Language of document : ECLI:EU:T:2009:456

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 19ης Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση T-49/08 P

Χρήστος Μιχαήλ

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταναίρεση – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Βαθμολόγηση – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2003 – Βαθμολογία ελλείψει καθηκόντων προς εκτέλεση – Ηθική βλάβη – Υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Ανταναίρεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της ως άνω αποφάσεως.

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή) αναιρείται. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Ανταναίρεση – Προθεσμία ασκήσεως

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 141 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολόγηση – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Κατάρτιση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43 και 110)

3.      Υπάλληλοι – Αρχές – Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43 και 110)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης παράνομης πράξεως – Ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Η μόνη προθεσμία στην οποία υπόκειται η άσκηση ανταναιρέσεως είναι εκείνη που προβλέπει το άρθρο 141, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως, ήτοι δύο μήνες από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως.

(βλ. σκέψη 38)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 1η Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 72

2.      Η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας (EEΣ) είναι ουσιώδες έγγραφο στο πλαίσιο της κρίσεως του προσωπικού που απασχολούν τα κοινοτικά όργανα, καθόσον καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Η αξιολόγηση αυτή δεν είναι αμιγώς περιγραφική του έργου που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, αλλά περιέχει και εκτιμήσεις επί των ατομικών και των κοινωνικών δεξιοτήτων και χαρακτηριστικών που επέδειξε ο βαθμολογούμενος υπάλληλος κατά την άσκηση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων. Επομένως, η ΕΕΣ συνιστά μια αξιολογική κρίση την οποία διατυπώνουν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι του βαθμολογούμενου υπαλλήλου όσον αφορά τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτός εκπλήρωσε τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν όσο και τη συμπεριφορά του εντός της υπηρεσίας κατά την οικεία περίοδο. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της καταρτίσεως της ΕΕΣ, η βαθμολόγηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου βάσει της αξιολογήσεως της αποδόσεώς του, των ικανοτήτων του και της συμπεριφοράς του στην υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ΚΥΚ και το άρθρο 1, παράγραφος 2, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων (ΓΕΔ) του άρθρου 43 του ΚΥΚ τις οποίες θέσπισε η Επιτροπή, προϋποθέτει την ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων προς εκτέλεση κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

Όπως όλα τα κοινοτικά όργανα, η Επιτροπή υπέχει ειδική υποχρέωση διαφάνειας όσον αφορά τη βαθμολόγηση, την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό των υπαλλήλων της, της οποίας η τήρηση εξασφαλίζεται από την επίσημη διαδικασία των άρθρων 43 και 46 του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή προβλέπει ότι η ΕΕΣ καταρτίζεται τουλάχιστον κάθε δύο έτη και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζει το κάθε κοινοτικό όργανο, όπως ορίζει το άρθρο 110 του ΚΥΚ. Έτσι, στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος τελούσε μεν σε ενεργό υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ του άρθρου 43 του ΚΥΚ, πλην όμως δεν του είχε ανατεθεί, κατόπιν μιας αναδιαρθρώσεως στο εσωτερικό της υπηρεσίας, κανένα καθήκον βάσει του οποίου θα μπορούσε να αξιολογηθεί, η διοίκηση οφείλει μολαταύτα να καταρτίσει μια ΕΕΣ η οποία να επισημαίνει την κατάσταση αυτή προκειμένου η μεν διοίκηση να είναι ενήμερη, ο δε ενδιαφερόμενος υπάλληλος να διαθέτει γραπτή και επίσημη απόδειξη για την ύπαρξη της καταστάσεως αυτής.

