Language of document : ECLI:EU:C:2014:2149

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Οδηγία 2002/20/ΕΚ — Άρθρο 6 — Προϋποθέσεις από τις οποίες είναι δυνατό να εξαρτώνται η γενική άδεια και τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών, καθώς και ειδικές υποχρεώσεις — Άρθρο 13 — Τέλη καταβαλλόμενα για τα δικαιώματα χρήσεως και τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων — Περιφερειακή κανονιστική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να καταβάλλουν φόρο επί των εγκαταστάσεων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑256/13 και C‑264/13,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) με αποφάσεις της 30ής Απριλίου και της 7ης Μαΐου 2013, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 10 και στις 15 Μαΐου 2013, στο πλαίσιο των δικών

Provincie Antwerpen

κατά

Belgacom NV van publiek recht (C‑256/13),

Mobistar NV (C‑264/13),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Ó Caoimh, C. Toader και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Απριλίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Provincie Antwerpen, εκπροσωπούμενη από τον G. van Gelder, advocaat,

–        η Belgacom NV van publiek recht, εκπροσωπούμενη από τους H. de Bauw και B. Den Tandt, advocaten,

–        η Mobistar NV, εκπροσωπούμενη από τους T. De Cordier, H. Waem και E. Taelman, advocaten,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Vandewalle και M. Jacobs,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér, και από τις K. Szíjjártó και A. Szilágyi,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz και U. Persson και από τους E. Karlsson, L. Swedenborg και C. Hagerman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Nicolae και από τους F. Wilman και T. van Rijn,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 6 και 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ της Provincie Antwerpen (επαρχίας της Αμβέρσας) και, αντιστοίχως, της Belgacom NV van publiek recht (στο εξής: Belgacom) και της Mobistar NV (στο εξής: Mobistar), όσον αφορά αποφάσεις με τις οποίες επιβλήθηκε στις δύο αυτές επιχειρήσεις γενικός φόρος εκ μέρους της επαρχίας λόγω των κειμένων στο έδαφος της Provincie Antwerpen εγκαταστάσεών τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας για την αδειοδότηση, το οποίο τιτλοφορείται «Στόχος και πεδίο εφαρμογής»:

«1.      Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω της εναρμόνισης και της απλούστευσης των κανόνων και όρων αδειοδότησης, προκειμένου να διευκολύνεται η παροχή τους σε ολόκληρη την Κοινότητα.

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις άδειες για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»

4        Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, τιτλοφορούμενο «Όροι που συνοδεύουν τη γενική άδεια και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών και ειδικές υποχρεώσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Η γενική άδεια για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και τα δικαιώματα χρήσης αριθμών, μπορούν να υπόκεινται μόνο στους όρους που απαριθμούνται στα μέρη Α, Β και Γ του Παραρτήματος. Οι εν λόγω όροι αιτιολογούνται αντικειμενικά σε σχέση με το εκάστοτε δίκτυο ή υπηρεσία και είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς.

2.      Οι ειδικές υποχρεώσεις οι οποίες ενδεχομένως επιβάλλονται στους φορείς παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών […] ή στους εντεταλμένους να παρέχουν καθολική υπηρεσία […] είναι νομικά διακριτές από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις βάσει της γενικής άδειας. Για να επιτυγχάνεται διαφάνεια για τις επιχειρήσεις, τα κριτήρια και οι διαδικασίες για την επιβολή των εν λόγω ειδικών υποχρεώσεων σε επιμέρους επιχειρήσεις, αναφέρονται στη γενική άδεια.

3.      Η γενική άδεια περιλαμβάνει μόνον ειδικούς για τον εν λόγω τομέα όρους, οι οποίοι ορίζονται στο μέρος A του παραρτήματος και δεν επαναλαμβάνει όρους που ισχύουν για τις επιχειρήσεις βάσει άλλης εθνικής νομοθεσίας.

4.      Τα κράτη μέλη δεν επαναλαμβάνουν τους όρους της γενικής άδειας, όταν παρέχουν το δικαίωμα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών.»

5        Το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Τέλη για δικαιώματα χρήσης και δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να επιβάλει τέλη για δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω, δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου, τα οποία αντανακλούν την ανάγκη διασφάλισης της βέλτιστης χρήσης των πόρων αυτών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω τέλη είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας-πλαισίου) (ΕΕ L 108, σ. 33)].»

