Language of document : ECLI:EU:C:2015:293

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 30ής Απριλίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑105/14

Ivo Taricco κ.λπ.

[αίτηση του Tribunale di Cuneo (Ιταλία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης — Φορολογικά αδικήματα στον τομέα του ΦΠΑ — Υποχρέωση των κρατών μελών προς επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων — Ποινικές κυρώσεις — Παραγραφή αδικημάτων — Εκ του νόμου περιορισμός του συνολικού χρόνου παραγραφής σε περίπτωση διακοπής της παραγραφής — Εθνικός κανόνας περί παραγραφής ο οποίος σε πολυάριθμες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε ατιμωρησία — Νομιμότητα των ποινών — Μη αναδρομικότητα — Άρθρο 325 ΣΛΕΕ —Οδηγία 2006/112/ΕΚ — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (“Σύμβαση PIF”)»





I –    Εισαγωγή

1.        Επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης στα δικαστήρια των κρατών μελών να μην εφαρμόζουν συγκεκριμένες διατάξεις του εθνικού τους δικαίου οι οποίες αφορούν την παραγραφή αξιόποινων πράξεων, ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων για φορολογικά αδικήματα; Τούτο είναι κατ’ ουσίαν το ζήτημα που καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση βάσει της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ιταλικού ποινικού δικαστηρίου.

2.        Το ζήτημα αυτό τίθεται σε σχέση με οργανωμένη φορολογική απάτη η οποία αποκαλύφθηκε στην Ιταλία και αφορούσε το εμπόριο σαμπάνιας. Ο Ι. Taricco και αρκετοί άλλοι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι στο πλαίσιο εγκληματικής οργανώσεως υπέβαλαν δολίως ψευδείς δηλώσεις ΦΠΑ χρησιμοποιώντας τιμολόγια για ανύπαρκτες συναλλαγές. Οι μεθοδεύσεις τους ομοίαζαν προδήλως με κυκλική απάτη τύπου «καρουζέλ».

3.        Συναφώς, τα αδικήματα που φέρονται να διέπραξαν οι κατηγορούμενοι θα έχουν παραγραφεί, κατά πάσα πιθανότητα, πριν από την έκδοση τελεσίδικης ποινικής αποφάσεως. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο δεν οφείλεται μόνο στις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αλλά και σε διαρθρωτικό πρόβλημα του ιταλικού ποινικού δικαίου το οποίο, ενώ ορίζει διάφορες δυνατότητες διακοπής της παραγραφής, δεν προβλέπει την αναστολή της κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας. Επιπλέον, κατόπιν νομοθετικής ρυθμίσεως του 2005, ισχύει απόλυτη προθεσμία παραγραφής βάσει της οποίας ο χρόνος παραγραφής μπορεί να παραταθεί πλέον, σε περίπτωση διακοπής, μόνον κατά το ένα τέταρτο και όχι κατά το ήμισυ —όπως ίσχυε προγενέστερα— του αρχικού χρόνου παραγραφής. Ιδίως αυτή η απόλυτη προθεσμία παραγραφής είναι προφανές ότι σε πολυάριθμες περιπτώσεις οδηγεί στην ατιμωρησία των ποινικώς υπευθύνων.

4.        Δεδομένου ότι εν προκειμένω θίγεται ο ΦΠΑ ο οποίος εν μέρει εμπίπτει στους ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), η υπό κρίση υπόθεση παρέχει τη δυνατότητα να διευκρινισθούν ορισμένα βασικά ζητήματα σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Συναφώς, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη δεόντως τα δικαιώματα των κατηγορουμένων στην ποινική διαδικασία. Από αυτήν την άποψη, ενδέχεται να δημιουργούνται κάποιοι παραλληλισμοί μεταξύ της προκειμένης περιπτώσεως και της γνωστής υποθέσεως Berlusconi κ.λπ. (3) Ωστόσο, κατόπιν προσεκτικότερης εξετάσεως, καθίσταται σαφές ότι τα νομικά ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω διαφέρουν από εκείνα που εξέτασε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α — Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως καθορίζουν, κατ’ ουσίαν, διάφορες διατάξεις περί της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Πρέπει να επισημανθούν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 (4) και η κοινώς καλούμενη Σύμβαση PIF (5). Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη η οδηγία 2006/112/ΕΚ (6) σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.

6.        Συγχρόνως, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει και τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 107 ΣΛΕΕ και 119 ΣΛΕΕ, τα οποία όμως δεν παρατίθενται ακολούθως.

1.      Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ

7.        Το άρθρο 325 ΣΛΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η Ένωση και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.

[…]»

2.      Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95

8.        Με τον κανονισμό 2988/95 θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του δικαίου της Ένωσης (πρώην κοινοτικού δικαίου). Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει την παρατυπία:

«Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

9.        Το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95 ρυθμίζει την παραγραφή της διώξεως:

«1.      Η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1. Ωστόσο, οι τομεακοί κανόνες μπορούν να προβλέπουν μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

Για τις διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες, η παραγραφή τρέχει από την ημέρα που έπαυσε η παρατυπία. […]

Η παραγραφή της δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερόμενου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει και πάλι να τρέχει μετά από κάθε διακοπή της.

Εντούτοις, η παραγραφή επέρχεται το αργότερο κατά τη λήξη χρονικού διαστήματος ίσου τουλάχιστον του διπλασίου της προθεσμίας παραγραφής, εφόσον η αρμόδια αρχή δεν έχει επιβάλει κάποια κύρωση, εκτός από τις περιπτώσεις που η διοικητική διαδικασία ανεστάλη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής [μεγαλύτερης] προθεσμίας [...].»

10.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με τη διοικητική διαδικασία σε περίπτωση που διεξάγεται παράλληλα ποινική διαδικασία που αφορά την ίδια πράξη:

«Υπό την επιφύλαξη των κοινοτικών διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που θεσπίζονται βάσει τομεακών κανονισμών υφισταμένων κατά την έναρξη του παρόντος κανονισμού, η επιβολή χρηματικών κυρώσεων, όπως είναι τα διοικητικά πρόστιμα, μπορεί να ανασταλεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου για τις αυτές πράξεις. Η αναστολή της διοικητικής διαδικασίας αναστέλλει την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 προθεσμία παραγραφής.

[…]»

3.      Η Σύμβαση PIF

11.      Επιπλέον, ορισμένες κοινές διατάξεις για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης περιέχονται και στη Σύμβαση PIF που υπογράφηκε στις 26 Ιουλίου 1995 στο Λουξεμβούργο, με βάση το άρθρο K.3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (7), από τα 15 κατά τον χρόνο εκείνο κράτη μέλη της Ένωσης (8) και τέθηκε σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 2002.

12.      Το άρθρο 1 της Συμβάσεως PIF, το οποίο επιγράφεται «Γενικότητες», ορίζει την απάτη και επιβάλλει στα κράτη μέλη να τυποποιήσουν ως εγκλήματα τις συμπεριφορές που καλύπτει ο εν λόγω ορισμός:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης, απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνιστά:

[…]

β)      όσον αφορά τα έσοδα, κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη σχετικά με:

–        τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους,

–        την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα,

–        την μη κατά προορισμόν χρήση ενός νόμιμα αποκτηθέντος πλεονεκτήματος με τα αυτά αποτελέσματα.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για τη μεταφορά των διατάξεων της παραγράφου 1 στο εσωτερικό ποινικό του δίκαιο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι αναφερόμενες σ’ αυτές συμπεριφορές να χαρακτηρίζονται εγκλήματα.

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ωσαύτως τα αναγκαία μέτρα ώστε η εκ προθέσεως κατάρτιση ή χορήγηση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων με τα αποτελέσματα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 να τιμωρούνται ως ποινικό αδίκημα, εάν δεν τιμωρούνται ήδη είτε ως κύριο έγκλημα, είτε ως συνέργεια, είτε ως ηθική αυτουργία, είτε ως απόπειρα απάτης, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1.

[…]»

13.      Το άρθρο 2 της Συμβάσεως PIF προβλέπει την ακόλουθη υποχρέωση των κρατών μελών για τη θέσπιση κυρωτικών κανόνων:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αναφερόμενες στο άρθρο 1 συμπεριφορές, καθώς και η συνέργεια, η ηθική αυτουργία και η απόπειρα που συνδέονται με αυτές να επισύρουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις, που να περιλαμβάνουν, τουλάχιστον στις περιπτώσεις βαρείας απάτης, στερητικές της ελευθερίας ποινές για τις οποίες χωρεί ενδεχομένως έκδοση. Ως βαρεία θεωρείται κάθε απάτη που αφορά ένα συγκεκριμένο ελάχιστο ποσό, οριζόμενο από τα κράτη μέλη και μη δυνάμενο να υπερβεί τα 50 000 Ecu.

2.      Σε περίπτωση απάτης ευτελούς αξίας, η οποία αφορά συνολικό ποσό κατώτερο των 4 000 Ecu και δεν παρουσιάζει ιδιαιτέρως επιβαρυντικές περιστάσεις κατά τη νομοθεσία τους, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κυρώσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

[...]»

4.      Η οδηγία ΦΠΑ (οδηγία 2006/112/ΕΚ)

14.      Στον τίτλο IX της οδηγίας 2006/112 ο οποίος επιγράφεται «Απαλλαγές», το άρθρο 131 που εμπίπτει στις «Γενικές διατάξεις» του κεφαλαίου 1 ορίζει τα εξής:

«Οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.»

15.      Το άρθρο 138, παράγραφος 1, το οποίο συγκαταλέγεται στις διατάξεις του τίτλου ΙΧ της οδηγίας 2006/112 και συγκεκριμένα του κεφαλαίου 4 που επιγράφεται «Απαλλαγές συνδεόμενες με τις ενδοκοινοτικές πράξεις», προβλέπει τα εξής σε σχέση με τις απαλλαγές των παραδόσεων αγαθών:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον φόρο τις παραδόσεις αγαθών τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός του αντίστοιχου εδάφους τους, αλλά εντός της Κοινότητας, από τον πωλητή ή τον αποκτώντα ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους, εφόσον οι παραδόσεις αυτές πραγματοποιούνται για άλλον υποκείμενο στον φόρο ή για νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών.»

