Language of document : ECLI:EU:T:2020:180

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Μαΐου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αερομεταφορές – Ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία υπέρ των αερολιμένων της Σαρδηνίας – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται εν μέρει συμβατή και εν μέρει μη συμβατή με την εσωτερική αγορά – Καταλογισμός στο κράτος – Ανάκτηση – Δικαιούχοι – Πλεονέκτημα υπέρ των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Επιλεκτικότητα – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Ανάκτηση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T-607/17,

Volotea, SA, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Carpagnano και M. Nordmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την D. Recchia, τον D. Grespan και τον S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1861 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) – Ιταλία – Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, J. Svenningsen (εισηγητή), V. Valančius, Z. Csehi και P. Nihoul, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Επί των επίμαχων μέτρων

1        Στη Σαρδηνία (Ιταλία) υπάρχουν πέντε αερολιμένες, μεταξύ των οποίων οι αερολιμένες του Alghero, του Cagliari-Elmas και της Olbia.

2        Τον αερολιμένα του Alghero εκμεταλλεύεται η So.Ge.A.Al SpA (στο εξής: SOGEAAL), το κεφάλαιο της οποίας έχει καλυφθεί πλήρως από τοπικούς δημόσιους φορείς και κατέχεται, κατά πλειοψηφία, από τη Regione autonoma della Sardegna (Αυτόνομη Περιφέρεια της Σαρδηνίας, Ιταλία, στο εξής: Αυτόνομη Περιφέρεια), μεταξύ άλλων, εμμέσως, μέσω της Società Finanziaria Industriale Regione Sardegna (SFIRS). Τον αερολιμένα του Cagliari-Elmas εκμεταλλεύεται η So.G.Aer SpA (στο εξής: SOGAER), εταιρία η πλειοψηφία των μεριδίων της οποίας ανήκει στο Εμπορικό Επιμελητήριο του Κάλιαρι, ενώ τον αερολιμένα της Olbia εκμεταλλεύεται η GEASAR SpA (στο εξής: GEASAR), εταιρία εδρεύουσα στην Olbia, την πλειοψηφία των μετοχών της οποίας κατέχει ιδιωτική επιχείρηση, η Meridiana SpA.

1.      Επί των διατάξεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια

1)      Επί του άρθρου 3 του νόμου 10/2010

3        Στις 13 Απριλίου 2010, η Αυτόνομη Περιφέρεια εξέδωσε τον legge regionale n. 10 – Misure per lo sviluppo del trasporto aereo (περιφερειακό νόμο υπ’ αριθ. 10 – μέτρα για την ανάπτυξη των αερομεταφορών) (Bollettino ufficiale della Regione autonoma della Sardegna, αριθ. 12, της 16ης Απριλίου 2010) (στο εξής: νόμος 10/2010).

4        Το άρθρο 3 του νόμου 10/2010, με τίτλο «Κίνητρα για τη μείωση του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων» (incentivi alla destagionalizzazione dei collegamenti aerei islani), ορίζει τα εξής:

«1. Εγκρίνονται δαπάνες ύψους 19 700 000 [ευρώ] για το 2010 και 24 500 000 [ευρώ] για κάθε ένα από τα έτη 2011 έως 2013 για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων της νήσου με σκοπό την ενίσχυση και την ανάπτυξη των αεροπορικών μεταφορών ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής 2005/C312/01, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες.

2. Τα κριτήρια, η φύση και η διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και οι οδηγίες για την κατάρτιση σχεδίων δραστηριοτήτων εκ μέρους των εταιριών διαχειρίσεως αερολιμένων, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα σχετικά με την εδαφική συνέχεια που μνημονεύονται στο άρθρο 2, καθορίζονται με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του περιφερειακού συμβούλου μεταφορών, σε συμφωνία με τους συμβούλους για τον προγραμματισμό, τον προϋπολογισμό, τις πιστώσεις και τον περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό, τον τουρισμό, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, τη γεωργία και την αγροκτηνοτροφική μεταρρύθμιση, τα πολιτισμικά αγαθά, την ενημέρωση, την ψυχαγωγία και τον αθλητισμό.

3. Η απόφαση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2 και τα σχέδια δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν ήδη καθορισθεί από τις εταιρίες διαχειρίσεως αερολιμένων κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, συνοδευόμενα από τις αντίστοιχες πράξεις και συμβάσεις, χρηματοδοτούνται εφόσον καταρτίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση, τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών και τις οδηγίες της παραγράφου 2 και υποβάλλονται προηγουμένως στην αρμόδια επιτροπή προς έκδοση δεσμευτικής γνωμοδοτήσεως.»

2)      Επί των εκτελεστικών πράξεων του νόμου 10/2010

5        Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 10/2010, η εκτελεστική αρχή της Αυτόνομης Περιφέρειας εξέδωσε διάφορες πράξεις εφαρμογής των μέτρων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο (στο εξής: εκτελεστικές πράξεις), μεταξύ άλλων, την deliberazione della Giunta regionale n. 29/36 (απόφαση 29/36 του περιφερειακού συμβουλίου) της 29ης Ιουλίου 2010 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 29/36), την deliberazione della Giunta regionale n. 43/37 (απόφαση 43/37 του περιφερειακού συμβουλίου) της 6ης Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 43/37) και την deliberazione della Giunta regionale n. 52/117 (απόφαση 52/117 του περιφερειακού συμβουλίου), της 23ης Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 52/117) (στο εξής, από κοινού με το άρθρο 3 του νόμου 10/2010: επίμαχα μέτρα).

6        Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις καθορίζουν τρία είδη «δραστηριοτήτων» για τις οποίες οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να λάβουν αποζημίωση από την Αυτόνομη Περιφέρεια για τα έτη 2010 έως 2013, ήτοι:

–        αύξηση της αεροπορικής κίνησης από τις αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: δραστηριότητα 1)·

–        προώθηση της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού από τις αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: δραστηριότητα 2)·

–        άλλες δραστηριότητες προωθήσεως τις οποίες αναθέτουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, για λογαριασμό της Αυτόνομης Περιφέρειας, σε τρίτους παρόχους υπηρεσιών πλην των αεροπορικών εταιριών (στο εξής: δραστηριότητα 3).

7        Η περιφερειακή απόφαση 29/36, αφενός, διευκρίνιζε ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 3 του νόμου 10/2010, ο σκοπός της μειώσεως του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων συνίστατο στην αύξηση της συχνότητας των πτήσεων κατά τη διάρκεια της μέσης περιόδου και της χειμερινής περιόδου, καθώς και στη δημιουργία νέων αεροπορικών συνδέσεων. Αφετέρου, η απόφαση αυτή ανέφερε ότι ο απώτερος σκοπός, που επιδιώκεται με τα μέτρα του άρθρου 3 του νόμου 10/2010 περί προαγωγής περιφερειακής πολιτικής αερομεταφορών, ήταν η ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, καθώς και η ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, του τουρισμού και του πολιτισμού της νήσου της Σαρδηνίας.

8        Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή απόφαση 29/36 καθόριζε τα κριτήρια, τη φύση και τη διάρκεια των υπηρεσιών μεταφορών για τις οποίες μπορούσε να χορηγηθεί αποζημίωση κατά την περίοδο 2010-2013, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές για την κατάρτιση και την αξιολόγηση των «σχεδίων δραστηριοτήτων» που εκπόνησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

9        Συγκεκριμένα, προκειμένου να λάβει χρηματοδότηση προβλεπόμενη από τον νόμο 10/2010, ο φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα έπρεπε να υποβάλει προς έγκριση στην Αυτόνομη Περιφέρεια λεπτομερές σχέδιο δραστηριοτήτων. Το σχέδιο αυτό έπρεπε να προσδιορίζει ποιες από τις δραστηριότητες 1 έως 3 σκόπευε να υλοποιήσει ο φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα προς επίτευξη των σκοπών του νόμου 10/2010. Το σχέδιο αυτό έπρεπε ενδεχομένως να συγκεκριμενοποιείται με ειδικές συμφωνίες μεταξύ του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα και των αεροπορικών εταιριών.

10      Οσάκις φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα επιθυμούσε να λάβει χρηματοδότηση για τη δραστηριότητα 1, το σχέδιο δραστηριοτήτων που παρουσίαζε στην Αυτόνομη Περιφέρεια έπρεπε να προσδιορίζει τις «γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος» (εθνικές και διεθνείς) και να ορίζει ετήσιους στόχους όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων, τις νέες γραμμές και τον αριθμό των επιβατών.

11      Κατά τις ιταλικές αρχές, η εκμετάλλευση αυτών των γραμμών στρατηγικού ενδιαφέροντος συνιστούσε, επομένως, υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής: ΥΓΟΣ) που οι αεροπορικές εταιρίες παρείχαν έναντι αποζημιώσεως.

12      Το προς υλοποίηση της δραστηριότητας 2 σχέδιο δραστηριοτήτων έπρεπε να καθορίζει ειδικές δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης αποσκοπούσες στην αύξηση του αριθμού των επιβατών και στην προβολή της ζώνης επιρροής του αερολιμένα.

13      Η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να τεκμηριώνονται με προβλέψεις σχετικές με τις προοπτικές αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων που προσδιόριζαν.

14      Από την περιφερειακή απόφαση 29/36 προκύπτει ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να τηρούν ορισμένες αρχές:

–        οι καθοριζόμενες στα σχέδια γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος δεν μπορούσαν να αλληλεπικαλύπτονται με εκείνες που ήταν ήδη υπό εκμετάλλευση στο πλαίσιο καθεστώτος υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

–        η χρηματοδότηση κάθε επιδοτούμενης γραμμής έπρεπε να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου·

–        η συμφωνία χρηματοδοτήσεως που συνάπτετο με τις αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να περιλαμβάνει σχέδιο προωθήσεως της περιοχής.

15      Εάν η Αυτόνομη Περιφέρεια διαπίστωνε ανακολουθίες μεταξύ, αφενός, των σχεδίων δραστηριοτήτων που υποβλήθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και, αφετέρου, των διατάξεων του νόμου 10/2010 και των εκτελεστικών του πράξεων, μπορούσε να απαιτήσει τροποποίηση των εν λόγω σχεδίων.

16      Μετά την έγκριση των διαφόρων σχεδίων δραστηριοτήτων που της υπέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η Αυτόνομη Περιφέρεια κατένειμε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους για καθένα από τα έτη 2010 έως 2013 μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

17      Το ύψος των αποζημιώσεων αυτών υπολογιζόταν βάσει της διαφοράς μεταξύ, αφενός, του εκτιμώμενου κόστους με το οποίο βαρύνονταν οι αεροπορικές εταιρίες για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών γραμμών και την επίτευξη των ετήσιων στόχων όσον αφορά τους επιβάτες και, αφετέρου, των πραγματικών ή εικαζόμενων εσόδων από την πώληση εισιτηρίων στους επιβάτες.

18      Η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε προτιμησιακά κριτήρια χορηγήσεως για την περίπτωση που το ποσό των αποζημιώσεων που ζητούσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υπερέβαινε το προβλεπόμενο από τον νόμο 10/2010 ποσό.

19      Τέλος, οι εκτελεστικές πράξεις προέβλεπαν ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να διασφαλίζουν την παρακολούθηση των επιδόσεων των αεροπορικών εταιριών. Ειδικότερα, απαιτούσαν οι ειδικές συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών να προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων στις αεροπορικές εταιρίες σε περίπτωση μη τηρήσεως των προκαθορισμένων σκοπών, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών.

2.      Επί της εφαρμογής των επίμαχων μέτρων

20      Η προσφεύγουσα, Volotea SA, είναι αεροπορική εταιρία εδρεύουσα στην Ισπανία και εκμεταλλεύεται δίκτυο δρομολογίων μικρών αποστάσεων προς και από αερολιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Alghero, του Cagliari-Elmas και της Olbia.

1)      Εφαρμογή του νόμου 10/2010 όσον αφορά τον αερολιμένα της Olbia

21      Ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia δημοσίευσε στον ιστότοπό του πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων μάρκετινγκ και διαφήμισης.

22      Σε απάντηση στην ανωτέρω πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος, η προσφεύγουσα υπέβαλε σχέδιο για την ανάπτυξη αεροπορικών συνδέσεων από και προς την Olbia, καθώς και πρόγραμμα μάρκετινγκ και διαφήμισης. Η αεροπορική εταιρία κάλεσε την GEASAR να μετάσχει στην απαιτούμενη για την υλοποίηση του προγράμματος μάρκετινγκ και διαφήμισης επένδυση.

23      Η GEASAR εξέτασε το επιχειρηματικό σχέδιο της προσφεύγουσας και προσκόμισε το δικό της επιχειρηματικό σχέδιο από το οποίο προέκυπτε ότι η συμμετοχή στην επένδυση, όπως προτάθηκε από την προσφεύγουσα, θα ήταν αποδοτική για τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα.

24      Η GEASAR υπέβαλε στην Αυτόνομη Περιφέρεια σχέδια δραστηριοτήτων για το 2010 και για την τριετή περίοδο 2011-2013, συνοδευόμενα από τις αντίστοιχες αιτήσεις χρηματοδοτήσεως. Η Αυτόνομη Περιφέρεια ενέκρινε τα εν λόγω σχέδια δραστηριοτήτων και όρισε τα ποσά που χορηγήθηκαν στην GEASAR για το 2010 και για την περίοδο 2011-2013 με τις περιφερειακές αποφάσεις 43/37 και 52/117.

25      Η GEASAR και η προσφεύγουσα συνήψαν, στις 4 Απριλίου 2012 και στις 31 Μαρτίου 2013, δύο συμφωνίες σχετικά με την εκμετάλλευση από την προσφεύγουσα αεροπορικών δρομολογίων με προορισμό το Bordeaux (Γαλλία), τη Γένοβα (Ιταλία), τη Νάντη (Γαλλία), το Παλέρμο (Ιταλία) και τη Βενετία (Ιταλία), καθώς και με την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ και διαφήμισης αναφορικά με τη δημιουργία νέων αεροπορικών δρομολογίων και την αύξηση της μεταφορικής ικανότητας σε θέσεις επιβατών.

2)      Εφαρμογή του νόμου 10/2010 όσον αφορά το αεροδρόμιο του CagliariElmas

26      Η SOGEAAL, φορέας εκμεταλλεύσεως του αεροδρομίου του Cagliari-Elmas δημοσίευσε στον ιστότοπό της ανακοίνωση με την οποία καλούσε τις αεροπορικές εταιρίες να της υποβάλουν επιχειρηματικά σχέδια για δρομολόγια από και προς τον αερολιμένα αυτό, καθώς και για τη σύναψη συμβάσεων μάρκετινγκ με σκοπό την προώθηση της περιφέρειας της Σαρδηνίας.

27      Η προσφεύγουσα υπέβαλε στη SOGAER επιχειρηματικό σχέδιο για την ανάπτυξη αεροπορικών γραμμών από και προς τον αερολιμένα του Cagliari-Elmas και πρόγραμμα μάρκετινγκ και διαφήμισης.

28      Η SOGEAAL υπέβαλε στην Αυτόνομη Περιφέρεια σχέδια δραστηριοτήτων για το 2010 και για την τριετή περίοδο 2011-2013, μαζί με τις αντίστοιχες αιτήσεις χρηματοδότησης. Τα σχέδια αυτά εγκρίθηκαν και τα ποσά που διατέθηκαν στη SOGAER για το 2010 και για την περίοδο 2011-2013 καθορίστηκαν με τις περιφερειακές αποφάσεις 43/37 και 52/117, αντιστοίχως.

29      Η προσφεύγουσα και η SOGAER συνήψαν, στις 26 Φεβρουαρίου 2012, συμφωνία για δραστηριότητες μάρκετινγκ σχετικά με τη δημιουργία νέων αεροπορικών γραμμών και την αύξηση της μεταφορικής ικανότητας σε θέσεις επιβατών.

3)      Εφαρμογή του νόμου 10/2010 όσον αφορά τον αερολιμένα του Alghero

30      Όσον αφορά τον αερολιμένα του Alghero, συμβάσεις μεταξύ της SOGEAAL και της εταιρίας Ryanair Ltd, που συνήφθησαν ήδη το 2003 και έκτοτε παρατάθηκαν, αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας υποβληθείσας από ιταλική αεροπορική εταιρία. Η καταγγελία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να κινηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αναφορικά με πιθανή κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον αερολιμένα του Alghero και από αυτόν υπέρ της Ryanair και άλλων αερομεταφορέων (ΕΕ 2008, C 12, σ. 7). Στις 27 Ιουνίου 2012, η διαδικασία αυτή επεκτάθηκε, προκειμένου να συμπεριληφθούν συμπληρωματικά μέτρα ληφθέντα από την Ιταλική Δημοκρατία τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αρχικής καταγγελίας (ΕΕ 2013, C 40, σ. 15), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν «[ό]λα τα μέτρα που χορηγήθηκαν στη Ryanair και στη θυγατρική της AMS, καθώς και στις άλλες αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα από το 2000 [στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως] χρηματοδοτικές συνεισφορές που χορηγήθηκαν απευθείας από τη SOGEAAL ή διαμέσου αυτής μέσω συμφωνίας συγκεκριμένων υπηρεσιών αερολιμένα και συμφωνιών παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ με τη Ryanair και άλλους αερομεταφορείς από το 2000 και κατόπιν».

31      Η εν λόγω διαδικασία κατέληξε στην έκδοση από την Επιτροπή της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1584, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.23098 (C 37/07) (πρώην NN 36/07) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Società di Gestione dell’Aeroporto di Alghero So.Ge.A.AL SpA και διαφόρων αερομεταφορέων που λειτουργούν στον αερολιμένα του Alghero (ΕΕ 2015, L 250, σ. 38, στο εξής: απόφαση Alghero), με την οποία η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ότι τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια, μεταξύ άλλων, οι συμβάσεις που συνήφθησαν από την SOGEAAL, την οποία ελέγχει η προμνησθείσα Περιφέρεια, με ορισμένες αεροπορικές εταιρίες και οι οποίες αφορούσαν την προώθηση ή την έναρξη νέων δρομολογίων από ή προς τον αερολιμένα του Alghero, καθώς και δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης, δεν συνιστούσαν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.      Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

32      Στις 30 Νοεμβρίου 2011, η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τον νόμο 10/2010, ο οποίος εξετάσθηκε σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

33      Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλική Δημοκρατία ότι είχε αποφασίσει να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το κοινοποιηθέν καθεστώς (στο εξής: επίδικο καθεστώς ενισχύσεων). Με τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 30 Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, C 152, σ. 30), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του προβαλλομένου καθεστώτος ενισχύσεων.

34      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές, καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Alghero, του Cagliari-Elmas και της Olbia.

35      Με έγγραφα της 24ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη για την έκδοση, στις 20 Φεβρουαρίου 2014, ανακοινώσεως με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες» (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014), καθώς και για το ότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές θα εφαρμόζονταν εν προκειμένω από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Στις 15 Απριλίου 2014 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ 2014, C 113, σ. 30) ανακοίνωση, με την οποία τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνταν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην προκειμένη υπόθεση, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των τελευταίων.

36      Στις 29 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1861, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) – Ιταλία – Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), της οποίας το διατακτικό ορίζει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1

1. Το καθεστώς που θέσπισε η Ιταλία με τον [νόμο 10/2010] δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] υπέρ της SOGEAAL […], της SOGAER […] και της GEASAR […].

2. Το καθεστώς που θέσπισε η Ιταλία με τον νόμο 10/2010 συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης υπέρ των Ryanair/AMS, easyJet, Air Berlin, Meridiana, Alitalia, Air Italy, [της προσφεύγουσας], [των] Wizzair, Norwegian, JET2.COM, Niki, Tourparade, Germanwings, Air Baltic και Vueling, καθόσον σχετίζεται με δραστηριότητες των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών στον αερολιμένα του Cagliari-Elmas και στον αερολιμένα της Olbia

3. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 τέθηκε σε ισχύ από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ].

4. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1. Η Ιταλία ανακτά από τους δικαιούχους την κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

2. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Ryanair και η AMS αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα για τον σκοπό της παρούσας απόφασης, είναι από κοινού υπεύθυνες για την επιστροφή της κρατικής ενίσχυσης που έλαβε οποιαδήποτε εξ αυτών.

3. Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

[…]

5. Η Ιταλία ακυρώνει τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούσας ενίσχυσης αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1. Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, είναι άμεση και πραγματική.

2. Η Ιταλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που εισέπραξε καθένας από αυτούς βάσει του καθεστώτος·

–        το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

–        λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

–        έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2. Η Ιταλία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, έπειτα από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

37      Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 344 έως 346 της αποφάσεως, ότι αυτή δεν έπρεπε να καλύψει τα μέτρα ενισχύσεων που αποτελούσαν ήδη αντικείμενο διαφορετικής έρευνας, όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, μολονότι όλες οι πληρωμές στις οποίες προέβη η SOGEAAL για τις δραστηριότητες 1 και 2 που προβλέπονται βάσει του νόμου 10/2010 με τις εκτελεστικές πράξεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει των συμβάσεων που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της διαφορετικής έρευνας που αφορούσε αποκλειστικώς τον αερολιμένα του Alghero, η Επιτροπή έκρινε ότι η συντριπτική πλειονότητα των πληρωμών αυτών είχε εκτιμηθεί στο πλαίσιο της εν λόγω έτερης υποθέσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι: «δεν [ήταν] σε όλες τις περιπτώσεις εύκολο να γίνει σαφής διάκριση δεδομένου ότι η οικονομική σχέση μεταξύ της SOGEAAL και μιας δεδομένης αεροπορικής εταιρείας κατά τη σχετική περίοδο [ενδέχετο] να διέπεται από διάφορες συμβάσεις εκ των οποίων μόνο ορισμένες [είχαν εξετασθεί] στην [προμνησθείσα άλλη] υπόθεση […]». Έκρινε, επομένως, ότι έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο της προσβαλλομένης αποφάσεως όλες οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και της SOGEAAL στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι, με άλλα λόγια, το σκέλος των επίμαχων μέτρων αναφορικά με τον αερολιμένα του Alghero.

38      Τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η κινηθείσα εν προκειμένω διαδικασία δεν αφορούσε τη χορήγηση δυνητικής ενίσχυσης από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων υπέρ άλλων παρόχων υπηρεσιών πέραν των αεροπορικών εταιριών για τη δραστηριότητα 3. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε, στην αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να λάβει θέση επ’ αυτού.

39      Στις 4 Αυγούστου 2016, η Αυτόνομη Περιφέρεια διαβίβασε στην προσφεύγουσα αποσπάσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία είχε κοινοποιηθεί από την Επιτροπή στην Ιταλική Δημοκρατία, προκειμένου η προσφεύγουσα να κοινοποιήσει τις παρατηρήσεις της επί του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων, πράγμα το οποίο έπραξε στις 21 Αυγούστου 2016.

40      Στις 11 Οκτωβρίου 2016, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της επιτρέψει την πρόσβαση στον σχετικό με την προσβαλλόμενη απόφαση φάκελο. Στις 27 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή απέρριψε το εν λόγω αίτημα επισημαίνοντας στην προσφεύγουσα ότι, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα, δεν είχε ακόμη αρχίσει να τρέχει η προθεσμία που διέθετε η προσφεύγουσα προκειμένου να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

41      Στις 30 Ιουνίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Σαρδηνίας, Ιταλία) κατά της από 5 Ιουνίου 2017 αποφάσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας, με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή από την προσφεύγουσα ποσού 262 297,54 ευρώ. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής απορρίφθηκε με απόφαση της 7ης Αυγούστου 2017, με την οποία το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε αποστείλει, στις 5 Ιουνίου 2017, την προσβαλλόμενη απόφαση στην προσφεύγουσα. Η τελευταία άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία).

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

42      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

43      Στις 18 Απριλίου 2018 και κατόπιν διπλής ανταλλαγής υπομνημάτων, περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία.

44      Στις 18 Μαΐου 2018, το Γενικό Δικαστήριο, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία εν αναμονή της περατώσεως των εγγράφων διαδικασιών στις συναφείς υποθέσεις Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T-833/17) και easyJet Airline κατά Επιτροπής (T-8/18), οι οποίες περατώθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου και στις 23 Ιουλίου 2018 αντιστοίχως.

45      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε εν συνεχεία να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Ενόψει αυτής, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κλήθηκαν να προσκομίσουν έγγραφα και να απαντήσουν εγγράφως σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθώς και να λάβουν θέση επί της σκοπιμότητας συνεκδικάσεως της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση easyJet Airline κατά Επιτροπής (T-8/18), συνεκδίκαση στην οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τελικώς να μην προβεί λόγω ζητημάτων που άπτονταν του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών. Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στα μέτρα αυτά εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

46      Στις 19 Ιουνίου 2019, κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας και κατόπιν προτάσεως του πρώτου τμήματος και του Αντιπροέδρου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στο πρώτο πενταμελές τμήμα.

47      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Οκτωβρίου 2019, κατόπιν της οποίας περατώθηκε η προφορική διαδικασία.

48      Στις 7 Νοεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να κινήσει εκ νέου την προφορική διαδικασία. Στις 12 Νοεμβρίου 2019, ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, πράγμα το οποίο η τελευταία έπραξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Στις 20 Δεκεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα υπέβαλε συναφώς παρατηρήσεις. Στις 22 Ιανουαρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο περάτωσε την προφορική διαδικασία.

49      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που με αυτήν:

–        διαπιστώνεται, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, ότι το καθεστώς που θεσπίσθηκε με τον νόμο 10/2010 συνιστά κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα στην προσφεύγουσα για τις δραστηριότητές της στους αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia·

–        διαπιστώνεται, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, ότι το καθεστώς που θεσπίσθηκε με τον νόμο 10/2010 συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κρατική ενίσχυση υπέρ της προσφεύγουσας·

–        διαπιστώνεται, στο άρθρο 1, παράγραφος 4, ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά·

–        διατάσσεται η Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει την επίδικη ενίσχυση από την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

50      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

51      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντιστοίχως:

–        πρώτον, πλάνη κατά την ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        δεύτερον, πλάνη ως προς τη δυνατότητα δικαιολογήσεως της επίδικης ενισχύσεως·

–        τρίτον, πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαταγή ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως·

–        τέταρτον, πλημμελής διεξαγωγή της έρευνας·

–        πέμπτον, έλλειψη αιτιολογίας και αντιφατική αιτιολογία.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

52      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα σκέλη, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χαρακτηρισμού του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων ως «κρατικής ενισχύσεως» χορηγηθείσας υπέρ αυτής.

53      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος ακυρώσεως.

1.      Επί του παραδεκτού ορισμένων επιχειρημάτων

54      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωσε ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν ήταν δικαιούχοι κρατικής ενισχύσεως, είναι απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελή. Συγκεκριμένα, η προσφυγή βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον καθόσον αφορά την προσφεύγουσα. Επιπλέον, το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα έλαβε κρατική ενίσχυση δεν αντλήθηκε από το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων θεωρήθηκαν ότι δεν ήταν δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στο τμήμα 7.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

55      Η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι περιόρισε οικειοθελώς το αντικείμενο της προσφυγής της στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον κατά το μέρος που την αφορά. Υπό το πρίσμα αυτό, δικαιούται να αποδείξει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν οι δικαιούχοι της ενισχύσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα κεφάλαια της Αυτόνομης Περιφέρειας διοχετεύθηκαν στις αεροπορικές εταιρίες μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Επομένως, η προσβολή της αποφάσεως αυτής προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την απόδειξη του ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν ενήργησαν ως «μαριονέτες» της Αυτόνομης Περιφέρειας, αλλά, αντιθέτως, έλαβαν ενίσχυση με την οποία μειώθηκαν τα έξοδα μάρκετινγκ στα οποία θα είχαν κανονικά υποβληθεί.

56      Επισημαίνεται συναφώς ότι η προσφεύγουσα χαρακτηρίζεται, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως δικαιούχος του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Επομένως, την αφορούν άμεσα και ατομικά τόσο η παράγραφος 2 όσο και οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως. Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 της αποφάσεως, υποχρεούται να επιστρέψει στις ιταλικές αρχές τα ποσά που έλαβε στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Συνεπώς, την αφορά επίσης άμεσα και ατομικά και το άρθρο 2.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή υπό το πρίσμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά τα μέτρο που με αυτήν ζητείται η ακύρωση, όσον αφορά την προσφεύγουσα, του άρθρου 1, παράγραφοι 2 έως 4, καθώς και του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

58      Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, η προσφεύγουσα μπορεί να προβάλει, προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως των εν λόγω δύο διατάξεων, κάθε λόγο με τον οποίο μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν δικαιούχος του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο αυτό, των επιχειρημάτων με τα οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι πραγματικοί δικαιούχοι του εν λόγω επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων ήταν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όχι οι αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα περί απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, με τη διευκρίνιση πάντως ότι, με τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής δεν ζητείται η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατόν να νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωσή του, δεδομένου ότι, ως αεροπορική εταιρία, δεν ανταγωνίζεται τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 1 δεν την αφορά άμεσα και ατομικά.

2.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον εσφαλμένο προσδιορισμό των δικαιούχων του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, και επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μη ύπαρξη πλεονεκτήματος για την προσφεύγουσα

60      Προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων είναι αποκλειστικά οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ενώ, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του ίδιου λόγου ακυρώσεως, επιχειρεί να αποδείξει ότι δεν της παρασχέθηκε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

61      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν ως αβάσιμα τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

62      Στο μέτρο που τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου αναιρέσεως αλληλεπικαλύπτονται εν μέρει, πρέπει αυτά να εξετασθούν από κοινού.

63      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι η προσφεύγουσα, με το να αμφισβητεί ότι μπορούσε να είναι δικαιούχος του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και με το να υποστηρίζει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν οι μόνοι δικαιούχοι, αμφισβητεί ότι, αφ’ ης στιγμής χορηγήθηκαν στους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως, τα ποσά που προέρχονταν από κρατικούς πόρους, εν προκειμένω από την Αυτόνομη Περιφέρεια, μπορούσαν ακόμη να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι όταν μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκαν από τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως για την αμοιβή της. Επιπλέον, αμφισβητεί ότι ο ρόλος των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων περιορίσθηκε σε εκείνον των ενδιάμεσων φορέων μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αμφισβητεί τη δυνατότητα καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των εμπορικών αποφάσεων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

1)      Επί της χρήσεως «κρατικών πόρων» από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων

64      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κηρύσσονται μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, ενισχύσεις χορηγούμενες υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Επομένως, ο χαρακτηρισμός μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη της και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, κατά την οποία απαιτείται να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C-329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), οι δε δύο αυτές επιμέρους προϋποθέσεις είναι σωρευτικές (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψεις 48 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑351/02, EU:T:2006:104, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Στο πλαίσιο αυτό, η παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων δεν απαιτείται, κατ’ ανάγκην, να συνίσταται σε μέτρο της κεντρικής κυβερνήσεως του οικείου κράτους μέλους. Μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από περιφερειακή αρχή, όπως η Αυτόνομη Περιφέρεια. Συγκεκριμένα, ένα μέτρο που λαμβάνεται από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως και όχι από την κεντρική κυβέρνηση μπορεί να αποτελεί ενίσχυση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 17, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 55). Με άλλα λόγια, τα μέτρα που λαμβάνονται από ενδοκρατικούς, αποκεντρωμένους, ομόσπονδους, περιφερειακούς ή άλλους φορείς των κρατών μελών, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς και την ονομασία τους, εμπίπτουν, όπως ακριβώς και τα μέτρα που λαμβάνονται από την ομοσπονδιακή ή την κεντρική κυβέρνηση, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-92/00 και T-103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 57, και της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T-267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 108).

67      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο σκοπός των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί ώστε αυτές να μη χαρακτηρισθούν ως «κρατικές ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψεις 84 και 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑461/13, EU:T:2015:891, σκέψη 39).

68      Επομένως, πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (βλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35, της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66, και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T-177/07, EU:T:2010:233).

69      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν αμφισβητείται ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια έθεσε στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οι οποίοι ορίζονται από τον νόμο 10/2010 και τα εκτελεστικά μέτρα ως «δικαιούχοι», κεφάλαια για πολυετή περίοδο προκειμένου αυτοί να προβούν σε ενέργειες για την προώθηση της περιφέρειας της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού, κάτι που συνεπαγόταν τόσο την επίτευξη στόχων όσον αφορά την αεροπορική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της νήσου από και προς τα διάφορα αεροδρόμια της όσο και την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα κεφάλαια αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Αυτόνομη Περιφέρεια και καταβλήθηκαν αρχικώς στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αποτελούν κρατικούς πόρους και ότι η απόφαση χορηγήσεως τέτοιων κεφαλαίων στους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν καταλογιστέα στο ιταλικό κράτος. Εντούτοις, τίθεται το ζήτημα εάν, πράγμα που αμφισβητεί η προσφεύγουσα, τα ποσά που έλαβε από τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως σε εκτέλεση των συμβάσεων που είχε συνάψει με αυτούς αποτελούσαν ή εξακολουθούσαν να αποτελούν «κρατικούς πόρους» και μπορούσαν να καταλογιστούν στο ιταλικό κράτος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

70      Συναφώς, όπως προκύπτει τόσο από τον μηχανισμό που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων όσο και από την εφαρμογή του στην πράξη, τα κεφάλαια που κατέβαλλε η εν λόγω Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν αυτά που χρησιμοποίησαν οι τελευταίοι για την αμοιβή των αντισυμβαλλόμενων εταιριών, όπως της προσφεύγουσας.

71      Συγκεκριμένα, αφενός, επισημαίνεται ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων προέβλεπε ένα είδος μηχανισμού εκκαθαρίσεως. Ειδικότερα, η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε ότι οι επιλεγέντες φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων θα εισέπρατταν προκαταβολή ύψους 20 % επί των οφειλόμενων κεφαλαίων για το έτος αναφοράς, ακολουθούμενη από την καταβολή δεύτερης δόσεως ύψους 60 %, κλιμακούμενης και εξαρτώμενης από την υποβολή τριμηνιαίων εκθέσεων, και, τέλος, μια τελευταία δόση ύψους 20 % εφόσον προσκόμιζαν τα έγγραφα που θα παρείχαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια τη δυνατότητα να εξακριβώσει ότι η δραστηριότητα είχε εκτελεσθεί προσηκόντως, ότι οι στόχοι είχαν επιτευχθεί και ότι οι δαπάνες είχαν όντως πραγματοποιηθεί. Κατά συνέπεια, ο ως άνω μηχανισμός ελέγχου είχε ως σκοπό να εμποδίσει κάθε φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα να επιτύχει την επιστροφή ποσών άλλων από εκείνα τα οποία είχε καταβάλει για να αμείψει τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, και ως προς τα οποία ισχύει η υποχρέωση ανακτήσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η ύπαρξη του μηχανισμού αυτού επιβεβαιώνει επίσης ότι οι υπηρεσίες των εν λόγω αεροπορικών εταιριών χρηματοδοτούνταν από την εν λόγω Περιφέρεια, δεδομένου ότι τα ποσά που προκατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως αμοιβή των αντισυμβαλλομένων αεροπορικών εταιριών αντιστοιχούσαν στα κεφάλαια που θα εισέπρατταν, μετά το πέρας της διαδικασίας, από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

72      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 242 έως 246 καθώς και 313, 314 και 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου εκτίθενται οι παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, οι ίδιοι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων της Olbia και του Cagliari-Elmas εξήγησαν ότι, στην πράξη, είχαν προκαταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην πληρωμή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών που παρείχαν τις υπηρεσίες τις οποίες ζητούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια για την προώθηση του τουρισμού της Σαρδηνίας και ότι, στη συνέχεια, είχαν υποβάλει στην Αυτόνομη Περιφέρεια τις λογιστικές τους εκθέσεις όπου αναγράφονταν οι δαπάνες που είχαν όντως πραγματοποιηθεί προκειμένου να τους επιστραφούν αυτές από την εν λόγω Περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτό, ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένος του Cagliari-Elmas ανέφερε μάλιστα ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε απαιτήσει από αυτόν να αποδείξει ότι οι αεροπορικές εταιρίες που παρείχαν υπηρεσίες είχαν λάβει το σύνολο των περιφερειακών εισφορών και ότι, ως εκ τούτου, ο ίδιος ήταν απλώς ενδιάμεσος φορέας που τους είχε διαβιβάσει τα ποσά που εισπράχθηκαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Εξάλλου, η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατ’ ουσίαν, ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia είχε μεταβιβάσει στις αεροπορικές εταιρίες το συνολικό ποσό των εισφορών που είχε εισπράξει ο φορέας αυτός από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

73      Επομένως, προκύπτει σαφώς ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για την αμοιβή της προσφεύγουσας στο πλαίσιο των συμβάσεων που είχαν συνάψει με αυτήν προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της Αυτόνομης Περιφέρειας και συνιστούσαν, επομένως, κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως δε προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αντιστοιχία αυτή, η οποία αποδεικνύει ότι τα ποσά που έλαβε αποτελούσαν κρατικούς πόρους, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί εάν έλαβε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

74      Εξάλλου, όσον αφορά το γεγονός που επισήμανε η προσφεύγουσα ότι, το 2013, οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων συνέχισαν να την αμείβουν ενώ δεν ελάμβαναν πλέον κεφάλαια από την Αυτόνομη Περιφέρεια, διαπιστώνεται ότι, όπως εξήγησε η Επιτροπή, όταν η Αυτόνομη Περιφέρεια έπαυσε τις πληρωμές αυτές λόγω της αποφάσεώς της να αναστείλει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων εκπλήρωσαν απλώς τις συμβατικές δεσμεύσεις τους, εφόσον οι επίμαχες συμβάσεις δεν προέβλεπαν τη λύση των συμβάσεων αυτών σε περίπτωση απώλειας της χρηματοδοτήσεως εκ μέρους της Αυτόνομης Περιφέρειας. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεώθηκαν να επιβαρυνθούν με το κόστος προκαταβολής, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της SFIRS, επί των ποσών που επέστρεψε στη συνέχεια η Αυτόνομη Περιφέρεια, τούτο ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις ίδιες τις δηλώσεις τους και σύμφωνα με όσα προέβλεπε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρησιμοποίησαν το σύνολο των κεφαλαίων τα οποία τους είχε χορηγήσει η εν λόγω Περιφέρεια για να αμείβουν τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως την προσφεύγουσα, και τα οποία αποτελούν το αποκλειστικό αντικείμενο της προβλεπόμενης στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώσεως επιστροφής.

75      Εκτός από τις δηλώσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως και των ίδιων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από τους πίνακες που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αντιστοιχία μεταξύ των κεφαλαίων που χορήγησε η Αυτόνομη Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και εκείνων που χρησιμοποίησαν οι τελευταίοι για να αμείψουν τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες επιβεβαιώνεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση της προσφεύγουσας και αντιθέτως προς ό,τι αυτή υποστηρίζει, από το ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών που αυτή υπέγραψε με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia.

