Language of document : ECLI:EU:T:2013:188

Υπόθεση T‑442/08

International Confederation of Societies of Authors and Composers (CISAC)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Δικαιώματα του δημιουργού σχετικά με τη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων μέσω διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Κατανομή της γεωγραφικής αγοράς – Διμερείς συμβάσεις μεταξύ εθνικών εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως – Εναρμονισμένη πρακτική που αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος και πολλαπλών ρεπερτορίων – Απόδειξη – Τεκμήριο αθωότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 12ης Απριλίου 2013

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Άμεσος επηρεασμός – Κριτήρια – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται πρακτική αντίθετη προς τον ανταγωνισμό – Προσφυγή ασκηθείσα από οργάνωση στο πλαίσιο δραστηριοτήτων της οποίας καταρτίστηκαν συμφωνίες για την εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής – Άμεσος επηρεασμός της οργανώσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ατομικός επηρεασμός – Κριτήρια – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται πρακτική αντίθετη προς τον ανταγωνισμό – Προσφυγή ασκηθείσα από οργάνωση στο πλαίσιο δραστηριοτήτων της οποίας καταρτίστηκαν συμφωνίες για την εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής – Επηρεασμός της θέσης της ως διαπραγματεύτριας – Στενή συμμετοχή στη διοικητική διαδικασία

(Άρθρα 81 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

4.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση αλλά δεν επιβάλλεται πρόστιμο – Δυνατότητα εφαρμογής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 6 § 2 ΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Χρήση δέσμης ενδείξεων – Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος όσον αφορά τις επιμέρους ενδείξεις – Αποδεικτικά στοιχεία στηριζόμενα μόνο στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων – Υποχρέωση αποδείξεως την οποία υπέχουν οι επιχειρήσεις που αμφισβητούν το υποστατό της παραβάσεως – Υποχρεώσεις της Επιτροπής σε περίπτωση κατά την οποία αμφισβητεί τον ευλογοφανή χαρακτήρα των εξηγήσεων που παρέχουν οι επιχειρήσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

6.      Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Συμφωνίες που συνεχίζουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους μετά την τυπική τους λύση – Εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

7.      Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Παράλληλη συμπεριφορά – Τεκμήριο υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής – Όρια – Άρνηση των εθνικών εταιριών διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού να επιτρέψουν σε χρήστη εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος την άμεση πρόσβαση στο ρεπερτόριό τους – Νόθευση του ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

1.      Η προϋπόθεση του παραδεκτού μιας προσφυγής να αφορά η πράξη που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί, πρώτον, το αμφισβητούμενο κοινοτικό μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων.

Η απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται πρακτική αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, τεθείσα σε εφαρμογή από εθνικές εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού σχετικών με τη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων μέσω συμφωνιών αμοιβαίας εκπροσωπήσεως, πρέπει να θεωρείται ότι αφορά άμεσα μια μη κυβερνητική οργάνωση στο πλαίσιο δραστηριοτήτων της οποίας καταρτίστηκαν συμφωνίες για την εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής, οι δραστηριότητες δε αυτές είναι κρίσιμες προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι εν λόγω εθνικές εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως έχουν αρχίσει να θέτουν σε εφαρμογή την προσβαλλόμενη απόφαση τερματίζοντας τη διαπιστωθείσα παράβαση και αποφεύγοντας να υιοθετήσουν παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον.

(βλ. σκέψεις 66-68, 72)

2.      Θεωρείται ότι συγκεκριμένη πράξη αφορά ατομικά μια οργάνωση, η οποία δεν αποτελεί αποδέκτη της επίμαχης πράξεως, όταν η εν λόγω οργάνωση νομιμοποιείται λόγω ιδίου συμφέροντος, ιδίως επειδή η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση θίγει τη θέση της ως διαπραγματεύτριας.

Τούτο ισχύει στην περίπτωση οργανώσεως βάλλουσας κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται πρακτική αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, τεθείσα σε εφαρμογή από εθνικές εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού σχετικών με τη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων μέσω συμφωνιών αμοιβαίας εκπροσωπήσεως, και η οποία θίγει τον ρόλο της οργανώσεως αυτής ως παράγοντα διευκολύνσεως της συνεργασίας μεταξύ των εν λόγω εθνικών εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως.

Ο ατομικός επηρεασμός επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα οργάνωση, η οποία υπήρξε αποδέκτρια της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και μετέσχε σε μεγάλο βαθμό στη διοικητική διαδικασία ως σημαντικός συνομιλητής της Επιτροπής, κατείχε θέση διαπραγματευτή σαφώς καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της αποφάσεως, γεγονός που την περιήγαγε σε πραγματική κατάσταση η οποία την χαρακτήριζε σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο.

(βλ. σκέψεις 73-77)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 91, 138)

4.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή της Ένωσης πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.

Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το τεκμήριο αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επίδικων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

Η νομολογία αυτή, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο υποθέσεων στις οποίες η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο, μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση που η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση δεν συνοδεύεται τελικώς από την επιβολή προστίμου. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διαπίστωση ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενεπλάκη σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού θίγει σοβαρά τη φήμη του.

(βλ. σκέψεις 92-95)

5.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, για να αποδείξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή είναι αναγκαίο να προσκομίζει ακριβή και συγκλίνοντα στοιχεία. Εντούτοις, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συσκέψεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Εντούτοις, όταν το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγονται οι συσκέψεις μεταξύ επιχειρήσεων που κατηγορούνται ότι παραβίασαν το δίκαιο του ανταγωνισμού καταδεικνύει ότι οι εν λόγω συσκέψεις ήταν αναγκαίες για τη συλλογική αντιμετώπιση ζητημάτων που δεν αφορούν παραβιάσεις του εν λόγω δικαίου, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρεί κατά τεκμήριο ότι οι επίμαχες συσκέψεις είχαν ως αντικείμενο την εφαρμογή εναρμονισμένων πρακτικών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Όταν η απόδειξη της εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ επιχειρήσεων δεν απορρέει από την απλή διαπίστωση παράλληλων συμπεριφορών στην αγορά, αλλά από έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι οι πρακτικές ήταν το αποτέλεσμα συνεννοήσεως, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις οφείλουν όχι απλώς να εκθέσουν μια εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε η Επιτροπή, αλλά να αμφισβητήσουν το υποστατό των περιστατικών αυτών που αποδεικνύονται από τα έγγραφα που προσκομίζει η Επιτροπή.

Αντιθέτως, όταν ο συλλογισμός της Επιτροπής στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνο σε συνάρτηση με εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των επιχειρήσεων, αρκεί οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να αποδείξουν τη συνδρομή περιστάσεων που διαφωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, καθιστώντας έτσι εφικτό να γίνει δεκτή μια άλλη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών και όχι εκείνη της Επιτροπής.

Συναφώς, όταν η Επιτροπή χρησιμοποιεί ορισμένα παραδείγματα προς αμφισβήτηση του ευλογοφανούς της απόψεως της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, οφείλει να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους τα παραδείγματα αυτά είναι λυσιτελή. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ότι δεν παρέσχε περισσότερες διευκρινίσεις σε σχέση με την έτερη εξήγηση που αυτή έδωσε, στο μέτρο που η Επιτροπή είναι αυτή που οφείλει να αποδείξει την παράβαση. Επομένως, αν η Επιτροπή, κατά το διοικητικό στάδιο, θεωρεί ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν απέδειξε επαρκώς την εξήγηση που έδωσε, οφείλει να προβεί σε περαιτέρω εξέταση του φακέλου ή να διαπιστώσει ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί αν υπάρχουν βάσιμες εξηγήσεις για την παράλληλη συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Πριν εκτιμηθεί το ζήτημα αν υπάρχουν εξηγήσεις, πλην της συνεννοήσεως, για την παράλληλη συμπεριφορά, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη παραβάσεως προσκομίζοντας στοιχεία που δεν συνιστούν απλώς και μόνο διαπίστωση παράλληλης συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, η εξέταση του ζητήματος αυτού προηγείται της εξετάσεως του αν υπάρχουν άλλες βάσιμες εξηγήσεις πλην της συνεννοήσεως, δεδομένου ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο καταλήξει ότι προσκομίστηκαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, οι εν λόγω εξηγήσεις, έστω και αν κριθούν πειστικές, δεν είναι ικανές να αναιρέσουν τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 96-99, 101, 107, 161)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 123)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 137)