Language of document : ECLI:EU:C:2024:362

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρα βάσει της οποίας ο καταναλωτής βαρύνεται με τα έξοδα της σύμβασης – Τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής και την ακυρώνει – Αξίωση επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της καταχρηστικής ρήτρας – Χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης επιστροφής»

Στην υπόθεση C‑561/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

GP,

BG

κατά

Banco Santander SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Banco Santander SA, εκπροσωπούμενη από τους M. Á. Cepero Aránguez και M. García-Villarrubia Bernabé, abogados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Ballesteros Panizo και την A. Pérez-Zurita Gutiérrez,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των GP και BG, δύο καταναλωτών, και της Banco Santander SA, πιστωτικού ιδρύματος, με αντικείμενο αγωγή για την επιστροφή ποσών καταβληθέντων βάσει συμβατικής ρήτρας ο καταχρηστικός χαρακτήρας της οποίας διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

4        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το ισπανικό δίκαιο

5        Ο Código civil (αστικός κώδικας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), ορίζει στο άρθρο 1303 τα εξής:

«Κηρυχθείσας άκυρης της ενοχής, οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τα πράγματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως με τους καρπούς τους, καθώς και το τίμημα με τους αναλογούντες τόκους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των επόμενων άρθρων.»

6        Το άρθρο 1896, πρώτο εδάφιο, του αστικού κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όποιος δέχεται αχρεώστητη καταβολή οφείλει, αν ενήργησε κακόπιστα, να καταβάλει τους νόμιμους τόκους, σε περίπτωση χρηματικού κεφαλαίου, ή τους καρπούς που συνέλεξε ή πρόκειται να συλλέξει όταν παραχθούν από το ληφθέν πράγμα.»

7        Κατά το άρθρο 1964 του ως άνω κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης:

«Η υποθηκική αγωγή υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, οι δε προσωπικές αξιώσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται ειδική προθεσμία παραγραφής υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή.»

8        Το άρθρο 1969 του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Η παραγραφή των πάσης φύσεως αξιώσεων άρχεται, ελλείψει ειδικής διατάξεως ορίζουσας άλλως, από την ημερομηνία κατά την οποία είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Στις 29 Ιουνίου 1999 οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης συνήψαν, ως καταναλωτές, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την Banco Santander, η οποία περιελάμβανε ρήτρα που τους υποχρέωνε να καταβάλουν το σύνολο των εξόδων που θα προέκυπταν από τη σύμβαση (στο εξής: ρήτρα περί εξόδων).

10      Στις 28 Οκτωβρίου 2017 οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή με αίτημα την ακύρωση της ρήτρας περί εξόδων και την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί δυνάμει της ρήτρας αυτής.

11      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε άκυρη τη ρήτρα περί εξόδων και υποχρέωσε την Banco Santander να καταβάλει στους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης τα ποσά που κατέβαλαν για συμβολαιογραφικά έξοδα, τέλη εγγραφής και έξοδα διαχείρισης, καθώς και τους νόμιμους τόκους επί των ποσών αυτών από την ημερομηνία καταβολής τους.

12      Το Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείο Βαρκελώνης, Ισπανία) έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση που άσκησε η Banco Santander κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, κηρύσσοντας παραγεγραμμένη την αξίωση για τα καταβληθέντα δυνάμει της ρήτρας περί εξόδων ποσά. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης για επιστροφή των ποσών αυτών ήταν η ημερομηνία κατά την οποία οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης προέβησαν στις αχρεώστητες καταβολές, ήτοι η στιγμή της σύναψης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου, το έτος 1999, και ότι από το χρονικό αυτό σημείο είχε παρέλθει διάστημα άνω της δεκαπενταετίας.

13      Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως του Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείου Βαρκελώνης) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία). Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης προς επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας ποσών δεν μπορεί να θεωρηθεί η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης που περιλαμβάνει την εν λόγω ρήτρα.

14      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης προς επιστροφή ποσών καταβληθέντων δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13.

