Language of document : ECLI:EU:C:2011:786

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 29ης Νοεμβρίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑376/10 P

Pye Phyo Tay Za

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως — Περιοριστικά μέτρα κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ — Εγγραφή του αναιρεσείοντος στον κατάλογο προσώπων, ομάδων και φορέων επί των οποίων έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές»






Περιεχόμενα


I —   Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

II — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

III — Νομική ανάλυση

Α —   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των νομικών βάσεων του επίδικου κανονισμού

1.     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

2.     Ανάλυση

Β —   Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

1.     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

2.     Ανάλυση

α)     Επί του προκαταρκτικού ζητήματος που αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

β)     Επί της φερόμενης προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης γνωστοποιήσεως των λόγων και του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου)

γ)     Επί της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου)

δ)     Επί του ζητήματος της κοινοποιήσεως (τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου)

Γ —   Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του επίδικου κανονισμού

1.     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

2.     Ανάλυση

Δ —   Επί του τετάρτου και τελευταίου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της αρχής της αναλογικότητας

1.     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

2.     Ανάλυση

IV — Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

V —   Επί των δικαστικών εξόδων

VI — Πρόταση

1.         Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, την οποία άσκησε ο Pye Phyo Tay Za (στο εξής: Tay Za ή αναιρεσείων), Βιρμανός υπήκοος, ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως Tay Za κατά Συμβουλίου (2) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) με την οποία το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε την προσφυγή του αναιρεσείοντος περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 194/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την ανανέωση της ισχύος και την ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 817/2006 (3) (στο εξής: επίδικος κανονισμός), στον βαθμό που το όνομα του αναιρεσείοντος περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων επί των οποίων έχει εφαρμογή ο κανονισμός.

2.        Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα σύστημα κυρώσεων που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζει εις βάρος τρίτης χώρας μπορεί να αφορά φυσικά πρόσωπα, καθώς επίσης και επί της απαιτούμενης στενότητας του δεσμού μεταξύ των προσώπων αυτών και των κυβερνώντων. Έτσι, η παρούσα αίτηση αναιρέσεως θέτει ορισμένα σημαντικά ζητήματα, περιλαμβανομένων αυτών που άπτονται των εγγυήσεων τις οποίες προσφέρει η έννομη τάξη της Ένωσης σε σχέση με τα δικαιώματα άμυνας τα οποία μπορούν να επικαλεστούν στη συνάφεια αυτή τα πρόσωπα τα οποία πλήττονται από το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων.

I –    Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3.        Για μια αναλυτική παράθεση του νομικού πλαισίου παραπέμπω στις σκέψεις 1 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

4.        Η παρούσα διαφορά ανεφύη στο πλαίσιο δράσεως που έχει αναλάβει από το 1996 η Ένωση κατά της Βιρμανίας (4). Η δράση της Ένωσης δικαιολογήθηκε τότε από την έλλειψη προόδου αυτής της τρίτης χώρας προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και από τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα περιοριστικά μέτρα που αποφάσισε η Ένωση όχι μόνον παρατείνονταν σε τακτά διαστήματα, αλλά και ενισχύθηκαν. Το Συμβούλιο αποφάσισε τότε ότι έπρεπε να δεσμευθούν τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι (στο εξής: κεφάλαια) των προσώπων που χαράσσουν, εκτελούν ή επωφελούνται πολιτικών που εμποδίζουν τη μετάβαση στη δημοκρατία (5). Ο κατάλογος των προσώπων κατά των οποίων στρέφονταν τα μέτρα της δεσμεύσεως περιελάμβανε τότε κυρίως ονόματα στρατιωτικών.

5.        Η αρχική κοινή θέση καταργήθηκε με την κοινή θέση 2003/297/ΚΕΠΠΑ, της 28ης Απριλίου 2003, όσον αφορά τη Βιρμανία/Μιανμάρ (6), προκειμένου να επιβληθεί ένα πλέον εκτεταμένο σύστημα κυρώσεων. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις σκοπούσαν να πλήξουν άλλα μέλη του στρατιωτικού καθεστώτος, τα οικονομικά συμφέροντά του, καθώς και άλλα πρόσωπα που χάρασσαν, εκτελούσαν ή επωφελούνταν πολιτικών που εμπόδιζαν τη μετάβαση στη δημοκρατία. Οι κυρώσεις επεκτείνονταν και στα μέλη της οικογενείας των μνημονευόμενων προσώπων (7) χωρίς τα εν λόγω μέλη να μνημονεύονται ονομαστικώς στον κατάλογο που ήταν προσαρτημένος στην κοινή θέση. Βάσει αυτής της κοινής θέσεως, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2003/907/ΚΕΠΠΑ, της 22ας Δεκεμβρίουυ 2003, σχετικά με την εφαρμογή της κοινής θέσης 2003/297 (8), στο παράρτημα της οποίας αναγράφονται για πρώτη φορά το ονοματεπώνυμο και η ημερομηνία γεννήσεως του αναιρεσείοντος.

6.        Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η κοινή θέση 2004/423/ΚΕΠΠΑ, της 26ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (9), περιελάμβανε στον σχετικό κατάλογο προσώπων όχι μόνον τα μέλη του στρατιωτικού καθεστώτος, καθώς και τα πρόσωπα που το Συμβούλιο θεωρούσε ότι συνδέονταν με αυτά, αλλά και τρεις στήλες που επιγράφονταν αντιστοίχως «Σύζυγος», «Τέκνα» και «Εγγόνια». Στο μέρος του παραρτήματος που αφορούσε «[π]ρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως» αναγραφόταν ειδικότερα το όνομα του πατρός του αναιρεσείοντος, το όνομα της συζύγου του, καθώς και τα ονόματα τριών τέκνων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και το όνομα του αναιρεσείοντος. Στην κοινή θέση 2005/340/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2005, για την παράταση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την τροποποίηση της κοινής θέσης 2004/423 (10), επιβεβαιώθηκε η αναγραφή τόσο του αναιρεσείοντος όσο και του πατέρα του και της συζύγου αυτού (11).

7.        Το Συμβούλιο, διαπιστώνοντας την έλλειψη προόδου στον τομέα της εθνικής συμφιλιώσεως, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του εκδημοκρατισμού, ανανέωνε ή παρέτεινε σε τακτά διαστήματα την ισχύ των περιοριστικών μέτρων που είχε λάβει κατά της Βιρμανίας, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο των κοινών θέσεων 2007/248/ΚΕΠΠΑ (12), 2007/750/ΚΕΠΠΑ (13) και 2008/349/ΚΕΠΠΑ (14).

8.        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2006/318/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2006, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 116, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε από την κοινή θέση 2007/750, «[δ]εσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο των μελών της Κυβέρνησης της Βιρμανίας/Μιανμάρ και βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που συνδέονται με τα εν λόγω μέλη και αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ».

9.        Το παράρτημα II της κοινής θέσεως 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2008/349, μνημονεύει, υπό τον τίτλο Ι «Πρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως και άλλα πρόσωπα που συνδέονται με το καθεστώς», το όνομα του αναιρεσείοντος (Ι1γ) και την ημερομηνία γεννήσεώς του με τη διευκρίνιση ότι είναι υιός του Tay Za που και αυτός μνημονεύεται στο στοιχείο Ι1a. Πρέπει να σημειωθεί ότι αναγράφεται επίσης η σύζυγος του πατέρα του αναιρεσείοντος (Ι1β), καθώς και η γιαγιά του αναιρεσείοντος (Ι1ε). Τα αναγνωριστικά στοιχεία διευκρινίζουν μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον πατέρα του αναιρεσείοντος, ότι είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Htoo Trading Co.

10.      Στον βαθμό που η εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που είχαν οριστεί στο πλαίσιο των διαφόρων κοινών θέσεων που προαναφέρθηκαν, και ιδίως η δέσμευση κεφαλαίων, αφορούσαν τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο εξέδωσε μια σειρά πράξεων για την εφαρμογή των εν λόγω κοινών θέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο εξεδόθη ο επίδικος κανονισμός που προχώρησε στην εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων τα οποία προέβλεπαν οι κοινές θέσεις 2006/318 και 2007/750. Ο επίδικος κανονισμός εξεδόθη επί τη βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Άρχισε να ισχύει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από τις 10 Μαρτίου 2008.

11.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού προβλέπει ότι «[δ]εσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν, βρίσκονται στην κατοχή ή ελέγχονται από μέλη της Κυβερνήσεως της Βιρμανίας/Μιανμάρ και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που συνδέονται με αυτήν και των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI».

12.      Τα άρθρα 12 και 13 του επίδικου κανονισμού διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κατ’ εξαίρεση και σε εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις, μπορεί να επιτραπεί η διάθεση, η αποδέσμευση ή η χρήση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων.

13.      Το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού επιγράφεται «Κατάλογος των μελών της Κυβερνήσεως της Βιρμανίας/Μιανμάρ και των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που σχετίζονται με αυτά και αναφέρονται στο άρθρο 11». Η επικεφαλίδα Ι περιλαμβάνει τα πρόσωπα «που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης» (15). Στη θέση Ι1α αναγράφεται το όνομα πατρός του αναιρεσείοντος. Ο αναιρεσείων έχει καταχωριστεί στη θέση Ι1γ· στα αναγνωριστικά στοιχεία διευκρινίζεται ότι είναι υιός του Tay Za (Ι1α)· γίνεται επίσης μνεία της ημερομηνίας γεννήσεώς του και του φύλου του. Επίσης, στην επικεφαλίδα Ι του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού αναγράφονται τα ονόματα του πατρός, της συζύγου του πατρός, καθώς και της γιαγιάς εκ της πατρικής γραμμής του αναιρεσείοντος (16).

14.      Στις 11 Μαρτίου 2008 το Συμβούλιο δημοσίευσε ανακοίνωση απευθυνόμενη στα πρόσωπα και τις οντότητες που περιλαμβάνονται στους καταλόγους για τους οποίους γίνεται λόγος στα άρθρα 7, 11 και 15 του επίδικου κανονισμού (17).

15.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 353/2009 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2009 (18), τροποποίησε το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού· εντούτοις, η τροποποίηση αυτή δεν αφορούσε τα στοιχεία του αναιρεσείοντος τα οποία επαναλαμβάνονται αυτούσια.

16.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], ο Pye Phyo Tay Za άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού ζητώντας, με τα προσαρμοσμένα και τροποποιημένα αιτήματά του (19), από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό στον βαθμό που τον αφορά (20) και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

17.      Πρώτον, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι ο επίδικος κανονισμός στερείτο νομικής βάσεως· ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηριζόταν σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το Συμβούλιο· ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηριζόταν σε παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, εν προκειμένω του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, καθώς και σε προσβολή της αρχής της αναλογικότητας· τέλος, ως τέταρτο λόγο ακυρώσεως ο αναιρεσείων προέβαλε την προσβολή των δικαιικών αρχών που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων και την προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

18.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο.

II – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

19.      Στις 27 Ιουλίου 2010 ο Pye Phyo Tay Za κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει καθ’ ολοκληρίαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό καθό μέτρο τον αφορά και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

20.      Το Συμβούλιο ζητεί από Δικαστήριο, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

21.      Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο παρενέβη πρωτοδίκως προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου, ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

22.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία παρενέβη πρωτοδίκως προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου, ζητεί, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, από το Δικαστήριο να απορρίψει το σύνολο των λόγων που επικαλείται ο αναιρεσείων προς αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως· ως εκ τούτου, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

23.      Οι εκπρόσωποι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2011.

III – Νομική ανάλυση

24.      Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος στρέφεται κατά της ερμηνείας των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ από το Γενικό Δικαστήριο καθώς και κατά της εκτιμήσεως στην οποία αυτό κατέληξε σε σχέση με την επάρκεια της νομικής βάσεως του επίδικου κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της ερμηνείας των δικαιωμάτων άμυνας στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο. Τέλος, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι το μέτρο που πλήττει τον αναιρεσείοντα αποτελεί σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας προσβολή του δικαιώματός του ιδιοκτησίας.

25.      Στον βαθμό που προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι τρεις λοιποί λόγοι θα αναλυθούν επικουρικώς και μόνον. Για λόγους συνοχής, θα αρχίσω την επικουρική ανάλυση από την εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

 Α       Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των νομικών βάσεων του επίδικου κανονισμού

1.      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

26.      Ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς επέρριψε σε αυτόν το βάρος της ανατροπής του τεκμηρίου ότι τα μέλη της οικογενείας προσώπων που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της Βιρμανικής Κυβερνήσεως επωφελούνται και τα ίδια από την εν λόγω πολιτική και, ως εκ τούτου, το βάρος αποδείξεως. Υποστηρίζει ότι η ερμηνεία των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο αντιβαίνει στα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (21) (στο εξής: απόφαση Kadi) και ότι δεν υπάρχει επαρκώς στενή σχέση μεταξύ του αναιρεσείοντος και του βιρμανικού καθεστώτος δυνάμενη να δικαιολογήσει από νομικής απόψεως τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του. Προσθέτει ότι, και όταν ακόμη το Συμβούλιο καθορίζει ορισμένες κατηγορίες προσώπων ή φορέων, πρέπει να προβαίνει σε εξατομικευμένο έλεγχο εκάστης καταστάσεως, να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία και να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω πρόσωπο ή ο εν λόγω φορέας έχουν περιληφθεί στον σχετικό κατάλογο. Οι κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων του 2005 (22) καλούσαν το Συμβούλιο να μην περιλαμβάνει στον σχετικό κατάλογο ενήλικα τέκνα άνω των 18 ετών παρά μόνον αφού ληφθεί υπόψη η δική τους ευθύνη στη διαμόρφωση των πολιτικών κατά των οποίων στρέφεται η Ένωση. Εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο ουδέποτε παρέθεσε τους λόγους αυτούς ούτε αιτιολόγησε την εγγραφή του αναιρεσείοντος στον σχετικό κατάλογο βάσει τεκμηρίου το οποίο μπορούσε να ανατρέψει. Ο αναιρεσείων υπενθυμίζει ακολούθως τα πραγματικά στοιχεία που περιλαμβάνονται ήδη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα το γεγονός ότι δεν συμμετείχε στις δύο εταιρίες του πατέρα του ούτε το 2003, ημερομηνία κατά την οποία για πρώτη φορά επιβλήθηκαν εις βάρος του περιοριστικά μέτρα, ούτε το 2008, ήτοι κατά τον χρόνο εκδόσεως του επίδικου κανονισμού. Τέλος, έστω και αν τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ παρείχαν στην Κοινότητα την εξουσία να εφαρμόσει εμπορικό αποκλεισμό εις βάρος του συνόλου του βιρμανικού πληθυσμού, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αφ’ ης στιγμής η δράση της Κοινότητας λαμβάνει τη μορφή στοχευμένων κυρώσεων, το Συμβούλιο πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι κυρώσεις αυτές δεν στρέφονται κατά προσώπων που δεν έχουν δεσμούς με το οικείο καθεστώς.

27.      Αντιθέτως, το Συμβούλιο φρονεί ότι ουδεμία πλάνη περί το δίκαιο έχει εμφιλοχωρήσει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ συνιστούν επαρκείς νομικές βάσεις του επίδικου κανονισμού διότι αυτός στρέφεται στην πραγματικότητα κατά τρίτης χώρας. Το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς την απόφαση Kadi αποφαινόμενο ότι υφίσταται τεκμήριο δυνάμει του οποίου τα μέλη της οικογενείας προσώπων που επωφελούνται από τις οικονομικές πολιτικές του βιρμανικού καθεστώτος επωφελούνται και τα ίδια από τις εν λόγω πολιτικές και ότι συντρέχει κίνδυνος καταστρατηγήσεως των περιοριστικών μέτρων που δικαιολογεί την εγγραφή των προσώπων αυτών στον σχετικό κατάλογο. Ο αναιρεσείων περιελήφθη στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν διότι ανήκει σε μια κατηγορία που έχει καθορισθεί από το Συμβούλιο, και όχι ως μεμονωμένη περίπτωση. Εξάλλου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο αναιρεσείων στηρίχθηκε σε ορισμένες απηρχαιωμένες κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Είναι βέβαιο ότι ο αναιρεσείων συνδέεται προς το βιρμανικό καθεστώς και η επέκταση των περιοριστικών μέτρων στα μέλη της οικογενείας διευκρινίστηκε επαρκώς στην κοινή θέση και στον επίδικο κανονισμό. Συνεπώς, ο αναιρεσείων δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αγνοούσε τη συνάφεια στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη ο επίδικος κανονισμός και τους λόγους εγγραφής του στον οικείο κατάλογο. Περαιτέρω, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι ο σκοπός της επεκτάσεως αυτής ήταν να αυξηθεί η πίεση στους κυβερνώντες και υποστηρίζει ότι ο αναιρεσείων θεωρήθηκε ότι επωφελείται και ο ίδιος από την παράνομη δράση της κυβερνήσεως λόγω της ιδιότητάς του ως υιού του πατέρα του. Εντούτοις, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αποδείξει στο Συμβούλιο ότι έχει διακόψει τις σχέσεις του με τον πατέρα του προκειμένου το όνομά του να αφαιρεθεί από τον κατάλογο. Μέχρι τούδε, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε κάποιο τέτοιο επιχείρημα. Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο καταστρατηγήσεως των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εις βάρος των προσώπων που έχουν περιληφθεί στον οικείο κατάλογο παρουσιάζουν τα στενά μέλη της οικογενείας τους.

28.      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αναιρέσεως που προβάλλει ο αναιρεσείων αναμιγνύει κατά τρόπο αδόκιμο πραγματικά και νομικά δεδομένα. Το ζήτημα εάν ορισμένα περιοριστικά μέτρα μπορούν να στρέφονται και κατά των προσώπων που σχετίζονται με τους κυβερνώντες μιας τρίτης χώρας αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο έχει επιλυθεί από το Δικαστήριο με την απόφασή του Kadi. Αντιθέτως, το ζήτημα εάν ο ίδιος ο αναιρεσείων σχετίζεται με το βιρμανικό καθεστώς και εάν συνδέεται με επαρκώς στενούς δεσμούς προς αυτό απαιτεί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών την οποία δεν είναι αρμόδιο να αμφισβητήσει το Δικαστήριο, εκτός και αν ο αναιρεσείων κατορθώσει να αποδείξει ότι υπήρξε παράβλεψη ή αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθιερώνοντας το τεκμήριο ότι τα μέλη της οικογενείας επωφελούνται από τα καθήκοντα που ασκούν οι Βιρμανοί κυβερνώντες και ότι πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στον οικείο κατάλογο προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων. Εξάλλου, η αδυναμία του αναιρεσείοντος να ανατρέψει το τεκμήριο στηρίζεται επίσης σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών η οποία δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου, ο δε αναιρεσείων επιχειρεί, κατά τρόπο αδόκιμο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, να εισαγάγει ένα νέο πραγματικό στοιχείο που στηρίζεται στην εκτίμηση ότι οι εταιρίες του πατέρα του, στις οποίες ο ίδιος ήταν μέτοχος μεταξύ 2005 και 2007, δεν ανέπτυσσαν δραστηριότητες στη Βιρμανία.

29.      Το Ηνωμένο Βασίλειο, που περιόρισε την παρέμβασή του στον παρόντα λόγο αναιρέσεως, τονίζει ότι η εγγραφή του πατέρα του αναιρεσείοντος στον σχετικό κατάλογο δεν αμφισβητείται. Επαναλαμβάνοντας παρεμφερή επιχειρήματα με αυτά που ανέπτυξαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, φρονεί ότι η νομική βάση του επίδικου κανονισμού είναι η δέουσα και ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς την απόφαση Kadi. Εξάλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι είναι απολύτως νόμιμο να θεωρείται ότι και τα ίδια τα μέλη της οικογενείας επωφελούνται από την οικονομική πολιτική του βιρμανικού καθεστώτος, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων. Το γεγονός ότι πλήττονται μόνον τα στενά μέλη της οικογενείας αποδεικνύει ότι η στάση του Συμβουλίου είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

30.      Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

2.      Ανάλυση

31.      Ευθύς εξαρχής επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτού του πρώτου λόγου αναιρέσεως, όπως η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ή η έλλειψη επαρκών στοιχείων σε σχέση με τους λόγους εγγραφής του αναιρεσείοντος στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν, δεν συνδέοντα άμεσα με το ζήτημα της νομικής βάσεως. Ως εκ τούτου, στην ανάλυση που ακολουθεί, θα εξετάσω μόνον τα επιχειρήματα που αφορούν την επάρκεια των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ ως νομικών βάσεων του επίδικου κανονισμού τα οποία ανταποκρίνονται περισσότερο στον τρόπο με τον οποίον ο ίδιος ο αναιρεσείων επιγράφει τον πρώτο λόγο του αναιρέσεως.

32.      Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο παρών λόγος αναιρέσεως αφορά πραγματικό και όχι νομικό ζήτημα. Αντιθέτως, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ορθή εφαρμογή της δοθείσας από το Δικαστήριο ερμηνείας των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Πρέπει, δηλαδή, να καθοριστεί εάν τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλει κανονισμός εκδοθείς βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ μπορεί να αφορά τα μέλη της οικογενείας προσώπων που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική του βιρμανικού καθεστώτος. Συνεπώς, πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν νομικό ζήτημα το οποίο έχει αρμοδιότητα να εξετάσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

33.      Όπως επεσήμαναν οι διάδικοι, το Δικαστήριο τόνισε με την απόφασή του Kadi ότι, «λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, ιδίως των όρων “έναντι των οικείων τρίτων χωρών” και “με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες” που περιέχονται στα άρθρα αυτά, σκοπός των εν λόγω διατάξεων είναι η λήψη μέτρων εις βάρος τρίτων χωρών, που μπορούν να αφορούν τόσο την κυβέρνηση μιας τέτοιας χώρας όσο και τα άτομα και τις οντότητες που συνδέονται με την κυβέρνηση ή ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν. […] Ερμηνεία των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ υπό την έννοια που προτείνει η Επιτροπή, ότι δηλαδή αρκεί τα περιοριστικά αυτά μέτρα να αφορούν πρόσωπα ή οντότητες που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή συνδέονται κατ’ άλλον τρόπο με αυτήν, θα προσέδιδε εξαιρετικά ευρύ περιεχόμενο στις διατάξεις αυτές, χωρίς να λαμβάνει ουδόλως υπόψη ότι κατά το γράμμα των διατάξεων αυτών τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να στρέφονται κατά τρίτης χώρας» (23).

34.      Η γραμμή άμυνας του Συμβουλίου και των διαδίκων που παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων του συνίσταται στη θέση ότι, δεδομένου ότι ο επίδικος κανονισμός στρέφεται σαφώς κατά του βιρμανικού καθεστώτος, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ συνιστούν επαρκή νομική βάση. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν ανταποκρίνεται παρά μόνον εν μέρει στα κριτήρια που διατύπωσε η απόφαση Kadi διότι, μολονότι βεβαίως απαιτείται όπως τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται επί τη βάσει αυτή στρέφονται κατά τρίτης χώρας, τούτο δεν απαλλάσσει το Συμβούλιο, οσάκις η δράση της Κοινότητας κατά τρίτης χώρας λαμβάνει τη μορφή περιοριστικών μέτρων στρεφόμενων κατά φυσικών προσώπων, από την υποχρέωση να μην πλήττονται παρά μόνον τα πρόσωπα που δύνανται να ανταποκρίνονται στον ορισμό που έχει δώσει το Δικαστήριο στην έννοια της «κυβερνήσεως» ή των «συνδεόμενων ατόμων» προς την εν λόγω κυβέρνηση.

35.      Είναι άραγε περισσότερο ικανοποιητικό το επιχείρημα ότι η Κοινότητα έχει την εξουσία, επί τη βάσει και μόνον των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, να επιβάλει πλήρη εμπορικό αποκλεισμό πλήττοντα το σύνολο του πληθυσμού της τρίτης χώρας κατά της οποίας στρέφεται η δράση της Κοινότητας και ότι επομένως, κατά μείζονα λόγο, τα επίδικα περιοριστικά μέτρα μπορούν να στηριχθούν στα προαναφερθέντα άρθρα; Δεν το πιστεύω. Τα εν λόγω μέτρα παρουσιάζονται εν γένει ως «ευφυείς κυρώσεις», διότι είναι στοχευμένες, το δε αντικείμενό τους είναι ακριβώς να περιοριστούν οι ανεπιθύμητες επιπτώσεις των διεθνών κυρώσεων επί των προσώπων που ήδη πλήττονται ή τα οποία δεν είναι υπεύθυνα για την κατάσταση της εν λόγω τρίτης χώρας. Ως εκ τούτου, οσάκις η Κοινότητα επιλέγει να δράσει μέσω της επιβολής στοχευμένων περιοριστικών μέτρων, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, υπό τον έλεγχο του δικαστή, να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα κατά των οποίων στρέφονται τα εν λόγω μέτρα συνδέονται με αρκούντως στενούς δεσμούς με το οικείο καθεστώς ούτως ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «κυβέρνηση» ή «άτομα συνδεόμενα» προς την κυβέρνηση. Οποιαδήποτε διαφορετική εκτίμηση θα ισοδυναμούσε με το να αναγνωρίζεται εν λευκώ στα εν λόγω θεσμικά όργανα η εξουσία να επιβάλουν περιοριστικά μέτρα σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή σε οποιαδήποτε κατηγορία προσώπων υπό το πρόσχημα ότι, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσαν να επιβάλουν εξίσου γενικό εμπορικό αποκλεισμό. Συνεπώς, αν και συμμερίζομαι τη συλλογιστική που κατά μείζονα λόγο ακολουθεί το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αφορά αυστηρώς τους Βιρμανούς κυβερνώντες και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτούς. Έχω μεγαλύτερες επιφυλάξεις ως προς την εκτίμηση που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη βάσει της οποίας τα μέλη της οικογενείας διευθυνόντων συμβούλων βιρμανικών επιχειρήσεων εμπίπτουν στην κατηγορία των «προσώπων που συνδέονται» με το βιρμανικό καθεστώς.

36.      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ότι ο αναιρεσείων είχε επαρκή σύνδεσμο, έστω και έμμεσο, με τους Βιρμανούς κυβερνώντες διότι είναι ο υιός ενός Βιρμανού επιχειρηματία του οποίου οι εμπορικές δραστηριότητες στη χώρα αυτή παρουσιάζουν κερδοφορία εκ του λόγου και μόνον ότι επωφελείται από τα πλεονεκτήματα που του έχει παραχωρήσει το καθεστώς το οποίο βρίσκεται στην εξουσία (24). Το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι αυτός ο έμμεσος σύνδεσμος με την κυβέρνηση υπήρξε το στοιχείο που δικαιολόγησε την εγγραφή του αναιρεσείοντος στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «βασίμως τεκμαίρεται ότι [τα μέλη της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων του στρατιωτικού καθεστώτος της Μιανμάρ] αντλούν όφελος από τα καθήκοντα που ασκούν οι σύμβουλοι αυτοί οπότε απρόσκοπτα συνάγεται ότι και τα μέλη των οικογενειών τους αντλούν όφελος από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως» (25). Εντούτοις, το τεκμήριο αυτό είναι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, μαχητό υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την έλλειψη στενού συνδέσμου με τον διευθύνοντα σύμβουλο που αποτελεί μέλος της οικογενείας του (26).

37.      Η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου επιβάλλει τρεις ομάδες παρατηρήσεων.