76      Συγκεκριμένα, στο προοίμιο της συμβάσεως που είχε συνάψει στις 26 Φεβρουαρίου 2012 με την SOGAER αναφέρεται ρητώς ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε αποφασίσει να αυξήσει τις επενδύσεις της σε μάρκετινγκ στους κλάδους των μεταφορών και του τουρισμού· ότι, για τον σκοπό αυτό, χορηγούσε ετησίως στην SOGAER ποσό το οποίο ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα έπρεπε να δαπανήσει για την επίτευξη του στόχου αυτού και ότι, λαμβανομένης υπόψη της βουλήσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας, η SOGAER είχε δημοσιεύσει αγγελία στον ιστότοπό της προκειμένου να επενδύσει σε δραστηριότητες μάρκετινγκ που είχαν σχεδιασθεί για την προώθηση των τουριστικών αξιοθέατων της Νότιας Σαρδηνίας. Η δε σύμβαση που συνήφθη στις 31 Μαρτίου 2013 μεταξύ της προσφεύγουσας και της GEASAR ανέφερε ότι ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα, σε συμφωνία με την Αυτόνομη Περιφέρεια, προωθούσε ενεργά την Olbia και τη Σαρδηνία ως προορισμό για διακοπές, υλοποιώντας όλες τις κατάλληλες ενέργειες μάρκετινγκ, διαφήμισης και επικοινωνίας, και ότι, για τον σκοπό αυτό, η Αυτόνομη Περιφέρεια χορηγούσε ετησίως στην GEASAR ποσό το οποίο ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα έπρεπε να δαπανήσει για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

77      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, δεν αμειβόταν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων με κονδύλια προερχόμενα από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

78      Η προσφεύγουσα αντιτάσσει επίσης ότι η προβαλλόμενη αντιστοιχία μεταξύ των δύο οικονομικών ροών δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη ώστε να αποκλεισθεί ότι οι γενόμενες προς όφελός της πληρωμές πραγματοποιήθηκαν ως πραγματική αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέσχε στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

79      Συναφώς, επιβάλλεται εκ νέου η υπόμνηση ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο σκοπός των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί ώστε αυτές να μη χαρακτηρισθούν ως «κρατικές ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψεις 84 και 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-461/13, EU:T:2015:891, σκέψη 39).

80      Δεδομένου δε ότι, κατά την εξέταση ενός μέτρου, η Επιτροπή ενδέχεται να κληθεί να εξετάσει εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχεται έμμεσα πλεονέκτημα σε φορείς διαφορετικούς από τον άμεσο αποδέκτη της μεταβιβάσεως κρατικών πόρων (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 61 και 62), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον αποδεικνύεται, όπως εν προκειμένω, ότι προερχόμενο από κρατικούς πόρους πλεονέκτημα μεταβιβάσθηκε από τον άμεσο αποδέκτη σε τελικό δικαιούχο, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε από τον άμεσο αποδέκτη στο πλαίσιο εμπορικής λογικής ή, αντιθέτως, το γεγονός ότι η μεταβίβαση αυτή ανταποκρινόταν σε σκοπό γενικού συμφέροντος.

81      Τούτο επιρρωννύεται από τη νομολογία κατά την οποία πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα, τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35, της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66, της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T-445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 127, και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T-177/07, EU:T:2010:233). Πράγματι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις, η μεταβίβαση του πλεονεκτήματος από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, άμεσους αποδέκτες κρατικών πόρων, εντασσόταν στο πλαίσιο εμπορικής σχέσεως, επιβεβαιώνοντας ότι η ύπαρξη εμπορικού λόγου που υπαγορεύει τη μεταβίβαση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, της διαδρομής που ακολουθούν οι πόροι κρατικής προελεύσεως έως τον τελικό δικαιούχο.

82      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες για τις δραστηριότητες 1 και 2 αντιστοιχούσαν σε κρατικούς πόρους.

2)      Επί της δυνατότητας καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των αποφάσεων και των πληρωμών προς την προσφεύγουσα εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων

83      Όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των αποφάσεων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να συνάψουν τις επίμαχες συμβάσεις με την προσφεύγουσα, η τελευταία αμφισβητεί ότι οι εν λόγω φορείς διαδραμάτισαν απλώς ρόλο ενδιάμεσων φορέων. Συγκεκριμένα, παρά την ύπαρξη διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δραστηριοτήτων τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων διατήρησαν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη λήψη των αποφάσεών τους σχετικά με τον τρόπο χορηγήσεως των κεφαλαίων που έλαβαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

84      Συναφώς, έστω και εάν αφορά υποθέσεις στις οποίες τα επίμαχα κονδύλια, αντιθέτως προς την υπό κρίση περίπτωση, δεν προέρχονταν άμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό ή δεν είχαν διακινηθεί μέσω αυτού, η νομολογία επιβεβαιώνει, όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναφορικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγούμενου άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους, ότι αποφασιστικό κριτήριο είναι το επίπεδο ελέγχου που ασκεί το κράτος επί της χορηγήσεως του πλεονεκτήματος, ιδίως όσον αφορά τον δίαυλο μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος αυτού (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, C-83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 50, της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 37, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C-262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 33), και ότι τούτο ισχύει ακόμη και όταν η χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος δεν συνεπάγεται τύποις τη μεταβίβαση κρατικών πόρων (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C-262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Ακόμη και αν το επίπεδο ελέγχου που ασκεί το κράτος επί της παροχής πλεονεκτήματος καθιστά δυνατή την εκτίμηση κατά πόσον αυτό μπορεί να θεωρηθεί χρηματοδοτούμενο από «κρατικούς πόρους», πρέπει, προκειμένου να εξακριβωθεί η σχετική με τη δυνατότητα καταλογισμού του οικείου μέτρου στο κράτος επιμέρους προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να ληφθεί επίσης υπόψη το εν λόγω επίπεδο ελέγχου στην εξέταση του ζητήματος εάν οι δημόσιες αρχές πρέπει να θεωρηθεί ότι ενεπλάκησαν στη λήψη του εν λόγω μέτρου (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 52, και της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εμπλοκή που μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, καθώς και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου και, ιδίως από την έκτασή του, το περιεχόμενό του και τις συνθήκες που αυτό δημιουργεί (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 52 έως 56, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Commerz Nederland, C-242/13, EU:C:2014:2224, σκέψεις 31 έως 33).

86      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δέχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα κονδύλια που τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από την Αυτόνομη Περιφέρεια έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και χρησιμοποιήθηκαν στην πράξη σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε η εν λόγω Περιφέρεια, στη συγκεκριμένη περίπτωση ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες, ήτοι για την έναρξη νέων αεροπορικών δρομολογίων, την αύξηση των πτήσεων, την επίτευξη στόχων όσον αφορά τον όγκο των επιβατών και την επέκταση των περιόδων εκμεταλλεύσεως υφιστάμενων γραμμών, καθώς και την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ.

87      Όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 359 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες η συμπεριφορά των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων καθορίστηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του νόμου 10/2010 και των σχεδίων δραστηριοτήτων, τα οποία έπρεπε να εγκριθούν από την Αυτόνομη Περιφέρεια πριν τεθούν σε ισχύ, διαπιστώνεται ότι ο νόμος 10/2010 αναφέρει βεβαίως ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είναι τύποις οι δικαιούχοι των πληρωμών που αυτός προβλέπει.

88      Εντούτοις, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 10/2010 προέβλεπε ρητώς ότι τα κριτήρια, η φύση και η διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και οι οδηγίες για την κατάρτιση των σχεδίων δραστηριοτήτων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να καθορίζονται με αποφάσεις του περιφερειακού συμβουλίου, ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου αυτού προέβλεπε, επίσης ρητώς, ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων που καταρτίζονται από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να συνοδεύονται από τις αντίστοιχες πράξεις και συμβάσεις και ότι θα χρηματοδοτούνταν μόνον εφόσον είχαν καταρτισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση, τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών και τις οδηγίες που είχαν καθορισθεί από το περιφερειακό συμβούλιο και μόνον εφόσον είχαν προηγουμένως υποβληθεί στην αρμόδια επιτροπή προς έκδοση δεσμευτικής γνωμοδοτήσεως.

89      Συναφώς, από τον μηχανισμό που θεσπίστηκε με τον νόμο 10/2010 προκύπτει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις τις οποίες ο νόμος αυτός προέβλεπε ότι θα εξέδιδε το περιφερειακό συμβούλιο και από τις οποίες εξηρτώντο οι πληρωμές που πραγματοποιούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια στους επίμαχους εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Οι διατάξεις όμως αυτές, και ειδικότερα η περιφερειακή απόφαση 29/36, προέβλεπαν ρητώς ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να υποβάλουν τα σχέδια δραστηριοτήτων τους προς έγκριση στην Αυτόνομη Περιφέρεια και ότι τα εν λόγω σχέδια έπρεπε, προκειμένου να είναι επιλέξιμα για τη χρηματοδότηση που προβλέπει η εν λόγω Περιφέρεια, να εκπονούνται σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση και τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και τις οδηγίες που εκδίδει το περιφερειακό συμβούλιο.

90      Επιπλέον, ο μηχανισμός επιστροφής των προκαταβληθεισών από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δαπανών μπορούσε να παράσχει στην Αυτόνομη Περιφέρεια τη δυνατότητα να ελέγχει τις πρωτοβουλίες των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, καθόσον μόνον αυτές που είχαν καθοριστεί σύμφωνα με τις οδηγίες της και τεκμηριώνονταν με την προσκόμιση των σχετικών συμβατικών και λογιστικών εγγράφων μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο της χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, τα σχέδια δραστηριοτήτων υποβάλλονταν πριν από τη διαδικασία εγκρίσεως από την Αυτόνομη Περιφέρεια και οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων όφειλαν επίσης να καταθέσουν τριμηνιαίες εκθέσεις ενόψει της καταβολής του 60 % της ενισχύσεως και δεν μπορούσαν να λάβουν την τελευταία δόση της πληρωμής, ύψους 20 %, παρά μόνον αφότου είχαν αποδείξει ότι είχαν τηρήσει τις οδηγίες της Αυτόνομης Περιφέρειας.

91      Η επιρροή της Αυτόνομης Περιφέρειας επί του περιεχομένου και της εκτάσεως των πρωτοβουλιών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων επιβεβαιώνεται από αυτούς τους ίδιους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η GEASAR ανέφερε ότι διαπραγματεύθηκε τις προτάσεις για δραστηριότητες μάρκετινγκ με τις αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο τουριστικού μάρκετινγκ που είχε καταρτίσει η Περιφέρεια ως ένα από τα εργαλεία σχεδιασμού. Από την πλευρά της, η SOGAER υποστήριξε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 313 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η εν λόγω Περιφέρεια χορηγούσε αποζημίωση η οποία απλώς διοχετευόταν μέσω του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα, τούτο δε «στο πλαίσιο σχεδίου το οποίο αποφασίζεται, χρηματοδοτείται και παρακολουθείται από την [Αυτόνομη]Περιφέρεια».

92      Βεβαίως, ο νόμος 10/2010 δεν μνημόνευε τις ειδικές δράσεις που έπρεπε να προτείνουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο των σχεδίων δραστηριοτήτων, ούτε προσδιόριζε ποιες αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να κληθούν. Επιπλέον, η πρωτοβουλία υποβολής σχεδίων δραστηριοτήτων στην Αυτόνομη Περιφέρεια ενόψει του αιτήματος χορηγήσεως των κεφαλαίων που προβλέπονταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων καθώς και, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, η επιλογή των αντισυμβαλλομένων αεροπορικών εταιριών εναπόκειτο τύποις στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ιδίως στο μέτρο που ο νόμος 10/2010 και τα εκτελεστικά του μέτρα δεν ανέφεραν ονομαστικώς τις αεροπορικές εταιρίες με τις οποίες έπρεπε κατ’ ανάγκη να αναπτύξουν εμπορική σχέση οι εν λόγω φορείς. Τούτου δοθέντος, αφής στιγμής οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αποφάσισαν να μετάσχουν στο πρόγραμμα χρηματοδοτήσεως που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, το περιθώριό τους εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των επιχειρηματικών σχεδίων τους και την επιλογή των αντισυμβαλλόμενων φορέων παροχής υπηρεσιών μειωνόταν σε μεγάλο βαθμό από τα κριτήρια και τις οδηγίες που είχε καθορίσει η Αυτόνομη Περιφέρεια.

93      Ειδικότερα, η μνεία, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 10/2010 των συμβάσεων που έπρεπε να προσκομίσουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και η μνεία, στην περιφερειακή απόφαση 29/36, των περιπτώσεων στις οποίες τα σχέδια δραστηριοτήτων καταρτίζονται από αεροπορικές εταιρίες, επιβεβαιώνουν, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια παρακινούσε τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να απευθύνονται σε αεροπορικές εταιρίες, δεδομένου ότι πρόκειται για τις μόνες οντότητες που μπορούν να δεσμεύονται με τις αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη ή τη διατήρηση αεροπορικών δρομολογίων, για τη συχνότητά τους και για στόχους από απόψεως αριθμού επιβατών, η δε εν λόγω Περιφέρεια αποφάσιζε ποιες αεροπορικές συνδέσεις θα θεωρούνταν επιλέξιμες. Επιπλέον, όσον αφορά τις δραστηριότητες μάρκετινγκ, η Αυτόνομη Περιφέρεια προέβη σε διάκριση μεταξύ εκείνων που θα προσφέρονταν από αεροπορικές εταιρίες, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν αναγκαίο οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να απευθυνθούν σε τέτοιες εταιρίες, και εκείνων που θα προσφέρονταν από φορείς παροχής υπηρεσιών διαφορετικούς από τις αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς και των οποίων η ύπαρξη, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ικανή να επηρεάσει το ζήτημα εάν τα κεφάλαια που εισέπραξε η προσφεύγουσα προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της Αυτόνομης Περιφέρειας και ήταν καταλογιστέα σε αυτήν.

94      Ελέγχοντας στενά, σε προηγούμενο στάδιο, τα σχέδια δραστηριοτήτων που υπέβαλλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ιδίως τα σχετικά αεροπορικά δρομολόγια και τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες μάρκετινγκ, καθώς και, σε μεταγενέστερο στάδιο, τα ποσά που κατέβαλλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων ως αμοιβή για τις εν λόγω υπηρεσίες που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο της προωθήσεως της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού, η Αυτόνομη Περιφέρεια ανέλαβε επαρκή έλεγχο επί των συμβατικών συμπεριφορών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων οι οποίοι αποφάσιζαν να ζητήσουν τα προβλεπόμενα στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων μέτρα χρηματοδοτήσεως, σε βαθμό ώστε οι εν λόγω συμπεριφορές να θεωρούνται καταλογιστέες σε αυτήν.

95      Εξάλλου, στις υπ’ αριθ. 300 και 322 αποφάσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας, της 16ης Ιουνίου 2014 και της 13ης Ιουνίου 2013 αντιστοίχως, περί καθορισμού των οριστικών ετησίων ποσών, η ίδια η Αυτόνομη Περιφέρεια έκρινε ότι «η παρέμβαση στην οποία αναφέρεται ο νόμος [10/2010] πραγματοποι[ούνταν] μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οι οποίοι διαδραμ[άτιζαν] από λειτουργικής απόψεως διαμεσολαβητικό και προκαταρκτικό ρόλο για τη μεταφορά πόρων στις αεροπορικές εταιρίες, κατά την καθοριζόμενη από την ίδια την Περιφέρεια διαδικασία, όπως αυτή προβλέφθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο [10/2010], και τα μέτρα εφαρμογής» (che l’intervento di cui alla LR. n. 10/2010 si realizza attraverso le societa di gestione aeroportuale, che fungono da tramiti operativi e da soggetti anticipatori del trasferimento di risorse a favore dei vettori, secondo il percorso dalla Regione stessa disegnato con la sopraccitata legge regionale n. 10/2010 e con e delibere di attuazione della stessa) και ότι «οι αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να θεωρηθούν οι πραγματικοί και μοναδικοί αποδέκτες των ροών χρηματοδοτικών πόρων βάσει του νόμου [10/2010]» (che i vettori debbano considerarsi i reali ed unici destinatari dei flussi delle risorse di cui alla predetta legge regionale).

96      Επιπροσθέτως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το προοίμιο της συμβάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 2012, η οποία συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένος του Cagliari-Elmas, αποδεικνύει σαφώς την έκταση του ελέγχου που ασκούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια, δεδομένου ότι διευκρινίζει συγκεκριμένα ότι «[σ]ύμφωνα με τις οδηγίες που δημοσίευσε η [Αυτόνομη] Περιφέρεια, η SOGAER [είχε καταρτίσει] σχέδιο δραστηριοτήτων όπου περιγράφονταν η στρατηγική και οι δράσεις που [έπρεπε] να εφαρμοσθούν για την επίτευξη του στόχου περί αναπτύξεως της επιβατικής κίνησης»· ότι «[η] χρηματοδότηση του σχεδίου δραστηριοτήτων [υπέκειτο] σε έγκριση από την επιτροπή του περιφερειακού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου [10/2010]»· ότι «η [Αυτόνομη] Περιφέρεια και [η] SOGAER [ανέμεναν] αύξηση της γενικής διαφημιστικής προβολής του Κάλιαρι, [του] αερολιμένα και [της] νότιας Σαρδηνίας[· και ότι, σ]υνεπεία των εν λόγω υπηρεσιών μάρκετινγκ, τόσο η [Αυτόνομη] Περιφέρεια όσο και [η] SOGAER ανέμεναν αύξηση στην κίνηση των επιβατών και θετική οικονομική απόδοση για τον αερολιμένα του Κάλιαρι και τη ζώνη του προσελκύσεως πελατείας».

97      Όσον αφορά το γεγονός ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως ήλεγχαν την υλοποίηση των σχεδίων δραστηριοτήτων, τούτο δεν συνεπαγόταν ότι είχαν αυτονομία κατά την εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, η προσθήκη ποινικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονταν με τις συνεργαζόμενες αεροπορικές εταιρίες εξηγείται προ παντός από τη μέριμνα των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να τηρούν τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές προβλέπονται στην περιφερειακή απόφαση 29/36, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι θα λάβουν πράγματι τη ζητηθείσα από την Αυτόνομη Περιφέρεια χρηματοδότηση και ότι είχαν σημειώσει πρόοδο στην εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων. Από την οπτική του συμφέροντος της Αυτόνομης Περιφέρειας και όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η επιβληθείσα στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υποχρέωση να προβλέψουν μηχανισμό κυρώσεων αποσκοπούσε στην προστασία της δημόσιας επενδύσεως, διασφαλίζοντας ότι τα χορηγηθέντα κεφάλαια θα χρησιμοποιούνταν ορθώς και θα είχαν ως αποτέλεσμα τις αναμενόμενες παροχές με σκοπό την προώθηση του τουρισμού στη Σαρδηνία. Το ίδιο ισχύει και για τον μηχανισμό παρακολουθήσεως, όσον αφορά την υποβολή στην Αυτόνομη Περιφέρεια από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων τόσο τριμηνιαίων εκθέσεων όσο και όλων των δικαιολογητικών λογιστικών και συμβατικών εγγράφων με σκοπό τη λήψη των τελευταίων δόσεων της προταθείσας από την εν λόγω Περιφέρεια χρηματοδοτήσεως.

98      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την προβαλλόμενη αυτονομία λήψεως αποφάσεων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατά τον καθορισμό των συμβατικών τους σχέσεων με τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να θεωρηθούν ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών, οι οποίοι μετεβίβασαν εξ ολοκλήρου τα κεφάλαια που έλαβαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια και, με τον τρόπο αυτό, ενήργησαν σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβαν από την εν λόγω Περιφέρεια μέσω των σχεδίων δραστηριοτήτων που αυτή είχε εγκρίνει.

3)      Επί του εσφαλμένου προσδιορισμού των δικαιούχων του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και επί της απουσίας πλεονεκτήματος για τις αεροπορικές εταιρίες

99      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν οι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, καθόσον το εν λόγω καθεστώς τούς απήλλασσε από τις δαπάνες με τις οποίες θα έπρεπε κανονικά να επιβαρυνθούν προκειμένου να λάβουν τις υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο των επίμαχων συμβάσεων, τόσο αυτών που αφορούν τους σκοπούς περί της συχνότητας των αεροπορικών δρομολογίων και περί του όγκου των επιβατών όσο και αυτών που αφορούν την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ. Επομένως, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων αποτελούσε μηχανισμό επιδοτήσεως των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προκειμένου να λάβουν αυτοί από τις αεροπορικές εταιρίες τις σχετικές με τις δραστηριότητες 1 και 2 υπηρεσίες. Ο μηχανισμός αυτός μείωνε τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε κανονικά να υποβληθούν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προκειμένου να αναπτύξουν τις δικές τους δραστηριότητες. Επομένως, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αποκόμισαν οικονομικά κέρδη από τη σύναψη συμφωνιών με την προσφεύγουσα, ιδίως όσον αφορά την επέκταση της ζώνης επιρροής τους και την αύξηση της επιβατικής κινήσεως.

