Language of document : ECLI:EU:T:2011:127

Υπόθεση T-33/09

Πορτογαλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου διαπιστώνουσας παράβαση κράτους μέλους – Χρηματική ποινή – Αίτημα καταβολής – Κατάργηση της επίδικης νομοθεσίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου – Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από κράτος μέλος κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί καθορισμού του ποσού της κατ’ εφαρμογήν αποφάσεως του Δικαστηρίου οφειλόμενης χρηματικής ποινής

(Άρθρα 225 § 1, εδ. 1, ΕΚ, 228 § 2 ΕΚ και 230 ΕΚ)

2.      Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως και επιβάλλεται χρηματική ποινή – Αρμοδιότητα της Επιτροπής ως προς τον υπολογισμό του ποσού της επιβληθείσας από το Δικαστήριο χρηματικής ποινής – Όρια

(Άρθρα 226 ΕΚ έως 228 ΕΚ)

1.      Η Συνθήκη ΕΚ δεν προβλέπει ειδική διάταξη όσον αφορά τη διευθέτηση των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ κράτους μέλους και της Επιτροπής όσον αφορά την είσπραξη ποσών οφειλόμενων υπέρ του προϋπολογισμού της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν αποφάσεως του Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ και επιβάλλει σε κράτος μέλος υποχρέωση καταβολής χρηματικής ποινής στην Επιτροπή.

Ως εκ τούτου, χωρούν τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη ΕΚ ένδικα μέσα, η δε απόφαση με την οποία η Επιτροπή καθορίζει το ποσό της χρηματικής ποινής που το κράτος μέλος οφείλει κατόπιν της καταδίκης του μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί τέτοιας προσφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 225, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής πάντως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αποκλειστική αρμοδιότητα που τα άρθρα 226 ΕΚ και 228 ΕΚ αναγνωρίζουν στο Δικαστήριο. Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί δηλαδή να αποφανθεί, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ κατά αποφάσεως της Επιτροπής που αφορά την εκτέλεση τέτοιου είδους αποφάσεως του Δικαστηρίου, επί ζητήματος το οποίο άπτεται της εκ μέρους του κράτους μέλους παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ και του οποίου δεν έχει επιληφθεί στο παρελθόν το Δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 62-67)

2.      Στο πλαίσιο της εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή σε κράτος μέλος, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει τα μέτρα που το κράτος μέλος έλαβε προς συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποτρέψει το ενδεχόμενο το κράτος μέλος που παρέβη τις υποχρεώσεις του να περιοριστεί στη λήψη μέτρων τα οποία στην πραγματικότητα έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Ωστόσο, η άσκηση αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως δεν πρέπει να θίγει ούτε τα δικαιώματα –και ειδικότερα τα δικονομικά δικαιώματα– των κρατών μελών, όπως απορρέουν από τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, ούτε την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της συμβατότητας εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο. Ο καθορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατών μελών και η κρίση επί της συμπεριφοράς τους επέρχονται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου, βάσει των άρθρων 226 ΕΚ έως 228 ΕΚ. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποφασίσει στο πλαίσιο αυτό ότι τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί με απόφαση δεν συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο και ακολούθως να αντλήσει από τα μέτρα αυτά συνέπειες για τον υπολογισμό της επιβληθείσας από το Δικαστήριο χρηματικής ποινής. Αν η Επιτροπή κρίνει ότι το νέο νομικό καθεστώς που εισήγαγε κράτος μέλος εξακολουθεί να μην αποτελεί ορθή μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 81-82, 88-89)