38.      Αφενός, το τεκμήριο που καθιερώνεται στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως φαίνεται να δημιουργήθηκε ex nihilo από το Γενικό Δικαστήριο διότι ούτε η κοινή θέση 2007/750 ούτε ο επίδικος κανονισμός κάνουν μνεία ενός τέτοιου τεκμηρίου. Συναφώς, το εγχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής να καταδείξουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι υπάρχουν ομοιότητες με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως Melli Bank κατά Συμβουλίου (27) συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια. Πράγματι, το αντικείμενο αυτής της υποθέσεως που εκκρεμεί είναι ο έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων μιας θυγατρικής την οποία κατέχει εξ ολοκλήρου οντότητα που και η ίδια περιλαμβάνεται στον σχετικό κατάλογο δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων της λόγω της βεβαιωμένης στηρίξεώς της στην πολιτική της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων στο Ιράν και μολονότι ουδεμία στήριξη αυτού του είδους έχει αποδειχθεί σε σχέση με τη θυγατρική. Με άλλα λόγια, η θυγατρική έχει περιληφθεί στον σχετικό κατάλογο διότι την κατέχει εξ ολοκλήρου η μητρική εταιρία της και υπάρχει υπολογίσιμος κίνδυνος, λογικώς εικαζόμενος, ότι η μητρική εταιρία κατορθώνει να καταστρατηγεί τα περιοριστικά μέτρα που της έχουν επιβληθεί μέσω της θυγατρικής της. Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, το τεκμήριο επιβεβαιώθηκε μέσω της διαπιστώσεως στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο ότι η μητρική εταιρία είχε την εξουσία διορισμού του διευθυντικού προσωπικού της θυγατρικής της, εξουσία που διατηρούσε τη θυγατρική αυτή σε προφανή σχέση εξαρτήσεως, πράγμα το οποίο μπορούσε ευλόγως να δημιουργεί επιφυλάξεις ως προς την ικανότητα της θυγατρικής είτε να ακολουθήσει εν πλήρει ανεξαρτησία μια οικονομική και εμπορική πολιτική είτε να αντισταθεί ενδεχομένως σε πιέσεις τις οποίες η μητρική εταιρία θα ασκούσε ενδεχομένως επ’ αυτής προκειμένου να καταστρατηγήσει τα περιοριστικά μέτρα που την έπλητταν. Πάντως, πρώτον, με την εν λόγω απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην καθιέρωση ενός τεκμηρίου, αλλά ήχθη μέχρι του σημείου να διαπιστώσει in concreto το υποστατό των κινδύνων. Δεύτερον, φρονώ ότι ο σύνδεσμος που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως, που συνδέει τον αναιρεσείοντα προς τον πατέρα του, είναι άλλης φύσεως από τη νομικοοικονομική σχέση και μόνον που συνδέει μια μητρική εταιρία προς τη θυγατρική της. Πέραν αυτού, οσάκις πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, δεν πρέπει να γίνεται χρήση τεκμηρίων παρά μόνο με ιδιαίτερη φειδώ.

39.      Αφετέρου, στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ εις βάρος φυσικών προσώπων, έχω ήδη προτείνει την άποψη ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» δεν πρέπει να ερμηνεύεται μόνον κατά τρόπο τυπικό, αλλά και ουσιαστικό, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι δημόσιες πολιτικές αντικαθίστανται, όπως φαίνεται, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από τη δράση, τη στήριξη ή τη συνέργεια προσώπων ή φορέων που έχουν διαφορετική προσωπικότητα από αυτήν του οικείου τρίτου κράτους, αλλά τα οποία παρουσιάζουν επαρκή σύνδεσμο σε σχέση με το κράτος και τις δημόσιες πολιτικές που αυτό εφαρμόζει ούτως ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ότι πλήττονται από τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν, στην πράξη, την ίδια την τρίτη χώρα (28). Εν προκειμένω, φαίνεται, βάσει εκτιμήσεως του Συμβουλίου που δεν συντρέχει λόγος να τεθεί εν αμφιβόλω, ότι ο πατέρας του αναιρεσείοντος συνδέεται προς το βιρμανικό καθεστώς χωρίς ωστόσο να ανήκει στην ίδια την κυβέρνηση. Η ιδιότητά του ως «συνδεόμενου ατόμου» προς το βιρμανικό καθεστώς απορρέει από τα πραγματικά οφέλη που αντλούν από τη βιρμανική οικονομική πολιτική οι δύο επιχειρήσεις που διευθύνει και, υπ’ αυτή την έννοια, ο σύνδεσμος που τον συνδέει με το εν λόγω καθεστώς κρίνεται επαρκής. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πάντοτε όσον αφορά τον πατέρα του αναιρεσείοντα, ο σύνδεσμος αυτός, καίτοι επαρκής, είναι πρωτίστως έμμεσος, δεδομένου ότι περιγράφεται ως ο αντλών κατά τρόπο παθητικό οφέλη από την οικονομική πολιτική την οποία δεν αποφασίζει. Αντιθέτως, η εγγραφή του αναιρεσείοντος στον σχετικό κατάλογο δεν στηρίζεται, στο πέρας της αναλύσεως του Γενικού Δικαστηρίου, παρά μόνο στο τεκμήριο ότι ο υιός ενός προσώπου που επωφελείται της οικονομικής πολιτικής του βιρμανικού καθεστώτος αντλεί και ο ίδιος οφέλη από την εν λόγω πολιτική.

40.      Με άλλα λόγια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως φέρει στο προσκήνιο τρεις κατηγορίες φυσικών προσώπων κατά των οποίων στρέφονται τα περιοριστικά μέτρα τα οποία, για καλύτερη κατανόηση, θα μπορούσαν να παρασταθούν με τρεις ομόκεντρους κύκλους. Ο πρώτος κύκλος αποτελείται από τους ίδιους τους κυβερνώντες, ήτοι από τα μέλη της κυβερνήσεως ή τα λοιπά πρόσωπα που έχουν πραγματική εξουσία λήψεως αποφάσεων και τα οποία, ως εκ τούτου, έχουν τον μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής ευθύνης για την κατάσταση κατά της οποίας εναντιώνεται η Ένωση. Βάσει του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού, πρόκειται για τα μέλη του Κρατικού Συμβουλίου Ειρήνης και Ανάπτυξης, για τους περιφερειακούς διοικητικές, τους αναπληρωτές περιφερειακούς διοικητές, τους υπουργούς, τους αναπληρωτές υπουργούς, και λοιπούς αξιωματούχους στον τομέα του τουρισμού, ανώτερους αξιωματικούς του στρατού, αξιωματικούς του στρατού που διοικούν φυλακές και αστυνομία και ανώτερους αξιωματούχους της Union Solidarity and Development Association (29). Ο δεύτερος κύκλος αποτελείται από πρόσωπα που συνδέονται, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, προς τους κυβερνώντες που ανήκουν στον πρώτο κύκλο· μπορεί να πρόκειται για μέλη της οικογενείας των ανωτέρω κυβερνώντων (30), αλλά και πρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική (31). Ο δε τρίτος κύκλος αποτελείται από τα μέλη της οικογενείας των προσώπων που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική σε σχέση με τα οποία το Συμβούλιο ουδόλως λαμβάνει υπόψη του την ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης ευθύνης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων ή έστω την άντληση οφέλους από τα μέλη του δεύτερου κύκλου. Για να χρησιμοποιήσω και πάλι την εικόνα των ομόκεντρων κύκλων, φρονώ ότι αυτός ο τρίτος κύκλος είναι εξαιρετικά απομακρυσμένος από το κέντρο λήψεως αποφάσεων προκειμένου να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ.

41.      Ακριβώς εκ του λόγου ότι πρόκειται, στην υπό κρίση υπόθεση, για φυσικά πρόσωπα καθώς και εκ του λόγου, περαιτέρω, ότι είναι ήκιστα δίκαιο να φέρει ένα άτομο τις σοβαρές συνέπειες που συνεπάγεται το γεγονός ότι είναι μέλος μιας οικογενείας, κατάσταση την οποία δεν μπορεί εξάλλου να μεταβάλει, το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφανθεί, βάσει των όσων διελάμβαναν κάποτε οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (32), ότι τα ενήλικα τέκνα προσώπων που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική ενός καθεστώτος τρίτης χώρας κατά του οποίου εναντιώνεται η Ένωση δεν θα πρέπει να πλήττονται από την επιβολή περιοριστικών μέτρων εκ του λόγου και μόνον ότι έχουν την ιδιότητα τέκνου πατρός ή μητρός που περιλαμβάνονται στον οικείο κατάλογο προσώπων, αλλά μόνον επί τη βάσει της δικής τους ευθύνης στο πλαίσιο των επίμαχων πολιτικών ή δράσεων. Πάντως, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του αναιρεσείοντος και της καταστάσεως στην τρίτη χώρα που δικαιολογεί την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατ’ αυτού είναι εξαιρετικά χαλαρή προκειμένου το πάγωμα των περιουσιακών του στοιχείων να μπορεί να στηριχθεί μόνο στα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ.

42.      Προς επίρρωση της ανωτέρω εκτιμήσεως, αρκεί να υπενθυμίσω τους λόγους που δικαιολόγησαν τη λήψη της κοινής θέσεως 2007/750 και εν συνεχεία την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Η κοινή θέση 2007/750 έκανε λόγο για τη «βίαιη καταστολή ειρηνικών διαδηλωτών από τις αρχές της Βιρμανίας και τις συνεχιζόμενες σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βιρμανία» (33) και την ανάγκη «να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στο καθεστώς με τη λήψη μιας σειράς μέτρων κατά εκείνων που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή και το πολιτικό αδιέξοδο στη χώρα» (34). Ο δε επίδικος κανονισμός υπομιμνήσκει ότι η δράση της Ένωσης άρχισε ήδη από το 1996 ελλείψει προόδου προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και λόγω της συνεχιζόμενης παραβιάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου (35) και παραθέτει ορισμένα στοιχεία που δικαιολογούσαν την ανανέωση της ισχύος και την ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας, όπως είναι η άρνηση των αρχών να προχωρήσουν σε συζητήσεις με το δημοκρατικό κίνημα, η άρνηση διοργανώσεως γνήσιας και ανοικτής Εθνοσυνελεύσεως, η συνέχιση της κρατήσεως της Daw Aung San Suu Kyi και η αδυναμία αναλήψεως δράσεως για την κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας (36). Η σχέση μεταξύ των στοιχείων αυτών και της καταστάσεως του αναιρεσείοντος απέχει μακράν από του να είναι προφανής.

43.      Τρίτον, τέλος, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι από εννοιολογικής απόψεως κάπως ασαφής. Όταν, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, «[ό]σον αφορά τα μέλη της οικογένειας των διευθυνόντων αυτών συμβούλων, βασίμως τεκμαίρεται ότι αντλούν όφελος από τα καθήκοντα που ασκούν οι σύμβουλοι αυτοί» (37), πρέπει, πράγματι, να νοηθεί ότι η μνεία του Γενικού Δικαστηρίου στο σημείο αυτό αφορά τους διευθύνοντες συμβούλους επιχειρήσεων (38). Πάντως, οι διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων δεν αποτελούν «κυβερνώντες» κατά την έννοια της αποφάσεως Kadi, αλλά αντιθέτως, όπως διευκρίνισα ανωτέρω, «πρόσωπα συνδεόμενα» προς τους κυβερνώντες της οικείας τρίτης χώρας και δη, στην περίπτωση του πατέρα του αναιρεσείοντος, κατά τρόπο έμμεσο. Θα ήταν τελείως καταχρηστικό να εξομοιώνονται οι διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων —ανεξαρτήτως της σημασίας των εν λόγω επιχειρήσεων— προς τους κυβερνώντες μιας χώρας, εκτός και εάν οι εν λόγω διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων ασκούν επίσημα καθήκοντα εντός του κρατικού μηχανισμού.

44.      Στις ανωτέρω τρεις ομάδες παρατηρήσεων που αφορούν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προσθέτω ορισμένες σκέψεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων. Το Συμβούλιο και οι διάδικοι που παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων του υποστήριξαν ότι το τεκμήριο που καθιερώνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το οποίο τα μέλη της οικογενείας των προσώπων που επωφελούνται από τις οικονομικές πολιτικές του βιρμανικού καθεστώτος επωφελούνται και τα ίδια από τις εν λόγω πολιτικές, δικαιολογείται λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και, ως εκ τούτου, της πολιτικής της επιβολής κυρώσεων που εφαρμόζει η Ένωση έναντι της Ένωσης της Βιρμανίας αποτρέποντας οποιονδήποτε κίνδυνο καταστρατηγήσεως. Πέραν του γεγονότος ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δημιουργεί υπόνοιες ως προς το πραγματικό έρεισμα του τεκμηρίου, φρονώ ότι δεν μπορούν να θυσιάζονται τα πάντα στον βωμό της αποτελεσματικότητας των περιοριστικών μέτρων. Εννοώ με τούτο ότι αυτό ακριβώς που δημιουργεί την προστιθέμενη αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό που τη διακρίνει από τα αυταρχικά καθεστώτα κατά των οποίων αγωνίζεται, είναι η εφαρμογή και η προάσπιση μιας ενώσεως δικαίου. Θα ήταν ευχερέστερο, και βεβαίως αποτελεσματικότερο, να εφαρμοστεί ένα σύστημα κυρώσεων στρεφόμενο κατά της Βιρμανίας στο σύνολό της. Ωστόσο, προβαίνοντας σε στοχευμένες κυρώσεις, η Ένωση επέλεξε ένα σύστημα κυρώσεων που είναι ενδεχομένως λιγότερο αποτελεσματικό, αλλά αναμφισβήτητα πιο δίκαιο. Βεβαίως, η πολιτική της επιβολής κυρώσεων, προκειμένου να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη. Ωστόσο, πρέπει να απορρίψουμε την απόλυτη αποτελεσματικότητα, δεδομένου ότι τυχόν αστοχίες των περιοριστικών μέτρων επιβεβαιώνουν ακριβώς το γεγονός ότι, στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ατομικά δικαιώματα είναι αυτά που θριαμβεύουν.

45.      Για το σύνολο των προεκτεθέντων λόγων, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι είναι νόμιμο το τεκμήριο ότι τα μέλη της οικογενείας των προσώπων τα οποία επωφελούνται από την οικονομική πολιτική του βιρμανικού καθεστώτος επωφελούνται και τα ίδια από τις εν λόγω πολιτικές και ότι, ως εκ τούτου, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ συνιστούν επαρκείς νομικές βάσεις για τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά του αναιρεσείοντος, προέβη σε μια υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία των εν λόγω άρθρων και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

46.      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Β       Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

1.      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

47.      Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του προκαταρκτικού ζητήματος που θέτει ο παρών λόγος αναιρέσεως και των τριών σκελών τα οποία ανέπτυξε ο αναιρεσείων.