15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η παραδοχή ότι το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής συμπίπτει με την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η καταχρηστικότητα της οικείας συμβατικής ρήτρας και κηρύσσεται η ακυρότητά της δεν συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, διότι η λύση αυτή, στην πράξη, θα καθιστούσε την αξίωση επιστροφής απαράγραπτη. Ειδικότερα, εάν υποτεθεί ότι η παραγραφή της αξίωσης αυτής δεν μπορεί να αρχίσει ενόσω δεν έχει ευδοκιμήσει η αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας τέτοιας ρήτρας και ότι η εν λόγω αγωγή, αυτή καθεαυτήν, δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο δεδομένου ότι αφορά απόλυτη ακυρότητα, η παραγραφή της αξίωσης προς επιστροφή μπορεί να μην αρχίσει ποτέ. Επιπλέον, η αρχή της ασφάλειας δικαίου θα υφίστατο βαρύ πλήγμα εάν, συνεπεία τούτων, ανέκυπταν αξιώσεις σχετικές με συμβάσεις οι οποίες έχουν ίσως παύσει να παράγουν αποτελέσματα εδώ και δεκαετίες.

16      Στον βαθμό αυτόν, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης προς επιστροφή πρέπει να ορισθεί η ημερομηνία κατά την οποία το δικαστήριο αυτό εξέδωσε σειρά αποφάσεων με το ίδιο περιεχόμενο, με τις οποίες διαπίστωσε την καταχρηστικότητα των ρητρών που επιβαρύνουν τον καταναλωτή με το σύνολο των εξόδων που προκύπτουν από σύμβαση πίστωσης και αποφάνθηκε για τον τρόπο κατανομής των εξόδων αυτών μετά την ακύρωση μιας τέτοιας ρήτρας. Ως χρονικό σημείο έναρξης της ως άνω παραγραφής θα μπορούσε επίσης να ορισθεί η ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να υπόκειται σε παραγραφή μια τέτοια αξίωση προς επιστροφή, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον ο ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μέσος καταναλωτής έχει πληροφορηθεί σχετικά με τη νομολογία του ή τη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13] κατά την οποία ο χρόνος παραγραφής της αξιώσεως για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας δεν αρχίζει να τρέχει πριν αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ρήτρας με τελεσίδικη απόφαση;

2.      Σε περίπτωση που μια τέτοια ερμηνεία δεν συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, αντίκειται [στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13] ερμηνεία κατά την οποία ως αφετηρία του χρόνου παραγραφής [της αξιώσεως για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας] θεωρείται η ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) με τις οποίες παγιώθηκε η νομολογία σχετικά με συνιστάμενα στην επιστροφή αποτελέσματα [που απορρέουν από την ακύρωση μιας τέτοιας ρήτρας] (αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2019);

3.      Σε περίπτωση που η ερμηνεία αυτή [στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13] αντιβαίνει στα εν λόγω άρθρα και η ερμηνεία κατά την οποία ως αφετηρία της παραγραφής [της αξιώσεως για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας] θεωρείται η ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων του [Δικαστηρίου] με τις οποίες κρίθηκε ότι η αξίωση επιστροφής μπορεί να υπόκειται σε παραγραφή (κυρίως [απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank SA και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537)] ή [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank SA και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑224/19 και C‑259/19), EU:C:2020:578)], που επιβεβαιώνει την προηγούμενη απόφαση);»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

18      Εν πρώτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα και, επομένως, δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 61, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 57.

19      Εντεύθεν συνάγεται ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών που κρίνονται μη οφειλόμενα, έχει, κατ’ αρχήν, αντίστοιχο αποτέλεσμα συνιστάμενο στην επιστροφή των ποσών αυτών [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 62, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 58].

20      Συγκεκριμένα, η απουσία αποτελέσματος επιστροφής θα ήταν ικανή να διακυβεύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει να προσδώσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες από επαγγελματία με καταναλωτές [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 63, καθώς και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 58].

21      Βεβαίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιτάσσει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν θα δεσμεύουν τους καταναλωτές, «τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας» (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 57, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 64).

22      Παρά ταύτα, η διαμόρφωση από το εθνικό δίκαιο του πλαισίου για την προστασία την οποία εγγυάται στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει την έκταση ούτε, επομένως, την ουσία της προστασίας αυτής ούτε και να υπονομεύσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εν λόγω προστασίας με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για τις καταχρηστικές ρήτρες, σκοπό τον οποίο επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης, όπως επισημαίνεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 65, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 60].

23      Κατά συνέπεια, καίτοι εναπόκειται στα κράτη μέλη, μέσω του εθνικού δικαίου τους, να καθορίζουν το λεπτομερές πλαίσιο για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση και για την υλοποίηση των συγκεκριμένων έννομων αποτελεσμάτων της διαπίστωσης αυτής, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα, ιδίως με τη θεμελίωση δικαιώματος για επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως, εις βάρος του, ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της καταχρηστικής ρήτρας [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 66, καθώς και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 61].

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της ως άνω αποφάσεως.

25      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής ειδικής νομοθεσίας της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία είναι η μόνη επίμαχη στην παρούσα διαδικασία, επισημαίνεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, μεταξύ άλλων για τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη, ισχύουσα ιδίως ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Όσον αφορά την ανάλυση των χαρακτηριστικών προθεσμίας παραγραφής όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ανάλυση αυτή πρέπει να αφορά τη διάρκεια της προθεσμίας και τις ρυθμίσεις εφαρμογής της, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος που λαμβάνεται υπόψη για την κίνηση της εν λόγω προθεσμίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Το Δικαστήριο, μολονότι έχει κρίνει ότι δεν επιτρέπεται να προβλεφθεί οποιαδήποτε προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής από καταναλωτή με σκοπό τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αυτού και επαγγελματία (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), διευκρίνισε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής του καταναλωτή με την οποία ζητείται να εφαρμοσθούν τα αποτελέσματα της διαπίστωσης αυτής που συνίστανται στην επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το να αντιτάσσεται προθεσμία παραγραφής σε αγωγές με αντικείμενο την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τις οποίες ασκούν καταναλωτές προκειμένου να ζητήσουν την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν από την οδηγία 93/13, δεν αντιβαίνει, αυτό καθεαυτό, στην αρχή της αποτελεσματικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή της εν λόγω προθεσμίας δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Όσον αφορά τη διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής η οποία προβλέπεται για την άσκηση αγωγής από καταναλωτή με σκοπό την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει καταχρηστικών ρητρών κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, ιδίως με τις αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537, σκέψεις 62 και 64), της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578, σκέψη 87), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, D.B.P. κ.λπ. (Ενυπόθηκο δάνειο σε ξένο νόμισμα) (C‑80/21 έως C‑82/21, EU:C:2022:646, σκέψη 92), επί της συμβατότητας με την αρχή της αποτελεσματικότητας τριετών, πενταετών και δεκαετών προθεσμιών παραγραφής, αντιστοίχως, οι οποίες αντιτάχθηκαν σε αγωγές με αίτημα την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της αναγνώρισης του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που συνίστανται στην επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, οι δε προθεσμίες αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εκ των προτέρων καθορισμένες και γνωστές, είναι επαρκείς για την εκ μέρους του καταναλωτή προετοιμασία και άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος.

32      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εκ των προτέρων καθορισμένη και γνωστή, δεκαπενταετής παραγραφή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αντιτάσσεται σε αγωγή καταναλωτή που ασκείται με σκοπό την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει καταχρηστικών ρητρών κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, δεν φαίνεται να καθιστά πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13. Πράγματι, προθεσμία τέτοιας διάρκειας είναι, κατ’ αρχήν, ουσιαστικά επαρκής για την εκ μέρους του καταναλωτή προετοιμασία και άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος προκειμένου αυτός να προβάλει τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία, ιδίως υπό τη μορφή αξιώσεων επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, D.B.P. κ.λπ. (Ενυπόθηκο δάνειο σε ξένο νόμισμα), C‑80/21 έως C‑82/21, EU:C:2022:646, σκέψη 93].

33      Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι καταναλωτές βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης, και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένοι να προσχωρήσουν στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορούν να ασκήσουν επιρροή επί του περιεχομένου τους. Ομοίως, υπενθυμίζεται ότι είναι δυνατόν οι καταναλωτές να αγνοούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ή να μην αντιλαμβάνονται την έκταση των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από την οδηγία 93/13 (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής η οποία αρχίζει να τρέχει από τη σύναψη της σύμβασης, στο μέτρο που συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σε εκτέλεση συμβατικής ρήτρας η οποία κρίθηκε καταχρηστική μόνον εντός ορισμένης προθεσμίας μετά την υπογραφή της σύμβασης, ανεξαρτήτως του αν γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της ρήτρας αυτής, δύναται να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που ο καταναλωτής αντλεί από την οδηγία 93/13 και, ως εκ τούτου, να παραβιάσει την αρχή της αποτελεσματικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578, σκέψη 91· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 63).

35      Αντιθέτως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα της οικείας συμβατικής ρήτρας και κηρύσσει, ως εκ τούτου, την ακυρότητά της, ο καταναλωτής γνωρίζει μετά βεβαιότητας το παράνομο της ρήτρας. Επομένως, κατ’ αρχήν, από την ημερομηνία αυτή ο καταναλωτής είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα δικαιώματα που του παρέχει η οδηγία 93/13 και, ως εκ τούτου, μπορεί να αρχίσει η προθεσμία παραγραφής της αξίωσης επιστροφής, η οποία αποσκοπεί πρωτίστως στην αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18 και 23 της παρούσας αποφάσεως.

36      Πράγματι, κατά το χρονικό αυτό σημείο, λόγω του ότι πρόκειται για δικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου της οποίας αποδέκτης είναι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής, έχει παρασχεθεί στον καταναλωτή η δυνατότητα να λάβει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας και να εκτιμήσει ο ίδιος τη σκοπιμότητα άσκησης αγωγής για την επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει της ως άνω ρήτρας ποσών εντός της προθεσμίας που τάσσει το εθνικό δίκαιο ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο, ο δικαστής μπορεί, με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταχρηστικής ρήτρας, να κάνει δεκτή την αξίωση επιστροφής, η οποία συμπληρώνει την εν λόγω δικαστική απόφαση.

37      Επομένως, μια προθεσμία παραγραφής αρχόμενη από την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας και, ως εκ τούτου, την ακυρώνει συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, διότι ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιωμάτων του πριν από την έναρξη ή την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, καίτοι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 93/13 αντιτίθεται στην έναρξη της παραγραφής της αξίωσης για την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ο οικείος καταναλωτής δυνάμει καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής αυτός γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας, η οδηγία δεν αποκλείει, ωστόσο, την ευχέρεια του επαγγελματία να αποδείξει ότι ο εν λόγω καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει το γεγονός αυτό πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της εν λόγω ρήτρας.

39      Τέλος, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον ο καθορισμός μιας τέτοιας ημερομηνίας ως χρονικού σημείου έναρξης της προθεσμίας παραγραφής ενδέχεται να προσκρούει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, διότι περιάγει τον επαγγελματία σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τον χρόνο έναρξης της εν λόγω προθεσμίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προθεσμίες παραγραφής αποσκοπούν πράγματι στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Societé Générale, C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Εντούτοις, όπως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, η Πολωνική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, με την προσθήκη καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση με καταναλωτή ο επαγγελματίας διαμορφώνει ο ίδιος μια κατάσταση την οποία η οδηγία 93/13 απαγορεύει και επιδιώκει να αποτρέψει, εκμεταλλευόμενος την ισχυρότερη θέση του προκειμένου να επιβάλλει μονομερώς στους καταναλωτές συμβατικές υποχρεώσεις που δεν συνάδουν προς τις απαιτήσεις καλής πίστης που επιβάλλει η οδηγία αυτή, και να δημιουργήσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος των καταναλωτών.

41      Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, ο επαγγελματίας έχει την ευχέρεια να αποδείξει ότι ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της οικείας ρήτρας πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως περί αναγνωρίσεως της ακυρότητάς της, προσκομίζοντας συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για τις σχέσεις του με τον εν λόγω καταναλωτή σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες περί αποδείξεως.

