Language of document : ECLI:EU:T:2019:434

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2019 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ατομικές ενισχύσεις υπέρ του συγκροτήματος Nürburgring για την κατασκευή πάρκου ψυχαγωγίας, ξενοδοχείων και εστιατορίων καθώς και για την οργάνωση αγώνων αυτοκινήτων – Απόφαση που κηρύσσει τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – Απόφαση που κρίνει ότι η επιστροφή των ενισχύσεων αυτών δεν αφορά τον νέο ιδιοκτήτη του συγκροτήματος Nürburgring – Προσφυγή ακυρώσεως – Δεν θίγεται ουσιωδώς η ανταγωνιστική θέση – Απαράδεκτο – Απόφαση που διαπιστώνει, κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως, ότι δεν υπήρξε κρατική ενίσχυση – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενδιαφερόμενο μέρος – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων – Απουσία δυσχερειών που θα επέβαλλαν να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας – Καταγγελία – Πώληση των περιουσιακών στοιχείων των δικαιούχων των ενισχύσεων οι οποίες κρίθηκαν ασυμβίβαστες – Ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων διαδικασία διαγωνισμού – Επιμελής και αμερόληπτη εξέταση – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑353/15,

NeXovation, Inc., με έδρα το Hendersonville (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικά από τους A. von Bergwelt, F. Henkel και M. Nordmann, εν συνεχεία από τους Α. von Bergwelt και Μ. Nordmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn, T. Maxian Rusche και B. Stromsky,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2016/151 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring (ΕΕ 2016, L 34, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius, P. Nihoul, J. Svenningsen και U. Öberg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Schall, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Το συγκρότημα του Nürburgring (στο εξής: Nürburgring), το οποίο βρίσκεται στο γερμανικό ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας‑Παλατινάτου, περιλαμβάνει πίστα αγώνων αυτοκινήτων, πάρκο ψυχαγωγίας, ξενοδοχεία και εστιατόρια.

2        Μεταξύ 2002 και 2012 οι ιδιοκτήτες του Nürburgring (στο εξής: πωλητές), ήτοι οι δημόσιες επιχειρήσεις Nürburgring GmbH, Motorsport Resort Nürburgring GmbH και Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH, ωφελήθηκαν από μέτρα στήριξης, ιδίως εκ μέρους του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, για την κατασκευή πάρκου ψυχαγωγίας, ξενοδοχείων και εστιατορίων, καθώς και για την οργάνωση αγώνων της Formula 1.

1.      Διοικητική διαδικασία και πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring

3        Με επιστολή της 21ης Μαρτίου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σχετικά με τα διάφορα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν μεταξύ 2002 και 2012 υπέρ του Nürburgring. Με την απόφαση αυτή, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012, C 216, σ. 14), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα επίμαχα μέτρα.

4        Λόγω της χορήγησης περαιτέρω μέτρων στήριξης, τα οποία κοινοποιήθηκαν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Επιτροπή, η Επιτροπή αποφάσισε να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας στα νέα αυτά μέτρα. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με επιστολή της 7ης Αυγούστου 2012. Με την απόφαση αυτή, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα  (ΕΕ 2012, C 333, σ. 1), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα περαιτέρω μέτρα.

5        Στις 24 Ιουλίου 2012 το Amtsgericht Bad Neuenahr-Ahrweiler (πρωτοδικείο Bad Neuenahr-Ahrweiler, Γερμανία) κήρυξε τους πωλητές σε πτώχευση. Την 1η Νοεμβρίου 2012 κίνησε διαδικασίας αφερεγγυότητας χωρίς πτωχευτική απαλλοτρίωση. Αποφασίσθηκε η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των πωλητών (στο εξής: πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring). Οι πωλητές όρισαν ως νομικό και οικονομικό σύμβουλο την ελεγκτική εταιρία KPMG AG.

6        Την 1η Νοεμβρίου 2012 η διαχείριση του Nürburgring ανατέθηκε στη Nürburgring Betriebsgesellschaft mbH, θυγατρική κατά 100 % ενός εκ των πωλητών, της Nürburgring, η οποία ιδρύθηκε από τους συνδίκους της πτώχευσης που ορίστηκαν από το Amtsgericht Bad Neuenahr-Ahrweiler (πρωτοδικείο Bad Neuenahr-Ahrweiler).

7        Στις 15 Μαΐου 2013 ξεκίνησε διαγωνισμός για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring (στο εξής: διαγωνισμός).

8        Στις 23 Μαΐου 2013 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στους συνδίκους της πτώχευσης τα κριτήρια που έπρεπε να πληροί ο διαγωνισμός προκειμένου να αποκλειστούν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης και τους ενημέρωσε ότι ο αγοραστής θα υποχρεούνταν να επιστρέψει τυχόν οφέλη που θα του χορηγούνταν. Συζητήσεις μεταξύ της Επιτροπής, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των συνδίκων της πτώχευσης ως προς το ζήτημα αυτό είχαν ήδη πραγματοποιηθεί από τον Οκτώβριο του 2012.

9        Ο διαγωνισμός διεξήχθη ως εξής:

–        στις 14 Μαΐου 2013 ανακοινώθηκε η έναρξη του διαγωνισμού με δελτίο Τύπου που εξέδωσε ένας από τους συνδίκους της πτώχευσης·

–        στις 15 Μαΐου 2013 η KPMG δημοσίευσε στους Financial Times, στη Handelsblatt και στον ιστότοπο του Nürburgring πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος·

–        70 επιχειρήσεις εκδήλωσαν ενδιαφέρον·

–        με επιστολή της 19ης Ιουλίου 2013 οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές έλαβαν σειρά εγγράφων που αφορούσαν το Nürburgring και κλήθηκαν να υποβάλουν ενδεικτική προσφορά είτε για το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων είτε για καθορισμένες ομάδες περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη για επιμέρους περιουσιακά στοιχεία·

–        η προθεσμία για την υποβολή ενδεικτικής προσφοράς ορίστηκε, διαδοχικά, για τις 12 Σεπτεμβρίου 2013, με επιστολή της 19ης Ιουλίου 2013, και εν συνεχεία για τις 26 Σεπτεμβρίου 2013, με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2013· σε καθεμία από τις επιστολές αυτές διευκρινιζόταν ότι θα λαμβάνονταν υπόψη και οι προσφορές που θα υποβάλλονταν μετά τη λήξη της προθεσμίας·

–        στις αρχές Φεβρουαρίου 2014 υποβλήθηκε ενδεικτική προσφορά από 24 ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και από την προσφεύγουσα, NeXovation, Inc., η οποία είναι ιδιωτική αμερικανική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στους τομείς της τεχνολογίας των πληροφοριών, των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, της ενέργειας και της αυτοκινητοβιομηχανίας·

–        οι δυνητικοί αγοραστές που προσκλήθηκαν στο επόμενο στάδιο του διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, είχαν προθεσμία για την υποβολή επιβεβαιωτικών προσφορών, οι οποίες έπρεπε να είναι πλήρως χρηματοδοτημένες και να περιλαμβάνουν συμφωνία, κατόπιν διαπραγμάτευσης, σχετικά με την εξαγορά των στοιχείων του ενεργητικού, και η προθεσμία αυτή ορίστηκε διαδοχικά για τις 11 Δεκεμβρίου 2013, με επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2013, και εν συνεχεία για τις 17 Φεβρουαρίου 2014, με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2013· στην τελευταία αυτή επιστολή αναφερόταν ότι οι προσφορές που θα υποβάλλονταν μετά τη λήξη της προθεσμίας θα λαμβάνονταν υπόψη, αλλά διευκρινιζόταν ότι οι πωλητές θα λάμβαναν πιθανώς την απόφαση επιλογής του αγοραστή ήδη σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την προθεσμία υποβολής προσφορών.

–        δεκατρείς δυνητικοί αγοραστές υπέβαλαν επιβεβαιωτική προσφορά, εκ των οποίων τέσσερις υπέβαλαν προσφορά που αφορούσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία, και συγκεκριμένα η Capricorn Nürburgring Besitzgesellschaft GmbH (στο εξής: Capricorn ή αγοραστής), μια δεύτερη προσφέρουσα (στο εξής: προσφέρων 2), η προσφεύγουσα και ένας δυνητικός τέταρτος αγοραστής·

–        κατά τις επιστολές που εστάλησαν στους ενδιαφερόμενους επενδυτές στις 19 Ιουλίου και στις 17 Οκτωβρίου 2013, οι επενδυτές θα επιλέγονταν με βάση τη μεγιστοποίηση της αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων, αφενός, και της ασφάλειας της συναλλαγής, αφετέρου· κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων αυτών, στο τελικό στάδιο του διαγωνισμού ελήφθησαν υπόψη οι προσφορές του προσφέροντος 2 και της Capricorn, οι οποίοι, αφενός, πρότειναν την εξαγορά του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και, αφετέρου, είχαν προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με τη χρηματοπιστωτική αξιοπιστία των αντίστοιχων προσφορών στις 7 και 11 Μαρτίου 2014. Διεξήχθησαν παράλληλες διαπραγματεύσεις με τους δύο αυτούς προσφέροντες για τα σχέδια συμβάσεων πώλησης·

–        στις 11 Μαρτίου 2014 η επιτροπή των πιστωτών, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας των πωλητών, ενέκρινε την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn, της οποίας η προσφορά ανερχόταν σε 77 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η προσφορά του προσφέροντος 2 ανερχόταν σε ποσό μεταξύ 47 και 52 εκατομμυρίων ευρώ.

10      Στις 10 Απριλίου 2014 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων και δεν είχε οδηγήσει στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring σε τιμή της αγοράς, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά μεταβιβάστηκαν σε προσφέροντα προερχόμενο από την ίδια χώρα, του οποίου η προσφορά ήταν χαμηλότερη από τη δική της και ο οποίος είχε τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού. Κατά την προσφεύγουσα, με τον τρόπο αυτό η Capricorn έλαβε ενίσχυση, ανερχόμενη στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που έπρεπε να καταβάλει για την αγορά των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και της τιμής της αγοράς για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, και διασφάλισε τη συνέχιση των οικονομικών δραστηριοτήτων των πωλητών, με αποτέλεσμα η διαταγή ανάκτησης των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές να πρέπει να καταλαμβάνει και την Capricorn.

2.      Προσβαλλόμενες αποφάσεις

11      Την 1η Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2016/151, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring (ΕΕ 2016, L 34, σ. 1), και στις 13 Απριλίου 2015 εξέδωσε διορθωτικό της απόφασης αυτής, το οποίο δημοσιεύθηκε στον δικτυακό της τόπο (στο εξής, από κοινού: τελική απόφαση).

12      Στο άρθρο 2 της τελικής απόφασης η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένα από τα μέτρα στήριξης υπέρ των πωλητών ήταν παράνομα και ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά (στο εξής: ενισχύσεις προς τους πωλητές).

13      Στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της τελικής απόφασης η Επιτροπή έκρινε ότι η Capricorn και οι θυγατρικές της δεν επηρεάζονται από την πιθανή ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές (στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση).

14      Στο άρθρο 1, τελευταία περίπτωση, της τελικής απόφασης η Επιτροπή απεφάνθη ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση).

