Language of document : ECLI:EU:C:2024:367

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤOY ΓΕΝΙΚOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 25ης Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C646/22

Compass Banca SpA

κατά

Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato,

παρισταμένων των:

Metlife Europe Dac,

Metlife Europe Insurance Dac,

Europ Assistance Italia SpA

[αίτηση του Consiglio di Stato
(Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία του καταναλωτή – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρο 2, στοιχεία δʹ, εʹ και ιʹ, και άρθρα 5, 6, 8 και 9 – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές – Απαγόρευση – Έννοια της “επιθετικής εμπορικής πρακτικής” – Διασταυρούμενες πωλήσεις δανειακών προϊόντων και μη συναφών ασφαλιστικών προϊόντων – Έλλειψη χρονικού διαστήματος το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων – Κατά περίπτωση εκτίμηση του «επιθετικού» χαρακτήρα της πρακτικής – Έννοια του «μέσου καταναλωτή» – Σημασία της φράσεως “έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος” – Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 – Άρθρο 24 – Απόφαση της διοικητικής αρχής να επιβάλει χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων – Δεν υφίσταται σύγκρουση με την εν λόγω διάταξη»






I.      Εισαγωγή

1.        «Κατά την αμιγώς φιλελεύθερη λογική, οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι, ίσοι και αρκούντως ώριμοι ώστε να αντεπεξέρχονται χωρίς την ανάμειξη του κράτους […] Ωστόσο, το δίκαιο λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα και το γεγονός ότι, στην πράξη, τα συμβαλλόμενα μέρη [σύμβασης δανείου] δεν είναι τόσο ελεύθερα και ίσα όπως στη φιλελεύθερη θεωρία» (2).

2.        Πολλά από τα νομοθετήματα που έχουν εκδοθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών αποτελούν επακόλουθο της ίδιας απλής παρατήρησης: συνήθως δεν υφίσταται ισότητα όπλων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών μιας καταναλωτικής σύμβασης, ιδίως μεταξύ εκείνων που βρίσκονται σε σχέση οφειλέτη-πιστωτή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται «υψηλό επίπεδο» προστασίας των καταναλωτών.

3.        Η οδηγία 2005/29/ΕΚ (3), σκοπός της οποίας είναι η προστασία των καταναλωτών από τις συνέπειες των «αθέμιτων» εμπορικών πρακτικών που «αποβλέπουν άμεσα στον επηρεασμό των αποφάσε[ώ]ν [τους] σε σχέση με προϊόντα» (4), δεν αποτελεί εξαίρεση από τη γενική αυτή αρχή. Συγκεκριμένα, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση «κοινού υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών» (5), απαγορεύοντας τέτοιες «αθέμιτες» εμπορικές πρακτικές, ιδίως όταν είναι «παραπλανητικές» ή «επιθετικές» (6).

4.        Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά εμπορική πρακτική της Compass Banca SpA (στο εξής: Compass Banca), ήτοι της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης. Η πρακτική αυτή συνίσταται στην πώληση ασφαλιστικής σύμβασης σε πελάτες που βρίσκονται ήδη σε διαδικασία σύναψης προσωπικού δανείου με την εν λόγω εταιρία. Η Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, Ιταλία, στο εξής: AGCM), αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, εκτιμά ότι οι πελάτες «εξωθούνται να συνάψουν» την ασφαλιστική σύμβαση. Συναφώς, επισημαίνει ότι το δανειακό προϊόν και το ασφαλιστικό προϊόν προσφέρονται παράλληλα και οι συμβάσεις που αφορούν τα αντίστοιχα προϊόντα υπογράφονται ταυτόχρονα από τους πελάτες. Επιπλέον, η ασφαλιστική σύμβαση παρέχει κάλυψη για προσωπικά γεγονότα, τα οποία, μολονότι δεν σχετίζονται με την ίδια τη δανειακή σύμβαση, θα μπορούσαν (σε περίπτωση επέλευσής τους) να έχουν επιπτώσεις ως προς την ικανότητα των πελατών να αποπληρώσουν το δάνειό τους –ενδεχόμενο το οποίο επηρεάζει την απόφασή τους να αγοράσουν την ασφαλιστική σύμβαση.

5.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια εμπορική πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων μπορεί να θεωρηθεί «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29. Επίσης, το Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να διατυπώσει ορισμένες γενικότερες εκτιμήσεις σχετικά με την έννοια του «μέσου καταναλωτή», την οποία τα κράτη μέλη και τα δικαστήρια ή οι αρμόδιες αρχές τους οφείλουν, βάσει του προμνημονευθέντος νομοθετήματος, να χρησιμοποιούν ως κριτήριο αναφοράς.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

6.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2005/29, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

ε)      “ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών”: η χρήση μιας εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε·

[…]

ι)      “κατάχρηση επιρροής”: η εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την άσκηση πίεσης, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση·

[…]».

7.        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2.      Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α)      είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β)      στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

[…]»

8.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιθετικές εμπορικές πρακτικές», ορίζει τα εξής:

«Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.»

9.        Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρενόχληση, καταναγκασμός ή κατάχρηση επιρροής», έχει ως εξής:

«Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής πρέπει να συνεκτιμώνται τα ακόλουθα:

α)      η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή·

β)      η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς·

γ)      η εκμετάλλευση, από τον εμπορευόμενο, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν·

[…]».

Β.      Το εθνικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 20 του Decreto legislativo del 6 settembre 2005, n. 206, Codice del consumo (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 206, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, περί κώδικα προστασίας του καταναλωτή) φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

«Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.»

11.      Το άρθρο 24 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος αφορά τις «Επιθετικές εμπορικές πρακτικές» και μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της οδηγίας 2005/29.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      Από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2018 η Compass Banca διέθετε στους πελάτες της προς πώληση, πέραν των διαφόρων ειδών προσωπικών δανείων, ασφαλιστικές συμβάσεις που παρείχαν κάλυψη για ορισμένα προσωπικά γεγονότα τα οποία δεν σχετίζονταν με το δάνειο. Η σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης δεν αποτελούσε προϋπόθεση για τη χορήγηση του δανείου, αλλά προσφερόταν σε συνδυασμό με το εν λόγω προϊόν. Επιπλέον, οι συμβάσεις για τα δύο προϊόντα υπογράφονταν ταυτόχρονα.

13.      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2018 η AGCM κίνησε διαδικασία έρευνας προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εν λόγω εμπορική πρακτική ήταν «αθέμιτη» κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.

14.      Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Compass Banca, προκειμένου να αποφύγει την επιβολή προστίμου, αποδέχθηκε ορισμένα από τα μέτρα που πρότεινε η AGCM. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβανόταν η επέκταση της απονομής, σε όλους τους πελάτες, ανεπιφύλακτου δικαιώματος καταγγελίας της ασφαλιστικής τους σύμβασης (χωρίς καμία επίπτωση επί της δανειακής τους σύμβασης), που συνεπαγόταν τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης και την επιστροφή των μη χρησιμοποιηθέντων ασφαλίστρων.

15.      Ταυτόχρονα, η Compass Banca απέρριψε το αίτημα της AGCM να μεσολαβεί χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων. Συγκεκριμένα, η Compass Banca θεώρησε ότι το εν λόγω μέτρο ήταν δυσανάλογο. Πρότεινε, πάντως, στην AGCM να επικοινωνεί η ίδια με τους πελάτες της επτά ημέρες μετά την υπογραφή της ασφαλιστικής σύμβασής τους προκειμένου να επιβεβαίωνε ότι επιθυμούσαν να διατηρήσουν την ασφαλιστική σύμβαση σε ισχύ, δηλώνοντας, επίσης, ότι η ίδια θα κάλυπτε το κόστος των ασφαλίστρων για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχούσε στις επτά αυτές ημέρες.

16.      Η AGCM έκρινε τις ανωτέρω δεσμεύσεις ανεπαρκείς. Με απόφαση της 2ας Απριλίου 2019, διαπίστωσε ότι η Compass Banca εφάρμοζε «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη» εμπορική πρακτική, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, η οποία συνίστατο στον «υποχρεωτικό συνδυασμό συμβάσεων προσωπικού δανείου με ασφαλιστικά προϊόντα που δεν συνδέοντα[ν] με την πίστωση, για τα οποία ο εν λόγω χρηματοπιστωτικός οργανισμός ενεργ[ούσε] ως διαμεσολαβητής». Η AGCM απαγόρευσε τη συνέχιση της πρακτικής αυτής και επέβαλε στην Compass Banca πρόστιμο ύψους 4 700 000 ευρώ.

17.      Η Compass Banca άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της AGCM ενώπιον του Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία). Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

18.      Στη συνέχεια, η Compass Banca άσκησε αναίρεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

19.      Η Compass Banca υποστηρίζει ότι η AGCM θεώρησε την εμπορική πρακτική της «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, απλώς και μόνον επειδή συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις προσωπικών δανείων και ασφαλιστικών συμβάσεων, χωρίς να έχει επικαλεστεί αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύοντα τον εν λόγω «επιθετικό» χαρακτήρα υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πρακτικής αυτής ή των σχετικών περιστάσεων.

20.      Επιπλέον, η Compass Banca διατείνεται ότι, λόγω της προσέγγισης που ακολούθησε η AGCM, φέρει η ίδια το βάρος αποδείξεως ότι η εμπορική πρακτική της δεν είναι πράγματι «επιθετική». Η εν λόγω αντιστροφή του βάρους αποδείξεως είναι, κατά την Compass Banca, αδικαιολόγητη και απαράδεκτη.

21.      Η AGCM υποστηρίζει ότι η Compass Banca, πραγματοποιώντας διασταυρούμενες πωλήσεις προσωπικών δανείων και ασφαλιστικών συμβάσεων, επηρέαζε και περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την ελευθερία επιλογής των πελατών της όσον αφορά τα ασφαλιστικά προϊόντα της. Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι η Compass Banca δεν ενημέρωνε τους πελάτες της σχετικά με τον προαιρετικό χαρακτήρα της ασφαλιστικής σύμβασης. Κατά την AGCM, η πρακτική που ακολουθούσε η Compass Banca δεν θα ήταν «επιθετική» αν μεσολαβούσε μεταξύ των ημερομηνιών υπογραφής των δύο συμβάσεων χρονικό διάστημα επτά ημερών.

