Language of document : ECLI:EU:T:2009:456

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 19ης Νοεμβρίου 2009 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Αίτηση ανταναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Βαθμολόγηση – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας –Περίοδος αξιολογήσεως 2003 – Βαθμολογία ελλείψει καθηκόντων προς εκτέλεση – Ηθική βλάβη – Υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του»

Στην υπόθεση T‑49/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή),

Χρήστος Μιχαήλ, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Χ. Μεϊδάνη, δικηγόρο,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Currall και την K. Herrmann, επικουρούμενους από τον E. Μπουρτζάλα, δικηγόρο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, J. Azizi και I. Pelikánová (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Ο αναιρεσείων, Χρήστος Μιχαήλ, ζητεί δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), περί μερικής απορρίψεως της προσφυγής του που είχε ως αίτημα, αφενός, την ακύρωση τόσο της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για την περίοδο από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ 2003) όσο και της από 15 Απριλίου 2005 απορριπτικής αποφάσεως επί της διοικητικής του ενστάσεως κατά της ΕΕΣ 2003 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 90 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη από την ΕΕΣ 2003.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει τα εξής:

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο […]».

3        Στις 3 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί θεσπίσεως γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ (στο εξής: ΓΕΔ).

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ έχει ως εξής:

«Κατά το άρθρο 43 του ΚΥΚ […], στην αρχή κάθε έτους γίνεται αξιολόγηση των υπαλλήλων. Η περίοδος αναφοράς εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

Προς τούτο, καταρτίζεται ετήσια έκθεση, καλούμενη έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας, για κάθε υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΥΚ […], που τελούσε σε ενεργό υπηρεσία […] για τουλάχιστον ένα μήνα χωρίς διακοπή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Οι υπάλληλοι […] αυτοί καλούνται στο εξής “κάτοχοι θέσεως”. Η έκθεση καλύπτει τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο κάτοχος θέσεως ήταν εν ενεργεία […]».

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ:

«Η έκθεση αφορά, κυρίως, την αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία. Βάσει της αξιολογήσεως σε κάθε έναν από τους ως άνω τομείς, ο υπάλληλος βαθμολογείται σύμφωνα με το υπόδειγμα εκθέσεως του παραρτήματος II.»

6        Το υπόδειγμα εκθέσεως του παραρτήματος ΙΙ των ΓΕΔ προβλέπει τρεις χωριστές βαθμολογικές κλίμακες για τους τρεις τομείς αξιολογήσεως, με άριστα το 10 για την απόδοση, το 6 για την ικανότητα και το 4 για τη συμπεριφορά στην υπηρεσία.

7        Όσον αφορά τη διαδικασία αξιολογήσεως, τα άρθρα 2 και 3 των ΓΕΔ προβλέπουν ότι σε αυτήν μετέχουν, πρώτον, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο προϊστάμενος μονάδας ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του αξιολογούμενου υπαλλήλου, δεύτερον, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο διευθυντής ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του πρωτοβάθμιου βαθμολογητή και, τρίτον, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο γενικός διευθυντής ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

8        Όσον αφορά τις λεπτομέρειες της διαδικασίας αξιολογήσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 4, των ΓΕΔ ορίζει ότι ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής ζητεί από τον υπάλληλο να καταρτίσει εγγράφως, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, την αυτoαξιολόγησή του, η οποία ενσωματώνεται ακολούθως στην έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του (στο εξής: ΕΕΣ). Το αργότερο δέκα ημέρες μετά την υποβολή εκ μέρους του υπαλλήλου της αυτoαξιολογήσεώς του, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής τον καλεί επισήμως σε συζήτηση η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, των ΓΕΔ, αφορά τρία ζητήματα: την αξιολόγηση των υπηρεσιών που παρέσχε κατά την περίοδο αναφοράς, τον καθορισμό στόχων για το επόμενο έτος και την κατάρτιση σχεδίου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 6, των ΓΕΔ, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής καταρτίζει, μετά τη συζήτησή του με τον υπάλληλο, ένα σχέδιο ΕΕΣ, το οποίο περιέχει, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις του επί της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία, καθώς και πρόταση βαθμού που πρέπει να συνάδει με τις ενδείξεις που δόθηκαν κατά τη συζήτησή τους. Εν συνεχεία, ο πρωτοβάθμιος και ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής καταλήγουν από κοινού στην τελική μορφή της ΕΕΣ και την κοινοποιούν στον ενδιαφερόμενο. Ο αξιολογούμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει επίσημη συνάντηση με τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή ο οποίος δύναται είτε να τροποποιήσει είτε να επιβεβαιώσει την ΕΕΣ. Ακολούθως, ο αξιολογούμενος υπάλληλος μπορεί, με αίτημά του προς τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή, να ζητήσει γνωμοδότηση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για θέματα αξιολογήσεως του άρθρου 9 των ΓΕΔ (στο εξής: ΕΙΕ), η οποία εξετάζει αν η ΕΕΣ καταρτίσθηκε δίκαια, αντικειμενικά, υπό την έννοια ότι στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, σε πραγματικά στοιχεία, και σύμφωνα με τις ΓΕΔ και τον οδηγό βαθμολογήσεως. Η ΕΙΕ διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη βάσει της οποίας ο κατ’ έφεση βαθμολογητής είτε τροποποιεί είτε επιβεβαιώνει την ΕΕΣ· σε περίπτωση που αποστεί από τις περιεχόμενες στην εν λόγω γνωμοδότηση συστάσεις, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή του.

 Το ιστορικό της διαφοράς

9        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 9 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«9      Κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: περίοδος αναφοράς), ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) υπήρξε υπάλληλος της Επιτροπής με βαθμό A 4.

10      Μετά την κατάργηση, στις 31 Δεκεμβρίου 2002, της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) “Δημοσιονομικός έλεγχος”, όπου ασκούσε καθήκοντα οικονομικού ελεγκτή από το 1987, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη ΓΔ “Γεωργία”, με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2003, ισχύουσα αναδρομικώς από 1ης Απριλίου 2003.

11      Κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003, η μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί ο προσφεύγων ήταν, κατά μεν τον ίδιο, η μονάδα J.1 “Συντονισμός οριζόντιων ζητημάτων σχετικά με την εκκαθάριση λογαριασμών: δημοσιονομικός λογιστικός έλεγχος”, κατά δε την Επιτροπή, η μονάδα I.5 “Προσωπικό και διοίκηση” (στο εξής: μονάδα I.5) της ΓΔ “Γεωργία”.

12      Στις 16 Ιουνίου 2004, ο προϊστάμενος της μονάδας I.5 κατάρτισε, ως πρωτοβάθμιος βαθμολογητής, το σχέδιο της ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2003. Με το σχέδιο αυτό πρότεινε συνολική βαθμολογία 13/20 για τον προσφεύγοντα, ήτοι 6/10 για την απόδοσή του, 4/6 για τις ικανότητές του και 3/4 για τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία.