42      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, υπό την επιφύλαξη της ευχέρειας του επαγγελματία να αποδείξει ότι ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της εν λόγω ρήτρας πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

43      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των διαλαμβανομένων στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την προγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε, σε χωριστές υποθέσεις, αποφάσεις με τις οποίες κηρύχθηκαν καταχρηστικές τυποποιημένες ρήτρες αντίστοιχες με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.

44      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ερώτημα αυτό για την περίπτωση κατά την οποία ο καθορισμός, ως χρονικού σημείου έναρξης της ως άνω παραγραφής, της ημερομηνίας έκδοσης της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως η οποία διαπίστωσε την καταχρηστικότητα της οικείας συμβατικής ρήτρας και, ως εκ τούτου, την ακύρωσε, δεν θα ήταν σύμφωνος με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εντούτοις, η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα της απάντησης στο πρώτο ερώτημα. Πράγματι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την ως άνω απάντηση, ο επαγγελματίας διατηρεί την ευχέρεια να αποδείξει ότι ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, πρέπει να παρασχεθούν συναφώς στο αιτούν δικαστήριο ορισμένα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία φαίνονται χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

45      Υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατέθηκε αρχικώς και στο πλαίσιο της απάντησης του Δικαστηρίου στο πρώτο ερώτημα, ο καθορισμός, ως χρονικού σημείου έναρξης της παραγραφής αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε αργότερα δικαστικώς, της ημερομηνίας κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις περί κηρύξεως ως καταχρηστικών τυποποιημένων ρητρών αντίστοιχων με την ως άνω συμβατική ρήτρα δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

46      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 18 και 23 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 93/13 αποσκοπεί στην αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε καταχρηστική συμβατική ρήτρα, ιδίως με τη θεμελίωση δικαιώματος για επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως, εις βάρος του, ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας.

47      Πλην όμως, ο καθορισμός, ως χρονικού σημείου έναρξης της παραγραφής της αξίωσης για επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή βάσει καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, της ημερομηνίας κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις κηρύσσουσες καταχρηστικές τυποποιημένες ρήτρες που αντιστοιχούν στη ρήτρα της επίδικης σύμβασης θα παρείχε, σε πολλές περιπτώσεις, τη δυνατότητα στον επαγγελματία να κρατήσει τα ποσά που αποκόμισε αχρεωστήτως εις βάρος του εν λόγω καταναλωτή βάσει της καταχρηστικής ρήτρας, όπερ θα αντέβαινε προς την απαίτηση που απορρέει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, κατά την οποία το ως άνω χρονικό σημείο έναρξης δεν μπορεί να καθορίζεται ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της τελευταίας αυτής ρήτρας, ο οποίος θεμελιώνει το δικαίωμα επιστροφής, και χωρίς να επιβάλλεται στον επαγγελματία υποχρέωση επιμέλειας και πληροφόρησης έναντι του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμη ασθενέστερη η θέση του καταναλωτή την οποία αποσκοπεί να βελτιώσει η οδηγία 93/13.

48      Επιπλέον, αν ο επαγγελματίας δεν υπέχει σχετική υποχρέωση πληροφόρησης, δεν πρέπει να τεκμαίρεται ότι ο καταναλωτής μπορεί ευλόγως να γνωρίζει ότι ρήτρα περιλαμβανόμενη στη σύμβασή του έχει περιεχόμενο ισοδύναμο με τυποποιημένη ρήτρα η οποία έχει κριθεί καταχρηστική από το ανώτατο εθνικό δικαστήριο.

49      Πράγματι, μολονότι η νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους μπορεί να παρέχει στον μέσο καταναλωτή τη δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση της επαρκούς δημοσιότητας, να λαμβάνει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα τυποποιημένης ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβασή του με επαγγελματία, εντούτοις δεν είναι δυνατόν να αναμένεται από τον καταναλωτή αυτόν, του οποίου η προστασία επιδιώκεται με την οδηγία 93/13 λόγω της ασθενέστερης θέσης του σε σχέση με τον επαγγελματία, να προβεί σε ενέργειες που εμπίπτουν στο πεδίο της νομικής έρευνας [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 60].