Πράγματι, η ειδική υποχρέωση διαφάνειας επιβάλλει την κατάρτιση ΕΕΣ, τόσο χάριν της χρηστής διοικήσεως και του εξορθολογισμού των υπηρεσιών της Κοινότητας όσο και προς διασφάλιση των συμφερόντων των υπαλλήλων. Η κύρια λειτουργία της ΕΕΣ, ως εσωτερικού εγγράφου, είναι να εξασφαλίζει στη διοίκηση περιοδική και κατά το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους οι υπάλληλοί της. Ως προς τον υπάλληλο που αξιολογείται, η ΕΕΣ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας του, ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα μεταθέσεων και προαγωγών. Συγκεκριμένα, συνιστά απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη από την ιεραρχικώς προϊστάμενη αρχή και η περιοδική της κατάρτιση καθιστά δυνατή τη συνολική θεώρηση της εξελίξεως της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Καίτοι σε μια τέτοια όλως εξαιρετική κατάσταση, οφειλόμενη αποκλειστικώς στη διοίκηση, οι αξιολογητές δεν μπορούν να βαθμολογήσουν τον υπάλληλο για τα πεπραγμένα και τις ατομικές του επιδόσεις σε σχέση με τους προς επίτευξη στόχους, οφείλουν εντούτοις να λάβουν μια απόφαση η οποία, σύμφωνα με το καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση, να σέβεται τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και, ειδικότερα, την προσδοκία του για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του στα κοινοτικά όργανα.

(βλ. σκέψεις 57 έως 65)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 3 Ιουλίου 1980, 6/79 και 97/79, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1980, σ. 2141, σκέψη 20· ΠΕΚ, 28 Μαΐου 1997, T‑59/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑109 και II‑331, σκέψεις 44 και 73· ΠΕΚ, 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψη 77· ΠΕΚ, 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑274/04, Ρούνης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑407 και II‑1849, σκέψεις 24 και 42

3.      Η έννοια του καθήκοντος της διοικήσεως να παρέχει αρωγή εκφράζει την ισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει ο ΚΥΚ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα. Η ισορροπία αυτή συνεπάγεται μεταξύ άλλων ότι, οσάκις αποφαίνεται επί της καταστάσεως ενός υπαλλήλου, η αρχή συνεκτιμά όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφασή της και ότι, στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνον της υπηρεσίας, αλλά και του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Στο πλαίσιο της καταρτίσεως μιας ΕΕΣ, οι αξιολογητές μπορούν επομένως, δυνάμει του καθήκοντος αρωγής, να κρίνουν ότι πρέπει να δώσουν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο προσήκοντα αριθμό μονάδων βαθμολογίας για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά του και, ειδικότερα, τις προοπτικές εξελίξεως της σταδιοδρομίας του στα κοινοτικά όργανα.

Επιβάλλεται πάντως, προς τήρηση της ειδικής υποχρεώσεως διαφάνειας, η απόφαση αυτή να εκδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπουν για τη διαδικασία αξιολογήσεως το άρθρο 43 του ΚΥΚ και οι ΓΕΔ οι οποίες έχουν θεσπισθεί προς εφαρμογή του εν λόγω άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 110 του ΚΥΚ. Πράγματι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρχή που εκδίδει την απόφαση διαθέτει διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία.

(βλ. σκέψεις 66 έως 68)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· ΠΕΚ, 9 Νοεμβρίου 1995, T‑346/94, France-aviation κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2841, σκέψεις 32 έως 34· ΠΕΚ, 23 Μαρτίου 2000, T‑95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑51 και II‑219, σκέψη 37· ΠΕΚ, 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑156/05, Λαντζώνη κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑189 και II‑A‑2‑969, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Ναι μεν η υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν σημαίνει ότι οφείλει να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλουν οι διάδικοι, ιδίως αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, πλην όμως συνεπάγεται ότι πρέπει, τουλάχιστον, να αποφαίνεται επί των αιτημάτων των προσφυγών.

Όσον αφορά την απάντηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σε αιτήματα περί χρηματικής ικανοποιήσεως, μολονότι η ακύρωση μιας παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

(βλ. σκέψεις 87 και 88)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Δεκεμβρίου 1998, C‑221/97 P, Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8255, σκέψη 24· ΔΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 121· ΔΕΚ, 11 Σεπτεμβρίου 2003, C‑197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑8461, σκέψη 81· ΔΕΚ, 25 Οκτωβρίου 2007, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑167/06 P, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 22· ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑129 και II‑A‑2‑609, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία