Language of document : ECLI:EU:C:2014:223

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 3ης Απριλίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑37/13 P

Nexans SA

και

Nexans France SAS

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Διοικητική διαδικασία — Αιφνίδιος έλεγχος — Απόφαση που διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής — Υπόνοια για παγκόσμιας κλίμακας παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού — Εξουσία της Επιτροπής να ερευνά επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με περιστατικά εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου»





I –    Εισαγωγή

1.        Είναι σύνηθες να προκαλείται μεγάλος τρόμος όταν ελεγκτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εμφανίζονται αιφνιδιαστικά —ως επί το πλείστον τις πρώτες πρωινές ώρες— προ των θυρών μιας επιχειρήσεως προκειμένου να διεξαγάγουν έρευνα στο πλαίσιο ενός επονομαζόμενου «dawn raid», με σκοπό να εξακριβώσουν αν η εν λόγω επιχείρηση εμπλέκεται σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές.

2.        Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει για τέτοιες περιστάσεις ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις για την προστασία των επιχειρήσεων από δυσανάλογες ή ακόμη και αυθαίρετες παρεμβάσεις στο εσωτερικό των επιχειρηματικών τους εγκαταστάσεων, για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων υπερασπίσεώς τους και ταυτόχρονα για τη διαφώτισή τους σχετικά με την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν. Απαιτείται ιδίως η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, δυνάμει της οποίας αναλαμβάνουν δράση οι ελεγκτές της Επιτροπής, να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη.

3.        Στην υπό κρίση υπόθεση προσφέρεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να συγκεκριμενοποιήσει περαιτέρω τους όρους που ισχύουν σχετικά με την αιτιολόγηση τέτοιων αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται το μέχρι τώρα ελάχιστα εξετασθέν ζήτημα της γεωγραφικής οριοθετήσεως των υπό διερεύνηση από την Επιτροπή παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού.

4.        Με πόση ακρίβεια οφείλει η Επιτροπή να τοποθετηθεί επί των εδαφικώς οικείων αγορών σε τόσο πρώιμο διαδικαστικό στάδιο; Απαιτείται η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου να περιέχει διευκρινίσεις περί του αν και σε ποια έκταση οφείλει μια επιχείρηση να παρέχει στους ελεγκτές της Επιτροπής πρόσβαση στα επιχειρηματικά της έγγραφα σχετικά με περιστατικά εκτός της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς; Τα ανωτέρω είναι κατά βάση τα νομικά ζητήματα που χρήζουν διευκρινίσεως στην παρούσα κατ’ αναίρεση διαδικασία.

5.        Τα ως άνω ζητήματα τίθενται στο πλαίσιο εικαζόμενης συμπράξεως (καρτέλ) στον κλάδο των καλωδίων υψηλής τάσεως και των συναφών υλικών, σχετικά με την οποία η Επιτροπή ξεκίνησε έρευνες προ ορισμένων ετών και στις αρχές του 2009 διενήργησε αιφνιδιαστικούς ελέγχους, όπως ιδίως στη Nexans στη Γαλλία. Εκεί απέκτησε πρόσβαση και σε πληθώρα επιχειρηματικών εγγράφων σχετικών με έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων σε αγορές εκτός Ευρώπης. Αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων αποτελεί κατά βάση το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου παρείχε επαρκή θεμελίωση για τις ανωτέρω ενέργειες.

6.        Η απόφαση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση θα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελλοντική διοικητική πρακτική της Επιτροπής.

II – Νομικό πλαίσιο

7.        Η παρούσα υπόθεση διέπεται εξ απόψεως πρωτογενούς δικαίου αφενός από το άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και αφετέρου από το άρθρο 253 ΕΚ (νυν άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) (2). Επιπλέον, από το παράγωγο δίκαιο είναι εφαρμοστέο το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (3).

8.        Το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003 ορίζει μεταξύ άλλων:

«(1)      Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

[…]

(4)      Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων οφείλουν να υποβάλλονται στους ελέγχους που η Επιτροπή έχει διατάξει με απόφασή της. Στην απόφαση προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθορίζεται η ημερομηνία ενάρξεώς του και μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24, καθώς και το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της αποφάσεως από το Δικαστήριο. Η Επιτροπή εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν διαβουλεύσεως με την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος.»

9.        Επιπλέον, χρήζει αναφοράς το άρθρο 4 του κανονισμού 1/2003, κατά το οποίο:

«Για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, η Επιτροπή διαθέτει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.»

III – Ιστορικό της διαφοράς

 Α —   Τα πραγματικά περιστατικά και η διοικητική διαδικασία

10.      Οι προσφεύγουσες στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφορά και νυν αναιρεσείουσες, Nexans SA και η εξ ολοκλήρου θυγατρική της Nexans France SAS, είναι δυο γαλλικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ηλεκτρικών καλωδίων.

11.      Με την απόφαση C(2009) 92/1 της 9ης Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή διέταξε τη διενέργεια ελέγχου στη Nexans, καθώς και σε όλες τις επιχειρήσεις που αυτή ελέγχει ευθέως ή εμμέσως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 (στο εξής: απόφαση περί διενέργειας ελέγχου).

12.      Το άρθρο 1 της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, μεταξύ άλλων, όριζε:

«Με την παρούσα αποφασίζεται η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στη Nexans […], καθώς και σε όλες τις επιχειρήσεις τις οποίες αυτή ελέγχει ευθέως ή εμμέσως, περιλαμβανομένης της Nexans France […], σχετικά με ενδεχόμενη συμμετοχή της (τους) σε συμφωνίες και/ή πρακτικές που θίγουν τον ανταγωνισμό, κατά παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ] […], με αντικείμενο την πώληση ηλεκτρικών καλωδίων και συναφών υλικών, όπως, μεταξύ άλλων, υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσεως και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσεως, περιλαμβανομένης της συντονισμένης υποβολής προσφορών σε διαγωνισμούς για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, την κατανομή πελατών, καθώς και την παράνομη ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορική άποψη πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με την πώληση των προϊόντων αυτών.»

13.      Η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου είχε την εξής αιτιολογία:

«Σύμφωνα με πληροφορίες που περιήλθαν στην Επιτροπή, οι προμηθευτές ηλεκτρικών καλωδίων, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η παρούσα, μετέχουν ή μετείχαν σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με την πώληση ηλεκτρικών καλωδίων και συναφών υλικών, όπως, μεταξύ άλλων, υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσεως και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσεως, περιλαμβανομένης της συντονισμένης υποβολής προσφορών σε διαγωνισμούς με αντικείμενο τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, την κατανομή πελατών, καθώς και την παράνομη ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορική άποψη πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με την πώληση των προϊόντων αυτών.

[…]

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιήλθαν στην Επιτροπή, οι εν λόγω συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές […], οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή το αργότερο το 2001, εξακολουθούν να υφίστανται. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για συμφωνίες και πρακτικές παγκόσμιας κλίμακας.

Εφόσον οι εκτιμήσεις αυτές ευσταθούν, οι προαναφερθείσες συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές συνιστούν πολύ σοβαρές παραβάσεις του άρθρου 81 [ΕΚ].

Προκειμένου η Επιτροπή να διαπιστώσει όλα τα περιστατικά σχετικά με τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο αυτές λειτουργούν, είναι απαραίτητη η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003.

[…]»

14.      Ο εν λόγω έλεγχος διενεργήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 28ης Ιανουαρίου 2009 και της 30ής Ιανουαρίου 2009, καθώς και την 3η Φεβρουαρίου 2009, από ελεγκτές της Επιτροπής, συνοδευόμενους από εκπροσώπους της Autorité de la concurrence (αρμόδιας για τον ανταγωνισμό αρχής, Γαλλία), στους χώρους της Nexans France. Κατόπιν προηγούμενης κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, οι ελεγκτές της Επιτροπής έλεγξαν και έλαβαν αντίγραφα από πληθώρα εγγράφων και έθεσαν ερωτήσεις σε συνεργάτες της Nexans France, προκειμένου κατά τον τρόπο αυτό να λάβουν αναλυτικές επεξηγήσεις επί συγκεκριμένων επιχειρηματικών εγγράφων.