16.      Επίσης, οι διατάξεις που διέπουν τις «απαλλαγές πράξεων που συνδέονται με τη διεθνή διακίνηση αγαθών» περιλαμβάνουν υπό τον τίτλο IX, κεφάλαιο 10, της οδηγίας 2006/112 και στο τμήμα 1 που επιγράφεται «Αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης, αποθήκες εκτός της τελωνειακής αποταμίευσης και παρόμοια καθεστώτα» το άρθρο 158, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 157, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν καθεστώς αποθήκευσης εκτός της τελωνειακής αποταμίευσης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      για τα αγαθά με προορισμό τα πρατήρια αφορολόγητων ειδών για τις ανάγκες των παραδόσεων αγαθών προς μεταφορά στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών που μεταβαίνουν σε τρίτο έδαφος ή τρίτη χώρα, με αεροπορική πτήση ή θαλάσσια διαδρομή, οι οποίες απαλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο β),

β)      για τα αγαθά με προορισμό υποκείμενους στον φόρο για τις ανάγκες παραδόσεων που πραγματοποιούν, προς ταξιδιώτες επί αεροσκάφους ή πλοίου, κατά τη διάρκεια πτήσης ή θαλάσσιας διαδρομής των οποίων ο τόπος άφιξης βρίσκεται εκτός της Κοινότητας,

γ)      για τα αγαθά με προορισμό υποκείμενους στον φόρο για τις ανάγκες παραδόσεων που πραγματοποιούν με απαλλαγή από τον ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 151.

2.      Τα κράτη μέλη, όταν κάνουν χρήση της δυνατότητας απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο α), λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή της απαλλαγής αυτής και να αποτρέπεται οποιαδήποτε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση.

[…]»

 Β — Το ιταλικό δίκαιο

17.      Το άρθρο 157 του ιταλικού Codice penale (9) όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 251 της 5ης Δεκεμβρίου 2005 (10) (στο εξής: νόμος 251/2005) επιγράφεται «Παραγραφή, προθεσμία παραγραφής» και προβλέπει τα εξής:

«Ποινικό αδίκημα παραγράφεται σε προθεσμία ίση με τη μέγιστη διάρκεια της ποινής που ορίζει η διάταξη η οποία καθιστά αξιόποινη τη συγκεκριμένη πράξη· σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία παραγραφής δεν δύναται να είναι μικρότερη των έξι ετών για τα κακουργήματα και των τεσσάρων ετών για τα πλημμελήματα, ακόμη και αν προβλέπεται μόνο χρηματική ποινή.

Η προθεσμία παραγραφής προσδιορίζεται με βάση την εκ του νόμου προβλεπόμενη ποινή για την τελειωμένη πράξη ή την απόπειρα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις με εξαίρεση εκείνες τις περιστάσεις ως προς τις οποίες ο νόμος προβλέπει διαφορετική ποινή από την κανονική […]

[…]»

18.      Το άρθρο 158 του Codice penale ρυθμίζει την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής:

«Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη ή, για την απόπειρα και τα διαρκή εγκλήματα, αντιστοίχως από την ημέρα παύσεως της δραστηριότητας του δράστη ή τελέσεως της τελευταίας από τις επιμέρους πράξεις του διαρκούς εγκλήματος.

[…]»

19.      Το άρθρο 159 του Codice penale ορίζει τις περιπτώσεις αναστολής της παραγραφής. Σε αυτές εμπίπτουν εκείνες όπου η υπόθεση παραπέμπεται σε άλλο δικαστήριο ή συντρέχει κώλυμα στο πρόσωπο του συνηγόρου ή του κατηγορουμένου. «Η παραγραφή συνεχίζεται από την ημέρα που έπαυσε να συντρέχει ο λόγος αναστολής».

20.      Το άρθρο 160 του Codice penale ρυθμίζει τη διακοπή της παραγραφής ως εξής:

«Την παραγραφή διακόπτουν η έκδοση δικαστικής αποφάσεως και η έκδοση διατάξεως προσωρινής κρατήσεως.

Επίσης, την παραγραφή διακόπτουν η έκδοση διατάξεως για την επιβολή περιοριστικών όρων ή [...] την επικύρωση συλλήψεως, η εξέταση ενώπιον δικαστή ή της εισαγγελικής αρχής ή η κλήση προς εξέταση ενώπιον της εισαγγελικής αρχής, η πράξη με την οποία καθορίζεται ημέρα συνεδριάσεως εν συμβουλίω για να ληφθεί απόφαση επί αιτήσεως να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, η αίτηση εκδόσεως παραπεμπτικού βουλεύματος, η πράξη με την οποία καθορίζεται ημέρα συνεδριάσεως εν συμβουλίω για να ληφθεί απόφαση επί αιτήσεως να εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα [...].

Η προθεσμία παραγραφής που διακόπηκε αρχίζει εκ νέου από την ημέρα διακοπής. Εάν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι διακοπής, η προθεσμία αρχίζει από την επέλευση του τελευταίου λόγου διακοπής· πάντως, οι προθεσμίες του άρθρου 157 δεν δύνανται σε καμία περίπτωση να παραταθούν πέραν των χρονικών ορίων του άρθρου 161, παράγραφος 2 [...].»

21.      Πριν από την τροποποίηση των κανόνων περί παραγραφής με τον νόμο 251/2005 η προθεσμία παραγραφής ήταν δυνατό να παραταθεί κατά το ήμισυ, κατ’ ανώτατο όριο, του αρχικού χρόνου παραγραφής σε περίπτωση διακοπής.

22.      Τα αποτελέσματα της αναστολής και της διακοπής της παραγραφής καθορίζονται στο άρθρο 161 του Codice penale ως εξής:

«Η αναστολή και η διακοπή της παραγραφής ισχύουν για όλους όσοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη.

Με εξαίρεση τη δίωξη των εγκλημάτων δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 3, στοιχεία b) και c), του κώδικα ποινικής δικονομίας, η διακοπή της παραγραφής δεν δύναται να επιφέρει παράταση της προθεσμίας παραγραφής ανώτερη του ενός τετάρτου του αρχικού χρόνου παραγραφής στις περιπτώσεις του άρθρου 99, δεύτερη περίπτωση, ανώτερη των δύο τρίτων στις περιπτώσεις του άρθρου 99, τέταρτη περίπτωση, ή να οδηγήσει σε υπέρβαση του διπλάσιου χρόνου παραγραφής στις περιπτώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 102, 103 και 105.»

23.      Το άρθρο 416 του Codice penale ορίζει ότι με στερητική της ελευθερίας ποινή τριών έως επτά ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί οργάνωση με σκοπό την τέλεση εγκλημάτων. Όποιος συμμετέχει απλώς ως μέλος σε τέτοια οργάνωση τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έως πέντε ετών.

24.      Όποιος υποβάλλει δολίως ψευδή δήλωση ΦΠΑ με τη χρήση τιμολογίων ή άλλων εγγράφων για ανύπαρκτες συναλλαγές (εικονικά τιμολόγια) τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και έξι μηνών έως έξι ετών δυνάμει του άρθρου 2 του Decreto legislative (11) 74 του Προέδρου της Δημοκρατίας της 10ης Μαρτίου 2000 (στο εξής: DLgs 74/2000) (12). Βάσει του άρθρου 8 του DLgs 74/2000, με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εκδίδει εικονικά τιμολόγια, προκειμένου να καταστήσει δυνατή σε τρίτο τη μη απόδοση του ΦΠΑ.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

25.      Ο I. Taricco και ορισμένα άλλα πρόσωπα (στο εξής επίσης: οι κατηγορούμενοι) κατηγορούνται ότι κατά τη χρονική περίοδο από το 2005 έως το 2009 συγκρότησαν εγκληματική οργάνωση ή συμμετείχαν ως μέλη σε αυτήν. Ο σκοπός αυτής της εγκληματικής οργανώσεως συνίστατο στην τέλεση του αδικήματος της εκδόσεως εικονικών τιμολογίων, καθώς και του αδικήματος της δόλιας υποβολής ψευδούς δηλώσεως ΦΠΑ με τη χρήση εικονικών τιμολογίων.

26.      Τα εικονικά τιμολόγια, συνολικής αξίας αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, αφορούσαν εμπορικές συναλλαγές με αντικείμενο τη σαμπάνια. Βάσει συμφωνιών μεταξύ των κατηγορουμένων, εγχώριες πωλήσεις σαμπάνιας εμφανίστηκαν ψευδώς ως ενδοκοινοτικές παραδόσεις με τη συνδρομή αρκετών επιχειρήσεων, καθόσον νόμιμοι εκπρόσωποι αυτών ήταν ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων.

27.      Συναφώς, στο επίκεντρο βρισκόταν η εταιρία Planet Srl. Αυτή παραλάμβανε, εν γνώσει της, εικονικά τιμολόγια ορισμένων άλλων επιχειρήσεων —γνωστών ως «missing traders» (13)—, οι οποίες εμφανίζονταν ως δήθεν εισαγωγείς σαμπάνιας. Η Planet καταχώριζε τα τιμολόγια αυτά στα λογιστικά της βιβλία, προβαίνοντας σε έκπτωση του αναγραφόμενου σε αυτά ΦΠΑ και υποβάλλοντας, στη συνέχεια, ανακριβείς ετήσιες δηλώσεις ΦΠΑ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Planet είχε τη δυνατότητα να διαθέτει τη σαμπάνια σε τιμή πολύ χαμηλότερη από εκείνη της αγοράς με αποτέλεσμα να νοθεύει τον ανταγωνισμό. Οι «missing traders» είτε δεν υπέβαλαν ετήσιες δηλώσεις ΦΠΑ είτε τις υπέβαλαν χωρίς να καταβάλλουν τον ανάλογο ΦΠΑ.

28.      Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως, απαγγέλθηκαν κατηγορίες στους κατηγορουμένους. Αρχικώς, ζητήθηκε να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι στο Tribunale di Mondovi. Κατόπιν σειράς ενστάσεων που προέβαλαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων στο στάδιο της αιτήσεως εκδόσεως παραπεμπτικού βουλεύματος (14) με αποτέλεσμα η διαδικασία να επανέλθει στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, ζητήθηκε εκ νέου στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας η έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος προκειμένου οι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν πλέον στο Tribunale di Cuneo, ήτοι στο αιτούν δικαστήριο (15). Στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας, ο δικαστής που επιλαμβάνεται της αιτήσεως εκδόσεως παραπεμπτικού βουλεύματος (16) πρέπει να κρίνει αν τα πορίσματα της προκαταρκτικής εξετάσεως δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και τον ορισμό δικασίμου.

29.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, όλα τα φορολογικά αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι θα έχουν παραγραφεί το αργότερο έως τις 8 Φεβρουαρίου 2018 με βάση τους ισχύοντες στην Ιταλία κανόνες περί παραγραφής των ποινικών αδικημάτων —ακόμη και κατόπιν της νομίμως προβλεπόμενης παρατάσεως της προθεσμίας παραγραφής λόγω διαφόρων μέτρων που είχαν ως αποτέλεσμα τη διακοπή του χρόνου παραγραφής. Όσον αφορά μάλιστα έναν εκ των κατηγορουμένων, τον G. Anakiev, το αδίκημά του έχει παραγραφεί ήδη από τις 11 Μαΐου 2013.