13      Κατόπιν της υποβολής εκ μέρους του προσφεύγοντος αιτήσεως αναθεωρήσεως, ο προϊστάμενος της διευθύνσεως Ι “Διαχείριση Προσωπικού” επιβεβαίωσε, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, την ΕΕΣ 2003 στις 10 Σεπτεμβρίου 2004.

14      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, ο προσφεύγων αρνήθηκε να υπογράψει την ΕΕΣ 2003 και ζήτησε γνωμοδότηση της ΕΙΕ.

15      Κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, η ΕΙΕ εξέτασε την ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2003 και κατέληξε, με ομόφωνη γνωμοδότησή της, ότι “οι λόγοι [που προέβαλε ο προσφεύγων] ήταν αβάσιμοι”.

16      Στις 13 Οκτωβρίου 2004, ο βοηθός γενικός διευθυντής της ΓΔ “Γεωργία”επιβεβαίωσε, ως κατ’ έφεση βαθμολογητής, την ΕΕΣ 2003, η οποία κατέστη, κατόπιν τούτου, οριστική.

17      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 18ης Νοεμβρίου 2004, το οποίο πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν στη ΓΔ “Προσωπικό και διοίκηση”, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ζητώντας την ακύρωση της ΕΕΣ 2003.

18      Με την από 15 Απριλίου 2005 απόφασή της, η οποία κοινοποιήθηκε ακολούθως στις 18 Απριλίου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση.»

 Η πρωτόδικη διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Ιουλίου 2005, ο αναιρεσείων ζήτησε να ακυρωθούν τόσο η ΕΕΣ 2003 όσο και η από 15 Απριλίου 2005 απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά της ΕΕΣ 2003, καθώς και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 90 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη από την ΕΕΣ 2003.

11      Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε αρχικώς στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑284/05.

12      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο παρέπεμψε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), την υπό κρίση υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ). Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τον αριθμό F‑67/05.

13      Προς στήριξη των δύο πρώτων αιτημάτων του, ήτοι του αιτήματος ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003 και του αιτήματος ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως της 15ης Απριλίου 2005 επί της διοικητικής του ενστάσεως κατά της ΕΕΣ 2003, ο αναιρεσείων προέβαλε επτά λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν, πρώτον, παράβαση του άρθρου 43 του ΚΥΚ και των ΓΕΔ, δεύτερον, έλλειψη αιτιολογίας, τρίτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, τέταρτον, ηθική παρενόχληση, πέμπτον, κατάχρηση εξουσίας, έκτον, παραβίαση «της γενικής αρχής της δίκαιης και επιεικούς μεταχειρίσεως του προσωπικού της Επιτροπής» και, έβδομον, παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως.

14      Με τη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι τα δύο πρώτα αιτήματα του αναιρεσείοντος είχαν αμφότερα ως αντικείμενο την ακύρωση της ΕΕΣ 2003.

15      Με τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ κατέληξε ότι έπρεπε να δεχθεί το αίτημα αυτό και, ως εκ τούτου, να ακυρώσει την ΕΕΣ 2003 βάσει του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως του άρθρου 43 του ΚΥΚ και των ΓΕΔ.

16      Οι λόγοι για τους οποίους έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και, επί τη βάσει αυτή, το αίτημα ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003 εκτέθηκαν στις σκέψεις 28 έως 33 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής:

«28      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 43 του ΚΥΚ, “[η] ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία […]”. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ, “καταρτίζεται ετήσια έκθεση, καλούμενη [ΕΕΣ], για κάθε υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΥΚ, που τελούσε σε ενεργό υπηρεσία ή σε απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας για τουλάχιστον ένα μήνα [χωρίς διακοπή] κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς”.

29      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, ο προσφεύγων τελούσε σε ενεργό υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να καταρτίσει την ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2003.

30      Εντούτοις, πρέπει να τονισθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ ορίζει ότι “[η] έκθεση αφορά, κυρίως, την αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία” και ότι “[βάσει] της αξιολογήσεως σε κάθε έναν από τους ως άνω τομείς, ο υπάλληλος βαθμολογείται […]”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, καίτοι η βαθμολόγηση του υπαλλήλου με σκοπό την αξιολόγηση του έργου και των επιδόσεών του σε σχέση με τα προς επίτευξη αποτελέσματα είναι υποχρεωτική οσάκις του ανατίθενται συγκεκριμένα καθήκοντα, εντούτοις μια τέτοια βαθμολόγηση είναι αδύνατη αν δεν του έχουν ανατεθεί καθήκοντα βάσει των οποίων θα μπορούσε να αξιολογηθεί.

31      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο προσφεύγων τελούσε μεν σε ενεργό υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ, πλην όμως δεν του ανατέθηκε, κατά την περίοδο αναφοράς, κανένα καθήκον βάσει του οποίου θα μπορούσε να αξιολογηθεί. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι δεν τέθηκαν στον προσφεύγοντα ούτε στόχοι ούτε κριτήρια αξιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, των ΓΕΔ. Εξάλλου, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να καλύψει αυτή την έλλειψη βαθμολογίας καθόσον, αφενός, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την περιγραφή της θέσεώς του, στο μέτρο που το τμήμα 3 της ΕΕΣ 2003, το οποίο φέρει τον τίτλο “Περιγραφή της θέσεως”, δεν έχει συμπληρωθεί και, αφετέρου, δεν έχει αποσαφηνιστεί σε ποια ακριβώς μονάδα είχε τοποθετηθεί ο ενδιαφερόμενος. Τέλος, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ανατέθηκαν στον προσφεύγοντα ορισμένα καθήκοντα και ότι αυτός παρακολούθησε για πέντε ημέρες σεμινάριο που οργάνωσε η Εθνική Σχολή Διοικήσεως στο Παρίσι, εντούτοις είναι πρόδηλον ότι αυτά τα καθήκοντα και η επαγγελματική εκπαίδευση δεν συνιστούν επαρκή βάση αξιολογήσεως.

32      Επομένως, είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι κακώς η Επιτροπή τον βαθμολόγησε.

33      Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι βαθμολόγησε τον προσφεύγοντα για να προστατεύσει τα συμφέροντά του και να διασφαλίσει το δικαίωμά του για αξιολόγηση, εφόσον, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται στη βαθμολόγηση εκ μέρους της διοικήσεως υπαλλήλου στον οποίο δεν έχουν ανατεθεί καθήκοντα. Αντιθέτως, η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 με την παρούσα απόφαση συνεπάγεται την υποχρέωση της διοικήσεως να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο προς επανόρθωση αυτής της ελλείψεως βαθμολογίας, δίδοντας στον προσφεύγοντα τον προσήκοντα αριθμό μονάδων.»

17      Όσον αφορά το τρίτο αίτημα, ήτοι το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να απορριφθεί.

18      Οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως εκτέθηκαν στις σκέψεις 37 έως 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«37      Κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση της διοικητικής πράξεως κατά της οποίας στρέφεται υπάλληλος συνιστά αφ’ εαυτής πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη λόγω της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως σε περίπτωση που αυτή δεν περιέχει καμία κατηγορηματικά αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει (απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 1995, Τ-60/94, Pierrat κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-23 και II-77, σκέψη 62).

