Language of document : ECLI:EU:T:2015:509

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Όριο του 10 % του κύκλου εργασιών — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006»

Στην υπόθεση T‑391/10,

Nedri Spanstaal BV, με έδρα το Venlo (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους M. Slotboom και B. Haan, στη συνέχεια, από τον M. Slotboom, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Van Nuffel, S. Noë και V. Bottka,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Αντικείμενο της διαφοράς

1        Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — προεντεταμένος χάλυβας) (στο εξής: αρχική απόφαση), για την επιβολή κυρώσεων σε προμηθευτές προεντεταμένου χάλυβα (στο εξής: APC) οι οποίοι μετείχαν σε σύμπραξη και, συγκεκριμένα, σε καθορισμό ποσοστώσεων, καταμερισμό πελατείας, καθορισμό τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τις ποσότητες και τους πελάτες σε ευρωπαϊκό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

2        Αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν οι:

–        ArcelorMittal SA,

–        ArcelorMittal Wire France SA,

–        ArcelorMittal Fontaine SA,

–        ArcelorMittal Verderio Srl,

–        Emesa-Trefilería, SA (στο εξής: Emesa),

–        Industrias Galycas SA (στο εξής: Galycas),

–        ArcelorMittal España, SA,

–        Trenzas y Cables de Acero PSC, SL (στο εξής: Tycsa),

–        Trefilerías Quijano SA (στο εξής: TQ),

–        Moreda-Riviere Trefilerías, SA (στο εξής: MRT),

–        Global Steel Wire, SA (στο εξής: GSW),

–        Socitrel — Sociedade Industrial de Trefilaria, SA (στο εξής: Socitrel),

–        Companhia Previdente — Sociedade de Controle de Participações Financeiras, SA (στο εξής: Companhia Previdente),

–        voestalpine Austria Draht GmbH (στο εξής: Austria Draht),

–        voestalpine AG,

–        Fapricela Indústria de Trefilaria, SA (στο εξής: Fapricela),

–        Proderac — Productos Derivados del Acero, SA (στο εξής: Proderac),

–        Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI),

–        Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: WDV),

–        Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG (στο εξής: Pampus),

–        Nedri Spanstaal BV (στο εξής: Nedri), η προσφεύγουσα,

–        Hit Groep BV,

–        DWK Drahtwerk Köln GmbH, Saarstahl AG (στο εξής, από κοινού: DWK)

–        Ovako Hjulsbro AB,

–        Ovako Dalwire Oy AB,

–        Ovako Bright Bar AB,

–        Rautaruukki Oyj,

–        Italcables SpA (στο εξής: ITC),

–        Antonini SpA,

–        Redaelli Tecna SpA (στο εξής: Redaelli),

–        CB Trafilati Acciai SpA (στο εξής: CB),

–        ITAS — Industria Trafileria Applicazioni Speciali SpA (στο εξής: Itas),

–        Siderurgica Latina Martin SpA (στο εξής: SLM),

–        Ori Martin SA,

–        Emme Holding SpA, πρώην και κατόπιν εκ νέου Trafileria Meridionali SpA (στο εξής: Trame).

3        Η αρχική απόφαση τροποποιήθηκε δις από την Επιτροπή.

4        Πρώτον, στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2010) 6676 τελικό, για την τροποποίηση της αρχικής αποφάσεως (στο εξής: πρώτη τροποποιητική απόφαση). Με την πρώτη τροποποιητική απόφαση μειώθηκε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στις εξής εταιρίες: ArcelorMittal Verderio, ArcelorMittal Fontaine και ArcelorMittal Wire France, ArcelorMittal España, WDI και WDV.

5        Η πρώτη τροποποιητική απόφαση απευθυνόταν σε όλους τους αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως.

6        Δεύτερον, στις 4 Απριλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2011) 2269 τελικό, για την τροποποίηση της αρχικής αποφάσεως (στο εξής: δεύτερη τροποποιητική απόφαση). Με τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση μειώθηκε, μεταξύ άλλων, το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στις εξής εταιρίες: αφενός, στις ArcelorMittal, ArcelorMittal Verderio, ArcelorMittal Fontaine και ArcelorMittal Wire France και, αφετέρου, στις SLM και Ori Martin. Αποδέκτες της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως ήταν μόνον οι εταιρίες αυτές.

7        Το Γενικό Δικαστήριο κοινοποίησε, για παν ενδεχόμενο, το κείμενο της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως σε όλες τις εταιρίες που άσκησαν προσφυγή κατά της αρχικής αποφάσεως.

8        Η Nedri ερωτήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες των τροποποιήσεων αυτών της αρχικής αποφάσεως στο περιεχόμενο των επιχειρημάτων της και της δόθηκε η δυνατότητα να προσαρμόσει τους λόγους της προσφυγής και τα αιτήματά της, λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω συνέπειες.

9        Συνεπώς, η αρχική απόφαση, όπως έχει τροποποιηθεί με την πρώτη και τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση, αποτελεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, την «προσβαλλόμενη απόφαση».

10      Κατά της αρχικής αποφάσεως, της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως, της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως ή των εγγράφων με τα οποία η Επιτροπή απαντούσε σε αιτήματα που είχαν υποβάλει ορισμένοι από τους αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως για επανεκτίμηση της ικανότητάς τους να καταβάλουν το πρόστιμο ασκήθηκαν 28 προσφυγές (υποθέσεις T‑385/10, ArcelorMittal Wire France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑388/10, Productos Derivados del Acero κατά Επιτροπής, T‑389/10, SLM κατά Επιτροπής, T‑391/10, Nedri Spanstaal κατά Επιτροπής, T‑393/10, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑398/10, Fapricela κατά Επιτροπής, T‑399/10, ArcelorMittal España κατά Επιτροπής, T‑406/10, Emesa-Trefilería και Industrias Galycas κατά Επιτροπής, T‑413/10, Socitrel κατά Επιτροπής, T‑414/10, Companhia Previdente κατά Επιτροπής, T‑418/10, voestalpine και voestalpine Wire Rod Austria κατά Επιτροπής, T‑419/10, Ori Martin κατά Επιτροπής, T‑422/10, Trafilerie Meridionali κατά Επιτροπής, T‑423/10, Redaelli Tecna κατά Επιτροπής, T‑426/10, Moreda-Riviere Trefilerías κατά Επιτροπής, T‑427/10, Trefilerías Quijano κατά Επιτροπής, T‑428/10, Trenzas y Cables de Acero κατά Επιτροπής, T‑429/10, Global Steel Wire κατά Επιτροπής, T‑436/10, Hit Groep κατά Επιτροπής, T‑575/10, Moreda-Riviere Trefilerías κατά Επιτροπής, T‑576/10, Trefilerías Quijano κατά Επιτροπής, T‑577/10, Trenzas y Cables de Acero κατά Επιτροπής, T‑578/10, Global Steel Wire κατά Επιτροπής, T‑438/12, Global Steel Wire κατά Επιτροπής, T‑439/12, Trefilerías Quijano κατά Επιτροπής, T‑440/12, Moreda-Riviere Trefilerías κατά Επιτροπής, T‑441/12, Trenzas y Cables de Acero κατά Επιτροπής, T‑409/13, Companhia Previdente και Socitrel κατά Επιτροπής).