30.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι «αρκετά πιθανό» η παραγραφή να επέλθει για όλους τους κατηγορουμένους πριν από την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως. Όπως τονίζει το δικαστήριο, τούτο δεν συνιστά ιδιαιτερότητα μόνον της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά πολυάριθμων ποινικών διαδικασιών που διεξάγονται στην Ιταλία, ιδίως όσων αφορούν οικονομικά εγκλήματα τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, απαιτούν ευρύτερη προκαταρκτική έρευνα και χαρακτηρίζονται από αυξημένη περιπλοκότητα.

31.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την ανησυχία ότι ο θεσμός της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων στην Ιταλία —αντιθέτως προς τον σκοπό του— έχει καταστεί στην πραγματικότητα «εγγύηση ατιμωρησίας» για τους οικονομικούς εγκληματίες με αποτέλεσμα η Ιταλία να μην μπορεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Τούτο οφείλεται κατά μείζονα λόγο στον νόμο 251/2005, ο οποίος σε περιπτώσεις διακοπής περιορίζει πλέον την παράταση της προθεσμίας παραγραφής μόνο στο ένα τέταρτο του αρχικού χρόνου παραγραφής, ενώ κατά το προηγούμενο καθεστώς η προθεσμία παραγραφής μπορούσε να παραταθεί κατά το ήμισυ του εν λόγω χρόνου.

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

32.      Με διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 2014, η οποία κατατέθηκε στις 5 Μαρτίου 2014, το Tribunale di Cuneo υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Μήπως με την τροποποίηση του άρθρου 160, τελευταίο εδάφιο, του ιταλικού ποινικού κώδικα με τον νόμο 251/2005 —στο μέτρο που προβλέπεται επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής, κατόπιν διακοπής της, μόνον κατά το ένα τέταρτο της διάρκειάς της και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθίσταται δυνατή η παραγραφή των ποινικών αδικημάτων παρά την εμπρόθεσμη άσκηση ποινικής διώξεως, με αποτέλεσμα την ατιμωρησία των δραστών— παραβιάστηκε ο περιεχόμενος στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ κανόνας προστασίας του ανταγωνισμού;

2)      Μήπως με την τροποποίηση του άρθρου 160, τελευταίο εδάφιο, του ιταλικού ποινικού κώδικα με τον νόμο 251/2005 —στο μέτρο που προβλέπεται επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής, κατόπιν διακοπής της, μόνον κατά το ένα τέταρτο της διάρκειάς της και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ασυνείδητοι επιχειρηματίες απαλλάσσονται από τις ποινικές συνέπειες των αξιόποινων πράξεών τους— το ιταλικό κράτος εισήγαγε ένα είδος κρατικής ενισχύσεως απαγορευόμενο από το άρθρο 107 ΣΛΕΕ;

3)      Μήπως με την τροποποίηση του άρθρου 160, τελευταίο εδάφιο, του ιταλικού ποινικού κώδικα με τον νόμο 251/2005 —στο μέτρο που προβλέπεται επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής, κατόπιν διακοπής της, μόνον κατά το ένα τέταρτο της διάρκειάς της και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια περίπτωση ατιμωρησίας για όσους καταστρατηγούν την κοινοτική οδηγία— το ιταλικό κράτος κακώς εισήγαγε μια περαιτέρω απαλλαγή πέραν εκείνων που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 158 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006;

4)      Μήπως με την τροποποίηση του άρθρου 160, τελευταίο εδάφιο, του ιταλικού ποινικού κώδικα με τον νόμο 251/2005 —στο μέτρο που προβλέπεται επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής, κατόπιν διακοπής της, μόνον κατά το ένα τέταρτο της διάρκειάς της και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κράτος παραιτείται από τον κολασμό συμπεριφορών που στερούν από το κράτος τους αναγκαίους πόρους, μεταξύ άλλων για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση— παραβιάστηκε η κατά το άρθρο 119 ΣΛΕΕ αρχή της διασφαλίσεως υγιών δημόσιων οικονομικών;

33.      Από τους κατηγορουμένους της κύριας δίκης μόνον ο G. Anakiev μετέσχε με υπόμνημά του στη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν επίσης η Ιταλική, η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία, εκτός του G. Anakiev και της Πολωνικής Κυβερνήσεως, παραστάθηκαν και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαρτίου 2015.

V –    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις διαδικαστικής φύσεως

34.      Πριν εξετάσω επί της ουσίας τα προδικαστικά ερωτήματα, θα διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις διαδικαστικής φύσεως με αφορμή τις αμφιβολίες που προέβαλαν αρκετοί μετέχοντες στη διαδικασία όσον αφορά, αφενός, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα (σχετικά, ακολούθως, στην ενότητα A) και, αφετέρου, το παραδεκτό των ερωτημάτων αυτών (βλ. κατωτέρω, ενότητα B).

 Α — Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα

35.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, για την ερμηνεία των Συνθηκών, καθώς και των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, δηλαδή η δικαιοδοσία του καλύπτει, καταρχήν, την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στο σύνολό του (17).

36.      Στην προκειμένη περίπτωση, το ότι η κύρια δίκη αφορά φορολογικά αδικήματα κατά το εθνικό δίκαιο δεν αποκλείει την εν λόγω αρμοδιότητα. Πράγματι, μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν κατά κύριο λόγο την αρμοδιότητά τους σε σχέση με το ποινικό δίκαιο και την ποινική δίκη, οι εθνικές αρχές οφείλουν να ασκούν τις εξουσίες τους τηρώντας τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης (18). Ιδίως μάλιστα ως προς την ποινική διαδικασία στον τομέα του ΦΠΑ, το Δικαστήριο διευκρίνισε προσφάτως ότι τέτοιες διαδικασίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (19).

37.      Συναφώς, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της Συμβάσεως PIF, στον βαθμό που αυτή είναι κρίσιμη για την επίλυση της προκειμένης υποθέσεως. Ασφαλώς, η εν λόγω Σύμβαση συνάφθηκε το 1995 στο πλαίσιο του πρώην «τρίτου πυλώνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της (20). Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις (21), η ισχύς της εν λόγω Συμβάσεως διατηρείται και μετά την κατάργηση της δομής της Ένωσης σε πυλώνες με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Συνεπώς, εξακολουθεί να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης.

38.      Επίσης, από την 1η Δεκεμβρίου 2014 δεν υφίστανται πλέον περιορισμοί όσον αφορά την αρμοδιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου στον τομέα του πρώην τρίτου πυλώνα της Ένωσης (βλ. άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 3, του πρωτοκόλλου σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις). Τούτο καλύπτει και τις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων που υποβλήθηκαν πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2014, όπως η προκειμένη (22).

39.      Ανεξαρτήτως αυτού, το Δικαστήριο ήταν ούτως ή άλλως αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων όλων των ιταλικών δικαστηρίων σε σχέση με την ερμηνεία της Συμβάσεως PIF ακόμη και πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2014. Πράγματι, η Ιταλική Δημοκρατία είχε αναγνωρίσει ήδη εξαρχής την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί αυτών των προδικαστικών αποφάσεων, στηριζόμενη σε άλλη βάση και συγκεκριμένα, αφενός, στο πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμβάσεως PIF (23) και, αφετέρου, στο άρθρο 35, παράγραφος 2 και παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (24), παρέχοντας διαρκώς στο σύνολο των εθνικών δικαστηρίων το δικαίωμα σχετικής προδικαστικής παραπομπής (25).

40.      Κατόπιν τούτου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του συνόλου των νομικών ζητημάτων που εγείρονται με την προκειμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

 Β — Το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων

41.      Αρκετοί μετέχοντες στη διαδικασία προβάλλουν αντιρρήσεις ως προς το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο (άρθρο 267 ΣΛΕΕ, άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας). Κατ’ ουσία, αμφισβητούν τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων αυτών ως προς την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

42.      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο. Επομένως, εάν τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, καταρχήν, οφείλει να αποφανθεί. Επιπλέον, όταν εθνικό δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο ερωτήματα που άπτονται του δικαίου της Ένωσης, ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας υπέρ της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (26).

43.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (27).

44.      Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω.

45.      Τα στοιχεία που περιέχει η διάταξη περί παραπομπής σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι επαρκή, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εμπεριστατωμένη εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων εκ μέρους του Δικαστηρίου, αλλά και εκ μέρους των μετεχόντων στη διαδικασία, όπως επιβάλλει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

46.      Πράγματι, από τις επισημάνσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ευχερώς το ιστορικό και το ζητούμενο της διαφοράς της κύριας δίκης: αρκετά πρόσωπα κατηγορούνται στο πλαίσιο ιταλικής ποινικής διαδικασίας και το αιτούν δικαστήριο ανησυχεί ότι τα πρόσωπα αυτά —όπως συνέβη και με πλείονες άλλους φερόμενους ως δράστες σε παρόμοιες υποθέσεις— θα αποφύγουν την εκ του νόμου προβλεπόμενη ποινή, διότι οι εθνικοί κανόνες περί παραγραφής των ποινικών αδικημάτων ορίζουν ιδιαιτέρως βραχείες προθεσμίες παραγραφής και κυρίως πολύ σύντομη παράταση των προθεσμιών αυτών σε περίπτωση διακοπής τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται μη ρεαλιστική η τελεσίδικη καταδίκη των κατηγορουμένων πριν από την παραγραφή των αδικημάτων τους.

47.      Επίσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο είναι υποθετικής φύσεως ή ότι δεν έχουν καμία σχέση με το υποστατό της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, από την απάντηση του Δικαστηρίου εξαρτάται κατά κύριο λόγο το αν οι εθνικοί κανόνες περί παραγραφής μπορούν να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης και το αν είναι ευλόγως δυνατή η περάτωση της κύριας δίκης με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως πριν από την παραγραφή των υπό κρίση αδικημάτων.

48.      Εξάλλου, αντιθέτως προς την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν κωλύεται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με αντικείμενο συστημικές αδυναμίες του ιταλικού ποινικού δικαίου τις οποίες εντόπισε με αφορμή συγκεκριμένη υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του. Τουναντίον, το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως προβαλλόμενες διαρθρωτικές ατέλειες εθνικών συστημάτων επιβολής κυρώσεων και μάλιστα κατόπιν αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων οι οποίες υποβλήθηκαν στο πλαίσιο εκκρεμών εθνικών ποινικών διαδικασιών (28).

49.      Ακόμη και αν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης —παραδείγματος χάρη, η αρχή της νομιμότητας των ποινών— απαγόρευαν τυχόν παρέκκλιση από τους επίδικους εθνικούς κανόνες περί παραγραφής, τούτο δεν θα έθιγε το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αντιθέτως προς την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως και του G. Anakiev, αλλά θα καθιστούσε δυνατή την παροχή διευκρινίσεων εκ μέρους του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της απαντήσεώς του επί της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων (29).