50      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι μια τέτοια εθνική νομολογία δεν επιτρέπει κατ’ ανάγκην να κηρυχθούν αυτοδικαίως καταχρηστικές όλες οι ρήτρες αυτού του είδους που περιλαμβάνονται σε οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Όταν μια τυποποιημένη ρήτρα έχει κηρυχθεί καταχρηστική από το ανώτατο εθνικό δικαστήριο, πρέπει επίσης, κατ’ αρχήν, να καθορίζεται, κατά περίπτωση, σε ποιο βαθμό ρήτρα που περιλαμβάνεται σε σύμβαση με ιδιώτη είναι ισοδύναμη με την ως άνω τυποποιημένη ρήτρα και πρέπει, όπως και η τελευταία, να θεωρείται καταχρηστική.

51      Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ο έλεγχος για ενδεχόμενη καταχρηστικότητα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ο οποίος συνεπάγεται ότι πρέπει να διαπιστωθεί αν η ρήτρα αυτή δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, όλων των περιστάσεων που πλαισιώνουν τη σύναψή της. Ο ως άνω κατά περίπτωση έλεγχος αποκτά ιδιαίτερη σημασία διότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας ενδέχεται να απορρέει από την έλλειψη διαφάνειας της ρήτρας αυτής. Επομένως, κατ’ αρχήν, ο καταχρηστικός χαρακτήρας συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να τεκμαίρεται, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να εξαρτάται από τις ειδικές περιστάσεις που προσιδιάζουν στη σύναψη της εκάστοτε σύμβασης και, ιδίως, από τις συγκεκριμένες πληροφορίες που παρέχει ο εκάστοτε επαγγελματίας στον εκάστοτε καταναλωτή.

52      Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον ευλόγως επιμελή και συνετό μέσο καταναλωτή, όχι μόνον να ενημερώνεται σε τακτική βάση, με δική του πρωτοβουλία, για τις αποφάσεις του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου σχετικά με τις τυποποιημένες ρήτρες συμβάσεων του ίδιου είδους με εκείνες που ενδεχομένως έχει συνάψει με επαγγελματίες, αλλά και να καθορίζει, βάσει αποφάσεως ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου, αν ρήτρες όπως οι περιλαμβανόμενες σε συγκεκριμένη σύμβαση είναι καταχρηστικές.

53      Επιπλέον, θα ήταν αντίθετο προς την οδηγία 93/13 να αντλεί όφελος ο επαγγελματίας από την αδράνειά του ως προς την ως άνω παρανομία που διαπίστωσε το ανώτατο εθνικό δικαστήριο. Πράγματι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, ο επαγγελματίας, ως τραπεζικό ίδρυμα, διαθέτει, κατ’ αρχήν, νομική υπηρεσία ειδικευμένη στον σχετικό τομέα, η οποία έχει συντάξει την επίμαχη στη συγκεκριμένη υπόθεση σύμβαση και η οποία είναι σε θέση να παρακολουθεί την εξέλιξη της νομολογίας του δικαστηρίου αυτού και να συνάγει εξ αυτής τα συμπεράσματα που αφορούν τις συναφθείσες από το εν λόγω ίδρυμα συμβάσεις. Ένα τέτοιο τραπεζικό ίδρυμα διαθέτει επίσης, κατ’ αρχήν, υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών η οποία διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να επικοινωνεί ευχερώς με τους ενδιαφερόμενους πελάτες.

54      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την προγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε, σε διαφορετικές υποθέσεις, αποφάσεις με τις οποίες κηρύχθηκαν καταχρηστικές τυποποιημένες ρήτρες αντίστοιχες με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

55      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης ορισμένων αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες επιβεβαιώθηκε, κατ’ αρχήν, η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης προθεσμιών παραγραφής των αξιώσεων προς επιστροφή υπό την προϋπόθεση ότι συνάδουν με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

56      Όπως και στο δεύτερο ερώτημα, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, στον βαθμό που το μνημονευόμενο στο τρίτο ερώτημα χρονικό σημείο έναρξης είναι παρεμφερές με αυτό στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο ερώτημα.

57      Πράγματι, το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως, από το οποίο συνάγεται ότι η έκδοση αποφάσεων ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου με τις οποίες διαπιστώνεται η καταχρηστικότητα ορισμένων τυποποιημένων ρητρών δεν μπορεί να συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ή μπορεί ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα παρόμοιας ρήτρας σύμβασης που έχει συνάψει με επαγγελματία, ισχύει, mutatis mutandis, και στην περίπτωση αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες αυτό αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

58      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, μολονότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες αυτό αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τυγχάνουν δημοσιότητας ικανής να διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτές, και για τους καταναλωτές, το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί του καταχρηστικού χαρακτήρα επιμέρους ρητρών και αφήνει συστηματικώς τον έλεγχο των εκάστοτε ρητρών στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο έλεγχος αυτός δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Επομένως, ο καταναλωτής, έστω και αν τον αφορά άμεσα η διαδικασία της κύριας δίκης, ουδόλως μπορεί να συναγάγει μετά βεβαιότητας, από μια τέτοια απόφαση του Δικαστηρίου, την καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση την οποία συνήψε με επαγγελματία, με αποτέλεσμα οι μνημονευόμενες από το αιτούν δικαστήριο αποφάσεις του Δικαστηρίου να μην μπορούν να θεωρηθούν πηγή πληροφόρησης για τον μέσο καταναλωτή ως προς την καταχρηστικότητα συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας.

60      Εν πάση περιπτώσει, με τις αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale (C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537), και της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578), τις οποίες αναφέρει συγκεκριμένα το αιτούν δικαστήριο στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι η οδηγία 93/13 δεν αντιτίθεται κατ’ αρχήν στον ορισμό αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση αγωγής με την οποία ζητείται να εφαρμοσθούν τα αποτελέσματα της αναγνώρισης της ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, εφόσον η προθεσμία αυτή δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που ισχύει για παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξης (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης, και ειδικότερα η οδηγία 93/13 (αρχή της αποτελεσματικότητας). Επιπλέον, στην πρώτη εκ των ανωτέρω αποφάσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία αυτή αντιτίθεται σε τριετή προθεσμία παραγραφής η οποία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν τεκμαίρεται, χωρίς να χρειάζεται επαλήθευση, ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ο καταναλωτής όφειλε να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας ή όταν, στην περίπτωση παρόμοιων αγωγών που στηρίζονται σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, η ίδια προθεσμία αρχίζει να τρέχει μόνον από τη δικαστική αναγνώριση της αιτίας στην οποία στηρίζονται οι αγωγές αυτές.

61      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης ορισμένων αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες επιβεβαιώθηκε, κατ’ αρχήν, η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης προθεσμιών παραγραφής των αξιώσεων προς επιστροφή υπό την προϋπόθεση ότι οι προθεσμίες αυτές συνάδουν με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

έχουν την έννοια ότι:

επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει συμβατικής ρήτρας της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, υπό την επιφύλαξη της ευχέρειας του επαγγελματία να αποδείξει ότι ο καταναλωτής γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει την καταχρηστικότητα της εν λόγω ρήτρας πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13

έχουν την έννοια ότι:

δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία, της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα μετά την καταβολή των εξόδων αυτών, να αρχίζει από την προγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία το ανώτατο εθνικό δικαστήριο εξέδωσε, σε διαφορετικές υποθέσεις, αποφάσεις με τις οποίες κηρύχθηκαν καταχρηστικές τυποποιημένες ρήτρες αντίστοιχες με την εν λόγω ρήτρα της σύμβασης αυτής.

3)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13

έχουν την έννοια ότι:

δεν επιτρέπουν η παραγραφή αξίωσης για την επιστροφή εξόδων καταβληθέντων από καταναλωτή, δυνάμει ρήτρας σύμβασης συναφθείσας με επαγγελματία της οποίας η καταχρηστικότητα διαπιστώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, να αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης ορισμένων αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες επιβεβαιώθηκε, κατ’ αρχήν, η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης προθεσμιών παραγραφής των αξιώσεων προς επιστροφή υπό την προϋπόθεση ότι οι προθεσμίες αυτές συνάδουν με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.