 Ιστορικό της διαφοράς

 Ο κλάδος που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής

 Προϊόν

11      H σύμπραξη για την οποία επέβαλε κυρώσεις η Επιτροπή αφορούσε τον APC. Με τον όρο APC προσδιορίζονται μεταλλικά καλώδια και κλώνοι από συρματόσχοινα, και, ιδίως, αφενός, τον χάλυβα για προεντεταμένο σκυροκονίαμα, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπαλκονιών, θεμελίων ή αγωγών, και, αφετέρου, το προεντεταμένο σκυρόδεμα, το οποίο χρησιμοποιείται για βιομηχανικές κατασκευές, υπόγειες κατασκευές και στην κατασκευή γεφυρών (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στα προϊόντα APC συγκαταλέγονται πλείονα είδη μονών καλωδίων (π.χ. λεία, γυαλιστερά ή γαλβανισμένα, με εντομές, με νευρώσεις), καθώς και διάφορα είδη συρματόσχοινων (π.χ. συρματόσχοινα γυαλιστερά, με εντομές, επενδεδυμένα με πολυαιθυλένιο ή μεταλλικά). Τα συρματόσχοινα από APC αποτελούνται από τρία ή επτά σύρματα. Ο APC πωλείται σε διάφορα διαμετρήματα. Τα ειδικά συρματόσχοινα, δηλαδή τα γαλβανισμένα ή επενδεδυμένα —γρασαρισμένα ή κηρωμένα— συρματόσχοινα και τα καλώδια γεφυρών, δηλαδή γαλβανισμένα συρματόσχοινα με επένδυση και γαλβανισμένα καλώδια, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή γεφυρών, δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται επίσης ότι, σε πολλές χώρες, απαιτείται τεχνική έγκριση από τις εθνικές αρχές. Για τις διαδικασίες πιστοποιήσεως απαιτούνται έξι περίπου μήνες (αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διάρθρωση της προσφοράς

14      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, τα μέλη της συμπράξεως έλεγχαν συνολικά περίπου το 80 % των πωλήσεων εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Στις περισσότερες χώρες, πολλοί από τους μεγάλους παραγωγούς δραστηριοποιούνταν στην αγορά παράλληλα με ορισμένους τοπικούς παραγωγούς. Οι περισσότεροι από τους εν λόγω μεγάλους παραγωγούς ανήκαν σε ομίλους μεταλλουργικών επιχειρήσεων που παρήγαγαν και συρματόσχοινο, το οποίο αποτελεί πρώτη ύλη για τον APC και κύριο στοιχείο κόστους. Ενώ οι μη ανήκουσες σε ομίλους επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να αγοράζουν τις πρώτες ύλες τους από την αγορά, οι ανήκουσες σε ομίλους επιχειρήσεις βασίζονταν στον εφοδιασμό τους εντός του ομίλου στον οποίο ανήκαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπιστωθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση συμπράξεως, ο συγκεκριμένος βιομηχανικός κλάδος εμφανίζει μεγάλη και διαρκή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα APC (αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Το 2001 η αξία των πωλήσεων APC εντός του ΕΟΧ ανήλθε σε 365 εκατομμύρια ευρώ περίπου για συνολική ποσότητα 600 000 τόνων κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους. Οι πωλήσεις αυτές αφορούσαν, κατά 20 έως 25 %, συρματόσχοινο APC και, κατά 75 έως 80 %, κλώνους APC, με μικρές διαφοροποιήσεις ανά χώρα. Η Ιταλία παρουσίαζε τις μεγαλύτερες πωλήσεις APC (περίπου το 28 % των πωλήσεων APC εντός του ΕΟΧ). Μεγάλες πωλήσεις APC σημειώθηκαν και στην Ισπανία (16 %), καθώς και στις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία (8 έως 10 % σε καθεμία από αυτές) (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διάρθρωση της ζήτησης

16      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η διάρθρωση της ζήτησης APC παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια. Οι κατασκευαστές προκατασκευασμένων οικοδομικών υλικών και οι εξειδικευμένες επιχειρήσεις δομικών έργων χρησιμοποιούσαν APC, π.χ. για κατασκευές με σκοπό τη σταθεροποίηση κτιρίων ή γεφυρών. Η πελατεία αποτελούταν από ελάχιστους μεγάλους πελάτες —π.χ. Addtek International Oy AB (στο εξής: Addtek), κατόπιν Consolis Oy AB, στην οποία αντιστοιχούσε ποσοστό μεταξύ 5 και 10 % της καταναλώσεως APC εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης— και από μεγάλο αριθμό μικρότερων πελατών (αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Οι εμπορικές πρακτικές διέφεραν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Οι παραγωγοί APC και οι πελάτες τους συνήθως σύναπταν συμβάσεις-πλαίσια διάρκειας έξι ή δώδεκα μηνών. Κατά συνέπεια, ανάλογα με τη ζήτηση, οι πελάτες παράγγελναν ποσότητες εντός των συμφωνημένων ορίων και στη συμφωνημένη τιμή. Οι συμβάσεις παρατείνονταν ανά τακτά διαστήματα κατόπιν άλλων διαπραγματεύσεων (αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Εμπορικές συναλλαγές εντός της Ένωσης και του ΕΟΧ

18      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ποσότητες APC που πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια λειτουργίας της συμπράξεως εμφαίνουν ότι οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης ήταν εντατικές. Ο APC παραγόταν και πωλούνταν στο σύνολο του ΕΟΧ, περιλαμβανομένης της Νορβηγίας (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Η Nedri και η μητρική εταιρία αυτής, Hit Groep

19      Η Nedri παράγει APC.

20      Η Nedri βρισκόταν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της Hoogovens Groep BV από το 1969 έως το 1994. Από την 1η Μαΐου 1987 έως τις 28 Φεβρουαρίου 1994, ο έλεγχος αυτός ασκούνταν μέσω της εταιρίας Hoogovens Industriële Toeleveringsbedrijf BV, η οποία κατείχε το σύνολο των μετοχών της Nedri.

21      Στις 28 Φεβρουαρίου 1994 η Hoogovens Groep πώλησε την εταιρία αυτή, περιλαμβανομένης της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής της Nedri, σε τρεις επιχειρήσεις. Εν συνεχεία, η εταιρία Hoogovens Industriële Toeleveringsbedrijf BV μετονομάστηκε σε Hit Groep BV και εξακολουθεί να κατέχει το σύνολο των μετοχών της Nedri.

22      Από την 1η Μαΐου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997 η Nedri ήταν εξ ολοκλήρου θυγατρική της Nedri Draht Beteiligungs GmbH, η οποία ανήκε κατά 70 % στην Hit Groep και κατά 30 % στην Thyssen Draht AG.

23      Από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 17 Ιανουαρίου 2002 η Hit Groep απέκτησε εκ νέου το σύνολο των μετοχών της Nedri.

24      Στις 17 Ιανουαρίου 2002 η Nedri πωλήθηκε στη Vadeho III BV.

25      Λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου 2002, η Vadeho III BV πώλησε το 95 % της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της Nedri σε ιδιώτες επενδυτές και το υπόλοιπο 5 % σε μέλη της διοικήσεως της Nedri. Με σύμβαση της 6ης Μαΐου 2003, η Nedri απέκτησε τον κλάδο της WDI όσον αφορά τον APC. Από τις 14 Μαΐου 2003, η WDI κατέχει το 30 % του κεφαλαίου της Nedri, ενώ από τις 20 Νοεμβρίου 2006, η Ovako Holdings BV, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στην Pampus Stahlbeteiligungs GmbH, κατέχει το 70 % του κεφαλαίου της Nedri.

26      Ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η Nedri από τον APC το 2001 εντός του ΕΟΧ ανήλθε σε 31 641 636 ευρώ. Ο συνολικός κύκλος εργασιών της σε παγκόσμιο επίπεδο το 2009 ανήλθε σε 67 420 000 ευρώ.

 Διοικητική διαδικασία

27      Στις 9 Ιανουαρίου 2002 η Bundeskartellamt (αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή της Γερμανίας) διαβίβασε στην Επιτροπή έγγραφα σχετικά με υπόθεση εκκρεμή ενώπιον τοπικού δικαστηρίου της Γερμανίας, με αντικείμενο την απόλυση πρώην εργαζομένου της WDI. Ο εν λόγω εργαζόμενος διατεινόταν ότι είχε εμπλακεί σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον APC. Στο πλαίσιο αυτό, κατονόμασε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και παρέσχε τις πρώτες σχετικές με την παράβαση πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Πρώτη αίτηση επιείκειας και απαλλαγή της DWK από τα πρόστιμα

28      Στις 18 Ιουνίου 2002 η DWK υπέβαλε στην Επιτροπή υπόμνημα σχετικά με παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον APC, με το οποίο ενέπλεκε την ίδια καθώς και άλλες επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η DWK διευκρίνισε ότι ήλπιζε να εφαρμοστεί ως προς αυτή η ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας) (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Στις 3 Ιουλίου 2002 οι εκπρόσωποι της DWK συναντήθηκαν με την Επιτροπή και συζήτησαν τα σχετικά με τη διαδικασία της επιείκειας. Στις 19 Ιουλίου 2002 η Επιτροπή χορήγηση στην DWK υπό όρους απαλλαγή από το πρόστιμο, βάσει του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί επιείκειας, δεδομένου ότι η DWK ήταν η πρώτη που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή επρόκειτο να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, σχετικά με σύμπραξη μεταξύ παραγωγών APC σε όλη την Ένωση (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιτόπιοι έλεγχοι και αιτήσεις παροχής πληροφοριών

30      Στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002 η Επιτροπή διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους στα γραφεία, μεταξύ άλλων, των WDI, DWK, Tycsa, Nedri, ITC, Redaelli, Itas, SLM και Edilsider (εταιρία ανήκουσα σε έναν εμπορικό αντιπρόσωπο της Tréfileurope Italia Srl, κατόπιν ArcelorMittal Verderio), καθώς στα γραφεία των θυγατρικών τους και συνδεδεμένων επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφοι 2 ή 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 22) (αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Αρχής γενομένης από τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή απέστειλε πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17 και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1), στις επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτριες της αρχικής αποφάσεως, στις μητρικές εταιρίες τους, σε άλλες επιχειρήσεις, σε ορισμένα φυσικά πρόσωπα (όπως σε έναν συνταξιούχο εργαζόμενο της Redaelli και εν συνεχεία εμπορικό σύμβουλο, και σε έναν εμπορικό αντιπρόσωπο της Tréfileurope Italia, μέσω της Edilsider) και σε ορισμένες επαγγελματικές ενώσεις) (αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32      Στις 7 και 8 Ιουνίου 2006 η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003, σε χώρο («στούντιο») μέλους της οικογένειας πρώην εργαζομένου της Redaelli (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Άλλες αιτήσεις επιείκειας και απαντήσεις της Επιτροπής

33      Ορισμένες από τις εταιρίες που ήταν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως οι ITC, Nedri, SLM, Redaelli και WDI, υπέβαλαν επισήμως αιτήσεις επιείκειας βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Η Tycsa επιβεβαίωσε την ύπαρξη αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεων, χωρίς όμως να υποβάλει αίτηση επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34      H ITC υπέβαλε αίτηση επιείκειας στις 21 Σεπτεμβρίου 2002, προσκομίζοντας νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις συσκέψεις των παραγωγών APC μεταξύ 1979 και 2002. Στις 11 Νοεμβρίου 2002 υπέβαλε επίσης δήλωση επιχειρήσεως. Στις 10 Ιανουαρίου 2003 η Επιτροπή χορήγησε προσωρινώς στην ITC μείωση του προστίμου, κατά 30 έως 50 %, υπό τον όρο ότι θα εξακολουθήσει να τηρεί τις προϋποθέσεις του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Στις 17 Οκτωβρίου 2002 η Tycsa, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, παραδέχθηκε ορισμένα περιστατικά και προσκόμισε ενοχοποιητικά γι’ αυτήν αποδεικτικά στοιχεία. Στις 21 Οκτωβρίου 2002, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Redaelli προσκόμισε ενοχοποιητικά γι’ αυτήν αποδεικτικά στοιχεία και, στις 20 Μαρτίου 2003, υπέβαλε επισήμως αίτηση να εφαρμοστεί ως προς αυτήν η ανακοίνωση περί επιείκειας. Στις 23 Οκτωβρίου 2002, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Nedri προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, ζητώντας να εφαρμοστεί ως προς αυτήν η ανακοίνωση περί επιείκειας. Στις 30 Οκτωβρίου 2002, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η SLM υπέβαλε αίτηση μειώσεως του προστίμου. Στις 4 Νοεμβρίου 2002 και, εν συνεχεία, στις 6 Μαρτίου 2003 και στις 11 Ιουνίου 2003 η Tréfileurope προσκόμισε πληροφορίες ενοχοποιητικές για την ίδια, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, και υπέβαλε δήλωση επιχειρήσεως, προκειμένου να τύχει της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Στις 17 Μαρτίου 2004 η Galycas, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, παραδέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά και προέβη σε ενοχοποιητικές για την ίδια δηλώσεις. Στις 19 Μαΐου 2004 η WDI υπέβαλε δήλωση επιχειρήσεως, προκειμένου να τύχει της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Στις 28 Ιουνίου 2007, στο πλαίσιο άλλων επαφών με την Επιτροπή, η ArcelorMittal υπέβαλε αίτηση επιείκειας, η οποία περιείχε ως επί το πλείστον χειρόγραφες σημειώσεις που κρατούσε πρώην υπάλληλος της Emesa μεταξύ 1992 και 2002 (αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Κατόπιν των αιτήσεων επιείκειας, η Επιτροπή απέστειλε στη Nedri και στη WDI έγγραφο με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 2008, με το οποίο τους γνωστοποιούσε ότι δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής από το πρόστιμο και ότι σκόπευε, βάσει του σημείου 26 της ανακοινώσεως περί επιείκειας, να προβεί σε μείωση του προστίμου εντός των ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απέστειλε επίσης έγγραφο στη Redaelli και στη SLM, απορρίπτοντας της αιτήσεις τους επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Κίνηση της διαδικασίας και ανακοίνωση αιτιάσεων

37      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία κοινοποίησε σε πλείονες εταιρίες, περιλαμβανομένης της Nedri.

38      Όλοι οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων υπέβαλαν έγγραφες παρατηρήσεις σε απάντηση των διατυπωμένων από την Επιτροπή αιτιάσεων.

 Πρόσβαση στον φάκελο και ακρόαση

39      Στους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων δόθηκε πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής υπό μορφή αντιγράφου σε DVD. Παράλληλα, στις εταιρίες κοινοποιήθηκε κατάλογος στον οποίο απαριθμούνται τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας και αναγράφεται ο βαθμός της προσβασιμότητας εκάστου εγγράφου. Τους γνωστοποιήθηκε ότι το DVD τους επιτρέπει την πλήρη πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που η Επιτροπή συγκέντρωσε κατά την έρευνα, εξαιρουμένων των εγγράφων ή των τμημάτων εγγράφων που περιείχαν επαγγελματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες. Η πρόσβαση στα σχετικά με τις αιτήσεις επιείκειας έγγραφα επιτράπηκε στα γραφεία της Επιτροπής.

40      Η Hit Groep απέκτησε πρόσβαση σε μέρος της απαντήσεως της Nedri στην ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με την ευθύνη της μητρικής εταιρίας και, στις 19 Δεκεμβρίου 2008, η Nedri απέκτησε πρόσβαση σε μέρος της απαντήσεως της Hit Groep στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σχετικά με την ευθύνη της μητρικής εταιρίας.

41      Στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 2009 πραγματοποιήθηκε ακρόαση. Σε αυτή μετέσχον όλες οι επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτριες της ανακοινώσεως αιτιάσεων, εξαιρουμένης της Hit Groep, της Emesa και της Galycas.

42      Δεκατέσσερις επιχειρήσεις επικαλέστηκαν επίσης αδυναμία καταβολής κατά την έννοια του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Παρέθεσαν τους λόγους που δικαιολογούν το αίτημά τους.

 Συμπληρωματικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών

43      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις GSW, MRT, Tycsa, TQ, Companhia Previdente και Socitrel, προς αποσαφήνιση ορισμένων στοιχείων, όπως η διάρθρωση της επιχειρήσεως. Οι εταιρίες αυτές απάντησαν κατά το διάστημα μεταξύ 6ης Μαρτίου και 15ης Απριλίου 2009.

44      Επίσης, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε όλους τους αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως, προκειμένου να διαπιστώσει την αξία των πωλήσεων των επίμαχων προϊόντων, καθώς και τον κύκλο εργασιών των ομίλων. Όλοι οι αποδέκτες απάντησαν στις αιτήσεις αυτές.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

45      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σύμπραξη μεταξύ των προμηθευτών APC, οι οποίοι μετείχαν σε καθορισμό ποσοστώσεων, καταμερισμό πελατείας, καθορισμό τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τις ποσότητες και τους πελάτες σε ευρωπαϊκό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επιχειρήσεις αυτές υπέπεσαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Οι παράνομες ενέργειες πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του 1984 τουλάχιστον και συνεχίστηκαν έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

46      Η έρευνα αφορούσε 18 επιχειρήσεις. Οι συνεννοήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας περιγράφονται εν γένει στις αιτιολογικές σκέψεις 122 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις συνοψίζονται ως εξής, κατά το μέτρο που τα εκεί περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά καθιστούν δυνατή την καλύτερη κατανόηση του πλαισίου της διαφοράς.