38      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ΕΕΣ 2003 δεν περιέχει καμία κατηγορηματικά αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει.

39      Επομένως, η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστά αφ’ εαυτής πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία τυχόν υπέστη ο προσφεύγων λόγω της πράξεως αυτής.»

19      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την ΕΕΣ 2003 και απέρριψε την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Διαδικασία

20      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Ιανουαρίου 2008, ο αναιρεσείων υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

21      Στις 3 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως με αίτηση ανταναιρέσεως.

22      Με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Ιουλίου 2008, ο αναιρεσείων ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, να του επιτραπεί να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως. Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος επέτρεψε στον αναιρεσείοντα να καταθέσει σύντομο υπόμνημα απαντήσεως επί των ζητημάτων του παραδεκτού και μόνον.

23      Στις 9 Σεπτεμβρίου 2008, ο αναιρεσείων κατέθεσε, σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπόμνημα απαντήσεως στην αίτηση ανταναιρέσεως.

24      Στις 6 Οκτωβρίου 2008, ο αναιρεσείων κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

25      Στις 18 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

26      Στις 19 Νοεμβρίου 2008, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε.

27      Στις 27 Φεβρουαρίου 2009, ο αναιρεσείων κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την από 18 Νοεμβρίου 2008 επιστολή, με την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) του κοινοποίησε την απόφαση που έλαβε, σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να τον βαθμολογήσει με 14,5 μονάδες για την περίοδο προαγωγών 2004. Στις 19 Μαρτίου 2009, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου (αναιρετικό τμήμα) αποφάσισε, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, των Οδηγιών προς τον Γραμματέα του Πρωτοδικείου, να περιλάβει την επιστολή αυτή στη δικογραφία. Με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Απριλίου 2009, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την εν λόγω επιστολή.

28      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (αναιρετικό τμήμα) διαπίστωσε ότι οι διάδικοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση καθορισμού ημερομηνίας για επ’ ακροατηρίου συζήτηση εντός της προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και έκρινε ότι πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

29      Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι ένα μέλος του τμήματος κωλυόταν να παραστεί στη διάσκεψη και ο εισηγητής δικαστής ήταν ο νεότερος κατά την έννοια του άρθρου 6 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο αμέσως προηγούμενος κατά τη σειρά αρχαιότητας δικαστής απέσχε της διασκέψεως και οι διασκέψεις του Πρωτοδικείου συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή των τριών δικαστών που υπογράφουν την παρούσα απόφαση.

 Αιτήματα των διαδίκων

30      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αίτηση ανταναιρέσεως·

–        να απορρίψει το υπόμνημα αντικρούσεως·

–        να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή·

–        να αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ, κατά το μέρος της που αφορά την απόρριψη του αιτήματος περί χρηματικής ικανοποιήσεως·

–        να αποφανθεί επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 90 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της με το οποίο το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την ΕΕΣ 2003·

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

32      Η αίτηση ανταναιρέσεως, που σχετίζεται με την ακύρωση της ΕΕΣ 2003, πρέπει να εξεταστεί πριν από την αίτηση αναιρέσεως, που αφορά το αίτημα περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων από την ΕΕΣ 2003.

 Επί της ανταναιρέσεως

33      Η Επιτροπή προσάπτει, με την αίτηση ανταναιρέσεως, στο Δικαστήριο ΔΔ ότι, ακυρώνοντας την ΕΕΣ 2003 για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 30 έως 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως των αποφάσεών του, το άρθρο 43 του ΚΥΚ, το άρθρο 8, παράγραφος 6, και το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, καθώς και τη σχετική με την κατάρτιση των ΕΕΣ νομολογία. Επίσης, προσάπτει στο Δικαστήριο ΔΔ ότι υπέπεσε σε νομική πλάνη, υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων του και ότι το σκεπτικό της αποφάσεώς του είναι αντιφατικό κατά το μέτρο που τη διέταξε, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να δώσει στον αναιρεσείοντα τον προσήκοντα αριθμό μονάδων προς επανόρθωση της ελλείψεως βαθμολογίας.

34      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αίτηση ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως ανταναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αίτηση ανταναιρέσεως αντιβαίνει τόσο στο άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και όσο και στο άρθρο 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου καθόσον, αφενός, περιέχει αίτημα περί μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ενώ με το υπόμνημα αντικρούσεως στο οποίο έχει επισυναφθεί ζητείται η ολική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και, αφετέρου, ασκήθηκε μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην Επιτροπή.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

36      Το άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει:

«Τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως έχουν ως αντικείμενο:

α)      την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ή την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης,

β)      την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένου κάθε νέου αιτήματος.»

37      Εν προκειμένω, τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, στο μέτρο που αυτή στρέφεται κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το κεφάλαιό της με το οποίο έγινε δεκτό το αίτημα που υπέβαλε η Επιτροπή πρωτοδίκως για απόρριψη της αγωγής που άσκησε ο αναιρεσείων προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, ενώ τα αιτήματα της αιτήσεως ανταναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο τη μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής, καθόσον το Δικαστήριο ΔΔ δεν δέχθηκε το αίτημα που υπέβαλε η Επιτροπή πρωτοδίκως για απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003. Τα αιτήματα της αιτήσεως ανταναιρέσεως, τα οποία συμπληρώνουν τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως χωρίς να αντιφάσκουν προς αυτά, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 142, παράγραφος 1, Κανονισμού Διαδικασίας και δεν είναι, επομένως, απορριπτέα ως απαράδεκτα βάσει της διατάξεως αυτής.

38      Επιπροσθέτως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μόνη προθεσμία στην οποία υπόκειται η άσκηση ανταναιρέσεως είναι εκείνη που προβλέπει το άρθρο 141, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως, ήτοι δύο μήνες από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως. (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 72).

39      Δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή τηρήθηκε εν προκειμένω, η αίτηση ανταναιρέσεως δεν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της.

40      Επομένως, είναι απορριπτέα η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε ο αναιρεσείων κατά της αιτήσεως ανταναιρέσεως.

 Επί της ουσίας της αιτήσεως ανταναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Η Επιτροπή προσάπτει, πρώτον, στο Δικαστήριο ΔΔ ότι, ακυρώνοντας την ΕΕΣ 2003 για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 30 έως 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως των αποφάσεών του, το άρθρο 43 του ΚΥΚ, το άρθρο 8, παράγραφος 6, και το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, καθώς και τη σχετική με την κατάρτιση των ΕΕΣ νομολογία.

