑127 και II‑B‑1‑775, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ενώσεως υφίσταται, κατ’αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας και, συνεπώς, οι πράξεις αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, ακόμη και αν ενέχουν παρατυπίες, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί. Πάντως, κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτή, οι πράξεις οι οποίες πάσχουν πλημμέλεια της οποίας η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την ενωσιακή έννομη τάξη πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Η σοβαρότητα των συνεπειών που συνδέονται με την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως των οργάνων της Ενώσεως επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις.

Δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις εν λόγω ακραίες περιπτώσεις η προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας που προβάλλει υπάλληλος, υποχρεωμένος να εκκενώσει την υπηρεσιακή κατοικία του, κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής περί αρνήσεως αποδόσεως της οικοσκευής του στην κατοικία του, κατόπιν της μετακομίσεως των αποτελούντων την οικοσκευή πραγμάτων, όταν, αφενός, η Επιτροπή ουδέποτε αρνήθηκε ότι ο εν λόγω υπάλληλος ήταν ο μοναδικός κύριος των πραγμάτων που μεταφέρθηκαν και, αφετέρου, το γεγονός ότι αυτά δεν βρίσκονται ήδη στη διάθεση του υπαλλήλου οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του ίδιου του ενδιαφερομένου. Άλλωστε, η μετακόμιση στην οποία προέβη η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο πρακτικού χαρακτήρα με το οποίο η Επιτροπή επιδίωξε να αντιμετωπίσει, με δικά της μέσα, τις δυσκολίες που συνάντησε ο ενδιαφερόμενος κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να εκκενώσει την υπηρεσιακή κατοικία.

(βλ. σκέψεις 37 και 40)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 17 Μαΐου 2006, T‑241/03, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑111 και II‑A‑2‑517, σκέψη 39· 5 Οκτωβρίου 2009, T‑40/07 P και T‑62/07 P, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά de Brito Sequeira Carvalho, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑89 και II‑B‑1‑551, σκέψεις 150 έως 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπάγεται ή υπήγετο και στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η αποκατάσταση ζημίας εμπίπτει στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ και στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και κείται, όσον αφορά, ιδίως, το παραδεκτό, εκτός του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψη 45)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψη 74, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 10 Μαΐου 2006, T‑279/03, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1291

4.      Το ζήτημα της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που προβλεπεται στο άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου για διάταξη με την οποία απορρίπτεται προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη, πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης διατάξεως.

Πράγματι, αφενός, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία βαρύνεται με σφάλματα, αυτά θίγουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής μολονότι προβάλλει εσφαλμένους λόγους. Αφετέρου, το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε, επί της ουσίας, σε διαφορετικό συμπέρασμα από τον αναιρεσείοντα δεν καθιστά, αφεαυτού, ελλιπή την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 52 και 53)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 22 Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35· 7 Μαρτίου 2002, C‑310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2289, σκέψη 48· 10 Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. Ι-4469, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Η εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αποδεικτικής ισχύος εγγράφου δεν μπορεί, κατ’αρχήν, να υποβληθεί στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Κατά συνέπεια, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, η εξουσία ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου επί των αφορωσών τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στην ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων αυτών που προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, στην παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, στον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω στοιχείων και στο ζήτημα αν τηρήθηκαν οι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως.

(βλ. σκέψεις 57 έως 59)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 25 Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 12 Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑5 και II‑B‑1‑31, σκέψη 30· 26 Νοεμβρίου 2008, T‑284/07 P, ΓΕΕΑ κατά López Teruel, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑69 και II‑B‑1‑447, σκέψη 47· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψη 198 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Σε περίπτωση επιδόσεως από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δικογράφου προσφυγής στον καθού με συστημένη ταχυδρομική επιστολή, η ημερομηνία της επιδόσεως που κινεί τις προθεσμίες είναι αυτή κατά την οποία ο εν λόγω διάδικος γνωστοποίησε ότι παρέλαβε τη συστημένη ταχυδρομική επιστολή που του απευθύνθηκε.

(βλ. σκέψεις 74 και 75)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 23 Μαρτίου 2010, T-16/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

7.      Από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος της δικαστικής δαπάνης. Επομένως, εφόσον όλοι οι άλλοι λόγοι μιας αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης απορρίφθηκαν, το αίτημα σχετικά με φερόμενη παρατυπία της αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού σχετική με τη δικαστική δαπάνη πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

(βλ. σκέψη 82)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 15 Απριλίου 2010, C‑485/08 P, Gualtieri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑3009, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 28 Σεπτεμβρίου 2009, T‑46/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑77 και II‑B‑1‑479, σκέψη 84