48.      Επί του προκαταρκτικού ζητήματος σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής των δικαιωμάτων άμυνας, ο αναιρεσείων υπενθυμίζει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη διάσταση της κοινότητας δικαίου και ότι το άρθρο 205 ΣΛΕΕ προβλέπει πλέον ότι η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή πρέπει να είναι σύμφωνη προς την έννοια του κράτους δικαίου και να μην παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα δικαιώματα άμυνας εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που ένα θεσμικό όργανο λαμβάνει μέτρο που είναι απευθείας βλαπτικό. Έτσι, όταν μια απόφαση πλήττει αισθητά τα συμφέροντα των αποδεκτών της, αυτοί πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς τις απόψεις τους (39). Τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα ενημερώσεως για τα στοιχεία που είναι επιβαρυντικά για τον ενδιαφερόμενο, καθώς και το δικαίωμα λυσιτελούς αναπτύξεως των απόψεών του, πρέπει να γίνεται σεβαστό οσάκις επιβάλλονται βλαπτικές οικονομικές κυρώσεις. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που ένα μέτρο ανανεώνει την ισχύ της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου, οπότε τα νέα επιβαρυντικά στοιχεία πρέπει να γνωστοποιούνται και να παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως. Όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν του γνωστοποιήθηκε προηγουμένως και δεν του παρασχέθηκε καμία δυνατότητα ακροάσεως πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Ωστόσο, αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση ενός συστήματος κυρώσεων που στρέφονται κατά τρίτης χώρας. Κατά τον αναιρεσείοντα, ο επίδικος κανονισμός δεν έχει αμιγώς νομοθετική φύση, διότι αφορά άμεσα και ατομικά τον αναιρεσείοντα τον οποίον κατονομάζει ρητώς στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν. Στις υποθέσεις Melli Bank κατά Συμβουλίου (40) και Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (41), που είχαν ως αντικείμενο την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά νομικών προσώπων στο πλαίσιο ενός συστήματος κυρώσεων κατά τρίτης χώρας, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι πράγματι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας. Πέραν αυτού, ο αναιρεσείων φρονεί ότι δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο με την ιδιότητά του ως μέλος μιας κατηγορίας. Το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο έχει παύσει να συνδέεται με το μέλος της οικογενείας του που είναι εγγεγραμμένο στον κατάλογο, ωστόσο η απόδειξη αυτή είναι εφικτή μόνο μέσω της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας. Συναφώς, ο αναιρεσείων επισημαίνει ότι είναι αντιφατική η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο δε κατά μείζονα λόγο αφού το ίδιο το Συμβούλιο δέχτηκε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και με τις κατευθυντήριες γραμμές του που αφορούν την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (42), ότι ένα πρόσωπο που βρίσκεται στη θέση του αναιρεσείοντος απολαύει των δικαιωμάτων άμυνας. Ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν εφαρμογή τα δικαιώματα άμυνας.

49.      Με το πρώτο σκέλος που αφορά το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τυχόν προηγούμενη ακρόασή του δεν θα επηρέαζε τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν είχε τη δυνατότητα παρά μόνο μετά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, και ενώ καμία πληροφορία δεν του είχε γνωστοποιηθεί σε σχέση με τους λόγους εγγραφής του στον σχετικό κατάλογο, να προσκομίσει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι δεν είχε σχέση ούτε προς τον πατέρα του ούτε προς τα οικονομικά συμφέροντά του και ότι, ως εκ τούτου, ουδόλως επωφελείται από την οικονομική πολιτική της Βιρμανικής Κυβερνήσεως σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιονδήποτε άλλον.

50.      Επί του δεύτερου σκέλους που αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εν λόγω προστασία ήταν διασφαλισμένη, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε τον έλεγχό του στην τήρηση των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών καθώς και στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας. Αντιθέτως, ο έλεγχος της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων απαιτεί, και κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πλήρη έλεγχο (43), και αυτό ακριβώς το είδος ελέγχου εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (44). Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο αναιρεσείων προσθέτει ότι αυτό ακριβώς το είδος ελέγχου εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση Kadi την οποία εξέδωσε κατόπιν παραπομπής από το Δικαστήριο (45). Λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών συνεπειών που έχουν τα περιοριστικά μέτρα, ο ατελής έλεγχος δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτός.

51.      Τέλος, προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που αναπτύσσει η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, με το υπόμνημά του απαντήσεως, ότι το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να του γνωστοποιήσει ατομικά τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούσαν το μέτρο της δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων.

52.      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο αναιρεσείων απέτυχε στην προσπάθειά του να αποδείξει την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία θα μπορούσε να καταστήσει αναιρετέα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά την εφαρμογή των δικαιωμάτων άμυνας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμμερίζονται την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου που διακρίνει μεταξύ των συστημάτων κυρώσεων που στρέφονται κατά τρίτης χώρας και αυτών που στρέφονται κατά προσώπων λόγω της σχέσεώς τους προς κάποια τρομοκρατική δραστηριότητα, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέδειξε εξάλλου ότι ο αναιρεσείων έτυχε επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων και μπορούσε να προβάλει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Τα δύο αυτά θεσμικά όργανα δεν δέχονται ότι υπάρχει δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως το οποίο ο αναιρεσείων θα μπορούσε να ασκήσει επ’ ευκαιρία της διατηρήσεως εις βάρος του των επίδικων περιοριστικών μέτρων και προβάλλουν ότι τα εν λόγω μέτρα κοινοποιήθηκαν επίσης δεόντως με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στις 11 Μαρτίου 2008 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο προσθέτει συναφώς, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι, έστω και αν πρέπει να αναγνωριστεί δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως στον αναιρεσείοντα, η έλλειψη ακροάσεως δεν πλήττει τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κάποιο νέο αποδεικτικό στοιχείο.

53.      Ως προς το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε το ορθό επίπεδο ελέγχου, καθώς και το κριτήριο της επαρκούς επανεξετάσεως, κινούμενο στη νομολογιακή γραμμή των αποφάσεων Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (46) και Melli Bank Iran κατά Συμβουλίου (47), αναγνωρίζοντας, ταυτοχρόνως και ορθώς, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο Συμβούλιο. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι μόνον πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της πράξεως. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο του υπομνήματός της ανταπαντήσεως, αναπτύσσει παρεμφερή επιχειρηματολογία, εξικνούμενη μέχρι του σημείου να θεωρήσει ότι ο αναιρεσείων επιχείρησε, κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, να εισαγάγει ένα νέο λόγο αναιρέσεως σε σχέση με το επίπεδο ελέγχου που εφαρμόζει το Γενικό Δικαστήριο.

54.      Εξάλλου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν δέχονται ότι υπάρχει υποχρέωση ατομικής κοινοποιήσεως των επίδικων μέτρων, στον βαθμό που ο αναιρεσείων είχε περιληφθεί στον σχετικό κατάλογο λόγω της ιδιότητάς του ως μέλος της κυβερνήσεως ή ως συνδεόμενο πρόσωπο.

2.      Ανάλυση

 α)     Επί του προκαταρκτικού ζητήματος που αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

55.      Από τις σκέψεις 120 έως 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μια απολύτως σαφή διάκριση μεταξύ της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (48) και της υπό κρίση υποθέσεως εκτιμώντας ότι η νομολογία Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου αφορά αποκλειστικά τα συστήματα κυρώσεων που λαμβάνονται κατά προσώπων λόγω της εμπλοκής τους σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Ωστόσο, εν προκειμένω, τα περιοριστικά μέτρα αφορούν μια τρίτη χώρα και ελήφθησαν στο πλαίσιο κανονισμού, ήτοι μιας νομοθετικής πράξεως γενικής ισχύος. Συνεπώς, ο επίδικος κανονισμός προσδιορίζει ορισμένα πρόσωπα όχι λόγω των δραστηριοτήτων τους, αλλά λόγω του γεγονότος ότι ανήκουν σε μια γενική κατηγορία, εν προκειμένω, κατά το Γενικό Δικαστήριο, αυτή των «μελών της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων της Μιανμάρ» (49). Συνεπώς, δεν ευσταθεί η άποψη ότι κινήθηκε διαδικασία κατά του αναιρεσείοντος, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας (50). Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα άμυνας δεν εφαρμόζονται στα πρόσωπα που προσδιορίζονται στο παράρτημα ενός κανονισμού το οποίο προβλέπει την εφαρμογή ενός συστήματος κυρώσεων εις βάρος τρίτης χώρας (51).

56.      Διαφωνώ απολύτως με την ανωτέρω προσέγγιση.

57.      Πρώτον, δεν με πείθει η διάκριση του Γενικού Δικαστηρίου μεταξύ της νομικής προσεγγίσεως των συστημάτων κυρώσεων που αφορούν πρόσωπα εμπλεκόμενα σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και της νομικής προσεγγίσεως των συστημάτων κυρώσεων που αφορούν τρίτες χώρες. Πράγματι, είναι απολύτως σαφές ότι ο επίδικος κανονισμός στρέφεται κατά του βιρμανικού καθεστώτος. Εντούτοις, θα ήταν τελείως ανεδαφικό να θεωρηθεί ότι, εκ του λόγου ότι αφορά ένα τρίτο κράτος, ο εν λόγω κανονισμός μπορεί να παραβλέψει τις απαιτήσεις που συνδέονται με τα ατομικά δικαιώματα τα οποία θίγονται ενδεχομένως. Προκειμένου να ασκήσουν πίεση στο εν λόγω κράτος, τα περιοριστικά μέτρα πρέπει να στρέφονται κατά των προσώπων που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι, είτε που το ενσαρκώνουν είτε που το υπηρετούν. Συναφώς, το Συμβούλιο απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως προκειμένου να προσδιορίσει τα πρόσωπα, τους φορείς και τους οργανισμούς που θα έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο τέτοιων μέτρων, εξουσία η οποία φρονώ ότι μπορεί απολύτως να εξομοιωθεί προς αυτήν η οποία του αναγνωρίζεται στο πλαίσιο του αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι με ποια λεπτή νομική συλλογιστική θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι τα ατομικά δικαιώματα των προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες συμμετοχής τους σε τρομοκρατικές δραστηριότητες διαφυλάσσονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα ατομικά δικαιώματα των προσώπων για τα οποία υπάρχει υπόνοια συνεργασίας τους με ένα αυταρχικό καθεστώς κατά του οποίου στρέφεται η Ένωση.

58.      Επιπλέον, η εκτίμηση του «συνδέσμου» που υπάρχει κατ’ αρχήν μεταξύ του κυβερνώντος καθεστώτος —που αποτελεί τον πραγματικό στόχο των περιοριστικών μέτρων— με τα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν πρέπει να είναι αυτοτελής σε σχέση με το ζήτημα εάν τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας. Έστω και αν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ αποτελούν επαρκείς νομικές βάσεις για τον επίδικο κανονισμό, εντούτοις θα πρέπει να θεωρήσει ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του αναιρεσείοντος και του βιρμανικού καθεστώτος δεν είναι επαρκής προκειμένου να απαλλάξει το Συμβούλιο από τον σεβασμό των δικαιωμάτων του άμυνας, όπως ήδη πρότεινα σε άλλη συνάφεια (52). Εν προκειμένω, όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από το κέντρο της εξουσίας και της λήψεως αποφάσεων τόσο ο σύνδεσμος με το κυβερνητικό καθεστώς κατά του οποίου πράγματι στρέφονται τα μέτρα εξασθενεί και τόσο αυξάνεται η ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

59.      Δεύτερον, ποιες είναι οι επιπτώσεις της φύσεως της πράξεως επ’ αυτού του ενδιάμεσου συμπεράσματος;

60.      Το ζήτημα της φύσεως ενός κανονισμού περί εφαρμογής ενός συστήματος κυρώσεων κατά τρίτης χώρας και περί καθορισμού προς τούτο περιοριστικών μέτρων κατά των φυσικών και νομικών προσώπων που αναγράφονται σε κατάλογο του παραρτήματός του φαίνεται ότι έχει επιλυθεί από το Δικαστήριο με την απόφασή του Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (53), με την οποία απεφάνθη ότι το παράρτημα ενός τέτοιου κανονισμού παράγει τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που παράγει ο ίδιος ο κανονισμός (54). Έτσι, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 123 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί νομικά βάσιμη, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την ανάλυσή του στον αποκλειστικώς κανονιστικό χαρακτήρα των επίδικων πράξεων προκειμένου να μην αναγνωρίσει στον αναιρεσείοντα δικαιώματα άμυνας.

61.      Εντούτοις, μια τέτοια εκτίμηση παρορά μια σημαντική πτυχή της νομολογίας του Δικαστηρίου επί των περιοριστικών μέτρων. Πράγματι, έστω κι αν ο επίδικος κανονισμός τύχει ενιαίου νομικού χαρακτηρισμού, από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι τούτο δεν μπορεί να εμποδίσει την αναγνώριση των δικαιωμάτων άμυνας. Έτσι, στο επίκεντρο της υποθέσεως Kadi είχε ήδη τεθεί το ζήτημα της νομιμότητας ενός κανονισμού, πράγμα το οποίο δεν εμπόδισε ωστόσο το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, «λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες περιελήφθη το όνομα των αναιρεσειόντων στον κατάλογο προσώπων […] κατά των οποίων στρέφονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα Ι του προσβαλλόμενου κανονισμού, πρέπει να κριθεί ότι προδήλως προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειόντων, ιδίως το δικαίωμα ακροάσεως και το δικαίωμα για αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο» (55). Η αναγνώριση αυτή είναι αναγκαία ούτως ώστε να προσφέρονται ορισμένες ελάχιστες εγγυήσεις, ιδίως διαδικαστικές, στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω καταλόγους (56), είτε λόγω των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων τους είτε λόγω των δραστηριοτήτων τους που συνδέονται με κρατική πολιτική η οποία είναι καταδικαστέα από διεθνούς απόψεως και προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (57).

62.      Επομένως, η εκτίμηση στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι τα δικαιώματα άμυνας δεν εφαρμόζονται επί του αναιρεσείοντος συνιστά, καθ’ εαυτήν, πλάνη περί το δίκαιο. Εντούτοις, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω την ανάλυση, η οποία αφορούσε επίσης το κατά πόσον έπρεπε να υπάρξει προηγούμενη γνωστοποίηση πραγματικών και νομικών στοιχείων στον αναιρεσείοντα καθώς επίσης και προηγούμενη ακρόασή του, μόνη η εν λόγω εκτίμηση δεν συνιστά πλάνη περί το δίκαιο δυνάμενη να καταστήσει αναιρετέα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, πρέπει να εξακολουθήσω την ανάλυση των λοιπών σκελών του λόγου αναιρέσεως.

 β)     Επί της φερόμενης προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης γνωστοποιήσεως των λόγων και του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου)

63.      Όσον αφορά την προηγούμενη γνωστοποίηση των λόγων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 124 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία ήσαν γνωστά στον αναιρεσείοντα πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού και ότι δεν ήταν αναγκαίο τα στοιχεία αυτά να παρασχεθούν εκ νέου πριν από την έκδοση του εν λόγω κανονισμού. Με τον τρόπο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο αναιρεσείων αποτελούσε το αντικείμενο περιοριστικών μέτρων από το 2003 και ότι ο επίδικος κανονισμός στηριζόταν μεταξύ άλλων σε κοινές θέσεις οι οποίες εξέθεταν «όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που δικαιολογούν την έκδοση και τη διατήρηση των επίδικων περιοριστικών μέτρων» (58).

64.      Εντούτοις, διαπιστώνω ότι, μολονότι οι κοινές θέσεις και ο επίδικος κανονισμός που τις εφαρμόζει τονίζουν τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή μιας πολιτικής κυρώσεων κατά της Βιρμανίας περιγράφοντας, κατά τρόπο όντως επαρκή, μια ανησυχητική εθνική πολιτική, άλλως έχουν τα πράγματα όσον αφορά την ατομική κατάσταση του αναιρεσείοντος. Πράγματι, τόσο από τη δικογραφία όσο και από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι στον αναιρεσείοντα ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν οι λόγοι που τον αφορούν προσωπικά και δικαιολογούν την εγγραφή του στον σχετικό κατάλογο. Από την ανάγνωση του επίδικου κανονισμού, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την ανάγνωση των κοινών θέσεων, ο αναιρεσείων κατανοεί μόνον ότι η εγγραφή του γίνεται αποκλειστικά λόγω της ιδιότητάς του ως υιός του πατέρα του, προκειμένου να ασκηθεί πίεση κατά τρίτης χώρας. Από το 2003, δεν έχει προσκομιστεί κανένα στοιχείο το οποίο να βεβαιώνει ότι επωφελείται ο ίδιος από την οικονομική πολιτική του βιρμανικού καθεστώτος. Από το 2003, το Συμβούλιο δεν αναφέρει ούτε ότι στηρίζει την εγγραφή του αναιρεσείοντος στον οικείο κατάλογο βάσει τεκμηρίου δυνάμει του οποίου τα μέλη της οικογενείας προσώπου που επωφελείται από την οικονομική πολιτική της Βιρμανικής Κυβερνήσεως λογίζονται ως αντλούντα και τα ίδια όφελος από την εν λόγω πολιτική μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο, το Συμβούλιο διευκρίνισε βεβαίως τους λόγους για τους οποίους επεξέτεινε τα περιοριστικά μέτρα στα πρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική του βιρμανικού καθεστώτος (59). Αντιθέτως, ουδέποτε παρασχέθηκε μια τέτοια διευκρίνιση όσον αφορά τα μέλη των οικογενειών τους (60). Επομένως, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ο προσφεύγων γνώριζε τα σχετικά με την προκειμένη υπόθεση πραγματικά και νομικά στοιχεία, πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού από το Συμβούλιο».

65.      Θα ολοκληρώσω την ανάλυση του σημείου αυτού υπενθυμίζοντας ότι το νομικό καθεστώς που διέπει την πρώτη εγγραφή του ονόματος ενός προσώπου σε κατάλογο όπως είναι αυτός του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού είναι, κατ’ αρχήν, λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω πρόσωπο από ό,τι όταν πρόκειται για ανανέωση της ισχύος του εν λόγω καταλόγου υπό την έννοια ότι εκτιμήσεις αναγόμενες στην αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων ενδέχεται να δικαιολογούν, σε ορισμένο βαθμό, την μη πλήρη εφαρμογή των δικαιωμάτων άμυνας, τουλάχιστον κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (61). Δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι οι εκτιμήσεις αυτές εξακολουθούν να είναι κρίσιμες έστω και στην περίπτωση ανανεώσεως της ισχύος των εν λόγω μέτρων. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να μεριμνήσει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ούτως ώστε οι ειδικές περιστάσεις που μπορούν να δικαιολογούν, στο πλαίσιο της πρώτης εγγραφής, τον περιορισμό των δικαιωμάτων άμυνας των προσώπων που εγγράφονται στον οικείο κατάλογο, να εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή κατά την ανανέωση της ισχύος του. Στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται επίσης να σταθμίσει, αφενός, τον επιδιωκόμενο από την Ένωση σκοπό και την αδυναμία να υποβάλλονται τα θεσμικά όργανα σε διαδικαστικές απαιτήσεις υπέρμετρα μεγάλες που θα δημιουργούσαν τον κίνδυνο να παραλύσει η δράση τους, και, αφετέρου, την ανάγκη να απολαύει σε επαρκή βαθμό το υποκείμενο δικαίου των ευεργετικών συνεπειών από την εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδέποτε προέβη σε μια τέτοια στάθμιση, μολονότι ίστατο ενώπιον φυσικού προσώπου το οποίο ούτε ανήκει στους Βιρμανούς κυβερνώντες ούτε είναι μέλος οικογενείας κάποιου εκ των Βιρμανών κυβερνώντων, αλλά μόνον ο υιός ενός προσώπου που επωφελείται από την οικονομική πολιτική που εφαρμόζουν οι εν λόγω κυβερνώντες.

66.      Όσον αφορά το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως, μπορεί να υιοθετηθεί μια θέση παρεμφερής προς αυτήν που αναπτύχθηκε σε σχέση με την απαίτηση προηγούμενης γνωστοποιήσεως των λόγων. Μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Kadi, ότι «[ό]σον αφορά τα δικαιώματα άμυνας και, ιδίως, το δικαίωμα ακροάσεως, προκειμένου περί περιοριστικών μέτρων όπως αυτά που επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τις κοινοτικές αρχές η γνωστοποίηση των λόγων αυτών πριν από την πρώτη αναγραφή του ονόματος ενός προσώπου ή μιας οντότητας στον εν λόγω κατάλογο» (62) και ότι, «[γ]ια τους ίδιους λόγους που αφορούν επίσης τον επιδιωκόμενο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό σκοπό και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που αυτός προβλέπει, οι κοινοτικές αρχές δεν είχαν, επίσης, την υποχρέωση να ακούσουν τους αναιρεσείοντες πριν από την πρώτη αναγραφή των ονομάτων τους» (63), η εκτίμησή του φαίνεται σαφώς ότι περιορίζεται στην περίπτωση της αρχικής εγγραφής. Ωστόσο, εν προκειμένω ιστάμεθα ενώπιον ανανεώσεως.

67.      Η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 127 έως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε μια συνολική προσέγγιση. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε εάν, από το 2003 —ημερομηνία κατά την οποία ο αναιρεσείων επλήγη, για πρώτη φορά, από τα περιοριστικά μέτρα—, ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τις απόψεις του και συνήγαγε ότι, όταν το επέτρεψε η εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου της Ένωσης, είχε τη δυνατότητα, κατόπιν προβολής δικού του αιτήματος, να προβάλλει επανειλημμένως τις απόψεις του (64).

68.      Φρονώ ότι η ανωτέρω προσέγγιση δεν είναι απολύτως ικανοποιητική για δύο λόγους. Αφενός, θεωρείται ότι φέρει ο αναιρεσείων το βάρος να προβάλει, με δική του πρωτοβουλία, τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου. Αφετέρου, δεν απαντά στο ερώτημα εάν, στο πλαίσιο της εκδόσεως του ίδιου του επίδικου κανονισμού, θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί η προηγούμενη ακρόαση. Το Γενικό Δικαστήριο απαντά στο επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο έπρεπε να τον καλέσει να προβάλει τις απόψεις του πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού με την εκτίμηση ότι ο εν λόγω αναιρεσείων μπορούσε να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου πριν από την έκδοση του κανονισμού όταν το επέτρεψε η εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου, ήτοι επ’ ευκαιρία των διαφόρων επανεξετάσεων και ανανεώσεων των κοινών θέσεων.

69.      Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε υποθετικές βάσεις. Οσάκις αποφαίνεται ότι το Συμβούλιο μπορούσε να λάβει υπόψη του κατά τρόπο αποτελεσματικό τυχόν σαφή παρέμβαση του αναιρεσείοντος στο πλαίσιο της επανεξετάσεως της κοινής θέσεως 2006/318 (65), δεν απαντά στο ερώτημα εάν, στην περίπτωση κατά την οποία ο αναιρεσείων δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, τούτο έχει εντούτοις ως συνέπεια να απαλλάσσει το Συμβούλιο από την υποχρέωση να παράσχει τη δυνατότητα προηγούμενης ακροάσεως επ’ ευκαιρία της εκδόσεως κανονισμού περί εφαρμογής, εντός της Κοινότητας, της εν λόγω κοινής θέσεως.

70.      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, έστω και αν έπρεπε να κατοχυρωθεί υπέρ του αναιρεσείοντος το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως, τούτο ουδόλως θα επηρέαζε, βάσει πάγιας νομολογίας, τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού, διότι η παροχή δυνατότητας ακροάσεως δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα (66). Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε την πολιτική κατάσταση στη Βιρμανία ούτε τα επαγγελματικά καθήκοντα του πατέρα του ούτε την οικογενειακή του σχέση με τον πατέρα του αποδεικνύοντας ότι «η θέση του πατέρα του […] δεν του αποφέρει πλέον τίποτα» (67).

71.      Στον βαθμό που δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στον αναιρεσείοντα οι λόγοι για την προσωπική εγγραφή του στον κατάλογο, δεν είναι δυνατόν, κατά την άποψή μου, να του προσαφθεί ότι δεν προέβαλε τα επιχειρήματα που έπρεπε, κατόπιν της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, προκειμένου να συναχθεί εντεύθεν ότι η παράλειψη προηγούμενης ακροάσεως δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της πράξεως. Πέραν αυτού, είναι φυσικά αδύνατο για τον αναιρεσείοντα να αμφισβητήσει την οικογενειακή σχέση του με τον πατέρα του, δεδομένου ότι η σχέση υιού πατέρα είναι, πλην σπανίων εξαιρέσεων, μια σταθερή και μόνιμη κατάσταση.

72.      Είναι αληθές ότι κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως της 11ης Μαρτίου 2008, ο αναιρεσείων ζήτησε, με δική του πρωτοβουλία, από το Συμβούλιο να του παράσχει τα στοιχεία για την εγγραφή του στον οικείο κατάλογο. Στο έγγραφό του, ο αναιρεσείων, διερωτώμενος πάντοτε για τους λόγους εγγραφής του ονόματός του στον οικείο κατάλογο, επικαλείται το γεγονός ότι είχε μετοχές των δύο εταιριών του πατέρα του μόνον κατά την περίοδο από το 2005 έως το 2007 και ότι, έκτοτε μέχρι το έτος εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, δεν είχε πλέον μετοχές. Στην απάντησή του, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του το στοιχείο αυτό, το οποίο ήταν προδήλως νέο, και διατήρησε την εγγραφή του ονόματος του αναιρεσείοντος στον οικείο κατάλογο. Είναι σαφές ότι τούτο εμπίπτει στην αποκλειστική εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποιεί τα στοιχεία αυτά προκειμένου να συναγάγει ότι τούτο αποδεικνύει ακριβώς ότι, έστω και στην περίπτωση που είχε μεσολαβήσει προηγούμενη ακρόαση, τούτο δεν θα μετέβαλε τη θέση του Συμβουλίου. Ωστόσο, κατανοώ το επιχείρημα του αναιρεσείοντος το οποίο ανέπτυξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας περιέγραψε την κατάστασή του ως αυτή ενός ατόμου που δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά μόνον να πρέπει να υποθέσει τους λόγους που δικαιολόγησαν την εγγραφή του στον οικείο κατάλογο, να τους διαβιβάσει ο ίδιος στο Συμβούλιο προκειμένου, εν τέλει, να επιχειρήσει να το πείσει να αφαιρέσει το όνομά του από τον κατάλογο. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να προσαφθεί στον αναιρεσείοντα ότι δεν μπόρεσε, έστω και εκ των υστέρων, να ανατρέψει το τεκμήριο που δικαιολόγησε την εγγραφή του, αφού το εν λόγω τεκμήριο ουδέποτε περιήλθε πράγματι σε γνώση του. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, δεν είναι από τεχνικής απόψεως δυνατό για το Γενικό Δικαστήριο να αποφαίνεται ότι τυχόν παράλειψη προηγουμένης ακροάσεως του αναιρεσείοντος ουδόλως θα είχε επιρροή επί της νομιμότητας του επίδικου κανονισμού, μολονότι είναι βέβαιο ότι, ελλείψει γνωστοποιήσεως των πραγματικών λόγων για την εγγραφή του ονόματός του στον οικείο κατάλογο, ουδέποτε μπόρεσε στην πράξη να προβάλει λυσιτελώς τις απόψεις του (68).

73.      Για το σύνολο των ανωτέρω λόγων, φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

 γ)     Επί της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου)

74.      Ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων το επίπεδο του δικαιοδοτικού ελέγχου του δεν ήταν επαρκές. Το επιχείρημα της Επιτροπής που αμφισβητεί το παραδεκτό αυτής της αιτιάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων πράγματι μνημόνευσε, στην αίτησή του αναιρέσεως, το ζήτημα της εκτάσεως του δικαιοδοτικού ελέγχου, όταν προέβαλε ότι συντρέχει προσβολή του δικαιώματός του για αποτελεσματική ένδικη προστασία.

75.      Επί της ουσίας, με τη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί στο Συμβούλιο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, σε σχέση με τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, οσάκις αποφασίζει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων επί τη βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ και ότι, ως εκ τούτου, ο δικαστής δεν μπορεί «να υποκαταστήσει το Συμβούλιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων, γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη νομιμότητα αποφάσεων δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας».

76.      Ευθύς εξαρχής πρέπει να παρατηρήσω ότι στην ανωτέρω σκέψη το Γενικό Δικαστήριο κάνει λόγο για «απόφαση» δεσμεύσεως κεφαλαίων, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι έχει δευτερεύουσα σημασία η γενική ισχύς της επίδικης πράξεως επί της οποίας το Γενικό Δικαστήριο τόσο ενέμεινε στο πλαίσιο της εξετάσεως της νομικής βάσεως, και ότι δεν δίστασε να ενισχύσει την εκτίμησή του παραθέτοντας αποφάσεις από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου που εξεδόθησαν στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας μολονότι, σε άλλα χωρία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δημιουργεί την εντύπωση ότι διακρίνει σαφώς μεταξύ των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των μέτρων που λαμβάνονται εις βάρος τρίτης χώρας. Συνεπώς, υπάρχουν ορισμένες εσωτερικές αντιφάσεις στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που καθίστανται σαφείς στην εν λόγω σκέψη 144.

77.      Προκειμένου να επανέλθω στο ζήτημα της εκτάσεως του δικαιοδοτικού ελέγχου, είναι αληθές ότι η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου επί των ζητημάτων αυτών είναι κυμαινόμενη. Η εκτίμηση στην οποία καταλήγει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εμπνέεται ευθέως από τη σκέψη 159 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου. Εντούτοις, με ορισμένες προηγούμενες σκέψεις του, πάντοτε σε αυτήν την τελευταία απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο καθιέρωσε την αρχή ενός πληρέστερου ελέγχου (69). Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο ανέπτυξε μια απολύτως σαφή νομολογιακή γραμμή υπέρ του πλήρους ελέγχου στην απόφαση People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (70), στις αποφάσεις Melli Bank κατά Συμβουλίου και Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (71) και, τέλος, στην απόφαση Kadi κατά Συμβουλίου που εξεδόθη κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως από το Δικαστήριο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (72).

78.      Βεβαίως, φρονώ ότι οι αποφάσεις Melli Bank κατά Συμβουλίου και Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου είναι πλέον κρίσιμες για την υπόθεσή μας, δεδομένου ότι αφορούσαν περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο ενός συστήματος κυρώσεων κατά τρίτης χώρας. Βάσει των δύο αυτών αποφάσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των διατάξεων που καθορίζουν τους γενικούς κανόνες που διέπουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, επί των οποίων πρέπει να υπάρχει περιορισμένος δικαιοδοτικός έλεγχος προκειμένου να μην παραβιάζεται η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που κατά παράδοση αναγνωρίζεται στο Συμβούλιο επί των ζητημάτων αυτών και, αφετέρου, των καταλόγων που απαριθμούν τα πρόσωπα κατά των οποίων στρέφονται in concreto τα περιοριστικά μέτρα που πρέπει να υπόκεινται σε πλήρη δικαιοδοτικό έλεγχο.

79.      Η εκτίμηση αυτή συνάδει απολύτως προς τη νομολογία του Δικαστηρίου. Βεβαίως, το Δικαστήριο ουδέποτε μέχρι τούδε κλήθηκε να αποφανθεί επί της εκτάσεως του δικαιοδοτικού ελέγχου των περιοριστικών μέτρων όπως είναι αυτά τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, έχω ήδη τονίσει ότι η νομολογία που αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας μπορεί, mutatis mutandis, να έχει εφαρμογή και στο πλαίσιο ενός συστήματος κυρώσεων κατά τρίτης χώρας. Ωστόσο, σημειώνω ότι, από της εκδόσεως της αποφάσεως Kadi (73), το Δικαστήριο συνέστησε τον πλήρη έλεγχο των περιοριστικών μέτρων, εκτίμηση την οποία επανέλαβε απερίφραστα στις αποφάσεις E και F, στην οποία απεφάνθη ότι «[η] έλλειψη αιτιολογίας της καταχωρήσεως αυτής μπορεί επίσης να καταστήσει αδύνατον τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας επί της ουσίας, ιδίως όσον αφορά τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξή της. […] Όμως […] η δυνατότητα ασκήσεως αυτού του ελέγχου είναι απαραίτητη για τη δίκαιη στάθμιση μεταξύ της ανάγκης καταστολής της διεθνούς τρομοκρατίας και της προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων» (74). Πλέον προσφάτως, το Δικαστήριο κλήθηκε να οριστικοποιήσει την ανωτέρω νομολογία του (75).

80.      Στο πλαίσιο του προσδιορισμού της εκτάσεως του ελέγχου, αυτό που προέχει δεν είναι τόσο το πλαίσιο της εκδόσεως των περιοριστικών μέτρων —όπως είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας— όσο οι σημαντικές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων επί των ατομικών καταστάσεων των προσώπων που περιλαμβάνονται στους οικείους καταλόγους τα οποία αναμφισβήτητα πλήττονται σοβαρά.

81.      Συνεπώς, καλώ το Δικαστήριο να καθιερώσει, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το ίδιο επίπεδο απαιτήσεων όσον αφορά τον ορισμό του εύρους του δικαιοδοτικού ελέγχου τον οποίον ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εφαρμόζει στην περίπτωση περιοριστικών μέτρων που πλήττουν φυσικά πρόσωπα μη κατέχοντα κυβερνητικές θέσεις στο πλαίσιο ενός συστήματος κυρώσεων κατά τρίτης χώρας, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο Συμβούλιο ως προς την εκτίμηση του πρόσφορου χαρακτήρα των μέτρων αυτών καθώς και των επιμέρους λεπτομερειών υλοποιήσεώς τους.

82.      Έτσι, από τις σκέψεις 144 και 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει προδήλως ότι το επίπεδο του δικαιοδοτικού ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκές, δεδομένου ότι περιορίστηκε να ελέγξει την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, χωρίς ουδέποτε να ελέγξει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων που να στηρίζουν την εκτίμηση του Συμβουλίου ότι ο αναιρεσείων επωφελείται πράγματι από την οικονομική πολιτική του βιρμανικού καθεστώτος.

83.      Δεδομένου ότι μια νέα πλάνη περί το δίκαιο έχει εμφιλοχωρήσει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει αυτό το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως να θεωρηθεί βάσιμο.

 δ)      Επί του ζητήματος της κοινοποιήσεως (τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου)

84.      Ως προς το κατά πόσον ο επίδικος κανονισμός έπρεπε να κοινοποιηθεί ατομικά στον αναιρεσείοντα, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το παραδεκτό του ζητήματος αυτού. Πράγματι, κανένας λόγος ακυρώσεως από αυτούς που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν έθετε εν αμφιβόλω την έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως από το Συμβούλιο. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν περιέλαβε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κάποια εκτίμηση επ’ αυτού του λόγου ακυρώσεως ελλείψει —ακριβώς—προβολής του. Συνεπώς, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο αναιρεσείων είχε την πρόθεση, κατά το στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, να θέσει το ζήτημα αυτό, η επιχειρηματολογία του δεν στρέφεται, εν πάση περιπτώσει, κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, εν προκειμένω ιστάμεθα προδήλως ενώπιον ενός νέου λόγου ακυρώσεως τον οποίο ο αναιρεσείων ανέπτυξε με το υπόμνημά του απαντήσεως στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής με το οποίο η Επιτροπή υπενθυμίζει τα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο άλλων αναιρετικών δικών (76), χωρίς εντούτοις να ενδιαφερθεί να ελέγξει, εκ των προτέρων, εάν τούτο είναι χρήσιμο στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ουδέποτε προέβαλε, με την αίτησή του αναιρέσεως, κάποιον λόγο ή επιχείρημα στηριζόμενο στην παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως. Ως εκ τούτου, η ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των διαδίκων επ’ ευκαιρία του υπομνήματος απαντήσεως και ανταπαντήσεως, κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δεν πρέπει να παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς το παραδεκτό των επιχειρημάτων που αφορούν την κοινοποίηση, τα οποία αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, νέο λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από τη μη τήρηση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου, ο οποίος είναι ως εκ τούτου απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως που δόθηκε επί των λόγων ακυρώσεως που συζητήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστή (77).

85.      Συνεπώς, για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τον τρίτο λόγο αναιρέσεως κατά τα δύο πρώτα σκέλη του.

 Γ       Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του επίδικου κανονισμού

1.      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

86.      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, άπαξ το Συμβούλιο προβεί στην ονομαστική εγγραφή ενός φυσικού προσώπου, υποχρεούται να παραθέσει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την εν λόγω εγγραφή. Τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση κατά την οποία ο αναιρεσείων δεν μπόρεσε να ακουστεί προηγουμένως. Το ίδιο το Συμβούλιο αναγνώρισε αυτή την υποχρέωση παραθέσεως των ειδικών και συγκεκριμένων λόγων εκάστης ατομικής εγγραφής (78). Ακολούθως, στηριζόμενος στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (79), ο αναιρεσείων υπενθυμίζει ότι το Συμβούλιο υποχρεούται να παραθέτει τους λόγους βάσει των οποίων ήχθη στην εκτίμηση ότι ένα συγκεκριμένο άτομο ή μια συγκεκριμένη οντότητα ανήκουν σε κάποια κατηγορία που περιλαμβάνεται στον κανονισμό περί δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων. Συνεπώς, το Συμβούλιο θα έπρεπε να παραθέσει τους ακριβείς λόγους βάσει των οποίων έκρινε ότι ο αναιρεσείων επωφελείτο από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως. Δεν παρατίθενται ούτε ο λόγος εγγραφής του, όπως κάποια εικαζόμενη συμπεριφορά ή το γεγονός ότι είναι ο υιός του πατέρα του, ούτε το τεκμήριο βάσει του οποίου τα μέλη της οικογενείας επωφελούνται από την εν λόγω πολιτική. Ως εκ τούτου, παρά τον νόμο έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι το Συμβούλιο είχε τηρήσει την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως.

87.      Το Συμβούλιο φρονεί ότι οι λόγοι της εγγραφής του αναιρεσείοντος είχαν εκτεθεί με σαφήνεια στην κοινή θέση 2003/297 επί τη βάσει της οποίας δεσμεύθηκαν για πρώτη φορά τα περιουσιακά στοιχεία του αναιρεσείοντος, καθώς και στην κοινή θέση 2006/318 και ότι δεν είχε την υποχρέωση να παραθέσει άλλους λόγους πέραν της μνείας και μόνον του γεγονότος ότι ο αναιρεσείων είναι ο υιός του πατέρα του. Για την Επιτροπή, ο αναιρεσείων αρκείται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που ήδη αναπτύχθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και στα οποία αυτό απάντησε κατά τρόπο απολύτως ορθό εφαρμόζοντας τα παραδοσιακά κριτήρια που έχει καθορίσει η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου για την εκτίμηση της επάρκειας της αιτιολογίας μιας πράξεως. Ο αναιρεσείων δεν αγνοεί επίσης το γεγονός ότι η εγγραφή του αιτιολογείται από τον κίνδυνο καταστρατηγήσεως των μέτρων που ελήφθησαν κατά του πατέρα του. Δεδομένου ότι έκτοτε δεν σημειώθηκε καμία πραγματική ή νομική ουσιαστική μεταβολή, το Συμβούλιο δεν είχε την υποχρέωση να υπενθυμίσει ρητώς τους λόγους εγγραφής του αναιρεσείοντος. Εν πάση περιπτώσει, στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού γίνεται μνεία του γεγονότος ότι ο αναιρεσείων είναι ο υιός του πατέρα του και ότι μπορούσε λόγω της ιδιότητάς του αυτής να εγγραφεί στον οικείο κατάλογο. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη του λόγου αναιρέσεως.

2.      Ανάλυση

88.      Όπως ορθώς τόνισε το Γενικό Δικαστήριο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως σκοπεί να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει εάν η κατ’ αυτού στρεφόμενη πράξη είναι όντως βάσιμη ή εάν πάσχει ενδεχομένως κάποια πλημμέλεια (80). Ο έλεγχος της τηρήσεως από το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την πράξη της υποχρεώσεώς του αιτιολογήσεως παρέχει συνεπώς τη δυνατότητα να προσδιοριστεί εάν ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να προασπίσει τα δικαιώματά του (81).

89.      Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το σημείο αυτό περιλαμβάνει σαφώς δύο μέρη. Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο ήλεγξε την επάρκεια της αιτιολογήσεως όσον αφορά την επιβολή ενός συστήματος κυρώσεων κατά της Βιρμανίας (82)· ακολούθως, διαπίστωσε ότι τα περιοριστικά μέτρα που είχαν ληφθεί κατά του αναιρεσείοντος ήσαν, και αυτά επίσης, αιτιολογημένα (83). Ως προς τη γενική αιτιολόγηση του καθεστώτος κυρώσεων, δεδομένου ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως επιδέχεται αμφισβήτηση, δεν πρόκειται να επανέλθω σε αυτήν.

90.      Άλλως έχουν τα πράγματα όσον αφορά την επενεχθείσα από το Γενικό Δικαστήριο εκτίμηση επί της αιτιολογήσεως όσον αφορά ειδικώς τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα. Εναπέκειτο στο Συμβούλιο να εκθέσει κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο τη συλλογιστική βάσει της οποίας ήχθη στην εγγραφή του ονόματος του αναιρεσείοντος στο παράρτημα που περιλαμβάνει τα «πρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως», προκειμένου ο αναιρεσείων να μπορεί να γνωρίζει τις εκτιμήσεις που δικαιολογούσαν τη λήψη του μέτρου και να προασπίσει τα δικαιώματά του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία φέρει το Συμβούλιο στην περίπτωση περιοριστικών μέτρων προσδιορίζεται επίσης υπό το φως της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, στη διασφάλιση της οποίας πρέπει να συμβάλλει η αιτιολογία της πράξεως. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί εάν πράγματι παρασχέθηκε στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα να αντιληφθεί όσα του προσάπτονταν και να εκτιμήσει τη βασιμότητα των ληφθέντων κατ’ αυτού περιοριστικών μέτρων (84).