100    Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, ως αεροπορική εταιρία, άσκησε, σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, δραστηριότητες μάρκετινγκ προς προώθηση των αεροπορικών γραμμών που εκμεταλλευόταν δεν αναιρεί το οικονομικό συμφέρον των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να λαμβάνουν τέτοιες υπηρεσίες δια της συνάψεως συμβάσεων. Συγκεκριμένα, οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των τελευταίων και της προσφεύγουσας ήταν ενδεικτικές πραγματικού οικονομικού συμφέροντος των εν λόγω φορέων να τους παρασχεθούν οι επίμαχες υπηρεσίες, συμφέρον το οποίο η Επιτροπή αναγνώρισε με προγενέστερες αποφάσεις και το οποίο ωθεί πολλούς αερολιμένες να προσφύγουν σε ανάλογες υπηρεσίες εκ μέρους αεροπορικών εταιριών. Οι συμφωνίες αυτές είναι εν τέλει συνήθεις στον τομέα της αεροναυτικής, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, εν προκειμένω, οι οικείοι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρηματοδότησαν εν μέρει τις συμβάσεις αυτές με δικά τους κεφάλαια. Επομένως, οι υπηρεσίες που η προσφεύγουσα παρέσχε προς εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων ήταν πραγματικές και, ακόμη και εάν οι δραστηριότητες τις οποίες αφορούσαν ανταποκρίνονταν στο δικό της οικονομικό συμφέρον, το γεγονός ότι μπόρεσε να αντλήσει οικονομικό πλεονέκτημα από τις εν λόγω εμπορικές συμφωνίες δεν μπορεί να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα έλαβε παράνομη κρατική ενίσχυση από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

101    Εν πάση περιπτώσει, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, τη στιγμή μάλιστα που αυτοί ήταν οι άμεσοι αποδέκτες των πληρωμών της Αυτόνομης Περιφέρειας, τούτο δε κατά μείζονα λόγο με το παράλογο επιχείρημα ότι το εν λόγω καθεστώς δεν είχε σχεδιασθεί ώστε τα δευτερεύοντα αποτελέσματά του να διοχετεύονται προς τους αερολιμένες.

102    Συναφώς, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είχαν βεβαίως συμφέρον να μετέχουν, ως ενδιάμεσοι φορείς, στην εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεδομένου ότι η εκ μέρους των αεροπορικών εταιριών εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους όσον αφορά τη συχνότητα των αεροπορικών δρομολογίων και τους στόχους αναφορικά με τον αριθμό των επιβατών, καθώς και με την εκ μέρους τους παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της επιβατικής κίνησης των οικείων αερολιμένων και, συνακόλουθα, των εσόδων των φορέων εκμεταλλεύσεώς τους από αεροναυτικές και μη δραστηριότητες.

103    Ωστόσο, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είναι απίθανο, χωρίς τη χρηματοδότηση από την Αυτόνομη Περιφέρεια, να είχαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στη διάθεσή τους επαρκή κεφάλαια, εν προκειμένω πολλές δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ, ώστε να εξασφαλίζουν, σε τέτοιο εύρος, δεσμεύσεις, από τις αεροπορικές εταιρίες, για την έναρξη αεροπορικών δρομολογίων και την επίτευξη των στόχων περί επιβατικής κινήσεως, καθώς και για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ, και να είχαν, συνακόλουθα, συνάψει συμφωνίες αυτού του είδους, στο πλαίσιο των επεκτατικών στρατηγικών τους. Αντιθέτως, προκύπτει ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεσμεύθηκαν συμβατικώς με τις αεροπορικές εταιρίες μόνο κατόπιν της εγγυήσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας ότι θα τους κατέβαλε τα αντίστοιχα κεφάλαια.

104    Τούτο επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, εν προκειμένω, οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia δεν είχαν προσφύγει στις υπηρεσίες μάρκετινγκ της προσφεύγουσας ούτε είχαν συνάψει συμφωνίες αναφορικά με τη συχνότητα των αεροπορικών δρομολογίων ή το στόχο περί του αριθμού των επιβατών πριν από την εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και ότι, κατόπιν της αναστολής του εν λόγω καθεστώτος, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν αποφάσισαν από κοινού με την προσφεύγουσα, ελλείψει χρηματοδοτήσεως εκ μέρους της Αυτόνομης Περιφέρειας, να συνάψουν νέες συμβάσεις για ανάλογες υπηρεσίες. Εν τέλει, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η αγορά των εν λόγω υπηρεσιών δεν αφορούσε τόσο εμπορική ανάγκη των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αλλά περισσότερο εντασσόταν στην απόφασή τους να συνδράμουν στην εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζει ότι, με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια μείωσε τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε κανονικά να υποβληθούν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia.

105    Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων άμειψαν τις αεροπορικές εταιρίες και με δικά τους κεφάλαια. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ποια ποσά κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από δικά τους κεφάλαια χωρίς να λάβουν ή να ζητήσουν τη μεταγενέστερη επιστροφή τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια βάσει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ενώ η Επιτροπή υποστηρίζει, χωρίς η προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδείξεις περί του αντιθέτου, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρησιμοποίησαν δικά τους κεφάλαια μόνο σε πολύ μικρή αναλογία και αποκλειστικώς προκειμένου να ανταποκριθούν στις εναπομείνασες συμβατικές δεσμεύσεις τους κατόπιν της αναστολής του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Αφετέρου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές οι υποτιθέμενες ίδιες επενδύσεις των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν εμπίπτουν στην υποχρέωση επιστροφής που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αποτελούν έκφραση αναλήψεως σημαντικών εμπορικών κινδύνων σε σχέση με τη χρήση των κεφαλαίων που προέρχονται από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

106    Όσον αφορά τις παροχές που αποτέλεσαν αντικείμενο των επίδικων συμβάσεων, πέραν του γεγονότος -το οποίο θα εξετασθεί στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς- ότι οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες δεν επελέγησαν κατόπιν διαδικασίας δυνάμενης να διασφαλίσει ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια, μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, τους κατέβαλε αμοιβή με τις τιμές της αγοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, όταν εκλήθη από το Γενικό Δικαστήριο να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, προσκόμισε διαφημιστικό υλικό και υλικό σχετικά με τις συμβάσεις από το οποίο επιβεβαιώνεται ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προώθηση ορισμένων περιοχών και πόλεων που εξυπηρετούνται από την προσφεύγουσα είναι εν γένει άρρηκτα συνδεδεμένη, στον ιστότοπό της, με την προώθηση των πτήσεων που εκτελεί αυτή η ίδια. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει, χωρίς τις συμβάσεις μάρκετινγκ που υπεγράφησαν με την SOGAER και την GEASAR, δεν αποκλείεται η προσφεύγουσα να είχε παρ’ όλα αυτά οργανώσει την προώθηση των αεροπορικών γραμμών της από και προς τη Σαρδηνία, όπως επίσης δεν αποδεικνύεται ότι, προς εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, η προσφεύγουσα ανέπτυξε αισθητά σημαντικότερη δραστηριότητα προωθήσεως από εκείνη που κατά κανόνα αναπτύσσει προκειμένου να προωθήσει απευθείας τις δικές της πτήσεις.

107    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ αγοράστηκαν από τους συγκεκριμένους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, εν προκειμένω με τα κονδύλια που τους διέθεσε η Αυτόνομη Περιφέρεια, με σκοπό την προώθηση της εκμεταλλεύσεως της αεροπορικής γραμμής ή των αεροπορικών γραμμών που εκτελούσαν οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, για την έναρξη ή τη διατήρηση των οποίων οι εταιρίες αυτές αμείφθηκαν βάσει της δραστηριότητας 1.

108    Ομοίως, η Επιτροπή μπορούσε επίσης να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αεροπορικές εταιρίες αμείφθηκαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια προκειμένου να προωθήσουν τις δικές τους υπηρεσίες ως αεροπορικές εταιρίες (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T-53/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:943, σκέψη 271, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑165/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:952, σκέψη 167, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T-165/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:953, σκέψη 230, και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T-111/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:954, σκέψη 232), μολονότι πρόκειται για δαπάνες μάρκετινγκ και διαφήμισης με τις οποίες βαρύνονται καταρχήν οι επίμαχες αεροπορικές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας.

109    Ωσαύτως, η Επιτροπή μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν ήταν δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Πράγματι, η εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων αεροπορικών εταιριών εκτέλεση των παροχών που επιδίωκε και χρηματοδότησε η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε ασφαλώς ως αποτέλεσμα την αύξηση της εναέριας κυκλοφορίας και του αριθμού των επιβατών από και προς τους συγκεκριμένους αερολιμένες, και επέφερε αύξηση των εσόδων των φορέων εκμεταλλεύσεως των εν λόγω αερολιμένων από αεροναυτικές και μη δραστηριότητες. Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, πρόκειται για δευτερoγενές αποτέλεσμα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, από το οποίο ωφελήθηκε σύσσωμος ο τουριστικός κλάδος της Σαρδηνίας, περιλαμβανομένης, εξάλλου, της προσφεύγουσας, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, αποκόμισε και αυτή τέτοιο δευτερογενές πλεονέκτημα με την αύξηση των πωλήσεων όσον αφορά τις υπηρεσίες που προσφέρονται επί των αεροσκαφών της. Παρ’ όλα αυτά, το άμεσο πλεονέκτημα που αποτελεί το αντικείμενο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και το οποίο δεν αποκτήθηκε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς συνίστατο ωστόσο στις πληρωμές προς τις αεροπορικές εταιρίες.

110    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί προβαλλόμενης πλάνης της Επιτροπής σε σχέση με τον προσδιορισμό των δικαιούχων του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και τη διαπίστωση πλεονεκτήματος υπέρ της προσφεύγουσας.

4)      Επί της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς

111    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εκτίμησε ορθώς το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, διότι δεν εφάρμοσε, όπως όφειλε να πράξει, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς τόσο στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας όσο και στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Της προσάπτει επίσης έλλειψη αιτιολογίας. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι δραστηριότητες στις οποίες προέβη συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων εξακολούθησαν να χρηματοδοτούν το 2013 τις δραστηριότητες τις οποίες αφορούσαν οι επίμαχες συμβάσεις, τούτο αποδεικνύει ότι κατά το οικονομικό έτος 2012 τηρήθηκε επίσης το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

112    Η Επιτροπή φρονεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς τόσο στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας όσο και στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Εντούτοις, η εφαρμογή της αρχής αυτής, η οποία απορρέει από το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι η οικεία δημόσια αρχή διενεργεί οικονομική συναλλαγή και ότι συνδέεται με τον δικαιούχο, ούσα κυρία ή μέτοχος αυτού ή κατέχουσα μερίδια στην οντότητα αυτή.

113    Αφενός, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε θέσει ζήτημα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας αγοράς στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας και ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν σαφές ότι η εν λόγω Περιφέρεια επεδίωκε όχι να πραγματοποιήσει κέρδος, αλλά να επιτύχει σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συγκεκριμένα την ενίσχυση της οικονομίας εν γένει προσελκύοντας περισσότερους τουρίστες. Ο σκοπός αυτός όμως δεν λαμβάνεται υπόψη από ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος προβαίνει σε επένδυση. Εν πάση περιπτώσει, η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν μπορούσε να θεωρηθεί φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα ο οποίος επιδιώκει να επενδύσει, δεδομένου μάλιστα ότι ήλεγχε μόνον τον αερολιμένα του Alghero, τον οποίο δεν αφορά η υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, η θέσπιση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει από απόφαση περί επενδύσεως εκ μέρους του Δημοσίου υπό την ιδιότητά του ως μετόχου.

114    Αφετέρου, όσον αφορά τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν ήταν επίσης δικαιολογημένη, δεδομένου ότι, συνάπτοντας τις διάφορες συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρίες, οι εν λόγω φορείς εφάρμοσαν απλώς το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων που εκπόνησε η Αυτόνομη Περιφέρεια για να αυξήσει την έλευση τουριστών στη νήσο αεροπορικώς. Οι φορείς αυτοί δεν χρησιμοποίησαν δηλαδή τα δικά τους κεφάλαια για την πληρωμή των παροχών που καλύπτονταν από τις εν λόγω συμφωνίες, αλλά τα κεφάλαια που παρείχε η Αυτόνομη Περιφέρεια, μεταφέροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κρατικούς πόρους σύμφωνα με τη βούληση και τις οδηγίες της εν λόγω Αυτόνομης Περιφέρειας. Επομένως, οι συναλλαγές αυτές δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς χωρίς την εν λόγω κρατική παρέμβαση, εξυπακουομένου, εξάλλου, ότι οι επίμαχοι εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν ανήκουν στο Δημόσιο.

1)      Επί της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών

115    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δικαιολόγησε τη μη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών, με την αιτιολογία, κατ’ ουσίαν, ότι τα εξετασθέντα μέτρα συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων που θεσπίσθηκε από δημόσια αρχή για λόγους δημόσιας πολιτικής, το οποίο κάλυπτε πολλούς αερολιμένες, εκ των οποίων ένας μόνον ανήκε στην Αυτόνομη Περιφέρεια, και όχι μεμονωμένη συμφωνία μεταξύ ενός αερολιμένα και μιας αεροπορικής εταιρίας. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, ήταν σαφές ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν είχαν ενεργήσει ως ιδιώτες επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς όταν συνήψαν τις επιμέρους συμβάσεις με τις αεροπορικές εταιρείες. Συγκεκριμένα, εφάρμοσαν απλώς ένα καθεστώς ενισχύσεων το οποίο σχεδιάσθηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια για την αύξηση των αεροπορικών μεταφορών προς όφελος εν γένει της νήσου της Σαρδηνίας.

116    Συναφώς, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς υπό το πρίσμα της αυτονομίας των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατά τη χρήση των κεφαλαίων που παρέχει η Αυτόνομη Περιφέρεια και κατά τον καθορισμό των συμβατικών σχέσεών τους με τις αεροπορικές εταιρίες, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη στις σκέψεις 102 έως 110 ανωτέρω.

117    Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως παραδέχεται η προσφεύγουσα και αντιθέτως προς ό,τι συνέβαινε στις περιπτώσεις των προγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής τις οποίες επικαλείται, οι δύο συγκεκριμένοι εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως, ήτοι αυτός του αερολιμένος του Cagliari-Elmas και εκείνος του αερολιμένος της Olbia, δεν ανήκουν, εν πάση περιπτώσει, στην Αυτόνομη Περιφέρεια. Πλην όμως, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, για να είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς σε μια οικονομική συναλλαγή μεταξύ δυο επιχειρήσεων προκειμένου να καθορισθεί εάν, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 345 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-142/87, EU:C:1990:125, σκέψη 29, της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-303/88, EU:C:1991:136, σκέψη 20, και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Air France κατά Επιτροπής, T-358/94, EU:T:1996:194, σκέψη 70), η συναλλαγή αυτή ανταποκρίνεται σε μια οικονομική λογική που αποκλείει τη δυνατότητα να παράσχει η πρώτη επιχείρηση πλεονέκτημα στη δεύτερη, πρέπει επιπλέον η πρώτη επιχείρηση να ανήκει στο Δημόσιο και το τελευταίο να μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως επενδυτής που αναμένει μια, περισσότερο ή λιγότερο μακροπρόθεσμα, οικονομική απόδοση της επενδύσεώς του.

118    Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως της καταρτίσεως επιχειρηματικών σχεδίων από τις αεροπορικές εταιρίες και/ή της εκ των προτέρων αναλύσεως της αποδοτικότητας των επενδύσεων στις οποίες προέβησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, όπως αυτές προβάλλονται από την προσφεύγουσα, προκύπτει, αφενός, ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν ανήκαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, ότι οι φορείς αυτοί χρησιμοποίησαν απλώς τα κονδύλια που τέθηκαν στη διάθεσή τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια για να αποκτήσουν υπηρεσίες σύμφωνα με τις οδηγίες της τελευταίας.

119    Εκ των ανωτέρω προκύπτει, όπως ορθώς έκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων περιορίσθηκαν κατ’ ουσίαν στην εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Δεδομένου, επιπλέον, ότι οι εν λόγω φορείς δεν ανήκαν στο Δημόσιο, οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν μπορούσαν να εξετασθούν υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, έστω και εάν οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν με κρατικούς πόρους, εν προκειμένω με πόρους της Αυτόνομης Περιφέρειας.

120    Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός, ακόμη και εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατέβαλαν αμοιβή στις αεροπορικές εταιρίες και από δικά τους επίσης κεφάλαια. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ποια ποσά κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από δικά τους κεφάλαια χωρίς να λάβουν ή να ζητήσουν τη μεταγενέστερη επιστροφή τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, ενώ μάλιστα η Επιτροπή υποστηρίζει, χωρίς η προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδείξεις περί του αντιθέτου, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρησιμοποίησαν τα δικά τους κεφάλαια μόνο σε πολύ μικρή αναλογία και αποκλειστικά για να ανταποκριθούν στις εναπομείνασες συμβατικές δεσμεύσεις τους κατόπιν της αναστολής του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Αφετέρου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές οι υποτιθέμενες ίδιες επενδύσεις των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν εμπίπτουν στην υποχρέωση επιστροφής που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αποτελούν έκφραση αναλήψεως σημαντικών εμπορικών κινδύνων σε σχέση με τη χρήση των κεφαλαίων που προέρχονται από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

121    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

2)      Επί της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας

122    Στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή σημείωσε καταρχάς ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς· ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ενήργησε σύμφωνα με την αρχή αυτή όταν θέσπισε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και ότι ήταν σαφές ότι είχε επιδιώξει, με την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, να επιτύχει σκοπούς δημόσιας πολιτικής, ειδικότερα δε να ενισχύσει την περιφερειακή οικονομία προσελκύοντας περισσότερους τουρίστες, αντί να αποκομίσει κέρδη υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας. Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής αυτής στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και της Αυτόνομης Περιφέρειας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρχή αυτή δεν είχε εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση.

123    Η προσφεύγουσα θεωρεί εσφαλμένο στο συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

124    Εντούτοις, εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia, οι οποίοι είναι οι μόνοι τους οποίους αφορά η υπό κρίση υπόθεση, δεν ανήκουν στην Αυτόνομη Περιφέρεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Περιφέρεια ενήργησε ως επενδυτής. Αντιθέτως, η Αυτόνομη Περιφέρεια έθεσε σε εφαρμογή το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων με αποκλειστικό σκοπό την οικονομική ανάπτυξη της νήσου της Σαρδηνίας.

125    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν όφειλε να αναλύσει εάν, με τη χρηματοδότηση που αποτελεί το αντικείμενο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε προβεί σε επένδυση συγκρίσιμη με εκείνη ενός ιδιώτη επενδυτή. Επομένως, μπορούσε να θεωρήσει ότι οι εκ των προτέρων αναλύσεις της οικονομικής αποδοτικότητας των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και της προσφεύγουσας δεν ασκούσαν επιρροή, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η Αυτόνομη Περιφέρεια, ενεργώντας αποκλειστικά ως φορέας δημόσιας εξουσίας, δεν μπορούσε να αναμένει μερίσματα, κεφαλαιουχικά κέρδη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κέρδους παρόμοια με αυτά που θα αποκόμιζε ένας ιδιώτης επενδυτής.

126    Επί του σημείου αυτού, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ενδεχόμενη αύξηση των φορολογικών πόρων ενός δημόσιου φορέα, όπως η Αυτόνομη Περιφέρεια, λόγω της λήψεως μέτρων δημόσιας πολιτικής, δεν μπορεί να εξομοιωθεί ούτε να συγκριθεί με τα κέρδη που ένας ιδιώτης επενδυτής προσδοκά από τις επενδύσεις του, δεδομένου ότι δεν είναι της ίδιας φύσεως με ένα οικονομικό πλεονέκτημα που αναμένει ένας επιχειρηματίας από μια από τις επενδύσεις του. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μακροοικονομικά πλεονεκτήματα που αναμένονται από τη δημόσια παρέμβαση στο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, αλλά στις αρχές του εξορθολογισμού της δημόσιας δαπάνης.