6        Το μέρος B του παραρτήματος της οδηγίας για την αδειοδότηση προβλέπει τα εξής:

«Όροι που δύνανται να συνοδεύουν δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων

[...]

6.      Τέλη χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 13 της παρούσας οδηγίας.

[...]»

 Το βελγικό δίκαιο

7        Κατά το άρθρο 97 του νόμου περί της αναμορφώσεως ορισμένων δημοσίων οικονομικών επιχειρήσεων (wet betreffende de hervorming van sommige economische overheidsbedrijven), της 21ης Μαρτίου 1991 (Belgisch Staatsblad, 27 Μαρτίου 1991, σ. 6155), όπως είχε εφαρμογή επί των διαφορών των κυρίων δικών (στο εξής: νόμος της 21ης Μαρτίου 1991):

«1.      Υπό τις καθοριζόμενες στο παρόν κεφάλαιο προϋποθέσεις, κάθε φορέας ο οποίος εκμεταλλεύεται δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών έχει την άδεια να χρησιμοποιεί κοινόχρηστα και ιδιόκτητα πράγματα, υπό την επιφύλαξη του σεβασμού του προορισμού τους και των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τη χρήση τους, για την τοποθέτηση καλωδίων, εναερίων γραμμών και συναφών εξοπλισμών και για τη διενέργεια όλων των αναγκαίων προς τούτο εργασιών.

[...]

2.      Τα καλώδια, οι εναέριες γραμμές και οι συναφείς εξοπλισμοί που έχουν τοποθετηθεί παραμένουν ιδιοκτησία του φορέα ο οποίος εκμεταλλεύεται το οικείο δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών.»

8        Το άρθρο 98 του νόμου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Πριν την τοποθέτηση καλωδίων, εναερίων γραμμών και συναφών εξοπλισμών επί κοινοχρήστων πραγμάτων, ο φορέας ο οποίος εκμεταλλεύεται δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών υποβάλλει το σχέδιο χωροθετήσεως και τις λεπτομέρειές του προς έγκριση στην αρμόδια για κοινόχρηστα αγαθά δημόσια αρχή.

[...]

2.      Για το δικαίωμα χρήσεως, η δημόσια αρχή δεν μπορεί να επιβαρύνει τον επιχειρηματία με κανενός είδους φόρο, τέλος, διόδια, εισφορά ή αποζημίωση.

Επιπλέον, κάθε φορέας ο οποίος εκμεταλλεύεται δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών, απολαύει δωρεάν δικαιώματος διελεύσεως για τα καλώδια, τις εναέριες γραμμές και τους συναφείς εξοπλισμούς επί των δημοσίων ή ιδιωτικών κατασκευών οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα των κοινοχρήστων αγαθών.

[...]»

9        Για τα έτη 2005 έως 2008, το provincieraad van de Provincie Antwerpen (συμβούλιο της επαρχίας της Αμβέρσας) εξέδωσε τέσσερις φορολογικές κανονιστικές αποφάσεις με τις οποίες θέσπισε ένα γενικό φόρο επιβαλλόμενο εκ μέρους της επαρχίας επί των εγκαταστάσεων που βρίσκονται στο έδαφος της επαρχίας αυτής. Από τη δικογραφία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το γράμμα των ουσιωδών διατάξεων των φορολογικών κανονιστικών αποφάσεων που αφορούν τα έτη 2005 έως 2007 (στο εξής: φορολογικές κανονιστικές αποφάσεις 2005-2007) είναι πανομοιότυπο. Η φορολογική κανονιστική απόφαση η οποία αφορά το 2008 (στο εξής: φορολογική κανονιστική απόφαση του 2008) διαφέρει από αυτές, ιδίως ως προς το ποσό του θεσπιζόμενου φόρου.

10      Ως εκ τούτου, οι φορολογικές κανονιστικές αποφάσεις 2005-2007 ορίζουν, στο άρθρο τους 1, ότι ο γενικός φόρος εκ μέρους της επαρχίας οφείλεται ιδίως για κάθε εγκατάσταση, η οποία ορίζεται ως «κάθε ατομικής ή κοινής χρήσεως επιφάνεια, οποιασδήποτε μορφής[, ότι οι] όμορες επιφάνειες θεωρούνται ως μία και μόνη εγκατάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιφάνειες αυτές δεν χωρίζονται μεταξύ τους από δημόσια οδό, διαχωριστικό τοίχο κ.λπ.[, και ότι δ]ύο ή περισσότερες επιφάνειες για τις οποίες έχει εκδοθεί κοινή άδεια επεμβάσεως σε δημόσιες οδούς θεωρούνται ως μία και μόνη εγκατάσταση».