91.      Από την ανάγνωση και μόνον του σημείου Ι1γ του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού προκύπτει, πέραν από την ταυτότητα του αναιρεσείοντος, το φύλο του, η ημερομηνία γεννήσεώς του και η εκ πατρικής γραμμής καταγωγή του. Εξάλλου, σε κανένα σημείο του επίδικου κανονισμού δεν γίνεται λόγος για το τεκμήριο βάσει του οποίου τα μέλη της οικογενείας των προσώπων που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της Βιρμανικής Κυβερνήσεως επωφελούνται και τα ίδια από την εν λόγω πολιτική.

92.      Δεν έχω πειστεί από το επιχείρημα του Γενικού Δικαστηρίου ότι το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως του επίδικου κανονισμού, που εκδόθηκε το 2008, εκ του λόγου ότι εξέθεσε, το 2003, σε μια κοινή θέση μέσω της οποίας ο αναιρεσείων περιλήφθηκε για πρώτη φορά στον οικείο κατάλογο, τους λόγους που το ώθησαν να επεκτείνει τη δέσμευση στα μέλη της οικογενείας (85). Αφενός, η τρίτη αιτιολογική σκέψη της κοινής θέσεως 2003/297, επί της οποίας το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τη συλλογιστική του, επισημαίνει μόνον το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων εκτείνεται στα πρόσωπα που επωφελούνται των πολιτικών της Βιρμανικής Κυβερνήσεως καθώς και στην οικογένειά τους, χωρίς να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τους λόγους της εν λόγω επεκτάσεως στα μέλη της οικογενείας. Αφετέρου, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι, επ’ αυτής και μόνον της βάσεως, παρασχέθηκε στον αναιρεσείοντα, ο οποίος ήταν τότε 16 ετών, η δυνατότητα να προασπίσει τα δικαιώματά του, και ότι αυτή η πραγματική κατάσταση εξακολούθησε μέχρις εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, μολονότι ο αναιρεσείων είναι εγγεγραμμένος σε ένα παράρτημα από τον τίτλο του οποίου συνάγεται ότι ο λόγος της εγγραφής του είναι ακριβώς το γεγονός ότι επωφελείται από την οικονομική πολιτική της Βιρμανικής Κυβερνήσεως (86). Το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα όλα τα μέλη της οικογενείας του Pye Phyo Tay Za με οδηγεί στη εκτίμηση ότι ο αναιρεσείων δυσχερώς μπορούσε να θεωρήσει, υπό τις περιστάσεις αυτές, ότι η ιδιότητά του και μόνον ως μέλος της εν λόγω οικογενείας δικαιολογούσε και εξακολουθεί να δικαιολογεί την εγγραφή του στον οικείο κατάλογο. Οι δηλώσεις που περιλαμβάνονται στην αρχική κοινή θέση και επαναλαμβάνονται στις διαδοχικές κοινές θέσεις, και ιδίως αυτή που εφαρμόζει τον επίδικο κανονισμό, περιορίζονται να επισημάνουν ότι πρέπει να δεσμευθούν τα περιουσιακά στοιχεία των μελών της οικογενείας των προσώπων που επωφελούνται (87). Μια τέτοια απλή δήλωση δεν συνιστά αιτιολογία στον βαθμό που η ίδια η βάση για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των εν λόγω προσώπων εξακολουθεί να μην καθορίζεται. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο υποχρεώθηκε, όπως ήδη τόνισα, να δημιουργήσει εκ του μηδενός ένα τεκμήριο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα να διευκρινίζονται, εκ των υστέρων, οι λόγοι που δικαιολογούσαν την εγγραφή του αναιρεσείοντος.

93.      Εντούτοις, ακόμη και το τεκμήριο αυτό δεν είναι μονοσήμαντο. Πράγματι, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η επέκταση της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων στα μέλη της οικογενείας δικαιολογείται από το γεγονός ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι επωφελούνται και τα ίδια της οικονομικής πολιτικής της Βιρμανικής Κυβερνήσεως. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο διευκρίνισε επαρκώς τη φύση του οφέλους που «αντλεί [ο αναιρεσείων] ή ο πατέρας του από την οικονομική πολιτική [της Βιρμανικής Κυβερνήσεως]» (88) εκτιμώντας ότι ο πατέρας επωφελείτο υπό την ιδιότητά του ως διευθύνοντος συμβούλου. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ακριβώς στο πλαίσιο του ελέγχου της επάρκειας της αιτιολογίας, ότι ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να προβάλει άγνοια των λόγων της εγγραφής του στον οικείο κατάλογο, εφόσον επικαλέστηκε, με τα υπομνήματά του, «κίνδυν[ο] καταστρατηγήσεως της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του πατέρα του μέσω ενδεχόμενης μεταβιβάσεως κεφαλαίων σε λοιπά μέλη της οικογενείας του» (89).

94.      Έτσι, η εξαιρετικά δυναμική ερμηνεία του επίδικου κανονισμού στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε ως συνέπεια να άρει όλες τις επιφυλάξεις ως προς την πραγματική αιτιολογία της εγγραφής του αναιρεσείοντος στον οικείο κατάλογο και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί, υπό το πρίσμα της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 106 και 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την παρασχεθείσα αιτιολογία συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεων η συλλογιστική του Συμβουλίου όταν αυτό προέβη στην εν λόγω εγγραφή.

95.      Αυτή η εσωτερική ασυνέπεια του ελέγχου, στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως άγει εν τέλει στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει το Γενικό Δικαστήριο, στον βαθμό που μαρτυρά την δυσχερή θέση στην οποία περιήγαγε το Συμβούλιο τον δικαστή της Ένωσης όταν αυτός κλήθηκε να ασκήσει τον δικαιοδοτικό έλεγχό του επί του επίδικου κανονισμού. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, θα μπορούσε επίσης να συναχθεί ακόμη και το ότι δεν παρασχέθηκε στον εν λόγω δικαστή η δυνατότητα να ασκήσει ορθώς τον έλεγχό του, μολονότι τούτο αποτελεί επίσης σκοπό τον οποίον επιδιώκει η υποχρέωση αιτιολογήσεως.

96.      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν κατά του αναιρεσείοντος, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Δ       Επί του τετάρτου και τελευταίου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της αρχής της αναλογικότητας

1.      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

97.      Ο αναιρεσείων προτάσσει δύο ομάδες επιχειρημάτων. Αφενός, υποστηρίζει ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις που περιβάλλουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν τηρήθηκαν ως προς αυτόν, δεδομένου ότι δεν του παρασχέθηκε σε επαρκή βαθμό η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Ούτε το Συμβούλιο ούτε το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσαν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την ανάγκη να διατηρηθούν τόσο αυστηρά μέτρα εις βάρος του, μολονότι ουδέποτε αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων επωφελήθηκε, σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιονδήποτε άλλο Βιρμανό υπήκοο, από την οικονομική πολιτική του κυβερνητικού καθεστώτος. Αφετέρου, φρονεί ότι τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα αποτελούν σημαντικό περιορισμό του δικαιώματός του ιδιοκτησίας λαμβανομένης υπόψη της γενικής ισχύος και διάρκειάς τους. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι εις βάρος του εφαρμόζονται τέτοια μέτρα από το 2003, ήτοι από τότε που ήταν 16 ετών. Πέραν αυτού, η δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων είναι απόλυτη και άνευ χρονικού ή έστω ποιοτικού περιορισμού· συνεπώς, ο αναιρεσείων πλήττεται σε μόνιμη βάση από τα εν λόγω μέτρα. Έτσι, το δικαίωμα ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος έχει προσβληθεί κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

98.      Το Συμβούλιο, από την πλευρά του, ζητεί την απόρριψη του λόγου αναιρέσεως και συνυπογράφει πλήρως την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογος ή απρόσφορος, υπενθυμίζοντας τη σημασία του επιδιωκόμενου από τον επίδικο κανονισμό σκοπού και τη δυνατότητα που παρέχεται στον αναιρεσείοντα να αποδείξει ότι δεν έχει σχέση με τον πατέρα του και, με τον τρόπο αυτόν, να άρει τους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματός του ιδιοκτησίας. Συνεπώς, τα μέτρα κατά του αναιρεσείοντος έχουν, κατά το Συμβούλιο, περιορισμένη χρονική ισχύ. Εξάλλου, το Συμβούλιο θεωρεί επίσης ότι παρεσχέθη επαρκώς στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του, δεδομένου ότι το Συμβούλιο επανεξέτασε, κατόπιν δικού του αιτήματος, την κατάστασή του. Συνεπώς, τα κατ’ αυτού περιοριστικά μέτρα αποτελούν όντως δικαιολογημένους και σύμφωνους προς την αρχή της αναλογικότητας περιορισμούς του δικαιώματός του ιδιοκτησίας.

99.      Η Επιτροπή συντάσσεται με την άποψη του Συμβουλίου. Εντούτοις, προσθέτει δύο στοιχεία. Κατ’ αρχάς, φρονεί ότι το επιχείρημα ότι ο αναιρεσείων δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του ενώπιον των αρχών είναι αλυσιτελές. Ακολούθως, η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα του επιχειρήματος του αναιρεσείοντος ότι τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα πλήττουν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του, ενώ από το άρθρο 21 του επίδικου κανονισμού συνάγεται ότι τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται μόνο στο έδαφος της Ένωσης και, εκτός του εδάφους της Ένωσης, μόνο στους υπηκόους της Ένωσης, στα νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου κράτους μέλους της Ένωσης ή στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε σχέση με τις ασκούμενες εντός της Ένωσης δραστηριότητες.

2.      Ανάλυση

100. Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπενθυμίζει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνάγεται ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν θεωρείται, εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης, ως ένα απόλυτο προνόμιο, αλλά, αντιθέτως, πρόκειται για ένα δικαίωμα το οποίο επιδέχεται περιορισμών. Ιδίως, η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί επιδιώκουν σκοπό γενικού συμφέροντος επιδιωκόμενο από την Κοινότητα και ότι δεν συνιστούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και αφόρητη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία του εν λόγω δικαιώματος.

101. Ευθύς εξαρχής σημειώνω ότι ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι ο επίδικος κανονισμός επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος. Ούτε οι λοιποί διάδικοι αμφισβήτησαν το γεγονός ότι, μέσω των επιβληθέντων μέτρων, ο αναιρεσείων υφίσταται περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματός του ιδιοκτησίας που πρέπει να χαρακτηριστεί σημαντικός (90). Επομένως, απομένει να διαπιστωθεί κατά πόσον ο εν λόγω περιορισμός συνιστά υπέρμετρη και αφόρητη επέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος.

102. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε τη νομολογιακή αρχή βάσει της οποίας «η σημασία των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η περί κυρώσεων ρύθμιση δύναται να δικαιολογήσει τις αρνητικές, και μάλιστα σημαντικές, συνέπειες για ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, περιλαμβανομένων αυτών που δεν έχουν καμία ευθύνη όσον αφορά την κατάσταση που οδήγησε στην επιβολή των οικείων μέτρων, των οποίων όμως θίγονται, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας» (91).

103. Ως προς το επιχείρημα που στηρίζεται στη διάρκεια ισχύος των περιοριστικών μέτρων, υπενθυμίζω ότι η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σκοπούσε ακριβώς να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού, και πιο συγκεκριμένα τη νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων τα οποία θέτει σε εφαρμογή εις βάρος του αναιρεσείοντος. Βεβαίως, στην πραγματικότητα η ισχύς των εν λόγω μέτρων ανανεώνεται. Εντούτοις, φρονώ ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο κατ’ αρχάς της προσφυγής ακυρώσεως και εν συνεχεία της αιτήσεως αναιρέσεως δεν θα έπρεπε να έχουν ως αντικείμενο να κληθεί το Δικαστήριο να αποφανθεί, έστω και παρεμπιπτόντως, επί της νομιμότητας των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά του αναιρεσείοντος από το 2003. Εκτός και εάν αποδεχθεί τον κίνδυνο να διευρύνει σε σημαντικό βαθμό το αντικείμενο της διαφοράς, πράγμα το οποίο είναι κατ’ αρχήν απαγορευμένο στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει τα περιοριστικά μέτρα των οποίων η ισχύς ανανεώθηκε το 2008 με τον επίδικο κανονισμό ως προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας λόγω του γεγονότος ότι τέτοια μέτρα επιβάλλονταν από το 2003, και ενόσω ο αναιρεσείων ήταν τότε ανήλικος. Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα που στηρίζεται στο γεγονός ότι τα περιοριστικά μέτρα που διατηρήθηκαν σε ισχύ με τον επίδικο κανονισμό εφαρμόζονται από το 2003 επί τη βάσει άλλων κανονιστικών πράξεων και συνιστούν, ως εκ τούτου, αφόρητο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος.

104. Ως προς το επιχείρημα που στηρίζεται στον απόλυτο και απεριόριστο χαρακτήρα της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, υπό το φως των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου, ότι ο επίδικος κανονισμός προβλέπει τη δυνατότητα να επιτραπεί η αποδέσμευση ή η χρήση περιουσιακών στοιχείων υπό ορισμένες συνθήκες, ιδίως προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες των προσώπων που περιλαμβάνονται στον οικείο κατάλογο (92).

105. Τέλος, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς όσα απαιτεί το άρθρο 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), ουδέποτε του παρασχέθηκε επαρκώς η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Επομένως, αυτό το σκέλος αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να περιβάλουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

106. Συναφώς, είναι αληθές ότι το Δικαστήριο ασπάστηκε τις απαιτήσεις που θέτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά το οποίο «[π]αρά τη σιωπή του άρθρου 1 του πρώτου πρωτοκόλλου ως προς τις διαδικαστικές απαιτήσεις, οι εφαρμοστέες διαδικασίες […] πρέπει επίσης να παρέχουν επαρκώς στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον των αρμόδιων αρχών προκειμένου να αμφισβητήσει κατά τρόπο αποτελεσματικό τα μέτρα που θίγουν τα κατοχυρούμενα από τη διάταξη αυτή δικαιώματα. Προς διασφάλιση της τηρήσεως αυτής της προϋποθέσεως, πρέπει οι εφαρμοστέες διαδικασίες να εξετάζονται υπό ένα γενικότερο πρίσμα» (93).