127    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να θεωρηθεί ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ενήργησε, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων που θεσπίστηκε στο πλαίσιο μιας γενικότερης οικονομικής πολιτικής, ως επενδυτής ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

128    Τούτου δοθέντος, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησε η Περιφέρεια μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις αεροπορικές εταιρείες τόσο στο πλαίσιο της δραστηριότητας 1 όσο και της δραστηριότητας 2 έπρεπε να θεωρηθούν επιδοτήσεις υπέρ των αεροπορικών εταιρειών για την εκτέλεση περισσότερων πτήσεων προς και από τη Σαρδηνία

129    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι το σύνολο των αερολιμένων της Σαρδηνίας, οι οποίοι είναι οι μόνες οντότητες που μπορούν να συνάψουν σύμβαση σχετικά με τη χρήση των αερολιμενικών υποδομών που διαχειρίζονται, μεταξύ άλλων σχετικά με την έναρξη λειτουργίας νέων αεροπορικών γραμμών, δεν ανήκει στην Αυτόνομη Περιφέρεια, η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν μπορούσε, ως δημόσια αρχή, να αγοράζει αυτού του είδους τις υπηρεσίες απευθείας από τις αεροπορικές εταιρίες. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 312 και 314 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari-Elmas επιβεβαίωσε, αφενός, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ζήτησε, μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, υπηρεσία συνιστάμενη στην επιλογή αεροπορικών εταιριών ικανών να επιτύχουν τους ετήσιους στόχους που ορίσθηκαν σε σχέση με τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών σε στρατηγικές γραμμές από και προς τον αερολιμένα του Cagliari-Elmas και, αφετέρου, ότι η υπηρεσία αυτή παρασχέθηκε από τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες που επελέγησαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων.

130    Από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων προκύπτει επίσης ότι οι παρεχόμενες από τις αεροπορικές εταιρίες υπηρεσίες μάρκετινγκ αποσκοπούσαν στην προώθηση της νήσου της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού.

131    Ως εκ τούτου, μολονότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, θεσπίζοντας το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια ενήργησε ως επενδυτής, εντούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω Περιφέρεια ενήργησε ως αγοραστής υπηρεσιών, ιδίως υπηρεσιών μάρκετινγκ. Εξάλλου, αυτό υπογράμμισε η προσφεύγουσα, στο υπόμνημα απαντήσεως ειδικότερα, επισημαίνοντας ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια «χρησιμοποίησε την παρέμβαση μιας εταιρίας προσανατολισμένης στην αγορά για να αποκτήσει υπηρεσίες εντός αγοράς, ήτοι υπηρεσίες μάρκετινγκ και θέσεις επιβατών».

132    Συγκεκριμένα, αφενός, τα ποσά που εισέπραξε η προσφεύγουσα αντιστοιχούσαν σε παροχή υπηρεσιών κατόπιν παραγγελίας της Αυτόνομης Περιφέρειας για την οποία οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων διαδραμάτισαν απλώς ρόλο ενδιάμεσου φορέα μεταξύ του αναθέτοντος και των παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών. Αφετέρου, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι αεροπορικές εταιρίες παρείχαν υπηρεσίες, είτε πρόκειται για δεσμεύσεις σχετικά με αεροπορικά δρομολόγια και όγκο κυκλοφορίας επιβατών είτε για υπηρεσίες μάρκετινγκ, οι οποίες μπορούν να προσφερθούν στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στον τομέα των αερομεταφορών.

133    Συναφώς, κρατικό μέτρο υπέρ επιχειρήσεως δεν μπορεί, για τον λόγο και μόνον ότι τα μέρη δεσμεύονται να προβούν σε αμοιβαίες παροχές, να αποκλειστεί a priori από την έννοια της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T-14/96, EU:T:1999:12, σκέψη 71).

134    Όσον αφορά ειδικότερα την αγορά υπηρεσιών από τη δημόσια αρχή, αυτή πρέπει κατ’ αρχήν να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων τους οποίους προβλέπει το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη τέτοιας διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών διεξαγόμενης πριν από αγορά υπηρεσιών εκ μέρους δημόσιας αρχής κράτους μέλους θεωρείται κανονικά ότι αρκεί για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο το κράτος μέλος αυτό να μπορεί να χορηγήσει πλεονέκτημα στην επιλεγείσα επιχείρηση-πάροχο το οποίο η τελευταία δεν θα ήταν δυνατόν να αποκομίσει διαφορετικά υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς [πρβλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T-116/01 και T-118/01, EU:T:2003:217, σκέψη 118].

135    Εν προκειμένω, η αγορά των επίμαχων υπηρεσιών δεν πραγματοποιήθηκε από την ίδια την Αυτόνομη Περιφέρεια, η οποία, ως δημόσια αρχή, θα υπέκειτο στους κανόνες της Ένωσης περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Πράγματι, η αγορά αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω άλλων φορέων, μη υποκείμενων στην περίπτωση αυτή στους εν λόγω κανόνες, εν προκειμένω μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, στους οποίους ανατέθηκε να αποκτήσουν στην αγορά τις υπηρεσίες που επιζητούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια και τις οποίες αυτή χρηματοδοτούσε.

136    Σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός και μόνον ότι κράτος μέλος αγοράζει υπηρεσίες οι οποίες, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, προσεφέρθησαν δήθεν υπό τους όρους της αγοράς δεν αρκεί για να συνιστά η πράξη αυτή εμπορική πράξη πραγματοποιούμενη υπό συνθήκες τις οποίες ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε δεχθεί ή, με άλλα λόγια, συνήθη εμπορική πράξη. Πράγματι, σε τέτοιου είδους καταστάσεις, πρέπει, αφενός, το κράτος να έχει πραγματική ανάγκη τις υπηρεσίες αυτές και, αφετέρου, η απόκτηση των υπηρεσιών αυτών να έχει πραγματοποιηθεί με ανοικτή, διαφανή και μη εισάγουσα διακρίσεις διαδικασία, ικανή να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση μεταξύ των παρόχων που μπορούν να παράσχουν τις οικείες υπηρεσίες και να διασφαλίσει ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αποκτώνται στην τιμή της αγοράς, η οποία τιμή εξασφαλίζει ότι, κατά την απόκτηση των εν λόγω υπηρεσιών, η δημόσια αρχή δεν παρέχει πλεονέκτημα στον επιλεγέντα πάροχο [πρβλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T‑116/01 και T-118/01, EU:T:2003:217, σκέψεις 112 έως 120· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψεις 93 και 94, και της 16ης Ιουλίου 2015, BVVG, C-39/14, EU:C:2015:470, σκέψη 32].

137    Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν συνιστούσε αμοιβή για προϊόντα ή υπηρεσίες που ικανοποιούσαν πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας και ότι δεν είχε ακολουθηθεί ανοικτή και διαφανής διαδικασία διαγωνισμού για την παροχή χρηματοδοτικής στηρίξεως στις οικείες αεροπορικές εταιρίες.

138    Συναφώς, αντιθέτως προς ό,τι δέχθηκε η Επιτροπή, η Αυτόνομη Περιφέρεια, ως δημόσια αρχή επιδιώκουσα στόχους οικονομικής πολιτικής, μπορούσε να θεωρήσει ότι είχε ανάγκη να προωθήσει τη νήσο της Σαρδηνίας ως τουριστικό προορισμό προκειμένου να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της νήσου.

139    Εντούτοις, αφενός, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η πρωτοφανής έκταση των υπηρεσιών μάρκετινγκ που χρηματοδοτούνταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι παροχές αυτές ανταποκρίνονταν, κατά τρόπο αναλογικό και υπό το πρίσμα των αρχών του εξορθολογισμού της δημόσιας δαπάνης, στις πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας για την επιδίωξη των στόχων της περί οικονομικής αναπτύξεως της νήσου της Σαρδηνίας.

140    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση εξετάσθηκε το ζήτημα της διοργανώσεως διαγωνισμών για τη σύναψη συμφωνιών από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, διότι η διοργάνωση τέτοιων διαγωνισμών θα μπορούσε να αποδείξει την ύπαρξη συνθηκών της αγοράς και, ως εκ τούτου, την απουσία πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

141    Επιβάλλεται δε συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, προκειμένου να αποκτήσουν τις υπηρεσίες αυξήσεως της εναέριας κυκλοφορίας και μάρκετινγκ, ούτε η Αυτόνομη Περιφέρεια ούτε οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ενεργώντας ως ενδιάμεσοι φορείς, διοργάνωσαν ανοικτούς και διαφανείς διαγωνισμούς δυνάμενους να διασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των παρόχων και την απόκτηση, από την Αυτόνομη Περιφέρεια με κρατικούς πόρους που τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, των εν λόγω υπηρεσιών σε τιμές της αγοράς.

142    Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δημοσίευσαν στους αντίστοιχους ιστότοπούς τους προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος στο πλαίσιο των οποίων οι αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες επιδίωκαν να αναπτύξουν ή να καταστήσουν μη εποχικά ορισμένα από τα αεροπορικά τους δρομολόγια -πλην εκείνων των δρομολογίων για τα οποία υπήρχε ήδη υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας- και να παράσχουν υπηρεσίες μάρκετινγκ, μπορούσαν να προτείνουν τις υπηρεσίες τους στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

143    Εντούτοις, οι εν λόγω προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος δεν μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες με διαδικασίες διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, κληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο να προσκομίσει τις εν λόγω προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, όπως και τις προσφορές που είχε υποβάλει στους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia, η προσφεύγουσα δεν τις προσκόμισε, εξηγώντας ότι δεν είχε φυλάξει τα έγγραφα αυτά. Η Επιτροπή δεν ήταν επίσης σε θέση να προσκομίσει τις εν λόγω προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος. Εξάλλου, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι είχαν καθορισθεί συγκεκριμένα κριτήρια για την επιλογή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλες οι επιχειρήσεις που είχαν υποβάλει προσφορές κλήθηκαν να συμβληθούν με τους οικείους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και ότι, όσον αφορά την τιμολόγηση των παρεχομένων υπηρεσιών, οι τιμές που εφάρμοζαν οι αεροπορικές εταιρίες ήταν ανόμοιες. Μολονότι όμως εμφανίζονταν ως κατά προσέγγιση και στρογγυλοποιημένες οικονομικές εκτιμήσεις, οι οικονομικές απαιτήσεις των αεροπορικών εταιριών είχαν, παρ’ όλα αυτά, ως αποτέλεσμα την απόδοση του συνόλου σχεδόν των ποσών αυτών από την Αυτόνομη Περιφέρεια στους επιχειρηματίες που είχαν προκαταβάλει τις πληρωμές για τις εν λόγω παροχές.

144    Όσον αφορά το υποστατό των παρασχεθεισών υπηρεσιών, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε πράγματι με ποιον τρόπο παρέσχε συγκεκριμένα τις επίμαχες υπηρεσίες, ιδίως τις υπηρεσίες μάρκετινγκ, οι οποίες συνδέονταν ειδικότερα με τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia. Συγκεκριμένα, τα διαφημιστικά μέσα που προσκομίσθηκαν κατόπιν αιτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν αφορούν ειδικώς τις επίμαχες διαφημιστικές εκστρατείες, αλλά εκείνες του 2015 σε σχέση με τους αερολιμένες της νότιας Ιταλίας. Όσον αφορά τα τιμολόγια του τρίτου παρόχου υπηρεσιών, τον οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα για τον σχεδιασμό των προσφορών με σκοπό να επιτύχει την σύναψη των συμβάσεων με τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, τα μηνιαία ποσά που χρέωσε ο εν λόγω πάροχος είναι μόλις μερικές χιλιάδες ευρώ και, ως εκ τούτου, χαμηλά, σε σχέση με τη χρηματοδότηση που χορηγήθηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια και, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι αφορούσαν υπηρεσίες που προορίζονταν αποκλειστικώς για τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia.

145    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε, στο τμήμα 7.2.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Οικονομικό πλεονέκτημα», να διαπιστώσει ότι οι πληρωμές που έλαβαν οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πραγματική αντιπαροχή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες μάρκετινγκ.

146    Εξάλλου, πέραν του γεγονότος ότι οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες δεν επελέγησαν κατόπιν διαδικασίας ικανής να διασφαλίσει ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια, μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, τους κατέβαλε αμοιβή στις τιμές της αγοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, κληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, προσκόμισε διαφημιστικό υλικό και υλικό σχετικό με τις συμβάσεις που επιβεβαιώνει ότι, όπως δέχθηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προώθηση ορισμένων πόλεων και περιοχών που εξυπηρετεί η προσφεύγουσα είναι εν γένει άρρηκτα συνδεδεμένη, στον ιστότοπό της, με την προώθηση των πτήσεων που η ίδια εκμεταλλεύεται.

147    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή επισήμανε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ στο πλαίσιο της δραστηριότητας 2 αγοράστηκαν από τους επίμαχους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, εν προκειμένω με τα κονδύλια που τους διέθεσε η Αυτόνομη Περιφέρεια, για την προώθηση της εκμεταλλεύσεως της αεροπορικής γραμμής ή των αεροπορικών γραμμών που εξυπηρετούσαν οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες και για την έναρξη ή τη διατήρηση των οποίων αμείβονταν στο πλαίσιο της δραστηριότητας 1.

148    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αεροπορικές εταιρίες έλαβαν αμοιβή από την Αυτόνομη Περιφέρεια προκειμένου να προωθήσουν τις δικές τους υπηρεσίες ως αεροπορικές εταιρίες (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T-53/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:943, σκέψη 271, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T-165/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:952, σκέψη 167, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑165/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:953, σκέψη 229, και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑111/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:954, σκέψη 232), μολονότι πρόκειται για δαπάνες μάρκετινγκ και διαφήμισης οι οποίες έπρεπε καταρχήν να βαρύνουν τις επίμαχες αεροπορικές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας. Εν τέλει, η επίτευξη των σκοπών σε σχέση με τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών, οι οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο της δραστηριότητας 1, καθώς και η παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ στο πλαίσιο της δραστηριότητας 2 είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας της προσφεύγουσας.

149    Επιπλέον, πρέπει ακόμη να διαπιστωθεί ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, χωρίς τη σημαντική χρηματοδότηση εκ μέρους της Αυτόνομης Περιφέρειας, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν θα είχαν κατ’ ανάγκη, στο πλαίσιο των αναπτυξιακών στρατηγικών τους, συνάψει συμφωνίες τόσο εκτεταμένες, ή ακόμη δεν θα μπορούσαν να το πράξουν από οικονομικής απόψεως. Τούτο επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, εν προκειμένω, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν έκαναν χρήση των υπηρεσιών μάρκετινγκ της προσφεύγουσας πριν από την εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και ότι, κατόπιν της αναστολής του καθεστώτος αυτού, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν αποφάσισαν, ελλείψει χρηματοδοτήσεως από την Αυτόνομη Περιφέρεια, να συνάψουν νέες συμβάσεις για ανάλογες υπηρεσίες.

150    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το συμπέρασμα ότι η χρηματοδότηση που χορήγησε η Αυτόνομη Περιφέρεια στις αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων 1 και 2 στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων είχε παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα στις οικείες αεροπορικές εταιρίες, εν προκειμένω αμοιβή την οποία δεν θα είχαν λάβει υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

151    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

3)      Επί της δυνατότητας να θεωρηθεί η χρηματοδότηση σε σχέση με τον αερολιμένα της Olbia ενίσχυση για δραστηριότητες μάρκετινγκ, επενδυτική ενίσχυση ή ενίσχυση για περιφερειακά αεροδρόμια

152    Η προσφεύγουσα διερωτάται για ποιους λόγους μια «έμμεση κρατική στήριξη για το μάρκετινγκ μέσω [αυτής]» αποβαίνει παράνομη ενίσχυση, ενώ «η άμεση κρατική στήριξη για το μάρκετινγκ προς τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων δεν είναι παράνομη υπό το πρίσμα των πλέον πρόσφατων τροποποιήσεων» του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1). Επιπλέον, η επίμαχη ενίσχυση θα μπορούσε, κατά την άποψή της, να θεωρηθεί επενδυτική ενίσχυση, δεδομένου ότι ο αερολιμένας της Olbia δεχόταν λιγότερους από τρία εκατομμύρια επιβάτες ετησίως.

153    Η Επιτροπή, εκλαμβάνοντας ότι με το επιχείρημα της η προσφεύγουσα αποβλέπει στη δυνατότητα απαλλαγής των ενισχύσεων για τις δραστηριότητες μάρκετινγκ βάσει του κανονισμού 651/2014, ισχυρίζεται, αφενός, ότι η δυνατότητα αυτή περιορίζεται στους αερολιμένες που δέχονται λιγότερους από 200 000 επιβάτες ετησίως, πράγμα που δεν συμβαίνει ως προς τους αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia, και, αφετέρου, ότι αφορά ενισχύσεις που χορηγούνται στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όχι, όπως εν προκειμένω, στις αεροπορικές εταιρίες. Τέλος, τα ποσά που καταβλήθηκαν για τις δραστηριότητες μάρκετινγκ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «επενδυτικές ενισχύσεις», διότι δεν προορίζονταν για τη χρηματοδότηση παγίων στοιχείων του ενεργητικού και, εν πάση περιπτώσει, η αιτίαση είναι απαράδεκτη, διότι προβλήθηκε για πρώτη φορά από την προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως.

154    Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 408 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κανένας γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία δεν κάλυπτε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένου, κατά συνέπεια, του κανονισμού 651/2014 τον οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα.

155    Περαιτέρω, από το άρθρο 14, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 651/2014 προκύπτει βεβαίως ότι τα μέτρα περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εφόσον, μεταξύ άλλων, πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό, στις οποίες συγκαταλέγεται η απαίτηση να χορηγείται η ενίσχυση σε ενισχυόμενες περιοχές, ήτοι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 27, του εν λόγω κανονισμού, σε «περιοχές που προσδιορίζονται σε εγκεκριμένο χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων για την περίοδο 1 [Ιουλίου] 2014 [έως] 31 [Δεκεμβρίου] 2020 κατ᾽ εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ) της Συνθήκης». Πλην όμως, όσον αφορά την Ιταλία, στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2014-2020» (ΕΕ 2013, C 209, σ. 1) περιλαμβάνονταν μόνον οι περιφέρειες της Καμπανίας, της Απουλίας, της Basilicata, της Καλαβρίας και της Σικελίας. Δεδομένου ότι η περιφέρεια της Σαρδηνίας δεν περιλαμβανόταν στον χάρτη ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα για την επίμαχη περίοδο, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 14 του κανονισμού 651/2014.

156    Ομοίως, η επίδικη ενίσχυση δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει στο άρθρο 51 του κανονισμού 651/2014, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνον τις ενισχύσεις στους αερολιμένες που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, πράγμα που δεν ισχύει κατ’ ανάγκην στην περίπτωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας, και απαιτεί οι εν λόγω ενισχύσεις να αποβαίνουν ολόκληρες προς όφελος των τελικών καταναλωτών που έχουν την κατοικία τους σε απομακρυσμένες περιοχές, πράγμα το οποίο προδήλως δεν προβλέπει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

157    Ακόμη και εάν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα είχε την πρόθεση να επικαλεσθεί το άρθρο 56α του κανονισμού 651/2014, διαπιστώνεται ότι το άρθρο αυτό προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1084 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014 όσον αφορά τις ενισχύσεις για τις λιμενικές και αερολιμενικές υποδομές, τα όρια κοινοποίησης για τις ενισχύσεις για τον πολιτισμό και τη διατήρηση της κληρονομιάς και για τις ενισχύσεις για αθλητικές υποδομές και πολυλειτουργικές ψυχαγωγικές υποδομές, καθώς και τα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων λειτουργίας για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 702/2014 όσον αφορά τον υπολογισμό των επιλέξιμων δαπανών (ΕΕ 2017, L 156, σ. 1), και επομένως δεν είχε εφαρμογή ratione temporis κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επενδυτική ενίσχυση, καθόσον δεν αφορούσε τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων, αλλά ωφελούσε τις αεροπορικές εταιρίες.