 Β —   Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία

15.      Η Nexans και η Nexans France αναζήτησαν έννομη προστασία σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διά της οδού της ασκήσεως προσφυγής με αίτημα ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, καθώς και κατά δύο πράξεων των ελεγκτών της Επιτροπής που τελέσθηκαν στο πλαίσιο του ελέγχου.

16.      Το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε επί της εν λόγω προσφυγής την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2012 (4) με την οποία ακύρωσε την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου κατά το μέρος που αφορούσε άλλα ηλεκτρικά καλώδια και συναφή υλικά πέραν των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσεως και των συναφών υλικών· κατά τα λοιπά το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή (5).

17.      H Nexans και η Nexans France καταδικάστηκαν να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και το ήμισυ των εξόδων της Επιτροπής. Η Επιτροπή καταδικάστηκε αντίστοιχα να φέρει το υπόλοιπο ήμισυ των δικών της εξόδων (6).

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

18.      Με δικόγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2013 η Nexans και η Nexans France (στο εξής, επίσης: αναιρεσείουσες) άσκησαν από κοινού την υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως έχει ως αντικείμενο αφενός το σκέλος εκείνο της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των εν λόγω δύο εταιριών αναφορικά με το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου και αφετέρου το σκέλος περί των δικαστικών εξόδων.

19.      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που με αυτήν απορρίφθηκε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της προσφυγής, κατά το οποίο το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί διενεργείας ελέγχου ήταν υπερβολικά ευρύ και δεν προσδιοριζόταν με επαρκή ακρίβεια·

–        βάσει των στοιχείων που διαθέτει, να ακυρώσει την απόφαση περί διενεργείας ελέγχου, κατά το μέτρο που το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της ήταν υπερβολικά ευρύ, ανεπαρκώς δικαιολογημένο και δεν προσδιοριζόταν με επαρκή ακρίβεια, ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να την κρίνει σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου επί των νομικών ζητημάτων·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον υποχρεώνει τη Nexans να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταβάλει το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Nexans στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθορίζοντάς το ύψος τους κατά δίκαιη κρίση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των εξόδων της Nexans στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

20.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

21.      Επί της αιτήσεως αναιρέσεως διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη διαδικασία, ενώ την 26η Φεβρουαρίου 2014 έλαβε χώρα και η επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

V –    Εκτίμηση των λόγων αναιρέσεως

22.      Με την αίτηση αναιρέσεώς τους, η Nexans και η Nexans France δεν εγείρουν πλέον το σύνολο των ζητημάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας. Αποκλειστικό πεδίο νομικής αντιπαραθέσεως αποτελεί πλέον μόνο το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, ενώ αντιθέτως το ουσιαστικό αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως, ήτοι το είδος των προϊόντων ως προς τα οποία υποστηρίχθηκε ότι έλαβε χώρα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν έχει πλέον σημασία. Ομοίως και οι λοιπές πράξεις των ελεγκτών της Επιτροπής που τελέσθηκαν στο πλαίσιο του ελέγχου και κατά των οποίων στράφηκαν η Nexans και η Nexans France κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο της παρούσας δίκης.

23.      Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν κατά κύριο λόγο στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένα απέρριψε το αίτημά τους να ακυρωθεί η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου λόγω του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής της (πρώτος λόγος αναιρέσεως). Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κατένειμε τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας κατά τρόπο δυσανάλογο (δεύτερος λόγος αναιρέσεως).

 Α —   Πρώτος λόγος αναιρέσεως: Προϋποθέσεις εγκυρότητας των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου και δικαστικός τους έλεγχος με κριτήριο το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής τους

24.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 95 έως 100 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως και αποτελείται από δύο σκέλη. Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι παραβιάσθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως αναφορικά με το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου (βλ. σχετικά αμέσως κατωτέρω, υποκεφάλαιο 1). Κατά δεύτερον, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αξιολόγησε σε ικανοποιητικό βαθμό κατά πόσον η Επιτροπή βάσισε σε επαρκείς ενδείξεις την υπόνοιά της ότι συντρέχει «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας» παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ. κατωτέρω, υποκεφάλαιο 2).

1.      Υποχρέωση αιτιολογήσεως (πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως)

25.      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεώς τους οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι αναφορικά με το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου αφενός αιτιολόγησε ανεπαρκώς τη δική του απόφαση (βλ. σχετικά αμέσως κατωτέρω, υποκεφάλαιο 1, τμήμα α) και αφετέρου έθεσε όχι αρκούντως αυστηρούς όρους ως προς την αιτιολόγηση από την Επιτροπή της αποφάσεώς της περί διενέργειας ελέγχου (βλ. σχετικά κατωτέρω, υποκεφάλαιο 1, τμήμα β).

26.      Μολονότι αμφότεροι οι ως άνω ισχυρισμοί αναπόφευκτα έχουν κοινά σημεία, εντούτοις αντιστοιχούν σε διαφορετικά νομικά ζητήματα —την αιτίαση περί τυπικού σφάλματος του Γενικού Δικαστηρίου στην πρώτη περίπτωση και την αιτίαση περί ουσιαστικού δικαίου σφάλματος του Γενικού Δικαστηρίου στη δεύτερη περίπτωση— και επομένως είναι αναγκαίο να εξετασθούν χωριστά. Τυχόν νομικό ελάττωμα ως προς την αιτιολόγηση της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου επ’ ουδενί συνεπάγεται αυτοδικαίως την αποδοχή πλημμελούς αιτιολογήσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ή αντιστρόφως.

 Επί του ισχυρισμού περί ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτη αιτίαση)

27.      Κατά πρώτον, προσάπτουν οι αναιρεσείουσες στο Γενικό Δικαστήριο ότι με την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεώς του δεν επεξηγεί προσηκόντως πώς κατέληξε στο πόρισμα ότι η Επιτροπή προσδιόρισε αρκούντως συγκεκριμένα το γεωγραφικό εύρος της εικαζόμενης συμπράξεως με τη χρησιμοποιηθείσα διατύπωση περί «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας» συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών.

28.      Η υποχρέωση προσήκουσας αιτιολογήσεως των πρωτόδικων αποφάσεων προκύπτει από το άρθρο 36 σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και διατυπώνεται επίσης ρητά στο άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

29.      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο τη δέσμευση να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι· η αιτιολογία μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (7). Κρίσιμο είναι κατά βάση το Γενικό Δικαστήριο να έχει λάβει δεόντως υπόψη του όλα τα αιτήματα των διαδίκων και όλες τις από εκείνους προσαπτόμενες παραβάσεις σε συνάρτηση με την επίμαχη νομική πράξη του καθού οργάνου της Ένωσης (8).

30.      Ομολογουμένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει συγκριτικά περιορισμένης εκτάσεως αναφορές στο γεωγραφικό εύρος των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού που διερευνήθηκαν από την Επιτροπή, καθώς το Γενικό Δικαστήριο δεν αφιέρωσε στην εκτίμηση του εν λόγω ζητήματος περισσότερες από τρεις σκέψεις στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του (9).

31.      Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι και η Nexans και η Nexans France ουδόλως έθεσαν στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το ζήτημα του «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας» εύρους των υπό διερεύνηση συμφωνιών και πρακτικών (10). Ειδικότερα, έστρεψαν την προσοχή τους κατά την εν λόγω διαδικασία όχι τόσο στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής, αλλά ως επί το πλείστον στο ουσιαστικό αντικείμενο των ελέγχων της Επιτροπής, ήτοι στα προϊόντα τα οποία αφορούσε ο έλεγχος. Τα τελευταία ήταν εκείνα που τέθηκαν στο επίκεντρο των ισχυρισμών που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

32.      Συνεπώς, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν στην παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου να προσάψουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι κατά την αιτιολόγηση της αποφάσεώς του επικεντρώθηκε στα ίδια ζητήματα.