22.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία 2005/29 απαιτεί τη χρήση του «μέσου καταναλωτή» ως κριτηρίου αναφοράς κατά την εκτίμηση του ενδεχομένως «αθέμιτου» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής.

23.      Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η ως άνω έννοια λαμβάνει αρκούντως υπόψη θεωρίες που καταδεικνύουν την ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των καταναλωτών, ιδίως δε τη θεωρία της «περιορισμένης ορθολογικότητας». Κατά την εν λόγω θεωρία, τα άτομα συχνά ενεργούν χωρίς να έχουν συγκεντρώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, λαμβάνουν παράλογες αποφάσεις (σε σύγκριση με εκείνες που θα λάμβανε ένα άτομο που υποθετικά «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικό και ενημερωμένο») και μεταβάλλουν τις προτιμήσεις τους ανάλογα με τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τους παρουσιάζονται από τον εμπορευόμενο (7) οι σχετικές πληροφορίες ή οι διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες σε σχέση με συγκεκριμένη ενέργεια ή προϊόν [στο εξής: φαινόμενο της πλαισίωσης («framing effect»)].

24.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι τα προσωπικά γεγονότα που καλύπτονται από την ασφαλιστική σύμβαση που πωλείται από την Compass Banca (για παράδειγμα, θέματα υγείας) δεν έχουν σχέση με το προσωπικό δάνειο το οποίο επίσης διατίθεται από την εταιρία αυτήν, οι συνδυασμένες προσφορές των δύο αυτών προϊόντων «πλαισιώνονται» από την Compass Banca κατά τέτοιον τρόπον ώστε οι καταναλωτές να ενδέχεται να σχηματίσουν την πεποίθηση ότι δεν είναι δυνατή η σύναψη της σύμβασης δανείου χωρίς τη σύναψη και ασφαλιστικής σύμβασης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η πρακτική αυτή πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη» εμπορική πρακτική κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.

25.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης το γεγονός ότι η εμπορική πρακτική της Compass Banca συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις ασφαλιστικού προϊόντος (ασφαλιστική σύμβαση) με άλλο προϊόν (προσωπικό δάνειο). Συναφώς, επισημαίνει ότι το άρθρο 24, παράγραφος 7, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 (8) (η οποία αφορά, συγκεκριμένα, τη «διανομή» των ασφαλιστικών προϊόντων) περιέχει κανόνες σχετικά με τις διασταυρούμενες πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων με άλλα προϊόντα. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται στην εκ μέρους της AGCM απαγόρευση της εμπορικής πρακτικής της Compass Banca κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2005/29.

26.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.       Δεν θα πρέπει η έννοια του μέσου καταναλωτή κατά την οδηγία 2005/29/ΕΚ, νοούμενου ως του καταναλωτή ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως συνετός και ενημερωμένος, λόγω της ελαστικότητας και του απροσδιόριστου χαρακτήρα της, να προσδιορίζεται με γνώμονα τη βέλτιστη γνώση και πείρα και, ως εκ τούτου, να αναφέρεται όχι μόνο στην κλασική έννοια του homo oeconomicus, αλλά και στα πορίσματα [της θεωρίας] σχετικά με την περιορισμένη ορθολογικότητα, βάσει τ[ης] οποί[ας] έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι δρουν συχνά μειώνοντας τις αναγκαίες πληροφορίες με “παράλογες” αποφάσεις σε σύγκριση με εκείνες που θα ελάμβανε ένας υποθετικά προσεκτικός και ενημερωμένος άνθρωπος[,] πορίσματα από τα οποία προκύπτει η ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των καταναλωτών στην περίπτωση του κινδύνου γνωσιακών επιρροών, ενός κινδύνου όλο και μεγαλύτερου στη σύγχρονη δυναμική της αγοράς;

2.      Μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής επιθετική μια εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας, λόγω του τρόπου πλαισιώσεως των πληροφοριών (framing)[,] μια επιλογή εμφανίζεται ως υποχρεωτική και χωρίς εναλλακτική, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [...], κατά το οποίο μια εμπορική πρακτική η οποία καθ’ οιονδήποτε τρόπο, “συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της”, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή είναι παραπλανητική;

3.      Δικαιολογεί η [οδηγία 2005/29] την εξουσία της [AGCM] (άπαξ διαπιστωθεί κίνδυνος ψυχολογικής επιρροής συνδεόμενος με: 1) την κατάσταση ανάγκης στην οποία βρίσκεται συνήθως ο αιτούμενος χρηματοδότηση, 2) την πολυπλοκότητα των συμβάσεων που καλείται να υπογράψει ο καταναλωτής, 3) την ταυτόχρονη παρουσίαση της διασταυρούμενης προσφοράς, 4) τον σύντομο χρόνο που προβλέπεται για την αποδοχή της προσφοράς) να προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή της δυνατότητας διασταυρούμενης πωλήσεως ασφαλιστικών προϊόντων και μη συναφών χρηματοπιστωτικών προϊόντων, επιβάλλοντας τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων;

4.      […] Αντιτίθεται η οδηγία (ΕΕ) 2016/97, και ιδίως το άρθρο της 24, παράγραφος 3, στη θέσπιση μέτρου από την [AGCM], […] βάσει του άρθρου 2, στοιχεία δʹ και ιʹ, και των άρθρων 4, 8 και 9 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, καθώς και των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, [...] κατόπιν της αρνήσεως εταιρίας επενδυτικών υπηρεσιών να παράσχει στον καταναλωτή, σε περίπτωση διασταυρούμενης πωλήσεως χρηματοπιστωτικού προϊόντος και ασφαλιστικού προϊόντος μη συνδεόμενου με το πρώτο –και σε περίπτωση κινδύνου ασκήσεως επιρροής στον καταναλωτή λόγω των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως [ο] οποί[ο]ς μπορ[εί] να συναχθ[εί] και από την πολυπλοκότητα των προς εξέταση εγγράφων– ένα spatium deliberandi επτά ημερών μεταξύ της διατυπώσεως της διασταυρούμενης προσφοράς και της υπογραφής της ασφαλιστικής συμβάσεως;

5.      Αν ήθελε θεωρηθεί επιθετική πρακτική η απλή διασταύρωση χρηματοπιστωτικού και ασφαλιστικού προϊόντος, θα μπορούσε τούτο να οδηγήσει σε μια μη επιτρεπόμενη ρυθμιστική πράξη με αποτέλεσμα να επιρρίπτεται στον εμπορευόμενο (και όχι στην AGCM, ως θα έπρεπε) το βάρος (της δυσχερούς) αποδείξεως ότι δεν πρόκειται για επιθετική πρακτική κατά παράβαση της οδηγίας 2005/29/ΕΚ (κατά μείζονα λόγο καθόσον η εν λόγω οδηγία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα των οριζομένων από την οδηγία αυτή, ακόμη και αν σκοπός τους είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών) ή μήπως, αντιθέτως, δεν υφίσταται τοιαύτη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, θεωρείται ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ασκήσεως επιρροής στον καταναλωτή που έχει ανάγκη να λάβει χρηματοδότηση ενόψει της περίπλοκης διασταυρούμενης προσφοράς;»

27.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως της 10ης Οκτωβρίου 2022 πρωτοκολλήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2022. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Compass Banca, η Europe Assistance Italia SpA (στο εξής: Europe Assistance Italia), η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Ανάλυση

28.      Τα πέντε προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν άπαντα την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29, η οποία, όπως εξήγησα στο εισαγωγικό μέρος των παρουσών προτάσεων, απαγορεύει τις «αθέμιτες» εμπορικές πρακτικές. Όπως εκτίθεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του εν λόγω νομοθετήματος, μια εμπορική πρακτική είναι «αθέμιτη» όταν «είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας» (πρώτη προϋπόθεση) και «στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν» (δεύτερη προϋπόθεση) (9).

29.      Από τον ανωτέρω ορισμό καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 18 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι ο «αθέμιτος» χαρακτήρας μιας εμπορικής πρακτικής πρέπει να εκτιμάται με κριτήριο αναφοράς τον «μέσο καταναλωτή», ο οποίος «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων» (10).

30.      Στο ανωτέρω πλαίσιο, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «μέσου καταναλωτή» (Α). Τα υπόλοιπα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν μια πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων, όπως αυτή την οποία εφάρμοζε η Compass Banca, είναι «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, καθώς και ποια μέτρα μπορεί να διατάσσει η αρμόδια εθνική αρχή σε τέτοια περίπτωση. Θα εξετάσω το δεύτερο (Β) και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα (Γ), πριν απαντήσω στο τρίτο (Δ) και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα (Ε).

Α.      Η έννοια του «μέσου καταναλωτή» (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

31.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η έννοια του «μέσου καταναλωτή», η οποία, βάσει της οδηγίας 2005/29, πρέπει να χρησιμοποιείται από τα εθνικά δικαστήρια και τις εθνικές αρχές ως κριτήριο αναφοράς κατά την εκτίμηση του «αθέμιτου» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνεύεται αποκλειστικώς βάσει της «κλασικής έννοιας» του «homo oeconomicus» ή μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και άλλες θεωρίες, από τις οποίες προκύπτει η ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή, όπως ιδίως η θεωρία της «περιορισμένης ορθολογικότητας».

32.      Προκειμένου να αποκρυπτογραφήσω το ακριβές νόημα του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος, θα εξηγήσω, κατ’ αρχάς, τι εννοεί το αιτούν δικαστήριο με τους όρους «κλασική έννοια» του «homo oeconomicus» και θεωρία της «περιορισμένης ορθολογικότητας».

33.      Ο όρος «homo oeconomicus» δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ από το Δικαστήριο. Δεν εμφανίζεται ούτε στην οδηγία 2005/29. Η φράση επινοήθηκε από νεοκλασικούς οικονομολόγους (11), οι οποίοι βασίστηκαν στην παραδοχή της ύπαρξης ενός καταναλωτή που συμπεριφέρεται ορθολογικά, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του «κέρδους» (12) ή του «προσωπικού οφέλους» του (13). Κατά το μοντέλο του «homo oeconomicus», ο «μέσος καταναλωτής» είναι ένας ορθολογικός φορέας, ο οποίος έχει αυτοπεποίθηση και προνοητικότητα κατά τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών πριν από τη λήψη αποφάσεων συναλλαγής (14) και ο οποίος έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών των επιλογών του.

34.      Αντιθέτως, η θεωρία της «περιορισμένης ορθολογικότητας» βασίζεται στην παραδοχή ότι, γενικά, οι άνθρωποι έχουν περιορισμένη ικανότητα αφομοίωσης πολύπλοκων πληροφοριών και ότι δεν εξετάζουν πάντοτε όλες τις πληροφορίες που τους παρέχονται ή τους είναι διαθέσιμες. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από συμπεριφορικούς οικονομολόγους, οι οποίοι κατέρριψαν τον μύθο ότι οι καταναλωτές πραγματοποιούν τις καλύτερες δυνατές επιλογές για τον εαυτό τους, ακόμη και όταν τους παρουσιάζονται όλες οι σχετικές πληροφορίες (15).

35.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, αντιλαμβάνομαι ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται λόγω του επιχειρήματος, που διατυπώνεται από μέρος της νομικής θεωρίας (16), ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2005/29, η έννοια του «μέσου καταναλωτή» παραπέμπει σε ένα ορθολογικό άτομο το οποίο προνοεί για την απόκτηση όλων των σχετικών πληροφοριών, το οποίο επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται και το οποίο είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις (σύμφωνα με το μοντέλο του «homo oeconomicus»). Η ανωτέρω ερμηνεία ερείδεται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2005/69, η οποία αναφέρει ότι ο «μέσος καταναλωτής» πρέπει να θεωρείται ότι «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και [ότι] είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος».

36.      Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι, με το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, στην πραγματικότητα, να διευκρινιστεί σε ποιον βαθμό ο τρόπος με τον οποίο η Compass Banca παρουσιάζει (ή «πλαισιώνει») πληροφορίες έναντι των πελατών της ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του τυχόν «αθέμιτου» χαρακτήρα της εμπορικής πρακτικής της εταιρίας αυτής, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Εάν ο «μέσος καταναλωτής» είναι ένα ορθολογικό άτομο το οποίο προνοεί για την απόκτηση όλων των σχετικών πληροφοριών και το οποίο επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται (όπως ο «homo oeconomicus»), ο τρόπος με τον οποίο του παρουσιάζονται οι πληροφορίες από τον έμπορο δεν μπορεί να «στρεβλώσει ουσιωδώς» την οικονομική του συμπεριφορά σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως στην περίπτωση ατόμου με «περιορισμένη ορθολογικότητα» το οποίο ενεργεί χωρίς να έχει αποκτήσει όλες τις σχετικές πληροφορίες ή το οποίο δεν είναι σε θέση να επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται.

37.      Βάσει των ανωτέρω προκαταρκτικών παρατηρήσεων, φρονώ ότι ο ισχυρισμός της Compass Banca ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο λόγω του υποθετικού χαρακτήρα του πρέπει να απορριφθεί. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή και ότι το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί μόνον κατ’ εξαίρεση, μεταξύ άλλων, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως, το δε Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (17). Κατά τη γνώμη μου, είναι σαφές ότι, υπό το πρίσμα των προπαρατεθεισών εξηγήσεων και δεδομένου ότι το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) πρέπει να κρίνει ακριβώς με γνώμονα τον «μέσο καταναλωτή» το ζήτημα αν η εμπορική πρακτική της Compass Banca είναι «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, το ζήτημα που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν είναι υποθετικής φύσεως και ότι, στην πραγματικότητα, είναι άμεσα κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

38.      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους συμμερίζομαι την άποψη, την οποία εξέφρασαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι ο «μέσος καταναλωτής», στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2005/29, δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα άτομο που αντιστοιχεί στο πρότυπο του «homo oeconomicus». Η εν λόγω έννοια είναι αρκετά ελαστική ώστε ο μέσος καταναλωτής να μπορεί να νοηθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως άτομο με «περιορισμένη ορθολογικότητα», το οποίο ενεργεί χωρίς να έχει αποκτήσει όλες τις σχετικές πληροφορίες ή το οποίο δεν είναι σε θέση να επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται. Συνάγω το εν λόγω συμπέρασμα για περισσότερους από έναν λόγους.

39.      Πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 18 της εν λόγω οδηγίας μνημονεύεται ρητώς ότι η έννοια του «μέσου καταναλωτή» εξαρτάται από την εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου και ότι «[η] δοκιμή [του] μέσου καταναλωτή δεν αποτελεί στατιστική δοκιμή». Επιπλέον, κατά τον προσδιορισμό του «μέσου καταναλωτή» σε σχέση με ορισμένη εμπορική πρακτική, τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές πρέπει να ενεργούν λαμβανομένων υπόψη των «κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων». Επίσης, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιούν «τη δική τους κρίση» για να προσδιορίσουν τον τρόπο με τον οποίο ο «μέσος καταναλωτής» θα αντιδράσει σε μια τέτοια πρακτική.

40.      Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι η έννοια του «μέσου καταναλωτή», στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2005/29, γίνεται αντιληπτή ως ελαστική έννοια, η οποία πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις σχετικές περιστάσεις. Ο προσδιορισμός του ποιος είναι ο «μέσος καταναλωτής», σε σχέση με συγκεκριμένη εμπορική πρακτική, δεν προβλέπεται ως αμιγώς θεωρητική άσκηση. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και πιο ρεαλιστικές παράμετροι. Οι παράμετροι αυτές μπορεί να αφορούν, για παράδειγμα, την πολυπλοκότητα του οικείου τομέα, τις γνώσεις που αναμένεται να έχει ο «μέσος καταναλωτής» σε σχέση με ένα συγκεκριμένο προϊόν και την πιθανότητα να είναι φορέας γνωστικών προκαταλήψεων. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο «μέσος καταναλωτής» μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σε θέση να ενεργήσει με ορθολογικό τρόπο και να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, σε άλλες περιπτώσεις (για παράδειγμα, όταν πρόκειται για προϊόν το οποίο ο «μέσος καταναλωτής» τείνει να αγοράζει παρορμητικά ή υπό συναισθηματική πίεση), μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι σε θέση να το πράξει.

41.      Δεύτερον, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι ο «μέσος καταναλωτής» είναι ο «τυπικός καταναλωτής». Επιπλέον, κατά την εκτίμηση του «αθέμιτου» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής, τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές οφείλουν να προσδιορίζουν «την τυπική αντίδραση του μέσου καταναλωτή σε δεδομένη περίπτωση». Αντιλαμβάνομαι από τους ανωτέρω όρους ότι τα εν λόγω δικαστήρια και οι εν λόγω αρχές δεν υποχρεούνται να εξακριβώνουν ποια θα ήταν η οικονομική συμπεριφορά ενός ορθολογικού καταναλωτή ο οποίος προνοεί για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών, ο οποίος επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρουσιάζονται και ο οποίος είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις (ήτοι ενός homo oeconomicus). Οφείλουν απλώς και μόνο να εξετάζουν την «τυπική αντίδραση» ενός «τυπικού καταναλωτή». Η εν λόγω ερμηνεία γίνεται επίσης δεκτή από την Επιτροπή στις κατευθυντήριες της γραμμές για την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, στις οποίες αναφέρει ότι «η δοκιμή βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας» και ότι, «[κ]ατά την έννοια της [εν λόγω οδηγίας], ο μέσος καταναλωτής δεν είναι σε καμία περίπτωση κάποιος που χρειάζεται χαμηλό επίπεδο προστασίας επειδή είναι πάντα σε θέση να λαμβάνει τις διαθέσιμες πληροφορίες και να ενεργεί κατά τρόπο συνετό» (18).

42.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι ο όρος «ευλόγως» στην έκφραση «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος», που χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2005/29, δεν σημαίνει «απολύτως» ή έστω «ιδιαιτέρως». Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, όπως έχει επισημάνει η γενική εισαγγελέας L. Medina, «[η] έννοια του μέσου καταναλωτή αποτελεί πλάσμα δικαίου», το οποίο έχει ως σκοπό να «συγκεράσει σε έναν κοινό παρονομαστή μια ιδιαίτερα ποικιλόμορφη πραγματικότητα» (19). Η έννοια αυτή διατυπώθηκε στο πλαίσιο υποθέσεων στις οποίες το Δικαστήριο εκλήθη να σταθμίσει τον κίνδυνο παραπλάνησης των καταναλωτών με τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (20). Αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο αναφοράς, το οποίο χρησιμοποιείται όχι μόνο στο πλαίσιο της οδηγίας 2005/29, αλλά και σε πλείστα άλλα νομοθετήματα του δικαίου προστασίας των καταναλωτών της Ένωσης, καθώς και σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης (21). Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (22), ότι στο κριτήριο του «μέσου καταναλωτή» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, ούτε ο καταναλωτής που είναι λιγότερο προσεκτικός και ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή ούτε ο καταναλωτής που είναι περισσότερο προσεκτικός και ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή (23). Δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο το κριτήριο αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί διαφορετικά στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2005/29.

43.      Υπό το πρίσμα του ευρύτερου αυτού πλαισίου, αντιλαμβάνομαι ότι σκοπός της χρήσεως της φράσεως «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος», η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2005/29, δεν είναι να «ανεβάσει τον πήχη» όσον αφορά το τι μπορεί να αναμένεται από έναν τυπικό καταναλωτή σε σχέση με μια δεδομένη εμπορική πρακτική, απαιτώντας να πρόκειται, τουλάχιστον, για κατά σύστημα ορθολογικό άτομο, το οποίο προνοεί για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών, το οποίο επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρουσιάζονται και το οποίο είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις (όπως ένας «homo oeconomicus»). Αντιθέτως, οι όροι αυτοί αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές δεν βασίζονται στην οπτική γωνία ενός καταναλωτή που έχει τόσο ελάχιστη πληροφόρηση και είναι τόσο ελάχιστα προσεκτικός και ενημερωμένος ώστε να είναι παράλογη ή δυσανάλογη η προστασία του. Συναφώς, επισημαίνω ότι, στις κατευθυντήριες της γραμμές για την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29 (24), η Επιτροπή απέκλεισε ρητώς από το πεδίο προστασίας μόνον τον «ιδιαίτερα εύπιστο, αφελή ή επιπόλαιο καταναλωτή», ως προς τον οποίο έκρινε ότι η προστασία θα ήταν «δυσανάλογ[η] και θα δημιουργούσε αδικαιολόγητο φραγμό στο εμπόριο». Πρόκειται για αρκετά χαμηλό κατώτατο όριο.

44.      Ως εκ τούτου, διαφωνώ με το επιχείρημα της Compass Banca ότι, επειδή η οδηγία 2005/29 περιέχει ειδική διάταξη για την προστασία των ομάδων καταναλωτών που είναι «ιδιαιτέρως ευάλωτοι» (συγκεκριμένα το άρθρο 5, παράγραφος 3), ο «μέσος καταναλωτής», στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξης, αποτελεί άτομο που είναι σε θέση να ενεργεί ορθολογικώς υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να παράσχει αυξημένη προστασία στις «ιδιαιτέρως ευάλωτες ομάδες» καταναλωτών δεν σημαίνει ότι δεν είχε τη βούληση να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές που δεν ανήκουν στις ομάδες αυτές ή ότι τους θεώρησε μη ευάλωτα και απολύτως ορθολογικά άτομα υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις.

45.      Τρίτον, ο σκοπός της οδηγίας 2005/29, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση «υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών», επιρρωννύει, κατά τη γνώμη μου, την ανωτέρω ερμηνεία. Συγκεκριμένα, η προστατευτική αυτή λειτουργία –η οποία, όπως επισήμανα στο εισαγωγικό μέρος των παρουσών προτάσεων, αποτελεί τον κεντρικό άξονα όχι μόνον της εν λόγω οδηγίας, αλλά και πολλών νομοθετημάτων που έχουν θεσπιστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών– δεν θα ήταν αναγκαία, αν ο «μέσος καταναλωτής» νοούνταν πάντοτε σύμφωνα με το πρότυπο του «homo oeconomicus». Με τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι επισημαίνω το προφανές, φρονώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θα είχε εκδώσει την οδηγία 2005/29 (ο σκοπός της οποίας συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών από πρακτικές που ενδέχεται να «στρεβλώσ[ουν] ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του[ς]»), αν θεωρούσε ότι οι καταναλωτές είναι πάντοτε σε θέση να ενεργούν ορθολογικά.

46.      Συναφώς, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ρητώς ότι η οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών μπορεί να επηρεάζεται από εμπορικές πρακτικές που εκμεταλλεύονται τις γνωστικές τους προκαταλήψεις (25). Επιπλέον, η οδηγία 2005/29 περιέχει διάφορους όρους και φράσεις που υποδηλώνουν ότι οι καταναλωτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο χειραγώγησης και να είναι φορείς τέτοιων προκαταλήψεων (για παράδειγμα, οι όροι «άσκηση πίεσης» στο άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, «ουσιώδης στρέβλωση» ή «στρεβλώνει ουσιωδώς», στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, και στο άρθρο 5, παράγραφος 2, «εξαπατήσει», στο άρθρο 6, ή «επιρροής» στα άρθρα 8 και 9).

47.      Τέταρτον, μολονότι, βεβαίως, το Δικαστήριο έχει επισημάνει, στην απόφαση Deroo-Blanquart (26)(σε μια υπόθεση που αφορούσε εμπορική πρακτική συνιστάμενη στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά), ότι οι επιταγές της οδηγίας 2005/29 σχετικά με το θεμιτό των εμπορικών πρακτικών μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούνται «ιδίως μέσω ορθής πληροφορήσεως του καταναλωτή». Ωστόσο, φρονώ ότι η εν λόγω επισήμανση δεν βασιζόταν στην εκτίμηση ότι οι καταναλωτές θα ενεργούσαν κατ’ ανάγκην ορθολογικά εάν τους παρουσιάζονταν εν τέλει όλες οι σχετικές πληροφορίες (ή αν είχαν πρόσβαση σε αυτές) (σύμφωνα με το μοντέλο του «homo oeconomicus»). Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο απλώς έκρινε ότι η ορθή ενημέρωση του καταναλωτή συγκαταλεγόταν στις περιστάσεις από τις οποίες μπορούσε να συναχθεί ότι πληρούνταν οι απαιτήσεις περί έντιμης πρακτικής της αγοράς ή η γενική αρχή της καλής πίστης (27).

48.      Τέλος, συμφωνώ ότι ένας από τους βασικούς σκοπούς της οδηγίας 2005/29 συνίσταται στην προστασία της δυνατότητας των καταναλωτών να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις. Ο σκοπός αυτός αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο μνημονεύει εμπορική πρακτική που χρησιμοποιείται «με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε» (28). Το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει την έννοια της «κατάχρησης επιρροής», μνημονεύει επίσης την «ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση». Επιπλέον, το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29 (με τίτλο «παραπλανητικές παραλείψεις») βασίζεται στην ιδέα ότι όσο περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στους καταναλωτές τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να παραπλανηθούν. Ωστόσο, δεν ερμηνεύω τις ανωτέρω διατάξεις υπό την έννοια ότι ο «μέσος καταναλωτής» είναι ένα άτομο το οποίο, αν δεν υπήρχε «αθέμιτη» εμπορική πρακτική, θα λάμβανε απαραιτήτως μια τέτοια τεκμηριωμένη απόφαση ως «homo oeconomicus». Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, στοιχεία εʹ και ιʹ, της οδηγίας 2005/29 αναφέρει απλώς ότι μια πρακτική είναι «αθέμιτη» αν περιορίζει ουσιωδώς την ικανότητα (ή δυνατότητα) του καταναλωτή να λάβει τέτοια απόφαση.

49.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, είμαι της γνώμης ότι ο «μέσος καταναλωτής», ο οποίος αποτελεί το «κριτήριο αναφοράς» που πρέπει να χρησιμοποιούν τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές βάσει της οδηγίας 2005/29, δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα ορθολογικό άτομο το οποίο προνοεί για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών, το οποίο επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρουσιάζονται και το οποίο είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις. Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο «μέσος καταναλωτής» μπορεί να είναι ένα τέτοιο άτομο, η έννοια αυτή είναι αρκετά ελαστική ώστε, σε άλλες περιπτώσεις, αυτός να μπορεί να γίνεται αντιληπτός ως άτομο με «περιορισμένη ορθολογικότητα», το οποίο ενεργεί χωρίς να έχει αποκτήσει τις σχετικές πληροφορίες ή το οποίο δεν είναι σε θέση να επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται (συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που του παρουσιάζει ο εμπορευόμενος).

50.      Στην επόμενη ενότητα, θα εξετάσω, μεταξύ άλλων, τη σημασία του τελευταίου αυτού στοιχείου (του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται οι πληροφορίες στον καταναλωτή από τον εμπορευόμενο) στο ειδικό πλαίσιο των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29.

Β.      Η εκτίμηση περί «επιθετικού» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

51.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν είναι αφ’ εαυτής «επιθετική», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, μια εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού.

52.      Πρώτον, επισημαίνω ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τον «επιθετικό» χαρακτήρα της εν λόγω πρακτικής, μνημονεύει μία και μόνο διάταξη, ήτοι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, η οποία απαριθμεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια εμπορική πρακτική μπορεί να θεωρηθεί «παραπλανητική» (και όχι «επιθετική»). Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας καθιστά σαφές ότι οι «παραπλανητικές» και οι «επιθετικές» εμπορικές πρακτικές αποτελούν δύο διακριτά είδη «αθέμιτων» εμπορικών πρακτικών (29). Όπως επισήμαναν, με τις παρατηρήσεις τους, όλοι οι διάδικοι της κύριας δίκης και οι μετέχοντες στη διαδικασία οι «επιθετικές» εμπορικές πρακτικές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 (30), αλλά σε εκείνο των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας αυτής. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να αναδιατυπώσει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ώστε να περιλαμβάνει μνεία μόνο των διατάξεων αυτών.

53.      Δεύτερον, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι συνοδευόμενες με παρεπόμενες παροχές προσφορές, που βασίζονται στον συνδυασμό τουλάχιστον δύο χωριστών προϊόντων ή υπηρεσιών σε μία μόνον προσφορά, αποτελούν εμπορικές πράξεις που σαφώς εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής ενός επιχειρηματία και ευθέως αφορούν την προώθηση των προϊόντων του και τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Επομένως, αποτελούν σαφώς εμπορικές πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29, οπότε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (31). Το ίδιο ισχύει, κατά λογική ακολουθία, και για τις εμπορικές πρακτικές που συνίστανται στις διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων (όταν όχι απλώς προσφέρονται ταυτόχρονα δύο προϊόντα από τον εμπορευόμενο στον πελάτη, αλλά και οι συμβάσεις πωλήσεως των δύο αυτών προϊόντων συνάπτονται ταυτόχρονα). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν διακρίνει σαφώς μεταξύ των δύο αυτών εμπορικών πρακτικών (32).

54.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η οδηγία 2005/29 έχει την έννοια ότι αποκλείει τη γενική και προληπτική απαγόρευση των συνοδευόμενων με παρεπόμενες παροχές προσφορών ανεξάρτητα από κάθε εξακρίβωση του αθέμιτου χαρακτήρα τους με γνώμονα τα κριτήρια των άρθρων 5 έως 9 της εν λόγω οδηγίας (33). Φρονώ ότι η ίδια συλλογιστική δύναται ευχερώς να τύχει εκ νέου εφαρμογής στην περίπτωση εμπορικής πρακτικής που συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων. Μια τέτοια πρακτική δεν μπορεί να απαγορεύεται εν γένει και δεν μπορεί να θεωρείται αφ’ εαυτής «αθέμιτη».

55.      Κατόπιν των ανωτέρω αποσαφηνίσεων, επισημαίνω ότι, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν είναι αφ’ εαυτής «επιθετική», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι δεν έχουν επιλογή παρά να αγοράσουν τα δύο προϊόντα. Αντιλαμβάνομαι ότι, με τον όρο «αφ’ εαυτής», το αιτούν δικαστήριο εννοεί «υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις», ανεξαρτήτως των λοιπών χαρακτηριστικών της εμπορικής πρακτικής και του σχετικού πλαισίου.

56.      Όσον αφορά τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2005/29, επισημαίνω ότι στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές διευκρινίζεται ότι η εκτίμηση περί «επιθετικού» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, πρέπει να στηρίζεται στο «πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων». Οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να εξετάζουν, υπό το πρίσμα των διαφόρων αυτών στοιχείων, αν η επίμαχη εμπορική πρακτική «παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε». Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29 προβλέπει την υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του εμπορευομένου στο πλαίσιο των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών (34).

57.      Επιπλέον, η πρακτική πρέπει να περιλαμβάνει τη χρήση «παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής», κατά την έννοια του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας (35). Η διάταξη αυτή απαριθμεί τις περιστάσεις (όπως τη χρονική στιγμή, τον τόπο, τη φύση ή την επιμονή της πρακτικής) που είναι κρίσιμες προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούται η τελευταία αυτή απαίτηση.

58.      Κατά τη γνώμη μου, από το γράμμα των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29 προκύπτει ότι το ζήτημα αν μια εμπορική πρακτική είναι «επιθετική» εξαρτάται εν γένει από την εκτίμηση του πλαισίου. Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί, υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων, το ενδεχόμενο ορισμένες εμπορικές πρακτικές να θεωρούνται αφ’ εαυτών «επιθετικές» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτες», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι τέτοιες πρακτικές, εφόσον υφίστανται, θα αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.

59.      Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται, επίσης, από το παράρτημα I της οδηγίας 2005/29, το οποίο περιέχει μια «μαύρη λίστα» με ορισμένες πρακτικές που πρέπει να θεωρούνται «αθέμιτες» υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Το εν λόγω παράρτημα απαριθμεί, αφενός, στα σημεία 1 έως 24, τις εμπορικές πρακτικές οι οποίες μπορούν, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, να θεωρούνται «παραπλανητικές» και, αφετέρου, στα σημεία 24 έως 31, τις πρακτικές που πρέπει να θεωρούνται «επιθετικές» (επίσης υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις). Καμία από τις εμπορικές πρακτικές που απαριθμούνται στα ανωτέρω σημεία και αφορούν τη δεύτερη κατηγορία δεν μνημονεύει ή περιλαμβάνει πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού.

60.      Συναφώς, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2005/29 διευκρινίζει ότι «[τ]ο παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις» και ότι «[ο] ίδιος ενιαίος κατάλογος ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της [εν λόγω] οδηγίας». Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 17 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι στο παράρτημα I της ίδιας πράξης «περιλαμβάνεται ο πλήρης κατάλογος όλων αυτών των πρακτικών» και ότι «[ε]ίναι οι μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες, χωρίς κατά περίπτωση αξιολόγηση, παρά τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9». Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, αντιλαμβάνομαι ότι η περιλαμβανόμενη στο εν λόγω παράρτημα απαρίθμηση εμπορικών πρακτικών είναι εξαντλητική (36).

61.      Επισημαίνω, επίσης, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 2005/29 «προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές και ότι, επομένως, τα κράτη μέλη, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 4 της [εν λόγω οδηγίας], δεν δύνανται να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα των οριζομένων από την οδηγία αυτή, ακόμη και αν σκοπός των σχετικών μέτρων είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών» (37).

62.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφές ότι εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής «επιθετική» κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29. Συγκεκριμένα, η πρακτική αυτή δεν μνημονεύεται στον κατάλογο Ι της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές οφείλουν να αναλύσουν τον «επιθετικό» χαρακτήρα της εν λόγω πρακτικής υπό το πρίσμα των απαιτήσεων των ανωτέρω άρθρων, από τις οποίες προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η εμπορική πρακτική θα πρέπει να εξεταστεί «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων».

63.      Όλοι οι διάδικοι και μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία συμφωνούν με το ανωτέρω συμπέρασμα.

64.      Θα ήθελα να παραθέσω μια περαιτέρω παρατήρηση.

65.      Αντιλαμβάνομαι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, αντί για τα άρθρα 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας, είναι ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, μνημονεύει ρητώς τη «συνολική[...] παρουσίαση[...]» των πληροφοριών που παρέχονται στους καταναλωτές ως κρίσιμη για να διακριβωθεί αν μια εμπορική πρακτική είναι «παραπλανητική». Όπως επισήμανα στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται (ή «πλαισιώνονται») οι πληροφορίες από τον εμπορευόμενο ασκεί επιρροή και στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29.

66.      Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο εν λόγω υποκείμενο ζήτημα μπορεί ευχερώς να συναχθεί από τα στοιχεία που παρέθεσα στα σημεία 52 έως 62 των παρουσών προτάσεων.

67.      Συγκεκριμένα, όπως μόλις εξήγησα, το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29 απαιτεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, όταν εκτιμούν τον «επιθετικό» χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής, να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, το σύνολο των «χαρακτηριστικών» της εν λόγω πρακτικής. Συντασσόμενος με την άποψη της Ιταλικής Κυβέρνησης, φρονώ ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται ή «πλαισιώνονται» οι πληροφορίες από τον εμπορευόμενο έναντι των πελατών του συνιστά τέτοιο κρίσιμο «χαρακτηριστικό».

68.      Συναφώς, επισημαίνω, επίσης, ότι η έννοια της «κατάχρησης επιρροής», όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/29, σημαίνει την «εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την άσκηση πίεσης, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση». Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω «κατάχρηση επιρροής» μπορεί να ασκηθεί με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου παρουσίασης (ή «πλαισίωσης») της προσφοράς από τον εμπορευόμενο έναντι του καταναλωτή.

69.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επισημάνει, στη νομολογία του, ιδίως δε στην απόφαση Orange Polska (38), τη σημασία του τρόπου παρουσίασης των πληροφοριών στον καταναλωτή στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι πρόσθετες πρακτικές που αφορούν τον τρόπο παρουσίασης των πληροφοριών από τον εμπορευόμενο στον καταναλωτή στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης ή τροποποίησης σύμβασης (για παράδειγμα, πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος ή ο ταχυμεταφορέας του επιμένει για την ανάγκη υπογραφής της σύμβασης δηλώνοντας ότι η καθυστερημένη υπογραφή της σύμβασης είναι δυνατή μόνον υπό επαχθέστερους όρους) μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι μια εμπορική πρακτική η οποία δεν είναι αφ’ εαυτής «επιθετική» θα θεωρηθεί σε τέτοια περίπτωση «επιθετική» (39).

70.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι ο τρόπος παρουσίασης (ή «πλαισίωσης») των πληροφοριών από τον εμπορευόμενο έναντι του καταναλωτή συνιστά «χαρακτηριστικό» μιας εμπορικής πρακτικής, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης του «επιθετικού» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτου» χαρακτήρα, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.

71.      Συνεπώς, κατά τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης σε σχέση με εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός αυτό. Για να συνδέσω τη διαπίστωση αυτή με τα στοιχεία που παρέθεσα στην προηγούμενη ενότητα, φρονώ ότι πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο εν λόγω γεγονός στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο «μέσος καταναλωτής» (για λόγους που σχετίζονται, για παράδειγμα, με την πολυπλοκότητα του τομέα με τον οποίο σχετίζονται τα προϊόντα ή την οικονομική πίεση υπό την οποία βρίσκεται κατά τον χρόνο που αγοράζει τα προϊόντα) πρέπει να νοηθεί ως άτομο με «περιορισμένη ορθολογικότητα», το οποίο ενεργεί χωρίς να έχει αποκτήσει τις σχετικές πληροφορίες ή το οποίο δεν είναι σε θέση να επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται (συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που του παρουσιάζει ο εμπορευόμενος).

Γ.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με το βάρος αποδείξεως (πέμπτο προδικαστικό ερώτημα)

72.      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο πρέπει να εκτιμήσει το επιχείρημα της Compass Banca ότι η εκ μέρους της AGCM διαπίστωση ότι η εμπορική πρακτική της είναι «επιθετική», απλώς και μόνον επειδή συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, συνεπάγεται αδικαιολόγητη και απαράδεκτη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως από την εν λόγω αρχή, μετατοπίζοντάς το από την AGCM στην Compass Banca.

73.      Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι δυσχερές να δοθεί απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα. Συγκεκριμένα, όπως εξήγησα στο πλαίσιο της απάντησης που πρότεινα να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, μια εμπορική πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής «επιθετική» κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29 και να απαγορευθεί απλώς και μόνον επειδή συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων. Αντιθέτως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να αναλύουν τον «επιθετικό» χαρακτήρα της πρακτικής αυτής υπό το πρίσμα των απαιτήσεων των άρθρων 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας (ήτοι «κάθε πρακτική κατά περίπτωση», εξετάζοντάς την «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων»).