158    Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως της ασάφειάς της -η οποία θα δικαιολογούσε την απόρριψή της ως απαράδεκτης- επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, ακόμη και εάν καταβληθεί προσπάθεια για να καταστεί κατανοητή, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη, δεδομένου ότι, αντιθέτως προς την παραδοχή της προσφεύγουσας, μια ενίσχυση όπως η επίδικη εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του κανονισμού 651/2014, ακόμη και εάν είχε θεωρηθεί ότι χορηγήθηκε στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

159    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

3.      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα του επίδικου μέτρου

160    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και εφόσον υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα μπορεί να θεωρηθεί δικαιούχος του επίδικου μέτρου ενισχύσεως, η τελευταία αμφισβητεί ότι το μέτρο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επιλεκτικό». Συγκεκριμένα, οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν πτήσεις από ή προς τους αερολιμένες του Alghero, του Cagliari-Elmas και της Olbia βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Είχαν αδιακρίτως πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας για την προώθηση των αεροπορικών μεταφορών και είχαν όλες τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων συμβάσεις παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών και υπηρεσιών μάρκετινγκ. Επιπλέον, οι μη δικαιούχοι αεροπορικές εταιρίες επέλεξαν να μη συμμετάσχουν και, κατά συνέπεια, δεν υπέστησαν δυσμενή διάκριση. Οι δε αεροπορικές εταιρίες που συνήψαν συμβάσεις με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων επελέγησαν από αυτούς ανάλογα με τη χρησιμότητα των προσφορών τους και όχι βάσει των απαιτήσεων που έθετε η Αυτόνομη Περιφέρεια. Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε τον επιλεκτικό χαρακτήρα της ενισχύσεως.

161    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμο, υποστηρίζοντας ότι επιχειρηματολογία όπως αυτή που προβάλλει η προσφεύγουσα έχει επανειλημμένως απορριφθεί από τη νομολογία (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-379/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:422, σκέψεις 47 και 48). Εφόσον οι αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στους αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia, οι οποίες δεν είχαν συνάψει συμφωνίες με τους αντίστοιχους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, δεν ωφελούνταν από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω καθεστώς ήταν επιλεκτικό. Συναφώς, το γεγονός ότι οι δικαιούχοι αεροπορικές εταιρίες επελέγησαν κατόπιν προσκλήσεων εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, το γεγονός και μόνον ότι κάθε επιχείρηση δύναται να επωφεληθεί ενός μέτρου δεν αρκεί ώστε το μέτρο αυτό να μην έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, με κίνδυνο, ενδεχομένως, να καταστεί το άρθρο 107 ΣΛΕΕ άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν προσδιορίζει τους δικαιούχους του βάσει αντικειμενικών και μη εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων. Συγκεκριμένα, το ευεργέτημα του μέτρου εξαρτήθηκε από διαπραγματεύσεις με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οπότε δεν διασφάλιζε στις ενδιαφερόμενες αεροπορικές εταιρίες ότι θα απολάμβαναν του πλεονεκτήματος, ούτε διασφάλιζε το ύψος του πλεονεκτήματος αυτού, όπως ακριβώς δεν διασφάλιζε την επιλογή των εταιριών αυτών κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις.

162    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ιδιαιτερότητα ενός κρατικού μέτρου, ήτοι ο επιλεκτικός του χαρακτήρας, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Για να εξακριβωθεί εάν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να εξετάζεται εάν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, διευκρινιζομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και είναι, ως εκ τούτου, εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος επιβαρύνσεων στο οποίο εντάσσονται (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία και France Télécom κατά Επιτροπής, T-427/04 και T-17/05, EU:T:2009:474, σκέψεις 228 και 229 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

163    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή δικαιολόγησε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων για τον λόγο ότι αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί καθεστώς γενικής εφαρμογής και ότι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του ωφελούσαν αποκλειστικώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τομείς δραστηριοτήτων, ήτοι τις αεροπορικές εταιρίες που χρηματοδοτούνταν από την Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Επισήμανε συγκεκριμένα ότι οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν πτήσεις από και προς τους αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia και οι οποίες δεν είχαν συνάψει συμφωνία με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν έτυχαν της ίδιας χρηματοδοτικής στηρίξεως από την Αυτόνομη Περιφέρεια ή, τουλάχιστον, όχι υπό τους όρους που προβλέπονται στον νόμο 10/2010. Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι οι δικαιούχοι του επίδικου οικονομικού πλεονεκτήματος περιορίζονταν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις ενός δεδομένου τομέα, ήτοι του τομέα των αεροπορικών μεταφορών, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ήταν επιλεκτικό.

164    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλες οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν δρομολόγια από και προς τους αερολιμένες της Σαρδηνίας, ιδίως από τους αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia, δεν έκριναν σκόπιμο να υποβάλουν προσφορά για παροχή υπηρεσιών στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο της εφαρμογής του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Επιπλέον, έστω και εάν η προσφεύγουσα δεν επιβεβαίωσε το στοιχείο αυτό, επικαλούμενη το εμπορικό απόρρητο των οικείων αεροπορικών εταιριών, δεν αποκλείεται, στις αεροπορικές συνδέσεις που εκτελούσε η προσφεύγουσα με απευθείας πτήσεις από και προς τους αερολιμένες του Cagliari-Elmas και της Olbia από ή προς ευρωπαϊκούς αερολιμένες, άλλες αεροπορικές εταιρίες να ήταν ή είναι σε θέση να προσφέρουν ισοδύναμη μεταφορά με ανταπόκριση μέσω άλλων ευρωπαϊκών αερολιμένων, πράγμα που συνεπάγεται ότι ανταγωνίζονται την προσφεύγουσα. Ομοίως, η τελευταία ανταγωνίζεται αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν δρομολόγια που εμπίπτουν στις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας από και προς τους αερολιμένες της Σαρδηνίας, τα οποία αποκλείονταν από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

165    Δεδομένου όμως ότι οι εταιρίες αυτές, ανταγωνίστριες της προσφεύγουσας, δεν συνήψαν συμβάσεις με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ή δεν μπόρεσαν να συνάψουν τέτοιες συμβάσεις επειδή εκμεταλλεύονταν αεροπορικές γραμμές εξαιρούμενες από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, δεν απέκτησαν το προβαλλόμενο πλεονέκτημα, ενώ, υπό το πρίσμα του σκοπού του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και των μέτρων που ελήφθησαν για τις δραστηριότητες 1 και 2, οι εν λόγω αεροπορικές εταιρίες που δεν ωφελήθηκαν συνέβαλλαν εξίσου στη εκτέλεση αεροπορικών δρομολογίων για τους τουρίστες, ιδίως της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι επιθυμούσαν να επισκεφθούν τη νήσο της Σαρδηνίας.

166    Ως εκ τούτου, δεδομένου, επιπλέον, ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου εκτιμάται σε σχέση με το σύνολο των επιχειρήσεων και όχι σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τυγχάνουν του ίδιου πλεονεκτήματος εντός της ίδιας ομάδας (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-222/04, EU:T:2009:194, σκέψη 66), διαπιστώνεται ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ευνόησε ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες ευρισκόμενες σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο.

167    Επιπροσθέτως, όσον αφορά το γεγονός ότι οι δικαιούχοι αεροπορικές εταιρίες επελέγησαν κατόπιν προσκλήσεων εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο, τούτο δεν ασκεί εν πάση περιπτώσει επιρροή. Πράγματι, τα κράτη μέλη θα είχαν, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να προβαίνουν σε τέτοιες προσκλήσεις για την επιλογή των δικαιούχων ενισχύσεων προκειμένου να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, πράγμα που θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής.

168    Για αυτόν άλλωστε τον λόγο, το γεγονός και μόνον ότι ένα μέτρο μπορεί να ωφελεί όλους τους επιχειρηματίες που πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή ότι προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δεν αποδεικνύει αυτό καθαυτό τον γενικό χαρακτήρα του μέτρου αυτού και δεν αποκλείει τον επιλεκτικό του χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-379/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:422, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

169    Επιπλέον, κατά την εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οι οποίοι ενεργούσαν ως διαχειριστές των δημοσίων κονδυλίων που τους διέθετε η Αυτόνομη Περιφέρεια, διαπραγματεύθηκαν μεμονωμένα τα ποσά των συνδεόμενων με σκοπούς μεταφορών οικονομικών κινήτρων καθώς και τις τιμές των υπηρεσιών μάρκετινγκ που τους επέστρεψε η εν λόγω Περιφέρεια. Ομοίως, καθόρισαν, υπό τον έλεγχο της Αυτόνομης Περιφέρειας, τον όγκο των υπηρεσιών που έπρεπε να παράσχουν, υπό αυτές τις συνθήκες τιμολογήσεως, οι αεροπορικές εταιρίες. H εξουσία αυτή εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των μεμονωμένων ποσών που καταβλήθηκαν, κατά τα προεκτεθέντα, συμβατικώς στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από τα κεφάλαια που παρέσχε η Αυτόνομη Περιφέρεια επιβεβαιώνει, κατά μείζονα λόγο, τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-241/94, EU:C:1996:353, σκέψεις 23 και 24, και της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-127/99, T-129/99 και T-148/99, EU:T:2002:59, σκέψη 154).

170    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

4.      Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την απουσία στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και την απουσία επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών

171    Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι πληρωμές στις οποίες προέβησαν υπέρ αυτής οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia δεν προκάλεσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε επηρέασαν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, οι εν λόγω πληρωμές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 360/2012 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2012, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας οι οποίες χορηγούνται σε επιχειρήσεις που παρέχουν [ΥΓΟΣ] (ΕΕ 2012, L 114, σ. 8), ιδίως διότι δεν υπερβαίνουν το όριο των 500 000 ευρώ που προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού.

172    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμο το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

173    Με γνώμονα τον τίτλο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, στο μέτρο ιδίως που η επίδικη ενίσχυση που την αφορά ήταν κατώτερη του ορίου των 500 000 ευρώ που προβλέπει ο κανονισμός 360/2012, πράγμα που θα πρέπει να εξεταστεί πρώτον, η ενίσχυση αυτή δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών ούτε να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, πράγμα που θα εξεταστεί δεύτερον.

1)      Επί της δυνατότητας να θεωρηθεί η αφορώσα την προσφεύγουσα επίδικη ενίσχυση εμπίπτουσα στο όριο de minimis που προβλέπει ο κανονισμός 360/2012

174    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου (αριθ. 26) σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ (ΕΕ 2010, C 83, σ. 308), αναγνωρίζει στις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές ουσιώδη ρόλο και ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την παροχή, την ανάθεση και την οργάνωση των ΥΓΟΣ κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στις ανάγκες των χρηστών. Συναφώς, το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προβλέπει ειδικότερα ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση ΥΓΟΣ υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί.

175    Επομένως, το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επιτρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης και αποσκοπεί στον συγκερασμό του συμφέροντος των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως του δημόσιου τομέα, ως όργανο οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής, με το συμφέρον της Ένωσης προς τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού και διατήρηση της ενότητας της κοινής αγοράς. Με γνώμονα το κατά τα ανωτέρω συμφέρον των κρατών μελών, δεν είναι δυνατόν να τους απαγορεύεται να λαμβάνουν υπόψη, όταν καθορίζουν τις ΥΓΟΣ τις οποίες αναθέτουν σε ορισμένες επιχειρήσεις, στόχους της εθνικής τους πολιτικής και να προσπαθούν να τους επιτύχουν μέσω υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που επιβάλλουν στις εν λόγω επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-159/94, EU:C:1997:501, σκέψεις 55 και 56, και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Albany, C-67/96, EU:C:1999:430, σκέψεις 103 και 104).

176    Στο πλαίσιο αυτό και με την επιφύλαξη ιδίως τυχόν σχετικού κανονισμού που θα εκδοθεί βάσει του άρθρου 14 ΣΛΕE, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια οσάκις ορίζουν εν γένει τί θεωρούν ότι συνιστά ΥΓΟΣ, ήτοι υπηρεσίες που παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε σχέση με το γενικό οικονομικό συμφέρον που εξυπηρετούν άλλες οικονομικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Merci convenzionali porto di Genova, C‑179/90, EU:C:1991:464, σκέψη 27, και της 18ης Ιουνίου 1998, Corsica Ferries France, C-266/96, EU:C:1998:306, σκέψη 45) και, ειδικότερα, την αποστολή που αναθέτουν στις εν λόγω ΥΓΟΣ (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2012, CBI κατά Επιτροπής, T-137/10, EU:T:2012:584, σκέψη 191). Ως εκ τούτου, ο ορισμός των υπηρεσιών αυτών από κράτος μέλος μπορεί να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης (αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Olsen κατά Επιτροπής, T-17/02, EU:T:2005:218, σκέψη 216, και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-289/03, EU:T:2008:29, σκέψεις 166 και 169), ιδίως όταν το κράτος μέλος έχει ασκήσει την εξουσία αυτή αυθαιρέτως με αποκλειστικό σκοπό να αποφευχθεί η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο τομέα (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-289/03, EU:T:2008:29, σκέψη 168).

177    Πάντως, δεδομένου ότι πρόκειται για παρέκκλιση από τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης, το κράτος μέλος που επικαλείται το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-159/94, EU:C:1997:501, σκέψη 94). Κατά την πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η υποχρέωση δε αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C-280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 89).

178    Ο κανονισμός 360/2012, τον οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, απλώς εφαρμόζει την ως άνω νομολογία. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 360/2012 υπενθυμίζει ότι «[μόνον ο]ι ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις για την παροχή [ΥΓΟΣ] θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνονται σε όλα τα κριτήρια του άρθρου 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης και, συνεπώς, δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης».

179    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα στις αιτιολογικές σκέψεις 379 και 411, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα δρομολόγια που αποτελούν αντικείμενο υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2008, L 93, σ. 3), και εκτελούνται στη Σαρδηνία, εξαιρούνταν ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του νόμου 10/2010, ο οποίος είχε σχεδιασθεί σαφώς ως σύστημα παράλληλο προς το σύστημα υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας βάσει του κανονισμού 1008/2008. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υποχρεώσεις στο πλαίσιο ΥΓΟΣ μπορούν να επιβάλλονται μόνο για συγκεκριμένο δρομολόγιο ή για συγκεκριμένη ομάδα δρομολογίων και δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται εν γένει για οποιοδήποτε τακτικό δρομολόγιο με αναχώρηση από συγκεκριμένο αερολιμένα, πόλη ή περιφέρεια.

180    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι της ανατέθηκε η παροχή ΥΓΟΣ στο πλαίσιο καθενός από τα αεροπορικά δρομολόγια που επελέγησαν και χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

181    Συγκεκριμένα, αφενός, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ίδια η περιφερειακή απόφαση 29/36 απέκλειε το ενδεχόμενο οι γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος, που καθορίζονται από τα σχέδια δραστηριοτήτων που υποβάλλονται στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, να αλληλεπικαλύπτονται με τις γραμμές που εκτελούνται ήδη υπό καθεστώς υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Αφετέρου, ο κίνδυνος να μην εκπληρωθούν οι ιδιαίτερες αποστολές που έχουν ανατεθεί στην επιχείρηση που έχει αναλάβει την παροχή ΥΓΟΣ, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που βαρύνουν την τελευταία, είναι αυτός που δικαιολογεί την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-159/94, EU:C:1997:501, σκέψη 95).

182    Εν προκειμένω, όμως, στο πλαίσιο των αεροπορικών γραμμών τις οποίες εκμεταλλευόταν η προσφεύγουσα και οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα δεν μπορεί ευλόγως να υποστηρίξει ότι της επιβλήθηκαν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή ότι της ανατέθηκαν ιδιαίτερες αποστολές κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατά μείζονα λόγο διότι δεν αμφισβητείται ότι οι περισσότερες από τις αεροπορικές αυτές γραμμές είχαν ήδη προταθεί, κατά το χρονικό διάστημα που κάλυπτε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, και από την προσφεύγουσα, υπό κανονικές συνθήκες αγοράς χωρίς κρατική παρέμβαση. Επομένως, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια έκρινε ότι η εκμετάλλευση των αεροπορικών αυτών γραμμών, που χαρακτηρίζονται ως στρατηγικού ενδιαφέροντος, συνιστά ΥΓΟΣ, δεν αρκεί, ιδίως ελλείψει ακριβούς καθορισμού, εκ μέρους της εν λόγω Περιφέρειας, των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα.

183    Ελλείψει ΥΓΟΣ ανατεθείσας στην προσφεύγουσα και στις λοιπές αεροπορικές εταιρίες που ωφελήθηκαν του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, ορθώς η Επιτροπή δεν εξέτασε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την εφαρμογή εν προκειμένω του κανονισμού 360/2012. Ως εκ περισσού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων που συνήφθησαν με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα έπρεπε να εισπράξει το ποσό των 580 000 ευρώ και, σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, εισέπραξε ποσό 670 298,75 ευρώ, καθ’ υπέρβαση επομένως του προβλεπόμενου από τον εν λόγω κανονισμό ορίου των 500 000 ευρώ.

2)      Επί της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και επί των επιπτώσεων του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

184    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου εθνικό μέτρο να χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση έχει πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και στρεβλώνει όντως τον ανταγωνισμό, αλλά πρέπει απλώς να εξετασθεί εάν η εν λόγω ενίσχυση δύναται να επηρεάσει το εμπόριο αυτό και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 111, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 134).

185    Ειδικότερα, όταν ενίσχυση χορηγηθείσα από κράτος μέλος καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ministerio de Defensa και Navantia, C-522/13, EU:C:2014:2262, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Εξάλλου, σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος, προκειμένου να εκτιμήσει, στην αιτιολογία της αποφάσεως, εάν, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των ενισχυομένων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που αυτό προβλέπει, το εν λόγω καθεστώς εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Επομένως, στην απόφαση που αφορά τέτοιο καθεστώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 18, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63).

187    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, εν προκειμένω στις αιτιολογικές σκέψεις 390 έως 392, η Επιτροπή εξήγησε επαρκώς ότι οι αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες έλαβαν τις πληρωμές που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δραστηριοποιούνταν σε τομέα χαρακτηριζόμενο από έντονο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων προερχομένων από διαφορετικά κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, μετείχαν σε συναλλαγές εντός της Ένωσης.

188    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ως άνω αιτιολογία είναι αφ’ εαυτής επαρκής όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως που φέρει η Επιτροπή (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑310/99, EU:C:2002:143, σκέψεις 88 και 89, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 114 και 121).

189    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν παρερμήνευσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον διαπίστωσε ότι η πρόδηλη διασυνοριακή φύση των επίμαχων δραστηριοτήτων, ήτοι των υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, συνεπαγόταν ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ενισχύοντας τη θέση στην αγορά των αεροπορικών εταιριών που ωφελήθηκαν από το εν λόγω καθεστώς. Συγκεκριμένα, οι αερομεταφορείς, όπως η προσφεύγουσα, ανταγωνίζονται στην αγορά αεροπορικών μεταφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οπότε η χορήγηση της ενισχύσεως στις αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, οι οποίες έχουν συνάψει συμβάσεις με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia, ενισχύει την ανταγωνιστική θέση των εν λόγω δικαιούχων επιχειρήσεων σε σχέση με εκείνη άλλων ανταγωνιστικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αεροπορικών επιχειρήσεων, είτε αυτές εκτελούν απευθείας αεροπορικά δρομολόγια προς τη νήσο της Σαρδηνίας είτε όχι.

190    Εν πάση περιπτώσει, αφενός, η προσφεύγουσα, όπως η ίδια παραδέχθηκε, ανταγωνίζεται, στις αεροπορικές γραμμές της από και προς τους αερολιμένες της Σαρδηνίας, ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρίες που μεταφέρουν επιβάτες από και προς τους ίδιους ηπειρωτικούς αερολιμένες με ανταποκρίσεις μέσω άλλων αερολιμένων. Πλην όμως, οι εν λόγω αεροπορικές εταιρίες, όσον αφορά τις προμνησθείσες αεροπορικές γραμμές με ανταπόκριση, οι οποίες ανταγωνίζονταν τις απευθείας αεροπορικές γραμμές της προσφεύγουσας, δεν ωφελήθηκαν από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων το οποίο κάλυπτε μόνον τις απευθείας γραμμές (point-to-point), εν πάση περιπτώσει όχι όσον αφορά τις επιμέρους πτήσεις που εκτελούνταν πέραν του αερολιμένα ανταποκρίσεως, οπότε η ανταγωνιστική θέση των δικαιούχων, όπως η προσφεύγουσα, ήταν οπωσδήποτε ενισχυμένη σε σχέση με εκείνη τέτοιων μη δικαιούχων αεροπορικών εταιριών.