33.      Καθοριστικής σημασίας είναι, πάντως, εν τέλει το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο, παρά την περιορισμένη έκταση του σκεπτικού του, έλαβε αρκούντως υπόψη τις αιτιάσεις της Nexans και της Nexans France αναφορικά με την οριοθέτηση του γεωγραφικού εύρους των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού και αν προκύπτουν από την αιτιολογία της αποφάσεώς του οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τις εν λόγω αιτιάσεις αβάσιμες.

34.      Στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει ρητά τα ως άνω ζητήματα. Διαπιστώνει ότι η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας τη διατύπωση ότι οι υπό διερεύνηση συμφωνίες και/ή πρακτικές είναι «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας», «περιέγραψε εμπεριστατωμένα το εύρος της εικαζομένης συμπράξεως». Κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου υπήρξε επομένως «επαρκής ο γεωγραφικός προσδιορισμός, με την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, των ενδεχόμενων παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού» (11).

35.      Συμπληρωματικά, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει επιπλέον και τον ισχυρισμό της Nexans και της Nexans France ότι η Επιτροπή ανεπίτρεπτα επέκτεινε την ελεγκτική της δραστηριότητα σε έγγραφα που αφορούν αγορές τοπικού χαρακτήρα εκτός της εσωτερικής αγοράς, χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως στις εν λόγω αγορές μπορούσε να θίξει τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά (12). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν μπορεί να διενεργήσει έλεγχο στις εγκαταστάσεις μιας επιχειρήσεως, αν υποπτεύεται ότι υπάρχει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική της οποίας οι συνέπειες εκδηλώνονται σε μία ή περισσότερες αγορές εκτός της εσωτερικής αγοράς. Εντούτοις, κατά το Γενικό Δικαστήριο δεν απαγορεύεται να εξετάσει η Επιτροπή έγγραφα σχετικά με τις αγορές αυτές, προκειμένου να εντοπίσει συμπεριφορές που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς (13).

36.      Συνεπώς, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο έλαβε σαφή θέση επί της αιτιάσεως της Nexans και της Nexans France αναφορικά με το γεωγραφικό εύρος των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, καθώς επίσης επεξήγησε, έστω εν συντομία, τους λόγους για τους οποίους έκρινε την εν λόγω αιτίαση ως αβάσιμη.

37.      Οι αναιρεσείουσες μπορεί επί της ουσίας να μη συμφωνούν με το Γενικό Δικαστήριο, όμως, τούτο δεν καθιστά αφεαυτού πλημμελή την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά μπορεί ενδεχομένως να συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα (14).

38.      Συμπερασματικά, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν βαρύνεται με την προβαλλόμενη πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας. Η πρώτη αιτίαση των αναιρεσειουσών στο πλαίσιο του παρόντος πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

39.      Κατά πόσον είναι επί της ουσίας εσφαλμένες οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου περί του γεωγραφικού εύρους των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού και περί των σχετικώς εφαρμοστέων όρων που ισχύουν σχετικά με την αιτιολόγηση της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου θα διευκρινισθεί αμέσως ακολούθως στο πλαίσιο της εξετάσεως της δεύτερης αιτιάσεως.

 Επί των απαιτήσεων που ισχύουν σχετικά με την αιτιολόγηση των αποφάσεων της Επιτροπής περί διενέργειας ελέγχου (δεύτερη αιτίαση)

40.      Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έθεσε αρκούντως αυστηρούς όρους ως προς την αιτιολόγηση της αποφάσεως της Επιτροπής περί διενέργειας ελέγχου, παραβιάζοντας κατά τούτο το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τη γνώμη τους δεν ήταν αρκούντως σαφής και αναμφίβολη η διατύπωση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στο προοίμιο της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, κατά την οποία οι υπό διερεύνηση συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές είναι «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας». Κατά τη Nexans και τη Nexans France, η Επιτροπή όφειλε στο πλαίσιο της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου αφενός να οριοθετήσει με σαφήνεια την εδαφικώς οικεία αγορά και αφετέρου να διευκρινίσει κατά πόσον έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου είχαν σημασία για τις διεξαγόμενες έρευνες στην παρούσα υπόθεση συμπράξεως.

41.      Το καθήκον αιτιολογήσεως των νομικών πράξεων της Ένωσης προκύπτει από το άρθρο 253 ΕΚ (νυν άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) και απορρέει επίσης από το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

42.      Κατά πάγια νομολογία, θα πρέπει από την εν λόγω αιτιολογία να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου της Ένωσης που εξέδωσε τη νομική πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (15).

43.      Ως προς τις αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου της Επιτροπής, το περιεχόμενο και η έκταση του καθήκοντος αιτιολογήσεως καθορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 20, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003. Κατά την ως άνω διάταξη, σε τέτοιες αποφάσεις απαιτείται ειδικότερα να προσδιορίζεται το αντικείμενο και ο σκοπός του εκάστοτε ελέγχου. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται να διασφαλισθεί ότι η Επιτροπή δεν θα διενεργεί ελέγχους στην τύχη, χωρίς συγκεκριμένες υπόνοιες (16), πρακτική για την οποία συχνά χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος «fishing expeditions» (17).

44.      Όπως έχει ήδη κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, το εν λόγω ειδικό καθήκον αιτιολογήσεως σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση προκειμένου «όχι μόνο να καταφαίνεται η δικαιολογία της μελετώμενης παρεμβάσεως στο εσωτερικό των οικείων επιχειρήσεων αλλά, επίσης, για να είναι οι τελευταίες σε θέση να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα άμυνας που έχουν» (18).

45.      Έκρινε ορθά το Γενικό Δικαστήριο, εντός του ανωτέρω πλαισίου, ότι με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή περί «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας» εικαζόμενης παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προσδιορίσθηκαν επαρκώς το αντικείμενο και ο σκοπός των ελέγχων; Ή μήπως όφειλε το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι απαιτούνταν πιο συγκεκριμένα στοιχεία ως προς την εδαφικώς οικεία αγορά καθώς και ως προς την κρισιμότητα επιχειρηματικών εγγράφων σχετικά με έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου; Αυτός είναι κατά βάση ο κεντρικός πυρήνας της υπό εξέταση διαφοράς στην παρούσα αναιρετική διαδικασία.

i)      Επί της εδαφικώς οικείας αγοράς

46.      Κατ’ αρχάς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν είχε προσδιορίσει κατά τρόπο συγκεκριμένο τη γεωγραφική έκταση των ερευνών της. Φρονούν ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου έπρεπε να περιέχει σαφείς διευκρινίσεις περί του αν η εδαφικώς οικεία αγορά περιελάμβανε την Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

47.      Επ’ αυτού, είναι αναγκαία η παρατήρηση ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να αξιολογείται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της νομικής πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της αλλά και των συμφραζομένων καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (19).

48.      Ειδικά όσον αφορά τους αιφνίδιους ελέγχους απαιτείται να ληφθεί υπόψη ότι αυτοί κανονικά διενεργούνται σε πολύ πρώιμο στάδιο, ήτοι κατά κανόνα ήδη στο πλαίσιο προκαταρκτικών ερευνών επί μιας υποθέσεως συμπράξεως. Σε ένα τέτοιο χρονικό σημείο δεν μπορεί, λαμβανομένου επίσης υπόψη του δικαιολογημένου συμφέροντος των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων υπερασπίσεώς τους, να απαιτηθεί από την Επιτροπή να περιλάβει στην απόφασή της περί διενέργειας ελέγχου ακριβείς νομικές εκτιμήσεις. Σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας είναι φυσιολογικό η Επιτροπή να μη διαθέτει ακόμη τις αναγκαίες πληροφορίες για να προβεί σε εξειδικευμένη νομική αξιολόγηση, αλλά να απαιτείται να ελέγξει πρώτα την ορθότητα της αρχικής της υπόνοιας και να διερευνήσει την έκταση των γεγονότων (20). Τούτο δεν είναι δυνατό να παροραθεί κατά την εκτίμηση των απαιτήσεων που ισχύουν σχετικά με την αιτιολόγηση μιας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου (21).