47      Από το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1980 (1984) τουλάχιστον και έως τη διενέργεια των ελέγχων από την Επιτροπή στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002, πλείονες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του APC μετείχαν εν μέρει ή παγίως σε συνεννοήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες αποτελούνται από τις λεγόμενες «συνεννοήσεις της Ζυρίχης» και από τις λεγόμενες «ευρωπαϊκές συνεννοήσεις» ή από συνεννοήσεις σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο κατά περίπτωση. Τόσο οι συνεννοήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο όσο και οι συνεννοήσεις σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο αποσκοπούσαν στη διατήρηση της ισορροπίας, προς αποφυγή της πτώσεως των τιμών σε μια μεταβαλλόμενη ευρωπαϊκή αγορά, η οποία χαρακτηριζόταν από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις επιδίωκαν διαρκώς να αποφύγουν τον σκληρό ανταγωνισμό στην εθνική τους αγορά ή στις αγορές στις οποίες πραγματοποιούν εξαγωγές, διά της συνάψεως συμφωνιών όσον αφορά τις ποσοστώσεις, τις τιμές ή την κατανομή της πελατείας.

 Η Ομάδα της Ζυρίχης και οι συμφωνίες σε περιφερειακό επίπεδο.

48      To πρώτο στάδιο της συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ονομάζεται «Ομάδα της Ζυρίχης». Συγκεκριμένα, από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 9 Ιανουαρίου 1996, λόγω των ισχυρών πιέσεων των τιμών την εποχή εκείνη, οι Tréfileurope SA, Nedri, WDI, DWK —ή οι προκάτοχοί τους— και Redaelli —η οποία εκπροσωπούσε πολλές άλλες ιταλικές επιχειρήσεις (τουλάχιστον το 1993 και το 1995)— καθόριζαν ποσοστώσεις ανά χώρα (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, και Μπενελουξ), κατένειμαν πελάτες, αποφάσιζαν για τις τιμές και αντάλλασσαν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες. Με αυτές συνέπραξαν οι ισπανικές εταιρίες Emesa, το 1992, και Tycsa, το 1993 —οι οποίες κατά το ίδιο διάστημα είχαν αρχίσει συνεννοήσεις, όσον αφορά την αγορά της Ιβηρικής, με άλλες επιχειρήσεις, ισπανικές αρχικώς, και με πορτογαλικές στη συνέχεια, στο πλαίσιο της «Ομάδας της Ισπανίας». Κατά τη δεκαετία του 1980, οι συναντήσεις της Ομάδας της Ζυρίχης πραγματοποιούνταν ως επί το πλείστον στη Ζυρίχη (Ελβετία) και, κατά τη δεκαετία του 1990, στο Düsseldorf (Γερμανία).

49      Το αργότερο από τις 23ης Ιανουαρίου 1995 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 1995, οι ιταλικές επιχειρήσεις Redaelli, ITC, CB και Itas (οι τρεις τελευταίες εκπροσωπούνταν συχνά από τη Redaelli) διαπραγματεύτηκαν με τους λοιπούς παραγωγούς της Ομάδας της Ζυρίχης μια (αναθεωρημένη) συμφωνία όσον αφορά τις ποσοστώσεις, προκειμένου να καθοριστούν οι πωλήσεις των Ιταλών παραγωγών και των λοιπών παραγωγών της Ομάδας της Ζυρίχης στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν κατέστη εν τέλει δυνατή η σύναψη συμφωνίας, διότι οι απαιτήσεις των ιταλών παραγωγών όσον αφορά τις ποσοστώσεις εξαγωγής κρίθηκαν υπερβολικά υψηλές. Τούτο συντέλεσε στη διάλυση της Ομάδας της Ζυρίχης, της οποίας η τελευταία διαπιστωμένη σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1996.

50      Ωστόσο, στις 5 Δεκεμβρίου 1995, οι ιταλικές επιχειρήσεις Redaelli, ITC, CB και Itas σύναψαν μεταξύ τους συμφωνία για τον καθορισμό των ποσοστώσεων στην ιταλική αγορά και τις εξαγωγές της Ιταλίας στην υπόλοιπη Ευρώπη (η λεγόμενη «Ομάδα της Ιταλίας»). Εν συνεχεία, με τις προαναφερθείσες ιταλικές επιχειρήσεις συνέπραξαν (εκ νέου) οι Tréfileurope και Tréfileurope Italia, SLM, Trame, Tycsa, DWK και Austria Draht. Μέχρι τη διενέργεια ελέγχου από την Επιτροπή, πραγματοποιούνταν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την εποπτεία της υλοποιήσεως των συμφωνηθέντων περί ποσοστώσεων, καθορισμού των τιμών (περιλαμβανομένου του επιπλέον ποσού που ονομάστηκε «συμπλήρωμα»), κατανομής των πελατών και ανταλλαγής ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών. Οι εν λόγω εταιρίες χρησιμοποιούσαν εξελιγμένο σύστημα παρακολουθήσεως, μέσω ανεξάρτητων τρίτων, οι οποίοι ήλεγχαν τακτικά τις τιμές και τις ποσότητες των πωλήσεων σε πελάτες στην Ιταλία.

51      Ειδικός συντονισμός υπήρχε μεταξύ της Ομάδας της Ζυρίχης και της Ομάδας της Ιταλίας. Η Redaelli, και κατόπιν η Tréfileurope, ενημέρωναν τα μέλη της συμπράξεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Από την πλευρά τους, οι μετέχοντες στην Ομάδα της Ιταλίας ενημερώνονταν επίσης για τις εξελίξεις όσον αφορά τη σύμπραξη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της Redaelli, κατόπιν της Tréfileurope, της DWK και της Tycsa, οι οποίες μετείχαν σε αμφότερες τις ομάδες.

52      Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1996, οι ιταλικές επιχειρήσεις (τουλάχιστον οι Redaelli, CB, ITC και Itas), η Tycsa και η Tréfileurope διαπραγματεύτηκαν και, στα τέλη του 1996, σύναψαν ειδική συμφωνία με τίτλο «συμφωνία του Νότου», με την οποία καθοριζόταν ο βαθμός διεισδύσεως εκάστου των συμμετεχόντων στις χώρες του Νότου (Βέλγιο Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Λουξεμβούργο) και δεσμεύονταν οι συμβαλλόμενοι να διαπραγματευτούν το σύνολο των ποσοστώσεων με τους λοιπούς παραγωγούς της Βόρειας Ευρώπης.

 Ομάδα της Ευρώπης και περιφερειακές συμφωνίες

53      Προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση εντός της Ομάδας της Ζυρίχης, οι πρώην μετέχοντες σε αυτήν (αλλά με λιγότερο τακτική συμμετοχή των Ιταλών παραγωγών και, ειδικότερα, της Redaelli) συνέχισαν τις τακτικές συναντήσεις τους από τον Ιανουάριο του 1996 έως τον Μάιο του 1997. Οι Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa (στο εξής: μόνιμα μέλη) κατέληξαν εν τέλει, τον Μάιο του 1997, σε αναθεωρημένη συμφωνία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για την κατανομή των ποσοστώσεων οι οποίες υπολογίζονταν βάσει συγκεκριμένης περιοχής αναφοράς και συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος αναφοράς (τέταρτο τρίμηνο 1995 — πρώτο τρίμηνο 1997). Το δεύτερο αυτό στάδιο της συμπράξεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ονομάζεται «Ομάδα της Ευρώπης».

54      Τα μόνιμα μέλη κατένειμαν τους πελάτες και καθόριζαν τις τιμές των προϊόντων (συγκεκριμένα ανά χώρα και ανά πελάτη). Καθόρισαν από κοινού κανόνες συντονισμού και όρισαν συντονιστές υπεύθυνους για την υλοποίηση των συνεννοήσεων ανά χώρα και για τον συντονισμό με άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στις ίδιες χώρες ή είχαν τους ίδιους πελάτες. Επιπλέον, πραγματοποιούνταν τακτικές συναντήσεις εκπροσώπων τους σε διαφορετικά επίπεδα (διευθυντές και αντιπρόσωποι πωλήσεων), με σκοπό την εποπτεία της υλοποιήσεως των συνεννοήσεων. Αντάλλαξαν ευαίσθητα εμπορικής φύσεως στοιχεία. Σε περίπτωση αποκλίσεως από τη συμφωνηθείσα εμπορική πρακτική, εφαρμοζόταν σύστημα αντισταθμίσεως.