11      Κατά το άρθρο 1, B, 2°, των εν λόγω φορολογικών κανονιστικών αποφάσεων, τον γενικό φόρο που επιβάλλεται εκ μέρους της επαρχίας οφείλει ιδίως να καταβάλλει «κάθε νομικό πρόσωπο βελγικού ή αλλοδαπού δικαίου το οποίο υπόκειται στον φόρο εταιριών, ακόμη και αν έχει τεθεί υπό εκκαθάριση, και το οποίο την 1η Ιανουαρίου [του οικείου έτους] έχει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις στο έδαφος της Provincie Antwerpen, χρησιμοποιούμενες από το ανωτέρω νομικό πρόσωπο ή προοριζόμενες να χρησιμοποιηθούν από αυτό».

12      Το άρθρο 2, B, των εν λόγω φορολογικών κανονιστικών αποφάσεων προβλέπει ότι το ποσό του φόρου αυτού ανέρχεται, κατ’ αρχήν, σε 99 ευρώ ανά εγκατάσταση με επιφάνεια έως 1 000 m².

13      Ο φόρος τον οποίο προβλέπει η φορολογική κανονιστική απόφαση του 2008, η οποία εκδόθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2007, οφείλεται επίσης για κάθε εγκατάσταση η οποία βρίσκεται στο έδαφος της Provincie Antwerpen. Το γράμμα του άρθρου 1, B, 2°, της εν λόγω φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως ταυτίζεται με το γράμμα της αντίστοιχης διατάξεως των φορολογικών κανονιστικών αποφάσεων 2005-2007.

14      Κατά το άρθρο 8, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως του 2008:

«Κάθε υποκείμενος στον φόρο οφείλει φόρο ανά αυτοτελή εγκατάσταση, όπως και αν ονομάζεται αυτή, η οποία χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από αυτόν και η οποία βρίσκεται στο έδαφος της Provincie Antwerpen.

Φορολογητέα εγκατάσταση αποτελεί κάθε επιφάνεια που σκοπεί στην εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών σκοπών ή χρησιμοποιείται για επαγγελματικούς ή επιχειρηματικούς σκοπούς, προορίζεται για τη χρήση αυτή ή συντελεί στην υλοποίηση [ή στην] επίτευξη επαγγελματικών ή επιχειρηματικών σκοπών.»

15      Το άρθρο 11 της εν λόγω φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως ορίζει ότι το ποσό του φόρου που οφείλεται ανά εγκατάσταση με επιφάνεια έως 1 000 m² ανέρχεται, κατ’ αρχήν, σε 135 ευρώ.

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

16      Η Belgacom και η Mobistar είναι πάροχοι δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

17      Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η Belgacom και η Mobistar εγκατέστησαν, στο έδαφος της Provincie Antwerpen, σημαντικό αριθμό ιστών, πυλώνων και κεραιών κινητής ραδιοτηλεφωνίας, αναγκαίων για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

18      Οι αρχές της Provincie Antwerpen εξέδωσαν, δυνάμει των φορολογικών κανονιστικών αποφάσεων μνεία των οποίων έγινε στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως, πράξεις βεβαιώσεως φόρου αφορώσες τον οφειλόμενο από την Belgacom φόρο για τα έτη 2007 και 2008 και τον οφειλόμενο από τη Mobistar φόρο για τα έτη 2005 έως 2007, λόγω των κειμένων στο έδαφος της Provincie Antwerpen εγκαταστάσεών τους.

19      Η Belgacom και η Mobistar άσκησαν διοικητικές προσφυγές κατά των πράξεων αυτών βεβαιώσεως φόρου ενώπιον του κυβερνήτη της Provincie Antwerpen. Δεδομένου ότι οι εν λόγω προσφυγές απορρίφθηκαν, οι εταιρίες αυτές προσέφυγαν ενώπιον του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (πρωτοδικείου Αμβέρσας), το οποίο ακύρωσε τις πράξεις βεβαιώσεως φόρου. Η Provincie Antwerpen άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν πρωτοδίκως.

20      Εξάλλου, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάνθηκε επί της συνταγματικότητας του άρθρου 98, παράγραφος 2, του νόμου της 21ης Μαρτίου 1991 με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, με την οποία έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει στις επαρχίες να φορολογούν, για σχετικούς με τον προϋπολογισμό ή για άλλους λόγους, την οικονομική δραστηριότητα των εκμεταλλευόμενων δίκτυα τηλεπικοινωνιών φορέων η οποία διεξάγεται στο έδαφος της Provincie Antwerpen μέσω εγκατεστημένων σε κοινόχρηστους ή ιδιωτικούς χώρους ιστών, πυλώνων ή κεραιών κινητής ραδιοτηλεφωνίας που χρησιμοποιούνται για τη δραστηριότητα αυτή.

21      Στο πλαίσιο των δικών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Belgacom και η Mobistar έθεσαν το ζήτημα αν οι επίμαχες πράξεις βεβαιώσεως φόρου συμβιβάζονται προς την οδηγία για την αδειοδότηση. Επιπλέον, οι εταιρίες αυτές υποστήριξαν ότι η εκτίμηση του Grondwettelijk Hof όσον αφορά τον επίμαχο στην κύρια δίκη φόρο που επιβάλλεται εκ μέρους των επαρχιών δεν συμβιβάζεται προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα δε προς την απόφαση Vodafone España και France Telecom España (C‑55/11, C‑57/11 και C‑58/11, EU:C:2012:446), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε κατ’ αυτές ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλες επιβαρύνσεις ή τέλη για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν εκείνων που προβλέπονται στην ως άνω οδηγία.

22      Το hof van beroep te Antwerpen διερωτάται, υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου, αν η ερμηνεία του άρθρου 98, παράγραφος 2, του νόμου της 21ης Μαρτίου 1991 στην οποία προέβη το Grondwettelijk Hof συμβιβάζεται με τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το hof van beroep te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει τις διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο, σε κάθε μία από τις υποθέσεις C‑256/13 και C‑264/13, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν/έχει το άρθρο 6 και/ή του άρθρο 13 της οδηγίας [για την αδειοδότηση] την έννοια ότι δεν επιτρέπουν/επιτρέπει σε δημόσια αρχή κράτους μέλους να επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση για σχετικούς με τον προϋπολογισμό ή για άλλους λόγους, στην οικονομική δραστηριότητα των φορέων που εκμεταλλεύονται δίκτυα τηλεπικοινωνιών η οποία διεξάγεται, στο έδαφος που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής ή σε μέρος αυτού, μέσω εγκατεστημένων σε κοινόχρηστους ή ιδιωτικούς χώρους ιστών, πυλώνων ή κεραιών κινητής ραδιοτηλεφωνίας που χρησιμοποιούνται για τη δραστηριότητα αυτή;»

24      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2013, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑256/13 και C‑264/13 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβολή γενικού φόρου επί των εγκαταστάσεων στους επιχειρηματίες οι οποίοι παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λόγω της παρουσίας, σε κοινόχρηστους ή ιδιωτικούς χώρους, πυλώνων ή κεραιών κινητής ραδιοτηλεφωνίας οι οποίες είναι αναγκαίες για τη δραστηριότητά τους.

26      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 6 της οδηγίας για την αδειοδότηση αφορά τις ειδικές προϋποθέσεις και υποχρεώσεις από τις οποίες πρέπει να εξαρτώνται η παροχή γενικής αδείας και των δικαιωμάτων χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η γενική άδεια η οποία απαιτείται για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών πρέπει να εξαρτώνται αποκλειστικώς από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα μέρη Α, Β και Γ του παραρτήματος της οδηγίας αυτής.

27      Συναφώς, από το μέρος B, σημείο 6, του παραρτήματος της οδηγίας για την αδειοδότηση προκύπτει ότι τα τέλη χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής, περιλαμβάνονται μεταξύ των προϋποθέσεων από τις οποίες είναι δυνατό να εξαρτώνται τα εν λόγω δικαιώματα χρήσεως.

28      Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι ο επίμαχος στις κύριες δίκες φόρος περιλαμβάνεται μεταξύ των ειδικών προϋποθέσεων και υποχρεώσεων οι οποίες απαριθμούνται εξαντλητικώς στο παράρτημα της οδηγίας για την αδειοδότηση, από τις οποίες εξαρτώνται η γενική άδεια ή τα δικαιώματα χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας για την αδειοδότηση. Επομένως, το άρθρο αυτό της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν είναι κρίσιμο για τις υποθέσεις των κυρίων δικών.