50.      Ασφαλώς, η λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων θα μπορούσε να τεθεί εν αμφιβόλω στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει ορισμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου (άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 107 ΣΛΕΕ και 119 ΣΛΕΕ) οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, δεν έχουν σχέση με τα εξεταζόμενα εν προκειμένω ζητήματα παραγραφής στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου. Εντούτοις, κατά την εκτίμησή μου δεν είναι πρόδηλο ότι οι εν λόγω διατάξεις στερούνται κάθε συνάφειας με τη διαφορά της κύριας δίκης. Μόνον κατόπιν —έστω σύντομης— ουσιαστικής εξετάσεως των ανωτέρω διατάξεων της ΣΛΕΕ εκ μέρους του Δικαστηρίου μπορεί να προκύψει αν αυτές απαγορεύουν ή όχι ποινικό κανόνα περί παραγραφής όπως ο ιταλικός (30).

51.      Τέλος, για λόγους πληρότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι το σχετικά πρώιμο διαδικαστικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η κύρια δίκη —ήτοι το στάδιο πριν από την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο— δεν θίγει το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (31).

52.      Συνεπώς, οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

VI – Εκτίμηση επί της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων

53.      Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το Tribunale di Cuneo λαμβάνει υπόψη, για την πλειονότητα των ποινικών αδικημάτων που εξετάζονται στην κύρια δίκη, προθεσμία παραγραφής έξι ετών και για τη συγκρότηση εγκληματικής οργανώσεως προθεσμία παραγραφής επτά ετών. Εάν ο χρόνος παραγραφής διακοπεί, όπως εν προκειμένω, λόγω συγκεκριμένων ερευνητικών ή διωκτικών πράξεων, παρατείνεται κατά το ένα τέταρτο, δηλαδή η εξαετής προθεσμία επιμηκύνεται σε επτά έτη και έξι μήνες και η επταετής προθεσμία σε οκτώ έτη και εννέα μήνες, ενώ οι προθεσμίες αυτές, καταρχήν, εξακολουθούν να τρέχουν καθ’ όλον τον χρόνο που εκκρεμεί η ποινική δίκη. Τούτη η πρόβλεψη απόλυτης προθεσμίας παραγραφής οδηγεί, κατά τα φαινόμενα, σε πολυάριθμες περιπτώσεις, στην ατιμωρησία των δραστών.

54.      Κατόπιν τούτου, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα περί παραγραφής των ποινικών αδικημάτων όπως αυτός του άρθρου 160, παράγραφος 4, του Codice penale, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 251/2005, βάσει του οποίου η προθεσμία παραγραφής στον τομέα του ΦΠΑ παρατείνεται, σε περίπτωση διακοπής, μόνον κατά το ένα τέταρτο του αρχικού χρόνου παραγραφής και έπειτα επέρχεται απόλυτη παραγραφή.

55.      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των τεσσάρων προδικαστικών ερωτημάτων του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ερμηνεία των άρθρων 101 ΣΛΕΕ, 107 ΣΛΕΕ και 119 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 158 της οδηγίας 2006/112.

56.      Στη συνέχεια, θα εξετάσω πρωτίστως τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. σχετικά, ακολούθως, ενότητα A), θα αναπτύξω ορισμένες περαιτέρω παρατηρήσεις όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις (βλ., κατωτέρω, ενότητα B) και εν τέλει θα αναλύσω τα αποτελέσματα για τη διαφορά της κύριας δίκης σε περίπτωση που ο εθνικός κανόνας περί παραγραφής αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης (βλ., κατωτέρω, ενότητα Γ).

 Α — Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο

57.      Το Tribunale di Cuneo υποβάλλει συνολικώς τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούν το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ. σχετικά, ακολούθως, ενότητα 1), τις δυνατότητες απαλλαγής από τον ΦΠΑ (βλ., κατωτέρω, ενότητα 2), καθώς και την αρχή της διασφαλίσεως υγιών δημόσιων οικονομικών (βλ., κατωτέρω, ενότητα 3).

1.      Το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

58.      Με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν κανόνας περί παραγραφής όπως ο ιταλικός νοθεύει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά της Ένωσης και, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ.

59.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ένας υπερβολικά ευνοϊκός κανόνας περί παραγραφής και η συνεπαγόμενη μη επιβολή αποτελεσματικών ποινικών κυρώσεων για παρατυπίες στον τομέα του ΦΠΑ ασφαλώς μπορούν να εξασφαλίσουν αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εντός της εσωτερικής αγοράς σε επιχείρηση που συνδέεται με τέτοιες παρατυπίες. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι υφίσταται οπωσδήποτε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

60.      Βεβαίως, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ απαγορεύει στα κράτη μέλη να δημιουργούν συνθήκες οι οποίες διευκολύνουν τις επιχειρήσεις να συνάψουν μεταξύ τους συμπράξεις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό (32). Θα ήταν όμως υπερβολικό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τυχόν πλημμελής εφαρμογή των εθνικών ποινικών κανόνων που διέπουν τα φορολογικά αδικήματα στον τομέα του ΦΠΑ ενισχύει κατ’ ανάγκη τις συμπαιγνίες μεταξύ επιχειρήσεων. Εάν προκύψουν παρά ταύτα συμπράξεις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, αυτές μπορούν να αντιμετωπισθούν, εντελώς ανεξάρτητα από το φορολογικό ποινικό δίκαιο, με βάση τη διαδικασία που ορίζει το δίκαιο του ανταγωνισμού και τις ειδικώς προβλεπόμενες σε αυτό κυρώσεις.

61.      Όσον αφορά την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, η πλημμελής επιβολή ποινών στον τομέα του ΦΠΑ ενδέχεται να εξασφαλίσει οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις. Το πλεονέκτημα αυτό όμως δεν είναι επιλεκτικό, διότι δεν ευνοεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους επιχειρήσεων έναντι των υπολοίπων, αλλά ισχύει ομοίως για όλες τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο (33).

62.      Το αιτούν δικαστήριο ορθώς εκτιμά ότι οι συστημικές αδυναμίες σε ορισμένο κράτος μέλος οι οποίες σχετίζονται με την επιβολή κυρώσεων για φορολογικά αδικήματα στον τομέα του ΦΠΑ μπορούν να οδηγήσουν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού σε βάρος επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, όπου οι εθνικές αρχές λειτουργούν αυστηρότερα σε περίπτωση παρατυπιών. Το ζήτημα αυτό όμως δεν μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα τους κανόνες περί συμπράξεων ή τους κανόνες περί ενισχύσεων, αλλά πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του συστήματος ΦΠΑ και της συνδεόμενης με το εν λόγω σύστημα υποχρεώσεως περί επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων (34).

2.      Οι περιπτώσεις απαλλαγής που προβλέπει η οδηγία ΦΠΑ (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

63.      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν κανόνας περί παραγραφής όπως ο ιταλικός έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας απαλλαγής από τον ΦΠΑ την οποία δεν προβλέπει η οδηγία 2006/112.

64.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι το Tribunale di Cuneo υπέπεσε μάλλον σε πλάνη ως προς την εφαρμοστέα διάταξη της οδηγίας 2006/112. Συγκεκριμένα, το άρθρο 158 της οδηγίας, το οποίο αναφέρει η διάταξη περί παραπομπής, αφορά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ για συγκεκριμένες πράξεις υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, παραδείγματος χάρη σε πρατήρια αφορολόγητων ειδών, σε αεροπορική πτήση ή θαλάσσια διαδρομή, καθώς και στο πλαίσιο των διπλωματικών και προξενικών σχέσεων. Είναι προφανές ότι τέτοιες περιστάσεις δεν υφίστανται εν προκειμένω.

65.      Ωστόσο, μπορεί να ληφθεί υπόψη, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, το άρθρο 138 της οδηγίας 2006/112 που καθορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες η ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ. Η διάταξη αυτή έχει σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης στο μέτρο που προσάπτεται στους κατηγορουμένους ότι εμφάνισαν δολίως τις εγχώριες συναλλαγές τους με αντικείμενο τη σαμπάνια ως ενδοκοινοτικές παραδόσεις.

66.      Εντούτοις, καθαυτή η κατάσταση που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή ότι σε πολυάριθμες περιπτώσεις φορολογικών ποινικών διαδικασιών τα σχετικά αδικήματα παραγράφονται λόγω συστημικών αδυναμιών του εθνικού δικαίου, δεν συνεπάγεται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Πράγματι, το απαιτητό του φόρου έναντι των επιχειρήσεων αυτών δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα επιβολής ενδεχόμενης ποινικής κυρώσεως εκ μέρους του κράτους.

3.      Η αρχή της διασφαλίσεως υγιών δημόσιων οικονομικών (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα)

67.      Τέλος, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν κανόνας περί παραγραφής όπως ο ιταλικός συνάδει με την αρχή της διασφαλίσεως υγιών δημόσιων οικονομικών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 119 ΣΛΕΕ.

68.      Το άρθρο 119 ΣΛΕΕ, ως εισαγωγικό των διατάξεων περί οικονομικής και νομισματικής πολιτικής στον τίτλο VIII της ΣΛΕΕ, ορίζει στην τρίτη παράγραφό του συγκεκριμένες «κατευθυντήριες αρχές» για τις δράσεις των κρατών μελών και της Ένωσης και σε αυτές καταλέγονται μεταξύ άλλων τα υγιή δημόσια οικονομικά.

69.      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντιθέτως προς την άποψη που υποστηρίζει προφανώς η Επιτροπή, δεν παρέχεται απλώς ένας προσανατολισμός, από πολιτικής απόψεως, στα κράτη μέλη, αλλά τους υπαγορεύεται και μια νομικώς δεσμευτική επιταγή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τη διαμόρφωση των δημόσιων οικονομικών τους. Τη νομική φύση της επιταγής αυτής δεν αποκλείει το γεγονός ότι το περιεχόμενό της δεν είναι ιδιαιτέρως συγκεκριμένο και χρήζει εξειδικεύσεως με άλλες διατάξεις και πράξεις (35). Ωστόσο, από τον σχετικά γενικό χαρακτήρα του άρθρου 119, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι τα κράτη μέλη διατηρούν ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των εθνικών μέσων που θεωρούν τα πλέον κατάλληλα —βάσει περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων— προκειμένου να εξασφαλίσουν υγιή δημόσια οικονομικά σε κάθε τομέα της αρμοδιότητάς τους (36).