15      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι ο διαγωνισμός είχε διεξαχθεί κατά τρόπο ανοικτό, διαφανή και αμερόληπτο, ότι η διαδικασία αυτή είχε οδηγήσει σε τίμημα σύμφωνο με την αγορά και ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ των πωλητών και του αγοραστή.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 2015 η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα μετάφρασης ορισμένων παραρτημάτων της προσφυγής στη γλώσσα διαδικασίας.

18      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Νοεμβρίου 2015, οι πωλητές ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 18ης Απριλίου 2016 ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως.

19      Με επιστολή που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2016, οι πωλητές γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτούνται από την αίτηση παρεμβάσεως.

20      Με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2016 του προέδρου του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, οι πωλητές διαγράφηκαν από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου ως παρεμβαίνοντες και καταδικάστηκαν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στα έξοδα των λοιπών διαδίκων που σχετίζονταν με την παρέμβασή τους.

21      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2016 ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής και η υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

22      Στις 31 Ιουλίου 2017, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτή ερώτηση στην Επιτροπή, καλώντας την να απαντήσει γραπτώς. Η Επιτροπή υπέβαλε σχετικές παρατηρήσεις στις 6 Σεπτεμβρίου 2017.

23      Κατόπιν πρότασης του πρώτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

24      Στις 29 Νοεμβρίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε γραπτές ερωτήσεις, καλώντας τους να απαντήσουν γραπτώς. Οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους απαντώντας στις ερωτήσεις αυτές –η μεν προσφεύγουσα στις 14 Δεκεμβρίου 2017 και στις 8 Ιανουαρίου 2018, η δε Επιτροπή στις 13 και στις 21 Δεκεμβρίου 2017.

25      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κρίνει ότι έχει εκλείψει το αντικείμενο της προσφυγής και ότι συντρέχει λόγος κατάργησης της δίκης.

26      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιανουαρίου 2018. Την ίδια ημέρα η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της εκθέσεως ακροατηρίου.

27      Στις 6 Μαρτίου 2018, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε γραπτές ερωτήσεις, καλώντας τους να απαντήσουν γραπτώς. Το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάλεσε επίσης την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να υποβάλει ορισμένα έγγραφα και της έθεσε γραπτές ερωτήσεις, καλώντας την να απαντήσει γραπτώς. Οι διάδικοι και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό, υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις τους στις 27 Μαρτίου 2018 και στις 4 και 9 Απριλίου 2018.

28      Στις 18 Μαΐου 2018 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος της Επιτροπής για κατάργηση της δίκης.

29      Στις 12 Ιουνίου 2018 περατώθηκε η προφορική διαδικασία.

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2018, η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα επανάληψης της προφορικής διαδικασίας, βάσει του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Με διάταξη του προέδρου του πρώτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Αυγούστου 2018, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε.

31      Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την πρώτη και τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32      Στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή εν μέρει ως απαράδεκτη και εν μέρει ως αβάσιμη, επικουρικώς δε ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

33      Στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας διαδικασίας, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καταργήσει τη δίκη, χωρίς να υποβάλλει αίτημα σχετικό με τα δικαστικά έξοδα.

34      Στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η προσφεύγουσα ζητεί από Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης, χωρίς να υποβάλλει αίτημα σχετικό με τα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

35      Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης, το αίτημα κατάργησης της δίκης που υποβλήθηκε από την Επιτροπή πρέπει να ενωθεί με την ουσία της υπόθεσης και να συνεξετασθεί με τα αιτήματα περί ακυρώσεως της πρώτης και της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης που διατυπώθηκαν από την προσφεύγουσα στην κύρια διαδικασία.

1.      Επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης

36      Η προσφεύγουσα ζητεί καταρχάς την ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η Επιτροπή, αφού έκρινε ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ των πωλητών και του αγοραστή, απεφάνθη ότι ο αγοραστής δεν επηρεαζόταν από πιθανή ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές.

37      Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής της οικονομικής συνέχειας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι, δεδομένου ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring δεν πραγματοποιήθηκε στην τιμή της αγοράς, λόγω του ότι δεν υπήρξε ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων διαδικασία διαγωνισμού και τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring δεν μεταβιβάστηκαν στον προσφέροντα που υπέβαλε την καλύτερη προσφορά, υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των πωλητών και του αγοραστή λόγω της οποίας επιβάλλεται η απόφαση περί ανάκτησης των ενισχύσεων προς τους πωλητές να επεκτείνεται και στην Capricorn.

38      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατόπιν διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης και όχι κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεδομένου ότι οι αποφάσεις κίνησης επίσημης διαδικασίας της 21ης Μαρτίου και της 7ης Αυγούστου 2012 δεν αφορούσαν το ζήτημα τυχόν μεταφοράς ενισχύσεως προς την Capricorn.

39      Στο υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσφυγή, στο μέτρο που έβαλλε κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν απαράδεκτη. Υποστήριξε ειδικότερα ότι, δεδομένου ότι επρόκειτο για απόφαση συναφή και συμπληρωματική προς απόφαση εκδοθείσα κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας και διαπιστώνουσα ότι υφίστανται ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά οι οποίες πρέπει να ανακτηθούν, δεν ήταν δυνατόν η προσφεύγουσα να θεωρηθεί ότι θίγεται ατομικά από την απόφαση αυτή απλώς και μόνον αποδεικνύοντας ότι ήταν ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά θα έπρεπε να αποδείξει ότι η θέση της στην αγορά είχε επηρεαστεί ουσιωδώς από τις ενισχύσεις προς τους πωλητές, με αποτέλεσμα να τελεί σε πραγματική κατάσταση η οποία την εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη μιας τέτοιας απόφασης. Ωστόσο, η κατάσταση της προσφεύγουσας στην αγορά δεν επηρεάστηκε κατά τρόπο διαφορετικό σε σχέση με κάποιον άλλο προσφέροντα.

40      Στη συνέχεια η Επιτροπή υποστήριξε, ωστόσο, ότι έπρεπε να καταργηθεί η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκη επί της προσφυγής, περιλαμβανομένου του αιτήματος ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, για τον λόγο ότι εξέλιπε το όποιο έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας.

41      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως ειδικά ως προς το αίτημα ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης.

42      Απαντώντας στην ένσταση απαραδέκτου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατά κύριο λόγο ότι η θέση της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από τη χορήγηση της ενίσχυσης που αφορούσε την παραχώρηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn, δεδομένου ότι, λόγω της διάθεσης αυτών των περιουσιακών στοιχείων, η προσφεύγουσα αποκλείστηκε από δύο αγορές, ήτοι από την αγορά απόκτησης του Nürburgring και από την αγορά εκμετάλλευσης αυτού.

43      Υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι στην απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 104), το Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση που αφορά την οικονομική συνέχεια πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά απόφαση «συναφή και συμπληρωματική» προς την τελική απόφαση που αφορά τις συγκεκριμένες ενισχύσεις και προηγείται της απόφασης αυτής, στο μέτρο που η απόφαση περί οικονομικής συνέχειας διευκρινίζει το περιεχόμενο της τελικής απόφασης όσον αφορά την ιδιότητα του αποδέκτη των επίμαχων ενισχύσεων και, κατά συνέπεια, όσον αφορά την ιδιότητα του υπόχρεου επιστροφής των ενισχύσεως αυτών, μετά την επέλευση συμβάντος μεταγενέστερου της έκδοσης της τελικής απόφασης, όπως η εκ μέρους τρίτου εξαγορά τμήματος των στοιχείων του ενεργητικού του αρχικού αποδέκτη των ενισχύσεων.

44      Εν προκειμένω, με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή, αφού έκρινε ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ των πωλητών και του αγοραστή, απεφάνθη ότι ο αγοραστής δεν επηρεαζόταν από πιθανή ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές.

45      Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά απόφαση «συναφή και συμπληρωματική» προς την απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στους πωλητές.

46      Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προβλέπει ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να [απαιτούν] εκτελεστικά μέτρα».

47      Στο μέτρο που η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τις ενισχύσεις προς τους πωλητές, οι οποίες χορηγήθηκαν υπό μορφή ατομικών ενισχύσεων και όχι κατ’ εφαρμογήν καθεστώτος ενισχύσεων, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

48      Κατά πάγια, όμως, νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας απόφασης μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά ατομικά, μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής κατάστασης που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 942, και της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής, C-198/91, EU:C:1993:197, σκέψη 20).

49      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων έχει γίνει δεκτό ότι η απόφαση της Επιτροπής για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αφορά ατομικά, πέραν από την επιχείρηση που ωφελήθηκε από την ενίσχυση, και τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μετάσχει ενεργά στην ως άνω διαδικασία, εφόσον η θέση τους στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από το επίμαχο μέτρο ενίσχυσης (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Vtesse Networks κατά Επιτροπής, T-362/10, EU:T:2014:928, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Το κριτήριο του ουσιώδους επηρεασμού επιτρέπει να εντοπισθούν οι ανταγωνιστές που εξατομικεύονται κατά τέτοιο τρόπο από την ενίσχυση ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις παραδεκτού που έχουν περιγραφεί στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17). Συνεπώς, η ενίσχυση χαρακτηρίζει τους ανταγωνιστές που έχουν ενεργητική νομιμοποίηση σε σχέση με όλα τα άλλα πρόσωπα και τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με τον αποδέκτη της προσβαλλόμενης απόφασης. Το κατά πόσον επηρεάζεται ουσιωδώς η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά δεν εξαρτάται, επομένως, άμεσα από το ύψος της επίμαχης ενίσχυσης, αλλά από τον βαθμό στον οποίο η ενίσχυση μπορεί να επηρεάσει τη θέση του στην αγορά. Προκειμένου περί ενισχύσεων παρόμοιου ύψους, το κατά πόσον επηρεάζεται η θέση του προσφεύγοντος μπορεί να ποικίλλει αναλόγως κριτηρίων όπως το μέγεθος της συγκεκριμένης αγοράς, η ιδιαίτερη φύση της ενίσχυσης, η διάρκεια της περιόδου για την οποία χορηγήθηκε, ο κύριος ή δευτερεύων χαρακτήρας που έχει για τον προσφεύγοντα η δραστηριότητα που επηρεάζεται, καθώς και οι δυνατότητες τις οποίες διαθέτει προκειμένου να αποφύγει τις αρνητικές συνέπειες της ενίσχυσης (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Vtesse Networks κατά Επιτροπής, T‑362/10, EU:T:2014:928, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Συνεπώς, η ιδιότητα του πιθανού ανταγωνιστή δεν επαρκεί αφεαυτής για να αποκτήσει ο διοικούμενος δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προσβολή απόφασης που έχει εκδοθεί από την Επιτροπή κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας.

52      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς στις 10 Απριλίου 2014 υπέβαλε καταγγελία, προβάλλοντας ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν σύννομη και ότι η απόφαση για την ανάκτηση των ενισχύσεων προς τους πωλητές έπρεπε να επεκταθεί και στον αγοραστή.

53      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί αφεαυτής για να θεωρηθεί ότι έχει ενεργητική νομιμοποίηση. Η προσφεύγουσα πρέπει επίσης να αποδείξει ότι οι ενισχύσεις προς τους πωλητές μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς τη δική της θέση στην αγορά.