49.      Συνεπώς, όπως έχει ήδη κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται μεταξύ των περιεχόμενων στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου πληροφοριών η ακριβής οριοθέτηση της οικείας αγοράς, ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός των εικαζομένων παραβάσεων ή η μνεία της περιόδου κατά την οποία διεπράχθησαν οι παραβάσεις (22).

50.      Δεν συνάγεται επιχείρημα περί του αντιθέτου από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση France Télécom κατά Επιτροπής επί της οποίας οι αναιρεσείουσες κατά κύριο λόγο στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους. Μολονότι πράγματι επισημαίνεται σε χωρίο της εν λόγω αποφάσεως ότι η Επιτροπή οφείλει να παρέχει ορισμένα στοιχεία για τη «φερόμενη ως οικεία αγορά» (23), μια προσεκτικότερη ανάγνωση καθιστά, ωστόσο, σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο με την ανωτέρω επισήμανσή του ουδόλως θέτει αυστηρότερους όρους σχετικά με την αιτιολόγηση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου από ό,τι πράττει κατά την πάγια νομολογία του. Συγκεκριμένα, όπως το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο διασαφηνίζει στην αμέσως προηγούμενη σκέψη της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να καθορίζει επακριβώς την οικεία αγορά (24).

51.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι είναι αβάσιμη η αιτίαση των αναιρεσειουσών πως στην υπό κρίση περίπτωση όφειλε η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου να είχε διευκρινίσει κατά πόσον αποτελούν αντικείμενο των ερευνών της Επιτροπής από γεωγραφική άποψη η Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος. Λαμβανομένου υπόψη του πρώιμου χρονικού σημείου εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής περί διενέργειας ελέγχου, δεν ήταν δυνατόν και ούτε θα ήταν επιτρεπτό να απαιτήσει το Γενικό Δικαστήριο την περιγραφή της εδαφικώς οικείας αγοράς με τέτοια ακρίβεια.

52.      Αυτό που οφείλει πάντως η Επιτροπή να επισημαίνει πάντα στις αποφάσεις της περί διενέργειας ελέγχου, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, είναι το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία που πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο του ελέγχου (25). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου ποιες υπόνοιες σκοπεύει η Επιτροπή να διερευνήσει (26). Τούτο σημαίνει όχι τόσο ότι απαιτείται να προσδιορίζονται οι οικείες αγορές με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια όσο ότι απαιτείται να περιγράφονται οι εικαζόμενες από την Επιτροπή παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού κατά τρόπο κατανοητό για τις θιγόμενες επιχειρήσεις.

53.      Οι εν λόγω όροι τηρήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση: στο προοίμιο της επίμαχης αποφάσεως εξέθεσε η Επιτροπή ότι ο έλεγχός της αφορά «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές» που «συνέχονται […] με την πώληση ηλεκτρικών καλωδίων και συναφών υλικών». Η εν λόγω διατύπωση αποτελεί αρκούντως σαφή και κατανοητή περιγραφή των λόγων επί των οποίων βάσισε η Επιτροπή τις υπόνοιές της.

54.      Με τη χρησιμοποιηθείσα διατύπωση περί «παγκόσμιας» κλίμακας διασαφηνίστηκε ιδίως, κατά τρόπο ανεπίδεκτο παρερμηνειών, η εδαφική έκταση των υπό διερεύνηση από την Επιτροπή εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εν λόγω διατύπωση περί «παγκόσμιας» κλίμακας καταλάμβανε και την ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.

55.      Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή μετρίασε την ισχύ της εν λόγω διατυπώσεως με τη χρήση των λέξεων «κατά πάσα πιθανότητα» δεν μειώνει τη σαφήνεια της δηλώσεώς της. Αντιθέτως, η εν λόγω προσθήκη αποτελεί έκφανση του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα της εκτιμήσεως της Επιτροπής, η οποία σε εκείνο το χρονικό σημείο ήταν αναγκασμένη να στηριχθεί σε αρχική μόνο υπόνοια και δεν είχε τη δυνατότητα να ανατρέξει σε πλήρως εξακριβωμένα περιστατικά ούτε στην επιχειρηματολογία των διαδίκων.

56.      Επομένως, η Nexans και η Nexans France μπορούσαν να διακρίνουν αβίαστα τη συγκεκριμένη υπόνοια βάσει της οποίας αποφασίσθηκε ο αιφνίδιος έλεγχος από την Επιτροπή, ώστε να είναι σε θέση να οργανώσουν ανάλογα την υπερασπιστική τους γραμμή και να εκπληρώσουν το καθήκον συνεργασίας τους.

57.      Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τις απαιτήσεις που ισχύουν σχετικά με την αιτιολόγηση μιας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου αναφορικά με την εδαφικώς οικεία αγορά.

ii)    Επί της κρισιμότητας επιχειρηματικών εγγράφων σχετικά με έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων εκτός της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς

58.      Μένει να εξετασθεί η δεύτερη αιτίαση των αναιρεσειουσών κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε κρίνει ότι ήταν απαραίτητο η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου να περιέχει πιο ακριβή στοιχεία ως προς τα επιχειρηματικά έγγραφα των οποίων θα ελάμβαναν γνώση οι ελεγκτές. Η Nexans και η Nexans France υποστηρίζουν ιδίως ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε αιτιολογήσει για ποιο λόγο επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ήταν κρίσιμα για την έρευνά της και έπρεπε να τεθούν υπόψη των ελεγκτών.

59.      Η απαίτηση προστασίας των θιγόμενων επιχειρήσεων από αυθαίρετες και δυσανάλογες παρεμβάσεις στο εσωτερικό των επιχειρηματικών τους εγκαταστάσεων (27) καθώς και η αναγκαία μέριμνα διαφυλάξεως των δικαιωμάτων υπερασπίσεώς τους συνεπάγονται αναμφίβολα ότι η Επιτροπή οφείλει στην αιτιολογία κάθε αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου όχι μόνο να επισημαίνει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία που πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο του ελέγχου, αλλά θα πρέπει επίσης να διευκρινίζει και τις εξουσίες που ανατίθενται, στην εκάστοτε επιμέρους περίπτωση, στους υπαλλήλους της Ένωσης που είναι εντεταλμένοι με τον έλεγχο (28).

60.      Φρονώ, ωστόσο, ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Επιτροπή όφειλε να περιγράψει εκ των προτέρων σε ποια ακριβώς κατηγορία επιχειρηματικών εγγράφων δικαιούνται οι ελεγκτές της να έχουν πρόσβαση και σε ποια όχι. Υπέρ της γνώμης ότι δεν υφίσταται νομικό καθήκον να περιλαμβάνονται τέτοιες περιγραφές στην αιτιολόγηση της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου συνηγορούν δύο λόγοι.

61.      Αφενός, κατά πάγια νομολογία ισχύει ότι στο πλαίσιο αιφνίδιων ελέγχων η πρόσβαση της Επιτροπής σε έγγραφα δεν περιορίζεται σε εκείνα που μπορεί να προσδιορίσει εκ των προτέρων, καθώς ένας τέτοιος περιορισμός ισοδυναμεί με το να στερηθεί κάθε αποτελεσματικότητας το δικαίωμά της περί προσβάσεως σε τέτοια έγγραφα. Αντιθέτως, το δικαίωμα της Επιτροπής να διεξάγει αιφνίδιους ελέγχους περιλαμβάνει την ευχέρεια αναζητήσεως διαφόρων στοιχείων που δεν είναι ακόμη γνωστά ή πλήρως εξακριβωμένα (29). Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν είναι δυνατή η μετάθεση της αναζητήσεως τέτοιων επιχειρηματικών εγγράφων σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο ή η αναπλήρωσή της μέσω της αιτήσεως παροχής πληροφοριών του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, καθώς σε περιπτώσεις συμπράξεων είναι αναμενόμενη η απόκρυψη επιβαρυντικών στοιχείων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, εάν απολεσθεί η δυνατότητα αιφνιδιασμού μέσω του πρώτου αιφνίδιου ελέγχου.

