Language of document : ECLI:EU:C:2024:338

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 18ης Απριλίου 2024 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 29/2009 – Απαιτήσεις για τις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Ουρανό – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Πάροχος υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας ο οποίος έχει ορισθεί από το οικείο κράτος μέλος – Παράλειψη του παρόχου να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι μονάδες που παρέχουν υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας να έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται τις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται με τον ως άνω κανονισμό – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑599/22,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 16 Σεπτεμβρίου 2022,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την B. Sasinowska, καθώς και από τους Δ. Τριανταφύλλου και G. Wilms,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τη Σ. Χαλά,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Piçarra, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας (στο εξής: πάροχος ATS) τον οποίον έχει ορίσει συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 29/2009 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό απαιτήσεων για τις υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Ουρανό (ΕΕ 2009, L 13, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/310 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 56, σ. 30) (στο εξής: κανονισμός 29/2009), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 29/2009 είχε ως εξής:

«Η παρατηρούμενη και αναμενόμενη αύξηση της αεροπορικής κίνησης στην Ευρώπη απαιτεί εκ παραλλήλου αυξημένη ικανότητα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, χρειάζονται επιχειρησιακές βελτιώσεις, ιδίως για να βελτιωθεί η απόδοση των επικοινωνιών μεταξύ ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και χειριστών. Τα κανάλια φωνητικών επικοινωνιών παρουσιάζουν βαθμιαία συμφόρηση και πρέπει να συμπληρωθούν από επικοινωνίες ζεύξης δεδομένων αέρος-εδάφους.»

3        Το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων», όριζε στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Οι πάροχοι ATS εξασφαλίζουν ότι οι μονάδες ATS που παρέχουν υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας μέσα στον αναφερόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 3, εναέριο χώρο έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται τις υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημα II.»

4        Το άρθρο 15 του κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Έναρξη ισχύος και εφαρμογή», προέβλεπε στο δεύτερο εδάφιο τα ακόλουθα:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 5 Φεβρουαρίου 2018.»

5        Κατά την αρχική διατύπωση της ως άνω διατάξεως, ως ημερομηνία κατά την οποία ο κανονισμός άρχιζε να ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος καθοριζόταν η 7η Φεβρουαρίου 2013.

6        Το παράρτημα II του κανονισμού 29/2009, το οποίο έφερε τον τίτλο «Καθορισμός των υπηρεσιών ζεύξης δεδομένων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4, 5 και 7 και στο παράρτημα IV», είχε ως εξής:

«1.      Καθορισμός της ικανότητας έναρξης επικοινωνιών ζεύξης δεδομένων (DLIC)

Η υπηρεσία DLIC επιτρέπει την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την αποκατάσταση επικοινωνιών ζεύξης δεδομένων μεταξύ επίγειων και αεροφερόμενων συστημάτων ζεύξης δεδομένων.

[...]

2.      Καθορισμός της υπηρεσίας διαχείρισης των επικοινωνιών ATC (ACM)

Η υπηρεσία ACM παρέχει αυτόματη συνδρομή στα ιπτάμενα πληρώματα και τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας για την εκτέλεση της μεταβίβασης επικοινωνιών ATC (φωνητικών και δεδομένων) [...]

[...]

3.      Καθορισμός της υπηρεσίας εξουσιοδοτήσεων και πληροφοριών ATC (ACL)

Η υπηρεσία ACL παρέχει σε ιπτάμενα πληρώματα και ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας την ικανότητα επιχειρησιακών ανταλλαγών [...]

[...]

4.      Καθορισμός της υπηρεσίας δοκιμής μικροφώνου ATC (AMC)

Η υπηρεσία AMC παρέχει σε ιπτάμενα πληρώματα και ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας την ικανότητα αποστολής εντολής ταυτόχρονα σε πολλά αεροσκάφη που διαθέτουν εξοπλισμό ζεύξης δεδομένων, για να δίδεται εντολή στα ιπτάμενα πληρώματα να ελέγξουν ότι ο εξοπλισμός τους για φωνητικές επικοινωνίες δεν δημιουργεί φραγή σε συγκεκριμένο φωνητικό δίαυλο.

[...]»

 Η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία

7        Στις 11 Οκτωβρίου 2018 η Επιτροπή απέστειλε στην ελληνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας έγγραφο στο οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες της για την καθυστέρηση ως προς την υλοποίηση των υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού 29/2009. Στις 14 Οκτωβρίου 2018 η Επιτροπή ενημερώθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία ότι η υλοποίηση των υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων είχε προγραμματισθεί μόλις για τον Δεκέμβριο του 2020.

