Language of document : ECLI:EU:C:2017:504

Υπόθεση C126/15

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Πορτογαλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των τσιγάρων – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Απαιτητό – Τόπος και χρόνος του απαιτητού – Φορολογικά επισήματα – Ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης – Χρονικός περιορισμός της διάθεσης στο εμπόριο και της πώλησης πακέτων τσιγάρων – Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 2017

Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Οδηγία 2008/118 – Απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης – Όροι του απαιτητού – Εθνικό μέτρο που αποβλέπει στο να προληφθούν οι πράξεις θέσης σε ανάλωση πακέτων τσιγάρων σε υπερβολικές ποσότητες κατά το τέλος του έτους, εν όψει αναμενόμενης αύξησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης – Χρονικός περιορισμός της διάθεσης στο εμπόριο και της πώλησης πακέτων τσιγάρων – Επιτρέπεται – Μέτρο εφαρμοζόμενο στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει αύξηση του συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

(Οδηγία 2008/118 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 31 και άρθρα 9, εδ. 1, 11 και 39 § 3, εδ. 1)

Ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12, και από την αρχή της αναλογικότητας προβλέποντας ότι τα πακέτα τσιγάρων που έχουν τεθεί σε ανάλωση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους απαγορεύεται να διατεθούν στο εμπόριο και να πωληθούν στο κοινό μετά το τέλος του τρίτου μήνα του επομένου έτους, τούτο δε όταν ο συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης επί των τσιγάρων δεν αυξάνεται κατά το εν λόγω επόμενο έτος.

Συγκεκριμένα, η πάταξη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και των ενδεχόμενων καταχρήσεων συνιστά σκοπό τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2008/118, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31, το άρθρο 11 και το άρθρο 39, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής. Οι πράξεις θέσης σε ανάλωση πακέτων τσιγάρων σε υπερβολικές ποσότητες κατά το τέλος του έτους, εν αναμονή μελλοντικής αύξησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης, συνιστούν μια μορφή κατάχρησης την οποία τα κράτη μέλη δικαιούνται να προλαμβάνουν μέσω της λήψης πρόσφορων μέτρων. Στο μέτρο που το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118 παραπέμπει στο ισχύον εθνικό δίκαιο κατά τον χρόνο που καθίσταται απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης για τον καθορισμό των όρων του απαιτητού και των συντελεστών του ειδικού φόρου κατανάλωσης, η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού στα κράτη μέλη συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη δυνατότητά τους να λαμβάνουν μέτρα τέτοιου είδους.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των εξουσιών που τους απονέμει το δίκαιο της Ένωσης, οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως δε την αρχή της αναλογικότητας. Δυνάμει της εν λόγω αρχής, τα κράτη μέλη οφείλουν να χρησιμοποιούν μέσα τα οποία καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το εσωτερικό δίκαιο χωρίς ωστόσο να βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου, θίγοντας στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους σκοπούς και τις αρχές που θέτει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Ένα μέτρο που αποβλέπει στο να προληφθούν οι πράξεις θέσης σε ανάλωση πακέτων τσιγάρων σε υπερβολικές ποσότητες κατά το τέλος του έτους, εν όψει αναμενόμενης αύξησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης, είναι πρόσφορο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών της πρόληψης της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και της προστασίας της δημόσιας υγείας. Συμβάλλει επίσης στη διασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού. Ωστόσο, στον βαθμό που ένα τέτοιο μέτρο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμα και σε αυτήν όπου ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης μειώνεται ή παραμένει αμετάβλητος, δεν προκύπτει ότι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω σκοποί μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο επαχθή αλλά εξίσου πρόσφορο τρόπο αν το επίμαχο μέτρο εφαρμοζόταν μόνο σε περίπτωση αύξησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί των τσιγάρων.

(Βλ. σκέψεις 59-62, 64, 67, 68, 78, 79, 99 και διατακτ.)