191    Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ορισμένες εταιρίες, ιδίως οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν τακτικά δρομολόγια, δεν υπήχθησαν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων αποκλειστικά και μόνον επειδή δεν είχαν υποβάλει προσφορές συνεργασίας στο πλαίσιο των προσκλήσεων εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσίευσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ούτε αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εξαρτάται εν προκειμένω από το εάν όλες οι αεροπορικές εταιρίες επωφελήθηκαν ή είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το επίμαχο μέτρο. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν υποτεθεί –πράγμα που δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω– ότι όλες οι ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν απευθείας πτήσεις από και προς τους αερολιμένες της Σαρδηνίας μπορούσαν να αξιώσουν να υπαχθούν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το γεγονός αυτό, που αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων, δεν θα είχε καμία επίπτωση στην εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση περί επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών από το εν λόγω καθεστώς, στο μέτρο που το τελευταίο ενισχύει την ανταγωνιστική θέση των εν λόγω αεροπορικών εταιριών σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στην ευρωπαϊκή αγορά, οι οποίοι δεν εξυπηρετούν τη νήσο της Σαρδηνίας.

192    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και ότι, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται πλάνη σχετικά με τη δυνατότητα δικαιολογήσεως της επίδικης ενισχύσεως

193    Προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι οι υπηρεσίες που της ανατέθηκαν εμπίπτουν στην ανακοίνωση της Επιτροπής που φέρει τον τίτλο «Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011)» (ΕΕ 2012, C 8, σ. 15). Επομένως, το επίδικο καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται ως ΥΓΟΣ. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή, μη εξετάζοντας το ζήτημα αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή, τουλάχιστον, ότι η απόφαση αυτή στερείται αιτιολογίας.

194    Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία αυτή είναι ανάλογη με εκείνη που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, για τους ίδιους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην έλλειψη ΥΓΟΣ που να έχει ανατεθεί κατά τρόπο σαφή στην προσφεύγουσα, και σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή.

195    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων εμπίπτει στην ανακοίνωση της Επιτροπής 2005/C 312/01, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθύνσεις για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (ΕΕ 2005, C 312, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2005), οι οποίες έχουν εφαρμογή ratione temporis αντί εκείνων του 2014. Το εν λόγω καθεστώς πληροί τα διάφορα κριτήρια που προβλέπονται στο σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη από την Αυτόνομη Περιφέρεια χρηματοδότηση ήταν προοδευτικά μειούμενη και μειώθηκε από 21 εκατομμύρια ευρώ το 2012 σε 17,5 εκατομμύρια ευρώ το 2013. Ομοίως, τα σχέδια δραστηριοτήτων και οι συναφθείσες με τις αεροπορικές εταιρίες συμβάσεις προέβλεπαν ότι οι χρηματοδοτικές εισφορές για καθεμία από τις επιδοτούμενες αεροπορικές γραμμές έπρεπε να μειώνονται με τον χρόνο. Εξάλλου, τα κονδύλια που καταβλήθηκαν βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων κάλυψαν τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφήμισης σε σχέση με την έναρξη νέων αεροπορικών δρομολογίων. Επιπλέον, η προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο στʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 «σχεδόν» πληρούται εν προκειμένω. Ως προς την προϋπόθεση περί δημοσιότητας του σημείου 79, στοιχείο ηʹ, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, αυτή επίσης πληρούται εφόσον στους ιστοτόπους των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δημοσιεύθηκαν προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για τη σύναψη συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρίες. Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την άποψη της Επιτροπής ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο σημείο 81 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2005 δεν μπορεί να εφαρμοστεί εάν δεν χωρεί εξαίρεση βάσει του σημείου 79.

196    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν ως αβάσιμα τα ως άνω επιχειρήματα, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορούσε, όσον αφορά την προσφεύγουσα, να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά ως ενίσχυση εκκινήσεως ούτε βάσει του σημείου 79 ούτε βάσει του σημείου 81 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2005.

197    Συναφώς, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, μπορούν, μεταξύ άλλων, να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, προϋπόθεση η οποία πρέπει να εκτιμάται βάσει των κριτηρίων της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψη 80).

198    Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή που καθιερώνει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι αυτή της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων, οι δε παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή, όπως αυτές που προβλέπει η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-277/00, EU:C:2004:238, σκέψη 20, της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Atzeni κ.λπ., C-346/03 και C-529/03, EU:C:2006:130, σκέψη 79, και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψη 81).

199    Επιπλέον, κατά πάγια επίσης νομολογία, η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, της οποίας η άσκηση ενέχει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται επομένως στην επαλήθευση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑351/98, EU:C:2002:530, σκέψη 74, της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 83, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Abertis Telecom Terrestre και Telecom Castilla-La Mancha κατά Επιτροπής, T‑37/15 και T-38/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:743, σκέψη 160).

200    Όπως προκύπτει ιδίως από το σημείο 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, σκοπός τους είναι να διευκρινιστούν οι περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια χρηματοδότηση αερολιμένων και αεροπορικών εταιριών συνιστά κρατική ενίσχυση και, όταν πρόκειται πράγματι για ενίσχυση, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

201    Συναφώς, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα και όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 412 έως 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει ενισχύσεις για την έναρξη λειτουργίας νέων αεροπορικών γραμμών, υπέκειτο πράγματι στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 174 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, οι ενισχύσεις που κοινοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών μπορούσαν καταρχήν να εξετασθούν, μετά τις 4 Απριλίου 2014, υπό το πρίσμα των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Εντούτοις, οι ενισχύσεις, κοινοποιηθείσες ή μη, οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή, όπως εν προκειμένω, προτού η Επιτροπή αποφανθεί επί των κοινοποιηθέντων από την Ιταλική Δημοκρατία μέτρων και οι οποίες, κατά συνέπεια, είναι παράνομες βάσει της υποχρεώσεως αναστολής του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πρέπει, αντιθέτως, να εξετασθούν υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

202    Το σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, το οποίο είναι κρίσιμο εν προκειμένω, ορίζει εξής:

«Με βάση τους στόχους που προαναφέρθηκαν και τις σημαντικές δυσχέρειες που μπορεί να δημιουργήσει η έναρξη μιας νέας γραμμής, η Επιτροπή θα εγκρίνει τις ενισχύσεις αυτές, εφόσον πληρούν τους κάτωθι όρους:

[…]

δ)      Μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της γραμμής και προοδευτική μείωση της ενίσχυσης: η [νέα] γραμμή για την οποία χορηγείται ενίσχυση πρέπει μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί βιώσιμη, δηλαδή να καλύπτει τουλάχιστον το κόστος της, χωρίς δημόσια χρηματοδότηση. Για το λόγο αυτό, οι ενισχύσεις για την έναρξη νέων γραμμών πρέπει να μειώνονται προοδευτικά και να είναι χρονικά περιορισμένες.

ε)      Αποζημίωση του πρόσθετου κόστους της έναρξης νέων γραμμών: το ύψος της ενίσχυσης πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόσθετο κόστος της έναρξης νέων γραμμών που αφορά την έναρξη της νέας γραμμής ή τη συχνότητά της, το οποίο ο αερομεταφορέας δεν θα μπορούσε να αναλάβει υπό κανονικούς ρυθμούς. Το κόστος αυτό περιλαμβάνει ιδίως τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφήμισης που απαιτούνται στην αρχή για τη γνωστοποίηση της νέας σύνδεσης· μπορεί να περιλαμβάνει τα έξοδα εγκατάστασης στα οποία υποβάλλεται η αεροπορική εταιρεία στο χώρο του περιφερειακού αερολιμένα για την έναρξη της νέας γραμμής, εφόσον πρόκειται όντως για αερολιμένα των κατηγοριών Γ ή Δ και εφόσον δεν έχει ήδη λάβει ενίσχυση για την κάλυψη του κόστους αυτού. Αντίθετα, η ενίσχυση δεν μπορεί να αφορά το σύνηθες λειτουργικό κόστος, όπως είναι η μίσθωση ή η απόσβεση αεροπλάνων, τα καύσιμα, η μισθοδοσία των πληρωμάτων, τα αερολιμενικά τέλη, το κόστος τροφοδοσίας (catering). Το επιλέξιμο κόστος πρέπει να αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος που θα ίσχυε σε φυσιολογικές συνθήκες της αγοράς.

στ)      Ένταση και διάρκεια της ενίσχυσης: η προοδευτικά μειούμενη ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί για μέγιστη διάρκεια τριών ετών. Το ύψος της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, κάθε έτος, το 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους του έτους αυτού και, ως προς τη διάρκεια της ενίσχυσης, το 30 % κατά μέσο όρο του επιλέξιμου κόστους.

Για τις γραμμές με αναχώρηση από τις μειονεκτούσες περιοχές, δηλαδή τις υπεραπομακρυσμένες, τις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α) [της Συνθήκης ΕΚ], και τις περιοχές με μικρή πυκνότητα πληθυσμού, η προοδευτικά μειούμενη ενίσχυση επιτρέπεται να χορηγείται για μια μέγιστη διάρκεια πέντε ετών. Το ύψος της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, κάθε έτος, το 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους του έτους αυτού και, ως προς τη διάρκεια της ενίσχυσης, το 40 % κατά μέσο όρο του επιλέξιμου κόστους. Εφόσον η ενίσχυση χορηγηθεί όντως για πέντε έτη, μπορεί να διατηρηθεί στο 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους των τριών πρώτων ετών.

Ούτως ή άλλως, η περίοδος κατά την οποία χορηγείται ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής σε μια εταιρεία πρέπει να είναι ουσιαστικά μικρότερη από εκείνη για την οποία η εταιρεία δεσμεύεται να ασκήσει τις δραστηριότητές της με σημείο αναχώρησης τον συγκεκριμένο αερολιμένα, όπως φαίνεται στο επιχειρηματικό σχέδιο που απαιτείται στην παράγραφο 79, σημείο i). Eξάλλου, η καταβολή της ενίσχυσης πρέπει να παύσει μόλις επιτευχθούν οι στόχοι όσον αφορά την επιβατική κίνηση ή μόλις η γραμμή αποδειχθεί αποδοτική, ακόμη κι αν οι στόχοι επιτευχθούν πριν τη λήξη της αρχικά προβλεπόμενης διάρκειας της ενίσχυσης.

[…]

η)      Χορήγηση χωρίς διακρίσεις: κάθε δημόσια οντότητα που προτίθεται να χορηγήσει σε μια εταιρεία, μέσω ενός αερολιμένα ή όχι, ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής, οφείλει να δημοσιοποιεί την πρόθεσή της εντός προθεσμίας, ικανής να επιτρέψει σε όλες τις ενδιαφερόμενες αεροπορικές εταιρείες να προτείνουν δρομολόγια. Η εν λόγω γνωστοποίηση περιλαμβάνει ιδίως περιγραφή του δρομολογίου, καθώς και τα στοχοθετημένα κριτήρια ως προς το ύψος και τη διάρκεια της ενίσχυσης. Πρέπει επομένως να τηρούνται οι κανόνες και οι αρχές σε ό, τι αφορά τις δημόσιες συμβάσεις και εκχωρήσεις, εφόσον ισχύουν.

[…]»

203    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, εν προκειμένω στις αιτιολογικές σκέψεις 410 έως 421, η Επιτροπή έκρινε ότι η χρηματική αποζημίωση που χορηγήθηκε από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, διότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια συμβατότητας που μνημονεύονται στο προεκτεθέν σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

204    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επιχειρεί κατ’ ουσίαν να αποδείξει ότι, στην περίπτωσή της, οι ενισχύσεις που έλαβε, οι οποίες συνίσταντο στα ποσά που της κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia σε εκτέλεση των συναφθεισών με αυτήν συμβάσεων, πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σημείου 79 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2005 και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσαν, παρά ταύτα, να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του σημείου 81 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ή, ανεξαρτήτως των τελευταίων, ως ενισχύσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ.

205    Συναφώς, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι ικανά να αναιρέσουν την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωσή της ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε τα κριτήρια του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, τα οποία είναι σωρευτικά, πράγμα που σημαίνει ότι η μη τήρηση ενός εξ αυτών αρκούσε ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μια ενίσχυση να μπορεί να χαρακτηρισθεί «ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής» συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

206    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 410 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν είχε σχεδιασθεί ως καθεστώς με σκοπό την παροχή στήριξης για την έναρξη νέων αεροπορικών γραμμών και ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

207    Περαιτέρω, όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο δʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, ακόμη και εάν υποτεθεί, πράγμα που δεν αποδείχθηκε, ότι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών συνήφθησαν με προοπτική οικονομικής αποδοτικότητας, εκτιμώμενης μέσω μιας εκ των προτέρων εκτιμήσεως της βιωσιμότητας και της αποδοτικότητας των επιχειρηματικών σχεδίων που υπέβαλαν οι αεροπορικές εταιρίες και των οικονομικών αναλύσεων που καταρτίστηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν καθιέρωσε ένα σύστημα προοδευτικά μειούμενων ενισχύσεων για καθεμία από τις αεροπορικές γραμμές οι οποίες καλύπτονταν από τις συναφθείσες μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών συμβάσεις και οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι όλες «νέες» κατά την έννοια των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Ειδικότερα, κάθε αεροπορική εταιρία έλαβε συνολικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε περιόδους δραστηριότητας, αλλά, στην πράξη, η χρηματοδότηση δεν εξατομικεύθηκε ανά αεροπορική γραμμή από και προς κάθε οικείο αερολιμένα. Επί του σημείου αυτού, το επιχείρημα ότι οι χορηγηθείσες για τα έτη 2012 και 2013 ενισχύσεις μειώθηκαν προοδευτικά, από 21 εκατομμύρια ευρώ σε 17,5 εκατομμύρια ευρώ, είναι αλυσιτελές, διότι η προοδευτική μείωση, στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών του 2005, νοείται για κάθε οικεία αεροπορική γραμμή.

208    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, στην περίπτωσή της, η ενίσχυση την οποία έλαβε, για το σύνολο των αεροπορικών γραμμών που εκτελεί από τον αερολιμένα της Olbia, δεν μειώνονταν προοδευτικά όσον αφορά τον αερολιμένα αυτό, δεδομένου ότι, βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, εισέπραξε ή έπρεπε να εισπράξει από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα αυτού αμοιβές που αντιθέτως αυξάνονταν προοδευτικά, εν προκειμένω ποσό 280 000 ευρώ για την περίοδο μεταξύ Μαΐου 2012 και Μαρτίου 2013 και ποσό 300 000 ευρώ για την περίοδο μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2013. Όσον αφορά το αεροδρόμιο του Cagliari-Elmas, προβλεπόταν ότι θα εισπράξει ποσό 74 450 ευρώ για την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2012 και Ιανουαρίου 2013. Τούτου δοθέντος, από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ή από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει ότι οι αεροπορικές γραμμές τις οποίες αφορούσαν, συνολικά, τα ποσά αυτά ήταν αποδοτικές χωρίς την επίμαχη χρηματοδότηση, ούτε ότι η ενίσχυση μπορούσε να εξατομικευθεί για καθεμία από τις γραμμές αυτές ώστε να διαπιστωθεί, για καθεμία από αυτές, ότι η ενίσχυση που αντιστοιχούσε στην οικεία γραμμή ήταν προοδευτικά μειούμενη.

209    Όσον αφορά τον τεθέντα σε εφαρμογή από την Αυτόνομη Περιφέρεια μηχανισμό παρακολουθήσεως των πληρωμών που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν προκύπτει ότι διασφάλιζε, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του σημείου 79, στοιχείο εʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, ότι η χορηγούμενη δημόσια χρηματοδότηση ήταν αναγκαία για την κάλυψη μέρους των δαπανών για την έναρξη των οικείων αεροπορικών γραμμών, ότι αντιπροσώπευε μόνον τις πραγματικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων και ότι αφορούσε μόνον τις δαπάνες αυτές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε σε κάθε αεροπορική εταιρία δεν κατανεμήθηκε σε καθεμία από τις αεροπορικές γραμμές που εκτελούνταν από και προς καθέναν από τους οικείους αερολιμένες της Σαρδηνίας.

210    Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων φέρονται ότι ανέλαβαν με ίδια κεφάλαια, αν και σε άγνωστο μέτρο, πρόσθετες δαπάνες ή ότι η προσφεύγουσα δεν θα είχε ξεκινήσει ή διατηρήσει τις οικείες αεροπορικές γραμμές χωρίς την χρηματοδοτική ενίσχυση που έλαβε από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia. Επιπλέον, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών δεν διευκρινίζουν, για τις οικείες αεροπορικές γραμμές, ποιο ήταν το πρόσθετο κόστος για την έναρξη καθεμίας εξ αυτών.

211    Ομοίως, όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο στʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, αυτή σαφώς δεν πληρούται εφόσον είναι πρόδηλο ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών δεν προσδιορίζουν επιλέξιμο κόστος. Συγκεκριμένα, ελλείψει μνείας επιλέξιμου κόστους, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εάν τηρήθηκε η προϋπόθεση περί μέγιστης χρηματοδοτήσεως του 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους ανά έτος, με ανώτατο όριο μέσης χρηματοδοτήσεως το 30 %. Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια επέστρεψε, κατόπιν αιτήσεως, τις πληρωμές που είχαν καταβάλει οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες και ότι οι πληρωμές αυτές συνίσταντο σε κατ’ αποκοπήν ποσά, τα οποία συχνά στρογγυλοποιούνταν, χωρίς άλλη διευκρίνιση και, εν πάση περιπτώσει, κατά τρόπο μη εξατομικευμένο για καθεμία από τις οικείες αεροπορικές γραμμές.

212    Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Σαρδηνία αποτελεί μειονεκτούσα οικονομική περιοχή της Ένωσης κατά την έννοια του σημείου 79, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι η περιοχή αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007/2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13).

213    Όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο ηʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 σχετικά με τη χωρίς διακρίσεις χορήγηση των ενισχύσεων για την έναρξη νέας γραμμής, πρέπει, για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν ανωτέρω προς απόρριψη του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων διοργάνωσαν διαδικασία που διασφάλιζε τον ανταγωνισμό των αεροπορικών εταιριών, εξασφαλίζοντας διαφάνεια, επαρκή δημοσιότητα, απουσία δυσμενών διακρίσεων και επιλογή των πλέον συμφερουσών από οικονομικής απόψεως προσφορών.

214    Επομένως, είναι προφανές ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, ακόμη και όσον αφορά την ενίσχυση που εισέπραξε ατομικά η προσφεύγουσα, δεν πληρούσε τα κριτήρια του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

215    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής στον τομέα αυτό, καθώς και της ανάγκης στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων από την αρχή της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή εδύνατο, παρά το σχετικό αίτημα της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά τη διοικητική διαδικασία, να αποφασίσει ότι δεν υπήρχε λόγος παρεκκλίσεως ούτε από τα κριτήρια που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 βάσει του σημείου 81 αυτών, κατά το οποίο η Επιτροπή μπορεί «να εξετάσει κατά περίπτωση μια ενίσχυση ή ένα καθεστώς το οποίο, καίτοι δεν πληροί εξ ολοκλήρου τα κριτήρια [του σημείου 79], οδηγεί σε παρεμφερές αποτέλεσμα». Συγκεκριμένα, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι δεν πληροί την πλειονότητα των κριτηρίων που προβλέπονται στο σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταλήγει σε κατάσταση συγκρίσιμη με ενίσχυση που πληροί τις εν λόγω απαιτήσεις.