62.      Αφετέρου, είναι αυτονόητο ότι η Επιτροπή επιτρέπεται, στο πλαίσιο αιφνίδιου ελέγχου, να αναζητά και να αποκτά πρόσβαση μόνο σε επιχειρηματικά έγγραφα τα οποία με οποιοδήποτε τρόπο είναι κρίσιμα για την εκκρεμή διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ (νυν άρθρα 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ). Ο λόγος είναι ότι οι εξουσίες ελέγχου δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 εξυπηρετούν την εκπλήρωση από την Επιτροπή της αποστολής να προστατεύει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά από νοθεύσεις και να επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού (30). Η σχετική περιστολή των εξουσιών των ελεγκτών της Επιτροπής εντός των ορίων του εκάστοτε αντικειμένου των ερευνών προκύπτει επομένως από το ίδιο το δικαιικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα ο έλεγχος παραβάσεων των κανόνων κατά των συμπράξεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαία η ρητή περιγραφή στην αιτιολογία της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου. Τυχόν σχετικές περιγραφές εντός της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να επέχουν μόνο θέση εξαγγελίας.

63.      Φαίνεται εν τέλει πως οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι η πρόσβαση σε επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με έργα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου κατ’ αρχήν δεν καταλαμβάνεται από την εξουσία ελέγχου της Επιτροπής και για τον λόγο αυτό απαιτείται ειδική αιτιολόγηση, σε περίπτωση που η Επιτροπή (κατ’ εξαίρεση;) αποφασίσει τον έλεγχο τέτοιων επιχειρηματικών εγγράφων.

64.      Κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως προκύπτει, ωστόσο, ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν ευσταθεί. Είτε το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 δεν απονέμει στην Επιτροπή αρμοδιότητα να ελέγχει τέτοια επιχειρηματικά έγγραφα, οπότε η έλλειψη αρμοδιότητας δεν θα είναι δυνατό να θεραπευθεί ούτε μέσω συγκεκριμένου τρόπου διατυπώσεως της αιτιολογίας της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου. Είτε η αρμοδιότητα ελέγχου της Επιτροπής εκτείνεται και επί τέτοιων εγγράφων, οπότε δεν θα είναι αναγκαίο να περιέχει η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου ειδική αιτιολόγηση σχετικά με τον λόγο που επιτρέπεται οι ελεγκτές να λάβουν γνώση αυτών. Και στις δυο περιπτώσεις δεν τίθεται επομένως στην πραγματικότητα ζήτημα ως προς την αιτιολόγηση.

65.      Η Επιτροπή, ακριβώς σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, όπου βρίσκεται στα ίχνη μιας παγκοσμίου εμβέλειας συμπράξεως, επ’ ουδενί όφειλε να περιορίσει τον έλεγχό της μόνον επί επιχειρηματικών εγγράφων σχετικά με έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Δεδομένης της αρχικής υπόνοιας περί τέτοιας συμπράξεως, η Επιτροπή είχε στην παρούσα περίπτωση άνευ ετέρου το δικαίωμα να στρέψει την προσοχή της και σε έργα εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων που εκτελούνται σε τρίτα κράτη, καθότι και από έγγραφα σχετικά με τέτοια έργα είναι πρόδηλα δυνατό να εξαχθούν πληροφορίες περί του τρόπου λειτουργίας μιας τέτοιας συμπράξεως, ακόμη και στην περίπτωση που τα εν λόγω έργα καθεαυτά δεν δύνανται να έχουν επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Εάν από τα επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με έργο υπό εκτέλεση εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προκύπτει επί παραδείγματι ότι τα μέλη της συμπράξεως κατανέμουν παγκοσμίως τις αγορές και δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους στις αγορές της εκάστοτε χώρας προελεύσεώς τους (επονομαζόμενη «stay-at-home agreement»), τούτο μπορεί σαφώς να αποτελεί ένδειξη ότι η σύμπραξη είναι ικανή να επηρεάσει τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

66.      Σε περιπτώσεις παγκόσμιας εμβέλειας συμπράξεων είναι πιθανό να απαντάται μόνο σε επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με συγκεκριμένες επιχειρηματικές δράσεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων εκτός Ευρώπης η πολυσυζητημένη «καπνισμένη κάννη», ήτοι κάποιο έγγραφο στο οποίο αποτυπώνεται το περιεχόμενο των αντιανταγωνιστικών συμφωνιών των εν λόγω επιχειρήσεων για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της σχεδιαζόμενης δράσεώς τους εντός της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί σοβαρά ότι η Επιτροπή απαγορεύεται να καταχωρήσει στο αρχείο της ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο. Συνεπώς δεν είναι δυνατό να της απαγορευτεί η αναζήτηση ενός τέτοιου αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο αιφνιδίου ελέγχου, ακόμη και εάν αυτό περιέχεται στα επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με δραστηριότητες εκτός Ευρώπης και προϊόντα που εικάζεται ότι απετέλεσαν αντικείμενο συμπράξεως. Τούτο παραδέχθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειουσών στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία κατόπιν σχετικής ερωτήσεώς μου.

67.      Το γεγονός ότι η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση αναζητούσε, μεταξύ άλλων, και αποδείξεις περί παγκόσμιας κατανομής αγορών στο πλαίσιο της εικαζόμενης συμπράξεως επισημαινόταν εξάλλου στην αιτιολογία της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, καθώς γινόταν λόγος για υπόνοια περί «κατανομής των αγοραστών» μεταξύ των εμπλεκομένων στις εικαζόμενες «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας» αντιανταγωνιστικές συμφωνίες και/ή συμπεριφορές στην αγορά των ηλεκτρικών καλωδίων. Επιπλέον, από το προοίμιο της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου προέκυπτε ότι η Επιτροπή σκόπευε να διαπιστώσει «όλα τα περιστατικά σχετικά με τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές, καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές λειτουργούν».

68.      Για τους λόγους αυτούς φρονώ ότι, όπως προκύπτει στο πλαίσιο μιας συνολικής αξιολογήσεως των περιστάσεων, η αιτίαση της Nexans και της Nexans France ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, αναφορικά με τα ανωτέρω, να έχει απαιτήσει λεπτομερέστερη αιτιολόγηση της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου είναι απολύτως αβάσιμη.

69.      Αντίθετα προς την άποψη των αναιρεσειουσών, δεν συνάγεται επιχείρημα κατά τέτοιου είδους ερευνών ούτε από το διεθνές δίκαιο (31). Ιδίως δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος γα παραβίαση της αρχής της εδαφικότητας. Συγκεκριμένα, οι επιχειρηματικές εγκαταστάσεις που ερευνήθηκαν από την Επιτροπή και τα επιχειρηματικά έγγραφα που εξετάσθηκαν βρίσκονταν όλα εντός της επικράτειας της Ένωσης.