54      Στην αιτιολογική σκέψη 20 της τελικής απόφασης η Επιτροπή ανέφερε ότι τα μέτρα στήριξης υπέρ των πωλητών αφορούσαν τη χρηματοδότηση της κατασκευής και της λειτουργίας των εγκαταστάσεων του Nürburgring. Περαιτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 173 έως 176 και 178 της ίδιας απόφασης, παρατήρησε ότι οι αγορές στις οποίες υπήρχε πιθανότητα να προκληθούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό λόγω των μέτρων αυτών ήταν οι αγορές για την εκμετάλλευση πίστας αγώνων, πάρκων εκτός δρόμου, πάρκων αναψυχής, επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης, κέντρων οδηγικής ασφάλειας, σχολών οδήγησης, πολυλειτουργικών αιθουσών και συστημάτων πληρωμών χωρίς μετρητά, καθώς και οι τομείς της προώθησης του τουρισμού, της ανάπτυξης έργων, της κατασκευής ακινήτων, της διοίκησης επιχειρήσεων και της εμπορίας αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών (στο εξής: σχετικές αγορές). Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 180 της εν λόγω απόφασης η Επιτροπή επισήμανε ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι οι σχετικές αγορές έχουν ευρωπαϊκή διάσταση.

55      Απαντώντας σε μία από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που διατάχθηκαν στις 29 Νοεμβρίου 2017 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), η προσφεύγουσα παραδέχτηκε ότι μέχρι και τον χρόνο άσκησης της προσφυγής δεν είχε παρουσία στις σχετικές αγορές. Συνεπώς, δεν διατηρούσε κάποια θέση στις σχετικές αγορές η οποία θα μπορούσε να επηρεαστεί, πολλώ δε μάλλον να επηρεαστεί ουσιωδώς, από τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στους πωλητές.

56      Στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, αν δεν είχε υποστεί διακριτική μεταχείριση στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, θα ήταν σε θέση να αποκτήσει τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring και, συνεπώς, να εισέλθει στις σχετικές αγορές (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) και ότι ήταν δύσκολο να αποκτήσει ή να εκμεταλλευτεί άλλες πίστες αγώνων, λόγω της απώλειας φήμης και της αρνητικής δημοσιότητας που προκλήθηκαν από τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε στη διαδικασία του διαγωνισμού, επισημαίνεται ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 49 έως 51 ανωτέρω, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν επαρκούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης για να την εξατομικεύσουν σε σχέση με τις ενισχύσεις προς τους πωλητές και την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού όπως αυτές εκτέθηκαν στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17).

57      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προσβαλλομένη απόφαση την αφορά ατομικά.

58      Υπενθυμίζεται ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T-123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 199). Συνεπώς, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το ζήτημα αν η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης ούτε, κατά μείζονα λόγο, το αίτημα της Επιτροπής περί κατάργησης της δίκης λόγω του ότι εξέλιπε το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας για την ακύρωση της απόφασης αυτής, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη στο μέτρο που με αυτή ζητείται η ακύρωση της εν λόγω απόφασης, λόγω του ότι η προσφεύγουσα δεν επηρεάζεται ατομικά από την απόφαση αυτή.

2.      Επί του αιτήματος ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης

59      Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης την ακύρωση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

1.      Επί του παραδεκτού και επί του αιτήματος κατάργησης της δίκης

60      Στο υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, όμως, υποστήριξε ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να καταργήσει τη δίκη, περιλαμβανομένου του αιτήματος ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, για τον λόγο ότι εξέλιπε το όποιο έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αμφισβήτησε επίσης την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας σε σχέση με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση.

61      Εν προκειμένω, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς αν η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, προτού κριθεί σε ποιο μέτρο είχε και εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της απόφασης αυτής.

62      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίησή της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά. Υποστηρίζει επ’ αυτού ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ιδιαίτερη ιδιότητά της ως «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), η οποία συναρτάται με το ειδικό αντικείμενο της προσφυγής, αρκεί για την εξατομίκευσή της, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η θέση της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από την ενίσχυση που χορηγήθηκε στον αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού.

63      Με το αίτημα κατάργησης της δίκης η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεμελιώσει την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στην ιδιότητα του πιθανού αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, δεδομένου ότι, σε επιστολή της 26ης Απριλίου 2016 που απηύθυνε στην Επιτροπή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναφερόταν ότι η Capricorn κατέβαλε το σύνολο του τιμήματος της αγοράς των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και παραιτήθηκε από το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση πώλησης σε περίπτωση που η Επιτροπή λάμβανε απόφαση να ανακτηθούν από την ίδια οι ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίξει την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στην ιδιότητα του ανταγωνιστή της Capricorn, καθώς από τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που τέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας της 29ης Νοεμβρίου 2017 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω) προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν δραστηριοποιούνταν στις σχετικές αγορές.

64      Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης των ενισχύσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ως μοναδικό σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την εσωτερική αγορά, και, αφετέρου, του σταδίου της εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ως σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υπόθεσης. Μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στην τελευταία ως άνω διάταξη προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ τη διαδικαστική εγγύηση που συνίσταται στην υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής, C-198/91, EU:C:1993:197, σκέψη 22, της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C-225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 16, και της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 35).

65      Όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, διαπιστώνει, με απόφαση που λαμβάνεται βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι ένα κρατικό μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχει θεσπιστεί η διαδικαστική αυτή εγγύηση μπορούν να επιτύχουν την τήρησή της μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Για τους λόγους αυτούς, ο δικαστής της Ένωσης κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως που ασκεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση τέτοιας απόφασης, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει με την άσκηση της προσφυγής του να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 36).

66      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T-123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 68), με την υπενθύμιση ότι, εφόσον ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει υποβάλει καταγγελία, η άρνηση της Επιτροπής να κάνει δεκτή την καταγγελία πρέπει εν πάση περιπτώσει να θεωρείται ως άρνηση κίνησης της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C-322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψεις 51 έως 54).

67      Εν προκειμένω, οι διάδικοι συμφωνούν ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης των ενισχύσεων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και όχι κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας. Δεδομένου ότι, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 55 έως 57 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού που προκύπτουν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17), θα πρέπει να εξεταστεί αν έχει αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι είναι ενδιαφερόμενο μέρος, προκειμένου να κριθεί αν νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

68      Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, θεωρείται «ενδιαφερόμενο μέρος» κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης. Πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών. Η διάταξη αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιχείρηση η οποία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική του δικαιούχου της ενίσχυσης να χαρακτηρισθεί «ενδιαφερόμενο μέρος», εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά της μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς της (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 63 έως 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Επομένως, κατ’ αρχήν, κάθε επιχείρηση που επικαλείται πραγματική ή δυνητική ανταγωνιστική σχέση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

70      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, με την ενεργό συμμετοχή που είχε, μέχρι το τελικό στάδιο, στη διαδικασία του διαγωνισμού και με τη σχετική καταγγελία που υπέβαλε στην Επιτροπή, απέδειξε ότι είχε πραγματική βούληση να εισέλθει στις σχετικές αγορές και, ως εκ τούτου, απέδειξε ότι είχε την ιδιότητα του δυνητικού ανταγωνιστή της Capricorn, η οποία, σύμφωνα με την καταγγελία της προσφεύγουσας, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring ωφελήθηκε από κρατική ενίσχυση –ενίσχυση που η Επιτροπή θεώρησε με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν υπήρξε.

71      Συνεπώς, υπό το πρίσμα όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω και των εκτιμήσεων που προηγήθηκαν, πρέπει να αναγνωρισθεί στην προσφεύγουσα η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους σε σχέση με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση.

72      Όσον αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας, η Επιτροπή υποστηρίζει, με το αίτημα κατάργησης της δίκης, ότι το συμφέρον αυτό έχει εκλείψει, λόγω του ότι η Capricorn κατέβαλε το σύνολο του τιμήματος αγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και παραιτήθηκε από το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση πώλησης σε περίπτωση που η Επιτροπή λάμβανε απόφαση να ανακτηθούν από τον αγοραστή οι ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στους πωλητές (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω).

73      Επιβάλλεται, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι οι «ενδιαφερόμενοι», κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, έχουν συμφέρον να επιτύχουν την ακύρωση απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης εφόσον, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, η ακύρωση της απόφασης αυτής θα υποχρέωνε την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και θα τους έδινε τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και να επηρεάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη νέα απόφαση της Επιτροπής (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, T-388/03, EU:T:2009:30, σκέψεις 62 και 64). Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα έχει συμφέρον για την ακύρωση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, βάλλει κατά του ότι η απόφαση αυτή, με την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν χορηγήθηκε ενίσχυση στην Capricorn στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, εκδόθηκε χωρίς να έχει κινηθεί από την Επιτροπή η επίσημη διαδικασία έρευνας, κατά παραβίαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που είχε η προσφεύγουσα ως ενδιαφερόμενο μέρος.

74      Σε περίπτωση ακύρωσης της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο λόγω προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, η Επιτροπή θα ήταν κατ’ αρχήν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και θα ζητούσε από την προσφεύγουσα, ως ενδιαφερόμενο μέρος, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Συνεπώς, η ακύρωση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης δύναται αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες για την προσφεύγουσα ως ενδιαφερόμενο μέρος.

75      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα έχει ενεργητική νομιμοποίηση, ως ενδιαφερόμενο μέρος, και εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον, το οποίο συνδέεται με την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που διαθέτει ως ενδιαφερόμενο μέρος βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αίτημα κατάργησης της δίκης που υποβλήθηκε από την Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί και ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή, στο μέτρο που αφορά τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση και αποσκοπεί στην προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αντλεί η προσφεύγουσα από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

2.      Επί της ουσίας

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της έκτασης του δικαστικού ελέγχου στην περίπτωση απόφασης με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση και η οποία λαμβάνεται κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης

77      Υπενθυμίζεται εξαρχής ότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 θεσπίζουν ένα στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης των κοινοποιούμενων μέτρων ενίσχυσης το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη άποψη επί της συμβατότητας της επίμαχης ενίσχυσης προς την εσωτερική αγορά. Μετά το πέρας αυτού του σταδίου, η Επιτροπή διαπιστώνει είτε ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση είτε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το εν λόγω μέτρο ενδέχεται να μη δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά ή, αντιθέτως, να δημιουργεί τέτοιες αμφιβολίες  (απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 43).

78      Όταν η Επιτροπή, κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης, εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνει ότι ένα κρατικό μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, συγχρόνως αρνείται, σιωπηρώς, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή τόσο στην περίπτωση που η απόφαση στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή φρονεί ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 και εκδίδει τη λεγόμενη «απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων», όσο και όταν η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, συνεπώς, δεν συνιστά ενίσχυση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 52, και της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T-123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 68).

79      Κατά τη νομολογία, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση απόφασης με την οποία έχει κριθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση ή απόφασης για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, παραπονείται  κατ’ ουσίαν για το ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα περί ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, κάθε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης ή τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑287/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:395, σκέψη 60, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Ryanair κατά Επιτροπής, T-512/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:989, σκέψη 31).