74.      Κατά τη γνώμη μου, είναι σαφές ότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο εμπορευόμενος δεν φέρει απαράδεκτο (αντεστραμμένο) βάρος αποδείξεως. Στην πραγματικότητα, το βάρος αποδείξεως ουδόλως μετατοπίζεται στον εμπορευόμενο, δεδομένου ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποδείξουν τον «επιθετικό» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτο» χαρακτήρα της επίμαχης εμπορικής πρακτικής. Επισημαίνω ότι η Europe Assistance Italia, η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση συμμερίζονται την άποψη αυτή.

Δ.      Η δυνατότητα των αρμοδίων εθνικών αρχών να επιβάλουν χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των συμβάσεων για τα προϊόντα που διατίθενται στο πλαίσιο των διασταυρούμενων πωλήσεων (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

75.      Στις προηγούμενες ενότητες διαπίστωσα ότι μια εμπορική πρακτική που συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής «επιθετική», κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29, και ότι το ίδιο ισχύει και για μια εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρουσιάζει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού.

76.      Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω πρακτικές ουδέποτε μπορούν να θεωρηθούν «επιθετικές» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων. Το συμπέρασμα αυτό εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από το αν η επίμαχη εμπορική πρακτική συνιστά, «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων», πρακτική η οποία χρησιμοποιεί «παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής» και «παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε».

77.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι η εμπορική πρακτική της Compass Banca –η οποία συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων– είναι «επιθετική», λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων στοιχείων: i) του γεγονότος ότι ο αιτών δάνειο το ζητεί επειδή βρίσκεται σε ανάγκη· ii) της πολυπλοκότητας των συμβάσεων που παραδίδει η Compass Banca στους πελάτες της προς υπογραφή· iii) της ταυτόχρονης υποβολής των προσφορών για τη σύναψη των συμβάσεων προσωπικού δανείου και ασφάλισης· και iv) της σύντομης προθεσμίας που τάσσεται για την αποδοχή των εν λόγω προσφορών.

78.      Συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο ότι τα ανωτέρω επιμέρους στοιχεία (καθώς και το γεγονός ότι, όπως αντιλαμβάνομαι, η Compass Banca παρουσιάζει ή «πλαισιώνει» πληροφορίες έναντι των πελατών της κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αποδεχτούν την ασφαλιστική σύμβαση ταυτόχρονα με τη σύμβαση δανείου) είναι κρίσιμα προκειμένου να στοιχειοθετηθεί «κατάχρηση επιρροής» κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2005/29.

79.      Συγκεκριμένα, μεταξύ των στοιχείων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή περιλαμβάνονται «η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή» της πρακτικής, καθώς και «η εκμετάλλευση, από τον εμπορευόμενο, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας [...], την οποία γνωρίζει [...], προκειμένου να επηρεάσει την απόφασ[η] του [καταναλωτή] όσον αφορά το προϊόν». Κατά τη γνώμη μου, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, το τελευταίο αυτό στοιχείο θα μπορούσε να περιλαμβάνει ότι ο εμπορευόμενος αναφέρει στον καταναλωτή προσωπικά γεγονότα (που αφορούν, για παράδειγμα, την υγεία του) τα οποία –αν επέλθουν– θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητά του να αποπληρώσει ένα δάνειο που έχει συνάψει με τον εμπορευόμενο.

80.      Όσον αφορά το ζήτημα αν τα εν λόγω στοιχεία αρκούν για να στοιχειοθετηθεί ότι η πρακτική που εφαρμόζει η Compass Banca όχι απλώς συνιστά «κατάχρηση επιρροής», κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2005/29, αλλά και «παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν», με αποτέλεσμα να τον οδηγεί να λάβει απόφαση συναλλαγής που «διαφορετικά δεν θα ελάμβανε» (σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29), είμαι της γνώμης ότι η επίλυση του ζητήματος αυτού εξαρτάται από το αν η εν λόγω πρακτική παρουσιάζει άλλα χαρακτηριστικά και αν υφίστανται άλλες κρίσιμες περιστάσεις που είτε αμβλύνουν είτε, αντιθέτως, επιδεινώνουν τον αντίκτυπο των στοιχείων αυτών στην «ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή». Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκφέρει τη σχετική κρίση.

81.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, αντιλαμβάνομαι ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, τα μέτρα που μπορεί να λάβει μια εθνική αρχή όπως η AGCM σε περίπτωση που κρίνει ότι εμπορική πρακτική όπως αυτή την οποία εφαρμόζει η Compass Banca πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω αρχή δύναται να επιβάλει χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των συμβάσεων για τα δύο προϊόντα;

82.      Φρονώ ότι η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι ομοίως προφανής, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που εξέθεσα στις προηγούμενες ενότητες.

83.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 ορίζει, με σαφήνεια, ότι «[α]παγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές». Φρονώ ότι, εφόσον μια πρακτική που συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων είναι, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των κρίσιμων περιστάσεων, «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια της ανωτέρω οδηγίας, δεν υφίσταται λόγος για τον οποίο η σχετική απαγόρευση δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί με την απαίτηση να μεσολαβεί χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δύο πωλήσεις θα πραγματοποιηθούν εν τέλει σε διαφορετικές ημερομηνίες, που απέχουν εύλογο χρονικό διάστημα μεταξύ τους.

Ε.      Οι συνέπειες του ότι πρόκειται για χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά προϊόντα (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα)

84.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά το γεγονός ότι τα προϊόντα που διατίθενται από την Compass Banca στο πλαίσιο διασταυρούμενων πωλήσεων, στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνίστανται, εν μέρει, σε ασφαλιστικά προϊόντα. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των προϊόντων αυτών, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να επιβάλει η AGCM, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2005/29, να μεσολαβεί χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής της σύμβασης δανείου και της υπογραφής της ασφαλιστικής σύμβασης, οι οποίες προσφέρονται από την εν λόγω εταιρία. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι το άρθρο 24 της οδηγίας 2016/97 επιβάλλει ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις στους «διανομείς» (40) ασφαλιστικών προϊόντων τα οποία αποτελούν αντικείμενο διασταυρούμενων πωλήσεων από κοινού με άλλα προϊόντα (41). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ της διάταξης αυτής και της οδηγίας 2005/29.

85.      Επισημαίνω ότι, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα και στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει μόνον το άρθρο 24, παράγραφοι 3 και 7, της οδηγίας 2016/97. Ωστόσο, κατά την ανάλυση του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος, θα εξετάσω το άρθρο 24 στο σύνολό του.

86.      Όσον αφορά το ζήτημα αν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ της οδηγίας 2005/29 και της εν λόγω διάταξης, επισημαίνω, πρώτον, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 προβλέπει ότι, «[σ]ε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας με άλλους κοινοτικούς κανόνες που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οι τελευταίοι επικρατούν και εφαρμόζονται επί των πτυχών αυτών» (42).

87.      Δεύτερον, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η έννοια της «σύγκρουσης» που περιλαμβάνεται στην ανωτέρω διάταξη αφορά τη «σχέση εκείνη μεταξύ διατάξεων η οποία βαίνει πέραν της απλής αναντιστοιχίας ή της απλής διαφοράς και από την οποία προκύπτει απόκλιση που είναι αδύνατον να υπερκεραστεί με την εφαρμογή συνδυαστικής μεθόδου η οποία να καθιστά εφικτή τη συνύπαρξη των δύο διατάξεων χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενό τους». Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι «σύγκρουση, όπως αυτή περί της οποίας κάνει λόγο το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29, υφίσταται μόνον όταν διατάξεις εκτός εκείνων της οδηγίας αυτής, οι οποίες ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, επιβάλλουν στους εμπορευομένους, χωρίς κανένα περιθώριο χειρισμών, υποχρεώσεις μη συμβατές προς εκείνες που έχουν θεσπιστεί με την οδηγία 2005/29» (43).

88.      Τρίτον, αντιλαμβάνομαι, συντασσόμενος με την άποψη της Compass Banca, ότι το άρθρο 24 της οδηγίας 2016/97 επιβάλλει υποχρεώσεις στους «διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων» σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη κατά την οποία ένα «ασφαλιστικό προϊόν» προσφέρεται «από κοινού με συμπληρωματικό προϊόν ή με μια υπηρεσία που δεν είναι ιδιωτική ασφάλιση, ως μέρος πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας» (44). Οι σχετικές επιμέρους διατάξεις που εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή είναι οι εξής:

–        ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων οφείλει να ενημερώνει τον πελάτη εάν υπάρχει η δυνατότητα αγοράς των διαφορετικών συστατικών στοιχείων χωριστά και, εάν υπάρχει, παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου καθώς και χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις χρεώσεις του κάθε στοιχείου (άρθρο 24, παράγραφος 1)·

–        ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων πρέπει να προσδιορίζει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη σε σχέση με τα ασφαλιστικά προϊόντα που αποτελούν μέρος του συνολικού πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας (άρθρο 24, παράγραφος 6)· και

–        τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πρόσθετα αυστηρότερα μέτρα ή να παρεμβαίνουν χωριστά για κάθε περίπτωση, με σκοπό να απαγορεύουν την πώληση ιδιωτικής ασφάλισης μαζί με άλλη συμπληρωματική υπηρεσία ή προϊόν που δεν είναι ασφάλιση, ως μέρος πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας, όταν μπορούν να αποδείξουν ότι τέτοιες πρακτικές είναι επιζήμιες για τους καταναλωτές (άρθρο 24, παράγραφος 7).

89.      Μεταξύ των τριών επιμέρους διατάξεων που μόλις παρέθεσα, μόνον η τελευταία (το άρθρο 24, παράγραφος 7) μού φαίνεται δυνητικά ασύμβατη με τις διατάξεις της οδηγίας 2005/29. Συγκεκριμένα, όπως εξήγησα στην προηγούμενη ενότητα, η εν λόγω οδηγία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν μια εμπορική πρακτική δεν μνημονεύεται ρητώς στο παράρτημα I της οδηγίας, δεν μπορεί να απαγορευθεί για τον λόγο ότι είναι αφ’ εαυτής «αθέμιτη» (ήτοι «αθέμιτη» υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις).

90.      Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι το άρθρο 24, παράγραφος 7, δεν επιβάλλει, αλλά ούτε και επιτρέπει, στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τέτοια γενική απαγόρευση. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς ότι οι διασταυρούμενες πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων και συμπληρωματικών προϊόντων ή υπηρεσιών «μπορούν» να απαγορεύονται «χωριστά για κάθε περίπτωση» από τα κράτη μέλη, όταν μπορούν να αποδείξουν ότι τέτοιες πρακτικές είναι επιζήμιες για τους καταναλωτές.

91.      Θα ήθελα, επίσης, να επισημάνω ότι η στενή αυτή ερμηνεία επιρρωννύεται, κατά τη γνώμη μου, από την αιτιολογική σκέψη 53 της οδηγίας 2016/97, η οποία προβλέπει ότι «[ο]ι πρακτικές των διασταυρούμενων πωλήσεων αποτελούν συνήθη στρατηγική που χρησιμοποιούν οι διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων σε όλη την [Ευρωπαϊκή] Ένωση» και αναγνωρίζει ότι, μολονότι τέτοιες πρακτικές μπορούν «να αντιπροσωπεύουν πρακτικές όπου το συμφέρον των πελατών δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη», μπορούν επίσης να «αποφέρουν οφέλη σε πελάτες».

92.      Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 24, παράγραφος 7, της οδηγίας 2016/97 εφαρμόζεται μόνον εφόσον i) το ασφαλιστικό προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ως το «βασικό» ή «κύριο» προϊόν και το έτερο προϊόν ή η έτερη υπηρεσία έχουν «συμπληρωματικό» ή «παρεπόμενο» χαρακτήρα σε σχέση με αυτό· και ii) αμφότερα τα προϊόντα «προσφέρονται ως μέρος πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας». Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει το ζήτημα αν τα προϊόντα που προσφέρει η Compass Banca πληρούν τις ανωτέρω απαιτήσεις. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, αμφιβάλλω αν το προσωπικό δάνειο που η εταιρία αυτή προσφέρει στους πελάτες της θα μπορούσε να θεωρηθεί «συμπληρωματικό» σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση την οποία τους προτείνει να αγοράσουν από κοινού. Μάλιστα, φρονώ ότι πιθανότερο είναι να ισχύει το αντίθετο, δεδομένου ότι η εμπορική πρακτική της Compass Banca συνίσταται στην πώληση ασφαλιστικής σύμβασης σε πελάτες που βρίσκονται ήδη σε διαδικασία σύναψης προσωπικού δανείου με την εν λόγω εταιρία.

93.      Η δεύτερη δέσμη υποχρεώσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 24 της οδηγίας 2016/97 τυγχάνει εφαρμογής όταν «ένα ασφαλιστικό προϊόν είναι συμπληρωματικό αγαθού ή υπηρεσίας που δεν είναι ιδιωτική ασφάλιση, ως μέρος πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας» (περίπτωση η οποία, όπως μόλις εξήγησα, φαίνεται να ανταποκρίνεται περισσότερο στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης). Οι σχετικές επιμέρους διατάξεις είναι οι εξής:

–        ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων πρέπει να προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να αγοράσει το αγαθό ή την υπηρεσία χωριστά (εκτός εάν το αγαθό ή η υπηρεσία σε σχέση με το οποίο ή την οποία το ασφαλιστικό προϊόν είναι συμπληρωματικό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ειδικών διατάξεων ορισμένων άλλων οδηγιών) (άρθρο 24, παράγραφος 3)· και

–        ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων πρέπει να προσδιορίζει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη σε σχέση με τα ασφαλιστικά προϊόντα που αποτελούν μέρος του συνολικού πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας (άρθρο 24, παράγραφος 6).

94.      Ούτε στην ως άνω περίπτωση διακρίνω ασυμβατότητα μεταξύ των υποχρεώσεων που διαλαμβάνονται στις εν λόγω επιμέρους διατάξεις και των κανόνων που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2005/29. Ειδικότερα, φρονώ ότι το άρθρο 24, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/97 δεν επιβάλλει στις αρμόδιες εθνικές αρχές την υποχρέωση να βαίνουν πέραν όσων απαιτεί η οδηγία 2005/29, για παράδειγμα, προβλέποντας ότι οφείλουν να απαγορεύουν γενικώς τις διασταυρούμενες πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων που είναι συμπληρωματικά προς άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών προϊόντων). Αντιθέτως, η διάταξη αυτή απαιτεί απλώς, αν τα εν λόγω προϊόντα και/ή οι εν λόγω υπηρεσίες «διατίθενται στο πλαίσιο διασταυρούμενων πωλήσεων», να έχουν οι πελάτες τη δυνατότητα να τα αγοράζουν χωριστά.

95.      Επιπλέον, ούτε η συγκεκριμένη διάταξη απαιτεί από τις εν λόγω αρχές να πράττουν λιγότερα από όσα δύνανται να πράξουν δυνάμει της οδηγίας 2005/29. Ειδικότερα, είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 24, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/97 δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως της AGCM, επιβολή χρονικού διαστήματος επτά ημερών που πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ της υπογραφής δύο συμβάσεων οι οποίες αφορούν, αφενός, προσωπικό δάνειο και, αφετέρου, ασφαλιστική σύμβαση και οι οποίες προσφέρονται από κοινού από τον ίδιο εμπορευόμενο, όταν η εν λόγω πρακτική αποδεικνύεται, «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων», «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29.

96.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ότι δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 2005/29 και του άρθρου 24 της οδηγίας 2016/97. Η τελευταία ως άνω διάταξη δεν απαιτεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές να βαίνουν πέραν όσων απαιτεί η οδηγία 2005/29, για παράδειγμα απαγορεύοντας γενικώς μια εμπορική πρακτική που συνίσταται σε διασταυρούμενες πωλήσεις προσωπικού δανείου και ασφαλιστικής σύμβασης. Ούτε εμποδίζει η διάταξη αυτή τις εν λόγω αρχές να επιβάλλουν χρονικό διάστημα επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων που αφορούν τα προϊόντα αυτά, εφόσον η επίμαχη εμπορική πρακτική αποδεικνύεται, «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων», «επιθετική» και, ως εκ τούτου, «αθέμιτη», κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2005/29.

97.      Θα ολοκληρώσω την παρούσα ενότητα παραθέτοντας ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το ότι τα προϊόντα που διαθέτει η Compass Banca στους πελάτες της στο πλαίσιο διασταυρούμενων πωλήσεων δεν είναι μόνον «ασφαλιστικά προϊόντα», κατά την έννοια της οδηγίας 2016/97, αλλά και χρηματοοικονομικά. Η κρίσιμη συναφώς διάταξη είναι το άρθρο 3, παράγραφος 9, της οδηγίας 2005/29. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, «[ω]ς προς τις “χρηματοοικονομικές υπηρεσίες” όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/65/ΕΚ [(45)] [...], τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιοριστικότερους και λεπτομερέστερους κανόνες από τους κανόνες της [οδηγίας 2005/29] στον εναρμονιζόμενο τομέα». Η «χρηματοοικονομική υπηρεσία» ορίζεται, στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/65, ως «κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσεως, ή σχετική με ατομικές συντάξεις ή με πληρωμές». Οι εν λόγω υπηρεσίες περιλαμβάνουν τόσο την πώληση προσωπικού δανείου όσο και ασφαλιστικής σύμβασης, όπως είναι τα προϊόντα που προσφέρει η Compass Banca στους πελάτες της.

98.      Από τα ανωτέρω στοιχεία συμπεραίνω ότι, αν ο Ιταλός νομοθέτης είχε αποφασίσει, στηριζόμενος στη lex specialis που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 9, της εν λόγω οδηγίας, να θεσπίσει μέτρο που να απαγορεύει εν γένει τις διασταυρούμενες πωλήσεις προσωπικού δανείου και ασφαλιστικής σύμβασης (στοιχείο που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει), το μέτρο αυτό θα ήταν συμβατό με την εν λόγω πράξη.

99.      Ωστόσο, επισημαίνω ότι η Compass Banca και η Europe Assistance Italia υποστηρίζουν ότι τέτοιο μέτρο δεν έχει θεσπιστεί από τον Ιταλό νομοθέτη (46). Επ’ αυτής της βάσεως, φρονώ, συνεπώς, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 9, της οδηγίας 2005/29 δεν επηρεάζει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα στις προηγούμενες ενότητες.

V.      Πρόταση

100. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) ως εξής:

1.      Η οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»),

έχει την έννοια ότι ο «μέσος καταναλωτής» δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα ορθολογικό άτομο το οποίο προνοεί για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών, το οποίο επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρουσιάζονται και το οποίο είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις. Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο «μέσος καταναλωτής» μπορεί να θεωρείται ότι είναι σε θέση να ενεργήσει με ορθολογικό τρόπο και να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, η έννοια αυτή είναι αρκετά ελαστική ώστε, σε άλλες περιπτώσεις, αυτός να μπορεί να γίνεται αντιληπτός ως άτομο με «περιορισμένη ορθολογικότητα», το οποίο ενεργεί χωρίς να έχει αποκτήσει τις σχετικές πληροφορίες ή το οποίο δεν είναι σε θέση να επεξεργάζεται ορθολογικά τις πληροφορίες που του παρέχονται, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που του παρουσιάζει ο εμπορευόμενος.