70.      Μολονότι η Επιτροπή οφείλει σύμφωνα με την αρχή της εδαφικότητας να περιορίζει τις έρευνές της σε πρακτικές δυνάμενες, λόγω της αναμενόμενης επιδράσεώς τους, να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (32), τούτο δεν συνεπάγεται, ωστόσο, ότι οφείλει να περιορίζει τους ελέγχους της μόνο σε επιχειρηματικά έγγραφα που έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητες των μελών των συμπράξεως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

71.      Όπως προεκτέθηκε, είναι δηλαδή δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα περί υφιστάμενων αντιανταγωνιστικών πρακτικών με ενδεχόμενη αρνητική επίδραση επί του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ακόμη και από επιχειρηματικά έγγραφα σχετικά με τοπικού χαρακτήρα δραστηριότητες σε τρίτα κράτη, όπως επί παραδείγματι σε περίπτωση που από τα εν λόγω έγγραφα μπορούν να αντληθούν πληροφορίες περί του τρόπου λειτουργίας μιας συμπράξεως παγκοσμίου εμβέλειας ή σε περίπτωση που οι ίδιες οι δραστηριότητες έχουν επίδραση στην εσωτερική αγορά λόγω της συνδέσεώς τους με εσωτερικές υποθέσεις της Ένωσης. Η εν λόγω σύνδεση με την εσωτερική αγορά αποτελεί εξ απόψεως διεθνούς δικαίου ικανό λόγο δικαιολογήσεως διερευνητικών εργασιών της Επιτροπής αναφορικά με τα περί ων ο λόγος επιχειρηματικά έγγραφα στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξετάσεως.

72.      Απολύτως δικαιολογημένα επισήμανε συνεπώς το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απαγορεύεται να εξετάζει η Επιτροπή έγγραφα σχετικά με αγορές εκτός Ευρώπης, «προκειμένου να εντοπίσει συμπεριφορές δυνάμενες να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της [εσωτερικής] αγοράς» (33).

 Προσωρινό συμπέρασμα

73.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

2.      Επί του δικαστικού έλεγχου των υπονοιών επί των οποίων θεμελιώνεται μια απόφαση περί διενέργειας ελέγχου (δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως)

74.      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεώς τους η Nexans και η Nexans France προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης κατά το ότι παρέλειψε να κρίνει κατά πόσον η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της εύλογες ενδείξεις που να στηρίζουν την υπόνοια μιας παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

 Παραδεκτό

75.      Κατ’ αρχάς τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η προβαλλόμενη στο παρόν δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως αιτίαση εγείρεται παραδεκτά. Χρήζει διευκρινίσεως κατά πόσον οι αναιρεσείουσες, με την κριτική που άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της εντάσεως του δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, επέλεξαν μια τελείως καινούργια βάση θεμελιώσεως ισχυρισμού περί νομικής παραβάσεως, την οποία δεν επικαλέστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει το παρόν σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο, ακόμη και αν κανείς από τους διαδίκους δεν έθεσε τέτοιο ζήτημα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (34).

76.      Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, αν οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα είχε ως συνέπεια η υποβαλλόμενη στην κρίση του Δικαστηρίου διαφορά να έχει περιεχόμενο ευρύτερο της διαφοράς που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Η αρμοδιότητα όμως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται κατ’ αρχήν στον έλεγχο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των ισχυρισμών που συζητήθηκαν ενώπιόν του (35).

77.      Συναφώς προς τα ανωτέρω, το άρθρο 127, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει επίσης ότι απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εφόσον δεν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

78.      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Nexans και η Nexans France έθεσαν το ζήτημα της γεωγραφικής εμβέλειας του αντικειμένου των ερευνών αποκλειστικά και μόνον από τη σκοπιά της αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, ήτοι αναφορικά με παράβαση τύπου από την Επιτροπή (36). Κατά βάση, προέβαλαν την αιτίαση ότι η διατύπωση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή περί εικαζόμενης «κατά πάσα πιθανότητα παγκόσμιας κλίμακας» παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού είναι πολύ αόριστη και δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν το ακριβές πεδίο διεξαγωγής των ελέγχων καθώς και την έκταση του δικού τους καθήκοντος συνεργασίας (37). Εξάλλου, η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν περιέχει ακριβή στοιχεία ως προς τις συγκεκριμένες αγορές προελεύσεως και ως προς τον ακριβή τρόπο διεξαγωγής των ενδεχόμενων αντιανταγωνιστικών συμφωνιών ή πρακτικών εκτός της Ένωσης, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν επίδραση στην εσωτερική αγορά (38).

79.      Αντιθέτως, σε κανένα σημείο των ισχυρισμών τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν εξέφρασαν η Nexans και η Nexans France ουσιαστικής φύσεως αμφιβολίες περί της υπάρξεως επαρκών ενδείξεων για τη θεμελίωση της υπόνοιας παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Ακόμη και κατόπιν συγκεκριμένης γραπτής ερωτήσεως του Δικαστηρίου δεν κατόρθωσαν να προσκομίσουν αποδείξεις ότι προέβαλαν τέτοιο ισχυρισμό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους υποχρεώθηκε να παραδεχθεί στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία ότι η Nexans και η Nexans France δεν προέβαλαν ρητά τέτοια αιτίαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

80.      Ελάχιστα πειστικό είναι πέραν τούτου το επιχείρημα που προφορικά προέβαλαν οι αναιρεσείουσες ότι στους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβανόταν σε κάθε περίπτωση εμμέσως η αιτίαση περί πιθανής ελλείψεως επαρκών ενδείξεων της Επιτροπής για τη θεμελίωση της υπόνοιας παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Είναι εξαιρετικά απίθανο οι υψηλής εξειδικεύσεως δικηγόροι που εκπροσώπησαν τη Nexans και τη Nexans France στην παρούσα διαδικασία να περιέλαβαν σιωπηρά, εν μέσω των ισχυρισμών περί της τυπικής νομιμότητας της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, και μια ουσιαστικού δικαίου αιτίαση αναφορικά με την ορθότητα του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως, αντί να την προβάλουν ρητά (39). Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ως προς κάποιο άλλο ζήτημα —ήτοι σχετικά με την έκταση εφαρμογής της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου— η Nexans και η Nexans France επικαλέστηκαν μια τέτοια ουσιαστικού δικαίου αιτίαση ρητά (40).

81.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως περιέχει νέο μέσο επιθέσεως. Το εν λόγω μέσο επιθέσεως δεν στηρίζεται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία και επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί απλή περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρημάτων που αντηλλάγησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πρόκειται αντιθέτως για διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς σε σχέση με την πρωτοβάθμια δίκη και είναι για τον λόγο αυτό απαράδεκτο.

 Βασιμότητα

82.      Όλως επικουρικώς, εξετάζω κατωτέρω εν συντομία τη βασιμότητα του εν λόγω δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

83.      Με την αιτίασή τους, η Nexans και η Nexans France προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε κατά πόσον η Επιτροπή, κατά την έκδοση της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, είχε στη διάθεσή της εύλογες ενδείξεις που να στηρίζουν την υπόνοια μιας παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

84.      Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

85.      Κάθε απόφαση περί διενέργειας ελέγχου υπόκειται αναμφίβολα σε μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο ως προς το κατά πόσον η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της επαρκείς ενδείξεις για να θεμελιώσει την αρχική υπόνοια περί σοβαρής παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και να δικαιολογήσει με τον τρόπο αυτό τα διαταχθέντα στο πλαίσιο της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου διερευνητικά μέτρα (41). Ένας τέτοιος ex post δικαστικός έλεγχος αρκεί κατά βάση απολύτως για τη διασφάλιση της κατάλληλης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων επιχειρήσεων (42).

86.      Προκύπτει από τη φύση του εν λόγω μεταγενέστερου ελέγχου ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη μόνο στην ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων διαδικασία και όχι ήδη στο πλαίσιο της αιτιολογίας της αποφάσεώς της περί διενέργειας ελέγχου (43) να αποκαλύψει κατά τρόπο συγκεκριμένο βάσει ποιων πληροφοριών έκρινε δικαιολογημένη τη διεξαγωγή έρευνας στις εγκαταστάσεις των θιγόμενων επιχειρήσεων (44).

87.      Επιπλέον, στη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης σε υποθέσεις ανταγωνισμού ισχύει η αρχή της ελεύθερης διαθέσεως (45). Καθότι η Nexans και η Nexans France δεν αμφισβήτησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της εύλογες ενδείξεις για την αρχική υπόνοια περί παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (46), δεν υπήρξε για το Γενικό Δικαστήριο αφορμή για να ασχοληθεί με το εν λόγω ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, την άκρως αόριστη επισήμανση της Nexans και της Nexans France περί του καθαρά τοπικού χαρακτήρα μεμονωμένων δραστηριοτήτων εγκαταστάσεως ηλεκτρικών καλωδίων εκτός Ευρώπης δεν όφειλε το Γενικό Δικαστήριο να την εκλάβει ως αφορμή για να αμφισβητήσει εν γένει την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων και να διεξαγάγει αυτεπαγγέλτως έρευνες περί του αν η εικαζόμενη σύμπραξη έχει χαρακτήρα παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως.

88.      Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ουδεμία διαφοροποίηση συνεπάγεται το γεγονός ότι οι αιφνίδιοι έλεγχοι συνιστούν σοβαρή επέμβαση στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου στη σφαίρα των προστατευόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Ο λόγος είναι ότι η Nexans και η Nexans France εκπροσωπήθηκαν από υψηλής εξειδικεύσεως δικηγόρους από τους οποίους εύλογα αναμενόταν ότι θα επικαλούνταν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όλες τις αναγκαίες αιτιάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δικαστής θα υπείχε καθήκον αυτεπάγγελτης έρευνας των υφιστάμενων ενδείξεων μόνο στην περίπτωση που είτε εξέδιδε απόφαση άνευ ακροάσεως του αντιδίκου (47) είτε υπήρχαν σοβαροί λόγοι που να καταδεικνύουν ότι ο αιφνίδιος έλεγχος διεξάγεται ή διεξήχθη κατά τρόπο παράνομο. Ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο συνέτρεχε ωστόσο στην υπό κρίση υπόθεση.

89.      Ολοκληρώνοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε εν τέλει η ύπαρξη ενδείξεων επί των οποίων η Επιτροπή εύλογα στήριξε στην υπό κρίση υπόθεση την αρχική υπόνοια περί παγκόσμιας κλίμακας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, όπως υποστήριξε η Επιτροπή στο υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως χωρίς τούτο να αντικρουσθεί από τις αναιρεσείουσες, και όπως απέδειξε με παραπομπές, είχε υπόψη της, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, τις προφορικές εξηγήσεις ενός αιτούμενου την εφαρμογή μέτρων επιείκειας, από τις οποίες προέκυπταν συγκεκριμένες ενδείξεις περί υφιστάμενης παγκόσμιας εμβέλειας συμπράξεως, της οποίας τα μέλη μεταξύ άλλων κατένειμαν τις αγορές και το καθένα περιοριζόταν στην αγορά της χώρας προελεύσεώς του (48). Πέραν τούτου, η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να ανατρέξει σε συγκεκριμένες εμπειρίες της από το πρόσφατο παρελθόν, με τις παράνομες πρακτικές άλλων συμπράξεων στις οποίες εν μέρει συμμετείχαν οι ίδιες επιχειρήσεις.

90.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή είχε κάθε δικαίωμα να αναζητήσει στο πλαίσιο των αιφνίδιων ελέγχων της αποδεικτικό υλικό περί της υπάρξεως και του τρόπου λειτουργίας μιας τέτοιας παγκόσμιας κλίμακας συμπράξεως (49).

 Προσωρινό συμπέρασμα

91.      Συμπερασματικά, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως απαράδεκτο, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμο. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στο σύνολό του.

 Β —   Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου περί των δικαστικών εξόδων

92.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 138 και 139 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως, υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου περί των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης είναι «πρόδηλα μη εύλογη».

93.      Κατά το άρθρο 58, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν χωρεί αναίρεση αποκλειστικά για τον καταλογισμό της δικαστικής δαπάνης. Η εν λόγω διάταξη ερμηνεύεται κατά πάγια νομολογία ευρέως. Γίνεται δεκτό ότι καταλαμβάνει και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αναιρεσείων δεν στρέφεται μόνο κατά της αποφάσεως καταλογισμού της δικαστικής δαπάνης, αλλά προσβάλλει και άλλα σκέλη της πρωτόδικης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο εν τέλει να ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους αναιρέσεως που επικαλέστηκε (50).

94.      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Καθώς κατά τα προλεχθέντα (51) οι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών δεν πρόκειται να ευδοκιμήσουν, παρέλκει η περαιτέρω εξέταση της προσβολής της αποφάσεως καταλογισμού της δικαστικής δαπάνης.

95.      Μόνο για λόγους πληρότητας συμπληρώνω ότι το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο ευρείας εκτάσεως διακριτική ευχέρεια ως προς την απόφαση καταλογισμού της δικαστικής δαπάνης, την οποία στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπερέβη. Η Nexans και η Nexans France προσέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τρεις διαφορετικές ενέργειες της Επιτροπής με πληθώρα νομικών επιχειρημάτων. Μόνον ως προς μια από τις εν λόγω ενέργειες —την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου— έγινε το αίτημά τους εν μέρει δεκτό. Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνω ως απολύτως προσήκουσα την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να καταδικάσει τη Nexans και τη Nexans France στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στο ήμισυ των εξόδων της Επιτροπής.

96.      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως απαράδεκτος, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος.

VI – Δικαστικά έξοδα

97.      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

98.      Από το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου· όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, οι δε τελευταίες ηττήθηκαν, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι άσκησαν από κοινού την αίτηση αναιρέσεως, ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή τους (52).

VII – Πρόταση

99.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      Να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα εις ολόκληρον.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 —      Κρίσιμο είναι αποκλειστικά το νομικό καθεστώς πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, καθώς η επίμαχη απόφαση περί διενέργειας ελέγχου εκδόθηκε και εκτελέσθηκε πριν την 1η Δεκεμβρίου 2009.


3 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1/2003).


4 —      Απόφαση Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T‑135/09, EU:T:2012:596) (στο εξής, επίσης: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου).


5 —      Βλ. σημεία 1 και 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


6 —      Βλ. σημεία 3 και 4 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


7 —      Αποφάσεις FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 96), Edwin κατά ΓΕΕΑ (C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 64), και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 82).


8 —      Υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Moritz κατά Επιτροπής (C‑68/91 P, EU:C:1992:531, σκέψεις 26 και 37 έως 39), Acerinox κατά Επιτροπής (C‑57/02 P, EU:C:2005:453, σκέψεις 36 και 37), Επιτροπή κατά Greencore (C‑123/03 P, EU:C:2004:783, σκέψεις 40 και 41), France Télécom κατά Επιτροπής (C‑202/07 P, EU:C:2009:214, σκέψη 41), Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑167/06 P, EU:C:2007:633, σκέψη 22), και Mindo κατά Επιτροπής (C‑652/11 P, EU:C:2013:229, σκέψη 41).


9 —      Σκέψεις 97 έως 99 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


10 —      Στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία αφιέρωσαν η Nexans και η Nexans France στο εν λόγω ζήτημα μόνο τέσσερα από τα 73 σημεία της προσφυγής τους (σημεία 37 έως 40), καθώς και δύο από τα 41 σημεία του υπομνήματος απαντήσεώς τους (σημεία 19 και 20).


11 —      Σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


12 —      Σκέψεις 98 και 99 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


13 —      Σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


14 —      Αποφάσεις Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 80), και Γκόγκος κατά Επιτροπής (C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 35).


15 —      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63), Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 166), και Ziegler κατά Επιτροπής (C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 115).


16 —      Βλ. σχετικά τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:73, σημείο 206), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:256, σημείο 138).


17 —      Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η αιτίαση των αναιρεσειουσών ότι η Επιτροπή ακολούθησε στην παρούσα υπόθεση την «τακτική μιας τράτας με δίχτυα παγκοσμίως εξαπλωμένα» (στη γλώσσα της διαδικασίας: «global dragnet approach»).