80      Η απόδειξη αυτή περί ύπαρξης αμφιβολιών μπορεί να χωρήσει βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων, δεδομένου ότι τυχόν αμφιβολίες που αφορούν απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι το επίμαχο μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση μπορούν να πηγάζουν τόσο από τις συνθήκες έκδοσης της απόφασης αυτής, όπως η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και από το περιεχόμενό της, κατόπιν σύγκρισης των εκτιμήσεων επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή στην εν λόγω απόφαση με τα στοιχεία τα οποία διέθετε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της όταν απεφάνθη επί του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, 3F κατά Επιτροπής, C-646/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:36, σκέψη 31).

81      Συνεπώς, η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας αν, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που συγκέντρωσε ή που θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή της κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά την εκτίμηση του επίμαχου μέτρου. Η υποχρέωση αυτή απορρέει ευθέως από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, και επιβεβαιώνεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, ότι το επίμαχο μέτρο εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό του ως ενίσχυσης ή τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Club Hotel Loutraki κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-131/15 P, EU:C:2016:989, σκέψεις 30 έως 33, και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-289/03, EU:T:2008:29, σκέψη 328). Σε μια τέτοια περίπτωση η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας επικαλούμενη άλλες συνθήκες, όπως το συμφέρον τρίτων, λόγους που ανάγονται στην οικονομία της διαδικασίας ή άλλο λόγο διοικητικού ή πολιτικού συμφέροντος (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, T-388/03, EU:T:2009:30, σκέψη 90).

82      Κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας, ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να επικεντρώνεται στο ζήτημα αν, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν από τον προσφεύγοντα στην υπό κρίση περίπτωση, οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή στην απόφαση περί μη ύπαρξης ενισχύσεως παρουσίαζαν δυσχέρειες που θα μπορούσαν να εγείρουν αμφιβολίες και, ως εκ τούτου, να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής, C-198/91, EU:C:1993:197, σκέψη 31, και της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C-225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 34).

2)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με το αντικείμενο της προσφυγής

83      Το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στηρίζεται σε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, στο μέτρο που, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά την εκτίμηση του εν λόγω μέτρου.

84      Στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιων σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης του επίμαχου μέτρου, η προσφεύγουσα προβάλλει ιδίως νομικά σφάλματα, σφάλματα εκτίμησης και πλημμελή αιτιολογία της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης. Επίκληση των σφαλμάτων και της πλημμέλειας αυτής γίνεται, εξάλλου, στον πρώτο, τον τρίτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται, αντιστοίχως, ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι είχε δοθεί συνέχεια στη διαδικασία της πώλησης, καθώς μεταβιβάστηκε σε μεταγοραστή η συμμετοχή της Capricorn στο σχήμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, και ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι πλημμελής.

85      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, όπως η νομολογία τού επιτρέπει να πράξει (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 56 και 58), κατά πρώτον το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και εν συνεχεία, υπό το πρίσμα του σκέλους αυτού, με το οποίο προβάλλεται προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, τον πρώτο, τον τρίτο και τον πέμπτο λόγος ακυρώσεως, προκειμένου να κριθεί αν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη των λόγων αυτών επιτρέπουν να εντοπισθούν σοβαρές δυσχέρειες εκτίμησης του επίμαχου μέτρου βάσει των οποίων η Επιτροπή έπρεπε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

86      Κατά δεύτερον, θα πρέπει να εξετασθεί το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία στηρίζονται σε άλλες περιπτώσεις προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, οι οποίες ενδέχεται να επηρέασαν επίσης τη διαπίστωση της Επιτροπής, στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν υπήρχαν σοβαρές δυσχέρειες εκτίμησης του επίμαχου μέτρου που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, και το τρίτο και τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στηρίζονται σε παράλειψη επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης, εκ μέρους της Επιτροπής, της διαδικασίας του διαγωνισμού. Υπενθυμίζεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στην ύπαρξη οικονομικής συνέχειας, βάλλει μόνον κατά της πρώτης προσβαλλομένης απόφασης, σε σχέση με την οποία κρίθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν έχει ενεργητική νομιμοποίηση.

3)      Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται στην ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring

87      Η προσφεύγουσα επικαλείται, κατά πρώτον, τη διάρκεια του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης και, κατά δεύτερον, το περιεχόμενο της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης.

1)      Επί της διάρκειας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης

88      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ανέβαλε επανειλημμένως την έκδοση της απόφασής της, κατά το διάστημα μεταξύ 23ης Ιουνίου και 1ης Οκτωβρίου 2014, ημερομηνία κατά την οποία τελικά εκδόθηκε η τελική απόφαση. Επιπλέον, το διορθωτικό της τελικής απόφασης εκδόθηκε στις 13 Απριλίου 2015, ήτοι ένα και πλέον έτος μετά την υποβολή της καταγγελίας της στην Επιτροπή.

89      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική εξέταση.

90      Υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν κοινοποίησε τα επίδικα κρατικά μέτρα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση των μέτρων αυτών εντός ορισμένης προθεσμίας. Ωστόσο, η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε επιμελή εξέταση καταγγελίας που αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης ασύμβατης προς την εσωτερική αγορά, ο δε εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης και, ιδίως, σε σχέση με το πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθήσει η Επιτροπή και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, 3F κατά Επιτροπής, T-30/03 RENV, EU:T:2011:534, σκέψεις 57 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπέβαλε την καταγγελία της στην Επιτροπή στις 10 Απριλίου 2014. Η καταγγελία αυτή αφορούσε την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn σε τιμή κατώτερη της αγοραίας τιμής και την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ των πωλητών και της Capricorn η οποία δικαιολογούσε την επέκταση της απόφασης ανάκτησης των ενισχύσεων προς τους πωλητές και στην Capricorn. Υποβλήθηκαν τρεις ακόμη καταγγελίες που αφορούσαν την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring. Η τελική απόφαση εκδόθηκε την 1η Οκτωβρίου 2014, ήτοι σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών από την υποβολή της καταγγελίας της προσφεύγουσας. Ένα τέτοιο διάστημα δεν υπερβαίνει το απαιτούμενο για μια πρώτη εξέταση των ζητημάτων που σχετίζονταν με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring σε τιμή κατώτερη της αγοραίας τιμής και δεν μαρτυρεί, συνεπώς, την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης του επίμαχου μέτρου που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

92      Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του περιεχομένου της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης

93      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύει αφ’ εαυτής την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών και επικαλείται συναφώς ότι η εξέταση στην οποία προέβη η Επιτροπή είχε κενά. Τα κενά αυτά αφορούσαν, ειδικότερα, την εξέταση του ανοιχτού, διαφανούς, αμερόληπτου και άνευ όρων χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού, την εξέταση ορισμένων πραγματικών περιστατικών που ήταν κρίσιμα στο πλαίσιο αυτό, όπως η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring σε μεταγοραστή, το ζήτημα αν η διαδικασία αυτή είχε καταλήξει στην πώληση των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων στον προσφέροντα που είχε υποβάλει την υψηλότερη προσφορά καθώς και την εξέταση του ότι η Capricorn δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση εξασφάλισης της αποπληρωμής του τιμήματος της πώλησης.

94      Περαιτέρω, τα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή και τα οποία συνδέονταν με την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, καθώς και με την έλλειψη αιτιολογίας, επιβεβαίωναν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης του επίμαχου μέτρου οι οποίες δικαιολογούσαν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

95      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

96      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 285 της τελικής απόφασης, μετά από εξέταση των περιστάσεων της υπόθεσης, διαπίστωσε ότι «η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της [Nürburgring] δεν συνιστ[ούσε] κρατική ενίσχυση».

97      Στην αιτιολογική σκέψη 281 της τελικής απόφασης η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν διέθετε «αποδεικτικά στοιχεία για παραβίαση της αρχής της ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων [του Nürburgring] ή για προσφορά που βρίσκεται πάνω από την προσφορά τιμήματος της Capricorn με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση».

98      Στις αιτιολογικές σκέψεις 240, 261, 266, 271, 276 και 280 της τελικής απόφασης η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η Capricorn ήταν η προσφέρουσα που υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Όσον αφορά την εξασφάλιση της χρηματοδότησης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Capricorn είχε προσκομίσει από τον Απρίλιο του 2014 την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank AG, η οποία στήριζε την προσφορά της Capricorn (στο εξής: από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank). Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι προέβη σε δική της ανάλυση της επιστολής αυτής και έκρινε ότι η επιστολή αποτελούσε εγγύηση χρηματοδότησης, της οποίας η δεσμευτικότητα είχε επιβεβαιωθεί από τις γερμανικές αρχές.

99      Δεν είναι, συνεπώς, βάσιμο το επιχείρημα που αφορά τη διασφάλιση χρηματοδότησης της προσφοράς της Capricorn και το ζήτημα αν η διαδικασία του διαγωνισμού είχε καταλήξει στην πώληση των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων στον προσφέροντα που είχε υποβάλει την υψηλότερη προσφορά.

100    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν διενήργησε εξαντλητικό έλεγχο της διαδικασίας του διαγωνισμού. Προβάλλει, συγκεκριμένα, ότι στην τελική απόφαση δεν γινόταν μνεία του ότι υπήρξε συνέχιση της διαδικασίας της πώλησης.

101    Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο ανεπαρκής ή ελλιπής χαρακτήρας της εξέτασης που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης συνιστά ένδειξη περί της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (βλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2016, Søndagsavisen κατά Επιτροπής, T-167/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:603, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Έχει επίσης κριθεί από τη νομολογία ότι, κατά κανόνα, η νομιμότητα μιας απόφασης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81), με την υπενθύμιση ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που «μπορούσε να έχει στη διάθεσή της» η Επιτροπή είναι εκείνα που είναι κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί και τα οποία θα μπορούσαν, κατόπιν αιτήματός της, να προσκομισθούν κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 71).

103    Το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν απάντησε σε ορισμένες αιτιάσεις που είχαν προβληθεί από την προσφεύγουσα δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφανθεί επί του επίμαχου μέτρου βάσει των στοιχείων που διέθετε και ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά συνέπεια, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να συμπληρώσει την εξέτασή της (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 130).

104    Εν προκειμένω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι στην τελική απόφαση δεν απεφάνθη επί της συνέχισης της διαδικασίας της πώλησης με τη μεταβίβαση, σε μεταγοραστή, της συμμετοχής της Capricorn στο σχήμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, η οποία κατά την προσφεύγουσα πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2014, βάσει σύμβασης θεματοφυλακής που υπεγράφη στις 5 Οκτωβρίου 2014, ήτοι αφότου είχε ληφθεί η εν λόγω απόφαση.

105    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή τα οποία συνδέονταν με την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, καθώς και με την έλλειψη αιτιολογίας, επιβεβαίωναν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης του επίμαχου μέτρου. Η εξέταση του επιχειρήματος αυτού καλύπτεται από την εξέταση, κατωτέρω, του πρώτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν τα εν λόγω νομικά σφάλματα και την έλλειψη αιτιολογίας.

106    Συνεπώς, με την επιφύλαξη των αιτιάσεων που θα εξετασθούν στο πλαίσιο του πρώτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως δεν τεκμηριώνουν ότι, κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής διαδικασίας, η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες επέβαλλαν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

4)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, όσον αφορά τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού

107    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, κατ’ άρθρο 107 ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι δεν είχε χορηγηθεί κρατική ενίσχυση στον αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού

108    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι χορηγήθηκε στον αγοραστή πλεονέκτημα στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού. Προβάλλει ότι η διαδικασία αυτή δεν ήταν διαφανής. Ειδικότερα, οι πωλητές και η KPMG δεν ενημέρωσαν με σαφήνεια τους προσφέροντες σχετικά με τις προθεσμίες του διαγωνισμού, με αποτέλεσμα να πλανηθεί η προσφεύγουσα ως προς τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της τελικής προσφοράς. Ο αγοραστής υπέβαλε την τελική του προσφορά μόλις στις 10 Μαρτίου 2014, την παραμονή της ημερομηνίας κατά την οποία κατακυρώθηκαν σε αυτόν τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring, με αποτέλεσμα η προθεσμία να έχει de facto παραταθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή.

109    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν αμερόληπτη. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το φθινόπωρο του 2013 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των πωλητών και του αγοραστή, αλλά όχι με τους δικούς της εκπροσώπους, παρά την απουσία εγγυημένης χρηματοδότησης εκ μέρους του αγοραστή. Στον αγοραστή επετράπη μάλιστα να λάβει μέρος στις συνεδριάσεις των διαχειριστών των πωλητών. Επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι κανένας από τους προσφέροντες δεν προσκόμισε εγγυήσεις χρηματοδότησης για το σύνολο του τιμήματος της εξαγοράς και ότι, ως εκ τούτου, οι πωλητές δεν παραβίασαν την αρχή της ίσης μεταχείρισης μετριάζοντας κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού την απαίτηση περί εγγυημένης χρηματοδότησης ήταν, κατά την προσφεύγουσα, αβάσιμο, στο μέτρο που αυτή η τροποποίηση των όρων της πώλησης δεν γνωστοποιήθηκε στο σύνολο των προσφερόντων.

110    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο αγοραστής δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, ιδίως στο μέτρο που το μόνο στοιχείο που υπέβαλε ήταν μια δέσμευση υπό τη μορφή της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank, ήτοι μιας επιστολής έκφρασης  προθέσεων, χωρίς υποχρεωτική ισχύ, η οποία είχε προκαταρκτικό χαρακτήρα και της οποίας η δεσμευτικότητα εξαρτιόταν από την τήρηση πρόσθετων όρων και από τελική απόφαση της Deutsche Bank.

111    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είχε προτείνει την υψηλότερη τιμή εξαγοράς καθώς και εγγυημένη χρηματοδότηση.

112    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

113    Υπό το πρίσμα των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να κριθεί αν η εξέταση που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή όσον αφορά τη νομιμότητα της διαδικασίας του διαγωνισμού ήταν τέτοια που να αποκλείει  την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, ικανών να δικαιολογήσουν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας.

114    Κατά πάγια νομολογία, όταν επιχείρηση που έλαβε ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά αγοράζεται στην αγοραία τιμή, δηλαδή στην πιο υψηλή τιμή που ένας ιδιώτης επενδυτής δρων υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει για την εταιρία αυτή ως είχε, ιδίως μετά τη λήψη κρατικών ενισχύσεων, τότε το στοιχείο της ενίσχυσης έχει εκτιμηθεί στην αγοραία τιμή και έχει περιληφθεί στην τιμή πώλησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αγοραστής ευνοήθηκε σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-277/00, EU:C:2004:238, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Αντιθέτως, αν η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού των δικαιούχων κρατικών ενισχύσεων πραγματοποιήθηκε σε τιμή κατώτερη της αγοραίας, ενδέχεται να έχει μεταβιβασθεί αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στον αγοραστή (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T-123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 161).

116    Προκειμένου να εξακριβωθεί η αγοραία τιμή μπορούν να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, η τυπική διαδικασία που επελέγη για τη μεταβίβαση της εταιρίας, παραδείγματος χάριν η πώληση μέσω δημόσιου πλειστηριασμού, που θεωρείται ότι εγγυάται πώληση υπό τους όρους της αγοράς. Συνεπώς, όταν η επιχείρηση πωλείται μέσω διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού διαφανούς και άνευ όρων, μπορεί να τεκμαίρεται ότι η αγοραία τιμή αντιστοιχεί στην υψηλότερη προσφορά, πρέπει όμως να αποδειχθεί, πρώτον, ότι η προσφορά αυτή είναι δεσμευτική και αξιόπιστη και, δεύτερον, ότι δεν δικαιολογείται η συνεκτίμηση άλλων οικονομικών παραγόντων πέραν της τιμής (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-214/12 P, C-215/12 P και C‑223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψεις 93 και 94, και της 16ης Ιουλίου 2015, BVVG, C-39/14, EU:C:2015:470, σκέψη 32).

117    Κατά τη νομολογία, ο ανοικτός και διαφανής χαρακτήρας ενός διαγωνισμού αξιολογείται βάσει δέσμης ενδείξεων που αφορούν τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑277/00, EU:C:2004:238, σκέψη 95).

118    Εν προκειμένω, η βασιμότητα των αιτιάσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 114 έως 117 ανωτέρω, λαμβανομένου πάντως υπόψη ότι στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί ευθέως επί της ίδιας της νομιμότητας του διαγωνισμού.

i)      Επί της αιτίασης περί του ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν διαφανής

119    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται για την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας του διαγωνισμού, επιβάλλεται να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 9, έβδομη περίπτωση, ανωτέρω) ότι η προθεσμία για την υποβολή επιβεβαιωτικών προσφορών ορίστηκε για τις 11 Δεκεμβρίου 2013, όπως προκύπτει από την από 17 Οκτωβρίου 2013 επιστολή της KPMG, και στη συνέχεια παρατάθηκε έως τις 17 Φεβρουαρίου 2014, όπως προκύπτει από την από 17 Δεκεμβρίου 2013 επιστολή της KPMG. Στην επιστολή αυτή αναφερόταν ότι θα λαμβάνονταν υπόψη και οι προσφορές που θα υποβάλλονταν μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Διευκρινιζόταν, ωστόσο, ότι οι πωλητές θα λάμβαναν πιθανώς την απόφαση επιλογής σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την προθεσμία υποβολής των προσφορών.

120    Συνεπώς, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, όλοι οι προσφέροντες γνώριζαν ότι υπήρχε η δυνατότητα υποβολής προσφοράς και μετά τη 17η Φεβρουαρίου 2014. Ομοίως, το ότι ο αγοραστής μπόρεσε να υποβάλει την τελική του προσφορά στις 10 Μαρτίου 2014, μετά τη λήξη της προθεσμίας, και το ότι η προσφορά αυτή επελέγη στις 11 Μαρτίου 2014 είναι απολύτως σύμφωνο προς τους όρους της από 17 Δεκεμβρίου 2013 επιστολής της KPMG.

121    Επομένως, δεν προκύπτει βάσει της αιτίασης αυτής ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες σχετικές με χορήγηση πλεονεκτήματος προς τον αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού λόγω της μη διαφανούς φύσης της διαδικασίας αυτής υπό το πρίσμα της προθεσμίας που τέθηκε για την υποβολή επιβεβαιωτικής προσφοράς.

ii)    Επί της αιτίασης περί του ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν αμερόληπτη

122    Στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτίασης η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία του διαγωνισμού δεν ήταν αμερόληπτη. Προβάλλει, ειδικότερα, ότι ο αγοραστής δεν είχε αποδείξει ότι είχε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, δεδομένου ότι η από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank, η οποία στήριζε την προσφορά που εγκρίθηκε στις 11 Μαρτίου 2014, δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα.

123    Η από 17 Οκτωβρίου 2013 επιστολή της KPMG προς τους ενδιαφερόμενους επενδυτές διευκρίνιζε ότι κάθε χρηματοδότηση προερχόμενη από τρίτον έπρεπε να στηρίζεται σε δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης (βλ. σκέψη 9, ένατη περίπτωση, ανωτέρω). Συνεπώς, επιβάλλεται να ελεγχθεί αν η εξέταση που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή, η οποία υιοθετούσε την ανάλυση των γερμανικών αρχών, ήταν ικανή να άρει τις αμφιβολίες περί του δεσμευτικού χαρακτήρα τής από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank.

124    Καταρχάς, η από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή αναφέρει ότι η Deutsche Bank είναι διατεθειμένη να χορηγήσει στον αγοραστή δάνειο ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ. Οι όροι αυτής της χρηματοδότησης περιγράφονται αναλυτικά, γεγονός από το οποίο φαίνεται να προκύπτει, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ότι υπήρξε αναλυτικός έλεγχος εκ μέρους της Deutsche Bank και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αυτής και του αγοραστή.

125    Επίσης, στην από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank γίνεται επανειλημμένως αναφορά στη δέσμευση που αναλαμβάνει η Deutsche Bank έναντι της Capricorn βάσει της επιστολής αυτής. Συνεπώς, η Deutsche Bank θεωρούσε ότι δεσμεύεται από την επιστολή.

126    Όπως ορθώς υποστηρίζει επ’ αυτού η Επιτροπή, η σύγκριση μεταξύ της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank και δύο προπαρασκευαστικών μη δεσμευτικών επιστολών της Deutsche Bank που έχουν ημερομηνία 17 και 25 Φεβρουαρίου 2014 επιβεβαιώνει τον δεσμευτικό χαρακτήρα τής από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής. Συγκεκριμένα, στην από 17 Φεβρουαρίου 2014 επιστολή αναφέρεται ότι η επιστολή αυτή δεν συνιστά δέσμευση εκ μέρους της Deutsche Bank, σε αντίθεση με την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank, η οποία αναφέρεται στη δέσμευση που αναλαμβάνει η Deutsche Bank έναντι της Capricorn βάσει της εν λόγω επιστολής.

127    Τέλος, η από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank διευκρινίζει ότι η δέσμευση που αναλαμβάνεται υπόκειται σε τρεις όρους. Οι όροι αυτοί (εκτέλεση της συναλλαγής, μη ουσιώδης μεταβολή όσον αφορά τα αποκτώμενα περιουσιακά στοιχεία, απουσία παρανομίας) επέτρεπαν στην Deutsche Bank να απαλλαγεί από τη δέσμευσή της μόνον εφόσον η αγορά δεν θα πραγματοποιούνταν υπό τους προβλεπόμενους όρους.

128    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank.

129    Αντιθέτως, όπως ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 272 της τελικής απόφασης, η προσφεύγουσα ουδέποτε υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση της προσφοράς της.

130    Στις 30 Σεπτεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα υπέβαλε ενδεικτική προσφορά για το σύνολο του ενεργητικού του Nürburgring, ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ. Η εν λόγω προσφορά δεν περιλάμβανε αποδεικτικά στοιχεία για την ικανότητα χρηματοδότησής της, όπως επισημάνθηκε από την KPMG στις επιστολές της 11ης και της 17ης Δεκεμβρίου 2013, καθώς και σε επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου. Η προσφεύγουσα έλαβε επίσης την επιστολή της KPMG της 17ης Οκτωβρίου 2013, σύμφωνα με την οποία κάθε χρηματοδότηση από τρίτον έπρεπε να στηρίζεται σε δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης.

131    Στις 17 Φεβρουαρίου 2014 η προσφεύγουσα υπέβαλε τελική προσφορά ύψους 110 εκατομμυρίων ευρώ για το σύνολο του ενεργητικού. Διαβεβαίωνε στο πλαίσιο αυτό ότι είχε λάβει δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ από την DRC Capital LLP. Ωστόσο, μαζί με την προσφορά δεν προσκομίσθηκε κανένα έγγραφο της DRC Capital, όπως επισήμανε η KPMG στην προσφεύγουσα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 18ης Φεβρουαρίου 2014.

132    Στις 21 Φεβρουαρίου 2014 η προσφεύγουσα δήλωσε ότι προθεσμία δύο έως πέντε εβδομάδων θα της έδινε τη δυνατότητα να συγκεντρώσει όλες τις δεσμευτικές υποσχέσεις χρηματοδότησης. Στις 11 Μαρτίου 2014 η προσφεύγουσα υπέβαλε επικαιροποιημένη τελική προσφορά, για συνολικό ποσό ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ και επιβεβαίωσε ότι θα προσκόμιζε όλες τις δεσμευτικές υποσχέσεις χρηματοδότησης το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2014. Τέλος, διαβεβαίωσε ότι είχε λάβει δέσμευση χρηματοδότησης από την εταιρία Jupiter Financial στις 26 Μαρτίου 2014, αναγνώρισε όμως ότι δεν την είχε προσκομίσει στην KPMG. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Απριλίου 2014 η KPMG επισήμανε στη προσφεύγουσα ότι εξακολουθούσε να μην έχει λάβει γραπτή επιβεβαίωση από τα τρίτα μέρη που θα χρηματοδοτούσαν την προσφορά της.

133    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο αγοραστής, του οποίου η προσφορά έγινε δεκτή, διέθετε, καταρχάς, δύο προπαρασκευαστικές επιστολές της Deutsche Bank με ημερομηνία 17 και 25 Φεβρουαρίου 2014 και, εν συνεχεία, την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank, επί του δεσμευτικού χαρακτήρα της οποίας δεν προκύπτει ότι θα έπρεπε να αμφιβάλλει η Επιτροπή, ενώ η προσφεύγουσα, της οποίας η προσφορά δεν έγινε δεκτή, ουδέποτε υπέβαλε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο χρηματοδότησης. Επιπλέον, υπενθυμίστηκε επανειλημμένως στην προσφεύγουσα η υποχρέωση να υφίσταται δέσμευση σχετική με τη χρηματοδότηση.

134    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα, θα έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με χορήγηση πλεονεκτήματος στον αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, λόγω του ότι η διαδικασία δεν ήταν αμερόληπτη υπό το πρίσμα της υποχρέωσης να υφίσταται δέσμευση χρηματοδότησης.

iii) Επί της αιτίασης που αφορά το ύψος και τη χρηματοδότηση των προσφορών της Capricorn και της προσφεύγουσας

135    Στο πλαίσιο της παρούσας αιτίασης η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πρότεινε την υψηλότερη τιμή αγοράς, καθώς και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, ενώ η προσφορά της Capricorn, που έγινε τελικά δεκτή, ήταν χαμηλότερη από τη δική της και δεν διέθετε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.

136    Δεδομένου ότι η τελική προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα ανερχόταν σε 110 εκατομμύρια ευρώ ενώ η προσφορά της Capricorn σε 77 εκατομμύρια ευρώ, ορθώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πρότεινε υψηλότερη τιμή αγοράς σε σχέση με την Capricorn.

137    Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, η αγοραία τιμή μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στην υψηλότερη προσφορά που υποβλήθηκε στο πλαίσιο ανοικτής, διαφανούς και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών, μόνον εάν αποδειχθεί ότι η προσφορά αυτή είναι δεσμευτική και αξιόπιστη.

138    Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις επιστολές που απηύθυνε η KPMG στους ενδιαφερόμενους επενδυτές στις 19 Ιουλίου και στις 17 Οκτωβρίου 2013, για την επιλογή τους θα λαμβανόταν υπόψη η ανάγκη εξασφάλισης του κλεισίματος της συναλλαγής  (βλ. σκέψη 9, ένατη περίπτωση, ανωτέρω).

139    Η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι πρότεινε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, δεδομένου ότι ουδέποτε προσκόμισε απόδειξη της χρηματοδότησης αυτής. Από την αιτιολογική σκέψη 272 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι οι γερμανικές αρχές, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την χρηματοπιστωτική επάρκεια και φερεγγυότητα της προσφεύγουσας, μπορούσαν ευλόγως να αμφιβάλλουν για την ικανότητά της να συγκεντρώσει τους αναγκαίους πόρους για να αποπληρώσει το τίμημα που πρότεινε για την αγορά και, ως εκ τούτου, να αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία της προσφοράς της και την τήρηση της απαίτησης να είναι εξασφαλισμένη η αποπληρωμή του τιμήματος.

140    Αντιθέτως, η Capricorn διέθετε, αρχικά, δύο προπαρασκευαστικές επιστολές της Deutsche Bank της 17ης και της 25ης Φεβρουαρίου 2014 και, εν συνεχεία, την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank, ως προς τη δεσμευτικότητα της οποίας κρίθηκε ήδη ότι δεν θα έπρεπε να αμφιβάλλει η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 128 και 133 ανωτέρω).

141    Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 273 της τελικής απόφασης, στο τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο του διαγωνισμού έλαβαν μέρος μόνον ο προσφέρων 2 και η Capricorn, των οποίων οι προσφορές ήταν χαμηλότερες από αυτή της προσφεύγουσας, αλλά συνοδεύονταν από υποσχέσεις χρηματοδότησης. Συνεπώς οι πωλητές συνέκριναν την προσφορά του προσφέροντος 2 με αυτήν της Capricorn. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους δικηγόρους των πωλητών, στις 26 Φεβρουαρίου 2014 η επιβεβαιωτική προσφορά του προσφέροντος 2 ήταν η καλύτερη προσφορά, αν και χαμηλότερη από αυτή της Capricorn, και ακριβώς λόγω του υψηλότερου τιμήματος που προσέφερε η Capricorn οι πωλητές επιδίωξαν επίσης να οριστικοποιήσουν την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn. Από την αιτιολογική σκέψη 273 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι τόσο η προσφορά όσο και η υπόσχεση χρηματοδότησης που υποβλήθηκαν τελικά από την Capricorn ήταν υψηλότερες από την προσφορά και την υπόσχεση χρηματοδότησης που υπέβαλε ο προσφέρων 2.

142    Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες για το γεγονός ότι η Capricorn ήταν ο προσφέρων που είχε υποβάλει την καλύτερη δεσμευτική και αξιόπιστη προσφορά, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον την τιμή που προτάθηκε αλλά και την εξασφάλιση της συναλλαγής που προσφέρθηκε. Με άλλα λόγια, δεν αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ότι «τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα, ο οποίος υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά […] συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 276 της τελικής απόφασης, και ότι δεν υπήρχε «προσφορά που [βρισκόταν] πάνω από την προσφορά τιμήματος της Capricorn με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 281 της ίδιας απόφασης.

143    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και αυτή η αιτίαση.

144    Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 114 έως 117 ανωτέρω, η εξέταση που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή ήταν, επομένως, ικανή να εξαλείψει την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη αθέμιτου πλεονεκτήματος υπέρ του αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού και κατ’ επέκταση ως προς τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης προς τον αγοραστή. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αποκαλύπτει σοβαρές δυσχέρειες εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες θα υποχρέωναν την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

145    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την παροχή πλεονεκτήματος προς τον αγοραστή στο πλαίσιο της σύμβασης μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring

146    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι χορηγήθηκε επίσης πλεονέκτημα στον αγοραστή στο πλαίσιο της σύμβασης μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring. Από την αιτιολογική σκέψη 56 της τελικής απόφασης προκύπτει ότι η μίσθωση αυτή συνήφθη μεταξύ μιας ανεξάρτητης εταιρίας των πωλητών, η οποία ενεργούσε συγκεκριμένα υπό την ιδιότητα θεματοφύλακα των εν λόγω στοιχείων, και μιας εταιρίας εκμετάλλευσης που δημιουργήθηκε από την Capricorn, για διάστημα που θα ξεκινούσε την 1η Ιανουαρίου 2015, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μεταβατική κατάσταση που σχετιζόταν με την πιθανή εκπλήρωση του όρου από τον οποίο εξαρτήθηκε η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring προς την Capricorn, ήτοι της έκδοσης απόφασης της Επιτροπής με την οποία θα εξέλιπε κάθε κίνδυνος να κληθεί ο αγοραστής των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων να επιστρέψει τις ενισχύσεις στους πωλητές. Το ύψος του ετήσιου μισθώματος δεν υπερέβαινε τα 5 εκατομμύρια ευρώ, ενώ κατά την προσφεύγουσα θα έπρεπε να ανέρχεται σε τουλάχιστον 7,7 εκατομμύρια ευρώ.

147    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή και υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι το μίσθωμα αντιστοιχούσε απλώς σε προκαταβολή μέρους του τιμήματος της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, το οποίο ανταποκρινόταν στις συνθήκες της αγοράς.

148    Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 119 έως 133 ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς τον διαφανή και αμερόληπτο χαρακτήρα του διαγωνισμού.

149    Για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή καλώς δεν είχε αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του αγοραστή στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένης της μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, η οποία είχε συμφωνηθεί για την περίπτωση που δεν θα πληρούνταν οι όροι που είχαν τεθεί για την οριστικοποίηση της πώλησης.

150    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη χρήση δημόσιων πόρων στο πλαίσιο της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στον αγοραστή

151    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε αν χρησιμοποιήθηκαν δημόσιοι πόροι στο πλαίσιο της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο.

152    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

153    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή μπορεί να θέσει μια καταγγελία στο αρχείο όταν είναι σε θέση να αποκλείσει εκ προοιμίου ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση, αφού διαπιστώσει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T-351/02, EU:T:2006:104, σκέψη 104).

154    Εν προκειμένω η Επιτροπή, εξετάζοντας στις αιτιολογικές σκέψεις 266 έως 281 της τελικής απόφασης αν η διαδικασία του διαγωνισμού ήταν ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων και αν η Capricorn αποτελούσε τον προσφέροντα που υπέβαλε την καλύτερη προσφορά με εγγυημένη χρηματοδότηση, επιδίωκε, κατ’ ουσίαν, να ελέγξει αν τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring είχαν πωληθεί στην αγοραία τιμή, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω.

155    Αν η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring είχε πραγματοποιηθεί σε τιμή κατώτερη της αγοραίας, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 115 ανωτέρω, θα μπορούσε να έχει χορηγηθεί αθέμιτο πλεονέκτημα στον αγοραστή (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T-123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 161). Συνεπώς, η εξέταση της Επιτροπής αφορούσε το ζήτημα αν εν προκειμένω είχε χορηγηθεί ένα τέτοιο πλεονέκτημα στην Capricorn στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού.

156    Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει τέτοιου πλεονεκτήματος, δεν είχε χορηγηθεί κρατική ενίσχυση στην Capricorn στο πλαίσιο της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring. Η Επιτροπή έκρινε, δηλαδή, ότι δεν πληρούνταν μία από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, που αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος.

157    Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην Επιτροπή ότι δεν προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσον πληρούνταν η προϋπόθεση περί κρατικής παρέμβασης ή παρέμβασης μέσω κρατικών πόρων.

158    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την εξέταση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατ’ επέκταση, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του δεν προέκυψαν ενδείξεις περί αμφιβολιών ως προς τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενίσχυσης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες θα επέβαλλαν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

159    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, εξεταζόμενος υπό το πρίσμα του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί.

5)      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι δόθηκε συνέχεια στη διαδικασία της πώλησης, μέσω της μεταβίβασης σε μεταγοραστή της συμμετοχής που κατείχε η Capricorn στο σχήμα απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring

160    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε στην τελική απόφαση ότι η διαδικασία πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring ολοκληρώθηκε στις 11 Μαρτίου 2014, με την κατακύρωσή τους στην Capricorn.

161    Κατά την προσφεύγουσα, στην πραγματικότητα, οι πωλητές συνέχισαν τη διαδικασία της πώλησης από τον Ιούλιο του 2014, όταν φάνηκε η αδυναμία της Capricorn να καταβάλει τη δεύτερη δόση του τιμήματος. Πραγματοποιήθηκαν άτυπες διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2014, στο πλαίσιο των οποίων οι ίδιοι οι πωλητές πρότειναν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και οι οποίες κατέληξαν, στις 28 Οκτωβρίου 2014, στη μεταβίβαση, προς μεταγοραστή, της συμμετοχής που κατείχε η Capricorn στο σχήμα απόκτησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, η συνέχιση της διαδικασίας της πώλησης δεν ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις περί ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας.

162    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκχώρηση, σε μεταγοραστή, της συμμετοχής που κατείχε η Capricorn στο σχήμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring αποτελεί την κατάληξη της διαδικασίας πώλησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και πραγματοποιήθηκε προς όφελος των πωλητών και όχι της Capricorn. Συγκεκριμένα, η Capricorn δεν αντλούσε κανένα πλεονέκτημα από τη μεταβίβαση αυτή, πέραν της απόσβεσης των συμβατικών της υποχρεώσεων. Το γεγονός ότι το τίμημα για την εκχώρηση της εν λόγω συμμετοχής ήταν το ίδιο με το τίμημα της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn δεν δικαιολογούσε την παράλειψη κίνησης νέας διαδικασίας πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών.

163    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

164    Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 103 και 104 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι στην τελική απόφαση δεν απεφάνθη επί της συνέχισης της διαδικασίας της πώλησης με τη μεταβίβαση σε μεταγοραστή της συμμετοχής της Capricorn στο σχήμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, στο μέτρο που η μεταβίβαση αυτή, όπως αναγνωρίζει και η ίδια η προσφεύγουσα, πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

165    Επιπλέον, έστω και αν από δημοσίευμα στον Τύπο της 30ής Σεπτεμβρίου 2014 προκύπτει ότι η Deutsche Bank είχε αποσύρει τη χρηματοδότησή της από την Capricorn και ότι οι σύνδικοι της πτώχευσης αναζητούσαν νέους αγοραστές για τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει αυτές τις πληροφορίες όταν εξέδωσε την τελική απόφαση.

166    Εν πάση περιπτώσει, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 114 έως 117 ανωτέρω και όπως υποστήριξε η Επιτροπή στις από 13 Δεκεμβρίου 2017 παρατηρήσεις της απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, σκοπός της εξέτασης της Επιτροπής ήταν να εξακριβώσει, προκειμένου να ελέγξει αν τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring μεταβιβάστηκαν στην αγοραία τιμή, κατά πόσον η διαδικασία του διαγωνισμού ήταν ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων. Σε αντίθετη περίπτωση, η πώληση θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί σε τιμή χαμηλότερη της αγοραίας και να έχει μεταφερθεί στον αγοραστή αθέμιτο πλεονέκτημα.

167    Κατά συνέπεια, η ενίσχυση που κατά την προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) έπρεπε να έχει διαπιστωθεί από την Επιτροπή στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση και αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που κατέβαλε η Capricorn για τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring και της αγοραίας τιμής των ίδιων περιουσιακών στοιχείων χορηγήθηκε  βάσει της παραδοχής αυτής στην Capricorn στις 11 Μαρτίου 2014, ημερομηνία κατακύρωσης των στοιχείων του ενεργητικού του Nürburgring στην Capricorn και υπογραφής της σύμβασης πώλησης που καθόριζε το τίμημα εξαγοράς των εν λόγω στοιχείων του Nürburgring που έπρεπε να καταβληθεί από την Capricorn. Συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά που είναι μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής, όπως οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η Capricorn κατά το στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης πώλησης και η πώληση και η μεταβίβαση εκ μέρους της Capricorn προς μεταγοραστή της συμμετοχής της στο σχήμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, δεν ασκούσαν επιρροή στην εξέταση του ζητήματος αν είχε χορηγηθεί ενίσχυση στην Capricorn στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού.

168    Τέλος, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή στις από 13 Δεκεμβρίου 2017 παρατηρήσεις της απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, αν η προσφεύγουσα επιθυμούσε να εξετασθεί επίσης από την Επιτροπή η ύπαρξη νέας ενίσχυσης που σχετιζόταν με την προβαλλόμενη συνέχιση της διαδικασίας πώλησης μετά την έκδοση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, έπρεπε να είχε υποβάλει νέα σχετική καταγγελία.

169    Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στο ότι δεν ελήφθη υπόψη η συνέχιση της διαδικασίας πώλησης μετά την έκδοση της δεύτερης προσβαλλομένης απόφασης, δεν επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες επέβαλλαν να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας.

170    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, εξεταζόμενος υπό το πρίσμα του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί.

6)      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας

171    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στις αιτιάσεις της που αφορούσαν, πρώτον, την εξέταση της απαίτησης εξασφάλισης της συναλλαγής, δεύτερον, τη συνέχιση της διαδικασίας της πώλησης και την εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring σε μεταγοραστή, τρίτον, τη χρήση κρατικών πόρων και τη συμμετοχή του κράτους στη σύναψη της πώλησης και της μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, τέταρτον, τη συμπληρωματική χορήγηση κρατικής ενίσχυσης ύψους έξι εκατομμυρίων ευρώ υπέρ του αγοραστή, που αντιστοιχούσε στη μερική καταβολή του τιμήματος της πώλησης που εισπράχθηκε από τα κέρδη χρήσης 2014 του διαχειριστή του Nürburgring (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), πέμπτον, τον ρόλο του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε τον αγοραστή και τους πωλητές, έκτον, τον μεροληπτικό χαρακτήρα της διαδικασίας του διαγωνισμού όσον αφορά τις συμφωνίες για την εκμετάλλευση του Nürburgring, έβδομον, τη σύμβαση μίσθωσης μεταξύ του αγοραστή και των πωλητών και το ζήτημα αν αυτή ισοδυναμούσε με κρατική ενίσχυση και, όγδοον, τον έλεγχο του τιμήματος απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring βάσει της γνώμης των ειδικών.

172    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε σαφή και μη διφορούμενη αιτιολογία όσον αφορά, αφενός, τον οργανισμό που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56 της τελικής απόφασης, ο οποίος δημιουργήθηκε μετά την ολοκλήρωση της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, προκειμένου να διασφαλιστεί η προσωρινή εκμετάλλευση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων εν αναμονή μιας εκτελεστής απόφασης της Επιτροπής για την αποσαφήνιση της νομικής κατάστασης της Capricorn όσον αφορά τις ενισχύσεις προς τους πωλητές, και, αφετέρου, την ανάγκη εξασφάλισης της συναλλαγής.

173    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν παρουσίασε λεπτομερέστερη αιτιολογία σε σχέση με τις αλλαγές που υποστήριξε ότι επήλθαν στην πρακτική της σε θέματα λήψης αποφάσεων, στο πλαίσιο της εξέτασης της ανάγκης εξασφάλισης της συναλλαγής και των δεσμών μεταξύ των συνδίκων της πτώχευσης και του κράτους.

174    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

175    Η απαιτούμενη από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις, αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 88 και 89, της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C-408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψη 56, και της 30ής Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, C‑494/06 P, EU:C:2009:272, σκέψεις 48 και 49). Η Επιτροπή οφείλει να εκθέτει επαρκώς στον καταγγέλλοντα τους λόγους για τους οποίους τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προβλήθηκαν με την καταγγελία δεν ήταν επαρκή για να αποδείξουν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 64, και της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 89).

176    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 266 έως 281 της τελικής απόφασης, υπό τον τίτλο «Καταγγελίες για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων [του Nürburgring]», εκτίθενται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Η παράθεση των λόγων αυτών είναι επαρκής ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το μέτρο και ο δικαστής της Ένωσης να είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του, καθώς και ώστε η προσφεύγουσα να είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προβλήθηκαν με την καταγγελία της δεν ήταν επαρκή για να αποδείξουν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

177    Ειδικότερα, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να εξετάσει τις αιτιάσεις σχετικά με την επιτακτική ανάγκη διασφάλισης της συναλλαγής, οι οποίες εξετάσθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 272 και 273 της τελικής απόφασης, σχετικά με την απόδειξη της χρηματοδότησης των προσφορών της προσφεύγουσας και της Capricorn, τη διαπραγμάτευση συμφωνιών σχετικά με την εκμετάλλευση του Nürburgring από την Capricorn, στην οποία γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 275, στοιχείο εʹ, της ίδιας απόφασης, ή τον ρόλο του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε τον αγοραστή και τους πωλητές, ο οποίος μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 275, στοιχείο ιʹ, της εν λόγω απόφασης.

178    Συνεπώς, ακόμη και αν η Επιτροπή δεν απάντησε σε άλλες αιτιάσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα στην καταγγελία της, μια τέτοια παράλειψη δεν θα μπορούσε να αποτελεί παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να εκθέτει άλλα στοιχεία πέραν των πραγματικών περιστατικών και των νομικών στοιχείων που θεωρεί ότι έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της απόφασης. Συγκεκριμένα, ο αναγκαίος συσχετισμός μεταξύ των λόγων που προέβαλε ο καταγγέλλων και της αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αντικρούσει κάθε επιχείρημα που προβλήθηκε προς στήριξη των λόγων αυτών (βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C-341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, T‑102/07 και T-120/07, EU:T:2010:62, σκέψη 180 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

179    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση απόφασης που εκδίδεται κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης των ενισχύσεων η οποία, δεδομένου ότι λαμβάνεται εντός σύντομων προθεσμιών, πρέπει να περιέχει μόνον τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή φρονεί ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου προς την κοινή αγορά, τέτοιων που θα δικαιολογούσαν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C-225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 48, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 65).

180    Συνεπώς, από την εξέταση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας, δεν προκύπτει ότι κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες εκτίμησης της πώλησης περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες επέβαλλαν να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας.

181    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

182    Ως εκ τούτου, ούτε το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως ούτε ο πρώτος, ο τρίτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες εκτίμησης της πώλησης περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες επέβαλλαν να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας.

7)      Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999

183    Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, καθόσον δεν την ενημέρωσε για την πρόθεσή της να απορρίψει την καταγγελία της και δεν την κάλεσε να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις.