107. Το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αυτές τις διαδικαστικές απαιτήσεις και έκρινε ότι, από το 2003, ο αναιρεσείων είχε επανειλημμένως τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του (94). Προκειμένου να στηρίξει την εκτίμησή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει μεταξύ άλλων στην ανάλυση στην οποία προέβη σε σχέση με τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος για μια δίκαιη δίκη και του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική ένδικη προστασία.

108. Μολονότι δεν έχω πεισθεί, όπως σαφώς προκύπτει από όσα υποστήριξα ανωτέρω (95), ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη, στην παρούσα συνάφεια, οι δυνατότητες που είχε ενδεχομένως ο αναιρεσείων να εκθέσει τις απόψεις του όταν το επέτρεψε η εξέλιξη των πράξεων που επηρέασαν την κατάστασή του από το 2003, θεωρώ αντιθέτως πολύ πιο πειστικό το επιχείρημα που στηρίζεται στην ύπαρξη ανακοινώσεως η οποία δημοσιεύθηκε από το Συμβούλιο στις 11 Μαρτίου 2008 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (96), η οποία είχε μεταξύ άλλων ως αντικείμενο να εφιστήσει την προσοχή των προσώπων που περιλαμβάνονταν στον οικείο κατάλογο στη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου προκειμένου να επανεξεταστεί η απόφαση βάσει της οποίας περιελήφθησαν στον σχετικό κατάλογο και στη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Μολονότι έπεται κατά τι της δημοσιεύσεως του επίδικου κανονισμού, η ανακοίνωση αυτή συνιστά αναμφισβήτητα διαδικαστική παράμετρο που είναι σημαντική για τη διασφάλιση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και την άσκησή του. Εξάλλου, κατόπιν της δημοσιεύσεως της εν λόγω ανακοινώσεως υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ του αναιρεσείοντος και του Συμβουλίου. Η ύπαρξη αυτής της ανακοινώσεως αποτελεί επίσης το στοιχείο που συνιστά τη θεμελιώδη ειδοποιό διαφορά σε σχέση με την κατάσταση του Υ. Α. Kadi, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων. Πράγματι, στην υπόθεση Kadi, ο επίδικος κανονισμός «εκδόθηκε χωρίς ουδόλως να παρασχεθεί [στον αναιρεσείοντα] η δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του ενώπιον των αρμοδίων αρχών» (97). Δεν μπορεί να λεχθεί το αυτό στην υπό κρίση υπόθεση.

109. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως.

IV – Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

110. Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

111. Φρονώ ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, τουλάχιστον όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

112. Όπως πρότεινα στο σημείο 46 των παρουσών προτάσεων, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που πρότεινε ο αναιρεσείων πρωτοδίκως και ο οποίος στηριζόταν στην έλλειψη νομικής βάσεως του επίδικου κανονισμού.

113. Όπως προελέχθη, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στην απόφασή του, σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας κατά τρόπο υπέρμετρα διασταλτικό τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές και για τους προεκτεθέντες λόγους, φρονώ ότι πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφυγής και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί ο επίδικος κανονισμός όσον αφορά τον αναιρεσείοντα ελλείψει νομικής βάσεως.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

114. Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οσάκις η αναίρεση είναι βάσιμη και το Δικαστήριο εκδικάζει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

115. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων προέβαλε το αίτημα αυτό, πρέπει να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

VI – Πρόταση

116. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

«1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010 στην υπόθεση T‑181/08, Tay Za κατά Συμβουλίου.

2)      Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 194/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την ανανέωση της ισχύος και την ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 817/2006, στον βαθμό που ο κανονισμός αυτός αφορά τον αναιρεσείοντα.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της κατ’ αναίρεση δίκης.

4)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Απόφαση της 19ης Μαΐου 2010, T‑181/08 (Συλλογή 2010, σ. ΙI‑1965).


3 –      ΕΕ L 66, σ. 1.


4 –      Η πρώτη δράση της Ένωσης έλαβε τη μορφή της κοινής θέσεως 96/635/ΚΕΠΠΑ, της 28ης Οκτωβρίου 1996, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Ι.2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τη Βιρμανία/Μιανμάρ (ΕΕ L 287, σ. 1). Προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων, και πλην της περιπτώσεως που η παραπομπή στον ακριβή τίτλο μιας πράξεως το καθιστά υποχρεωτικό, θα χρησιμοποιώ εν συνεχεία μόνον την ονομασία «Βιρμανία».


5 –      Κοινή θέση 2000/346/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2000, για την παράταση και την τροποποίηση της κοινής θέσης 96/635 όσον αφορά τη Βιρμανία/Μιανμάρ (ΕΕ L 122, σ. 1).


6 –      ΕΕ L 106, σ. 36.


7 –      Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 9 της κοινής θέσης 2003/297.


8 –      ΕΕ L 340, σ. 81.


9 –      ΕΕ L 125, σ. 61.


10 –      ΕΕ L 108, σ. 88.


11 –      Τα ονόματα των δύο αδελφών του αναιρεσείοντος που αναγράφονταν στον κατάλογο που ήταν προσαρτημένος στην κοινή θέση 2004/423 δεν περιελήφθησαν στην κοινή θέση 2005/340. Εντούτοις, η τελευταία αυτή κοινή θέση προσέθεσε το όνομα ενός θείου του αναιρεσείοντος (βλ. σημείο Ι2α του παραρτήματος I της κοινής θέσης 2005/340).


12 –      Κοινή θέση του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2007, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 107, σ. 8). Η σύζυγος του αδελφού του πατέρα του αναιρεσείοντος αναγράφεται, για πρώτη φορά, στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δεσμευθούν.


13 –      Κοινή θέση του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2007, για την τροποποίηση της κοινής θέσης 2006/318/ΚΕΠΠΑ για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 308, σ. 1). Ο παππούς του αναιρεσείοντος και η εταιρία του πατέρα του αναιρεσείοντος μνημονεύονται, για πρώτη φορά, στον κατάλογο που προσαρτάται στην κοινή θέση 2007/750.


14 –      Κοινή θέση του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 116, σ. 57).


15 –      Κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) 385/2008 της Επιτροπής, της 29ης  Απριλίου 2008 (ΕΕ L 116, σ. 5) που τροποποίησε τον επίδικο κανονισμό, η επικεφαλίδα Ι του παραρτήματος VI περιλαμβάνει πλέον τα «[π]ρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτικής της κυβέρνησης και λοιπά πρόσωπα που σχετίζονται με το καθεστώς».


16 –      Αντιστοίχως στις θέσεις Ι1β, Ι1δ και Ι1ε.


17 –      ΕΕ C 65, σ. 12.


18 –      ΕΕ L 108, σ. 20.


19 –      Βλ. σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


20 –      Δεδομένου ότι ο κανονισμός 353/2009 συνιστά απλώς εκτελεστικό κανονισμό του κανονισμού 194/2008 (βλ. σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) ο οποίος, χωρίς να τροποποιεί περαιτέρω το σώμα του βασικού κανονισμού, απλώς μεταγράφει, στα παραρτήματα, τα στοιχεία που αφορούν τον αναιρεσείοντα και παρέχονται ήδη με τον επίδικο κανονισμό, θα περιοριστώ στις αναπτύξεις που ακολουθούν στην εξέταση του επίδικου κανονισμού.


21 –      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P (Συλλογή 2008, σ. I‑6351).


22 –      Κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (κυρώσεων) στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής και της κοινής ασφάλειας της ΕΕ (έγγραφο 15114/05 της 2ας Δεκεμβρίου 2005). Ο αναιρεσείων παραπέμπει ειδικότερα στο σημείο 19 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.


23 –      Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψεις 166 και 168).


24 –      Βλ. σκέψεις 61 έως 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


25 –      Σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


26 –      Σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


27 –      Βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 24 επ. των προτάσεών μου επί της υποθέσεως αυτής, C‑380/09 P (που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


28 –      Βλ. σημείο 67 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C‑548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Συλλογή 2011, σ. I‑11381).


29 –      Βλ. σημεία A έως Θ του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού.


30 –      Τα σημεία Α έως Θ του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού περιλαμβάνουν πράγματι τόσο τους ίδιους τους κυβερνώντες (μέλη του Κρατικού Συμβουλίου Ειρήνης κ.λπ.) όσο και τα μέλη των οικογενειών τους.


31 –      Σημείο Ι του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού.


32 –      Πράγματι, είναι λυπηρό το γεγονός ότι το σημείο 19 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 εξαφανίστηκε από το νέο κείμενο των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών (έγγραφο 17464/09 της 15ης Δεκεμβρίου 2009). Εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν έχουν προφανώς δεσμευτική ισχύ.


33 –      Βλ. δεύτερη αιτιολογική σκέψη της κοινής θέσης 2007/750.


34 –      Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη της κοινής θέσης 2007/750· η υπογράμμιση δική μου.


35 –      Βλ. πρώτη αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού.


36 –      Αυτόθι.


37 –      Η υπογράμμιση δική μου.


38 –      Μνεία των εν λόγω συμβούλων γίνεται και στη προηγούμενη σκέψη, ήτοι στη σκέψη 66.


39 –      Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, ο αναιρεσείων παραπέμπει στις αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-5373), καθώς και της 10ης Ιουλίου 2001, C‑315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 2001, σ. I-5281).


40 –      Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, T‑246/08 και T‑332/08, Melli Bank κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑2629).


41 –      Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑3967).


42 –      Ο αναιρεσείων κάνει μνεία των σημείων 9, 10 και 17 των κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (κυρώσεων) στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας της ΕΕ (έγγραφο 15114/05 της 2ας Δεκεμβρίου 2005).


43 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Kadi (σκέψη 326).


44 –      Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008, T‑284/08, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. II‑3487, σκέψη 74).


45 –      Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, T‑85/09, Kadi κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. ΙI‑5177). Ο αναιρεσείων παραπέμπει στις σκέψεις 123, 125 και 126 καθώς και στις σκέψεις 129 έως 142 της εν λόγω αποφάσεως.


46 –      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02 (Συλλογή 2006, σ. II‑4665, σκέψη 159).


47 –      Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40.


48 –      Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46.


49 –      Σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


50 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (σκέψη 91).


51 –      Βλ. σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


52 –      Βλ. σημείο 67 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28).


53 –      Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, C‑548/09 P.


54 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (σκέψεις 45 και 46 και σκέψη 51).


55 –      Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψη 334).


56 –      Αυτόθι, σκέψη 42.


57 –       Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (σκέψη 47).


58 –      Σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


59 –      Σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


60 –      Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη της κοινή θέσεως 2006/318. Εξάλλου, ουδεμία μνεία περιλαμβάνει ο επίδικος κανονισμός η οποία να διευκρινίζει ότι πρέπει να δεσμεύονται και τα περιουσιακά στοιχεία των μελών της οικογενείας.


61 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Kadi (σκέψεις 339 και 340).


62 –      Αυτόθι, σκέψη 338.


63 –      Αυτόθι, σκέψη 341.


64 –      Βλ. σκέψεις 129 έως 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


65 –      Αυτόθι, σκέψη 131.


66 –      Αυτόθι, σκέψη 132.


67 –      Αυτόθι.


68 –      Κατ’ αναλογία, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (σκέψη 162).


69 –      Βλ. σκέψη 154 της αποφάσεως.


70 –      Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψεις 74 και 75).


71 –      Αντιστοίχως προπαρατεθείσες αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου (σκέψεις 45 και 46), και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (σκέψεις 36 και 37).


72 –      Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψεις 126, 132 έως 135). Για μια σύνθεση της επί του θέματος νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου, βλ. σκέψεις 139 επ. της εν λόγω αποφάσεως.


73 –      Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψη 326).


74 –      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010 (Συλλογή 2010, σ. Ι‑6213, σκέψη 57).


75 –      Βλ. σημεία 254 και 255 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston επί της εκκρεμούσας υποθέσεως Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran (C‑27/09 P).


76 –      Κατά τα λεγόμενά της: βλ. σημείο 41 του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής.


77 –      Βλ., από την πλούσια νομολογία, αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. Ι‑8533, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


78 –      Συναφώς, ο αναιρεσείων μνημονεύει το έγγραφο 7697/07 με ημερομηνία 3 Απριλίου 2007, στο οποίο παραπέμπει το ίδιο το Συμβούλιο με το υπόμνημά του αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


79 –      Προπαρατεθείσες αποφάσεις Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, καθώς και Melli Bank κατά Συμβουλίου.


80 –      Σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


81 –      Απόφαση της 17ης Μαρτίου 1983, 294/81, Control Data Belgium κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 911, σκέψη 14).


82 –      Σκέψεις 99 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


83 –      Σκέψεις 103 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


84 –      Βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (σκέψη 87).


85 –      Βλ. σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


86 –      Η έκδοση του κανονισμού 353/2008, κάνοντας πρόσθετη αναφορά στα λοιπά πρόσωπα που συνδέονται με το καθεστώς (βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων), δεν βελτίωσε ως προς το σημείο αυτό τη θέση του αναιρεσείοντος.


87 –      Βλ., μεταξύ άλλων, την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της κοινής θέσεως 2006/318.


88 –      Σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


89 –      Σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


90 –      Βλ. σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


91 –      Σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


92 –      Σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και άρθρο 13 του επίδικου κανονισμού.


93 –      ΕΔΔΑ, απόφαση Bäck κατά Φινλανδίας της 20ής Ιουλίου 2004, Recueildesarrêtsetdécisions, 2004-VII, § 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης προπαρατεθείσα απόφαση Kadi (σκέψη 368).


94 –      Σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


95 –      Βλ. σημείο 103 των παρουσών προτάσεων.


96 –      Προπαρατεθείσα (σημείο 14 των παρουσών προτάσεων).


97 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kadi (σκέψη 369).