29      Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση αντιτίθεται στην επιβολή στις οικείες επιχειρήσεις φόρου όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία για την αδειοδότηση προβλέπει όχι μόνο κανόνες σχετικούς με τις διαδικασίες χορηγήσεως των γενικών αδειών ή των δικαιωμάτων χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών και με το περιεχόμενο των εν λόγω αδειών, αλλά και κανόνες σχετικούς με τη φύση, ή ακόμα την έκταση, των χρηματικών επιβαρύνσεων που συνδέονται με τις εν λόγω διαδικασίες και τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (απόφαση Vodafone Malta και Mobisle Communications, C‑71/12, EU:C:2013:431, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλες επιβαρύνσεις ή τέλη για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν εκείνων που προβλέπονται στην οδηγία αυτή (βλ. απόφαση Vodafone España και France Telecom España, EU:C:2012:446, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Όσον αφορά το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο αυτό αφορά τους λεπτομερείς κανόνες για την επιβολή διοικητικών επιβαρύνσεων για τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή για τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων επί δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου ή κάτω από τέτοιο ακίνητο (βλ., υπό την έννοια αυτή, Vodafone Malta και Mobisle Communications, EU:C:2013:431, σκέψη 19).

32      Βάσει του άρθρου αυτού της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν, για τα δικαιώματα χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων ή των αριθμών και τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων, τέλη σκοπός των οποίων είναι η διασφάλιση της βέλτιστης χρήσεως των πόρων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Belgacom κ.λπ., C‑375/11, EU:C:2013:185, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Οι όροι «διευκολύνσεις» και «εγκατάσταση» που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω άρθρο 13 σημαίνουν, αντιστοίχως, τις υλικές υποδομές για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την υλική τοποθέτηση των υποδομών αυτών στα οικεία δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Vodafone España και France Telecom España, EU:C:2012:446, σκέψη 32).

34      Εντούτοις, το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν αφορά όλα τα τέλη στα οποία υπόκεινται οι υποδομές που καθιστούν δυνατή την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

35      Πράγματι, η οδηγία για την αδειοδότηση έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 2, στις άδειες που αφορούν την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και το άρθρο της 13 αφορά μόνον τα τέλη για τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή για τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων επί δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου ή κάτω από τέτοιο ακίνητο, τα οποία αντανακλούν την ανάγκη διασφαλίσεως της βέλτιστης χρήσεως των πόρων αυτών.

36      Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι στον επίμαχο στην κύρια δίκη φόρο υπόκειται ιδίως κάθε νομικό πρόσωπο βελγικού ή αλλοδαπού δικαίου το οποίο έχει εγκατάσταση στο έδαφος της Provincie Antwerpen, χρησιμοποιούμενη από το ανωτέρω νομικό πρόσωπο ή προοριζόμενη να χρησιμοποιηθεί από αυτό, ανεξαρτήτων της φύσεως της εγκαταστάσεως και της δραστηριότητας των υποκειμένων στον φόρο αυτόν. Το ποσό του εν λόγω φόρου εξαρτάται από την επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι εγκαταστάσεις. Συνεπώς, οι εν λόγω υποκείμενοι στον φόρο δεν είναι μόνον οι επιχειρηματίες οι οποίοι παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή οι οποίοι έχουν δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση.

37      Εντεύθεν συνάγεται ότι το γενεσιουργό γεγονός του επιμάχου στις κύριες δίκες φόρου δεν συνδέεται με τη χορήγηση των δικαιωμάτων χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή των δικαιωμάτων εγκαταστάσεως διευκολύνσεων, υπό την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση. Ως εκ τούτου, ένας τέτοιος φόρος δεν συνιστά τέλος, υπό την έννοια του άρθρου αυτού, και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

38      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επιβολή γενικού φόρου επί των εγκαταστάσεων στους επιχειρηματίες οι οποίοι παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λόγω της παρουσίας, σε κοινόχρηστους ή ιδιωτικούς χώρους, πυλώνων ή κεραιών κινητής ραδιοτηλεφωνίας οι οποίες είναι αναγκαίες για τη δραστηριότητά τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας για την αδειοδότηση), έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επιβολή γενικού φόρου επί των εγκαταστάσεων στους επιχειρηματίες οι οποίοι παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λόγω της παρουσίας, σε κοινόχρηστους ή ιδιωτικούς χώρους, πυλώνων ή κεραιών κινητής ραδιοτηλεφωνίας οι οποίες είναι αναγκαίες για τη δραστηριότητά τους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.