216    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας, ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και, ως εκ τούτου, είναι, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτος, ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, ανεξάρτητα από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005, έπρεπε να επιτραπεί βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, καθόσον σκοπούσε στην προώθηση του τουρισμού στη Σαρδηνία και των εμπορικών δραστηριοτήτων των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αφενός, η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζήτησε να υπαχθεί στην παρέκκλιση αυτή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, παρέκκλιση η οποία τυγχάνει αυστηρής εφαρμογής. Αφετέρου, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, λόγω της εκτάσεως των χρηματοδοτήσεων που συνεπαγόταν, δεν μπορούσε να μην αλλοιώσει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντικείμενο προς το κοινό συμφέρον.

217    Εξ όλων των ως άνω σκέψεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο σε σχέση με τη διαταγή ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως

218    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τα νόμιμα συμφέροντά της όταν διέταξε την Ιταλική Δημοκρατία, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να ανακτήσει την επίδικη ενίσχυση από την προσφεύγουσα. Λαμβανομένου υπόψη του μικρού αριθμού των περιπτώσεων ενισχύσεων που έχουν αναγνωρισθεί ως εμμέσως χορηγηθείσες και της αβεβαιότητας της ίδιας της Επιτροπής ως προς τον τρόπο αντιμετωπίσεως της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφεύγουσα δύναται να προβάλει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι ο μηχανισμός που τέθηκε σε εφαρμογή με τον νόμο 10/2010 δεν θα χαρακτηριζόταν «κρατική ενίσχυση» καταβαλλόμενη στις αεροπορικές εταιρίες. Υπογραμμίζει συναφώς ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι οι συμβάσεις που τη συνέδεαν με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων συνεπάγονταν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

219    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος. Ειδικότερα, η περίσταση ότι η εκτίμηση της έννοιας της έμμεσης ενισχύσεως είναι, κατά την προσφεύγουσα, ασαφής στο δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων ουδόλως αποτελεί στοιχείο ικανό να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση ενισχύσεων, ιδίως διότι, εν προκειμένω, η ενίσχυση ήταν σαφώς παράνομη καθότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε κοινοποιήσει προηγουμένως το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και διότι η προσφεύγουσα θεωρήθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, άμεσος δικαιούχος του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη ενισχύσεως δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον αποδέκτη της.

220    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, ουδείς μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑506/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:715, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου [βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά Επιτροπής, 265/85, EU:C:1987:121, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C-217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 147 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

221    Δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή, o οποίος έχει επιτακτικό χαρακτήρα, οι δικαιούχοι ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της εν λόγω ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, οσάκις η ενίσχυση καταβάλλεται χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή ή, όπως εν προκειμένω, προτού εκδοθεί η περατώνουσα τη διαδικασία απόφαση της Επιτροπής, με αποτέλεσμα να είναι παράνομη βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί, κατ᾽ αρχήν, να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, T-328/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:498, σκέψεις 20 και 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

222    Εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ίδια ουδέποτε παρέσχε στην προσφεύγουσα διαβεβαιώσεις ως προς τη συμβατότητα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, δεδομένου μάλιστα ότι η Ιταλική Δημοκρατία έθεσε σε εφαρμογή το εν λόγω καθεστώς χωρίς να αναμείνει από την Επιτροπή να αποφανθεί επ’ αυτού βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα, συνεπώς, την έλλειψη νομιμότητας του εν λόγω καθεστώτος.

223    Αναφορικά με την προβαλλόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ως προς την αυστηρώς εμπορική φύση των συμβατικών σχέσεών της με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia, η οποία δεν μπορούσε να εγείρει υποψίες περί κρατικής συμπεριφοράς των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και κρατικής προελεύσεως των κεφαλαίων που αυτοί χρησιμοποιούσαν, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι η κρατική προέλευση των κεφαλαίων που έλαβαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν φαίνεται να είχε αποκρυβεί στις προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που είχαν δημοσιεύσει οι φορείς αυτοί στους ιστότοπούς τους και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, ότι η σύμβαση μεταξύ της προσφεύγουσας και του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένος του Cagliari-Elmas καθιστούσε σαφές, με ιδιαιτέρως ρητό τρόπο, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια χρηματοδοτούσε την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, όπως σχετική μνεία περιείχε και η συναφθείσα με τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia σύμβαση της 31ης Μαρτίου 2013.

224    Επιπλέον, ο νόμος 10/2010 δημοσιεύθηκε στο Bollettino Ufficiale della Regione autonoma della Sardegna, οπότε η προσφεύγουσα, ως ενημερωμένος επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στην αγορά αερομεταφορών στην Ιταλία, δεν μπορούσε να αγνοεί την ύπαρξή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading κατά Επιτροπής, C-38/07 P, EU:C:2008:641, σκέψη 61), ούτε, κατά συνέπεια, το σύστημα χρηματοδοτήσεως που αυτός προέβλεπε, και τον κίνδυνο, αφενός, να θεωρηθεί ενδεχομένως αυτό καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589 και, αφετέρου, να θεωρηθούν οι αεροπορικές εταιρίες πραγματικοί δικαιούχοι του εν λόγω καθεστώτος.

225    Συναφώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί δυσχερούς κατανοήσεως της έννοιας των έμμεσων ή τελικών δικαιούχων κρατικής ενισχύσεως δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Συγκεκριμένα, αφενός, δύο από τις τρεις συμβάσεις που συνήψε με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μνημόνευαν ρητώς τη χρηματοδότηση από την Αυτόνομη Περιφέρεια των υπηρεσιών που είχαν παραγγείλει οι εν λόγω φορείς. Αφετέρου, όπως κάθε επιμελής επιχειρηματίας, η προσφεύγουσα όφειλε να γνωρίζει ότι ο έμμεσος χαρακτήρας της ενισχύσεως δεν επηρεάζει την ανάκτησή της (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T-177/07, EU:T:2010:233, σκέψη 177) και ουδόλως συνιστά, κατά συνέπεια, εξαιρετική περίσταση ώστε να μην έχει άμεσο αποτέλεσμα ως προς αυτή η απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εξάλλου, το σημείο 79, στοιχείο ηʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μνημονεύει ρητώς τη δυνατότητα μιας δημόσιας οντότητας να χορηγήσει ενίσχυση σε αεροπορική εταιρία «μέσω ενός αερολιμένα», επιβεβαιώνοντας επομένως ότι η ύπαρξη συμβατικής σχέσεως δεν εμπόδιζε, αυτή καθεαυτήν, τον χαρακτηρισμό σύμφωνα με τον οποίο στην περίπτωση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων πρόκειται για κρατικές ενισχύσεις υπέρ αεροπορικών εταιριών μη συμβατές με την εσωτερική αγορά.

226    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται πλημμελής διεξαγωγή της έρευνας

227    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή έλλειψη επιμέλειας και αμεροληψίας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τούτο αποδεικνύεται ιδίως από την άρνηση της Επιτροπής να εξετάσει λεπτομερώς την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

228    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ως απαράδεκτος, επισημαίνοντας ότι, κατά παράβαση του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο λόγος αυτός βρίσκει μετά βίας έρεισμα σε ένα μόνο σημείο του δικογράφου της προσφυγής. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή του ιδιώτη επενδυτή, τούτο δεν αποδεικνύει ότι η διοικητική έρευνα δεν διεξήχθη ορθώς.

229    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, ως εκ τούτου, να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη, απλώς και μόνον, επίκληση του λόγου αυτού δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-267/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:69, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιουνίου 2019, Strabag Belgium κατά Κοινοβουλίου, T_299/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:411, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

230    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ουδόλως τεκμηρίωσε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει και ο οποίος αποτελεί αντικείμενο ενός μόνον σημείου στο δικόγραφο της προσφυγής.

231    Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, υπογραμμιζομένου, ως εκ περισσού, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή ανέλυσε κατά τρόπο αρκούντως λεπτομερή το ζήτημα της εφαρμογής στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ελλιπής και αντιφατική αιτιολογία

232    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι από πολλές απόψεις ελλιπής καθώς και αντιφατική.

233    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος, υπογραμμίζοντας ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τήρησε τις απαιτήσεις της νομολογίας σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Στην πραγματικότητα, πολλές από τις αιτιάσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα σχετικά με την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αφορούν περισσότερο το βάσιμο της αποφάσεως ως προς τις επιμέρους πτυχές που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των προηγουμένων λόγων ακυρώσεως.

234    Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να αντιληφθούν τη βάση της και, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, στον δε δικαστή να ελέγξει το βάσιμό της, χωρίς ωστόσο να απαιτείται να παραθέτει το θεσμικό όργανο εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία ανταποκρίνεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τόσο το γράμμα της πράξεως αυτής όσο και το νομικό και πραγματικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-501/00, EU:C:2004:438, σκέψη 73, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑200/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2005:460, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

235    Επιπλέον, στο πλαίσιο λόγου στηριζόμενου σε έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση της βασιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αλυσιτελή και δεν ασκούν επιρροή (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T‑349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

236    Στην υπό κρίση περίπτωση, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς το ζήτημα της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος, εν προκειμένω στις αιτιολογικές σκέψεις 362 έως 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

237    Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου, η Επιτροπή εξέτασε μεν σε μία μόνον αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στην αιτιολογική σκέψη 389, το ζήτημα του εάν πληρούνταν η εν λόγω προβλεπόμενη στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋπόθεση. Εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αιτιολογία αυτή είναι αφ’ εαυτής επαρκής σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-310/99, EU:C:2002:143, σκέψεις 88 και 89, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 114 και 121), ιδίως επειδή η προσφεύγουσα ήταν απολύτως σε θέση να αντιληφθεί τη συλλογιστική της Επιτροπής και να την αμφισβητήσει στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

238    Τούτο ισχύει επίσης και για την εξέταση της υπάρξεως στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, η οποία αποτελεί αντικείμενο των αιτιολογικών σκέψεων 390 έως 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

239    Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του ορίου de minimis που προβλέπεται για τις ΥΓΟΣ, ιδίως με τον κανονισμό 360/2012, η Επιτροπή δεν όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 379 και 411, είχε διαπιστώσει, παρέχοντας, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, την αναγκαία αιτιολογία ως προς το ζήτημα αυτό, ότι δεν είχε ανατεθεί στην τελευταία ΥΓΟΣ υπό το πρίσμα της πρώτης προϋποθέσεως εφαρμογής του άρθρου 106 ΣΛΕΕ και της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C-280/00, EU:C:2003:415).

240    Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν ελήφθη υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας όσον αφορά την ανάκτηση της φερόμενης ως παράνομης ενισχύσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι, αφενός, η προσφεύγουσα δεν είχε καταθέσει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και, επομένως, δεν είχε εγείρει το ζήτημα αυτό και, αφετέρου, η Επιτροπή είχε να αντιμετωπίσει ένα παράνομο καθεστώς ενισχύσεων, καθότι αυτό είχε τεθεί σε εφαρμογή προτού η Επιτροπή αποφανθεί επί της συμβατότητάς του με την εσωτερική αγορά. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία που υπομνήσθηκε προηγουμένως στο πλαίσιο της απορρίψεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, λόγω του παράνομου χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, οι δικαιούχοι δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να προβάλουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

241    Όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε. Συγκεκριμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε σαφώς τους λόγους για τους οποίους απέκλεισε την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, και έκρινε επομένως ότι η προσφεύγουσα είχε αποκομίσει οικονομικό πλεονέκτημα. Στις αιτιολογικές αυτές σκέψεις, εξήγησε, μεταξύ άλλων, τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, δεν ακολουθήθηκε καμία διαδικασία διαγωνισμού για την εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ανάθεση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών στις αεροπορικές εταιρίες. Όπως όμως υπογραμμίζει η Επιτροπή, από τη διαπίστωση αυτή μπορούσε να συναχθεί ότι οι τιμές που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες για τις υπηρεσίες μάρκετινγκ δεν ήταν οι τιμές της αγοράς. Ομοίως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξήγησε, ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως, γιατί εκτιμούσε ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν μπορούσε να αναμένει απόδοση, συγκρίσιμη με την αναμενόμενη από έναν επενδυτή, όταν θέσπισε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

242    Όσον αφορά το ζήτημα αν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες ικανοποιούσαν πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας, η Επιτροπή εξήγησε, εν προκειμένω στις αιτιολογικές σκέψεις 386 και 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν κάλυπτε πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας, έστω και εάν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, το οποίο επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Ομοίως, η Επιτροπή εξήγησε, ιδίως υπό τον τίτλο 7.2.1.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί έκρινε ότι οι πληρωμές προς τις αεροπορικές εταιρίες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως πραγματικό αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες μάρκετινγκ, καθότι, κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω υπηρεσίες μάρκετινγκ αποσκοπούσαν στην προώθηση πρωτίστως των αεροπορικών δρομολογίων των αεροπορικών εταιριών.

243    Όσον αφορά το περιεχόμενο των ποινικών ρητρών που προστέθηκαν στις συμβάσεις που συνήφθησαν με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 359 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο μηχανισμός παρακολουθήσεως που τέθηκε σε εφαρμογή, όπως περιγράφεται στην ενότητα 2.7.3 της εν λόγω αποφάσεως και ο οποίος περιελάμβανε, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 80, την επιβολή κυρώσεων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες, διασφάλιζε τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επέβαλε η Αυτόνομη Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο μηχανισμός αυτός, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών ρητρών που προστέθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για να συμμορφωθούν προς την περιφερειακή απόφαση 29/36, συνέβαλε στον καταλογισμό των συμβατικών συμπεριφορών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στην Αυτόνομη Περιφέρεια, δεν ήταν υποχρεωμένη να εκτιμήσει εκ νέου το ζήτημα αυτό κατά την εξέταση της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, κατά μείζονα λόγο στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia, δεδομένου ότι, όσον αφορά τους τελευταίους, αυτοί δεν ανήκαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια.

244    Όσον αφορά τη δυνατότητα κηρύξεως του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων συμβατού με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν όφειλε να την εξετάσει αυτεπαγγέλτως, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε την πρόθεση να δικαιολογήσει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων βάσει της παρεκκλίσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή.

245    Όσον αφορά το ζήτημα εάν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων συνιστούσε καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση εφόσον καμία συγκεκριμένη επιχείρηση την οποία θεωρούσε δικαιούχο, εν προκειμένω κάποια αεροπορική εταιρία, δεν κατονομαζόταν στο νομικό πλαίσιο το οποίο περιγράφεται στην ενότητα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και το οποίο θεωρούσε ότι συνιστούσε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων. Η αιτιολογία αυτή ήταν επαρκής ώστε να μπορέσει η προσφεύγουσα να αντιληφθεί ότι η περιγραφή του καθεστώτος, που περιλαμβανόταν στην εν λόγω ενότητα, πληρούσε, κατά την Επιτροπή, τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην πρώτη περίπτωση που καλύπτεται από τον ορισμό του καθεστώτος ενισχύσεων του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589.

246    Η προσφεύγουσα προσάπτει ακόμη στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε γιατί η εκ των προτέρων ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας, όπως προβλέπεται στα σημεία 61 έως 66 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω. Εντούτοις, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, στις αιτιολογικές σκέψεις 381 έως 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δικαιολόγησε το αλυσιτελές της εκ των προτέρων αναλύσεως, όπως αυτή προβλέπεται στα εν λόγω σημεία 61 έως 66, αναφέροντας, αφενός, ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε προσκομίσει εκ των προτέρων αναλύσεις της πρόσθετης αποδοτικότητας και, αφετέρου, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια κατείχε μόνον έναν από τους τρεις επίμαχους αερολιμένες, ήτοι τον αερολιμένα του Alghero. Επιπλέον, δεδομένου ότι είχε κρίνει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia είχαν απλώς θέσει σε εφαρμογή το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το αλυσιτελές αυτού του είδους της αναλύσεως ίσχυε επίσης και όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομία της αγοράς στο επίπεδο των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως.

247    Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα κεφάλαια που εισέπραξαν οι αεροπορικές εταιρίες από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν τα προερχόμενα από την Αυτόνομη Περιφέρεια, ούτε υπό ποια έννοια οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αποτελούσαν απλώς ενδιάμεσους φορείς στη διοχέτευση των κεφαλαίων της Αυτόνομης Περιφέρειας προς τις αεροπορικές εταιρίες ως δικαιούχους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε σαφώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είχαν διαδραματίσει ρόλο ενδιάμεσων φορέων μέσω των οποίων τα προερχόμενα από την Αυτόνομη Περιφέρεια κεφάλαια είχαν μεταφερθεί στις αεροπορικές εταιρίες. Κατά τα λοιπά, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είναι σαφές ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για την αμοιβή των αεροπορικών εταιριών ήταν αυτά που είχαν τεθεί στη διάθεση των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

248    Όσον αφορά την εις βάρος της Επιτροπής αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη ή ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εταιρίες Ryanair και easyJet στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ιδίως αυτά που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 116, 118, 131, 136, 145, 152, 166, 172, 177, και 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πέραν του ότι αυτά αφορούσαν κατ’ ουσίαν τις ιδιαίτερες περιπτώσεις των αεροπορικών αυτών εταιριών, οι οποίες, ως εκ τούτου, είναι σε θέση να εκτιμήσουν καλύτερα την επάρκεια της αιτιολογίας που παρέθεσε η Επιτροπή ως απάντηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας είναι ουσία αβάσιμη καθότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή απάντησε στα εν λόγω επιχειρήματα. Εξάλλου, δεδομένου ότι αποφαινόταν επί της υπάρξεως καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, αντιθέσεως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να εξετάσει λεπτομερώς το περιεχόμενο όλων των συμβάσεων που συνήψαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων με όλες τις αεροπορικές εταιρίες.

249    Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τέλος αντιφατικές αιτιολογίες, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 και του 2014 και όσον αφορά τους σκοπούς των υπηρεσιών μάρκετινγκ που παρέχουν οι αεροπορικές εταιρίες στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

250    Συναφώς, η Επιτροπή εξήγησε, στην αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως, γιατί το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, καθόσον συνιστούσε ενίσχυση προς τις αεροπορικές εταιρίες, ενέπιπτε στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 και όχι σε εκείνες του 2014. Επομένως, εξέτασε τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής, στις αιτιολογικές σκέψεις 407 έως 420 της εν λόγω αποφάσεως, υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών του 2005. Βεβαίως, στις αιτιολογικές σκέψεις 379 έως 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε ορισμένα μεθοδολογικά στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, τα οποία είχαν ήδη εκτεθεί από το εν λόγω θεσμικό όργανο στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Ωστόσο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή απλώς εφάρμοσε έννοιες που θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να εφαρμοσθούν ακόμη και εάν δεν υπήρχαν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, κατά την εξέταση της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, δεν ενείχε αντίφαση με την ανάγκη να εξετασθεί η ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιριών υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Transavia Airlines κατά Επιτροπής, T-591/15, EU:T:2018:946, σκέψεις 157 έως 163).

251    Όσον αφορά τους σκοπούς των υπηρεσιών μάρκετινγκ που παρέχουν οι αεροπορικές εταιρίες στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η προσφεύγουσα προβάλλει συναφώς έλλειψη συνοχής. Εντούτοις, η διατύπωση της αιτιάσεως αυτής δεν παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να την κατανοήσει με αποτέλεσμα να πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

252    Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει ούτε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ούτε λόγω αντιφατικών αιτιολογιών και ότι, κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα με τα οποία αμφισβητείται το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αλυσιτελή και δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

253    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που φέρει η Επιτροπή είναι μεγαλύτερη οσάκις διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως, αυτός πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, αρκεί να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η κατάργηση παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Με την απόδοση αυτή, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί κύρωση, ο αποδέκτης της ενισχύσεως χάνει το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και τα πράγματα επανέρχονται στην προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση (απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-75/97, EU:C:1999:311, σκέψεις 64 και 65). Επομένως, αφού διαπιστώθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 421 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στις αεροπορικές εταιρίες από την Περιφέρεια συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, η αιτιολογία που παρετέθη στις αιτιολογικές σκέψεις 422 έως 426 της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν επαρκής για να διαταχθεί η ανάκτηση της ενισχύσεως, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση της προσφεύγουσας.

254    Κατόπιν των προεκτεθεισών σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

255    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Volotea, SA στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Svenningsen

Valančius

Csehi

 

      Nihoul

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαΐου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.