70.      Κάθε μέτρο που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές και συνεπάγεται δαπάνες ή έσοδα, καθώς και κάθε παραίτηση από την είσπραξη απαιτητού φόρου δεν πρέπει να θεωρείται κατ’ ανάγκη ότι αντιβαίνει στην αρχή της διασφαλίσεως υγιών δημόσιων οικονομικών. Αντιθέτως, σημασία έχει κυρίως το αν τα οικονομικά του εκάστοτε κράτους μέλους μπορούν να χαρακτηρισθούν στο σύνολό τους ως «υγιή» και τούτο κρίνεται ιδίως με βάση τις διατάξεις και τα κριτήρια που αφορούν την αποφυγή υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων (άρθρο 126, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το πρωτόκολλο 12 της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ).

71.      Επομένως, καθαυτό το γεγονός ότι οι κανόνες περί παραγραφής που ισχύουν στην Ιταλία στον τομέα του φορολογικού ποινικού δικαίου μπορεί να παρουσιάζουν ενδεχομένως τις συστημικές αδυναμίες που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο δεν δύναται να θεμελιώσει παραβίαση της αρχής της διασφαλίσεως υγιών δημόσιων οικονομικών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 119, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

72.      Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι καμία από τις συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν απαγορεύει κανόνα περί παραγραφής των ποινικών αδικημάτων όπως αυτός που ισχύει στο πλαίσιο του ιταλικού ποινικού δικαίου δυνάμει του άρθρου 160, τελευταία παράγραφος, του Codice penale, κατόπιν της τροποποιήσεώς του διά του νόμου 251/2005.

73.      Μόνη η διαπίστωση αυτή όμως δεν επαρκεί ώστε να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία θα διευκολύνει την κρίση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αντιθέτως, είναι αναγκαίες ορισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις (βλ. σχετικά, ακολούθως, ενότητα B)· επίσης, πρέπει να εξετασθούν συνοπτικά τα αποτελέσματα για τη διαφορά της κύριας δίκης σε περίπτωση που ο εθνικός κανόνας περί παραγραφής αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης (βλ., κατωτέρω, ενότητα Γ).

 Β — Η υποχρέωση των κρατών μελών προς επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων

74.      Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ρητώς την υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις για φορολογικά αδικήματα στον τομέα του ΦΠΑ.

75.      Ασφαλώς, καταρχήν, απόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει το αντικείμενο των ερωτημάτων που προτίθεται να υποβάλει στο Δικαστήριο (37) και το Δικαστήριο δεν εξετάζει νομικά ζητήματα τα οποία ο εθνικός δικαστής εξαίρεσε ρητώς ή σιωπηρώς από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (38).

76.      Ανεξαρτήτως αυτού πάντως, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, είναι αρμόδιο να παράσχει, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και στο πλαίσιο αυτό δύναται να εξετάσει και διατάξεις τις οποίες δεν έχει επισημάνει το αιτούν δικαστήριο (39).

77.      Στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη περί παραπομπής διαπνέεται στο σύνολό της από την ανησυχία του εθνικού δικαστηρίου ότι ο κανόνας περί παραγραφής που θεσπίζει το άρθρο 160, τελευταία παράγραφος, του Codice penale, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 251/2005, συνιστά συστημική αδυναμία η οποία σε πολυάριθμες περιπτώσεις φορολογικών αδικημάτων στην Ιταλία θα μπορούσε να οδηγήσει στην ατιμωρησία των δραστών.

78.      Επομένως, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει —τουλάχιστον εμμέσως— το επιπρόσθετο ερώτημα αν κανόνας παραγραφής όπως ο ιταλικός συνάδει με την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη βάσει του δικαίου της Ένωσης να επιβάλλουν κυρώσεις για παρατυπίες στον τομέα του ΦΠΑ. Εάν δεν εξετασθεί αυτό το επιπρόσθετο ερώτημα δεν είναι δυνατό να δοθεί χρήσιμη απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

79.      Στη συνέχεια, θα διερευνήσω καταρχάς αν κανόνας όπως ο ιταλικός συμβιβάζεται με τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (βλ., ακολούθως, ενότητα 1), πριν εξετάσω την ειδικότερη υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα 2).

1.      Η γενική υποχρέωση προβλέψεως αποτελεσματικών κυρώσεων

80.      Μία εκ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ), συνίσταται στο ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις (40) για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από ιδιώτες και, επιπλέον, ότι για τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις —τουλάχιστον— ανάλογες με τις ισχύουσες για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσεως και σημασίας (41). Εν τέλει, πρόκειται για ειδικότερες εκφάνσεις των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

81.      Όσον αφορά καταρχάς την αρχή της ισοδυναμίας, η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι στο ιταλικό δίκαιο υφίστανται ποινικά αδικήματα ως προς τα οποία ουδόλως ισχύει απόλυτη προθεσμία παραγραφής. Εάν πρόκειται, συναφώς, για αδικήματα του τομέα της οικονομικής εγκληματικότητας, ισοδύναμα με την απάτη περί τον ΦΠΑ, η απόλυτη προθεσμία παραγραφής δεν θα έπρεπε να ισχύει ούτε για την εν λόγω απάτη.

82.      Η επιταγή περί αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων, η οποία απορρέει από την αρχή της αποτελεσματικότητας, επισημάνθηκε ρητώς στην πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου και στον τομέα του ΦΠΑ. Συναφώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2006/112, αλλά και εκ νέου στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (42).

83.      Στον τομέα του ΦΠΑ είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ένα λειτουργικό σύστημα κυρώσεων για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, καθόσον τούτο δεν σκοπεί μόνο στην ίση μεταχείριση όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, αλλά και στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στους ιδίους πόρους της οποίας εμπίπτει ποσοστό του ΦΠΑ που εισπράττουν τα κράτη μέλη (43). Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 325 ΣΛΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταπολεμούν, «με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα», τις παράνομες δραστηριότητες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (44). Τούτο προκύπτει και από τον κανονισμό 2988/95 που σκοπεί επίσης στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

84.      Βεβαίως, ούτε από τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και άρθρο 325 ΣΛΕΕ) ούτε από το σχετικό παράγωγο δίκαιο (κανονισμός 2988/95 και οδηγία 2006/112) απορρέει οποιουδήποτε είδους υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν κυρώσεις ποινικής φύσεως για παρατυπίες στον τομέα του ΦΠΑ. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη —με την επιφύλαξη όσων προβλέπει η Σύμβαση PIF (45)— διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν και, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, καταρχήν, συνδυασμός διοικητικών και ποινικών κυρώσεων (46). Ωστόσο, στην έννοια της «κυρώσεως» ενυπάρχει η λογική ενός μέτρου που υπερβαίνει την απλή εκ νέου επιβολή του ήδη οφειλόμενου ΦΠΑ με την προσθήκη, εν ανάγκη, τόκων υπερημερίας.

85.      Πάντως, οι κυρώσεις που επιβάλλονται στην πράξη σε κάθε κράτος μέλος —ανεξαρτήτως του αν είναι διοικητικής ή ποινικής φύσεως— οφείλουν να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές (47). Δεν συνάδει με τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης εθνικό σύστημα κυρώσεων το οποίο στηρίζεται σε διπλό άξονα διοικητικών και ποινικών κυρώσεων οι οποίες όμως ούτε χωριστά ούτε από κοινού πληρούν τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας.

86.      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν οι κυρώσεις που προβλέπει το εθνικό σύστημα είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Συναφώς, κάθε κυρωτικός κανόνας πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, εφόσον ανακύπτει το ζήτημα αυτό, υπό το πρίσμα της θέσεως της διατάξεως στο γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο, καθώς και της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών (48).

87.      Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (49), δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους τα κράτη μέλη δεν θα έπρεπε να προβλέπουν χρόνο παραγραφής για τις κυρώσεις που επιβάλλουν βάσει του δικαίου της Ένωσης, καθόσον η παραγραφή εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου και την προστασία των κατηγορουμένων, ενώ δεν αποκλείει, καταρχήν, την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων. Εξάλλου, ο κανονισμός 2988/95 ορίζει επίσης, στο άρθρο 3, προθεσμία παραγραφής για τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις.

88.      Ωστόσο, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες περί παραγραφής δεν ματαιώνουν συνολικώς την αποτελεσματικότητα και την αποτρεπτικότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων. Παρατυπίες στον τομέα του ΦΠΑ δεν πρέπει να επισύρουν κυρώσεις μόνο θεωρητικώς. Τουναντίον, το σύστημα κυρώσεων πρέπει να λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οποιοσδήποτε δηλώνει ψευδή στοιχεία σε σχέση με τον ΦΠΑ ή συμμετέχει σε ανάλογες μεθοδεύσεις να πρέπει να αναμένει ότι και στην πράξη θα του επιβληθούν κυρώσεις (50).

89.      Επίσης, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Παραδείγματος χάρη, η ανεπάρκεια του συστήματος ποινικών κυρώσεων ενδέχεται να έχει αρνητική επίπτωση στο σύστημα διοικητικών κυρώσεων. Τούτο μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, εάν το εθνικό δίκαιο ορίζει ότι η διοικητική διαδικασία αναστέλλεται κατά τον χρόνο που διαρκεί η ποινική διαδικασία (51), αλλά όταν, μετέπειτα, επέλθει η παραγραφή του αξιοποίνου, η διοικητική διαδικασία δεν μπορεί να συνεχισθεί, διότι η σχετική παράβαση έχει παραγραφεί και με βάση τους κανόνες του διοικητικού δικαίου.

90.      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί η προγενέστερη νομολογία που αφορά ορισμένους ιταλικούς διαδικαστικούς κανόνες στον τομέα του φορολογικού δικαίου. Σύμφωνα με αυτήν, τα κράτη μέλη μπορούν να περατώνουν μεν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, φορολογικές διαδικασίες μακράς διάρκειας (52), αλλά δεν δύνανται να παραιτηθούν γενικώς και αδιακρίτως από τον έλεγχο σχετικά με τυχόν υποχρέωση υπαγωγής στον ΦΠΑ των φορολογητέων πράξεων που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια σειράς φορολογικών περιόδων (53).

91.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω στοιχείων, εάν εθνικός κανόνας περί παραγραφής έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται μόνο σπανίως, στην πράξη, αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, λόγω συστημικών αδυναμιών, τούτο αντιβαίνει στη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (54).

2.      Η ειδική υποχρέωση προβλέψεως αποτελεσματικών ποινικών κυρώσεων

92.      Πέραν της εξετασθείσας γενικής υποχρεώσεως επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων, υφίσταται επίσης ειδική υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν κυρώσεις ποινικής φύσεως σε περίπτωση απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

93.      Αυτή η υποχρέωση προβλέψεως ποινικών κυρώσεων απορρέει από τη Σύμβαση PIF και συγκεκριμένα από το άρθρο 2, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι η απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης πρέπει να επισύρει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις· σε περιπτώσεις βαρείας απάτης, μάλιστα, πρέπει να προβλέπονται και στερητικές της ελευθερίας ποινές.

94.      Βεβαίως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεύει στενά το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως PIF επιδιώκοντας να εξαιρέσει τον ΦΠΑ από αυτό. Στην επεξηγηματική του έκθεση (55) επισημαίνει ότι, για τους σκοπούς της Συμβάσεως PIF, ως έσοδα νοούνται τα προερχόμενα από τις δύο πρώτες κατηγορίες ιδίων πόρων της Ένωσης, δηλαδή, αφενός, οι δασμοί και, αφετέρου, συγκεκριμένες εισφορές στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Αντιθέτως, το Συμβούλιο τονίζει ότι τα έσοδα της Ένωσης, κατά την έννοια της Συμβάσεως PIF, δεν περιλαμβάνουν τα έσοδα από την επιβολή του ενιαίου συντελεστή επί της φορολογικής βάσεως του ΦΠΑ των κρατών μελών, δεδομένου ότι αυτοί οι ίδιοι πόροι δεν εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Ένωσης.

95.      Επομένως, σύμφωνα με την εκτίμηση του Συμβουλίου στο πλαίσιο της επεξηγηματικής του εκθέσεως, την οποία υποστήριξε και η Γερμανία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η υποχρέωση που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης και συνίσταται στην επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παρατυπιών στον τομέα του ΦΠΑ δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί (56).

96.      Εντούτοις, η επεξηγηματική έκθεση του Συμβουλίου, συνιστά απλώς μια νομικώς μη δεσμευτική εκτίμηση θεσμικού οργάνου της Ένωσης, το οποίο μάλιστα δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμβάσεως PIF, παρά μόνο συμμετείχε στις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, καταρτίζοντας το κείμενο της Συμβάσεως και συνιστώντας στα κράτη μέλη την αποδοχή του σύμφωνα με τους συνταγματικούς τους κανόνες (άρθρο K.3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση).

97.      Συνεπώς, η επεξηγηματική έκθεση του Συμβουλίου δεν μπορεί να νοηθεί ως αυθεντική ερμηνεία της Συμβάσεως PIF, ιδίως εφόσον η έκθεση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη καθ’ οιονδήποτε τρόπο ούτε στην ίδια τη Σύμβαση ούτε στο πρόσθετο πρωτόκολλό της. Η νομικώς δεσμευτική ερμηνεία της Συμβάσεως PIF, στο πλαίσιο της Ένωσης, συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου· τούτο προέκυπτε αρχικώς από το πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμβάσεως PIF το οποίο απένειμε στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να ερμηνεύει την εν λόγω Σύμβαση, ενώ απορρέει πλέον από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΕΕ, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

98.      Κατά την εκτίμηση μου, το Δικαστήριο οφείλει να μεταχειρισθεί την επεξηγηματική έκθεση του Συμβουλίου σχετικά με τη Σύμβαση PIF όπως τα ανακοινωθέντα Τύπου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που αφορούν νομοθετικές πράξεις ή όπως τις δηλώσεις στα πρακτικά που γίνονται επ’ ευκαιρία της θεσπίσεως τέτοιων πράξεων: κατά πάγια νομολογία, δηλώσεις αυτού του είδους δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για την ερμηνεία διατάξεως του παραγώγου δικαίου όταν το περιεχόμενό τους ουδόλως έχει περιληφθεί στο κείμενο της σχετικής διατάξεως (57).

99.      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Το Συμβούλιο, για να δικαιολογήσει την εξαίρεση του ΦΠΑ από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως PIF, τονίζει στην επεξηγηματική του έκθεση μόνον το γεγονός ότι ο ΦΠΑ «δεν αποτελεί ίδιο πόρο που εισπράττεται απευθείας για λογαριασμό [της Ένωσης]» (58). Ακριβώς αυτή η επισήμανση όμως δεν περιέχεται στο γράμμα της Συμβάσεως PIF και δεν δύναται να δικαιολογήσει τη συσταλτική ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της.

100. Αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως PIF είναι εξαιρετικά ευρύ. Με βάση το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, το πεδίο εφαρμογής της καλύπτει γενικώς και χωρίς περιορισμό τα «έσοδα» της Ένωσης σχετικά με τους «πόρους» του γενικού «προϋπολογισμού» της. Στους πόρους αυτούς περιλαμβάνονται κυρίως οι προερχόμενοι από τον ΦΠΑ ίδιοι πόροι της Ένωσης (59). Δηλαδή, υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της εισπράξεως του ΦΠΑ από τα κράτη μέλη και της αποδόσεως των αναλογούντων πόρων από ΦΠΑ στον προϋπολογισμό της Ένωσης (60).

101. Εξάλλου, η ευρεία ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής που καλύπτει και τον ΦΠΑ συνάδει επίσης με τους στόχους της Συμβάσεως PIF, η οποία σκοπεί εν γένει στην καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και επιδιώκει την πλέον αποτελεσματική καταπολέμησή της (61).

102. Αντιθέτως, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως PIF μόνο σε περιπτώσεις απάτης στον τομέα των δασμών και των γεωργικών εισφορών θα μείωνε σημαντικά τη συμβολή αυτού του νομικού εργαλείου στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Τέτοιου είδους στενή ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως PIF, όπως την εννοεί προφανώς το Συμβούλιο, θα αντέβαινε στον κανόνα κατά τον οποίο η προτεινόμενη από θεσμικό όργανο της Ένωσης ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα αυτής της διατάξεως (62).

103. Επομένως, η Σύμβαση PIF καθιερώνει υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ —οπωσδήποτε σε περιπτώσεις απάτης ορισμένης βαρύτητας. Εν προκειμένω, η υποχρέωση τούτη έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι καθαυτές οι αμιγώς διοικητικές κυρώσεις —ιδίως τα πρόστιμα και οι τόκοι υπερημερίας— δεν θα μπορούσαν να έχουν αρκούντως αποτρεπτικό αποτέλεσμα, δεδομένων των περιστάσεων στις οποίες στηρίζονται συνήθως οι απάτες στον τομέα του ΦΠΑ. Για παράδειγμα, πλείονα πρόσωπα ή επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους απάτες βρίσκονται ούτως ή άλλως σε ιδιαιτέρως επισφαλή οικονομική κατάσταση.

104. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπει το εθνικό σύστημα είναι «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Συμβάσεως PIF. Συναφώς ισχύει η ανωτέρω επισήμανση (63): κάθε κυρωτικός κανόνας πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, εφόσον ανακύπτει το ζήτημα αυτό, υπό το πρίσμα της θέσεως της διατάξεως αυτής στο γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο, καθώς και της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών.

105. Εάν εθνικός κανόνας περί παραγραφής έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται μόνο σπανίως, στην πράξη, αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές, λόγω συστημικών αδυναμιών, τούτο αντιβαίνει στην υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 2 της Συμβάσεως PIF η οποία συνίσταται στο ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν αναλογικές ποινικές κυρώσεις για την απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

 Γ — Τα αποτελέσματα για τη διαφορά της κύριας δίκης σε περίπτωση που ο εθνικός κανόνας περί παραγραφής αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης

106. Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα ανωτέρω κριτήρια, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εθνικός κανόνας περί παραγραφής και ιδίως ο διαλαμβανόμενος στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κανόνας του άρθρου 160, τελευταία παράγραφος, του Codice penale, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 251/2005, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να εξετασθούν τα αποτελέσματα που θα προκύψουν για τη διαφορά της κύριας δίκης.

107. Κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (64).

108. Για τον σκοπό αυτόν, υπέχουν πρωτίστως την υποχρέωση να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το σύνολο του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτές επιδιώκουν (65). Τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει το δίκαιο της Ένωσης (66).

109. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, ιδίως, αν ερμηνεία σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της παραγραφής κατά τον χρόνο που η κύρια δίκη εκκρεμεί ενώπιον των ιταλικών ποινικών δικαστηρίων —ή τουλάχιστον σε συγκεκριμένους βαθμούς δικαιοδοσίας.

110. Εντούτοις, η υποχρέωση ερμηνείας σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (67).

111. Εάν το αιτούν δικαστήριο δεν μπορέσει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αφήνοντας, εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας —έστω και μεταγενέστερη— χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία (68).

112. Εν ανάγκη, λοιπόν, το αιτούν δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εφαρμόσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης τον κανόνα του άρθρου 160, τελευταία παράγραφος, του Codice penale, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 251/2005, εάν ο κανόνας αυτός συνιστούσε συστημική αδυναμία που παρακωλύει την επίτευξη λύσεως σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης λόγω των υπερβολικά σύντομων προθεσμιών παραγραφής που προβλέπει.

113. Περαιτέρω όμως επιβάλλεται να εξετασθεί επίσης μήπως η ανωτέρω πρακτική δεν συμβιβάζεται με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμένα την αρχή της νομιμότητας των ποινών (nullum crimen, nulla poena sine lege). Η αρχή αυτή καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (69) και έχει καταστεί εν τω μεταξύ, δυνάμει του άρθρου 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, θεμελιώδες δικαίωμα της Ένωσης. Βάσει της αρχής της ομοιογένειας (άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη), κατά την ερμηνεία του άρθρου 49 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κυρίως το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

114. Η αρχή της νομιμότητας των ποινών ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί για πράξη ή παράλειψη η οποία δεν αποτελούσε, κατά τη στιγμή της τελέσεώς της, αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο και ότι δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη η οποία επιβαλλόταν κατά τη στιγμή της τελέσεως του αδικήματος (άρθρο 49, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη). Στα ανωτέρω προστίθεται ο κανόνας ότι οι οδηγίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για τη στοιχειοθέτηση ή την επίταση της ποινικής ευθύνης (70).

115. Ωστόσο, αντιθέτως προς την άποψη του G. Anakiev και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, σε περίπτωση όπως η προκειμένη δεν συντρέχει κίνδυνος παραβιάσεως της αρχής της νομιμότητας των ποινών. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή επιβάλλει, μόνον σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, ο νόμος να ορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές που τις κολάζουν (71). Οι προθεσμίες παραγραφής όμως δεν καθορίζουν το αξιόποινο μιας συμπεριφοράς ούτε το ύψος της ποινής, παρά μόνον τη δυνατότητα επιβολής ποινής για αξιόποινη πράξη και, ως εκ τούτου, ουδόλως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα nullum crimen, nulla poena sine lege (72). Για τον ίδιο λόγο, ως προς τα ζητήματα παραγραφής δεν δύναται να εφαρμοσθεί ούτε η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης ποινής (άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (73)).

116. Αυτή είναι άλλωστε η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της υπό κρίση περιπτώσεως και της υποθέσεως Berlusconi κ.λπ., η οποία — αντιθέτως με την προκειμένη υπόθεση— αφορούσε τροποποίηση των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας και ιδίως του εφαρμοστέου ποινικού πλαισίου για συγκεκριμένα αδικήματα, πράγμα που επέφερε, μεταξύ άλλων, μείωση ποινών και, ως εκ τούτου, επηρέαζε εμμέσως την παραγραφή των αδικημάτων (74).

