Language of document : ECLI:EU:C:2024:32

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Υποθέσεις C725/20 P, C198/21 P και C391/21 P

Maria Teresa Coppo Gavazzi κ.λπ. (C725/20 P),

Giacomo Santini κ.λπ. (C198/21 P)

και

Enrico Falqui (C391/21 P)

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Ενιαίο καθεστώς βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλεγέντες στην Ιταλία – Έκδοση από το Ufficio di Presidenza della Camera dei deputati (προεδρείο της Βουλής, Ιταλία) της απόφασης αριθ. 14/2018 περί συντάξεων – Τροποποίηση του ποσού των συντάξεων των βουλευτών του εθνικού κοινοβουλίου – Συνακόλουθη τροποποίηση, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του ποσού των συντάξεων ορισμένων πρώην βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλεγέντων στην Ιταλία – Αντικατάσταση των επίδικων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου – Έκλειψη του αντικειμένου της δίκης και του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων»






Περιεχόμενα


I. Εισαγωγή

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

Β. Το ιταλικό δίκαιο

III. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Επανυπολογισμός των συντάξεων ή συντάξεων επιζώντων των αναιρεσειόντων από το Κοινοβούλιο

Β. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

IV. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, αιτήματα των διαδίκων και περαιτέρω εξελίξεις μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας

V. Ανάλυση

Α. Εξακολουθεί να υφίσταται το αντικείμενο της διαφοράς και το έννομο συμφέρον παρά την αντικατάσταση των επίδικων αποφάσεων;

Β. Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

1. Επί της νομικής βάσης για την έκδοση των επίδικων αποφάσεων και της διάκρισης μεταξύ θεμελίωσης και ύψους του δικαιώματος

2. Επί της συμβατότητας της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 από το Κοινοβούλιο με υπέρτερους κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης

α) Επί των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και του δικαιώματος ιδιοκτησίας

β) Επί της αναλογικότητας

3. Επί της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις

4. Επί της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων

5. Επί της προσφυγής της Ι. Panusa

6. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

Γ. Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

VI. Επί των δικαστικών εξόδων

Α. Επί των δικαστικών εξόδων των αναιρετικών διαδικασιών

Β. Επί των δικαστικών εξόδων των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

VII. Πρόταση


I.      Εισαγωγή

1.        Πριν από τη θέσπιση ενιαίου συνταξιοδοτικού συστήματος για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αυτά μπορούσαν, όταν το εθνικό τους σύστημα δεν προέβλεπε σύνταξη ή το ύψος και/ή τα στοιχεία καθορισμού της προβλεπόμενης σύνταξης δεν ήταν πανομοιότυπα με τα ισχύοντα για τα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου του κράτους μέλους στο οποίο εξελέγησαν, να λάβουν σύνταξη από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, το ύψος και οι προϋποθέσεις της οποίας ήταν ταυτόσημα με εκείνα της σύνταξης των μελών του κοινοβουλίου του κράτους μέλους στο οποίο εξελέγησαν.

2.        Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως αφορούν το καθεστώς εκλεγέντων στην Ιταλία πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου ή επιζώντων αυτών, των οποίων οι συντάξεις ή συντάξεις επιζώντων (στο εξής: συντάξεις), σύμφωνα με τη ρύθμιση η οποία χαρακτηρίζεται από το Γενικό Δικαστήριο ως «κανόνας σύνταξης ίδιου επιπέδου», συνδέονται με το ύψος και τις προϋποθέσεις της σύνταξης Ιταλών πρώην βουλευτών.

3.        Οι παρούσες αναιρετικές διαδικασίες αφορούν το ζήτημα αν ορθώς το Κοινοβούλιο μείωσε, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω «κανόνα σύνταξης ίδιου επιπέδου», τις συντάξεις των αναιρεσειόντων, τις οποίες εκείνοι ήδη λάμβαναν, αφού το προεδρείο της ιταλικής Βουλής αποφάσισε από πλευράς του τη μείωση των συντάξεων των Ιταλών πρώην βουλευτών.

4.        Πέραν του ζητήματος αν ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές που άσκησαν οι αναιρεσείοντες κατά των αντίστοιχων αποφάσεων του Κοινοβουλίου, τίθεται το ερώτημα αν οι παρούσες διαδικασίες διατηρούν το αντικείμενό τους και αν οι αναιρεσείοντες διατηρούν το έννομο συμφέρον τους. Πράγματι, οι επίδικες αποφάσεις του Κοινοβουλίου αντικαταστάθηκαν εν τω μεταξύ, κατόπιν νέας τροποποίησης της ιταλικής νομοθεσίας, με νέες αποφάσεις.

5.        Η εξέταση των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως θα καταδείξει ότι τα δύο αυτά ζητήματα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Τούτο διότι τα νομικά σφάλματα που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες είναι καθοριστικά τόσο για τη νομιμότητα των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων και των επίδικων αποφάσεων όσο και για το ζήτημα της έκλειψης του αντικειμένου της δίκης στις υπό κρίση υποθέσεις.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Η κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: ρυθμίσεις ΕΑΒ), ως ίσχυε στις 14 Ιουλίου 2009 (2), προέβλεπε στο παράρτημα III, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο 1

1.       Όλοι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δικαιούνται συντάξεως.

2.       Εν αναμονή θεσπίσεως οριστικού ενιαίου κοινοτικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος για όλους τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εφόσον το εθνικό καθεστώς δεν προβλέπει σύνταξη ή εφόσον το ύψος ή/και τα στοιχεία καθορισμού της προβλεπόμενης σύνταξης δεν είναι πανομοιότυπα με τα ισχύοντα για τους βουλευτές του εθνικού κοινοβουλίου του κράτους μέλους προς εκπροσώπηση του οποίου εξελέγη ο εν λόγω βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καταβάλλεται προσωρινή σύνταξη αρχαιότητας, κατόπιν αιτήσεως του εν λόγω βουλευτή, από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τμήμα Κοινοβούλιο.

Άρθρο 2

1.       Το ύψος και τα στοιχεία καθορισμού της προσωρινής σύνταξης είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα της σύνταξης που εισπράττουν οι βουλευτές της Κάτω Βουλής του κράτους μέλους προς εκπροσώπηση του οποίου εξελέγη το εν λόγω μέλος του Κοινοβουλίου.

2.       Ο βουλευτής που επωφελείται από τους όρους του άρθρου 1, παράγραφος 2, οφείλει, με την εγγραφή στο καθεστώς αυτό, να καταβάλλει στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισφορά η οποία υπολογίζεται έτσι ώστε ο βουλευτής να καταβάλλει την ίδια συνολική εισφορά που καταβάλλει μέλος της Κάτω Βουλής του κράτους μέλους όπου εξελέγη, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις.

Άρθρο 3

1.       Η αίτηση ένταξης στο παρόν προσωρινό συνταξιοδοτικό καθεστώς πρέπει να υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη της θητείας του ενδιαφερομένου.

Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, ορίζεται ως ημερομηνία από την οποία ισχύει η ένταξη στο συνταξιοδοτικό καθεστώς η πρώτη του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου παρελήφθη η αίτηση.

2.       Η αίτηση για τον υπολογισμό της σύνταξης υποβάλλεται εντός έξι μηνών από τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, ορίζεται ως ημερομηνία από την οποία εισπράττεται η σύνταξη η πρώτη του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου παρελήφθη η αίτηση.

[…]»

7.        Το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίστηκε με την απόφαση 2005/684/ΕΚ, Eυρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: καθεστώς των βουλευτών) (3), και τέθηκε σε ισχύ στις 14 Ιουλίου 2009, πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου.

8.        Με αποφάσεις της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, το προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θέσπισε τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών (4). Κατά το άρθρο τους 73, τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών τέθηκαν σε ισχύ την ίδια ημέρα με το καθεστώς των βουλευτών, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2009.

9.        Στο άρθρο 74 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών διευκρινίζεται ότι, με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του τίτλου ΙV, και ειδικότερα του άρθρου 75, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ παύουν να ισχύουν την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών.

10.      Το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, το οποίο αφορά μεταξύ άλλων τη σύνταξη αρχαιότητας, ορίζει, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την απόφαση του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2010, για την τροποποίηση των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών (5), τα εξής:

«1.       Η σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αναπηρίας, η συμπληρωματική σύνταξη αναπηρίας για τα συντηρούμενα τέκνα και η σύνταξη αρχαιότητας που χορηγούνται βάσει των παραρτημάτων I, II και III των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθούν να καταβάλλονται, κατ’ εφαρμογή των παραρτημάτων αυτών, στα πρόσωπα που λάμβαναν τις εν λόγω παροχές πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

Εφόσον πρώην βουλευτής που δικαιούται σύνταξη αναπηρίας αποβιώσει μετά τις 14 Ιουλίου 2009, η σύνταξη επιζώντων καταβάλλεται στον ή στη σύζυγο, στον ή στη σύντροφο σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ή στα συντηρούμενα τέκνα, υπό τους όρους του παραρτήματος Ι των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

2.       Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος III διατηρούνται. Τα πρόσωπα που απέκτησαν δικαιώματα στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιούνται σύνταξη υπολογιζόμενη βάσει των αποκτηθέντων δικαιωμάτων τους κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος III, εφόσον πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και έχουν υποβάλει την αίτηση του άρθρου 3 παράγραφος 2 του προαναφερθέντος παραρτήματος III.»

11.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, χρειάζεται «να εξασφαλισθεί με τις μεταβατικές διατάξεις ότι όσοι λαμβάνουν ορισμένες παροχές βάσει των ρυθμίσεων ΕΑΒ θα συνεχίσουν να τις λαμβάνουν μετά την κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών, σύμφωνα με την αρχή της εύλογης προσδοκίας. Ενδείκνυται επίσης να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν βάσει των ρυθμίσεων ΕΑΒ πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος. […]».

Β.      Το ιταλικό δίκαιο

12.      Στις 12 Ιουλίου 2018 το Ufficio di Presidenza della Camera dei deputati (προεδρείο της Βουλής, Ιταλία) εξέδωσε την απόφαση αριθ. 14/2018, περί νέου καθορισμού του ποσού των ισόβιων επιδομάτων και του μέρους ισόβιου επιδόματος των αναλογικών παροχών πρόνοιας, καθώς και των παροχών επιζώντων, για τα έτη θητείας έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: απόφαση αριθ. 14/2018).

13.      Το άρθρο 1 της απόφασης αριθ. 14/2018 έχει ως εξής:

«1.      Από την 1η Ιανουαρίου 2019, τα ποσά των ισόβιων επιδομάτων γήρατος και επιζώντων και του μέρους ισόβιου επιδόματος των αναλογικών παροχών πρόνοιας γήρατος και επιζώντων, για τα οποία θεμελιώθηκε δικαίωμα βάσει της ισχύουσας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2011 νομοθεσίας, υπολογίζονται βάσει του νέου προβλεπόμενου στην παρούσα απόφαση τρόπου.

2.      Ο νέος υπολογισμός που μνημονεύεται στην προηγούμενη παράγραφο πραγματοποιείται πολλαπλασιάζοντας το ποσό της ατομικής εισφοράς επί τον συντελεστή μεταβολής που σχετίζεται με την ηλικία του βουλευτή την ημερομηνία κατά την οποία ο βουλευτής θεμελίωσε δικαίωμα σε ισόβιο επίδομα ή στην αναλογική παροχή πρόνοιας.

3.      Εφαρμόζονται οι συντελεστές μεταβολής που παρατίθενται στον προσαρτημένο στην παρούσα απόφαση πίνακα 1.

4.      Το ποσό των ισόβιων επιδομάτων γήρατος και επιζώντων και του μέρους ισόβιου επιδόματος των αναλογικών παροχών πρόνοιας γήρατος και επιζώντων, που υπολογίζονται εκ νέου βάσει της παρούσας απόφασης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό του ισόβιου επιδόματος, ιδίου ή επιζώντος, ή του μέρους ισόβιου επιδόματος της αναλογικής παροχής πρόνοιας, ιδίου ή επιζώντος, το οποίο προβλέπεται για κάθε βουλευτή από τον ισχύοντα κατά την ημερομηνία έναρξης της κοινοβουλευτικής θητείας κανονισμό.

5.      Το ποσό των ισόβιων επιδομάτων γήρατος και επιζώντων και του μέρους ισόβιου επιδόματος των αναλογικών παροχών πρόνοιας γήρατος και επιζώντων, που υπολογίζονται εκ νέου βάσει της παρούσας απόφασης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερο του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού των ατομικών εισφορών που κατέβαλε βουλευτής ο οποίος άσκησε κοινοβουλευτική θητεία κατά τη 17η και μόνο κοινοβουλευτική περίοδο, όπως αποτιμάται εκ νέου βάσει του άρθρου 2 κατωτέρω, επί τον ισχύοντα την 31η Δεκεμβρίου 2018 συντελεστή μεταβολής που αντιστοιχεί στην ηλικία των 65 ετών.

6.      Στην περίπτωση που, κατόπιν του εκ νέου υπολογισμού που πραγματοποιείται βάσει της παρούσας απόφασης, το νέο ποσό των ισόβιων επιδομάτων γήρατος και επιζώντων και του μέρους ισόβιου επιδόματος των αναλογικών παροχών πρόνοιας γήρατος και επιζώντων, μειώνεται κατά περισσότερο από 50 % σε σχέση με το ποσό του ισόβιου επιδόματος, ιδίου ή επιζώντος, ή του μέρους ισόβιου επιδόματος της αναλογικής παροχής πρόνοιας, ιδίου ή επιζώντος, το οποίο προβλέπεται για κάθε βουλευτή από τον ισχύοντα κατά την ημερομηνία έναρξης της κοινοβουλευτικής θητείας κανονισμό, το ελάχιστο ποσό που καθορίζεται δυνάμει της παραγράφου 5 επαυξάνεται κατά το ήμισυ.

7.      Το προεδρείο, κατόπιν πρότασης του σώματος των κοσμητόρων βουλευτών, δύναται να αυξήσει, έως 50 % κατά μέγιστο, το ποσό των ισόβιων επιδομάτων γήρατος και επιζώντων και το μέρος ισόβιου επιδόματος των αναλογικών παροχών πρόνοιας γήρατος και επιζώντων, που υπολογίζονται εκ νέου βάσει της παρούσας απόφασης, για τα πρόσωπα που υποβάλλουν σχετική αίτηση και τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      δεν λαμβάνουν άλλα ετήσια εισοδήματα ποσού ανώτερου του ετήσιου ποσού της κοινωνικής αρωγής, πλην εκείνων που ενδεχομένως αντλούν, από οποιαδήποτε αιτία, από το κτίριο το οποίο είναι η κύρια κατοικία τους·

b)      πάσχουν από σοβαρές ασθένειες λόγω των οποίων απαιτείται να υποβληθούν σε ζωτικής σημασίας θεραπείες, όπως αποδεικνύεται από κατάλληλα έγγραφα που εκδίδουν δημόσια ιδρύματα περίθαλψης, [ή] πάσχουν από αναγνωρισμένες από τις αρμόδιες αρχές ασθένειες οι οποίες συνεπάγονται ολική αναπηρία (100 %).

8.       Τα δικαιολογητικά έγγραφα προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 7 προσκομίζονται από τον αιτούντα με την αίτηση και, εν συνεχεία, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.»

III. Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Επανυπολογισμός των συντάξεων ή συντάξεων επιζώντων των αναιρεσειόντων από το Κοινοβούλιο

14.      Οι αναιρεσείοντες είναι όλοι πρώην βουλευτές του Κοινοβουλίου, εκλεγέντες στην Ιταλία, ή επιζώντες αυτών, οι οποίοι λαμβάνουν συντάξεις βάσει των άρθρων 1 και 2 του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών.

15.      Το ύψος των εν λόγω συντάξεων υπολογίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, ακολουθώντας τους κανόνες υπολογισμού των συντάξεων των πρώην βουλευτών της ιταλικής Βουλής. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι «[τ]ο ύψος και τα στοιχεία καθορισμού της προσωρινής σύνταξης είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα της σύνταξης που εισπράττουν οι βουλευτές της Κάτω Βουλής του κράτους μέλους προς εκπροσώπηση του οποίου εξελέγη το εν λόγω μέλος του Κοινοβουλίου».

16.      Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το ποσό των συντάξεων των Ιταλών βουλευτών υπολογιζόταν, μέχρι το 2012, βάσει της διάρκειας και όχι βάσει του ποσού των καταβληθεισών εισφορών. Το σύστημα αυτό τροποποιήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2012 υπέρ ενός ανταποδοτικού υπολογισμού. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή αφορούσε μόνο συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2012, δεν επηρέασε την κατάσταση των εκλεγέντων στην Ιταλία πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου. Πράγματι, δεδομένου ότι η ρύθμιση ΕΑΒ καταργήθηκε με την έναρξη ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών στις 14 Ιουλίου 2009, δεν μπορούσαν πλέον να αποκτηθούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει του παραρτήματος III της εν λόγω ρύθμισης.

17.      Ωστόσο, όπως περαιτέρω εξέθεσε το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το προεδρείο της ιταλικής Βουλής αποφάσισε, με την έκδοση της απόφασης αριθ. 14/2018, να υπολογίσει εκ νέου, βάσει ενός ανταποδοτικού συστήματος, και το ποσό των συντάξεων των Ιταλών πρώην βουλευτών για την περίοδο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Βάσει της εν λόγω απόφασης το αρμόδιο ιταλικό όργανο προέβη σε σημαντική μείωση των συντάξεων πολλών Ιταλών πρώην βουλευτών από την 1η Ιανουαρίου 2019.

18.      Στις 16 Οκτωβρίου 2018 το Ufficio di Presidenza del Senato (προεδρείο της Γερουσίας, Ιταλία) θέσπισε με την απόφαση αριθ. 6/2018 παρόμοια νέα ρύθμιση.

19.      Στη συνέχεια, πολλοί θιγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αριθ. 14/2018 ενώπιον του Consiglio di giurisdizione della Camera dei deputati (δικαστικού συμβουλίου της Βουλής, Ιταλία) και την απόφαση αριθ. 6/2018 ενώπιον του αρμόδιου οργάνου της ιταλικής Γερουσίας.

20.      Οι αναιρεσείοντες στις υποθέσεις C‑198/21 P και C‑391/21 P καθώς και μέρος των αναιρεσειόντων στην υπόθεση C‑725/20 P λάμβαναν τις συντάξεις τους ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών στις 14 Ιουλίου 2009· ορισμένοι άλλοι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑725/20 P άρχισαν να λαμβάνουν τις συντάξεις τους το πρώτον μετά την έναρξη ισχύος του. Ωστόσο, όλες οι συντάξεις τις οποίες αφορούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως λαμβάνονταν από τους δικαιούχους ήδη κατά την έκδοση της απόφασης αριθ. 14/2018 από το προεδρείο της ιταλικής Βουλής.

21.      Με την προσθήκη σχολίου στα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης του Ιανουαρίου του 2019, το Κοινοβούλιο ενημέρωσε τους αναιρεσείοντες ότι το ποσό της σύνταξής τους ενδέχεται να αναθεωρηθεί κατ’ εκτέλεση των πρόσφατων αποφάσεων των προεδρείων της ιταλικής Βουλής και της Γερουσίας και ότι ο νέος αυτός υπολογισμός ενδέχεται να συνεπάγεται ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

22.      Με μη χρονολογημένο σημείωμα του προϊσταμένου της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προσαρτημένο στα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης των αναιρεσειόντων του Φεβρουαρίου του 2019, το Κοινοβούλιο ενημέρωσε τους αναιρεσείοντες ότι η νομική υπηρεσία του είχε επιβεβαιώσει τη δυνατότητα αυτόματης εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 στην περίπτωσή τους. Κατά το σημείωμα αυτό, μόλις θα παραλάμβανε τις αναγκαίες πληροφορίες από την Camera dei deputati (Βουλή, Ιταλία), το Κοινοβούλιο θα γνωστοποιούσε στους αναιρεσείοντες τον νέο καθορισμό του ποσού της σύνταξής τους και θα προέβαινε στην ανάκτηση της ενδεχόμενης διαφοράς κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες. Τέλος, με το σημείωμα αυτό οι αναιρεσείοντες ενημερώθηκαν ότι επρόκειτο να εκδοθεί επίσημη πράξη σχετικά με τον οριστικό καθορισμό του ποσού των συντάξεών τους, κατά της οποίας θα μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή βάσει του άρθρου 72 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών ή προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

23.      Με σημειώματα της 11ης Απριλίου 2019, ο προϊστάμενος της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημέρωσε τους αναιρεσείοντες ότι, όπως είχε ανακοινώσει στο σημείωμα του Φεβρουαρίου του 2019, το ποσό της σύνταξής τους επρόκειτο να αναπροσαρμοστεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, βάσει της απόφασης αριθ. 14/2018. Τα εν λόγω σημειώματα περιείχαν επίσης τη διευκρίνιση ότι το ποσό των συντάξεων των αναιρεσειόντων επρόκειτο να αναπροσαρμοστεί από τον Απρίλιο του 2019 (και με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019) κατ’ εφαρμογή των σχεδίων καθορισμού των νέων ποσών των συντάξεων που διαβιβάζονταν προσαρτημένα στα εν λόγω σημειώματα (στο εξής: πρώτος επανυπολογισμός). Τέλος, στα σημειώματα παρεχόταν στους αναιρεσείοντες η δυνατότητα να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή τους. Ελλείψει παρατηρήσεων, τα αποτελέσματα των σημειωμάτων αυτών θα θεωρούνταν οριστικά και θα συνεπάγονταν, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών για τους μήνες Ιανουάριο έως Μάρτιο του 2019.

24.      Στις 23 Μαΐου 2019 ο E. Falqui, αναιρεσείων στην υπόθεση C‑391/21 P, διαβίβασε παρατηρήσεις στο Κοινοβούλιο. Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2019, ο προϊστάμενος της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημέρωσε τον E. Falqui ότι οι παρατηρήσεις του δεν οδηγούσαν σε αναθεώρηση της θέσης του Κοινοβουλίου και ότι για τον λόγο αυτό ο επανυπολογισμός της σύνταξής του σύμφωνα με το σημείωμα του Απριλίου του 2019 καθίστατο οριστικός.

Β.      Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

25.      Οι αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να κηρυχθούν ανυπόστατα ή να ακυρωθούν τα σημειώματα που μνημονεύονται στο σημείο 23 των παρουσών προτάσεων ή, όσον αφορά τον E. Falqui, το μνημονευόμενο στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων έγγραφο του Κοινοβουλίου (στο εξής: επίδικες αποφάσεις).

26.      Το Κοινοβούλιο ζήτησε ιδίως να απορριφθούν οι προσφυγές ως εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει αβάσιμες.

27.      Περαιτέρω, το Κοινοβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι την έκδοση απόφασης του δικαστικού συμβουλίου της Βουλής επί του κύρους της απόφασης αριθ. 14/2018.

28.      Το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε το αίτημα αυτό, απέρριψε τις προσφυγές με αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2020, Coppo Gavazzi κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑389/19 έως T‑394/19, T‑397/19, T‑398/19, T‑403/19, T‑404/19, T‑406/19, T‑407/19, T‑409/19 έως T‑414/19, T‑416/19 έως T‑418/19, T‑420/19 έως T‑422/19, T‑425/19 έως T‑427/19, T‑429/19 έως T‑432/19, T‑435/19, T‑436/19, T‑438/19 έως T‑442/19, T‑444/19 έως T‑446/19, T‑448/19, T‑450/19 έως T‑454/19, T‑463/19 και T‑465/19, EU:T:2020:494) (στο εξής: απόφαση Coppo Gavazzi), της 10ης Φεβρουαρίου 2021, Santini κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑345/19, T‑346/19, T‑364/19 έως T‑366/19, T‑372/19 έως T‑375/19 και T‑385/19, EU:T:2021:78) (στο εξής: απόφαση Santini), και της 5ης Μαΐου 2021, Falqui κατά Κοινοβουλίου (T‑695/19, EU:T:2021:242) (στο εξής: απόφαση Falqui) (στο εξής από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις), και καταδίκασε τους προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, αιτήματα των διαδίκων και περαιτέρω εξελίξεις μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας

29.      Με δικόγραφα της 28ης Δεκεμβρίου 2020 (υπόθεση C‑725/20 P), της 29ης Μαρτίου 2021 (υπόθεση C‑198/21 P) και της 24ης Ιουνίου 2021 (υπόθεση C‑391/21 P), οι αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση κατά των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων.

30.      Οι 34 αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑725/20 P οι οποίοι αναφέρονται στο παράρτημα των παρουσών προτάσεων (6) στρέφονται κατά της απόφασης Coppo Gavazzi στο μέτρο που αφορά κάθε έναν από αυτούς. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί 49 συνεκδικασθεισών υποθέσεων· κατά το μέρος που αφορά τις 15 υποθέσεις που δεν αναφέρονται στο παράρτημα, η απόφαση αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

31.      Οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑725/20 P ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση Coppo Gavazzi·

–        να αναπέμψει την υπόθεση T‑453/19, Panusa κατά Κοινοβουλίου, στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να την κρίνει επί της ουσίας·

–        να ακυρώσει τις επίδικες αποφάσεις ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

32.      Οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑198/21 P ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση Santini·

–        συνακολούθως να ακυρώσει όλες τις επίδικες πράξεις, σημειώματα και/ή αποφάσεις και να κάνει δεκτά τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματα·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

33.      Ο αναιρεσείων στην υπόθεση C‑391/21 P ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση Falqui και συνακολούθως να ακυρώσει την επίδικη απόφαση (και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, το σχέδιο απόφασης και τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση), με συνέπεια την υποχρέωση του Κοινοβουλίου προς καταβολή των ποσών που παρακρατήθηκαν αδικαιολογήτως από τη σύνταξή του, και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

34.      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο και στις τρεις υποθέσεις να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

35.      Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας στις παρούσες αναιρετικές διαδικασίες οι διάδικοι υπέβαλαν στο Δικαστήριο έγγραφα σχετικά με την περαιτέρω πορεία των διαδικασιών επανυπολογισμού των συντάξεων των πρώην βουλευτών ή των επιζώντων αυτών στην Ιταλία καθώς και στο Κοινοβούλιο.

36.      Πρόκειται κατ’ αρχάς για τις αποφάσεις των οργάνων της ιταλικής Βουλής και της Γερουσίας ενώπιον των οποίων προσβλήθηκαν οι αποφάσεις αριθ. 14/2018 και 6/2018 (βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων), ήτοι για την απόφαση αριθ. 4/2021 του δικαστικού συμβουλίου της Βουλής, της 23ης Ιουνίου 2014, καθώς και για την απόφαση αριθ. 253/2021 του Consiglio di Garanzia del Senato (συμβουλίου εγγυήσεων της Γερουσίας, Ιταλία), της 12ης Ιανουαρίου 2022.

37.      Το δικαστικό συμβούλιο της Βουλής έκρινε με τη μη οριστική απόφαση αριθ. 4/2021, της 23ης Δεκεμβρίου 2021, ότι η απόφαση αριθ. 14/2018 στερείται εν μέρει νομιμότητας. Η εν λόγω κρίση περί εν μέρει έλλειψης νομιμότητας αφορούσε ορισμένους τρόπους επανυπολογισμού των συντάξεων των θιγομένων. Αντιθέτως, όσον αφορά άλλα νομικά ζητήματα που τέθηκαν από τους προσφεύγοντες, το δικαστικό συμβούλιο της Βουλής επιφυλάχθηκε να αποφανθεί.

38.      Περαιτέρω, οι διάδικοι ενημέρωσαν το Δικαστήριο σχετικά με την απόφαση του προεδρείου της ιταλικής Βουλής αριθ. 150/2022, της 3ης Μαρτίου 2022, με την οποία, κατόπιν της απόφασης αριθ. 4/2021 του δικαστικού συμβουλίου της Βουλής, οι συντάξεις των πρώην Ιταλών βουλευτών που θίγονται από την απόφαση αριθ. 14/2018 υπολογίστηκαν για μία ακόμη φορά εκ νέου με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019.

39.      Τέλος, οι διάδικοι ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι, κατόπιν της απόφασης αριθ. 150/2022 του προεδρείου της ιταλικής Βουλής, το Κοινοβούλιο υπολόγισε για μία ακόμη φορά εκ νέου τις συντάξεις των αναιρεσειόντων, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019, με αποφάσεις που χρονολογούνται από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο του 2022 (στο εξής: δεύτερος επανυπολογισμός).

40.      Ο εν λόγω δεύτερος επανυπολογισμός είχε ως συνέπεια ότι οι συντάξεις ορισμένων αναιρεσειόντων αναπροσαρμόστηκαν πλήρως στο αρχικό ύψος που είχαν πριν από τον πρώτο επανυπολογισμό. Αντιθέτως, για άλλους αναιρεσείοντες, τα ποσά παρέμειναν, όπως προηγουμένως, χαμηλότερα από εκείνα που ίσχυαν πριν από τον πρώτο επανυπολογισμό.

41.      Ορισμένοι από τους αναιρεσείοντες προσέβαλαν κατόπιν της απόφασης αριθ. 150/2022 του προεδρείου της ιταλικής Βουλής τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου σχετικά με τον δεύτερο επανυπολογισμό των συντάξεών τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (7). Επί του παρόντος, οι διαδικασίες αυτές έχουν ανασταλεί έως την έκδοση απόφασης επί των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως.

42.      Το Δικαστήριο ανέστειλε τις παρούσες αναιρετικές διαδικασίες έως τον δεύτερο εκ νέου υπολογισμό των συντάξεων των αναιρεσειόντων από το Κοινοβούλιο κατόπιν της απόφασης αριθ. 150/2022 του προεδρείου της ιταλικής Βουλής και, στη συνέχεια, προέβη στην επανάληψή τους.

43.      Περαιτέρω, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις απόψεις τους ως προς το εάν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ενδέχεται να έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της αντικατάστασης των επίδικων αποφάσεων με τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου που μνημονεύονται στις σκέψεις 39 έως 42 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τον δεύτερο επανυπολογισμό των συντάξεων των αναιρεσειόντων. Κατά την άποψη όλων των διαδίκων στις παρούσες αναιρετικές διαδικασίες, τούτο δεν ισχύει.

44.      Το Δικαστήριο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

V.      Ανάλυση

45.      Όπως εξέθεσα στην αρχή, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως εγείρουν το ζήτημα αν ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι νομίμως το Κοινοβούλιο, κατ’ εφαρμογή του «κανόνα σύνταξης ίδιου επιπέδου» που προβλέπεται στα άρθρα 1 και 2 του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, μείωσε από 1ης Ιανουαρίου 2019 τις συντάξεις τις οποίες λάμβαναν ήδη οι αναιρεσείοντες, αφού το προεδρείο της ιταλικής Βουλής είχε αποφασίσει από πλευράς του, με την απόφαση αριθ. 14/2018, να μειώσει τις συντάξεις των Ιταλών πρώην βουλευτών από 1ης Ιανουαρίου 2019.

46.      Όπως επίσης ανέφερα στην αρχή, ανακύπτει περαιτέρω το ερώτημα κατά πόσον οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως διατηρούν το αντικείμενό τους και οι αναιρεσείοντες το έννομο συμφέρον τους, παρά το γεγονός ότι οι επίδικες αποφάσεις αντικαταστάθηκαν εν τω μεταξύ με τις αναφερόμενες στα σημεία 39 έως 42 των παρουσών προτάσεων αποφάσεις του Κοινοβουλίου σχετικά με τον δεύτερο επανυπολογισμό των συντάξεων των αναιρεσειόντων.

47.      Η αντικατάσταση και μόνον των επίδικων αποφάσεων δεν συνεπάγεται αυτομάτως την έκλειψη του αντικειμένου της διαφοράς και του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων στις υπό κρίση υποθέσεις.

48.      Αντιθέτως, το κατά πόσον αυτά διατηρούνται εξαρτάται από το εάν, στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, είναι δυνατόν να αποσαφηνιστεί τελειωτικά κατά πόσον τροποποιήσεις της εθνικής νομοθεσίας οδηγούν, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, αυτομάτως σε τροποποίηση των συντάξεων των πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου τους οποίους αφορούν οι εν λόγω κανόνες (A).

49.      Προκειμένου να διαπιστωθεί αυτό, ενδείκνυται κατ’ αρχάς να εξεταστεί, βάσει των προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως, η νομιμότητα των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό θα προκύψει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλά σφάλματα, ιδίως με την επιβεβαίωση της συμβατότητας της μείωσης των συντάξεων των αναιρεσειόντων με υπέρτερους κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης (B).

50.      Στη συνέχεια, κατά την επακόλουθη εξέταση των προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα πρέπει να διερευνηθεί αν η συμβατότητα αυτή είναι δυνατόν να εξεταστεί ανεξαρτήτως του εκάστοτε περιεχομένου της εθνικής απόφασης που πρέπει να εφαρμόσει το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του «κανόνα σύνταξης ίδιου επιπέδου». Εάν τούτο δεν ισχύει, παρέλκει, λόγω της αντικατάστασης των επίδικων αποφάσεων, η απόφανση επί των επίμαχων προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Α.      Εξακολουθεί να υφίσταται το αντικείμενο της διαφοράς και το έννομο συμφέρον παρά την αντικατάσταση των επίδικων αποφάσεων;

51.      Τόσο οι αναιρεσείοντες όσο και το Κοινοβούλιο φρονούν ότι, παρά την αντικατάσταση των επίδικων αποφάσεων, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως διατηρούν το αντικείμενό τους και οι αναιρεσείοντες διατηρούν το έννομο συμφέρον τους. Συγκεκριμένα, οι νέες αποφάσεις του Κοινοβουλίου τροποποίησαν, σε σχέση με τις επίδικες αποφάσεις, τις συντάξεις των αναιρεσειόντων μόνον ως προς το ύψος τους. Επί της ουσίας, όμως, στηρίζονται στην ίδια νομική εκτίμηση, κατά την οποία ορθώς το Κοινοβούλιο υπολόγισε εκ νέου τις συντάξεις των αναιρεσειόντων, αρχικώς βάσει της απόφασης αριθ. 14/2018 και, στη συνέχεια, βάσει της απόφασης αριθ. 150/2022 του προεδρείου της ιταλικής Βουλής (βλ. σκέψη 38 των παρουσών προτάσεων). Επομένως, οι αναιρεσείοντες έχουν συμφέρον να διευκρινίσει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, αν η δυναμική αυτή εφαρμογή του «κανόνα σύνταξης ίδιου επιπέδου» είναι νόμιμη.

52.      Το έννομο συμφέρον καθώς και το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει όχι μόνο να υφίστανται κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, αλλά και να διατηρούνται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως η έκδοση απόφασης παρέλκει. Τούτο προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (8).

53.      Το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί σε διάφορες περιπτώσεις ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος δεν παύει απαραιτήτως να υφίσταται λόγω του ότι η προσβαλλόμενη εκ μέρους του πράξη έπαυσε να παράγει αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της δίκης (9). Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται, ιδίως προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος επανάληψης της σχετικής με έλλειψη νομιμότητας πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη πράξη (10). Η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης (11). Ειδικότερα, όσον αφορά τον κίνδυνο επανάληψης πρέπει να τεκμηριώνεται επακριβώς και συγκεκριμένα ότι υφίσταται κίνδυνος να επαναληφθεί η σχετική με έλλειψη νομιμότητας προβαλλόμενη πλημμέλεια (12).

54.      Βεβαίως, εκ πρώτης όψεως αυτό συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι δεσμεύεται από τις τροποποιήσεις που επέρχονται στους ιταλικούς συνταξιοδοτικούς κανόνες και, επομένως, αναμένεται να εφαρμόσει και μελλοντικές τροποποιήσεις, επαναλαμβάνοντας έτσι την προβαλλόμενη πλημμέλεια που αφορά έλλειψη νομιμότητας. Όπως εκτέθηκε στο σημείο 37 των παρουσών προτάσεων, η απόφαση αριθ. 4/2021 του δικαστικού συμβουλίου της Βουλής, με την οποία η απόφαση αριθ. 14/2018 κρίθηκε ως στερούμενη εν μέρει νομιμότητας, δεν είναι οριστική. Επομένως, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει, στην Ιταλία, νέα μεταβολή του νομικού καθεστώτος, το οποίο με τη σειρά του εφαρμόζει το Κοινοβούλιο, με συνέπεια να λάβει χώρα η επανάληψη.

55.      Επιπλέον, η υπό κρίση κατάσταση έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι το Κοινοβούλιο έχει ήδη υπολογίσει εκ νέου για δεύτερη φορά σε σχέση με τις αρχικές επίδικες αποφάσεις το ποσό των συντάξεων των αναιρεσειόντων κατ’ εφαρμογή της απόφασης αριθ. 150/2022 του προεδρείου της ιταλικής Βουλής (σημείο 38 των παρουσών προτάσεων) και, με τον τρόπο αυτό, έχει επαναλάβει ήδη μία φορά τη σχετική με έλλειψη νομιμότητας πλημμέλεια την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείοντες. Όπως εκτέθηκε στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, ορισμένοι από τους αναιρεσείοντες προσέβαλαν τις νέες αποφάσεις που εξέδωσε στο ανωτέρω πλαίσιο το Κοινοβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αυτό ανέστειλε τις σχετικές διαδικασίες εν αναμονή των αποφάσεων επί των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως.

56.      Τούτων δοθέντων θα ήταν επίσης σύμφωνο με την αρχή της οικονομίας της δίκης να διευκρινιστεί, στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, στο μέτρο του δυνατού, το θεμελιώδες ζήτημα αν επιτρεπόταν στο Κοινοβούλιο να υπολογίσει εκ νέου τις συντάξεις των αναιρεσειόντων κατ’ εφαρμογή της απόφασης αριθ. 14/2018 καθώς και της επακόλουθης απόφασης αριθ. 150/2022. Και τούτο διότι το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε στη συνέχεια να λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο των προσφυγών κατά των αποφάσεων που αντικατέστησαν τις επίδικες αποφάσεις, τη λύση στην οποία θα καταλήξει το Δικαστήριο.

57.      Τούτο όμως προϋποθέτει ότι είναι δυνατή η αποσαφήνιση του ανωτέρω θεμελιώδους ζητήματος στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως. Το κατά πόσον αυτό είναι δυνατό εξαρτάται από το εάν το ερώτημα κατά πόσον η παραπομπή στο ιταλικό δίκαιο έχει δυναμικό χαρακτήρα μπορεί να αποσαφηνιστεί ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενο των εκάστοτε ιταλικών ρυθμίσεων και των αποφάσεων του Κοινοβουλίου σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Από την εξέταση που ακολουθεί θα καταδειχθεί ότι τούτο δεν συμβαίνει.

58.      Εντούτοις, η εξέταση αυτή θα καταδείξει την προσέγγιση την οποία πρέπει να ακολουθήσουν το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση των προσφυγών που εκκρεμούν πλέον κατά των αποφάσεων που αντικατέστησαν τις επίδικες αποφάσεις, και το Κοινοβούλιο, κατά την επανεξέταση της δυνατότητας εφαρμογής εθνικών αποφάσεων στο πλαίσιο του «κανόνα σύνταξης ίδιου επιπέδου», προκειμένου να ενεργήσουν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Β.      Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

59.      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο, επικυρώνοντας με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις τη νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων, υπέπεσε σε σειρά νομικών σφαλμάτων.

60.      Κατ’ αρχάς παρέβλεψε το γεγονός ότι, από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών, η ρύθμιση ΕΑΒ δεν παρείχε πλέον νομικό έρεισμα για την έκδοση νέων αποφάσεων (13) και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δέχθηκε τη διάκριση μεταξύ της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αφενός, και του ύψους της σύνταξης, αφετέρου (14) (1). Ακολούθως, εσφαλμένως επιβεβαίωσε ότι η μείωση των συντάξεων των αναιρεσειόντων με τις επίδικες αποφάσεις δεν παραβιάζει υπέρτερες αρχές του δικαίου της Ένωσης (15) (2). Τέλος, υπέπεσε σε πλάνη περί δίκαιο καθόσον αποφάνθηκε ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν από το αρμόδιο όργανο του Κοινοβουλίου (3) και φέρουν επαρκή αιτιολογία (16) (4). Στην υπόθεση C‑725/20 P, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν επιπροσθέτως ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή της I. Panusa (17) (5).

1.      Επί της νομικής βάσης για την έκδοση των επίδικων αποφάσεων και της διάκρισης μεταξύ θεμελίωσης και ύψους του δικαιώματος

61.      Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι, από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών, η ρύθμιση ΕΑΒ δεν παρείχε πλέον νομικό έρεισμα για την έκδοση νέων αποφάσεων. Με άλλα λόγια, από το χρονικό αυτό σημείο η παραπομπή στο ιταλικό δίκαιο δεν είχε πλέον δυναμικό χαρακτήρα. Επιπλέον, φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον διέκρινε την κατ’ αρχήν κτήση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος από το ύψος του.

62.      Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν.

63.      Πράγματι, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 74 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ έπαυσαν μεν να ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω καθεστώτος, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2009, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 74 σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής, ο προβλεπόμενος στο παράρτημα ΙΙΙ των ρυθμίσεων ΕΑΒ «κανόνας σύνταξης ίδιου επιπέδου» διατηρήθηκε σε ισχύ για μια μεταβατική περίοδο.

64.      Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς αναγνώρισε ότι τόσο το άρθρο 75, παράγραφος 1, όσο και το άρθρο 75, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών εγγυώνται στους ενδιαφερομένους τη συνέχιση της καταβολής της σύνταξης (για εκείνους που λάμβαναν ήδη τη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος) ή τη διατήρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων (για εκείνους που άρχισαν να λαμβάνουν τη σύνταξη το πρώτον μετά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος) «σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ των ρυθμίσεων ΕΑΒ». Όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος, «το ύψος και τα στοιχεία καθορισμού της προσωρινής σύνταξης είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα της σύνταξης που εισπράττουν οι βουλευτές της Κάτω Βουλής του κράτους μέλους προς εκπροσώπηση του οποίου εξελέγη το εν λόγω μέλος του Κοινοβουλίου».

65.      Βάσει των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών, το ύψος και τα στοιχεία καθορισμού των συντάξεων των ενδιαφερομένων εξακολουθούν, κατ’ αρχήν, να συνδέονται με το ύψος και τα στοιχεία καθορισμού των συντάξεων των βουλευτών της Βουλής του κράτους μέλους στο οποίο εξελέγησαν οι ενδιαφερόμενοι (18).

66.      Ως εκ τούτου, η παραπομπή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, στο εθνικό καθεστώς είναι κατ’ αρχήν δυναμική, καθόσον η εν λόγω ρύθμιση παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέλη του Κοινοβουλίου μόνον δικαίωμα σε σύνταξη ίση με εκείνη που λαμβάνουν οι πρώην βουλευτές της εθνικής Βουλής. Αντιθέτως, το εν λόγω σύνολο κανόνων δεν εγγυάται αφ’ εαυτού σύνταξη ή δικαίωμα σύνταξης ορισμένου ποσού ή ποσού ίσου με αυτό που λάμβαναν οι ενδιαφερόμενοι σε δεδομένη χρονική στιγμή, π.χ. κατά τον χρόνο κτήσης των δικαιωμάτων, όπως προβάλλουν επικουρικώς οι αναιρεσείοντες.

67.      Επομένως, είναι κατ’ αρχάς συνεπές να θεωρηθεί ότι οι μεταβολές του εθνικού καθεστώτος συνεπάγονται επίσης, ενδεχομένως, τροποποίηση των ποσών που λαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι πρώην βουλευτές του Κοινοβουλίου. Όπως εύστοχα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο επικαλούμενο το επιτακτικό γράμμα της διάταξης του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙΙΙ των ρυθμίσεων ΕΑΒ, στο Κοινοβούλιο δεν καταλείπεται κανένα περιθώριο αυτόνομης μεθόδου υπολογισμού των συντάξεων των ενδιαφερομένων.

2.      Επί της συμβατότητας της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 από το Κοινοβούλιο με υπέρτερους κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης

68.      Ωστόσο, όπως αναγνώρισε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, τούτο ισχύει μόνον υπό την επιφύλαξη της τήρησης υπέρτερων κανόνων του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών του δικαίου και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, όπως διευκρίνισε το Γενικό Δικαστήριο, το Κοινοβούλιο ως θεσμικό όργανο της Ένωσης οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να τηρεί κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, τις διατάξεις του Χάρτη (19). Εξάλλου, με την περιεχόμενη στο εν λόγω παράρτημα παραπομπή στον σκοπό εφαρμογής του επί των πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου, το καθεστώς των Ιταλών πρώην βουλευτών ενσωματώνεται στο δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, πρέπει να είναι σύμφωνο με τους υπέρτερους κανόνες του δικαίου αυτού. Η ενσωμάτωση αυτή έχει ως συνέπεια ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορεί απλώς να εφαρμόζει αυτομάτως εθνικό κανόνα δυνάμενο να οδηγήσει σε επέμβαση σε κεκτημένα δικαιώματα. Αντιθέτως, οφείλει να εξετάζει κατά περίπτωση αν μπορεί να εφαρμόσει μείωση δυνάμενη να συνιστά επέμβαση σε κεκτημένα δικαιώματα ή αν η μείωση αυτή αντιβαίνει σε υπέρτερους κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης.

69.      Ωστόσο, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Κοινοβούλιο ότι δεν προέβη σε τέτοια εξέταση πριν από την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 14/2018 και ότι, με την αυτόματη εφαρμογή της απόφασης αυτής, προέβη σε δυσανάλογη επέμβαση στα κεκτημένα δικαιώματά τους, παραβιάζοντας παράλληλα τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και το δικαίωμα ιδιοκτησίας (α) και την αρχή της αναλογικότητας (β). Το Γενικό Δικαστήριο κατά πλάνη περί το δίκαιο δεν έλαβε τούτο υπόψη του.

α)      Επί των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και του δικαιώματος ιδιοκτησίας

70.      Οι νόμοι που τροποποιούν νομοθετική διάταξη εφαρμόζονται κατ’ αρχήν, αν δεν ορίζεται άλλως, στα μελλοντικά αποτελέσματα των καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου. Το αντίθετο ισχύει μόνο για τις καταστάσεις οι οποίες γεννώνται και διαμορφώνονται οριστικά υπό την ισχύ του παλαιοτέρου κανόνα και οι οποίες δημιουργούν κεκτημένα δικαιώματα (20).

71.      Ένα δικαίωμα θεωρείται κεκτημένο οσάκις το γεγονός που το δημιουργεί επέρχεται πριν από τη νομοθετική τροποποίηση. Αντιθέτως, δεν πρόκειται για κεκτημένο δικαίωμα αλλά για απλή προσδοκία, όταν το γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματος δεν επήλθε υπό την ισχύ της νομοθεσίας που τροποποιήθηκε (21).

72.      Βάσει των εκτεθέντων, οι επίμαχες εν προκειμένω συντάξεις των αναιρεσειόντων, οι οποίες μειώθηκαν, δεν αποτελούν πλέον προσδοκίες, αλλά κεκτημένα δικαιώματα. Πράγματι, το γενεσιουργό γεγονός των δικαιωμάτων των αναιρεσειόντων επί των εν λόγω συντάξεων, ήτοι η πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης και καταβολής της σύνταξης, είχε ήδη επέλθει κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης αριθ. 14/2018, καθόσον οι αναιρεσείοντες λάμβαναν ήδη τις συντάξεις τους κατά την ημερομηνία αυτή (βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων) (22).

73.      Βεβαίως, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, δεν υφίσταται αρχή του δικαίου της Ένωσης κατά την οποία κεκτημένα δικαιώματα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να τροποποιηθούν ή να μειωθούν. Ωστόσο, η τροποποίηση τέτοιων δικαιωμάτων είναι δυνατή μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εφόσον τα διακυβευόμενα συμφέροντα σταθμίζονται επαρκώς (23), τηρείται δηλαδή η αρχή της αναλογικότητας (24).

74.      Ακόμη και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο περιλαμβάνει νομοθετικά κατοχυρωμένες κοινωνικές παροχές, δεν εγγυάται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους, αλλά μπορεί επίσης να περιοριστεί, στο μέτρο μόνο που τούτο είναι δικαιολογημένο και αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον (25).

β)      Επί της αναλογικότητας

75.      Ωστόσο, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε εν προκειμένω τη συμβατότητα των επίδικων αποφάσεων με την αρχή της αναλογικότητας, την οποία είχαν ήδη αμφισβητήσει πρωτοδίκως. Οι εκτεταμένοι περιορισμοί των δικαιωμάτων τους είναι υπερβολικοί σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και το ιταλικό μέτρο στερείται συνέπειας, δεδομένου ότι αφορά ειδικά τους πρώην βουλευτές της εθνικής Βουλής και τους επιβάλλει θυσίες δυσανάλογες σε σχέση με άλλους συνταξιούχους.

76.      Συγκεκριμένα, η απόφαση αριθ. 14/2018 δεν εισάγει ποσοστιαία μείωση των θιγόμενων συντάξεων ή εισφορά αλληλεγγύης. Αντιθέτως, επιβάλλει τον πλήρη αναδρομικό εκ νέου υπολογισμό των εν λόγω συντάξεων βάσει μιας εντελώς νέας μεθόδου υπολογισμού και νέων κριτηρίων. Αυτά δεν βασίζονται πλέον στις αποδοχές κατά τη διάρκεια της θητείας, αλλά στις καταβληθείσες εισφορές, πλην όμως ούτε αυτές λαμβάνονται επαρκώς υπόψη.

77.      Ο εν λόγω εκ νέου υπολογισμός επιβαρύνει τους πρώην βουλευτές δυσανάλογα σε σχέση με άλλους συνταξιούχους. Πράγματι, ένα ανταποδοτικό καθεστώς είχε εισαχθεί στην Ιταλία για πρώτη φορά το 1995, και πάλι μόνον αναλογικά, και μόλις από το 2012 εφαρμόστηκε στην πλειονότητα των εργαζομένων. Αντιθέτως, με την απόφαση αριθ. 14/2018, το καθεστώς αυτό εφαρμόστηκε επί των πρώην βουλευτών αναδρομικά για πολύ προγενέστερες περιόδους (στην περίπτωση των πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου από το 1979). Στο πλαίσιο αυτό, οι αναιρεσείοντες είχαν υποστηρίξει σε πρώτο βαθμό ρητώς ότι η απόφαση αριθ. 14/2018 είναι ένα καθαρά συμβολικό, υποκινούμενο από πολιτικά κίνητρα μέτρο το οποίο στρέφεται μόνο κατά των πρώην βουλευτών και αποσκοπεί στην «τιμωρία» τους, ενώ έχει δυναμικό εξοικονόμησης αμελητέο σε σύγκριση με το έλλειμμα του ιταλικού προϋπολογισμού.

78.      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Κοινοβούλιο θα έπρεπε να είχε εξετάσει τα ανωτέρω στοιχεία πριν εφαρμόσει σε αυτούς την απόφαση αριθ. 14/2018. Ελλείψει τέτοιας εξέτασης δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί η συμβατότητα της εφαρμογής της απόφασης αυτής με τις υπέρτερες αρχές του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και να διερευνηθεί κατά πόσον οι επιβληθείσες μειώσεις θίγουν το ουσιώδες περιεχόμενο των κεκτημένων δικαιωμάτων των αναιρεσειόντων.

79.      Ωστόσο, το Κοινοβούλιο παρέλειψε να προβεί σε μια τέτοια εξέταση και αρκέστηκε να επιβεβαιώσει την «αυτόματη» εφαρμογή της απόφασης αριθ. 14/2018 στους αναιρεσείοντες (βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων). Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δέχθηκε τη νομιμότητα της ενέργειας αυτής.

80.      Ο αναιρεσείων στην υπόθεση C‑391/21 P υποστηρίζει, επιπλέον, ότι δεν υφίσταται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, των μειώσεων των συντάξεων των αναιρεσειόντων οι οποίες καταβλήθηκαν από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και, αφετέρου, του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της εφαρμογής μέτρων λιτότητας υπέρ του ιταλικού προϋπολογισμού.

81.      Το τελευταίο αυτό επιχείρημα πρέπει, εκτιμώμενο μεμονωμένα, να απορριφθεί. Τούτο διότι η ρύθμιση των άρθρων 1 και 2 του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, προβλέπει, όπως εκτέθηκε στα σημεία 66 και 67 των παρουσών προτάσεων, την αντιστοιχία μεταξύ των συντάξεων των πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου τους οποίους αφορά το εν λόγω καθεστώς και των συντάξεων των πρώην βουλευτών της εθνικής Βουλής. Επομένως, κατ’ αρχήν, ένας θεμιτός από πλευράς εθνικού δικαίου σκοπός πρέπει επίσης να μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτός σκοπός σε σχέση με τον «κανόνα σύνταξης ίδιου επιπέδου».

82.      Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο σε διαφορετικό πλαίσιο, το ερώτημα αν ένα μέτρο κράτους μέλους το οποίο συνεπάγεται μείωση δικαιωμάτων είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, αναλογικό πρέπει να απαντάται στο πλαίσιο μιας συνολικής εξέτασης του συγκεκριμένου περιεχομένου του εν λόγω μέτρου, των συστηματικών του παραμέτρων και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

83.      Συγκεκριμένα, στην απόφασή του της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά μέτρα μείωσης των αποδοχών τα οποία αφορούσε η εν λόγω απόφαση προέβλεπαν περιορισμένη μείωση του ύψους των θιγόμενων στην περίπτωση αυτή αποδοχών κατά ορισμένο ποσοστό το οποίο ήταν συνάρτηση του επιπέδου των αποδοχών αυτών. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά δεν αφορούσαν μόνον τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, αλλά διάφορες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και προσώπων που ασκούν καθήκοντα στον δημόσιο τομέα, μεταξύ των οποίων οι φορείς των οργάνων της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αφορούσαν ειδικώς τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, αλλά ότι αντιθέτως επρόκειτο για μέτρα γενικής εφαρμογής που έχουν ως αντικείμενο τη συμβολή ενός συνόλου μελών της εθνικής δημόσιας διοίκησης στην προσπάθεια περιορισμού των δαπανών η οποία υπαγορευόταν από τις επιταγές περί περιορισμού του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού του κράτους μέλους. Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίμαχες μειώσεις είχαν προσωρινό χαρακτήρα (26).

84.      Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει πραγματοποιηθεί από το Κοινοβούλιο ή το Γενικό Δικαστήριο εξέταση που να ανταποκρίνεται σε αυτό το κριτήριο.

85.      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τη συμβατότητα της απόφασης αριθ. 14/2018 με το ιταλικό δίκαιο, αλλά να κρίνει αν το Κοινοβούλιο, εφαρμόζοντας τους κανόνες της εν λόγω απόφασης, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης (27). Είναι αρμόδιο δηλαδή να εξετάσει αν η επίμαχη μείωση σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων, αν προβλέπεται από τον νόμο, αν ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος και αν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού (28).

86.      Ωστόσο, στη συνέχεια το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο δεν προέβη στον έλεγχο αυτό ουδεμία ασκεί επιρροή στις υπό κρίση υποθέσεις. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός δεν συνιστά υποχρεωτικό διαδικαστικό τύπο τον οποίο όφειλε να τηρήσει το Κοινοβούλιο πριν από την έκδοση των επίδικων αποφάσεων. Αντιθέτως, σημασία έχει μόνο τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των αποφάσεων αυτών να μη θίγουν το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων (29).

87.      Τούτο όμως δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι οι μειώσεις επιδιώκουν τον θεμιτό σκοπό της μείωσης των δημοσίων δαπανών του ιταλικού προϋπολογισμού, ότι η απόφαση αριθ. 14/2018 περιέχει δύο ρήτρες σχετικές με τις περιπτώσεις που ενέχουν υπέρμετρες δυσχέρειες, μία εκ των οποίων εφαρμόστηκε σε αρκετούς από τους αναιρεσείοντες, και ότι τα νέα ποσά των συντάξεων καθώς και ο τρόπος υπολογισμού τους συνδέονται με τις ατομικές εισφορές και τις θητείες των αναιρεσειόντων (30). Στον εν λόγω διενεργηθέντα σε σχέση με το δικαίωμα ιδιοκτησίας έλεγχο παρέπεμψε το Γενικό Δικαστήριο και στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας των επίδικων αποφάσεων (31) ή τον διενήργησε στο πλαίσιο του τελευταίου αυτού ελέγχου (32).

88.      Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ορθώς ότι η επιχειρηματολογία αυτή του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πολλαπλά νομικά σφάλματα.

89.      Κατ’ αρχάς είναι εσφαλμένη η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο δεν εξέτασε αν η εφαρμογή της απόφασης αριθ. 14/2018 στους αναιρεσείοντες παραβιάζει υπέρτερες αρχές του δικαίου της Ένωσης και ότι σημασία έχει μόνο αν τούτο συμβαίνει κατ’ αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο μπορεί απλώς να εξετάσει το ίδιο. Η άποψη αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι, όπως εκτίθεται στο σημείο 68 των παρουσών προτάσεων, με την παραπομπή στο εθνικό δίκαιο δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, ο νομοθέτης επέβαλε στο Κοινοβούλιο αυτοτελή υποχρέωση ελέγχου. Επομένως, στο πλαίσιο αυτού του συνόλου κανόνων το Κοινοβούλιο οφείλει, πριν εφαρμόσει εθνική ρύθμιση ικανή να οδηγήσει σε επέμβαση σε κεκτημένα δικαιώματα, να ελέγξει αν η εν λόγω επέμβαση είναι συμβατή με υπέρτερους κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης.

90.      Βεβαίως, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το Κοινοβούλιο δεν προέβη σε έναν τέτοιο έλεγχο στερείται πραγματικής βάσης. Πράγματι, η νομική υπηρεσία του Κοινοβουλίου προέβη σε συνοπτικό έλεγχο της αναλογικότητας της απόφασης αριθ. 14/2018. Τούτο προκύπτει από το σημείο 13 της γνωμοδότησης της εν λόγω υπηρεσίας, την οποία οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν στο Γενικό Δικαστήριο.

91.      Ωστόσο, το Κοινοβούλιο δεν έθεσε τη γνωμοδότηση αυτή στη διάθεση των αναιρεσειόντων και, επομένως, κακώς το Γενικό Δικαστήριο την περιέλαβε στην αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων (βλ. συναφώς τα σημεία 107 έως 109 των παρουσών προτάσεων). Ως εκ τούτου, η εν λόγω γνωμοδότηση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο για τον έλεγχο από το Κοινοβούλιο της συμβατότητας της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 με το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, η εξέταση της αναλογικότητας της εν λόγω απόφασης από τη νομική υπηρεσία είναι σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής. Συγκεκριμένα, αυτή αρκέστηκε να επισημάνει, σε ένα σημείο, ότι η επίμαχη απόφαση προβλέπει ένα ελάχιστο ποσό για τις συντάξεις καθώς και δύο ρήτρες σχετικές με τις περιπτώσεις που ενέχουν υπέρμετρες δυσχέρειες. Μια τέτοια συνοπτική εξέταση δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η συμβατότητα της εφαρμογής της εν λόγω εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει από το παράδειγμα που αναλύεται στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων. Προς τούτο πρέπει αντιθέτως να εξακριβωθεί, στο πλαίσιο πλήρους αξιολόγησης της εθνικής ρύθμισης, αν η ρύθμιση αυτή δεν είναι αυθαίρετη και είναι επίσης κατανοητή και συνεπής.

92.      Προπάντων, όμως, η εν λόγω κρίση του Γενικού Δικαστηρίου παραγνωρίζει τη δική του αρμοδιότητα. Πράγματι, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να αντικαταστήσουν την αιτιολογία του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη με τη δική τους (33).

93.      Ωστόσο, η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση οδηγεί σε μια τέτοια ακριβώς αντικατάσταση της αιτιολογίας. Πράγματι, προκειμένου να απορρίψει τους λόγους οι οποίοι προβλήθηκαν με τις προσφυγές πρωτοδίκως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε μια εκτίμηση η οποία δεν περιλαμβανόταν στην αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων, καλύπτοντας έτσι ένα κενό που υπήρχε στις αποφάσεις αυτές. Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του ελέγχου του (34).

94.      Τέλος, η εξέταση της συμβατότητας των επίδικων αποφάσεων με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως όσον αφορά την αναλογικότητα του εθνικού μέτρου που πρόκειται να εφαρμοστεί με τις αποφάσεις αυτές, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο αυτόνομα, χωρίς αναφορά σε σχετική αιτιολογία του Κοινοβουλίου, είναι, εν πάση περιπτώσει, ανεπαρκής υπό το πρίσμα του κριτηρίου που εκτέθηκε στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το παράδειγμα που παρατίθεται στο σημείο αυτό και όπως ήδη αναλύθηκε στο σημείο 91 των παρουσών προτάσεων, η εν λόγω εξέταση απαιτεί ακριβή και συνολική αξιολόγηση του εθνικού μέτρου που πρόκειται να εφαρμοστεί όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τα συγκεκριμένα αποτελέσματά του, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το μέτρο αυτό δεν είναι αυθαίρετο και είναι επίσης κατανοητό και συνεπές. Η γενική και μόνον διαπίστωση ότι το μέτρο υπηρετεί τον σκοπό δημοσιονομικής λιτότητας και προβλέπει ρήτρες σχετικές με τις περιπτώσεις που ενέχουν υπέρμετρες δυσχέρειες δεν πληροί τις απαιτήσεις του ανωτέρω κριτηρίου.

95.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλά νομικά σφάλματα επιβεβαιώνοντας τη συμβατότητα των επίδικων αποφάσεων με τους υπέρτερους κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι.

96.      Λαμβανομένης υπόψη της κεντρικής σημασίας που έχει η συμβατότητα των επίδικων αποφάσεων με το δίκαιο της Ένωσης, το βάσιμο των λόγων αυτών συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, την αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων. Εντούτοις, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των προσφυγών που εκκρεμούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά των αποφάσεων που αντικαθιστούν τις επίδικες αποφάσεις (σημείο 41 των παρουσών προτάσεων), πρέπει επίσης να εξεταστούν, επικουρικώς, οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες.

3.      Επί της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις

97.      Κατά τους αναιρεσείοντες στις υποθέσεις C‑725/20 P και C‑198/21 P, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε περαιτέρω πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επιβεβαίωσε την αρμοδιότητα του προϊσταμένου της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Κοινοβουλίου να εκδώσει τις επίδικες αποφάσεις. Οι αναιρεσείοντες είχαν υποστηρίξει πρωτοδίκως ότι οι αποφάσεις αυτές θα έπρεπε αντιθέτως να έχουν εκδοθεί από το προεδρείο του Κοινοβουλίου.

98.      Το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την απόρριψη της εν λόγω αιτίασης στο ακόλουθο σκεπτικό:

«Πάντως, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο επισήμανε, προσκομίζοντας αποδείξεις, ότι ο προϊστάμενος της μονάδας “Αποζημιώσεων και Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Βουλευτών” της ΓΔ Οικονομικών του θεσμικού αυτού οργάνου είχε οριστεί δευτερεύων διατάκτης για τη γραμμή προϋπολογισμού 1030, η οποία αφορά τις συντάξεις αρχαιότητας που προβλέπονται στο παράρτημα III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, με την απόφαση FINS/2019‑01 του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών του Κοινοβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 2018. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1046, στην απόφαση FINS/2019‑01 επισημαίνεται ρητώς ότι αυτή η περαιτέρω ανάθεση αρμοδιότητας παρέχει στον προϊστάμενο της μονάδας “Αποζημιώσεων και Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Βουλευτών” της ΓΔ Οικονομικών του Κοινοβουλίου το δικαίωμα να προβαίνει, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό των νομικών δεσμεύσεων και των δημοσιονομικών δεσμεύσεων, στην εκκαθάριση των δαπανών και στην έκδοση των ενταλμάτων πληρωμής, καθώς και στην κατάρτιση των προβλέψεων απαιτήσεων, στη βεβαίωση των δικαιωμάτων είσπραξης και στην έκδοση των ενταλμάτων είσπραξης» (35).

99.      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, «εν αντιθέσει προς τα όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, ο προϊστάμενος της μονάδας “Αποζημιώσεων και Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Βουλευτών” της ΓΔ Οικονομικών του Κοινοβουλίου ήταν αρμόδιος να εκδώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις» (36).

100. Ωστόσο, από το παρατιθέμενο στο σημείο 98 των παρουσών προτάσεων σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της απόφασης FINS/2019-01, δεν προκύπτει σαφώς για ποιον λόγο ο προϊστάμενος της μονάδας ήταν, κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, αρμόδιος να εκδώσει τις επίδικες αποφάσεις. Ειδικότερα, από αυτό δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο κατά το Γενικό Δικαστήριο η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων με την απόφαση FINS/2019-01 περιλαμβάνει την αρμοδιότητα ελέγχου της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης της εφαρμογής εθνικού μέτρου μείωσης συντάξεων το οποίο συνιστά επέμβαση σε κεκτημένα δικαιώματα των πρώην βουλευτών του Κοινοβουλίου. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν προκύπτει ούτε από την απλή ανάγνωση της απόφασης FINS/2019-01. Επομένως, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει αν ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρμοδιότητα του εν λόγω προϊσταμένου μονάδας να εκδώσει τις επίδικες αποφάσεις. Πράγματι, από την αιτιολογία αυτήν δεν προκύπτει το σκεπτικό στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την κρίση του.

101. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας. Η έλλειψη αυτή της αιτιολογίας πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (37). Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι βάσιμες, καθόσον αυτοί ορθώς προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τις αιτιάσεις τους σχετικά με την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις (38).

102. Ωστόσο, το Δικαστήριο θα μπορούσε να στηρίξει την αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων σε αυτή την αυτεπαγγέλτως διαπιστωθείσα έλλειψη της αιτιολογίας μόνον κατόπιν ακρόασης των διαδίκων επί του ζητήματος αυτού (39). Δεδομένου όμως ότι οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να αναιρεθούν ήδη για άλλους λόγους, όπως αναφέρεται στο σημείο 96 των παρουσών προτάσεων, στην υπό κρίση περίπτωση η ακρόαση αυτή δεν είναι αναγκαία.

4.      Επί της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων

103. Οι αναιρεσείοντες στις υποθέσεις C‑725/20 P και C‑198/21 P προβάλλουν επίσης ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες αποφάσεις ήταν επαρκώς αιτιολογημένες. Αντιθέτως, οι αποφάσεις αυτές πάσχουν έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Κοινοβούλιο δεν τεκμηρίωσε σε αυτές καμία εξέταση της συμβατότητας της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 με το δίκαιο της Ένωσης.

104. Το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την κρίση του ότι οι επίδικες αποφάσεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες, κατά κύριο λόγο, στο ότι από τις εν λόγω αποφάσεις προέκυπτε το νομικό τους έρεισμα καθώς και η εκτίμηση του Κοινοβουλίου κατά την οποία η απόφαση αριθ. 14/2018 πρέπει, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, σε συνδυασμό με το άρθρο 75 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών, να εφαρμοστεί στους αναιρεσείοντες (40).

105. Η ανάλυση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Κοινοβούλιο δεν όφειλε να προβεί σε ενδελεχέστερη εξέταση της συμβατότητας της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 στους αναιρεσείοντες με το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, όπως εκτίθεται στο σημείο 89 των παρουσών προτάσεων, η παραδοχή αυτή δεν ευσταθεί.

106. Αντιθέτως, πριν εκδώσει τις επίδικες αποφάσεις, το Κοινοβούλιο όφειλε να εξετάσει και να αιτιολογήσει για ποιον λόγο, κατά την άποψή του, οι εν λόγω αποφάσεις ήταν σύμφωνες με το υπέρτερης τυπικής ισχύος δίκαιο της Ένωσης, ιδίως με την αρχή της αναλογικότητας. Ελλείψει σχετικής αναφοράς που να επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει συναφώς έλεγχο νομιμότητας χωρίς να αντικαταστήσει την εκτίμηση του Κοινοβουλίου με τη δική του (σημείο 93 των παρουσών προτάσεων), η αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων ήταν ανεπαρκής.

107. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον οι αναιρεσείοντες ορθώς προβάλλουν ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο περιέλαβε στην αξιολόγηση της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, στην οποία εξετάστηκε, αν και ανεπαρκώς, τουλάχιστον συνοπτικώς η αναλογικότητα της απόφασης αριθ. 14/2018 (σκέψεις 90 και 91 των παρουσών προτάσεων) (41). Ειδικότερα, η γνωμοδότηση αυτή δεν επισυνάφθηκε στις εν λόγω αποφάσεις και δεν τέθηκε εκ μέρους του Κοινοβουλίου στη διάθεση των αναιρεσειόντων. Αναφέρθηκε προς αυτούς μόνον εμμέσως. Πράγματι, το σημείωμα που επισυνάφθηκε στα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης του Φεβρουαρίου του 2019 (σκέψη 22 των παρουσών προτάσεων) και στο οποίο παρέπεμπαν οι επίδικες αποφάσεις περιοριζόταν στην επισήμανση ότι η νομική υπηρεσία του Κοινοβουλίου είχε επιβεβαιώσει την αυτόματη εφαρμογή της απόφασης αριθ. 14/2018 στους αναιρεσείοντες. Ωστόσο, το σημείωμα αυτό δεν περιείχε άμεση αναφορά στη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας ούτε κάποια ένδειξη σχετικά με το ότι υπήρχε πρόσβαση σε αυτήν και σε ποιον τόπο (42).

108. Είναι βεβαίως αληθές ότι η αιτιολογία μιας νομικής πράξης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατύπωσής της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται (43). Ωστόσο, ένα έγγραφο την ύπαρξη του οποίου «μαντεύουν» οι αποδέκτες μιας απόφασης και το οποίο πρέπει να προμηθευτούν οι ίδιοι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέρος του γνωστού πλαισίου της εν λόγω απόφασης. Τούτο πρέπει να ισχύει ακόμη και αν οι αποδέκτες προσκομίσουν το επίμαχο έγγραφο στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Πράγματι, ακόμη και αν το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι προμηθεύτηκαν εκ των υστέρων το έγγραφο, δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη ότι η αρχική απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη κατά το χρονικό σημείο κοινοποίησής της στους αποδέκτες, το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.

109. Ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας μιας απόφασης, να λάβει υπόψη του διευκρινίσεις παρεχόμενες μεταγενεστέρως από το όργανο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, μόνον εφόσον αυτές συμπληρώνουν μια αιτιολογία που ήδη αφ’ εαυτής είναι επαρκής (44). Στην υπό κρίση υπόθεση όμως, όπως μόλις εκτέθηκε, η αρχική αιτιολογία ήταν ακριβώς ανεπαρκής.

110. Εν κατακλείδι, η απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο της αιτίασης περί ελλιπούς αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

5.      Επί της προσφυγής της Ι. Panusa 

111. Τέλος, οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑725/20 P υποστηρίζουν περαιτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε την προσφυγή της Ι. Panusa στην υπόθεση T‑453/19 ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος ως εκ του ότι η επίδικη απόφαση ουδεμία επέφερε μείωση του ποσού της σύνταξης επιζώντων που λαμβάνει η Ι. Panusa (45).

112. Ωστόσο, κατά τους αναιρεσείοντες, η Ι. Panusa έχει συμφέρον να διευκρινιστεί το ζήτημα, το οποίο ανέκυψε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αν η σύνταξη επιζώντος που λαμβάνει πρέπει να μην υπολογίζεται όπως μέχρι σήμερα βάσει του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ, αλλά βάσει του παραρτήματος Ι των αυτών ρυθμίσεων. Εάν ίσχυε το τελευταίο, η σύνταξη επιζώντος που λαμβάνει θα μπορούσε να είναι υψηλότερη.

113. Όπως όμως ορθώς αντιτείνει το Κοινοβούλιο, η απόφαση Coppo Gavazzi δεν περιέχει καμία αναφορά ότι η Ι. Panusa υποστήριξε πρωτοδίκως ότι η σύνταξη επιζώντων που λαμβάνει θα έπρεπε να υπολογίζεται βάσει του παραρτήματος I των ρυθμίσεων ΕΑΒ. Όπως προκύπτει, στο δικόγραφο της προσφυγής της Ι. Panusa δεν περιλαμβάνεται επίσης καμία σχετική αιτίαση. Όσον αφορά την αναφορά της Ι. Panusa στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, η Ι. Panusa δεν επικαλείται τέτοια στοιχεία.

114. Τούτων δοθέντων, οι αιτιάσεις της Ι. Panusa στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον η προβολή κατ’ αναίρεση νέων ισχυρισμών που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας σε πρώτο βαθμό είναι απαράδεκτη (46).

6.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

115. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι όλες οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις σε όλες τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο των αποφάσεων αυτών και των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο και πρέπει, ως εκ τούτου, να αναιρεθούν, εξαιρουμένης της απόφασης Coppo Gavazzi κατά το μέρος που αφορά την υπόθεση T‑453/19, Panusa κατά Κοινοβουλίου.

Γ.      Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

116. Σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

117. Εν προκειμένω συντρέχει τέτοια περίπτωση.

118. Τούτο προκύπτει ιδίως από την εξέταση του λόγου αναιρέσεως κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως επιβεβαίωσε ότι η μείωση των συντάξεων των αναιρεσειόντων που πραγματοποιήθηκε με τις επίδικες αποφάσεις δεν ήταν αντίθετη προς υπέρτερες αρχές του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, προς την αρχή της αναλογικότητας (σημεία 75 έως 95 των παρουσών προτάσεων).

119. Όπως προέκυψε από την εξέταση του λόγου αυτού αναιρέσεως, κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει σημασία το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο δεν εξέτασε τη συμβατότητα της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 14/2018 με το δίκαιο της Ένωσης (σημείο 89 των παρουσών προτάσεων). Αντιθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης ενός μέτρου κράτους μέλους το οποίο συνεπάγεται μείωση δικαιωμάτων πρέπει να ελέγχεται στο πλαίσιο μιας συνολικής εξέτασης του συγκεκριμένου περιεχομένου του εν λόγω μέτρου καθώς και των συστηματικών του παραμέτρων και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται (σημεία 82 και 83 των παρουσών προτάσεων).

120. Από τη νομολογία αυτή συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι η εν λόγω εξέταση πρέπει να πραγματοποιείται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση σε σχέση με το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο.

121. Όπως όμως εκτέθηκε, η απόφαση αριθ. 14/2018, η οποία εφαρμόστηκε με τις επίδικες αποφάσεις, τροποποιήθηκε εν τω μεταξύ σε εθνικό επίπεδο και οι επίδικες αποφάσεις αντικαταστάθηκαν με νέες αποφάσεις του Κοινοβουλίου (σημεία 35 έως 41 των παρουσών προτάσεων). Ως εκ τούτου, η εξέταση της συμβατότητας των επίδικων αποφάσεων με το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι πλέον ικανή να ωφελήσει τους αναιρεσείοντες. Επομένως, παρέλκει η έκδοση απόφασης επί των προσφυγών κατά των αποφάσεων αυτών.

122. Αντιθέτως, στο πλαίσιο των προσφυγών κατά των νέων αποφάσεων του Κοινοβουλίου (σημείο 41 των παρουσών προτάσεων), το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν, πριν από την έκδοση των αποφάσεων αυτών, το Κοινοβούλιο προέβη σε επαρκή εξέταση της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης των νέων ιταλικών κανόνων που εφαρμόστηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις. Αν τούτο δεν έχει συμβεί, θα έπρεπε να ακυρώσει τις σχετικές αποφάσεις του Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να προβεί στην απαιτούμενη εξέταση και, σε περίπτωση που επιβεβαιώσει τη συμβατότητα της εφαρμογής των εθνικών κανόνων με το δίκαιο της Ένωσης, να εκδώσει νέες αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων αυτών στους ενδιαφερόμενους πρώην βουλευτές, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου.

123. Όπως εκτέθηκε στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, μόνον ένα μέρος των αναιρεσειόντων προσέβαλε τις νέες αποφάσεις του Κοινοβουλίου σχετικά με τον δεύτερο επανυπολογισμό των συντάξεών τους. Ωστόσο, εάν από την εξέταση των αντίστοιχων προσφυγών προκύψει ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν, το Κοινοβούλιο δεν θα πρέπει να εξετάσει αν ο δεύτερος επανυπολογισμός συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης μόνον ως προς τους πρώην βουλευτές που άσκησαν προσφυγή κατά του δεύτερου αυτού επανυπολογισμού. Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, να εξετάσει τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εφαρμογής των νέων ιταλικών κανόνων ως προς όλους τους ενδιαφερόμενους βουλευτές και, ενδεχομένως, να τροποποιήσει αναλόγως το σύνολο των αποφάσεων που τους αφορούν. Πράγματι θα ήταν, ιδίως για το μέλλον, παράνομο το να συνεχίσει το Κοινοβούλιο να καταβάλλει σε πρώην βουλευτές μειωμένες αποδοχές, μολονότι ο παράνομος χαρακτήρας των αντίστοιχων μειώσεων διαπιστώθηκε, έστω και σε σχέση με άλλους πρώην βουλευτές, από τον δικαστή της Ένωσης.

Δ.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

124. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί των προσφυγών των αναιρεσειόντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με την εξαίρεση της προσφυγής στην υπόθεση T‑453/19.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

Α.      Επί των δικαστικών εξόδων των αναιρετικών διαδικασιών

125. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

126. Εφόσον το Κοινοβούλιο ηττηθεί έναντι των αναιρεσειόντων, με την εξαίρεση της Ι. Panusa, πρέπει, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτών, να φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, με την εξαίρεση της Ι. Panusa, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Αντιθέτως, η Ι. Panusa πρέπει να φέρει, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα του Κοινοβουλίου στα οποία υποβλήθηκε το τελευταίο αναλογικά όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως της Ι. Panusa.

Β.      Επί των δικαστικών εξόδων των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

127. Δεδομένου ότι οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να αναιρεθούν, εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί και επί της κατανομής των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης, πλην εκείνης στην υπόθεση T‑453/19, Panusa κατά Κοινοβουλίου, για την οποία εξακολουθεί να ισχύει η πρωτοβάθμια απόφαση επί των δικαστικών εξόδων.

128. Το άρθρο 149 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ορίζει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων αν διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί. Κατά το άρθρο 142 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης το Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

129. Από την παρούσα ανάλυση προέκυψε, βεβαίως, ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί των υποθέσεων που κρίθηκαν πρωτοδίκως, αλλά και ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων, μολονότι το Κοινοβούλιο δεν είχε προβεί σε εξέταση της συμβατότητας των αποφάσεων αυτών με το δίκαιο της Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, παρίσταται εύλογο να καταδικαστεί το Κοινοβούλιο στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα των αναιρεσειόντων, με την εξαίρεση της Ι. Panusa, στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

VII. Πρόταση

130. Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί στην υπόθεση C‑725/20 P ως εξής:

1)      Τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Οκτωβρίου 2020, Coppo Gavazzi κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑389/19 κ.λπ., EU:T:2020:494), αναιρούνται ως προς το σύνολο των αναιρεσειόντων που αναφέρονται στο παράρτημα των παρουσών προτάσεων, με την εξαίρεση της Ι. Panusa.

2)      Η δίκη που αφορά τις προσφυγές οι οποίες ασκήθηκαν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο παράρτημα των παρουσών προτάσεων, με την εξαίρεση της υπόθεσης T‑453/19, καταργείται.

3)      Η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑725/20 P απορρίπτεται ως προς την Ι. Panusa.

4)      Το Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα των αναιρεσειόντων σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πλην των εξόδων της Ι. Panusa καθώς και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το Κοινοβούλιο αναλογικά σε σχέση με την αίτηση αναιρέσεως της Ι. Panusa.

5)      Η Ι. Panusa φέρει τα δικαστικά έξοδά της που αφορούν την αναιρετική διαδικασία καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Κοινοβούλιο αναλογικά σε σχέση με την αίτηση αναιρέσεως της Ι. Panusa.

131. Περαιτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί στην υπόθεση C‑198/21 P ως εξής:

1)      Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Φεβρουαρίου 2021, Santini κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑345/19, T‑346/19, T‑364/19 έως T‑366/19, T‑372/19 έως T‑375/19 και T‑385/19, EU:T:2021:78), αναιρείται.

2)      Η δίκη που αφορά τις προσφυγές στις υποθέσεις T‑345/19, T‑346/19, T‑364/19 έως T‑366/19, T‑372/19 έως T‑375/19 και T‑385/19 καταργείται.

3)      Το Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα των αναιρεσειόντων σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

132. Τέλος, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί στην υπόθεση C‑391/21 P ως εξής:

1)      Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Μαΐου 2021, Falqui κατά Κοινοβουλίου (T‑695/19, EU:T:2021:242), αναιρείται.

2)      Η δίκη επί της διαφοράς που αφορά η προσφυγή στην υπόθεση T‑695/19 καταργείται.

3)      Το Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα του αναιρεσείοντος σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Doc. PE 113.116/BUR./rev.XXV/01-2009.


3      ΕΕ 2005, L 262, σ. 1.


4      ΕΕ 2009, C 159, σ. 1.


5      ΕΕ 2010, C 340, σ. 6.


6      Το παράρτημα αυτό επισυνάπτεται μόνο στο κείμενο που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους.


7      Όπως προκύπτει, πρόκειται για τις υποθέσεις T‑735/22, Falqui κατά Κοινοβουλίου, T‑751/22, Avitabile κατά Κοινοβουλίου, T‑752/22, Ceravolo κατά Κοινοβουλίου, T‑761/22, Sboarina κατά Κοινοβουλίου, T‑804/22, Gemelli κατά Κοινοβουλίου, T‑807/22, Lombardo κατά Κοινοβουλίου, T‑808/22, Mantovani κατά Κοινοβουλίου, T‑809/22, Napoletano κατά Κοινοβουλίου, T‑810/22, Nobilia κατά Κοινοβουλίου, T‑812/22, Viola κατά Κοινοβουλίου, T‑815/22, Aita κατά Κοινοβουλίου, T‑817/22, Bonsignore κατά Κοινοβουλίου, T‑818/22, Carollo κατά Κοινοβουλίου, T‑819/22, Catasta κατά Κοινοβουλίου, T‑820/22, Coppo Gavazzi κατά Κοινοβουλίου, T‑821/22, Di Meo κατά Κοινοβουλίου, T‑823/22, Dupuis κατά Κοινοβουλίου, T‑824/22, Filippi κατά Κοινοβουλίου, T‑825/22, Cucurnia κατά Κοινοβουλίου, T‑826/22, Gallenzi κατά Κοινοβουλίου, και T‑375/23, Di Prinzio κατά Κοινοβουλίου.


8      Πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42), της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 61), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής (C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 43).


9      Απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 62).


10      Αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής (C‑92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 32), της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 50), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bank Mellat κατά Συμβουλίου (C‑430/16 P, EU:C:2018:668, σκέψη 64).


11      Απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 65).


12      Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bank Mellat κατά Συμβουλίου (C‑430/16 P, EU:C:2018:668, σκέψη 65).


13      Πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑725/20 P, δεύτερος και τέταρτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑198/21 P, πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑391/21 P.


14      Πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑725/20 P, πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑198/21 P, πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑391/21 P.


15      Δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑725/20 P, τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑198/21 P, δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑391/21 P.


16      Δεύτερο και τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑725/20 P, πέμπτος και έκτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑198/21 P.


17      Τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑725/20 P.


18      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψεις 126, 136, 137, 138 και 141), απόφαση Santini (σκέψεις 81, 84, 85, 86 και 89) και απόφαση Falqui (σκέψεις 49, 52, 53, 54 και 57).


19      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψεις 138, 141 και 180), απόφαση Santini (σκέψεις 86 και 89) και απόφαση Falqui (σκέψεις 54 και 57).


20      Πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑443/07 P, EU:C:2008:767, σκέψεις 61 και 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 9ης Μαρτίου 2023, Grossetête κατά Κοινοβουλίου (C‑714/21 P, EU:C:2023:187, σκέψη 84).


21      Πρβλ. υπό την έννοια αυτήν αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑443/07 P, EU:C:2008:767, σκέψη 63), και της 9ης Μαρτίου 2023, Grossetête κατά Κοινοβουλίου (C‑714/21 P, EU:C:2023:187, σκέψη 84). Βλ. επίσης απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Purvis κατά Κοινοβουλίου (T‑439/09, EU:T:2011:600, σκέψη 44).


22      Πρβλ., a contrario, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2023, Grossetête κατά Κοινοβουλίου (C‑714/21 P, EU:C:2023:187, σκέψεις 84 έως 87), και Galeote και Watson κατά Κοινοβουλίου (C‑715/21 P και C‑716/21 P, EU:C:2023:190, σκέψεις 79 έως 82). Βλ. επίσης αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2011, Purvis κατά Κοινοβουλίου (T‑439/09, EU:T:2011:600, σκέψη 46), και της 13ης Μαρτίου 2013, Inglewood κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑229/11 και T‑276/11, EU:T:2013:127, σκέψη 50).


23      Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2023, Grossetête κατά Κοινοβουλίου (C‑714/21 P, EU:C:2023:187, σκέψεις 88 και 89), και Galeote και Watson κατά Κοινοβουλίου (C‑715/21 P και C‑716/21 P, EU:C:2023:190, σκέψεις 83 και 84).


24      Πρβλ. σχετικά απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein (C‑168/18, EU:C:2019:1128, σκέψη 39).


25      Πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ. (C‑258/14, EU:C:2017:448, σκέψεις 50 και 51). Τούτο ισχύει ιδίως για τη σύνταξη των βουλευτών, η οποία αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ανεξαρτησίας, των βουλευτών ως εκπροσώπων του λαού οι οποίοι θεωρείται ότι υπηρετούν το γενικό συμφέρον του· πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Purvis κατά Κοινοβουλίου (T‑439/09, EU:T:2011:600, σκέψη 59).


26      C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 46 έως 50.


27      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψη 215), απόφαση Santini (σκέψεις 58, 155, 220) και απόφαση Falqui (σκέψη 45).


28      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψη 220) και απόφαση Santini (σκέψη 164).


29      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψη 221) και απόφαση Santini (σκέψη 165)· στην απόφαση Falqui το Γενικό Δικαστήριο δεν χρησιμοποιεί κατά τα φαινόμενα ρητώς την έκφραση αυτή, ωστόσο και η εν λόγω απόφαση βασίζεται στην αντίστοιχη παραδοχή.


30      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψεις 229 έως 235) και απόφαση Santini (σκέψεις 173 έως 179).


31      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψη 239) και απόφαση Santini (σκέψη 222).


32      Απόφαση Falqui (σκέψεις 104 έως 110).


33      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 88).


35      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψη 90) και απόφαση Santini (σκέψη 71).


36      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψη 92) και απόφαση Santini (σκέψη 73).


37      Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, EUIPO κατά European Dynamics Luxembourg κ.λπ. (C‑677/15 P, EU:C:2017:998, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Mindo κατά Επιτροπής (C‑652/11 P, EU:C:2013:229, σκέψη 54).


39      Πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψεις 54 έως 61).


40      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψεις 103 έως 105) και απόφαση Santini (σκέψεις 184 έως 186).


41      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψεις 110 έως 116) και απόφαση Santini (σκέψη 188).


42      Ως προς αυτό υπάρχουν δύο εξαιρέσεις, ήτοι ο E. Falqui, αναιρεσείων στην υπόθεση C‑391/21 P, και ο L. A. Florio, προσφεύγων στην υπόθεση T‑465/19, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης Coppo Gavazzi, αλλά δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο των παρουσών αναιρετικών διαδικασιών, καθόσον ο L. A. Florio δεν συμμετέχει πλέον σε αυτές. Οι E. Falqui και L. A. Florio διαβίβασαν έκαστος στο Κοινοβούλιο παρατηρήσεις στις οποίες το Κοινοβούλιο απάντησε με έγγραφα που περιείχαν διαδικτυακό σύνδεσμο προς τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας (πρβλ. σημείο 24 των παρουσών προτάσεων και σκέψεις 108 και 115 της απόφασης Coppo Gavazzi). Εντούτοις, δεδομένου ότι ο E. Falqui δεν επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας και ο L. A. Florio δεν μετέχει στις παρούσες αναιρετικές διαδικασίες, παρέλκει η κρίση επί του ζητήματος αν η παραπομπή αυτή αρκεί για να χαρακτηριστεί ένα έγγραφο ως μέρος της αιτιολογίας μιας απόφασης.


43      Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63).


44      Πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Finnboard κατά Επιτροπής (C‑298/98 P, EU:C:2000:634, σκέψη 46).


45      Απόφαση Coppo Gavazzi (σκέψεις 66 έως 70).


46      Πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).