55      Στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα μόνιμα μέλη, ενίοτε με τη συμμετοχή των Ιταλών παραγωγών και της Fundia Hjulsbro AB (στο εξής: Fundia), προέβαιναν σε διμερείς (ή πολυμερείς) επαφές και μετείχαν στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή των πελατών κατά περίπτωση, εφόσον είχαν συμφέρον προς τούτο (ανάλογα με την παρουσία τους στη συγκεκριμένη αγορά).

56      Κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2000 έως τη διενέργεια ελέγχων από την Επιτροπή, τον Σεπτέμβριο του 2002, τα μόνιμα μέλη, καθώς και οι ITC, CB, Redaelli, Itas και SLM πραγματοποιούσαν τακτικές συσκέψεις με σκοπό την ένταξη των ιταλικών επιχειρήσεων στην Ομάδα της Ευρώπης ως μονίμων μελών.

57      Κατά το ίδιο διάστημα, επιπλέον του καθορισμού γενικών ποσοστώσεων ανά γεωγραφική περιοχή, συζητούνταν και η κατανομή ποσοστώσεων ανά πελάτη. Η επιχείρηση που είχε εν γένει αναλάβει τον συντονισμό της αγοράς σε συγκεκριμένη χώρα αναλάμβανε και τον συντονισμό των διαπραγματεύσεων για την αναλυτική κατανομή των ποσοστώσεων ανά πελάτη εγκατεστημένο στη χώρα αυτή.

58      Τα μέλη της Ομάδας της Ευρώπης επιχείρησαν να εντάξουν ως μόνιμα μέλη όχι μόνον τους Ιταλούς παραγωγούς, αλλά και άλλους σημαντικούς παραγωγούς APC, με τους οποίους είχαν προβεί σε συνεννοήσεις ή διατηρούσαν διμερείς ή πολυμερείς επαφές κατά το παρελθόν, και να ανακατανείμουν τις ποσοστώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως γινόταν στο πλαίσιο της Ομάδας της Ζυρίχης.

59      Παράλληλα με τις συνεννοήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και στο πλαίσιο της Ομάδας της Ιταλίας, πέντε ισπανικές επιχειρήσεις —οι TQ, Tycsa, Emesa, Galycas και Proderac (η τελευταία από τον Μάιο του 1994)— και δύο πορτογαλικές επιχειρήσεις —η Socitrel από τον Απρίλιο του 1994, και η Fapricela από τον Δεκέμβριο του 1998— συμφώνησαν, όσον αφορά την Ισπανία και την Πορτογαλία, να διατηρήσουν σταθερά τα μερίδιά τους αγοράς και να καθορίσουν ποσοστώσεις, να κατανείμουν πελάτες, περιλαμβανομένων των δημοσίων έργων, και να καθορίσουν τις τιμές και τους όρους πληρωμής. Αντάλλασσαν, επίσης, ευαίσθητες πληροφορίες εμπορικής φύσεως (Ομάδα της Ισπανίας).

60      Οι συνεννοήσεις σε πανευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο (Ομάδα της Ιταλίας/Ομάδα της Ισπανίας/συμφωνία του Νότου) εξακολούθησαν έως τη διενέργεια ελέγχων από την Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2002.

61      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη Nedri, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτή μετείχε ευθέως στη σύμπραξη από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 802 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

62      Εν συνεχεία, αναφέρει ότι η Hit Groep κατείχε, ευθέως ή εμμέσως, το σύνολο του κεφαλαίου της Nedri από την 1η Μαΐου 1987 έως την 1η Μαΐου 1994 και από τις 31 Δεκεμβρίου 1997 έως τις 17 Ιανουαρίου 2002. Όσον αφορά το μεσοδιάστημα, κατά το οποίο η Nedri ανήκε στη Nedri Draht Beteiligungs GmbH, η οποία επίσης ανήκε κατά 70 % στη Hit Groep και κατά 30 % στην Thyssen Draht AG, η Επιτροπή αναφέρει ότι δεν διαθέτει αρκετά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Hit Groep ασκούσε ή ήταν σε θέση να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Nedri. Κατά συνέπεια, δεν καταλογίζει στη Hit Groep ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Nedri για το διάστημα μεταξύ 1ης Μαΐου 1994 και 31ης Δεκεμβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 804 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

63      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 805 έως 812 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τεκμαίρει ότι η Hit Groep, η οποία κατείχε το 100 % των μετοχών της Nedri από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 17 Ιανουαρίου 2002, ασκούσε επ’ αυτής αποφασιστική επιρροή και απορρίπτει τα επιχειρήματα που προέβαλε η Hit Groep προς ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου.

64      Με το άρθρο 1, σημείο 9, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι Nedri και Hit Groep παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, μετέχοντας, από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, όσον αφορά τη Nedri, και από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 17 Ιανουαρίου 2002, όσον αφορά τη Hit Groep, σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον κλάδο του APC.

65      Με το άρθρο 2, σημείο 9, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επιβάλλει, αφενός, στις Nedri και Hit Groep πρόστιμο 5 056 500 ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, και, αφετέρου, στη Hit Groep πρόστιμο 1 877 500 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

66      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, η Nedri άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

67      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό στις 16 Ιουνίου 2011.

68      Με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 2011, η Nedri δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να τροποποιήσει τους λόγους ακυρώσεως κατόπιν της εκδόσεως της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως.

69      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2011 με την εκ μέρους της Επιτροπής υποβολή διορθωτικού επί του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

70      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση στις 3 Οκτωβρίου 2013.

71      Η προκαταρκτική έκθεση που προβλέπεται από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 κοινοποιήθηκε στο έκτο τμήμα τις 8 Νοεμβρίου 2013.

72      Στις 17 Δεκεμβρίου 2013, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στην προσφεύγουσα έγγραφη ερώτηση σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑501/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:522) επί του πρώτου λόγου που προβάλλεται της προσφυγής της. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

73      Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Nedri απέσυρε τον πρώτο λόγο που είχε προβάλει προς στήριξη της προσφυγής της, σχετικά με παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

74      Στις 14 Μαΐου 2014, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

75      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Ιουνίου 2014.

76      Η Nedri ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημείο 9, της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το διάστημα για το οποίο καταλογίζεται ευθύνη στην Hit Groep,

–        να τροποποιήσει τo άρθρo 2, σημείο 9, της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς ύψος του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

77      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

78      Η Nedri προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως.

79      Πρώτον, η Nedri προβάλλει ότι η Επιτροπή, αφενός, παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 και, αφετέρου, παραβίασε τις αρχές της επιείκειας, της αναλογικότητας και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι εφάρμοσε το όριο του 10 % του κύκλου εργασιών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε το 2009, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει το όριο αυτό επί του κύκλου εργασιών του 2002.

80      Δεύτερον, η Nedri υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη, αφενός, το σημείο 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας και, αφετέρου, παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι μείωσε το πρόστιμο μόνον κατά 25 % αντί 30 %.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικά, αφενός, με παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και, αφετέρου, με παραβίαση των αρχών της επιείκειας, της αναλογικότητας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω εφαρμογής, εκ μέρους της Επιτροπής, κατά τον υπολογισμό του επιβληθέντος στη Nedri προστίμου, του ορίου του 10 % επί του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 2009, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει το όριο αυτό επί του κύκλου εργασιών του 2002

 Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

81      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 1063 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, για τον προσδιορισμό του κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών της χρήσεως του 2009, πράγμα που αμφισβητεί η Nedri, η οποία υποστηρίζει ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η χρήση του 2002, που ήταν το τελευταίο έτος συμμετοχής της στην παράβαση.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Η Nedri υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι κακώς η Επιτροπή εφάρμοσε το όριο του 10 % επί του κύκλου εργασιών της χρήσεως του 2009, απορρίπτοντας το αίτημά της να ληφθεί υπόψη η χρήση του 2002. Φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη έτσι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, και ειδικότερα το σημείο 32, και παραβίασε τις αρχές της επιείκειας και της αναλογικότητας.

83      Κατά την προσφεύγουσα, από την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής (C‑76/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:326, σκέψεις 20 και 25) προκύπτει ότι, σε περίπτωση επελεύσεως σημαντικών μεταβολών, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της σχετικής επιχειρήσεως, μεταξύ του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου διαπράχθηκε η παράβαση και της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής κατά την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση.

84      Πάντως, ο κύκλος εργασιών που η προσφεύγουσα πραγματοποίησε το 2009 δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση, κατ’ αυτήν, σε πλήρη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας επί δώδεκα μήνες και δεν αποτυπώνει την πραγματική οικονομική της δυνατότητα κατά το διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως.

85      Συγκεκριμένα, η Nedri πραγματοποίησε κύκλο εργασιών 31 641 636 ευρώ το 2001 και 69 345 000 ευρώ το 2009. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, αφενός, στην έντονη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και, αφετέρου, στην επανάληψη των δραστηριοτήτων της WDI στον κλάδο του APC κατά το ίδιο διάστημα.

86      Υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές ως προς την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως μεταξύ του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαπράχθηκε η παράβαση και της ημερομηνίας εκδόσεως της τελικής αποφάσεως, οπότε θα ήταν εύλογο να λάβει υπόψη της η Επιτροπή την τελευταία χρήση κατά την οποία διάρκεσε η παράβαση, δηλαδή τη χρήση του 2002.

87      Φρονεί, ακόμη, ότι, ως επιχείρηση που παράγει ένα μόνο προϊόν, επιβαρύνεται από τις κυρώσεις πολύ περισσότερο σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων.

88      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Υπόμνηση των αρχών

89      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει, με απόφασή της, πρόστιμα σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβούν τις διατάξεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη χρήση.

90      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο σχετικά με τον κύκλο εργασιών σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή να είναι δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της οικείας επιχειρήσεως (απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, EU:C:2007:326, σκέψη 24).

91      Πρόκειται συνεπώς για ένα όριο το οποίο εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις επιχειρήσεις και καθορίζεται με βάση το μέγεθος εκάστης αυτών και το οποίο αποσκοπεί στο να αποφευχθεί η επιβολή υπερβολικών ή δυσανάλογων προστίμων. Μοναδική δυνητική συνέπεια του ορίου αυτού είναι η μείωση του υπολογιζόμενου με βάση τα κριτήρια αυτά προστίμου μέχρι ένα ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Η εφαρμογή του συνεπάγεται ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν καταβάλλει το πρόστιμο το οποίο θα οφειλόταν, καταρχήν, με βάση μια εκτίμηση στηριζόμενη στα εν λόγω κριτήρια (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Συλλογή, EU:C:2005:408, σκέψεις 281 έως 283).

92      Με άλλα λόγια, ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο καθορισμός, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, ενός ανωτάτου ορίου ίσου με το 10 % του κύκλου εργασιών της κάθε επιχειρήσεως η οποία μετέσχε στην παράβαση είναι ιδίως να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η επιβολή ενός προστίμου με ύψος μεγαλύτερο από αυτό το ανώτατο όριο να υπερβαίνει την ικανότητα πληρωμής την οποία έχει η επιχείρηση κατά την ημερομηνία κατά την οποία κρίνεται ως υπεύθυνη για την παράβαση και της επιβάλλεται χρηματική κύρωση από την Επιτροπή (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:2153, σκέψη 63).

93      Όσον αφορά την «προηγούμενη διαχειριστική περίοδο», κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, ο όρος αυτός αναφέρεται, καταρχήν, στην τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο καθεμίας από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως (απόφαση της 28ης Απριλίου 2010, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, T‑456/05 και T‑457/05, Συλλογή, EU:T:2010:168, σκέψη 80· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:C:2007:326, σκέψη 32).

94      Όπως προκύπτει τόσο από τους στόχους του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 όσο και από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 92 νομολογία, η εφαρμογή του ανώτατου ορίου ύψους 10 % προϋποθέτει, αφενός, ότι η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τον κύκλο εργασιών της τελευταίας χρήσεως πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς της και, αφετέρου, ότι τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν μια πλήρη χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας επί δώδεκα μήνες (αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2005, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, T‑33/02, Συλλογή, EU:T:2005:428, σκέψη 38, και Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 93 ανωτέρω, EU:T:2010:168, σκέψη 95).

95      Μολονότι από την απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω (EU:C:2007:326, σκέψη 32), προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό του προβλεπομένου από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανωτάτου ορίου του προστίμου η Επιτροπή οφείλει, καταρχήν, να λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο εργασιών τον οποίο έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση κατά την τελευταία πλήρη εταιρική χρήση πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, εντούτοις από το πλαίσιο και τους σκοπούς της ρυθμίσεως μέρος της οποίας αποτελεί η προαναφερθείσα διάταξη προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ο κύκλος εργασιών τον οποίο έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση κατά την τελευταία πλήρη εταιρική χρήση πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής δεν αντιστοιχεί σε πλήρη εταιρική χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας επί δώδεκα μήνες και, επομένως, δεν αποτελεί λυσιτελή ένδειξη της πραγματικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως και του ευλόγου ύψους του προστίμου που πρόκειται να της επιβληθεί, ο εν λόγω κύκλος εργασιών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου. Στην περίπτωση αυτή, η οποία συντρέχει υπό εξαιρετικές μόνο περιστάσεις, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, την τελευταία εταιρική χρήση η οποία αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος κανονικών οικονομικών δραστηριοτήτων (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, 1. garantovaná κατά Επιτροπής, T‑392/09, EU:T:2012:674, σκέψη 86, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 15ης Μαΐου 2014, 1. garantovaná κατά Επιτροπής, C‑90/13 P, EU:C:2014:326).

96      Συγκεκριμένα, επί παραδείγματι, εάν η εταιρική χρήση έληξε πριν την έκδοση της αποφάσεως, αλλά οι ετήσιοι λογαριασμοί της οικείας επιχειρήσεως δεν έχουν ακόμη καταρτισθεί ή δεν έχουν ακόμη διαβιβασθεί στην Επιτροπή, αυτή δικαιούται, και μάλιστα υποχρεούται, να χρησιμοποιήσει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά μια προγενέστερη διαχειριστική περίοδο, προκειμένου να εφαρμόσει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Ομοίως, εάν, λόγω αναδιοργανώσεως ή μεταβολής της λογιστικής πρακτικής, μια επιχείρηση έχει καταρτίσει, για την προηγούμενη εταιρική χρήση, λογαριασμούς που αφορούν διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών, η Επιτροπή δικαιούται να χρησιμοποιήσει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας προγενέστερης πλήρους εταιρικής χρήσεως, για να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή. Τούτο ισχύει και σε περίπτωση που η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει πραγματοποιήσει κύκλο εργασιών κατά την εταιρική χρήση πριν την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής (απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, EU:T:2005:428, σκέψη 39, επικυρωθείσα με την απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, EU:C:2007:326, σκέψεις 27 και 30).

97      Ωστόσο, επί του επιχειρήματος προσφεύγοντος διαδίκου ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών τον οποίον πραγματοποίησε εντός συγκεκριμένου έτους είναι «τεχνητά αυξημένος», λόγω σημαντικής αυξήσεως της τιμής μιας πρώτης ύλης, κρίθηκε αρκετό να επισημανθεί ότι το γεγονός αυτό, εφόσον αληθεύει, δεν εμποδίζει να ληφθεί υπόψη ο εν λόγω κύκλος εργασιών για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου. Από τη νομολογία, μπορεί πράγματι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί από μια επιχείρηση μπορεί να ληφθεί στο πλαίσιο αυτό υπόψη, έστω και αν αποκλίνει σημαντικά από τους κύκλους εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί σε προηγούμενες χρήσεις, εφόσον αντιστοιχεί σε πλήρη εταιρική χρήση κατά την οποία ασκήθηκε πράγματι οικονομική δραστηριότητα. Διευκρινίζεται, συναφώς, ότι η μνεία της νομολογίας σε «πλήρη εταιρική χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας» αποσκοπεί στο να μην λαμβάνεται υπόψη εταιρική χρήση κατά την οποία η οικεία επιχείρηση βρισκόταν στο στάδιο περατώσεως της δραστηριότητάς της, χωρίς όμως αυτή να έχει παύσει ακόμη, και, εν γένει, εταιρική χρήση κατά την οποία η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως στην αγορά δεν αντιστοιχεί στη συμπεριφορά επιχειρήσεως που ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά τη συνήθη του όρου έννοια. Αντιθέτως, μόνον το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών ή το κέρδος που έχει πραγματοποιηθεί σε μια συγκεκριμένη εταιρική χρήση υπολείπεται ή υπερβαίνει κατά πολύ τον κύκλο εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί σε προγενέστερες χρήσεις δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη χρήση δεν αποτελεί πλήρη εταιρική χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Almamet κατά Επιτροπής, T‑410/09, EU:T:2012:676, σκέψη 253).