42      Η Επιτροπή προσάπτει κατ’ αρχάς στο Δικαστήριο ΔΔ ότι δεν τήρησε την υποχρέωση που υπέχει να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, καθόσον δεν εξήγησε, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα συγκεκριμένα καθήκοντα που ασκούσε ο αναιρεσείων δεν ήταν δυνατό να αποτελέσουν βάση για την αξιολόγησή του και για τον βαθμό που του δόθηκε με την ΕΕΣ 2003. Επιπλέον, το Δικαστήριο ΔΔ παρέβη το άρθρο 43 του ΚΥΚ κατά το μέτρο που υποκατέστησε τους αξιολογητές προβαίνοντας σε μια τέτοια εκτίμηση επί της επαγγελματικής αξίας του αναιρεσείοντος.

43      Η Επιτροπή υποστηρίζει ακολούθως ότι το Δικαστήριο ΔΔ, κρίνοντας με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η ΕΕΣ 2003 δεν έπρεπε να έχει καταρτιστεί και ότι ο αναιρεσείων δεν έπρεπε να έχει βαθμολογηθεί, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 43 του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ, παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 6, και το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ. Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, η διοίκηση όφειλε εν προκειμένω να καταρτίσει την ΕΕΣ 2003 και να βαθμολογήσει με αυτήν τον αναιρεσείοντα.

44      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, τέλος, ότι με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Δικαστήριο ΔΔ ερμήνευσε εσφαλμένως τη νομολογία από την οποία προκύπτει ότι η ΕΕΣ πρέπει να συντάσσεται υποχρεωτικά χάριν της χρηστής διοικήσεως και του εξορθολογισμού των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των υπαλλήλων, ειδικότερα δε της προσδοκίας τους για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑274/04, Ρούνης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑407 και II‑1849). Ακόμη και αν η προκείμενη κατάσταση δεν ρυθμίζεται, αυτή καθαυτή, από τον ΚΥΚ, η κατάρτιση της ΕΕΣ 2003 και η βαθμολόγηση του αναιρεσείοντος με αυτή έγιναν κατά τρόπο σύμφωνο με την ως άνω νομολογία.

45      Δεύτερον, η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο ΔΔ ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων του και ότι το σκεπτικό της αποφάσεώς του περιέχει αντιφάσεις, καθόσον την διέταξε, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να δώσει στον αναιρεσείοντα τον προσήκοντα αριθμό μονάδων προς επανόρθωση της ελλείψεως βαθμολογίας.

46      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, με τη σκέψη 33 της αποφάσεως αυτής, ότι τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος θα μπορούσαν να διασφαλισθούν, παρά την ακύρωση της ΕΕΣ 2003 και της βαθμολογίας που αυτή περιείχε, εφόσον η Επιτροπή όφειλε να του δώσει, συνεπεία της ακυρώσεως, προσήκοντα αριθμό μονάδων προς επανόρθωση της ελλείψεως βαθμολογίας. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να απονείμει στον αναιρεσείοντα μονάδες βαθμολογίας, αλλά ούτε και μονάδες προτεραιότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγών δυνάμει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, καθόσον δεν του είχε ανατεθεί κανένα πραγματικό καθήκον κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Εξάλλου, το Δικαστήριο ΔΔ δεν ήταν αρμόδιο να διατάξει την Επιτροπή να επανορθώσει την έλλειψη βαθμολογίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑43 και II‑167, σκέψη 63). Επιπλέον, υποπίπτει σε αντίφαση στο μέτρο που ακυρώνει την ΕΕΣ 2003 καθόσον δόθηκε στον αναιρεσείοντα βαθμός με συνέπεια να διασφαλίζονται τα συμφέροντά του, ενώ ταυτοχρόνως διατάσσει την Επιτροπή, ως επακόλουθο της ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003, να του απονείμει προσήκοντα αριθμό μονάδων βαθμολογίας προς διασφάλιση των συμφερόντων του.

47      Ο αναιρεσείων αντικρούει το σύνολο των επιχειρημάτων της Επιτροπής και ζητεί να απορριφθεί η αίτηση ανταναιρέσεως ως αβάσιμη.

48      Κατ’ αρχάς, ο αναιρεσείων ζητεί να απορριφθεί ο λόγος ανταναιρέσεως που αφορά παράβαση εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ της υποχρεώσεώς του να αιτιολογεί τις αποφάσεις του καθόσον δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε, με τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συγκεκριμένα καθήκοντα που ασκούσε ο αναιρεσείων δεν μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για τη αξιολόγησή του ως προς την περίοδο που καλύπτει η ΕΕΣ 2003. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που περιέχει η σκέψη αυτή, βάσει των οποίων θα μπορούσε να κατανοήσει τη συλλογιστική που ακολούθησε συναφώς το Δικαστήριο ΔΔ. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο ΔΔ δεν παρέβη το άρθρο 43 του ΚΥΚ υποκαθιστώντας τους αξιολογητές στην εκτίμησή τους, δεδομένου ότι δεν προέβη το ίδιο σε αξιολόγηση των επιδόσεων του αναιρεσείοντος, αλλά διαπίστωσε απλώς και μόνον ότι οι αξιολογητές αυτοί υπέπεσαν σε κατάχρηση εξουσίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑71 και II‑347).

49      Ο αναιρεσείων ζητεί, στη συνέχεια, να απορριφθεί ο λόγος ανταναιρέσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 6, και του άρθρου 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, καθώς και της σχετικής με την κατάρτιση των ΕΕΣ νομολογίας. Κατά το μέτρο που, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την επί των πραγματικών περιστατικών εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ, σύμφωνα με την οποία δεν είχαν ανατεθεί κατά την περίοδο αναφοράς στον αναιρεσείοντα καθήκοντα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο αξιολογήσεως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Εξάλλου, κατά τον αναιρεσείοντα, το Δικαστήριο ΔΔ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας το άρθρο 43 του ΚΥΚ και το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ υπό την έννοια ότι ο υπάλληλος δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί όταν δεν του έχει ανατεθεί κατά την επίμαχη περίοδο κανένα καθήκον που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αξιολογήσεως. Κάθε άλλη ερμηνεία θα συνεπαγόταν κατάχρηση εξουσίας καθόσον θα παρείχε στη διοίκηση τη δυνατότητα να καλύψει, όπως έπραξε εν προκειμένω, με εικονικές αξιολογήσεις τα σφάλματα τα οποία διέπραξαν οι υπηρεσίες της. Το επιχείρημα ότι τέτοιες αξιολογήσεις συμβάλλουν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, όπως εν προκειμένω η ΕΕΣ 2003 συντέλεσε στην προστασία των συμφερόντων του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμο στο μέτρο που, κατά γενικό κανόνα, τόσο ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος όσο και η διοίκηση έχουν συμφέρον η ΕΕΣ να αντανακλά την πραγματικότητα και, στην υπό κρίση υπόθεση, ο πλασματικός χαρακτήρας της ΕΕΣ 2003 χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να αποσιωπηθεί μια κατάσταση επαγγελματικού αποκλεισμού, η οποία είναι αντίθετη τόσο προς το ατομικό συμφέρον του αναιρεσείοντος όσο και προς το γενικό συμφέρον της υπηρεσίας.

