Language of document : ECLI:EU:T:2011:605

Υπόθεση T-139/06

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου διαπιστώνουσας παράβαση κράτους μέλους – Χρηματική ποινή – Λήψη ορισμένων μέτρων από το κράτος μέλος – Αίτημα πληρωμής – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως και επιβάλλουσα χρηματική ποινή – Αρμοδιότητα της Επιτροπής να ζητήσει την καταβολή χρηματικής ποινής που όρισε το Δικαστήριο

(Άρθρα 226 ΕΚ έως 228 ΕΚ, 274 ΕΚ και 279 ΕΚ)

2.      Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα την παράβαση – Προθεσμία εκτελέσεως

(Άρθρα 226 ΕΚ και 228 ΕΚ)

3.      Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως και επιβάλλουσα χρηματική ποινή – Εκτίμηση από την Επιτροπή των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου – Όρια

(Άρθρα 226 ΕΚ και 228 ΕΚ)

4.      Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως και επιβάλλουσα χρηματική ποινή – «Σταθερή χρηματική ποινή» και «χρηματική ποινή σταδιακώς μειούμενου ύψους» – Αρμοδιότητα της Επιτροπής να μειώσει το ποσό της χρηματική ποινής που καθόρισε το Δικαστήριο – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 226 ΕΚ και 228 ΕΚ)

5.      Διαδικασία – Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Δικαστηρίου και Γενικού Δικαστηρίου – Προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από κράτος μέλος κατά αποφάσεως της Επιτροπής που καθορίζει το ύψος χρηματικής ποινής οφειλόμενης σε εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου – Πλήρης δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου για να μειώσει το ύψος της χρηματική ποινής – Δεν υφίσταται – Αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

(Άρθρα 226 ΕΚ, 228 ΕΚ και 229 ΕΚ)

1.      Η Συνθήκη ΕΚ δεν καθορίζει τους τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που εκδίδει το Δικαστήριο κατόπιν της διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 228 ΕΚ, ειδικότερα όταν επιβάλλεται χρηματική ποινή. Καίτοι, βεβαίως, οι διαδικασίες που προβλέπουν τα άρθρα 226 ΕΚ και 228 ΕΚ έχουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις είναι διαφορετικές και έχουν διαφορετικό αντικείμενο. Συγκεκριμένα, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 226 ΕΚ αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί, με σκοπό να παύσει, συμπεριφορά κράτους μέλους που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, ενώ το αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 228 ΕΚ είναι πολύ πιο περιορισμένο, καθόσον αυτή αποσκοπεί απλώς να παρακινήσει το κράτος μέλος που δεν έχει συμμορφωθεί προς απόφαση του Δικαστηρίου επί προσφυγής λόγω παραβάσεως να εκτελέσει την απόφαση αυτή.

Επομένως, όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, ότι κράτος μέλος έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, η συνέχιση των διαπραγματεύσεων μεταξύ του κράτους μέλους αυτού και της Επιτροπής δεν θα έχει πλέον ως αντικείμενο την ύπαρξη της παραβάσεως, η οποία ακριβώς έχει ήδη διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, αλλά το ζήτημα αν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 228 ΕΚ.

Κατά τα άρθρα 226 ΕΚ έως 228 ΕΚ, ο καθορισμός των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των κρατών μελών και η κρίση επί της συμπεριφοράς τους μπορούν να προέρχονται μόνον από απόφαση του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει σαφώς προσδιορίσει τις υποχρεώσεις κράτους μέλους με απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 228 ΕΚ, θα ήταν αντίθετο προς το πνεύμα της Συνθήκης και προς τον σκοπό του μηχανισμού που προβλέπει το άρθρο 228 ΕΚ να επιβληθεί στην Επιτροπή η άσκηση νέας προσφυγής λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ.

Εξάλλου απόφαση του Δικαστηρίου, εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, επιβάλλει σε κράτος μέλος την υποχρέωση να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή και καθόσον, δυνάμει του άρθρου 274 ΕΚ, η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σε αυτήν εναπόκειται να εισπράττει τα οφειλόμενα υπέρ του προϋπολογισμού της Ένωσης ποσά κατ’ εφαρμογήν της δικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών που εκδίδονται προς εκτέλεση του άρθρου 279 ΕΚ.