117. Υπό αυτό το πρίσμα, σε περίπτωση όπως η προκειμένη οι απαιτήσεις που αφορούν τη νομιμότητα των ποινών καλύπτονται πλήρως, καθόσον το αξιόποινο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στους κατηγορουμένους και το προβλεπόμενο ύψος ποινής προκύπτουν, άνευ τροποποιήσεως, από την ιταλική ποινική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τα άρθρα 2 και 8 του DLgs 74/2000. Το αξιόποινο και το ύψος της ποινής δεν απορρέουν σε καμία περίπτωση απευθείας από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, η οδηγία 2006/112, ο κανονισμός 2988/95 ή η Σύμβαση PIF.

118. Επομένως, αντιθέτως προς την υπόθεση Berlusconi κ.λπ., καθαυτή η εφαρμογή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν θα δημιουργούσε εν προκειμένω υποχρεώσεις στους ιδιώτες και ιδίως δεν θα οδηγούσε σε θεμελίωση ή επίταση του αξιοποίνου για τους ιδιώτες. Θα απάλλασσε απλώς —σε διαδικαστικό επίπεδο— τις εθνικές διωκτικές αρχές από δεσμεύσεις ασυμβίβαστες με το δίκαιο της Ένωσης.

119. Από την αρχή της νομιμότητας των ποινών δεν απορρέει ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες που αφορούν τη διάρκεια, την πορεία και τη διακοπή της παραγραφής θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να στηρίζονται πάντοτε στις νομικές διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως. Τέτοιου είδους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη δεν υφίσταται.

120. Αντιθέτως, το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να διωχθεί αξιόποινη πράξη δύναται να μεταβληθεί και μετά από την τέλεσή της εφόσον αυτή δεν έχει ήδη παραγραφεί (75). Εν τέλει, συναφώς, ισχύει ό,τι και κατά την εφαρμογή νέων διαδικαστικών κανόνων επί καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί σε προγενέστερο χρόνο, αλλά δεν έχουν διαμορφωθεί οριστικώς (76).

121. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο πλαίσιο της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών γεννάται η δυνατότητα όλες οι περιπτώσεις που δεν έχουν παραγραφεί ακόμη (77) να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να εξαντλήσουν πλήρως την ευχέρεια αυτή κατά την εφαρμογή του εθνικού τους δικαίου, τηρώντας τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

122. Συναφώς, δεν απορρέουν νέες προθεσμίες παραγραφής απευθείας από το δίκαιο της Ένωσης. Άλλωστε το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, όπως και ο κανονισμός 2988/95 και η Σύμβαση PIF δεν περιέχουν αρκούντως συγκεκριμένους σχετικούς κανόνες οι οποίοι θα μπορούσαν να τύχουν άμεσης εφαρμογής έναντι ιδιωτών. Τούτο ισχύει —ιδίως λόγω της νομικής της φύσεως— και για την οδηγία 2006/112 (78).

123. Αντιθέτως, η διαμόρφωση της διάρκειας και της πορείας των προθεσμιών παραγραφής κατά τρόπο συγκεκριμένο και σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται στο εθνικό δίκαιο. Το δίκαιο της Ένωσης παράγει, το πολύ, έμμεσο αποτέλεσμα για τη διαφορά της κύριας δίκης, παρέχοντας συνδρομή στον εθνικό δικαστή, προκειμένου αυτός να θέσει τα θεμέλια για την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης.

124. Συναφώς, δεν πρόκειται για πλήρη κατάργηση της παραγραφής, αλλά για εφαρμογή κατάλληλου κανόνα περί παραγραφής (79), που καθιστά ρεαλιστική την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στο πλαίσιο διαδικασίας που διεξάγεται δίκαια και έχει εύλογη διάρκεια (άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ΕΣΔΑ).

125. Τα μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει το αιτούν δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να συνίστανται, καταρχάς, στην εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής χωρίς την απόλυτη προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 160, τελευταία παράγραφος, του Codice penale, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 251/2005. Άλλωστε, όπως επισημάνθηκε ήδη (80), με βάση τις πληροφορίες που παρέθεσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο ιταλικό δίκαιο υφίστανται προφανώς αδικήματα —ακόμη και στον τομέα της οικονομικής εγκληματικότητας— ως προς τα οποία ουδόλως ισχύει η απόλυτη προθεσμία παραγραφής.

126. Εναλλακτικώς, θα ήταν δυνατή η εφαρμογή των νέων προθεσμιών παραγραφής, οι οποίες θεσπίσθηκαν εν τω μεταξύ στην Ιταλία και, όπως προκύπτει από τον νόμο 148/2011 (81), έχουν επιμηκυνθεί πλέον κατά το ένα τρίτο για τα φορολογικά αδικήματα (82). Τέλος, στο πλαίσιο της προκειμένης περιπτώσεως θα μπορούσε να εξετασθεί και το ενδεχόμενο εφαρμογής των προγενέστερων κανόνων περί παραγραφής, όπως αυτοί ίσχυαν βάσει του Codice penale πριν από την τροποποίησή του με τον νόμο 251/2005.

127. Η επιλογή της καταλληλότερης εκ των ανωτέρω λύσεων συνιστά, εν τέλει, ζήτημα που άπτεται του εθνικού δικαίου και της ερμηνείας του και η εκτίμησή του απόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή. Από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται μόνο να ληφθεί υπόψη ότι η τελική λύση πρέπει να επιλεγεί στο πλαίσιο δίκαιης διαδικασίας (άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ΕΣΔΑ), κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις και να στηρίζεται σε σαφή, κατανοητά και γενικώς εφαρμοστέα κριτήρια.

VII – Πρόταση

128. Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale di Cuneo ως εξής:

1)      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 και η οδηγία 2006/112/ΕΚ έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για παρατυπίες στον τομέα του ΦΠΑ.

2)      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της συμβάσεως σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουλίου 1995, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν, σε περίπτωση απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν, τουλάχιστον στις περιπτώσεις βαρείας απάτης, στερητικές της ελευθερίας ποινές.

3)      Εθνικός κανόνας περί παραγραφής αδικημάτων ο οποίος, για συστημικούς λόγους, οδηγεί, σε πολυάριθμες περιπτώσεις, στην ατιμωρησία των υπευθύνων για απάτες στον τομέα του ΦΠΑ δεν συνάδει με τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αφήνουν ανεφάρμοστο τέτοιον κανόνα.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 –      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 163, σ. 17), στο εξής: απόφαση περί ιδίων πόρων.


3 –      Απόφαση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270).


4 –      Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).


5 –      Σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουλίου 1995 (ΕΕ C 316, σ. 49). Ο όρος «PIF» αποτελεί συντομογραφία των όρων «προστασία των οικονομικών συμφερόντων» στη γαλλική γλώσσα («protection des intérêts financiers»).


6 –      Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).


7 –      Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ίσχυε με βάση τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.


8 –      ΕΕ 1995, C 316, σ. 48.


9 –      Ποινικός Κώδικας.


10 –      GURI αριθ. 285 της 7ης Δεκεμβρίου 2005.


11 –      Νομοθετικό διάταγμα.


12 –      Το DLgs 74/2000 έχει τον τίτλο «Nuova disciplina dei reati in materia di imposte sui redditi e sul valore aggiunto» (Νέα ρύθμιση των φορολογικών αδικημάτων στον τομέα του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ) και είναι δημοσιευμένο στη GURI αριθ. 76 της 31ης Μαρτίου 2000.


13 –      Στη γερμανική γλώσσα: «verschwundene Händler» [«επιχειρήσεις φαντάσματα»]· πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την έκδοση οικονομικών εγγράφων με σκοπό τη φοροδιαφυγή.


14 –      Στη γλώσσα της διαδικασίας: udienza preliminare.


15 –      Το Tribunale di Mondovi συγχωνεύθηκε εν τω μεταξύ με το Tribunale di Cuneo.


16 –      Giudice dell’Udienza Preliminare.


17 –      Από αυτήν την αρμοδιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εξαιρούνται μόνο συγκεκριμένα τμήματα του δικαίου της Ένωσης που εμπίπτουν στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, έκτο εδάφιο, ΣΕΕ και άρθρο 275, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ).


18 –      Αποφάσεις Cowan (186/87, EU:C:1989:47, σκέψη 19), Placanica (C‑338/04, C‑359/04 και C‑360/04, EU:C:2007:133, σκέψη 68) και Achughbabian (C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 33).


19 –      Aπόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 27 και 28).


20 –      Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ίσχυε κατόπιν της Συνθήκης του Μάαστριχτ.


21 –      Πρωτόκολλο 36 της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ (ΕΕ 2008, C 115, σ. 322).


22 –      Συναφώς, απόφαση Weryński (C‑283/09, EU:C:2011:85, σκέψεις 30 και 31).


23 –      Πρωτόκολλο σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 29 Νοεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, C 151, σ. 1). Όπως και η ίδια η Σύμβαση PIF, η σύναψη του πρόσθετου πρωτοκόλλου στηρίχθηκε επίσης στο άρθρο K.3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τέθηκε σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 2002.


24 –      Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.


25 –      Βλ., αφενός, τη δήλωση της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά με το άρθρο 35, παράγραφος 2 και παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (δημοσιεύθηκε σε ΕΕ 1999, L 114, σ. 56) και, αφετέρου, τη δήλωση της Ιταλικής Δημοκρατίας της 19ης Ιουλίου 2002 σχετικά με το πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμβάσεως PIF, η οποία είναι προσβάσιμη στον ιστότοπο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τελευταία επίσκεψη στις 20 Φεβρουαρίου 2015): http://www.consilium.europa.eu/fr/documents-publications/agreements-conventions/ratification/?v=decl&aid=1996090&pid=I.


26 –      Αποφάσεις Beck και Bergdorf (C‑355/97, EU:C:1999:391, σκέψη 22), Régie Networks (C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 46) και Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 54).


27 –      Αποφάσεις Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 61), Beck και Bergdorf (C‑355/97, EU:C:1999:391, σκέψη 22), Régie Networks (C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 46) και Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψεις 53 και 54).


28 –      Βλ. ιδίως τις αποφάσεις Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270) και Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105).


29 –      Βλ., συναφώς, την απόφαση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270) και τη διάταξη Mulliez κ.λπ. (C‑23/03, C‑52/03, C‑133/03, C‑337/03 και C‑473/03, EU:C:2006:285), όπου το Δικαστήριο δεν εξέτασε τις αιτιάσεις περί του παραδεκτού που προέβαλαν ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία και απάντησε αμέσως επί της ουσίας στα προδικαστικά ερωτήματα.