18 —      Αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 29), Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψεις 8 και 40), Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (97/87 έως 99/87, EU:C:1989:380, σκέψεις 26 και 45), και Roquette Frères (C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 47)· ομοίως απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 299). Μολονότι η εν λόγω νομολογία αφορά την προγενέστερη του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 ρύθμιση, μπορεί, ωστόσο, να εφαρμοστεί ανενδοίαστα και σε σχέση με την εν λόγω διάταξη.


19 —      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (EU:C:1998:154, σκέψη 63), Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (EU:C:2008:392, σκέψη 166), και Ziegler κατά Επιτροπής (EU:C:2013:513, σκέψη 116).


20 —      Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση National Panasonic κατά Επιτροπής (136/79, EU:C:1980:169, σκέψη 21), καθώς και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:73, σημείο 174), όπως επίσης οι προτάσεις μου στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής (EU:C:2011:256, σημείο 143).


21 —      Ομοίως —ως προς τη διάγνωση περί του αν συντρέχει παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ— οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:73, σημείο 176), όπως επίσης οι προτάσεις μου στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής (EU:C:2011:256, σημείο 144).


22 —      Αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψη 41), Dow Benelux κατά Επιτροπής (EU:C:1989:379, σκέψη 10), Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 45), και Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψη 82).


23 —      Απόφαση France Télécom κατά Επιτροπής (T‑340/04, EU:T:2007:81, σκέψη 52).


24 —      Απόφαση France Télécom κατά Επιτροπής (EU:T:2007:81, σκέψη 51).


25 —      Απόφαση Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψη 83).


26 —      Αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψη 41), Dow Benelux κατά Επιτροπής (EU:C:1989:379, σκέψη 9), και Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 45)· βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην απόφαση Solvay κατά Επιτροπής (EU:C:2011:256, σημείο 138).


27 —      Βλ., συναφώς, τις αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψη 19), Dow Benelux κατά Επιτροπής (EU:C:1989:379, σκέψη 30) και Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 16).


28 —      Απόφαση Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψη 83).


29 —      Απόφαση Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψη 84)· βλ. επίσης και τις αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψη 27), Dow Benelux κατά Επιτροπής (EU:C:1989:379, σκέψη 38) και Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 24).


30 —      Βλ., συναφώς, την 24η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003, καθώς και το άρθρο 4 αυτού, επίσης τις αποφάσεις National Panasonic κατά Επιτροπής (EU:C:1980:169, σκέψη 20), AM & S κατά Επιτροπής (155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 15), Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψη 25), Dow Benelux κατά Επιτροπής (EU:C:1989:379, σκέψη 36), Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 22), και Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψη 42).


31 —      Μολονότι οι αναιρεσείουσες προβάλλουν επιχειρήματα διεθνούς δικαίου μόνο στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κρίνω σκοπιμότερο να τα εξετάσω ήδη στο πλαίσιο του παρόντος πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.


32 —      Βλ. συναφώς τη θεμελιώδη απόφαση περί πολτού (απόφαση Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:447, σκέψεις 15 έως 17).


33 —      Σκέψη 99, τελευταίο εδάφιο, της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


34 —      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή αιτήθηκε το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου την κήρυξη του παρόντος δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως απαραδέκτου.


35 —      Αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 165), Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής (C‑628/10 P και C‑14/11 P, EU:C:2012:479, σκέψη 111) και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (C‑58/12 P, EU:C:2013:770, σκέψη 35).


36 —      Βλ. το υποκεφάλαιο 3.2.3 (σκέψεις 37 έως 40) του πρωτόδικου δικογράφου προσφυγής με επικεφαλίδα «Overly broad geographic scope».


37 —      Σκέψεις 39 και 40 του πρωτόδικου δικογράφου προσφυγής.


38 —      Σκέψεις 37 και 38 του πρωτόδικου δικογράφου προσφυγής.


39 —      Επί της πάγιας νομολογίας κατά την οποία κατά τον δικαστικό έλεγχο νομικών πράξεων της Ένωσης απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής νομιμότητας, βλ. τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (EU:C:1998:154, σκέψη 67), Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (EU:C:2008:392, σκέψη 181) και Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής (C‑40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψη 46).


40 —      Βλ. σκέψεις 60 έως 94 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως.


41 —      Αποφάσεις Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψεις 49 και 50), καθώς και —εμμέσως— Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 52).


42 —      Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), απόφαση Smirnov κατά Ρωσίας της 7ης Ιουνίου 2007 (προσφυγή αριθ. 71362/01, Recueil des arrêts et décisions 2007-VII, § 45), καθώς και αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2011, Harju κατά Φινλανδίας (προσφυγή αριθ. 56716/09, §§ 40 και 44) και Heino κατά Φινλανδίας (προσφυγή αριθ. 56720/09, § 45).


43 —      Βλ., συναφώς, επίσης την απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής (C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψη 60), στην οποία το Δικαστήριο αναγνωρίζει τον κίνδυνο ότι οι θιγόμενες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποκρύψουν αποδεικτικό υλικό σε περίπτωση που γνώριζαν ήδη στο πρώτο διερευνητικό στάδιο ποιες πληροφορίες έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή σε εκείνο το χρονικό σημείο.


44 —      Υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψη 41), Dow Benelux κατά Επιτροπής (EU:C:1989:379, σκέψεις 9 και 15), Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψεις 45 και 51), και Roquette Frères (EU:C:2002:603, σκέψεις 60 έως 62).


45 —      Ειδικά επί της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως σε σχέση με αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου, βλ. την απόφαση Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1989:380, σκέψη 52)· γενικά επί της εν λόγω αρχής στο δίκαιο ανταγωνισμού, βλ. τις αποφάσεις Chalkor κατά Επιτροπής (C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψεις 64 και 65), και Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 61, πρώτο εδάφιο), καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής (C‑628/10 P και C‑14/11 P, EU:C:2012:11, σημείο 99) και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑501/11 P, EU:C:2013:248, σημείο 47).


46 —      Βλ. ανωτέρω τα σημεία 77 και 78 των παρουσών προτάσεων.


47 —      Τούτο θα συντρέχει κατά κανόνα σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο καλείται πριν τη διεξαγωγή αιφνίδιου ελέγχου να χορηγήσει άδεια ως προληπτικό μέτρο για την εφαρμογή μέτρων καταναγκασμού (άρθρο 20, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού 1/2003).


48 —      Εν μέρει αποτελέσαν οι εν λόγω εξηγήσεις του αιτούμενου την εφαρμογή μέτρων επιείκειας αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως στην πρωτοβάθμια δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


49 —      Η εξ απόψεως διεθνούς δικαίου επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών, που διατυπώθηκε στο πλαίσιο του παρόντος δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, εξετάσθηκε ήδη ανωτέρω στα σημεία 69 έως 72 των παρουσών προτάσεων.


50 —      Βλ. απόφαση Roujanski κατά Συμβουλίου (C‑253/94 P, EU:C:1995:4, σκέψεις 12-14), καθώς και αποφάσεις Henrichs κατά Επιτροπής (C‑396/93 P, EU:C:1995:280, σκέψεις 65-66), Επιτροπή και Γαλλία κατά TF1 (C‑302/99 P και C‑308/99 P, EU:C:2001:408, σκέψη 31), Tralli κατά ΕΚΤ (C‑301/02 P, EU:C:2005:306, σκέψη 88), και Gualteri κατά Επιτροπής (C‑485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 111).


51 —      Βλ. συναφώς τις επισημάνσεις μου επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στα σημεία 24 έως 86 των παρουσών προτάσεων.


52 —      Απόφαση Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 123)· υπό την ίδια έννοια, η απόφαση D και Σουηδία κατά Συμβουλίου (C‑122/99 P και C‑125/99 P, EU:C:2001:304, σκέψη 65)· στην τελευταία περίπτωση, ο D και το Βασίλειο της Σουηδίας είχαν ασκήσει μάλιστα δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, αλλά καταδικάστηκαν εντούτοις εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα.