Language of document : ECLI:EU:T:2011:117

Υποθέσεις T-443/08 και T-455/08

Freistaat Sachsen κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση υπέρ του αεροδρομίου της Λειψίας-Halle – Χρηματοδότηση των επενδύσεων για την κατασκευή του νέου νότιου διαδρόμου απογειώσεως και προσγειώσεως – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο – Έννοια της επιχειρήσεως – Έννοια της οικονομικής δραστηριότητας – Αερολιμενική υποδομή»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή της αποδέκτριας κρατικής ενισχύσεως επιχειρήσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την κοινή αγορά – Μη βλαπτική απόφαση για την αποδέκτρια της ενισχύσεως επιχείρηση

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ, 88 § 3 ΕΚ, 230 ΕΚ και 234 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Χορήγηση ενισχύσεως κατά παραβίαση της απαγορεύσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής με την οποία ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την κοινή αγορά – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων που επιλαμβάνονται αιτήσεως επιστροφής της ενισχύσεως

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται – Επιχειρήσεις – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Διαχείριση αερολιμενικών υποδομών – Κατασκευή ή επέκταση διαδρόμων απογειώσεως και προσγειώσεως – Εμπίπτει

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Νομικός χαρακτήρας – Ερμηνεία βάσει αντικειμενικών στοιχείων – Δυνατότητα της Επιτροπής να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές – Εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεως και της καταστάσεως από πλευράς ανταγωνισμού στον αερολιμενικό τομέα τον οποίο αφορούν οι κατευθυντήριες γραμμές – Αποτελέσματα

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής – Ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις – Δυνατότητα εφαρμογής στα δημόσια επενδυτικά οχήματα

(Άρθρα 86 § 2 EΚ και 87 ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους – Δυνατότητα χαρακτηρισμού ενός δημόσιου φορέα και ως παρόχου και ως αποδέκτη κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις – Εξέλιξη της κοινής αγοράς – Έννοια – Μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον οικείο τομέα μέσω της θεσπίσεως του επίμαχου μέτρου

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ρόλος τον οποίο η Συνθήκη αναθέτει στην Επιτροπή – Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρα 7 § 1, εδ. 2, ΕΚ, 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

9.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Αντίφαση – Συνέπειες – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία κρατική ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την κοινή αγορά – Αντίφαση μεταξύ του ποσού της ενισχύσεως το οποίο αναφέρεται στις ουσιαστικές διατάξεις της αποφάσεως και της αιτιολογίας της αποφάσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ)

1.      Προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται σε σχέση προς την ημέρα ασκήσεως της προσφυγής.

Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το γεγονός απλώς και μόνον ότι μια απόφαση της Επιτροπής κηρύσσει ορισμένη ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά και, συνεπώς, δεν είναι, καταρχήν, βλαπτική για τις αποδέκτριες της ενισχύσεως επιχειρήσεις δεν απαλλάσσει τον δικαστή της Ένωσης από την υποχρέωση να εξετάσει μήπως η εκτίμηση της Επιτροπής παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των εν λόγω επιχειρήσεων.

Συναφώς, το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν αντιστοιχεί στην άποψη που εξέφρασαν κατά τη διοικητική διαδικασία οι προσφεύγοντες δεν παράγει, αυτό καθαυτό, κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα ικανό να θίξει τα συμφέροντά τους και, συνεπώς, δεν μπορεί, από μόνο του, να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον τους. Πράγματι, η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Οι επιχειρήσεις που είναι οι αποδέκτες των ενισχύσεων και οι τοπικές αρχές που χορηγούν τις ενισχύσεις, όπως και οι ανταγωνιστές των αποδεκτών των ενισχύσεων, θεωρούνται απλώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ως «ενδιαφερόμενοι». Εξάλλου, οι προσφεύγοντες αυτοί ουδόλως στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά της αποφάσεως της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μια εισφορά κεφαλαίου ως κρατική ενίσχυση. Πράγματι, έστω και αν η προσφυγή ακυρώσεως κριθεί απαράδεκτη, τίποτε δεν εμποδίζει να προτείνουν στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ενδεχομένως θα αχθούν προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις συνέπειες της φερόμενης ακυρότητας της εισφοράς κεφαλαίου την οποία επικαλούνται, να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, ώστε να αμφισβητήσουν το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής στο μέτρο που διαπιστώνει ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση.

Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Συνεπώς, η εκ μέρους του προσφεύγοντος αναφορά στις «πιθανές» συνέπειες της υποτιθέμενης ακυρότητας της εισφοράς κεφαλαίου από πλευράς δικαίου των εταιριών και αφερεγγυότητας, και όχι σε βέβαιες συνέπειες, δεν αρκεί για την αναγνώριση τέτοιου συμφέροντος.

(βλ. σκέψεις 46, 49-50, 55, 58, 63)

2.      Οσάκις μια ενίσχυση χορηγείται κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ, το εθνικό δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως άλλου επιχειρηματία, μπορεί να κληθεί να αποφανθεί, ακόμα και αφού η Επιτροπή εκδώσει θετική απόφαση, σχετικά με το κύρος των εκτελεστικών πράξεων και με την επιστροφή των χορηγηθεισών χρηματικών ενισχύσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να διατάξει τα κατάλληλα μέτρα προς θεραπεία των συνεπειών της παρανομίας, αλλά, ακόμη και ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων, δεν του επιβάλλει την υποχρέωση να διατάξει την αναζήτηση ολόκληρης της παράνομης ενισχύσεως. Στην ίδια περίπτωση, κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να ορίσει ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως οφείλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας. Στο πλαίσιο του εθνικού του δικαίου, μπορεί ενδεχομένως να διατάξει επιπλέον την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος του κράτους μέλους να τη χορηγήσει εκ νέου μεταγενέστερα. Μπορεί επίσης να κάνει δεκτά αιτήματα επιδικάσεως αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκλήθηκαν λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως. Προκύπτει, συνεπώς, ότι, σε περίπτωση παράνομης εκτελέσεως μέτρου ενισχύσεως, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε θετική απόφαση της Επιτροπής, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τον αποδέκτη της ενισχύσεως, αφενός, να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης για το μέλλον ενισχύσεως και, αφετέρου, να διατηρήσει την ενίσχυση που του χορηγήθηκε πριν από την έκδοση της θετικής αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν, από τον παράνομο χαρακτήρα της προώρως καταβληθείσας ενισχύσεως.

(βλ. σκέψη 60)

3.      Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του. Συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα διαθέσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά.

Η διαχείριση αερολιμενικών υποδομών αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, ιδίως όταν η επιχείρηση παρέχει αερολιμενικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής προερχόμενης από τα αερολιμενικά τέλη, τα οποία πρέπει να εκλαμβάνονται ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τον παραχωρησιούχο του αεροδρομίου.

Το γεγονός ότι μια επιχείρηση διαχειρίζεται ένα περιφερειακό και όχι ένα διεθνές αεροδρόμιο δεν αναιρεί τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητάς της, εφόσον η δραστηριότητα αυτή συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής στην αγορά των περιφερειακών αερολιμενικών υπηρεσιών.

Η εκμετάλλευση διαδρόμου απογειώσεως και προσγειώσεως αποτελεί μέρος της οικονομικής δραστηριότητας που ασκεί ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αεροδρομίου, ιδίως όταν η εκμετάλλευση αυτή γίνεται για εμπορικούς σκοπούς.

Προς τον σκοπό της εξετάσεως του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της δημόσιας χρηματοδοτήσεως της επεκτάσεως ενός διαδρόμου απογειώσεως και προσγειώσεως, δεν θα πρέπει να διακρίνεται η δραστηριότητα που συνίσταται στην κατασκευή ή επέκταση μιας υποδομής από τη μεταγενέστερη χρησιμοποίηση της υποδομής αυτής, ο δε οικονομικός ή μη χαρακτήρας της μεταγενέστερης χρησιμοποιήσεως της κατασκευασμένης υποδομής καθορίζει αναγκαστικά τον χαρακτήρα της δραστηριότητας επεκτάσεώς της. Πράγματι, οι διάδρομοι προσγειώσεως και απογειώσεως αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκεί ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αεροδρομίου. Η κατασκευή διαδρόμων προσγειώσεως και απογειώσεως επιτρέπει, συνεπώς, στο αεροδρόμιο να ασκήσει την κύρια οικονομική του δραστηριότητα, ή, όταν πρόκειται για την κατασκευή πρόσθετου διαδρόμου ή την επέκταση ήδη υπάρχοντος διαδρόμου, να την αναπτύξει.

(βλ. σκέψεις 88-89, 93-96)

4.      Το ζήτημα του κατά πόσον μια ενίσχυση αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της Συνθήκης πρέπει να επιλύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων τα οποία εκτιμώνται σε σχέση προς τον χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή λαμβάνει την απόφασή της. Μολονότι η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, τούτο ισχύει μόνο στο μέτρο που τα νομοθετήματα αυτά δεν παρεκκλίνουν από την ορθή εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης, δεν μπορούν δε αυτά να ερμηνεύονται κατά τρόπο περιορίζοντα το περιεχόμενο των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ ή αντίθετο προς τους στόχους που επιδιώκουν τα εν λόγω άρθρα.

Όσον αφορά τον αερολιμενικό τομέα, στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και του άρθρου 61 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών, η Επιτροπή θεώρησε στο παρελθόν ότι η υλοποίηση σχεδίων υποδομών συνιστούσε μέτρο γενικής πολιτικής το οποίο δεν μπορούσε να ελέγξει δυνάμει των περί κρατικών ενισχύσεων κανόνων της Συνθήκης.

Όμως, στον αερολιμενικό τομέα σημειώθηκαν εξελίξεις οι οποίες αφορούν ειδικότερα την οργάνωσή του και την οικονομική κατάστασή του καθώς και την κατάσταση που επικρατεί από πλευράς ανταγωνισμού. Επιπλέον, με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Τ-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2002, C-82/01 P, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, έχει αναγνωριστεί, από το 2000, ότι οι φορείς διαχειρίσεως αεροδρομίων ασκούν καταρχήν οικονομική δραστηριότητα υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία εμπίπτει στις περί κρατικών ενισχύσεων διατάξεις, πράγμα που επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T-196/04, Ryanair κατά Επιτροπής. Κατά συνέπεια, από το 2000 και μετά, δεν μπορεί a priori να αποκλειστεί η εφαρμογή των περί κρατικών ενισχύσεων διατάξεων στα αεροδρόμια. Η Επιτροπή οφείλει, όταν εκδίδει απόφαση σχετική με τον αερολιμενικό τομέα, να λαμβάνει υπόψη της αυτή την εξέλιξη και αυτή την ερμηνεία, καθώς και όσα αυτές συνεπάγονται όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ για τη χρηματοδότηση των υποδομών που συνδέονται με την άσκηση των δραστηριοτήτων διαχειρίσεως αεροδρομίων.

(βλ. σκέψεις 103-106)

5.      Το άρθρο 87 ΕΚ εφαρμόζεται επί όλων των επιχειρήσεων, ιδιωτικών ή δημοσίων, και επί του συνόλου των παραγωγών τους, με μόνη επιφύλαξη αυτήν του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Η ύπαρξη ή η απουσία νομικής προσωπικότητας χωριστής από εκείνη του κράτους, απονεμηθείσας από το εθνικό δίκαιο σε ένα όργανο που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ύπαρξη οικονομικών σχέσεων μεταξύ του κράτους και του οργάνου αυτού και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα του εν λόγω οργάνου να λάβει κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Επίσης, όπως δεν μπορεί να γίνει δεκτό να καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων απλώς διά της δημιουργίας αυτόνομων φορέων επιφορτισμένων με την κατανομή ενισχύσεων, δεν είναι ανεκτό να μπορεί η δημιουργία απλώς ενός οχήματος ειδικού σκοπού («single purpose vehicle»), μοναδικό αντικείμενο του οποίου είναι η διαχείριση και η εκμετάλλευση των δημοσίων υποδομών ενός αεροδρομίου, να το απαλλάξει από την υποχρέωση τηρήσεως των εν λόγω κανόνων. Πράγματι, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον ο φορέας αυτός ασκεί οικονομική δραστηριότητα και μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση και κατά πόσον η επιχείρηση αυτή επωφελήθηκε από τη μεταβίβαση κρατικών πόρων.

(βλ. σκέψεις 128-130)

6.      Οι χαρακτηρισμοί του αποδέκτη και του παρόχου ενισχύσεως δεν είναι a priori ασυμβίβαστοι μεταξύ τους. Πράγματι, μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να είναι αποδέκτης κρατικής ενισχύσεως, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε ορισμένη αγορά. Εντούτοις, τίποτε δεν αποκλείει να μπορεί η εν λόγω επιχείρηση, στο πλαίσιο διαφορετικού μέτρου, να χορηγήσει ενίσχυση. Έτσι, μια κρατική ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί όχι μόνον απευθείας από το κράτος, αλλά και από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς τους οποίους το κράτος ιδρύει ή ορίζει ως υπεύθυνους για τη διαχείριση της ενισχύσεως. Το κράτος έχει κάλλιστα τη δυνατότητα, ασκώντας την αποφασιστική επιρροή του επί των δημοσίων επιχειρήσεων, να κατευθύνει τη χρησιμοποίηση των πόρων τους προς τη χρηματοδότηση, ενδεχομένως, ειδικών πλεονεκτημάτων υπέρ άλλων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψη 143)

7.      Η Συνθήκη προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή πριν να καταλήξει η διαδικασία στην έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει ότι δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, μιας μόνον αποφάσεως περί ασυμβιβάστου με την κοινή αγορά, η οποία παράγει αποτελέσματα για το μέλλον.

Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση κάθε ενίσχυση ως προς την οποία «μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος». Η έννοια αυτή της «εξελίξεως της κοινής αγοράς» μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον οικείο τομέα μέσω της θεσπίσεως του επίμαχου μέτρου. Μια τέτοια μεταβολή μπορεί να προκύπτει, ειδικότερα, από την ελευθέρωση μιας αρχικά κλειστής στον ανταγωνισμό αγοράς.

(βλ. σκέψεις 187-188)

8.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ απαιτεί να ενεργεί κάθε θεσμικό όργανο εντός των ορίων των εξουσιών που του απονέμει η Συνθήκη. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Συνθήκη, οργανώνοντας, με το άρθρο 88 ΕΚ, τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων από την Επιτροπή, έχει την έννοια ότι η διαπίστωση ενδεχομένου ασυμβιβάστου της ενισχύσεως με την κοινή αγορά γίνεται, υπό τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, με την προσήκουσα διαδικασία η εφαρμογή της οποίας αποτελεί ευθύνη του οργάνου αυτού. Τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ επιφυλάσσουν δηλαδή στην Επιτροπή ένα κεντρικό ρόλο για τη διαπίστωση του ενδεχομένου ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 201-202)

9.      Αντίφαση στην αιτιολογία αποφάσεως συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ, ικανή να θίξει το κύρος της σχετικής πράξεως, αν αποδειχθεί ότι, λόγω της αντιφάσεως αυτής, ο αποδέκτης της πράξεως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, εν όλω ή εν μέρει, την πραγματική αιτιολογία της αποφάσεως και ότι, ως εκ τούτου, οι ουσιαστικές διατάξεις της πράξεως στερούνται, εν όλω ή εν μέρει, παντός νομικού ερείσματος. Εξάλλου, μόνον οι ουσιαστικές διατάξεις μιας πράξεως μπορούν να παραγάγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα μια κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά είναι αντιφατική όταν με την απόφαση αυτή η Επιτροπή, αφενός, δέχεται ότι ορισμένες δαπάνες σχετικές με την εισφορά κεφαλαίου που εξέτασε εμπίπτουν στην εκπλήρωση δημόσιων αποστολών και δεν μπορούσαν, συνεπώς, να χαρακτηρισθούν ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, θεωρεί ότι το σύνολο της εισφοράς κεφαλαίου συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

Καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν η τελευταία διατάσσει την επιστροφή ενισχύσεως που κηρύχθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως. Αρκεί να περιέχει η απόφαση της Επιτροπής στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ποσό αυτό. Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση που αποφασίζει να αναφέρει το ποσό της κρατικής ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στις ουσιαστικές διατάξεις αποφάσεώς της, η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει το ακριβές ποσό της ενισχύσεως.

Η ακρίβεια του ποσού της παράνομης ενισχύσεως το οποίο αναφέρει η Επιτροπή στις ουσιαστικές διατάξεις τελικής αποφάσεως περί διαπιστώσεως του συμβατού της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ είναι ιδιαίτερα σημαντική, ιδίως καθόσον μπορεί να έχει συνέπεια για το ποσό των τόκων τους οποίους ο αποδέκτης της ενισχύσεως μπορεί να κληθεί να καταβάλει επειδή εισέπραξε την ενίσχυση προτού αποφανθεί σχετικά η Επιτροπή. Κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο που θα επιληφθεί ενδεχομένως της υποθέσεως οφείλει να υποχρεώσει τον αποδέκτη της ενισχύσεως να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας. Όμως, το ποσό των τόκων αυτών θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από το ύψος της κρατικής ενισχύσεως αυτής καθαυτήν. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω τόκοι πρέπει να υπολογιστούν βάσει του συνολικού ποσού της κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και όχι βάσει μόνον του μέρους εκείνου του ποσού της παράνομης ενισχύσεως που κρίθηκε συμβατό με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 222-223, 226-229)