184    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

185    Το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013, που να τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (ΕΕ 2013, L 204, σ. 15), ορίζει ότι, «[ό]ταν η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν συμμορφώνεται με το υποχρεωτικό έντυπο καταγγελίας ή ότι τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος δεν παρέχουν επαρκείς λόγους που συνηγορούν, βάσει μιας πρώτης εξέτασης, για την ύπαρξη παράνομης ενίσχυσης ή κατάχρησης ενισχύσεων, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος και του ζητά να διατυπώσει παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας που κανονικά δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα». Περαιτέρω, «[α]ν ο ενδιαφερόμενος δεν γνωστοποιήσει τις απόψεις του εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί […]».

186    Το άρθρο 20, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 734/2013, ορίζει ότι «[η] Επιτροπή αποστέλλει στον καταγγέλλοντα αντίγραφο της απόφασης για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της καταγγελίας».

187    Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κανόνα που διατυπώνεται στο σημείο 48 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 2009, C 136, σ. 13), ο οποίος προβλέπει ότι, εντός δώδεκα μηνών, η Επιτροπή κατ’ αρχήν θα προσπαθεί να εκδίδει απόφαση για υποθέσεις προτεραιότητας βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, και να αποστέλλει αντίγραφο στον καταγγέλλοντα ή να αποστέλλει μια πρώτη διοικητική επιστολή στον καταγγέλλοντα, στην οποία θα εξηγεί τις προκαταρκτικές της απόψεις για υποθέσεις που δεν λαμβάνουν προτεραιότητα.

188    Κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του κανονισμού 659/1999, το οποίο διέπει τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου μέρους, η Επιτροπή, αφού λάβει από αυτό πληροφορίες για εικαζόμενες παράνομες ενισχύσεις, είτε αποφαίνεται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να εξετάσει την περίπτωση και ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος είτε λαμβάνει απόφαση για την υπόθεση σε σχέση με το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C-322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 55).

189    Η Επιτροπή εν προκειμένω έλαβε απόφαση εξετάζοντας τις πληροφορίες που προσκομίσθηκαν από την προσφεύγουσα και λαμβάνοντας θέση επί των πληροφοριών αυτών.

190    Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999.

191    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

192    Εν συνεχεία πρέπει να εξετασθεί το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, προτού εξετασθεί το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

8)      Επί του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράλειψη επιμελούς εξέτασης της καταγγελίας της προσφεύγουσας

193    Με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν διενήργησε επιμελή εξέταση της διαδικασίας του διαγωνισμού. Ειδικότερα, δεν ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τους πωλητές και τις γερμανικές αρχές και στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στις πληροφορίες που είχαν προσκομισθεί από τους συνδίκους της πτώχευσης στις γερμανικές αρχές, ενώ θα έπρεπε να έχει επαληθεύσει την αξιοπιστία των πληροφοριών αυτών. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έκανε δεκτό το από 6 Ιουλίου 2014 αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο της ζητούσε να απευθύνει πρόσθετα ερωτήματα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη.

194    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

195    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα τις καταγγελίες που λαμβάνει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, υποχρέωση βάσει της οποίας ενδέχεται να χρειαστεί να διερευνήσει μια καταγγελία βαίνοντας πέραν της απλής εξέτασης των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποίησε ο καταγγέλλων και εξετάζοντας στοιχεία που δεν επικαλέσθηκε ρητώς ο καταγγέλλων (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 62, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C-290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 90).

196    Στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, μολονότι το κράτος μέλος, βάσει του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, πρέπει να συνεργάζεται με την Επιτροπή παρέχοντάς της τα στοιχεία που χρειάζεται για να αποφανθεί επί του αν το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, γεγονός παραμένει ότι η Επιτροπή, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, υπέχει υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης και ότι η υποχρέωση αυτή της επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να εξετάζει προσεκτικά τα στοιχεία που της παρέχουν τα κράτη μέλη (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2008, TV2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-309/04, T-317/04, T-329/04 και T-336/04, EU:T:2008:457, σκέψη 183 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

197    Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει μεν ορισμένο περιθώριο εκτίμησης, αλλά δεν μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης, να μη ζητεί να τεθούν στη διάθεσή της πληροφοριακά στοιχεία τα οποία προκύπτει ότι θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν άλλα στοιχεία που αφορούν την εξέταση του επίμαχου μέτρου, των οποίων όμως η αξιοπιστία δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2008, SIC κατά Επιτροπής, T-442/03, EU:T:2008:228, σκέψη 225).

198    Τέλος, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που θεσπίζει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ η Επιτροπή πρέπει να διαμορφώνει την εκτίμησή της υπό το φως τόσο των πληροφοριών που γνωστοποιεί το οικείο κράτος μέλος όσο και εκείνων που της παρέχουν τυχόν καταγγέλλοντες (απόφαση της 3ης Μαΐου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-204/97, EU:C:2001:233, σκέψη 35).

199    Η προσφεύγουσα με την πρώτη της αιτίαση προβάλλει ότι η καταγγελία της δεν εξετάσθηκε επιμελώς, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν έκανε δεκτό το από 6 Ιουλίου 2014 αίτημά της να υποβάλει πρόσθετες ερωτήσεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη.

200    Ως προς το ζήτημα αυτό υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 178 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της απόφασης (βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C-341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, T-102/07 και T-120/07, EU:T:2010:62, σκέψη 180 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

201    Συνεπώς, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αναζητήσει ή να επαληθεύσει τις πληροφορίες που ήταν αναγκαίες προκειμένου να λάβει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

202    Με τη δεύτερη αιτίαση η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καταγγελία της δεν εξετάσθηκε επιμελώς, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τους πωλητές και τις γερμανικές αρχές και στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο σε πληροφορίες που είχαν προσκομισθεί από τους συνδίκους της πτώχευσης στις γερμανικές αρχές.

203    Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές πληροφορίες στις 23 Μαΐου και στις 4 και 7 Ιουλίου 2014 και οι πληροφορίες αυτές διαβιβάστηκαν στις 23 Απριλίου, στις 26 Μαΐου και στις 10 Ιουλίου 2014. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής συναντήθηκαν με εκπροσώπους των γερμανικών αρχών, με τους συνδίκους της πτώχευσης και με την KPMG στις 22 Ιουλίου και στις 5 Σεπτεμβρίου 2014.

204    Στις αιτιολογικές σκέψεις 272 έως 276 της τελικής απόφασης η Επιτροπή εξέτασε και αντιπαρέβαλε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, οι οποίες εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 120 της απόφασης αυτής, προς εκείνες των συνδίκων της πτώχευσης, οι οποίες διαβιβάστηκαν από τις γερμανικές αρχές και εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 135 της εν λόγω απόφασης. Η Επιτροπή παραθέτει επίσης τις δικές της διαπιστώσεις και παρατηρήσεις όσον αφορά τα κρίσιμα στοιχεία, ιδίως ως προς την απόδειξη της ικανότητας χρηματοδότησης για την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, αφενός, από την προσφεύγουσα και, αφετέρου, από την Capricorn.

205    Συνεπώς, η Επιτροπή εν προκειμένω προέβη πράγματι σε εξέταση και εκτίμηση των πληροφοριών που διαβιβάστηκαν τόσο από την προσφεύγουσα όσο και από τις γερμανικές αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η έρευνα που διενεργήθηκε από την Επιτροπή ήταν ανεπαρκής ή ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση επιμελούς εξέτασης της καταγγελίας.

206    Ως εκ τούτου, η δεύτερη αυτή αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

9)      Επί του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι δεν έγινε αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας της προσφεύγουσας

207    Με το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατέστη αδύνατη η διενέργεια αμερόληπτης εξέτασης της καταγγελίας, λόγω δήλωσης του εκπροσώπου Τύπου του αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, που καταγράφηκε από τον Τύπο στις 15 Μαΐου 2014 (στο εξής: επίδικη δήλωση). Από τη δήλωση αυτή, όπως αυτή καταγράφηκε σε δημοσίευμα Τύπου το οποίο προσκομίσθηκε από την προσφεύγουσα, προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέθετε η Επιτροπή, οι γερμανικές αρχές είχαν ακολουθήσει τις κατευθύνεις που δόθηκαν από το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής σε επιστολή του κατά την έναρξη της διαδικασίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα με την υψηλότερη προσφορά κατόπιν ανοιχτής, διαφανούς και αμερόληπτης διαδικασίας, ήτοι κατόπιν νόμιμης διαδικασίας διαγωνισμού και στην αγοραία τιμή.

208    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

209    Από πάγια νομολογία στον τομέα των συμπράξεων και της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης προκύπτει ότι πλημμέλεια, όπως τυχόν αποκαλύψεις προς τον Τύπο, η οποία δεν περιορίζεται στην έκφραση της προσωπικής απόψεως του αρμόδιου για ζητήματα ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής επί της συμφωνίας των εξεταζόμενων μέτρων προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της απόφασης που αφορά τα εν λόγω μέτρα αν αποδειχθεί ότι ελλείψει αυτής της πλημμέλειας η απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψη 91, και της 6ης Ιουλίου 2000, Volkswagen κατά Επιτροπής, T-62/98, EU:T:2000:180, σκέψη 283).

210    Κατά την ίδια νομολογία, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να προσκομίσει τουλάχιστον ενδείξεις που υποστηρίζουν ένα τέτοιο συμπέρασμα (απόφαση της 15 Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T-15/02, EU:T:2006:74, σκέψη 606).

211    Η νομολογία αυτή, που αφορά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία σε διαδικασίες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, και ιδίως στην παρούσα υπόθεση.

212    Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ή ένδειξη περί του ότι, αν δεν είχε μεσολαβήσει η επίδικη δήλωση, η τελική απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από την εξέταση του πρώτου, του τρίτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως καθώς και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης η Επιτροπή αντιμετώπιζε δυσχέρειες εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring οι οποίες επέβαλλαν να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι από την εξέταση του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως δεν προέκυψε ότι η έρευνα που διενεργήθηκε από την Επιτροπή ήταν ανεπαρκής ή ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση επιμελούς εξέτασης της καταγγελίας.

213    Συνεπώς, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η φύση ή το περιεχόμενο της επίδικης δήλωσης, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

214    Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν οι λόγοι που αποσκοπούσαν στην ακύρωση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης λόγω προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους οποίους η προσφεύγουσα στήριζε στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να απορριφθεί το αίτημα ακυρώσεως της απόφασης αυτής.

215    Η προσφεύγουσα υπέβαλε αιτήματα εξέτασης μαρτύρων. Δεδομένου ότι μια τέτοια εξέταση δεν παρίσταται αναγκαία για την επίλυση της ένδικης διαφοράς και ιδίως για να εξακριβωθεί αν τα πραγματικά περιστατικά ή οι ενδείξεις που προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα έπρεπε να είχαν προκαλέσει αμφιβολίες στην Επιτροπή, τα αιτήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

216    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτη και κατά τα λοιπά ως αβάσιμη.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

217    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το αίτημα κατάργησης της δίκης θα συνεξετασθεί με την ουσία της διαφοράς.

2)      Απορρίπτει το αίτημα κατάργησης της δίκης.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή.

4)      Η NeXovation, Inc. φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Pelikánová

Valančius

Nihoul

Svenningsen

 

      Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιουνίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.