30 –      Βλ. σχετικά, κατωτέρω, σημεία 57 έως 72 των παρουσών προτάσεων.


31 –      Ομοίως απάντησε το Δικαστήριο, με την απόφαση E και F (C‑550/09, EU:C:2010:382), στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως γερμανικού δικαστηρίου το οποίο έπρεπε να αποφανθεί επίσης επί αιτήσεως της εισαγγελίας για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Βλ. επίσης —γενικότερα— τις αποφάσεις AGM-COS.MET (C‑470/03, EU:C:2007:213, σκέψη 45) και Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415, σκέψεις 28 έως 32).


32 –      Αποφάσεις Asjes κ.λπ. (209/84 έως 213/84, EU:C:1986:188, σκέψεις 71 και 72), Vlaamse Reisbureaus (311/85, EU:C:1987:418, σκέψη 10), Cipolla κ.λπ. (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψεις 46 και 47), καθώς και API κ.λπ. (C‑184/13 έως C‑187/13, C‑194/13, C‑195/13 και C‑208/13, EU:C:2014:2147, σκέψεις 28 και 29).


33 –      Συναφώς, αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 22), Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψεις 72 και 73), 3M Italia (C‑417/10, EU:C:2012:184, σκέψεις 41 έως 44) και P (C‑6/12, EU:C:2013:525, σκέψη 18).


34 –      Βλ. σχετικά, κατωτέρω, σημεία 74 έως 121 των παρουσών προτάσεων.


35 –      Τούτο τονίζει η απόφαση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (C‑484/08, EU:C:2010:309, σκέψη 46), σε σχέση με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 119 ΣΛΕΕ.


36 –      Ομοίως, απόφαση Échirolles Distribution (C‑9/99, EU:C:2000:532, σκέψη 25), επίσης σε σχέση με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 119 ΣΛΕΕ.


37 –      Αποφάσεις Franzén (C‑189/95, EU:C:1997:504, σκέψη 79) και Belgian Electronic Sorting Technology (C‑657/11, EU:C:2013:516, σκέψη 28), καθώς και διάταξη Szabó (C‑204/14, EU:C:2014:2220, σκέψη 16).


38 –      Αποφάσεις Alsatel (247/86, EU:C:1988:469, σκέψεις 7 και 8) και Hennen Olie (C‑302/88, EU:C:1990:455, σκέψη 20)· βλ. επίσης τις πρόσφατες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Wagner-Raith (C‑560/13, EU:C:2014:2476, σημεία 16 έως 48).


39 –      Αποφάσεις SARPP (C‑241/89, EU:C:1990:459, σκέψη 8), Ritter-Coulais (C‑152/03, EU:C:2006:123, σκέψη 29), Promusicae (C‑275/06, EU:C:2008:54, σκέψη 42), Aventis Pasteur (C‑358/08, EU:C:2009:744, σκέψη 50) και Centre public d’action sociale d’Ottignies-Louvain-La-Neuve (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 37).


40 –      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας (68/88, EU:C:1989:339, σκέψη 24), Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 65), Αδενελέρ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 94) και Fiamingo κ.λπ. (C‑362/13, C‑363/13 και C‑407/13, EU:C:2014:2044, σκέψεις 62 και 64).


41 –      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας (68/88, EU:C:1989:339, σκέψεις 23 και 24) και Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 64 και 65)· ομοίως, απόφαση SGS Belgium κ.λπ. (C‑367/09, EU:C:2010:648, σκέψη 41).


42 –      Aπόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 25 και 36).


43 –      Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως περί ιδίων πόρων· βλ., συμπληρωματικώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑132/06, EU:C:2008:412, σκέψη 39) και Belvedere Costruzioni (C‑500/10, EU:C:2012:186, σκέψη 22), καθώς και απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑539/09, EU:C:2011:733, σκέψεις 71 και 72).


44 –      Aπόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 26 και 36).


45 –      Βλ. σχετικά, κατωτέρω, σημεία 92 έως 105 των παρουσών προτάσεων.


46 –      Aπόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 34). Δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις.


47 –      Συναφείς —αν και σε διαφορετικό πλαίσιο— οι αποφάσεις von Colson και Kamann (14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 28), Αδενελέρ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψεις 102 έως 104) και Fiamingo κ.λπ. (C‑362/13, C‑363/13 και C‑407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 61 in fine).


48 –      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2004:624, σημείο 91).


49 –      Βλ., σχετικά, ομοίως τις προτάσεις μου στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2004:624, σημείο 107).


50 –      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2004:624, σημείο 108).


51 –      Τη δυνατότητα αυτή παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 6 του κανονισμού 2988/95.


52 –      Aπόφαση Belvedere Costruzioni (C‑500/10, EU:C:2012:186, σκέψη 28).


53 –      Aπόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑132/06, EU:C:2008:412, σκέψεις 43 έως 47 και 52).


54 –      Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2004:624, σημείο 110).


55 –      Επεξηγηματική έκθεση της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εγκριθείσα από το Συμβούλιο στις 26 Μαΐου 1997 (ΕΕ 1997, C 191, σ. 1)· βλ., ιδίως, τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Συμβάσεως (ΕΕ 1997, C 191, σ. 4, τελευταία παράγραφος).


56 –      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η επί του παρόντος εκκρεμής νομοθετική πρόταση της Επιτροπής θα είχε πράγματι ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί ο ΦΠΑ στα αντικείμενα για τα οποία το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ποινικούς κυρωτικούς κανόνες: πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, COM(2001) 272 τελικό (ΕΕ C 240 E, σ. 125).


57 –      Αποφάσεις Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 18), Skov και Bilka (C‑402/03, EU:C:2006:6, σκέψη 42) και Quelle (C‑404/06, EU:C:2008:231, σκέψη 32).


58 –      Βλ. το σχετικό χωρίο της επεξηγηματικής εκθέσεως στην ΕΕ 1997, C 191, σ. 4, τελευταία παράγραφος.


59 –      Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως περί ιδίων πόρων.


60 –      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑539/09, EU:C:2011:733, σκέψη 72) και Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 26).


61 –      Πρώτη και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της πράξεως του Συμβουλίου για την κατάρτιση της Συμβάσεως PIF (ΕΕ 1995, C 316, σ. 48).


62 –      Aπόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑437/04, EU:C:2007:178, σκέψη 56 in fine).


63 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 86 έως 90 των παρουσών προτάσεων.


64 –      Γνωμοδότηση 1/09 (EU:C:2011:123, σκέψη 68)· επίσης, ειδικώς ως προς τις οδηγίες, βλ. ιδίως απόφαση Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 48).


65 –      Επί της σύμφωνης με το πρωτογενές δίκαιο ερμηνείας, βλ. αποφάσεις Murphy κ.λπ. (157/86, EU:C:1988:62, σκέψη 11) και ITC (C‑208/05, EU:C:2007:16, σκέψη 68)· επί της σύμφωνης με το παράγωγο δίκαιο ερμηνείας, βλ. αποφάσεις Marleasing (C‑106/89, EU:C:1990:395, σκέψη 8), Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 113), Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24) και Asociaţia Accept (C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 71).


66 –      Αποφάσεις Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 115 έως 119), Αδενελέρ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 111), Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 27), Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 38) και Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti (C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 52)· παρόμοια και η απόφαση von Colson και Kamann (14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 28: «εξαντλώντας πλήρως την ευχέρεια εκτιμήσεως που του παρέχει το εθνικό δίκαιο»).


67 –      Aπόφαση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 39)· βλ., επίσης, αποφάσεις Kolpinghuis Nijmegen (80/86, EU:C:1987:431, σκέψη 13) και Αδενελέρ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 110).


68 –      Αποφάσεις Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 21 και 24), Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 43) και Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 45).


69 –      Αποφάσεις Advocaten voor de Wereld (C‑303/05, EU:C:2007:261, σκέψη 49) και Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 70).


70 –      Αποφάσεις X (14/86, EU:C:1987:275, σκέψη 20), Kolpinghuis Nijmegen (80/86, EU:C:1987:431, σκέψη 13), X (C‑74/95 και C‑129/95, EU:C:1996:491, σκέψη 24), Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 74), καθώς και Grøngaard και Bang (C‑384/02, EU:C:2005:708, σκέψη 30).


71 –      Αποφάσεις Advocaten voor de Wereld (C‑303/05, EU:C:2007:261, σκέψη 50), Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 71) και Lafarge κατά Επιτροπής (C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 94).


72 –      Βλ., σχετικά, απόφαση ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (προσφυγή υπ’ αριθ. 32492/96 κ.λπ., Recueil des arrêts et décisions 2000-VII, σκέψη 149) και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2) (προσφυγή υπ’ αριθ. 10249/03, σκέψη 110)· σχετική με την απόφαση ΕΔΔΑ Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου: απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Corte costituzionale) υπ’ αριθ. 236 της 19ης Ιουλίου 2011, σκέψη 15· παρόμοια και προγενέστερη απόφαση του γερμανικού Bundesverfassungsgericht [Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου] (BVerfGE 25, 269, 286 επ.).


73 –      Επί της θεμελιώσεως της αρχής αυτής στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, βλ. και απόφαση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 68 και 69), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (EU:C:2004:624, σημεία 155 έως 157). Προσφάτως, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε επίσης την εν λόγω αρχή στο πλαίσιο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Scoppola κατά Ιταλίας [αριθ. 2], προσφυγή υπ’ αριθ. 10249/03, σκέψεις 105 έως 109).


74 –      Βλ. απόφαση Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 18 έως 22), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (EU:C:2004:624, σημείο 31).


75 –      Απόφαση ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (προσφυγή υπ’ αριθ. 32492/96 κ.λπ., Recueil des arrêts et décisions 2000-VII, σκέψη 149).


76 –      Βλ., σχετικά, αποφάσεις Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (212/80 έως 217/80, EU:C:1981:270, σκέψη 9), Pokrzeptowicz-Meyer (C‑162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 49), Molenbergnatie (C‑201/04, EU:C:2006:136, σκέψη 31) και Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage (C‑596/13 P, EU:C:2014:2438, σημεία 28 έως 31).


77 –      Στην περίπτωση του κατηγορουμένου G. Anakiev, οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται έχουν ήδη παραγραφεί, με βάση τις πληροφορίες που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο.


78 –      Αποφάσεις Arcaro (C‑168/95, EU:C:1996:363, σκέψη 36), X (C‑74/95 και C‑129/95, EU:C:1996:491, σκέψη 23) και Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 73).


79 –      Βλ. σχετικά, ανωτέρω, σημεία 87 και 88 των παρουσών προτάσεων.


80 –      Βλ. σχετικά, ανωτέρω, σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.


81 –      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 36-vicies semel, στοιχείο l, του εν λόγω νόμου (GURI αριθ. 216 της 16ης Σεπτεμβρίου 2011).


82 –      Αυτή τη νέα ρύθμιση επισήμανε ο κατηγορούμενος G. Anakiev στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.