Language of document : ECLI:EU:T:2013:238

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Μαΐου 2013 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος που απεικονίζει κοτόπουλο – Προγενέστερο εικονιστικό εθνικό σήμα που απεικονίζει κοτόπουλο – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑249/11,

Sanco, SA, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον A. Segura Roda, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον J. Crespo Carrillo,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Marsalman, SL, με έδρα τη Βαρκελώνη,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (υπόθεση R 1073/2010‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Sanco, SA και Marsalman, SL,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαΐου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, ως εκ τούτου, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 18 Φεβρουαρίου 2008, η Marsalman, SL υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 29, 35 και 39 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 29: «Κοτόπουλα»·

–        κλάση 35: «Υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικές αντιπροσωπείες, υπηρεσίες δικαιοχρήσεως, εξαγωγές και εισαγωγές· υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πωλήσεως πάσης φύσεως προϊόντων διατροφής και υπηρεσίες πωλήσεως πάσης φύσεως προϊόντων διατροφής μέσω παγκόσμιων ηλεκτρονικών δικτύων»·

–        κλάση 39: «Υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 28/2008 της 14ης Ιουλίου 2008.

5        Στις 14 Οκτωβρίου 2008, η προσφεύγουσα, Sanco, SA, άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του ζητουμένου σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο εικονιζόμενο κατωτέρω προγενέστερο εικονιστικό ισπανικό σήμα:

Image not found

7        Το σήμα αυτό προσδιόριζε προϊόντα των κλάσεων 29 και 31 τα οποία αντιστοιχούσαν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 29: «Κρέατα, πουλερικά και κυνήγι· εκχυλίσματα κρέατος»·

–        κλάση 31: «Ζώντα ζώα».

8        Ο προβληθείς προς στήριξη της ανακοπής λόγος ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 207/2009].

9        Στις 13  Απριλίου 2010, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε μερικώς την ανακοπή, μην κάνοντας δεκτή την καταχώριση του ζητουμένου σήματος για τα εμπίπτοντα στην κλάση 29 «κοτόπουλα» και για τις «υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πωλήσεως πάσης φύσεως προϊόντων διατροφής και [τις] υπηρεσίες πωλήσεως πάσης φύσεως προϊόντων διατροφής μέσω παγκόσμιων ηλεκτρονικών δικτύων» της κλάσεως 35. Απέρριψε όμως την ανακοπή ως προς τις «υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικές αντιπροσωπείες, υπηρεσίες δικαιοχρήσεως, εξαγωγές και εισαγωγές», που ενέπιπταν στην κλάση 35, και ως προς τις «υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων», που ενέπιπταν στην κλάση 39.

10      Στις 14 Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, στο μέτρο που απέρριπτε μερικώς την ανακοπή της.

11      Με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών καθόσον απέρριπτε μερικώς την ανακοπή. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν τόσο από τον μέσο καταναλωτή που ανήκει στο ευρύ κοινό όσο και από τον μέσο καταναλωτή που ανήκει σε εξειδικευμένο κοινό. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι οι υπηρεσίες που καλύπτονταν από το ζητούμενο σήμα, δηλαδή οι «υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικές αντιπροσωπείες, υπηρεσίες δικαιοχρήσεως, εξαγωγές και εισαγωγές» και οι «υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων», δεν ομοίαζαν προς τα προϊόντα τα οποία καλύπτονταν από το προγενέστερο σήμα, δηλαδή τα «κρέατα, πουλερικά και κυνήγι· εκχυλίσματα κρέατος» και τα «ζώντα ζώα». Δεδομένης της ελλείψεως ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονταν από τα συγκρουόμενα σημεία, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως του ζητουμένου σήματος και του προγενεστέρου εικονιστικού εθνικού σήματος, χωρίς να απαιτείται να γίνει σύγκριση μεταξύ των επιδίκων σημείων.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να μη δεχθεί την καταχώριση του ζητουμένου σήματος για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά το σήμα αυτό·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

13      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

14      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον δεν υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων που προστατεύονταν από το προγενέστερο σήμα και των «υπηρεσιών διαφημίσεως, εμπορικών αντιπροσωπειών, υπηρεσιών δικαιοχρήσεως, εξαγωγών και εισαγωγών», καθώς και των «υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων» τις οποίες αφορούσε το ζητούμενο σήμα, δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, μεταξύ των επίμαχων σημάτων, χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε σύγκριση των εν λόγω σημείων (σημεία 22 και 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, διότι υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων που προσδιορίζονταν από το προγενέστερο σήμα και των εν λόγω υπηρεσιών τις οποίες αφορούσε το ζητούμενο σήμα.

15      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το ζητούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα.

16      Επομένως, όταν δεν υφίσταται ταύτιση ή ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα επίμαχα σημεία, δεν μπορεί να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 22).

17      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι συντρέχει κίνδυνος συγχύσεως όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Όπως έχει γίνει δεκτό, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σύμφωνα με την αντίληψη που έχει το ενδιαφερόμενο κοινό για τα επίμαχα σημεία και προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

18      Εξ αυτού συνάγεται ότι τυχόν μικρή ομοιότητα των καλυπτόμενων από τα επίμαχα σημεία προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα των σημείων και αντιστρόφως (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 19).

19      Βάσει των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ουδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα επίμαχα σήματα μπορεί να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των εν λόγω σημάτων χωρίς να χρειάζεται να γίνει σφαιρική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων, του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες.

20      Συνεπώς, πρέπει εν προκειμένω να κριθεί αν το τμήμα προσφυγών μπορούσε, χωρίς να σφάλλει, να θεωρήσει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορούσαν τα επίμαχα σήματα δεν παρουσίαζαν καμία ομοιότητα, οπότε αποκλειόταν ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημάτων αυτών, και να μην προβεί σε σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

 Επί της συγκρίσεως των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών

 Θεωρήσεις επί της αρχής

21      Για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, έχει διαπιστωθεί από πάγια νομολογία ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

22      Όσον αφορά ειδικότερα τη συμπληρωματικότητα μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών, υπενθυμίζεται ότι ως συμπληρωματικά νοούνται εκείνα τα προϊόντα ή υπηρεσίες μεταξύ των οποίων υφίσταται στενή σχέση, υπό την έννοια ότι το ένα είναι αναγκαίο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, με συνέπεια οι καταναλωτές να δύνανται να θεωρήσουν ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη κατασκευής των ως άνω προϊόντων ή παροχής των ως άνω υπηρεσιών [προμνησθείσα στη σκέψη 21 απόφαση PiraÑAM diseño original Juan Bolaños, σκέψη 48, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 2009, T‑316/07, Commercy κατά ΓΕΕΑ ‑ easyGroup IP Licensing (easyHotel), Συλλογή 2009, σ. II‑43, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Έτσι, για τους σκοπούς της εκτιμήσεως του συμπληρωματικού χαρακτήρα των προϊόντων και των υπηρεσιών, πρέπει, εν τέλει, να λαμβάνεται υπόψη η αντίληψη του εν λόγω κοινού όσον αφορά τη σπουδαιότητα που έχει για τη χρήση ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας ένα άλλο προϊόν ή υπηρεσία.

23      Έτσι, η εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών με βάση τον ανταγωνιστικό ή συμπληρωματικό χαρακτήρα τους προϋποθέτει τον καθορισμό του καταναλωτή των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

–       Επί του ενδιαφερομένου κοινού

24      Στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος [βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

25      Το ενδιαφερόμενο κοινό για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως αποτελείται από τους χρήστες που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν τόσο τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα όσο και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τα οποία αφορά το ζητούμενο σήμα [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2011, T‑408/09, ancotel κατά ΓΕΕΑ – Acotel (ancotel), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

26      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως, εξαγωγών και εισαγωγών, καθώς και οι υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων αναφέρονται σε υπηρεσίες που προορίζονται, αφενός, για ένα ευρύ κοινό και, αφετέρου, για ένα εξειδικευμένο κοινό. Υπογράμμισε εν συνεχεία ότι ορισμένες από τις ως άνω υπηρεσίες απευθύνονταν γενικώς σε εμπορικές επιχειρήσεις. Εξ αυτού συνήγαγε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνίστατο τόσο στον μέσο καταναλωτή ο οποίος ανήκε στο ευρύ κοινό όσο και στον μέσο καταναλωτή που ανήκε σε πιο εξειδικευμένο κοινό (βλ. σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι προαναφερθείσες υπηρεσίες απευθύνονταν σε επαγγελματίες. Πράγματι, τέτοιες υπηρεσίες είναι πιθανόν να ζητούνται από επαγγελματίες. Επίσης, δεν αποκλείεται ορισμένες από τις ως άνω υπηρεσίες να απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Εξάλλου, όσον αφορά τα «κρέατα, πουλερικά και κυνήγι, εκχυλίσματα κρέατος» και τα «ζώντα ζώα», επισημαίνεται ότι, έστω και αν τα εν λόγω προϊόντα παρασκευάζονται από επαγγελματίες, η δε εκτροφή ζώντων ζώων γίνεται κυρίως από επαγγελματίες, τα προϊόντα αυτά αγοράζονται τόσο από ιδιώτες όσο και από επαγγελματίες.

28      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλμα όταν έκρινε, εν προκειμένω, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών περιελάμβανε τόσο επαγγελματίες όσο και ιδιώτες.

–       Επί της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και των υπηρεσιών διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως καθώς και εξαγωγών και εισαγωγών

29      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι δεν υφίστατο ομοιότητα μεταξύ, αφενός, των «κρεάτων, πουλερικών και κυνηγιού, εκχυλισμάτων κρέατος» καθώς και των «ζώντων ζώων», τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα, και, αφετέρου, των «υπηρεσιών διαφημίσεως, εμπορικών αντιπροσωπειών, υπηρεσιών δικαιοχρήσεως, εξαγωγών και εισαγωγών», τις οποίες αφορά το ζητούμενο σήμα.

30      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ως άνω εκτίμηση για τον λόγο ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και προϊόντα συνδέονται μεταξύ τους, το δε ενδιαφερόμενο κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την ως άνω εκτίμηση και παραπέμπει, κατ’ ουσίαν, στη συλλογιστική που αναπτύσσεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

31      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το κρέας, τα πουλερικά, το κυνήγι, τα εκχυλίσματα κρέατος και τα ζώντα ζώα διέφεραν από τις υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως καθώς και εξαγωγών και εισαγωγών ως εκ της φύσεως, του προορισμού και της χρήσεώς τους. Τα προαναφερθέντα προϊόντα και υπηρεσίες δεν είναι ούτε εναλλάξιμα μεταξύ τους ούτε ανταγωνιστικά, πράγμα που δεν αμφισβητείται άλλωστε από την προσφεύγουσα.

32      Όσον αφορά τα δίκτυα διανομής, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, ότι τα δίκτυα αυτά διέφεραν μεταξύ τους για τον λόγο ότι ήταν ελάχιστα πιθανόν, αν όχι αδύνατον, ένα πτηνοτροφικό αγρόκτημα ή μια πτηνοτροφική μονάδα να χρησιμοποιείται για την προσφορά σε επιχειρήσεις υπηρεσιών διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως ή εξαγωγών και εισαγωγών. Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμώντας ότι τα δίκτυα διανομής αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών διέφεραν μεταξύ τους.

33      Εντούτοις, όπως εκτίθεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, κατά την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

34      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούσε το προγενέστερο σήμα και οι υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως καθώς και εξαγωγών και εισαγωγών δεν ήταν καν συμπληρωματικά μεταξύ τους, διότι η φύση, η χρήση και τα δίκτυα διανομής προϊόντων όπως τα κοτόπουλα και τα ζώντα ζώα δεν είχαν καμία σχέση με τις ως άνω υπηρεσίες, πράγμα που ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται ευχερώς (βλ. σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Έτσι, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι, από την άποψη του ενδιαφερόμενου κοινού, τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες δεν ήταν συμπληρωματικά μεταξύ τους, για τον λόγο ότι δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ της φύσεώς τους, της χρήσεώς τους και των δικτύων διανομής τους.

36      Εντούτοις, όπως εκτίθεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, η συμπληρωματικότητα μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών στο πλαίσιο του κινδύνου συγχύσεως δεν εκτιμάται με βάση την ύπαρξη για το ενδιαφερόμενο κοινό μιας σχέσεως μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών από την άποψή της φύσεώς τους, της χρήσεώς τους και των δικτύων διανομής τους, αλλά με βάση την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, δηλαδή με βάση την αναγκαιότητα ή τη σπουδαιότητα του ενός για τη χρήση του άλλου, με συνέπεια το εν λόγω κοινό να ενδέχεται να θεωρήσει ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη παρασκευής των ως άνω προϊόντων ή παροχής των ως άνω υπηρεσιών.

37      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να αρνηθεί την ύπαρξη συμπληρωματικότητας μεταξύ των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών για τον λόγο και μόνον ότι ουδεμία σχέση υπήρχε μεταξύ της φύσεως, της χρήσεως και των δικτύων διανομής τους. Πράγματι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το τμήμα προσφυγών έλαβε ξανά υπόψη τη φύση, τη χρήση και τα δίκτυα διανομής των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, χωρίς να αποφανθεί ως προς τη σπουδαιότητα του ενός για τη χρήση του άλλου από πλευράς του ενδιαφερομένου κοινού.

38      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σχέση μεταξύ της χρήσεως των εν λόγω προϊόντων και της χρήσεως των εν λόγω υπηρεσιών στην οποία αναφέρθηκε το τμήμα προσφυγών, επισημαίνεται ότι το ως άνω κριτήριο δεν παρέχει δυνατότητα για πλήρη εκτίμηση του απαραίτητου ή έστω σημαντικού χαρακτήρα των εν λόγω προϊόντων για τις εν λόγω υπηρεσίες και αντιστρόφως, την οποία προϋποθέτει η ανάλυση της συμπληρωματικότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών αυτών. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση ενός προϊόντος ή υπηρεσίας είναι άσχετη με τη χρησιμοποίηση ενός άλλου προϊόντος ή υπηρεσίας δεν σημαίνει πάντοτε ότι η χρήση του ενός δεν είναι σημαντική ή απαραίτητη για τη χρήση του άλλου.

39      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε ορθώς ιδίως το ζήτημα αν, από την πλευρά ενός επαγγελματία αγοραστή κοτόπουλων ή κρέατος, οι υπηρεσίες διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως ή εισαγωγών και εξαγωγών ήταν σημαντικές κατά την αγορά των κοτόπουλων ή του κρέατός του σε σημείο που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η ίδια επιχείρηση έφερε την ευθύνη παρασκευής αυτών των προϊόντων ή παροχής αυτών των υπηρεσιών.

40      Αυτή η αστοχία της εξετάσεως την οποία διενήργησε το τμήμα προσφυγών υπογραμμίζεται από τα όσα υποστήριξε το ΓΕΕΑ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οποία ένας παραγωγός κρέατος μπορούσε να παράσχει στους πελάτες του υπηρεσία εισαγωγών και εξαγωγών για τα δικά του προϊόντα. Ειδικότερα, αν τούτο αληθεύει, δεν αποκλείεται το ενδιαφερόμενο για τα εν λόγω προϊόντα κοινό να θεωρεί ότι, για την αγορά αυτών των προϊόντων, μια υπηρεσία εισαγωγών και εξαγωγών έχει σημαντικό χαρακτήρα, οπότε να θεωρήσει ότι αυτά τα προϊόντα και αυτή η υπηρεσία προέρχονται από μία και την αυτή επιχείρηση. Το γεγονός, το οποίο επικαλέσθηκε το ΓΕΕΑ, ότι η ως άνω υπηρεσία εισαγωγών και εξαγωγών δεν παρέχεται έναντι αντιπαροχής και δεν προσφέρεται σε τρίτους δεν θίγει την ως άνω εκτίμηση. Πράγματι, αφενός, δεν αποδεικνύεται ότι, στην περίπτωση την οποία επικαλέσθηκε το ΓΕΕΑ, η εν λόγω υπηρεσία προσφέρεται δωρεάν ή ότι δεν αποτελεί μάλλον αναπόσπαστο τμήμα της προτεινόμενης πωλήσεως. Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να εκτιμηθεί η αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού όσον αφορά την ύπαρξη επαρκώς στενού συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών. Εν προκειμένω, όμως, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει τις παραμέτρους αυτές.

41      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω παραμέτρους, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της συμπληρωματικότητας μεταξύ των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα και των υπηρεσιών διαφημίσεως, εμπορικής αντιπροσωπείας, δικαιοχρήσεως καθώς και εξαγωγών και εισαγωγών τις οποίες αφορά το ζητούμενο σήμα.

42      Συνεπεία της πλάνης αυτής, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες προκειμένου να εκτιμήσει την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών. Εφόσον ελλείπει μια ανάλυση που να συνεκτιμά όλους τους κρίσιμους παράγοντες για την εκτίμηση της υπάρξεως ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως προς το σημείο αυτό.

–       Επί της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων

43      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν υφίστατο ομοιότητα μεταξύ των «υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων», τις οποίες αφορά το ζητούμενο σήμα, και των «κρεάτων, πουλερικών και κυνηγιού, εκχυλισμάτων κρέατος» και των «ζώντων ζώων», τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα.

44      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ως άνω εκτίμηση, φρονώντας ότι, δεδομένης της συνάφειας των αγορών των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, είναι ελάχιστα πιθανό να μπορεί ένα σήμα να προσδιορίσει μια από τις ως άνω υπηρεσίες ανεξάρτητα από το προϊόν.

45      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία τα προμνησθέντα στη σκέψη 43 προϊόντα και υπηρεσίες διαφέρουν ως προς τη φύση, το αντικείμενο και τον προορισμό τους. Η εκτίμηση αυτή του τμήματος προσφυγών πρέπει να επικυρωθεί. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων δεν έχουν την ίδια φύση, τον ίδιο προορισμό και την ίδια χρήση με το κρέας, τα πουλερικά, το κυνήγι, τα εκχυλίσματα κρέατος και τα ζώντα ζώα. Εξάλλου, τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες δεν είναι ανταγωνιστικά ή εναλλάξιμα μεταξύ τους. Ειδικότερα, οι εν λόγω υπηρεσίες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το κρέας ή τα ζώντα ζώα.

46      Το τμήμα προσφυγών συμπέρανε από τη διαφορά μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, ως εκ της φύσεως, του αντικειμένου και του προορισμού τους, ότι οι επιχειρήσεις που εξειδικεύονταν στις μεταφορές και οι επιχειρήσεις που εξειδικεύονταν στην παρασκευή των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα ήταν και αυτές διαφορετικές (βλ. σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

47      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει εντούτοις ότι το γεγονός ότι η παραγωγή κρέατος, πουλερικών, κυνηγιού, εκχυλισμάτων κρέατος καθώς και η εκτροφή ζώντων ζώων και η παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων προϋποθέτουν εξειδίκευση δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρουν τις εν λόγω υπηρεσίες είναι διαφορετικές από τις επιχειρήσεις παραγωγής των ως άνω προϊόντων. Ειδικότερα, όπως ανέφερε το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι δυνατόν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή κοτόπουλων και ζώντων ζώων να μεταφέρουν, να αποθηκεύουν και να διανέμουν τα εμπορεύματά τους για δικό τους λογαριασμό (βλ. σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Επιπλέον, προς αξιολόγηση της συμπληρωματικότητας των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, πρέπει να εκτιμηθεί όχι η εξειδίκευση την οποία έχουν οι επιχειρήσεις, αλλά το αν οι καταναλωτές των προϊόντων και των υπηρεσιών δύνανται να θεωρήσουν ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη παρασκευής των ως άνω προϊόντων ή παροχής των ως άνω υπηρεσιών λόγω ενός συνδέσμου μεταξύ των ως άνω προϊόντων και υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη εξειδικευμένων επιχειρήσεων για την παραγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα και για την παροχή των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων δεν αρκεί για να αποδείξει την απουσία συμπληρωματικότητας μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

49      Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο για τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες κοινό ήταν διαφορετικό λόγω της εξειδικεύσεως που είχαν οι εν λόγω επιχειρήσεις, με συνέπεια να μην υφίσταται βιομηχανικής ή εμπορικής φύσεως σύνδεσμος μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Ειδικότερα, έκρινε ότι, δεδομένου του ιδιάζοντος χαρακτήρα τους, οι υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων απευθύνονταν γενικώς στις επιχειρήσεις και στους επαγγελματίες ενός πολύ συγκεκριμένου τομέα. Συνήγαγε εξ αυτού ότι το ως άνω κοινό ήταν διαφορετικό από εκείνο στο οποίο προσφέρονταν τα προϊόντα που αφορούσε το προγενέστερο σήμα, πράγμα που απέκλειε εξαρχής το ενδεχόμενο ενός βιομηχανικής ή εμπορικής φύσεως συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων (βλ. σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Την προσέγγιση αυτή υποστήριξε το ΓΕΕΑ με το υπόμνημα απαντήσεως.

50      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων τις οποίες αφορά το ζητούμενο σήμα είναι υπηρεσίες οι οποίες απευθύνονται σε επαγγελματικό κοινό. Αντιθέτως, τα προϊόντα τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα προορίζονται τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για επαγγελματίες. Ειδικότερα, ναι μεν το κρέας, τα πουλερικά, το κυνήγι και τα εκχυλίσματα κρέατος αποτελούν προϊόντα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, μπορούν όμως να απευθύνονται επίσης και σε επαγγελματίες αγοραστές. Τα δε ζώντα ζώα, μεταξύ των οποίων και τα κοτόπουλα, απευθύνονται κυρίως σε επαγγελματίες.

51      Στο μέτρο που τα προϊόντα αυτά απευθύνονται σε επαγγελματικό κοινό, κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ως άνω κοινό ήταν διαφορετικό από το κοινό των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων. Ειδικότερα, ένα αποτελούμενο από επαγγελματίες κοινό είναι πιθανό να αγοράσει τόσο τα επίμαχα προϊόντα όσο και τις προμνησθείσες υπηρεσίες.

52      Εξάλλου, όσον αφορά την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι για να χρησιμοποιήσει κάποιος μια υπηρεσία μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων είναι απαραίτητο να έχει κοτόπουλα προς μεταφορά, αποθήκευση και διανομή. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα κοτόπουλα είναι απαραίτητα για τη χρήση των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων. Αντιστρόφως, για έναν εκτροφέα κοτόπουλων μπορεί να είναι σημαντικό να διαθέτει μια υπηρεσία μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής για τα κοτόπουλά του. Υπ’ αυτό το πρίσμα, υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων τις οποίες αφορά το ζητούμενο σήμα και των κοτόπουλων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα. Δεδομένου ότι με τον όρο «κοτόπουλο» δηλώνεται επίσης και το κρέας του ζώου, ο σύνδεσμος αυτός δεν υφίσταται μόνον ως προς τα ζώντα ζώα, αλλά και ως προς το κρέας και τα πουλερικά που προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα.

53      Επιπλέον, ο επαγγελματίας καταναλωτής των ως άνω προϊόντων και υπηρεσιών, δηλαδή μια επιχείρηση που αγοράζει κοτόπουλα χονδρικώς και η οποία χρειάζεται επίσης υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων, ενδέχεται να θεωρήσει ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη παρασκευής των προϊόντων και παροχής των υπηρεσιών αυτών. Ειδικότερα, από τη στιγμή που ορισμένοι παραγωγοί προσφέρουν και υπηρεσία μεταφοράς, ο αγοραστής κοτόπουλων ενδέχεται να θεωρήσει ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη παρασκευής των προϊόντων και παροχής των υπηρεσιών αυτών.

54      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών για λόγους παρόμοιους προς εκείνους που μνημονεύονται στη σκέψη 40. Ειδικότερα, φρονεί ότι, στην περίπτωση που ο παραγωγός κοτόπουλων μεταφέρει, αποθηκεύει και διανέμει τα δικά του κοτόπουλα, οι υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής δεν αποτελούν υπηρεσίες που παρέχονται σε τρίτους έναντι αμοιβής, αλλά πρόκειται απλώς για υπηρεσίες «εσωτερικές» ή παρακολουθηματικές σε σχέση με την παραγωγή κοτόπουλων, με συνέπεια ο εν λόγω παραγωγός να μην είναι παρών στην αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως ή διανομής κοτόπουλων. Προς στήριξη του ως άνω επιχειρήματος, το ΓΕΕΑ επικαλείται, αφενός, την αναλογία προς την ανάγκη να τεκμηριωθεί η δημόσια χρήση του σήματος προκειμένου να αποδειχθεί ότι αυτό χρησιμοποιείται πράγματι και, αφετέρου, τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2006, T‑202/03, Alecansan κατά ΓΕΕΑ – CompUSA (COMP USA) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47).

55      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς, κατ’ αναλογίαν προς τα προεκτεθέντα στη σκέψη 40, ότι το τμήμα προσφυγών ουδόλως τεκμηριώνει τη διαπίστωσή του ότι, στην περίπτωση που παραγωγοί μεταφέρουν, αποθηκεύουν ή διανέμουν τα δικά τους κοτόπουλα, δεν πρόκειται για υπηρεσία η οποία παρέχεται σε τρίτους έναντι αμοιβής. Δεν μπορεί όμως να συναχθεί, εκ του γεγονότος ότι μια επιχείρηση που προβαίνει στην εκτροφή κοτόπουλων προσφέρει μαζί και υπηρεσία μεταφοράς κοτόπουλων, ότι η υπηρεσία αυτή δεν παρέχεται έναντι αμοιβής. Επιπλέον, δεν μπορεί να συναχθεί από μια τέτοια συνοδευτική παροχή ότι η επιχείρηση η οποία προσφέρει τις ως άνω συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν είναι παρούσα στην αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς κοτόπουλων. Πράγματι, το γεγονός ότι ένας παραγωγός κοτόπουλων προσφέρει υπηρεσίες μεταφοράς για τα κοτόπουλά του σημαίνει ότι ανταγωνίζεται επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρουν υπηρεσίες μεταφοράς κοτόπουλων. Ως εκ τούτου, ο ως άνω παραγωγός είναι παρών στην εν λόγω αγορά.

56      Περαιτέρω και βασικότερα, επισημαίνεται ότι, για τις ανάγκες της εκτιμήσεως της ομοιότητας μεταξύ προϊόντων και υπηρεσιών, ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των εν λόγω προϊόντων και των υπηρεσιών δεν εκτιμάται με βάση τον «εσωτερικό» ή μη χαρακτήρα των προϊόντων και των υπηρεσιών σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του ΓΕΕΑ (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω), αλλά με βάση το αν το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται ότι την ευθύνη της παραγωγής των ως άνω προϊόντων και της παροχής των ως άνω υπηρεσιών φέρει η ίδια επιχείρηση ή διαφορετικές επιχειρήσεις (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Συνεπώς, η προσέγγιση την οποία ακολούθησε το τμήμα προσφυγών, και την οποία είχε υποστηρίξει το ΓΕΕΑ, προκειμένου να αποφανθεί επί της συμπληρωματικότητας των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών είναι εσφαλμένη.

57      Προκειμένου να καταστεί εναργέστερο το εσφαλμένο της προσεγγίσεως την οποία προκρίνει το ΓΕΕΑ, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η προσέγγιση αυτή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση που μια επιχείρηση η οποία ενδιαφέρεται τόσο να αγοράσει κοτόπουλα όσο και να μεταφέρει τα κοτόπουλα αυτά βρίσκεται ενώπιον, αφενός, ενός παραγωγού κοτόπουλων που έχει παρουσία στην αγορά με ορισμένο σήμα και, αφετέρου, ενός παρόχου υπηρεσιών μεταφοράς κοτόπουλων που είναι παρών στην αγορά αυτή με σήμα ίδιο προς εκείνο του ως άνω παραγωγού, η ως άνω επιχείρηση δεν διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρήσει ότι τα εν λόγω προϊόντα και οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, διότι, στην περίπτωση που ένας παραγωγός κοτόπουλων προσφέρει υπηρεσία μεταφοράς, η υπηρεσία αυτή αποτελεί απλώς υπηρεσία βοηθητική ή «εσωτερική» έναντι της παραγωγής κοτόπουλων και ο παραγωγός αυτός δεν είναι συνεπώς παρών στην αγορά της μεταφοράς κοτόπουλων. Πράγματι, κατά την προσέγγιση που προκρίνει το ΓΕΕΑ, δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ της παραγωγής κοτόπουλων και των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων, οπότε θα μπορούσαν να συνυπάρχουν πανομοιότυπα σήματα για τα ως άνω προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς κίνδυνο συγχύσεως για τους καταναλωτές αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών.

58      Για τους προεκτεθέντες στη σκέψη 53 λόγους, εκείνος ο οποίος αγοράζει χονδρικώς κοτόπουλα και χρειάζεται επιπλέον και υπηρεσία μεταφοράς κοτόπουλων ενδέχεται να θεωρήσει ότι υπάρχει σημαντικός σύνδεσμος μεταξύ της παραγωγής κοτόπουλων και των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων, με συνέπεια ο καταναλωτής των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών να σχηματίσει την πεποίθηση ότι προέρχονται από μία και την αυτή επιχείρηση.

59      Δεδομένου ότι η παρουσία στην αγορά, όπως την ορίζει το ΓΕΕΑ εν προκειμένω (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω), δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, πρέπει να απορριφθεί η ύπαρξη αναλογίας προς τους κανόνες περί ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου σήματος στο πλαίσιο ανακοπής.

60      Επιπλέον, στο μέτρο που το ΓΕΕΑ επικαλείται την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση COMP USA, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπόθεση εκείνη διέφερε από την παρούσα υπόθεση καθόσον αφορούσε προϊόντα και υπηρεσίες πληροφορικής τα οποία πωλούνταν εξ αποστάσεως. Επίσης, σε αντίθεση προς την υπόθεση εκείνη, στην οποία θεωρήθηκε ότι η ενσώματη αποστολή του λογισμικού και των ηλεκτρονικών υπολογιστών που αγοράζονταν ή μισθώνονταν από μια επιχείρηση η οποία παρείχε τα προϊόντα της μέσω του διαδικτύου δεν αποτελούσε παρά την εκτέλεση μιας εξ αποστάσεως συμβάσεως πωλήσεως ή μιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που δεν αφορούσε υπηρεσίες μεταφοράς (προμνησθείσα απόφαση COMP USA, σκέψη 47), δεν μπορεί να θεωρηθεί, ελλείψει σχετικής αποδείξεως εκ μέρους του ΓΕΕΑ, ότι η μεταφορά, η αποθήκευση και η διανομή κοτόπουλων δεν αποτελεί παρά την εκτέλεση της πωλήσεως κοτόπουλων ή μιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που δεν αφορά υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων.

61      Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε εξαρχής να αποκλείσει την ύπαρξη συμπληρωματικότητας μεταξύ των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα και των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων. Ένας τέτοιος συμπληρωματικός χαρακτήρας έπρεπε να διαπιστωθεί τουλάχιστον ως προς τα κοτόπουλα και τις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων.

62      Προς εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να λάβει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες από τους οποίους χαρακτηρίζεται η σχέση των προϊόντων και των υπηρεσιών αυτών. Έτσι, παρά τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του κρέατος κοτόπουλων και των ζώντων κοτόπουλων και, αφετέρου, των υπηρεσιών μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων όσον αφορά τη φύση, τον προορισμό, τη χρήση και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους, το τμήμα προσφυγών όφειλε να τους αναγνωρίσει κάποιον συμπληρωματικό χαρακτήρα. Από τη συνεκτίμηση όλων των κρίσιμων παραγόντων για την αξιολόγηση της ομοιότητας των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως θεώρησε ότι τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες δεν είχαν καμία ομοιότητα.

63      Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά συνέπεια να ακυρωθεί και στο μέτρο που κρίνει ότι τα προϊόντα τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα δεν έχουν καμία ομοιότητα με τις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και διανομής κοτόπουλων τις οποίες αφορά το ζητούμενο σήμα.

2.     Επί του αιτήματος περί αρνήσεως της καταχωρίσεως του ζητουμένου κοινοτικού σήματος

64      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με την οποία να αρνείται την καταχώριση του ζητουμένου κοινοτικού σήματος για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τα οποία αφορά το εν λόγω σήμα.

65      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο είναι έλεγχος νομιμότητας. Αν υπάρχει σφάλμα, μπορεί να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών και, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, να τη μεταρρυθμίσει. Η καταχώριση ή μη ενός σήματος δεν αποτελεί δική του αρμοδιότητα. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και του άρθρου 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, στο ΓΕΕΑ εναπόκειται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ενδεχόμενης ακυρωτικής αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να απευθύνει εντολές στο ΓΕΕΑ, αλλά το τελευταίο υποχρεούται να συμμορφώνεται προς το διατακτικό και το σκεπτικό των αποφάσεων που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2012, T‑276/09, Kavaklidere-Europe κατά ΓΕΕΑ – Yakult Honsha (Yakut), σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

66      Καθόσον το αίτημα της προσφεύγουσας πρέπει να ερμηνευθεί ως αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει εντολή στο ΓΕΕΑ να μην καταχωρίσει το ζητούμενο σήμα για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αυτό αφορά, το αίτημα αυτό πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

67      Καθόσον το εν λόγω αίτημα πρέπει να ερμηνευθεί ως αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση έτσι ώστε το Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση με μια απόφαση που να διαπιστώνει ότι το ζητούμενο σήμα δεν μπορούσε να καταχωρισθεί για τις υπηρεσίες ως προς τις οποίες δεν είχε ακόμη απορριφθεί η καταχώριση με την απόφαση του τμήματος ανακοπών, υπενθυμίζεται ότι η εξουσία μεταρρυθμίσεως που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να υποκαθιστά με τη δική του κρίση την κρίση του τμήματος προσφυγών ούτε να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη αποφανθεί το εν λόγω τμήμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2011, C‑263/09 P, Edwin κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. Ι‑5853, σκέψη 72).

68      Κατά συνέπεια, η άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως πρέπει, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει των αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών (προμνησθείσα στη σκέψη 67 απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 72).

69      Εν προκειμένω όμως δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Πράγματι, το κατά τις σκέψεις 29 επ. μεθοδολογικό σφάλμα που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ομοιότητας των προϊόντων, καθόσον δεν ελήφθη καταλλήλως υπόψη ο συμπληρωματικός χαρακτήρας τους, συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε μια εκτίμηση ως προς την οποία δεν έχει λάβει θέση το τμήμα προσφυγών. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 επ., πρέπει να γίνει δεκτή μια, έστω και μικρή, ομοιότητα μεταξύ ορισμένων από τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες, οπότε το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να είχε προβεί σε ανάλυση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων και σε σφαιρική ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως, πράγμα που παρέλειψε να πράξει.

70      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αρνηθεί την καταχώριση του κοινοτικού σήματος έστω και αν το αίτημα αυτό ερμηνευθεί ως αίτημα μεταρρυθμίσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

72      Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (υπόθεση R 1073/2010‑2).

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Azizi

Frimodt Nielsen

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαΐου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.