50      Ο αναιρεσείων ζητεί, τέλος, να απορριφθεί ως αλυσιτελής ο λόγος ανταναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή κατά της διαταγής που φέρεται ότι δόθηκε στη διοίκηση, ως επακόλουθο της ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003, να απονείμει στον αναιρεσείοντα τον προσήκοντα αριθμό μονάδων προς επανόρθωση της ελλείψεως βαθμολογίας. Οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν στρέφονται κατά του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά κατά ενός obiter dictum που, ως τέτοιο, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο αναιρέσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125).

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

51      Όσον αφορά, πρώτον, τους ισχυρισμούς που στρέφονται κατά των λόγων οι οποίοι, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δικαιολογούν την ακύρωση της ΕΕΣ 2003 και, κατ’ αρχάς, την προσαπτόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι βάσει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο ΔΔ δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του ίδιου Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να αποφαίνεται επί των αιτημάτων που υποβάλλονται ενώπιόν του και να αιτιολογεί τις αποφάσεις του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C‑221/97 P, Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8255, σκέψη 24). Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες προκειμένου το Πρωτοδικείο να είναι σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2007, C‑311/05 P, Naipes Heraclio Fournier κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαϊου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ αναφέρθηκε, με τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στον αναιρεσείοντα κατά την περίοδο αναφοράς δεν μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για την αξιολόγησή του. Συγκεκριμένα, επισήμανε τον «περιορισμένο» χαρακτήρα των ως άνω καθηκόντων και το γεγονός ότι ο αναιρεσείων εκπλήρωσε τα καθήκοντα αυτά χωρίς να του έχουν προηγουμένως τεθεί στόχοι και κριτήρια αξιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, των ΓΕΔ, χωρίς η ΕΕΣ 2003 να διευκρινίζει τη θέση την οποία αυτός κατείχε και χωρίς να αποσαφηνίζεται σε ποια μονάδα είχε τοποθετηθεί. Συνεπώς, η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο ΔΔ είναι σαφής και κατανοητή. Πέραν τούτου, είναι ικανή να αιτιολογήσει το συμπέρασμα προς στήριξη του οποίου αναπτύχθηκε.

53      Επομένως, ο λόγος ανταναιρέσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

54      Επιπλέον, στο μέτρο που η Επιτροπή επικαλείται παράβαση του άρθρου 43 του ΚΥΚ καθόσον το Δικαστήριο ΔΔ υποκατέστησε, με τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους αξιολογητές στην εκτίμησή τους, τονίζεται ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν προέβη σε καμία εκτίμηση επί της επαγγελματικής αξίας του αναιρεσείοντος. Χωρίς να διαπιστώσει ότι συντρέχει περίπτωση καταχρήσεως εξουσίας, περιορίστηκε να επισημάνει ότι δεν ανατέθηκαν στον αναιρεσείοντα κατά την περίοδο αναφοράς καθήκοντα βάσει των οποίων θα μπορούσε να αξιολογηθεί, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν το άρθρο 43 του ΚΥΚ και το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ούτε απέδειξε ούτε καν ισχυρίσθηκε, στο πλαίσιο της καταρτίσεως της ΕΕΣ 2003, ότι οι αξιολογητές εκτίμησαν την επαγγελματική αξία του αναιρεσείοντος βάσει των περιορισμένων καθηκόντων που του ανατέθηκαν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

55      Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, με τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ υποκατέστησε τους αξιολογητές στην εκτίμησή τους επί της επαγγελματικής αξίας του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο λόγος ανταναιρέσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 43 του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

56      Ως προς την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 6, και του άρθρου 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, καθώς και της σχετικής με την κατάρτιση των ΕΕΣ νομολογίας, που προβλέπουν, αφενός, την κατάρτιση μιας ΕΕΣ για κάθε υπάλληλο ο οποίος τελούσε σε ενεργό υπηρεσία τουλάχιστον για ένα μήνα χωρίς διακοπή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και, αφετέρου, τη βαθμολόγησή του με την εν λόγω ΕΕΣ, διευκρινίζεται ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο ΔΔ με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων δεν έπρεπε να βαθμολογηθεί, στηρίζεται σε ερμηνεία του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ, τα οποία ορίζουν ότι ο κάτοχος θέσεως βαθμολογείται με την ΕΕΣ βάσει της αξιολογήσεως της αποδόσεώς του, των ικανοτήτων του και της συμπεριφοράς του στην υπηρεσία.

57      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ΕΕΣ είναι ουσιώδες έγγραφο στο πλαίσιο της κρίσεως του προσωπικού που απασχολούν τα κοινοτικά όργανα, καθόσον καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 43 του ΚΥΚ. Η αξιολόγηση αυτή δεν είναι αμιγώς περιγραφική του έργου που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, αλλά περιέχει και εκτιμήσεις επί των ατομικών και των κοινωνικών δεξιοτήτων και χαρακτηριστικών που επέδειξε ο βαθμολογούμενος υπάλληλος κατά την άσκηση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων. Επομένως, η ΕΕΣ συνιστά μια αξιολογική κρίση την οποία διατυπώνουν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι του βαθμολογούμενου υπαλλήλου όσον αφορά τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτός εκπλήρωσε τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν όσο και τη συμπεριφορά του εντός της υπηρεσίας κατά την οικεία περίοδο.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της καταρτίσεως της ΕΕΣ, η βαθμολόγηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου βάσει της αξιολογήσεως της αποδόσεώς του, των ικανοτήτων του και της συμπεριφοράς του στην υπηρεσία, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, προϋποθέτει την ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων προς εκτέλεση κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

59      Στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται, όπως συνέβη εν προκειμένω, ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος τελούσε μεν σε ενεργό υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ, πλην όμως δεν του είχε ανατεθεί, κατόπιν μιας αναδιαρθρώσεως στο εσωτερικό της υπηρεσίας, κανένα καθήκον βάσει του οποίου θα μπορούσε να αξιολογηθεί, τίθεται το ερώτημα αν πρέπει παρά ταύτα να καταρτιστεί ΕΕΣ και αν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να βαθμολογηθεί, προς διασφάλιση των συμφερόντων του.

60      Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, όπως όλα τα κοινοτικά όργανα, η Επιτροπή υπέχει ειδική υποχρέωση διαφάνειας όσον αφορά τη βαθμολόγηση, την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό των υπαλλήλων της, της οποίας η τήρηση εξασφαλίζεται από την επίσημη διαδικασία των άρθρων 43 και 46 του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή προβλέπει ότι η ΕΕΣ καταρτίζεται τουλάχιστον κάθε δύο έτη και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζει το κάθε κοινοτικό όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 110 του ΚΥΚ.

61      Κατά πάγια νομολογία, η ειδική υποχρέωση διαφάνειας επιβάλλει την κατάρτιση ΕΕΣ, τόσο χάριν της χρηστής διοικήσεως και του εξορθολογισμού των υπηρεσιών της Κοινότητας όσο και προς διασφάλιση των συμφερόντων των υπαλλήλων (βλ., όσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Μαΐου 1997, T‑59/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1997, Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑109 και II‑331, σκέψεις 44 και 73· της 12ης Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψη 77, και Ρούνης κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 42).