98      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 63, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑301/96, Συλλογή, EU:C:2003:509, σκέψη 87, και της 22ας Ιουνίου 2004, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑42/01, Συλλογή, EU:C:2004:379, σκέψη 66).

99      Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία το Δικαστηρίου, η αρχή αυτή επιτάσσει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schaible, C‑101/12, Συλλογή, EU:C:2013:661, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

–       Επί του βασίμου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

100    Εν προκειμένω, η Nedri προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι, από το 2002 έως το 2009, μεταβλήθηκε η διάρθρωσή της και αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της, οι δε περιστάσεις αυτές δικαιολογούν να μη ληφθεί υπόψη η εταιρική χρήση του 2009 για τον προσδιορισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, στον βαθμό που δεν αποτυπώνει την πραγματική οικονομική κατάστασή της κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως (ήτοι από το 1987 έως το 2002).

101    Διαπιστώνεται ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η Nedri κατά την εταιρική χρήση του 2009 αντιστοιχεί στον «συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την εταιρική χρήση που προηγείται» της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε μία πλήρη εταιρική χρήση κατά την οποία ασκήθηκε πραγματική οικονομική δραστηριότητα από την προσφεύγουσα, πράγμα που άλλωστε δεν αμφισβητείται εν προκειμένω.

102    Βάσει της υπομνησθείσας στις σκέψεις 93 και 97 ανωτέρω, στερούνται, συνεπώς, βασιμότητας τα προβληθέντα από τη Nedri επιχειρήματα σχετικά, αφενός, με τις διαρθρωτικές μεταβολές που επήλθαν στην εν λόγω επιχείρηση και, αφετέρου, με την αύξηση του κύκλου εργασιών της μεταξύ 2002 και 2009, καθώς τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν το να λάβει η Επιτροπή υπόψη της κύκλο εργασιών πραγματοποιηθέντα σε εταιρική χρήση προγενέστερη του 2009.

103    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εκ νέου ανάληψη των δραστηριοτήτων της WDI στον κλάδο του APC δεν συνιστά, βάσει της υπομνησθείσας στη σκέψη 96 ανωτέρω νομολογίας, εξαιρετική περίσταση που θα δικαιολογούσε το να λάβει η Επιτροπή υπόψη της κύκλο εργασιών πραγματοποιηθέντα σε εταιρική χρήση άλλη, πέραν αυτής που προηγείται της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

104    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλεί η προσφεύγουσα από τη σκέψη 25 της αποφάσεως Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω (EU:C:2007:326), υπό την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κύκλος εργασιών ο οποίος αποτυπώνει την πραγματική οικονομική κατάστασή της «κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως», οπότε αποκλείεται να ληφθεί υπόψη εταιρική χρήση μεταγενέστερη του χρόνου αυτού, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να παραμερίζεται συστηματικά η νομολογία σχετικά με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο ορίζει ότι, εφόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί κατά την εταιρική χρήση που προηγείται της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω (EU:C:2007:326), δεν περιέχει καμία ένδειξη ότι το Δικαστήριο σκόπευε να παρεκκλίνει από την πάγια αυτή νομολογία. Διαπιστώνεται, αντιθέτως, ότι η νομολογία αυτή επιβεβαιώνεται προδήλως με τις σκέψεις 30 και 41 της αποφάσεως Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω (EU:C:2007:326). Επομένως, η σκέψη 25 της αποφάσεως του Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως εκείνης και όχι ως έχουσα εν γένει περιεχόμενο που παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 και από τη νομολογιακή ερμηνεία των διατάξεων αυτών.

105    Συμπερασματικώς, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη της τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα το 2009, ως όφειλε σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 93 και 97 ανωτέρω.

106    Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

107    Κατά συνέπεια, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας η εκ μέρους της Επιτροπής συνεκτίμηση της εταιρικής χρήσεως του 2009 για τον υπολογισμό του προβλεπομένου από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανωτάτου ορίου του 10 %, διότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, ως όφειλε, την τελευταία πλήρη χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας επί δώδεκα μήνες.

108    Είναι, τέλος, απορριπτέα η αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας, διότι στις αιτιολογικές σκέψεις 1063 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως παρατίθενται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα το 2009.

109    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του σημείου 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επειδή η Επιτροπή όφειλε να μειώσει το πρόστιμο κατά 30 % και όχι κατά 25 %

 Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

110    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 1082 έως 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λόγω της συνεργασίας της Nedri, μπορεί να της χορηγήσει μείωση του προστίμου κατά 25 %.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

111    Η Nedri υποστηρίζει ότι, ως η δεύτερη επιχείρηση που εκπλήρωσε τις απαιτήσεις του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί επιείκειας, μπορούσε να τύχει μειώσεως του προστίμου έως και κατά 30 %.

112    Υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε στις 23 Οκτωβρίου 2002, ήτοι λίγο περισσότερο από έναν μήνα μετά τους ελέγχους της 19ης και της 20ής Σεπτεμβρίου 2002. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είχε έτσι συμβάλει στη διαδικασία σε αρχικό στάδιο αυτής (αιτιολογική σκέψη 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η προσφεύγουσα συμπλήρωσε την αίτησή της επιείκειας στις 29 Μαρτίου 2004.

113    Δεύτερον, η Nedri φρονεί ότι η Επιτροπή παραδέχεται ότι οι πολυάριθμες και αναλυτικές πληροφορίες τις οποίες προσκόμισε —σχετικά με το σύνολο της συνεννοήσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και ιδίως με την Ομάδα της Ζυρίχης, τη σκανδιναβική αγορά, περιλαμβανομένης της Addtek, και την Ομάδα της Ευρώπης— είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία (αιτιολογική σκέψη 1084 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

114    H Nedri φρονεί, ωστόσο, αφενός, ότι, λόγω του τρόπου με τον οποίον ομαδοποίησε η Επιτροπή τις παρασχεθείσες πληροφορίες με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαφαίνεται πλήρως ο αναλυτικός χαρακτήρας και η πληθώρα των πληροφοριών αυτών.

115    Αφετέρου, φρονεί ότι κακώς η Επιτροπή αποφάσισε, με την αιτιολογική σκέψη 1085 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι πληροφορίες σχετικά με την κατανομή της πελατείας και τις ποσοστώσεις στη γερμανική αγορά δεν συνέβαλαν ιδιαίτερα στην κατανόηση και τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, η Nedri διατείνεται ότι ήταν η πρώτη που παρέσχε πληροφορίες σχετικά με την αποδεικτική αξία των συζητήσεων εντός της Ομάδας της Ευρώπη όσον αφορά την κατανομή της πελατείας και τις ποσοστώσεις στη γερμανική αγορά. Διευκρινίζει ότι προσκόμισε επίσης αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πολλές συσκέψεις με αντικείμενο την κατανομή πελατών. Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες τις οποίες συνέλεξε η Επιτροπή σχετικά με τη γερμανική αγορά, για τις οποίες γίνεται λόγος στις υποσημειώσεις 354 έως 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέρχονται από έγγραφα προσκομισθέντα από τη Nedri. Κατ’ αυτή, χωρίς προσκομισθέντα από τη Nedri αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή θα μπορούσε να αποδείξει τη διεξαγωγή ορισμένων μόνον συσκέψεων, πράγμα που, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί με την αιτιολογική σκέψη 1085 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Nedri προβάλλει ακόμη ότι η Επιτροπή δεν τεκμηρίωσε ούτε την εκτίμησή της ότι οι πληροφορίες αυτές δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία.

116    Τέλος, η Nedri προβάλλει ότι ο μεγάλος αριθμός των παραπομπών που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε απαντήσεις της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, στην αίτησή της επιείκειας, σε συμπληρωματικές πληροφορίες παρασχεθείσες κατά την έρευνα και σε εκ μέρους της επιβεβαιώσεις καταστάσεων που υπέθετε η Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 1082 και 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως) αποδεικνύουν την ευρεία και διαρκή συνεργασία της.

117    Επομένως, κατά τη Nedri, κακώς της χορηγήθηκε μείωση προστίμου μόνο κατά 25 % αντί 30 %.