Εξ αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι καταρχήν αρμόδια να απαιτήσει την καταβολή χρηματικής ποινής που καθόρισε το Δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 25-28, 32, 37-38)

2.      Μολονότι το άρθρο 228 ΕΚ δεν ορίζει τον χρόνο εντός του οποίου πρέπει να εκτελείται απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση κράτους μέλους, εντούτοις από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το συμφέρον της άμεσης και ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει η εκτέλεση αυτή να αρχίζει αμέσως και να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν. Από το πνεύμα της Συνθήκης και από τη σχέση μεταξύ των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ προκύπτει ότι απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει παράβαση κράτους μέλους, καθώς και επακόλουθη απόφαση που διαπιστώνει την παράλειψη πλήρους εκτελέσεως της πρώτης αποφάσεως, πρέπει να λογίζονται ως νομικό πλαίσιο παρέχον τη δυνατότητα στο κράτος μέλος να προσδιορίσει επακριβώς τα αναγκαία μέτρα που οφείλει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί προς το δίκαιο της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 42-43)

3.      Στο πλαίσιο εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή σε κράτος μέλος, σε περίπτωση που η Επιτροπή έχει σοβαρή και εύλογη αμφιβολία όσον αφορά τους ελέγχους που διενεργούν οι εθνικές αρχές το κράτος μέλος δεν μπορεί να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της χωρίς να στηριχθεί σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Πράγματι, στο κράτος μέλος αυτό εναπόκειται να προσκομίσει τη λεπτομερέστερη και πληρέστερη δυνατή απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του και, ενδεχομένως, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής. Τούτο ισχύει ιδίως στο πλαίσιο μιας διαδικασίας εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου αφορώσας παράβαση κράτους μέλους, καθόσον εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι έπαψε την οικεία παράβαση. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί το ενδεχόμενο το κράτος μέλος που παρέβη τις υποχρεώσεις του να περιοριστεί στη λήψη μέτρων τα οποία στην πραγματικότητα έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Ωστόσο, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως αυτής δεν πρέπει να θίγει ούτε τα δικαιώματα –και ειδικότερα τα δικονομικά δικαιώματα– των κρατών μελών, όπως απορρέουν από τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, ούτε την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της συμφωνίας εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, πριν ζητήσει την καταβολή χρηματικής ποινής, υποχρεούται να εξακριβώσει αν οι αιτιάσεις που δέχθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο αποφάσεως στηριζόμενης στο άρθρο 228 ΕΚ εξακολουθούν να είναι βάσιμες κατά την εκπνοή της προθεσμίας που όρισε το Δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 52-55)

4.      Όταν στο πλαίσιο εκτελέσεως αποφάσεως επί παραβάσεως κράτους μέλους το Δικαστήριο αποφασίζει να ορίσει βάσει του άρθρου 228 ΕΚ μια σταθερή χρηματική ποινή, η οποία καθίσταται απαιτητή μετά από κάθε εξάμηνο κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεώς του, μετά το πέρας του οποίου δεν έχει πλήρως εκτελεστεί η απόφασή του επί της παραβάσεως, η μερική εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως δεν δικαιολογεί μείωση του ποσού της χρηματικής ποινής. Πράγματι, όταν το Δικαστήριο ορίζει ρητώς μια «σταθερή χρηματική ποινή», και όχι μια «χρηματική ποινή σταδιακώς μειούμενου ύψους», η Επιτροπή, που δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν έχει αρμοδιότητα να μειώσει το ποσό της εν λόγω χρηματικής ποινής.

(βλ. σκέψεις 78-79)

5.      Όσον αφορά το ζήτημα μιας ενδεχόμενης αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου να μειώσει το ίδιο το ποσό της χρηματικής ποινής, ο ενδεχόμενος καθορισμός χρηματικής ποινής και του ύψους της στον τομέα της μη εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως λόγω παραβάσεως κράτους μέλους υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετο προς τη λογική συνοχή της Συνθήκης να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε μια τέτοια μείωση στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως. Τέλος, το άρθρο 229 ΕΚ απαιτεί η αρμοδιότητα αυτή να είναι ρητή. Τούτο όμως δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 226 ΕΚ ούτε από εκείνες του άρθρου 228 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 81)