62      Η κύρια λειτουργία της ΕΕΣ, ως εσωτερικού εγγράφου, είναι να εξασφαλίζει στη διοίκηση περιοδική και κατά το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση, εκ μέρους των υπαλλήλων της, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους (βλ., όσον αφορά τις εκθέσεις κρίσεως και βαθμολογίας, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1980, 6/79 και 97/79, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 419, σκέψη 20, και απόφαση Burban κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 73).

63      Ως προς τον υπάλληλο που αξιολογείται, η ΕΕΣ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας του, ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα μεταθέσεων και προαγωγών (βλ., για τις εκθέσεις βαθμολογίας, απόφαση Ρούνης κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 24). Πράγματι, συνιστά απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη από την ιεραρχικώς προϊστάμενη αρχή και η περιοδική της κατάρτιση καθιστά δυνατή τη συνολική θεώρηση της εξελίξεως της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου (απόφαση Burban κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 73).

64      Όταν ανακύπτει μια εξαιρετική κατάσταση όπως αυτή που περιγράφηκε στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, η διοίκηση οφείλει, στο πλαίσιο της υπομνησθείσας με την ανωτέρω σκέψη 60 ειδικής υποχρεώσεως διαφάνειας, όπως αποτυπώνεται στις διατάξεις που επικαλέστηκε η Επιτροπή, να καταρτίσει μια ΕΕΣ η οποία να επισημαίνει την κατάσταση αυτή προκειμένου η μεν διοίκηση να είναι ενήμερη, ο δε ενδιαφερόμενος υπάλληλος να διαθέτει γραπτή και επίσημη απόδειξη για την ύπαρξη της καταστάσεως αυτής.

65      Καίτοι σε μια τέτοια κατάσταση, οφειλόμενη αποκλειστικώς στη διοίκηση, οι αξιολογητές δεν μπορούν να βαθμολογήσουν τον υπάλληλο για τα πεπραγμένα και τις ατομικές του επιδόσεις σε σχέση με τους προς επίτευξη στόχους (βλ. ανωτέρω σκέψη 58), οφείλουν εντούτοις να λάβουν μια απόφαση η οποία, σύμφωνα με το καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση, να σέβεται τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και, ειδικότερα, την προσδοκία του για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του στα κοινοτικά όργανα.

66      Η έννοια του καθήκοντος της διοικήσεως να παρέχει αρωγή, όπως έχει προσδιοριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, εκφράζει την ισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει ο ΚΥΚ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα. Η ισορροπία αυτή συνεπάγεται μεταξύ άλλων ότι, οσάκις αποφαίνεται επί της καταστάσεως ενός υπαλλήλου, η αρχή συνεκτιμά όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφασή της και ότι, στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνον της υπηρεσίας, αλλά και του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑156/05, Λαντζώνη κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑189 και II‑A‑2‑969, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Οι αξιολογητές μπορούν επομένως, δυνάμει του καθήκοντος αρωγής, να κρίνουν ότι πρέπει να δώσουν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο προσήκοντα αριθμό μονάδων βαθμολογίας για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά του και, ειδικότερα, τις προοπτικές εξελίξεως της σταδιοδρομίας του στα κοινοτικά όργανα.

68      Επιβάλλεται πάντως, προς τήρηση της υπομνησθείσας στην ανωτέρω σκέψη 60 ειδικής υποχρεώσεως διαφάνειας, η απόφαση αυτή να εκδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπουν για τη διαδικασία αξιολογήσεως το άρθρο 43 του ΚΥΚ και οι ΓΕΔ οι οποίες έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με το άρθρο 110 του ΚΥΚ. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει γενικώς ότι, στις περιπτώσεις όπως η επίμαχη εν προκειμένω, στις οποίες η αρχή που εκδίδει την απόφαση διαθέτει διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 1995, T‑346/94, France-aviation κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2841, σκέψεις 32 έως 34, και της 23ης Μαρτίου 2000, T‑95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑51 και II‑219, σκέψη 37).

69      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορούσε νομίμως να συμπεράνει, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η βαθμολόγηση του αναιρεσείοντος ήταν παράνομη και ότι, ως εκ τούτου, η ΕΕΣ 2003 έπρεπε να ακυρωθεί, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως, εξετάζοντας μεταξύ άλλων τα γενικά σχόλια που, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως της διοικήσεως να αιτιολογεί τις ΕΕΣ, θα έπρεπε να δικαιολογούν τις αναλυτικές κρίσεις που περιείχε η ΕΕΣ 2003 (βλ., επ’ αυτού, όσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1992, T‑23/91, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2377, σκέψη 41· της 13ης Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑411 και II‑1865, σκέψη 80, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑339 και II‑1499, σκέψη 61), αν η απονομή αυτού του βαθμού είχε ως μοναδικό σκοπό, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τη διοίκηση από το καθήκον αρωγής, να διασφαλίσει τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και, ειδικότερα, τις προοπτικές εξελίξεως της σταδιοδρομίας του στα κοινοτικά όργανα.

70      Από τις σκέψεις 28 έως 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν προέβη σε τέτοια εξέταση, παρά τη νόμιμη υποχρέωση που είχε συναφώς βάσει τόσο των κανόνων υπηρεσιακής καταστάσεως που περιλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, όσο και της παρατεθείσας στις ανωτέρω σκέψεις 61 έως 63, 66 και 68 νομολογίας, σχετικά με την κατάρτιση των ΕΕΣ και το καθήκον της διοικήσεως να παρέχει αρωγή στους υπαλλήλους της. Η εξέταση αυτή επιβαλλόταν κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον η Επιτροπή είχε ισχυριστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι «βαθμολόγησε τον [αναιρεσείοντα] ακριβώς για να προστατεύσει τα συμφέροντά του και να διασφαλίσει το δικαίωμά του για αξιολόγηση» (σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

71      Το Δικαστήριο ΔΔ, ακυρώνοντας με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την ΕΕΣ 2003 καθόσον περιείχε βαθμολογία του αναιρεσείοντος, χωρίς να ελέγξει αν η βαθμολόγησή του αυτή είχε ως μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και, ειδικότερα, τις προοπτικές εξελίξεως της σταδιοδρομίας του στα κοινοτικά όργανα, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των κανόνων υπηρεσιακής καταστάσεως που προβλέπουν τα άρθρα 8, παράγραφος 6, και 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, καθώς και της παρατεθείσας στις ανωτέρω σκέψεις 61 έως 63, 66 και 68 νομολογίας περί της καταρτίσεως των ΕΕΣ και του καθήκοντος της διοικήσεως να παρέχει αρωγή στους υπαλλήλους της, από τα οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη, τόσο για λόγους χρηστής διοικήσεως και εξορθολογισμού των υπηρεσιών της Κοινότητας όσο και προς διασφάλιση των συμφερόντων των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων, να μεριμνά για την περιοδική κατάρτιση των ΕΕΣ και για τη βαθμολόγηση των εν λόγω υπαλλήλων με αυτές.

72      Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέτρο που το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την ΕΕΣ 2003.

73      Όσον αφορά, δεύτερον, τον λόγο ανταναιρέσεως που στρέφεται κατά της σκέψεως 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον περιέχει διαταγή προς την Επιτροπή να δώσει στον αναιρεσείοντα τον προσήκοντα αριθμό μονάδων βαθμολογίας για να καλύψει το κενό από την ακύρωση της ΕΕΣ 2003 και, συνακολούθως, του βαθμού που απονεμήθηκε με αυτήν, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο ΔΔ δεν είναι αρμόδιο, οσάκις αποφαίνεται επί προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, να προβαίνει σε δηλώσεις αρχής ούτε να απευθύνει διαταγές προς τα κοινοτικά όργανα. Πράγματι, σε περίπτωση ακυρώσεως μιας πράξεως, το ενδιαφερόμενο όργανο οφείλει, βάσει του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Di Marzio κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 63, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η διαταγή κατά της οποίας βάλλει η Επιτροπή δεν προκύπτει από το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια διαταγή προς την Επιτροπή μπορεί να απορρέει απλώς και μόνον από τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στερείται παντελώς νομικού ερείσματος δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκρινε με την ανωτέρω σκέψη 72 ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να αναιρεθεί. Συνεπώς, παρέλκει η απόφανση επί αυτού του λόγου ανταναιρέσεως.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

74      Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Δικαστήριο ΔΔ ότι κακώς απέρριψε την προσφυγή-αγωγή του κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς το αίτημά του για επιδίκαση ποσού 90 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε η ΕΕΣ 2003. Προς στήριξη του αιτήματός του περί μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλει κατ’ ουσία δύο λόγους που αφορούν πλάνη του Δικαστηρίου ΔΔ περί το δίκαιο, σε σχέση με την περιεχόμενη στη σκέψη 39 της ως άνω αποφάσεως εκτίμησή του ότι η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία τυχόν υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της πράξεως αυτής.

75      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

76      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, βάσει του άρθρου 11 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθόσον δεν αφορά απλώς και μόνο νομικά ζητήματα, αλλά θέτει κατ’ ουσίαν υπό αμφισβήτηση την περιεχόμενη στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ επί των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία τυχόν υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της πράξεως αυτής.

77      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή κατά το μέτρο που δεν αποσκοπεί σε μια νέα εκτίμηση επί των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά έχει ως αίτημα να διαπιστωθεί ότι κακώς το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το αίτημά του περί χρηματικής ικανοποιήσεως έπρεπε να απορριφθεί. Ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως, το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής είναι απαράδεκτο. Κατά την άποψή του, αντιβαίνει στο άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας καθόσον έχει ως αίτημα την ολική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ με την αίτηση ανταναιρέσεως ζητείται η μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

78      Τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως τα οποία συμπληρώνουν τα αιτήματα της αιτήσεως ανταναιρέσεως, χωρίς να αντιφάσκουν προς αυτά (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω), δεν είναι αντίθετα προς το άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, δεν μπορούν να απορριφθούν ως απαράδεκτα βάσει της εν λόγω διατάξεως.

79      Επομένως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η ένταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε ο αναιρεσείων κατά του υπομνήματος αντικρούσεως και πρέπει, αντιθέτως, να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προβλήθηκε κατά της κύριας αναιρέσεως με το υπόμνημα αντικρούσεως.

80      Όπως διαπιστώνεται στη σκέψη 86 κατωτέρω, οι δύο λόγοι που προβάλλονται στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως αλληλεπικαλύπτονται εν πολλοίς, καθόσον ο αναιρεσείων προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο ΔΔ, αφενός, ότι δεν απάντησε στο αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως που είχε υποβάλει ενώπιόν του ούτε αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του ως προς το σημείο αυτό και, αφετέρου, ότι ερμήνευσε ή εφάρμοσε εσφαλμένως τους κανόνες που ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, εκτιμώντας ότι το σχετικό αίτημα έπρεπε να απορριφθεί κατόπιν της ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003. Επομένως, η κύρια αναίρεση στηρίζεται σε λόγους που αφορούν παράβαση εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ της υπομνησθείσας με την ανωτέρω σκέψη 51 υποχρεώσεώς του να αποφαίνεται επί των αιτημάτων που υποβάλλονται ενώπιόν του και να αιτιολογεί την απόφασή του, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή από το Δικαστήριο ΔΔ των κανόνων που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους δεν θα μπορούσαν να προβληθούν πρωτοδίκως, δύνανται να αποτελέσουν βάση για την άσκηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2007, C‑404/04 P, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 84, και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψη 47).

81      Η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της και κατά καθενός από τους λόγους αναιρέσεως χωριστά δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί εξ ολοκλήρου ως αβάσιμη.

 Επί της ουσίας της αιτήσεως αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Δικαστήριο ΔΔ ότι, στηριζόμενο σε εσφαλμένη εκτίμηση επί της ηθικής βλάβης που αυτός επικαλέστηκε, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστούσε, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης την οποία υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της πράξεως αυτής. Το Δικαστήριο ΔΔ δεν έλαβε υπόψη ότι η ηθική βλάβη που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων συνίσταται στην παρατεταμένη αβεβαιότητα και ανησυχία του σχετικά με το επαγγελματικό του μέλλον και την ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του λόγω της αποκρύψεως, με την ΕΕΣ 2003, της καταστάσεως επαγγελματικού αποκλεισμού στην οποία παρανόμως περιήλθε κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Κατά τη νομολογία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 1990, T‑73/89, Barbi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑619, σκέψη 41, και της 10ης Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1669, σκέψη 110), μια τέτοια ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να εξαλειφθεί αναδρομικώς και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επανορθωθεί προσηκόντως με την ακύρωση της ΕΕΣ 2003, δικαιολογεί την επιδίκαση κάποιου ποσού ως χρηματικής ικανοποιήσεως. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο ΔΔ στήριξε την απόρριψη του αιτήματος περί χρηματικής ικανοποιήσεως σε εσφαλμένη, ανεπαρκή ή αντιφατική αιτιολογία, καθόσον έκρινε ότι η ΕΕΣ 2003 και η περιεχόμενη σε αυτή βαθμολογία έπρεπε να ακυρωθούν ως πλασματικές, συμπεραίνοντας ταυτοχρόνως ότι η ακύρωση δεν θα ήταν ζημιογόνος για τον αναιρεσείοντα, δεδομένου ότι, συνεπεία αυτής, η διοίκηση όφειλε να του δώσει τον προσήκοντα αριθμό μονάδων βαθμολογίας.

83      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, χωρίς καν να εκτιμήσει την ύπαρξη ή την έκταση της ηθικής βλάβης που αυτός επικαλέστηκε και, επομένως, βάσει ανεπαρκούς αιτιολογίας, ότι η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστούσε, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης την οποία είχε υποστεί λόγω της πράξεως αυτής. Συνεπώς, το Δικαστήριο ΔΔ παρέλειψε να εξετάσει αν η παρατεταμένη αβεβαιότητα και ανησυχία του σχετικά με το επαγγελματικό του μέλλον και την ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του λόγω της αποκρύψεως, με την ΕΕΣ 2003, της καταστάσεως επαγγελματικού αποκλεισμού στην οποία παρανόμως περιήλθε κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς δικαιολογούσε, εν προκειμένω, την επιδίκαση κάποιου ποσού ως χρηματικής ικανοποιήσεως.

84      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, στο μέτρο που η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα ηθική βλάβη οφείλεται στην κατάσταση επαγγελματικού αποκλεισμού στην οποία είχε περιέλθει κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, και όχι στο περιεχόμενο της ΕΕΣ 2003, καθόσον αυτή δεν αντανακλούσε την εν λόγω κατάσταση.

85      Ζητεί, επιπροσθέτως, την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμου, στο μέτρο που το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε σύμφωνα με πάγια νομολογία ότι, ελλείψει κατηγορηματικά αρνητικής κρίσεως στην ΕΕΣ 2003, η μόνη ηθική βλάβη την οποία θα μπορούσε στην πράξη να υποστεί ο αναιρεσείων από την παράνομη, κατά την άποψή του, ΕΕΣ 2003 συνδεόταν με την ίδια την ύπαρξη της πράξεως αυτής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

86      Δεδομένου ότι οι δύο λόγοι αναιρέσεως αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, επιβάλλεται η από κοινού εξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο ΔΔ, αφενός, ότι δεν απάντησε στο αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως που είχε υποβάλει ενώπιόν του ούτε αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του ως προς το σημείο αυτό και, αφετέρου, ότι είτε ερμήνευσε είτε εφάρμοσε εσφαλμένως τους κανόνες που ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, εκτιμώντας ότι το σχετικό αίτημα έπρεπε να απορριφθεί κατόπιν της ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003.

87      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι η υποχρέωση του Δικαστηρίου ΔΔ να αιτιολογεί τις αποφάσεις του (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω) δεν σημαίνει ότι οφείλει να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλουν οι διάδικοι, ιδίως αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 121, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής Συλλογή 2003, σ. I‑8461, σκέψη 81), εντούτοις συνεπάγεται ότι πρέπει, τουλάχιστον, να αποφαίνεται επί των αιτημάτων των προσφυγών (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 24, και της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 22).

88      Όσον αφορά, ειδικότερα, την απάντηση του Δικαστηρίου ΔΔ σε αιτήματα περί χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, μολονότι η ακύρωση μιας παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, εντούτοις τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑129 και II‑A‑2‑609, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Εν προκειμένω, ιδίως από τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ είχε ως αντικείμενο την επανόρθωση της ηθικής βλάβης την οποία ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι υπέστη λόγω της ΕΕΣ 2003. Το αίτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με το αίτημα περί ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003 το οποίο στηριζόταν, όπως προκύπτει τόσο από τη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και από το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, στον «“εικονικό” χαρακτήρα» της ΕΕΣ 2003 και, συγκεκριμένα, στο γεγονός ότι με την επίμαχη έκθεση «οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι [του αναιρεσείοντος] τον αξιολόγησαν και, ειδικότερα, τον βαθμολόγησαν ως να του είχαν ανατεθεί καθήκοντα προς εκτέλεση κατά την περίοδο αναφοράς», αρνούμενοι δηλαδή να αντλήσουν τις συνέπειες που επιβάλλονταν από την κατάσταση επαγγελματικού αποκλεισμού στην οποία είχε περιέλθει ο αναιρεσείων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

90      Όμως, από τις σκέψεις 37 έως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι, εφόσον η ΕΕΣ 2003 δεν περιείχε καμία κατηγορηματικά αρνητική κρίση για τις ικανότητες του αναιρεσείοντος, δυνάμενη να τον θίξει, η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστούσε αφ’ εαυτής πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της πράξεως αυτής. Επομένως, εκτίμησε ότι το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως ήταν απορριπτέο λόγω της διαταχθείσας ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

91      Από τις σκέψεις 37 έως 40 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με τη σκέψη 26 της ίδιας αποφάσεως και με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ δεν έλαβε υπόψη τη φύση της ηθικής βλάβης που προβλήθηκε ενώπιόν του, ούτε το γεγονός ότι αυτή συνίστατο στην αβεβαιότητα και στην ανησυχία του αναιρεσείοντος για το επαγγελματικό του μέλλον και την ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του λόγω του ότι δεν αντλήθηκαν με την ΕΕΣ 2003 οι επιβαλλόμενες συνέπειες από την κατάσταση επαγγελματικού αποκλεισμού στην οποία περιήλθε κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Επομένως, το Δικαστήριο ΔΔ δεν ήλεγξε συγκεκριμένα, ως όφειλε εκ του νόμου, αν η προβληθείσα ενώπιόν του ηθική βλάβη ήταν δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

92      Απορρίπτοντας το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως που υποβλήθηκε ενώπιόν του για τον λόγο ότι οποιαδήποτε ηθική βλάβη ενδέχεται να υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της ΕΕΣ 2003 ικανοποιήθηκε προσηκόντως και επαρκώς με την ακύρωσή της, χωρίς να ελέγξει συγκεκριμένα αν η προβληθείσα ενώπιόν του ηθική βλάβη ήταν δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η εν λόγω ακύρωση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ όχι μόνον παρέβη την υποχρέωσή του να αποφαίνεται επί των αιτημάτων που υποβάλλονται ενώπιόν του και να αιτιολογεί την απόφασή του, αλλά προέβη και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

93      Εν πάση περιπτώσει, από τις ανωτέρω σκέψεις 71 και 72 προκύπτει ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ ακύρωση της ΕΕΣ 2003 αντιβαίνει στον νόμο και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ήταν ορθή η απόρριψη του υποβληθέντος ενώπιόν του αιτήματος περί χρηματικής ικανοποιήσεως με το σκεπτικό ότι η προβληθείσα συναφώς ηθική βλάβη ικανοποιήθηκε προσηκόντως και επαρκώς με την εν λόγω ακύρωση.

94      Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του πρέπει να αναιρεθεί και κατά το μέτρο που το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε το αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως που υπέβαλε ενώπιόν του ο αναιρεσείων.

95      Κατά συνέπεια, η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της.

 Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης

96      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Πρωτοδικείο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς. Εντούτοις, αναπέμπει την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

97      Το Δικαστήριο ΔΔ δεν προέβη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο σύνολο των αναγκαίων ελέγχων, ώστε να μπορεί νομίμως να δεχθεί τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003 και να απορρίψει το αίτημα του αναιρεσείοντος περί χρηματικής ικανοποιήσεως, ούτε αποφάνθηκε επί του δεύτερου , του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 24 έως 33 της αποφάσεως αυτής. Επομένως, η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και πρέπει να αναπεμφθεί στο Δικαστήριο ΔΔ, προκειμένου να αποφανθεί εκ νέου επ’ αυτής, το δε Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Jaeger

Azizi

Pelikánová

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Νοεμβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.