2.      Τα άρθρα 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας

έχουν την έννοια ότι εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ο εμπορευόμενος όχι απλώς πραγματοποιεί διασταυρούμενες πωλήσεις δύο προϊόντων, αλλά και παρέχει πληροφορίες στους πελάτες του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τους προκαλεί την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουν τα δύο προϊόντα από κοινού, δεν είναι αφ’ εαυτής «επιθετική» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να εκτιμούν την εν λόγω εμπορική πρακτική «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων», προκειμένου να κρίνουν αν πληροί τις απαιτήσεις των εν λόγω διατάξεων. Το βάρος αποδείξεως δεν μετατοπίζεται στον εμπορευόμενο. Ωστόσο, αν, κατόπιν της εκτίμησης αυτής, οι εν λόγω αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εμπορική πρακτική είναι «επιθετική» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οφείλουν να την απαγορεύουν. Συναφώς, τα κράτη μέλη μπορούν, για παράδειγμα, να απαιτούν τον διαχωρισμό της υπογραφής των συμβάσεων για τα δύο προϊόντα κατά χρονικό διάστημα επτά ημερών. Επιπλέον, αν τα δύο προϊόντα αφορούν «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες», τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες που απαγορεύουν τις διασταυρούμενες πωλήσεις των προϊόντων αυτών, κατ’ εφαρμογήν της lex specialis που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 9, της ίδιας οδηγίας.

3.      Το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων,

έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών επιβολή χρονικού διαστήματος επτά ημερών που πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ της υπογραφής δύο συμβάσεων οι οποίες αφορούν, αφενός, προσωπικό δάνειο και, αφετέρου, ασφαλιστική σύμβαση και οι οποίες προσφέρονται από κοινού από τον ίδιο εμπορευόμενο, όταν η εν λόγω πρακτική αποδεικνύεται, «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων», «επιθετική», και ως εκ τούτου «καταχρηστική», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Carrère, E., D’autres vies que la mienne, Folio, 2010, σ. 194 έως 195 (ελεύθερη απόδοση). Στο εν λόγω μυθιστόρημα, ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή του Γάλλου δικαστή που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C‑473/00, EU:C:2002:705), η οποία αφορούσε το ζήτημα των καταχρηστικών ρητρών στις καταναλωτικές συμβάσεις.


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).


4      Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας.


5      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 11, 23 και 24, καθώς και άρθρο 1 της οδηγίας 2005/29.


6      Βλ. άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29.


7      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/29, ως «εμπορευόμενος» νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου».


8      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (ΕΕ 2016, L 26, σ. 19).


9      Εμπορική πρακτική μπορεί να θεωρηθεί αθέμιτη, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29, μόνον εφόσον πληρούται η ανωτέρω διττή προϋπόθεση (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart, C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Επισημαίνω, επίσης, ότι η έννοια του «καταναλωτή» ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/29 ως αφορώσα «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει η [εν λόγω] οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα».


11      Βλ. Siciliani, P., Riefa, C., και Gamper, H., Consumer Theories of Harm: An Economic Approach to Consumer Law Enforcement and Policy Making, 1η έκδ., Hart Publishing, 2019, σ. 25.


12      Lobel, O., «A Behavioural law and economics perspective: Between methodology and ideology when behavioural sciences meet law», σε van Gestel, R., Micklitz, H-W., και Rubin, E.L., Rethinking Legal Scholarship: A Transatlantic Dialogue, Cambridge University Press, 2017, σ. 476.


13      Βλ. Wheeler, G., «Bounded rationality», σε Zalta, E.N. (επιμ.), The Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2020, διαθέσιμο στη διεύθυνση: <https://plato.stanford.edu/archives/fall2020/entries/bounded-rationality/>.


14      Βλ. van Boom, W., και Garde, A., The European Unfair Commercial Practices Directive: Impact, Enforcement Strategies and National Legal Systems, 1η έκδ., Routledge, 2014, σ. 6.


15      Βλ. Siciliani, P., Riefa, C., και Gamper, H. (υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων), σ. 21.


16      Βλ., για παράδειγμα, van Boom, W., και Garde, A., The European Unfair Commercial Practices Directive: Impact, Enforcement Strategies and National Legal Systems, Routledge (υποσημείωση 14 των παρουσών προτάσεων), σ. 6.


17      Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Kancelaria Medius (C‑495/19, EU:C:2020:431, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      «Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29» (ΕΕ 2021, C 526, σ. 1).


19      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina στην υπόθεση CaixaBank κ.λπ. (Έλεγχος διαφάνειας σε συλλογική αγωγή) (C‑450/22, EU:C:2024:64, σημείο 46).


20      Βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2000, Estée Lauder (C‑220/98, EU:C:2000:8, σκέψεις 27 έως 31).


21      Για να παραθέσω ένα κάπως «εύθυμο» παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ρητώς ότι το κριτήριο του «μέσου καταναλωτή» που χρησιμοποιείται στην οδηγία 2005/29 εφαρμόζεται και όταν εκτιμάται το ενδεχόμενο πλάνης ή σύγχυσης περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2010/30 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με αυτά (ΕΕ 2010, L 153, σ. 1) (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Dyson, C‑632/16, EU:C:2018:599, σκέψη 56).


22      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


23      Πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών) (C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 66).


24      Βλ. υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων.


25      Για παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ενημέρωση καταναλωτή ότι είχε κερδίσει έπαθλο εκμεταλλεύτηκε μια ψυχολογική επίδραση και τον παρακίνησε να λάβει απόφαση η οποία δεν ήταν κατ’ ανάγκην ορθολογική (βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Purely Creative κ.λπ., C‑428/11, EU:C:2012:651, σκέψη 38).


26      Βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016 (C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 36).


27      Όπ.π. (σκέψη 37). Οι λοιπές περιστάσεις τις οποίες μνημόνευσε συναφώς το Δικαστήριο συνίσταντο στο ότι η συνοδευόμενη με παρεπόμενες παροχές προσφορά ανταποκρινόταν στις προσδοκίες σημαντικού μέρους των καταναλωτών και ότι παρασχέθηκε στον καταναλωτή η δυνατότητα να δεχθεί όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης προσφοράς ή να υπαναχωρήσει από την πώληση.


28      Η υπογράμμιση δική μου.


29      Επισημαίνω, επίσης, ότι η αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι οι «παραπλανητικές» και «επιθετικές» εμπορικές πρακτικές είναι τα «δύο είδη εμπορικών πρακτικών που είναι κατ' εξοχήν οι πλέον συνήθεις» (η υπογράμμιση δική μου).


30      Συγκεκριμένα, τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2005/29 διέπουν τις «παραπλανητικές πρακτικές».


31      Βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Στην απόφαση που μνημονεύεται στην προηγούμενη υποσημείωση, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε, στην πραγματικότητα, τον όρο «συνοδευόμενες με παρεπόμενες παροχές προσφορές» για να προσδιορίσει μια εμπορική πρακτική η οποία συνίστατο στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά χωρίς να παρεχόταν στον καταναλωτή η δυνατότητα να αγοράσει τον ίδιο τύπο υπολογιστή άνευ προεγκατεστημένων λογισμικών.


33      Πρβλ., εκ νέου, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, Orange Polska (C‑628/17, EU:C:2019:480, σκέψη 30).


35      Πρβλ., συναφώς, αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2005/29, κατά την οποία «επιθετικές» εμπορικές πρακτικές είναι οι «πρακτικές που χρησιμοποιούν παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανόμενης και της χρήσης σωματικής βίας και της κατάχρησης επιρροής».


36      Πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Köck (C‑206/11, EU:C:2013:14, σκέψη 50), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι, αν μια εμπορική πρακτική δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της οδηγίας 2005/29, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να προβεί η ίδια σε εκτίμηση περί τυχόν αθέμιτου χαρακτήρα της βάσει των κριτηρίων των άρθρων 5 έως 9 της εν λόγω οδηγίας και ότι δεν δύναται να διατάξει γενική απαγόρευση μιας τέτοιας πρακτικής, καθώς και απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, Orange Polska (C‑628/17, EU:C:2019:480, σκέψη 25).


37      Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Europamur Alimentación (C‑295/16, EU:C:2017:782, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019 (C‑628/17, EU:C:2019:480, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


39      Όπ.π. (σκέψεις 46 έως 49).


40      Κατά τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 2016/97, ως «διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων» νοείται «κάθε ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση ή ασφαλιστική επιχείρηση».


41      Συναφώς, επισημαίνω ότι η οδηγία 2016/97 εφαρμόζεται, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 7, σε όλες τις «πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων» (βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, TC Medical Air Ambulance Agency, C‑633/20, EU:C:2022:733, σκέψη 48). Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 24 της εν λόγω πράξης αφορά, ειδικότερα, τις διασταυρούμενες πωλήσεις τέτοιων προϊόντων με άλλα προϊόντα.


42      Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2005/29 αναφέρει ότι η εν λόγω πράξη «[π]ροστατεύει τον καταναλωτή όπου δεν υπάρχει ειδική τομεακή νομοθεσία σε κοινοτικό επίπεδο» και ότι, αντίστοιχα, «συμπληρώνει το ισχύον κοινοτικό κεκτημένο για τις εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών».


43      Βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia (C‑54/17 και C‑55/17, EU:C:2018:710, σκέψεις 60 και 61).


44      Η υπογράμμιση δική μου.


45      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16).


46      Συναφώς, επισημαίνω ότι η Compass Banca και η Europe Assistance Italia υποστηρίζουν ότι ο Ιταλός νομοθέτης έκανε χρήση του άρθρου 3, παράγραφος 9, της οδηγίας 2005/29 απλώς και μόνο για να επιβάλει ορισμένες υποχρεώσεις στους «εμπορευομένους» που εφαρμόζουν μια τέτοια πρακτική (μεταξύ άλλων, απαιτώντας την παροχή ορισμένων πληροφοριών στον καταναλωτή, καθώς και την παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να αγοράζει τα εν λόγω προϊόντα χωριστά).