Language of document :

Προσφυγή της 21ης Μαΐου 2013 – Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-268/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: S.Fiorentino, avvocato dello Stato, G. Palmieri)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2013) 1264 τελικό, της 7ης Μαρτίου 2013, που κοινοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου 2013, για τους τρεις λόγους ακυρώσεως που αναπτύσσονται στην προσφυγή,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή, η Ιταλική Κυβέρνηση προσβάλλει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2013) 1264 τελικό, της 7ης Μαρτίου 2013, που κοινοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου 2013, με την οποία, σε εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-469/09, η Επιτροπή διέταξε την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει το ποσό των 16 533 000 ευρώ ως χρηματική ποινή.

Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο είχε, μεταξύ άλλων, υποχρεώσει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», χρηματική ποινή το ύψος της οποίας να αντιστοιχεί στο πολλαπλάσιο του βασικού ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ επί το ποσοστό των ασύμβατων παρανόμων ενισχύσεων, υπολογιζόμενο σε σχέση με το σύνολο των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, αυτό δε ανά εξάμηνο καθυστερήσεως της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωσή της προς την απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, C-99/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας.

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 260, παράγραφοι 1 και 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ: παράβαση της εκτελεστέας αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 2011, C-469/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας), λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας της σκέψεως της αποφάσεως αυτής η οποία, για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής, έλαβε ως σημείο αναφοράς τα «ποσά που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως».

Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η σκέψη αυτή της εκτελεστέας αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη δεν είναι η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως, αλλά η ημερομηνία της περατώσεως του σταδίου της διαδικασίας που αφορά τη συλλογή των αποδεικτικών μέσων, ήτοι το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποκρυσταλλώθηκε η διαδικαστική πραγματική κατάσταση βάσει της οποίας το Δικαστήριο οριοθέτησε τη διαφορά. Συγκεκριμένα, η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι πρέπει να ληφθούν συναφώς υπόψη τα μέτρα ανακτήσεως που αυτή έλαβε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά μετά την περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας, προκειμένου να μειωθεί η εξαμηνιαία χρηματική ποινή.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 260, παράγραφοι 1 και 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ: παράβαση της εκτελεστέας αποφάσεως, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της σκέψεως της αποφάσεως αυτής που προβλέπει ότι δεν πρέπει, για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής που οφείλεται για κάθε εξάμηνο, να ληφθούν υπόψη τα ποσά που αφορούν τις ενισχύσεις «των οποίων η ανάκτηση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί ή δεν έχει αποδειχθεί κατά τη λήξη της οικείας περιόδου».

Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η σκέψη αυτή της εκτελεστέας αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όσον αφορά την προαναφερθείσα εκτίμηση, αυτό που έχει σημασία είναι η προσκόμιση του αποδεικτικού εγγράφου κατά τη διάρκεια του εξαμήνου αναφοράς και όχι το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή πριν από τη λήξη του εξαμήνου αυτού. Συγκεκριμένα, η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η αντίθετη ερμηνεία της Επιτροπής, κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία είχε την υποχρέωση να προσκομίσει τις αποδείξεις όσον αφορά τον υπολογισμό της εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής μέχρι την τελευταία ημέρα του σχετικού εξαμήνου, αποκλείοντας έτσι από τον υπολογισμό τα ποσά των οποίων η ανάκτηση, ενώ πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή, γνωστοποιήθηκαν μόνο αργότερα στην Επιτροπή, είναι αντίθετη προς την αρχή της έντιμης συνεργασίας και δεν δικαιολογείται από τον σκοπό της απαιτήσεως που επέβαλε το Δικαστήριο, καταλήγει δε στην πράξη στη ανεπίτρεπτη συντόμευση του χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους οι ιταλικές αρχές για να συμμορφωθούν προς την απαίτηση αυτή και να μειώσουν έτσι το ύψος της εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 260, παράγραφοι 1 και 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ: παράβαση της εκτελεστέας αποφάσεως, όσον αφορά τις απαιτήσεις έναντι των επιχειρήσεων που έχουν τεθεί υπό καθεστώς «πτωχευτικού συμβιβασμού» ή «αναγκαστικής διαχείρισης».

Συγκεκριμένα, η απόφαση δεν αφαιρεί από την ενίσχυση που εξακολουθεί να οφείλεται κατά τη λήξη του εξαμήνου αναφοράς τις απαιτήσεις έναντι των επιχειρήσεων αυτών που αναγγέλθηκαν κατά τις σχετικές πτωχευτικές διαδικασίες, μολονότι, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, πρόκειται για απαιτήσεις για την είσπραξη των οποίων το κράτος μέλος επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια και οι οποίες, κατά συνέπεια, πρέπει να εξαιρεθούν από το ποσό των ενισχύσεων που εξακολουθούν να οφείλονται σύμφωνα με το διατακτικό της εκτελεστέας αποφάσεως