118    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

119    Κατά τα σημεία 20 επ. της ανακοινώσεως περί επιείκειας:

«20.      Οι επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που περιέχονται [υπό τον τίτλο Α, “Μη επιβολή προστίμων”] ανωτέρω μπορούν να είναι επιλέξιμες για μείωση προστίμου που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά.

21.      Για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις.

22.      Η έννοια της [“πρόσθετης αποδεικτικής αξίας”] αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, από την ίδια τη φύση τους ή/και την έκταση των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρήσει κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά.

23.      Σε κάθε οριστική απόφαση που εκδίδει μετά το τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίσει:

α)      κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε μια επιχείρηση σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που η Επιτροπή είχε τότε στην κατοχή της·

β)      το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση, το οποίο θα προσδιορισθεί ως ακολούθως με βάση τα πρόστιμα που θα είχαν διαφορετικά επιβληθεί. Για την/τις:

Δεύτερη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21: μείωση 20 [έως] 30 %· […]

Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τον χρόνο κατά τον οποίο υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση της [παραγράφου 21] και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων.

Επιπλέον, εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

120    Συνεπώς, για να καθορίσει το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που δικαιούται η δεύτερη επιχείρηση, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία και το μέγεθος της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας τους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης —αλλά δεν υποχρεούται— να λάβει υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων.

121    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το χρονικό σημείο της προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων από τη Nedri (αιτιολογικές σκέψεις 1082 και 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και εκτίμησε το μέγεθος της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων από αυτήν αποδεικτικών στοιχείων (αιτιολογικές σκέψεις 1082 έως 1085 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έλαβε επίσης υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας που παρέσχε η Nedri μετά την εκ μέρους της προσκόμιση στοιχείων (αιτιολογική σκέψη 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

122    Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί εξαρχής η αιτίαση περί ελλιπούς αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

123    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το σημείο 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας προβλέπει ότι, για τη δεύτερη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21 της ίδιας ανακοινώσεως, προβλέπεται μείωση του προστίμου κατά 20 έως 30 % και ότι το ποσοστό της μειώσεως εντός των ορίων αυτών καθορίζεται βάσει των τριών προμνησθέντων στη σκέψη 120 ανωτέρω κριτηρίων.

124    Ο έγκαιρος χαρακτήρας της συνεργασίας και το μέγεθος της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων στοιχείων, όπως και η συνεκτίμηση του βαθμού της συνεργασίας της επιχειρήσεως μετά την προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων, αποτελούν σωρευτικώς εφαρμοζόμενα κριτήρια, τα οποία σταθμίζονται σε συνάρτηση με το πλαίσιο και τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως, η δε εκπλήρωσή τους ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη μείωση του προστίμου κατά 20 έως 30 %.

125    Όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή των διαφόρων αυτών κριτηρίων, επισημαίνεται, σχετικά με τη συνεκτίμηση του χρόνου κατά τον οποίον η Nedri προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η αίτησή της επιείκειας υποβλήθηκε έναν μήνα μετά τους ελέγχους.

126    Επομένως, είναι μεν αληθές ότι η Nedri συνεργάστηκε σε αρχικό στάδιο της διοικητικής διαδικασίας —πράγμα που άλλωστε παραδέχεται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 1087)— όχι όμως αμέσως μετά τη διενέργεια των ελέγχων, σε αντίθεση, π.χ. με την ITC.

127    Η Επιτροπή, πάντως, δύναται να λαμβάνει υπόψη της τέτοιες περιστάσεις, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ποσοστού μειώσεως που μπορεί να χορηγήσει σε αιτούντα επιείκεια λόγω της συνεργασίας του.

128    Δεύτερον, όσον αφορά την πρόσθετη αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων από τη Nedri στοιχείων, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι οι παρασχεθείσες από την προσφεύγουσα πληροφορίες αφορούσαν το σύνολο της συνεννοήσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και, ιδίως, την Ομάδα της Ζυρίχης, τη σκανδιναβική αγορά, περιλαμβανομένης της Addtek, και την Ομάδα της Ευρώπης, και ότι αναγνώρισε τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών. Τούτο προκύπτει, πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1082 έως 1084 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

129    Περαιτέρω, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Nedri σχετικά με τη γερμανική αγορά, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία αυτά δεν συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στην κατανόηση ή τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία.

130    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι στην εκτίμηση αυτή η προσφεύγουσα απλώς αντιτάσσει ότι ήταν η πρώτη που προσκόμισε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία επί του ζητήματος αυτού, ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούσαν μεγάλο αριθμό συσκέψεων με αντικείμενο την κατανομή πελατείας και ότι, χωρίς αυτά, η Επιτροπή θα ήταν σε θέση να αποδείξει την πραγματοποίηση ορισμένων μόνο συσκέψεων.

131    Δεν αποδεικνύει, όμως, ότι είναι ανακριβής η θέση της Επιτροπής ότι η κατανομή πελατών στη γερμανική αγορά αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα μεταξύ άλλων κατανομής πελατών, όπως περιγράφεται στο τμήμα 9.1.3.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και, συνεπώς, η πρόσθετη αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων συναφών στοιχείων είναι πράγματι σχετική.

132    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι σχετική είναι και η πρόσθετη αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων από τη Nedri αποδεικτικών στοιχείων, με τα οποία κατέστη δυνατό να αποδειχθεί η διεξαγωγή ορισμένων συσκέψεων της Ομάδας της Ευρώπης με αντικείμενο μία από τις αγορές τις οποίες κάλυπτε γεωγραφικά ο συντονισμός στο πλαίσιο της εν λόγω ομάδας, ήτοι τη γερμανική αγορά (αναφέρεται, συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 220 —και υποσημείωση 354— και 223 —και υποσημείωση 357— της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η διεξαγωγή άλλων συσκέψεων με αντικείμενο τη συγκεκριμένη αγορά αποδείχθηκε από στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν από άλλον μετέχοντα στη σύμπραξη (βλ. αιτιολογική σκέψη 221 και υποσημειώσεις 354 και 355 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή.

133    Τρίτον, από την αιτιολογική σκέψη 1087 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή συνεκτίμησε δεόντως τη μεταγενέστερη συνεργασία της Nedri.

134    Κατά συνέπεια, δεδομένου του χρόνου υποβολής της αιτήσεως επιείκειας της Nedri, της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισε στην Επιτροπή και της μεταγενέστερης συνεργασίας της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς καθόρισε το ποσοστό μειώσεως του προστίμου σε 25 %.

135    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

136    Κατά συνέπεια, η προσφυγή κρίνεται απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

137    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Nedri Spanstaal BV φέρει, εκτός των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Αντικείμενο της διαφοράς

Ιστορικό της διαφοράς

Ο κλάδος που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής

Προϊόν

Διάρθρωση της προσφοράς

Διάρθρωση της ζήτησης

Εμπορικές συναλλαγές εντός της Ένωσης και του ΕΟΧ

Η Nedri και η μητρική εταιρία αυτής, Hit Groep

Διοικητική διαδικασία

Πρώτη αίτηση επιείκειας και απαλλαγή της DWK από τα πρόστιμα

Επιτόπιοι έλεγχοι και αιτήσεις παροχής πληροφοριών

Άλλες αιτήσεις επιείκειας και απαντήσεις της Επιτροπής

Κίνηση της διαδικασίας και ανακοίνωση αιτιάσεων

Πρόσβαση στον φάκελο και ακρόαση

Συμπληρωματικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών

Προσβαλλόμενη απόφαση

Η Ομάδα της Ζυρίχης και οι συμφωνίες σε περιφερειακό επίπεδο.

Ομάδα της Ευρώπης και περιφερειακές συμφωνίες

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικά, αφενός, με παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και, αφετέρου, με παραβίαση των αρχών της επιείκειας, της αναλογικότητας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω εφαρμογής, εκ μέρους της Επιτροπής, κατά τον υπολογισμό του επιβληθέντος στη Nedri προστίμου, του ορίου του 10 % επί του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 2009, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει το όριο αυτό επί του κύκλου εργασιών του 2002

Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Υπόμνηση των αρχών

– Επί του βασίμου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του σημείου 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επειδή η Επιτροπή όφειλε να μειώσει το πρόστιμο κατά 30 % και όχι κατά 25 %

Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.