8        Στις 15 Μαΐου 2020 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή, καλώντας την να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, το οποίο προβλέπει ότι οι πάροχοι ATS διασφαλίζουν ότι οι μονάδες ATS που παρέχουν υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας εντός του εναέριου χώρου τον οποίο αφορά ο εν λόγω κανονισμός έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται τις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού.

9        Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, η Ελληνική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι θα δρομολογούνταν διαδικασία διαγωνισμού με αντικείμενο την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων μόλις το αρμόδιο υπουργείο ενέκρινε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για το έτος 2020.

10      Στις 18 Φεβρουαρίου 2021 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, με την οποία την καλούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009.

11      Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2021, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι στις 12 Μαρτίου 2021 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων.

12      Στις 15 Ιουλίου 2021 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με την οποία διαπίστωνε, αφενός, ότι η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην έχει συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, στο μέτρο που ο πάροχος ATS τον οποίο είχε ορίσει το εν λόγω κράτος μέλος δεν διασφάλιζε ότι οι μονάδες ATS που παρέχουν υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας εντός του υπό τη δικαιοδοσία της Ελλάδας εναέριου χώρου έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται κάποια από τις τέσσερις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού. Αφετέρου, με την ίδια αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή υπενθύμισε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Η Επιτροπή καλούσε επίσης το καθού κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του εντός προθεσμίας δύο μηνών από την αποστολή της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης.

13      Με την από 15ης Σεπτεμβρίου 2021 απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή για την πρόοδο της διαδικασίας του διαγωνισμού με αντικείμενο την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος παροχής υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων.

14      Ωστόσο, στις 25 Φεβρουαρίου 2022, απαντώντας σε έγγραφο υπομνήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν ότι ο διαγωνισμός βρισκόταν στο στάδιο εξετάσεως των προσφορών. Με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2022, οι εν λόγω αρχές διευκρίνισαν ότι η σύμβαση δεν είχε ακόμη συναφθεί.

15      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο ορισθείς πάροχος ATS συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, μολονότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών από τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, καθόσον δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πάροχος ATS τον οποίον έχει ορίσει συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω διάταξη, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

17      Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι ο κανονισμός 29/2009 εφαρμοζόταν, βάσει του άρθρου 15, από τις 5 Φεβρουαρίου 2018 και ότι, επομένως, από την εν λόγω ημερομηνία οι πάροχοι ATS τους οποίους όρισαν τα κράτη μέλη όφειλαν, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, να διασφαλίζουν ότι οι οικείες μονάδες ATS έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται τις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού. Κατά το ανωτέρω θεσμικό όργανο, όμως, η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην έχει συμμορφωθεί προς την ως άνω υποχρέωση κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής.

18      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Ελληνική Δημοκρατία, μολονότι αναγνωρίζει ότι όφειλε πράγματι, διά της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, την οποία είχε ορίσει ως πάροχο ATS, να παρέχει υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων αεροναυτιλίας από τον Φεβρουάριο του 2018, αμφισβητεί ωστόσο τα επιχειρήματα της Επιτροπής. Πρώτον, το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι έλαβε σταδιακά όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού 29/2009 και ότι ενημέρωνε σχετικώς ανά τακτά διαστήματα την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασίας. Εντούτοις, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, καθόσον η προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος ζεύξεως δεδομένων υπόκειται σε διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και καθόσον ασκήθηκε προσφυγή από έναν εκ των υποψηφίων που είχαν υποβάλει προσφορά, η ελληνική νομοθεσία επιτάσσει να έχει εκδοθεί πρώτα η δικαστική απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως και ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία κατακυρώθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Εν προκειμένω, υποστηρίζεται ότι, ως εκ τούτου, η ελληνική εκτελεστική εξουσία κωλυόταν να συνάψει τη σύμβαση για την προμήθεια και εγκατάσταση του συστήματος παροχής υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων αεροναυτιλίας με τον επιλεγέντα υποψήφιο εν αναμονή δικαστικής αποφάσεως.

19      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι, τόσο στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή προβάλλει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει κατά ποίον τρόπο το καθού κράτος μέλος παρέβη τη διάταξη αυτή, αλλά απλώς επικαλούμενη εκτιμήσεις γενικού χαρακτήρα σχετικά με την υποχρέωση διασφαλίσεως της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί σχετικώς ότι δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ οποιαδήποτε παράβαση υποχρεώσεως που επιβάλλεται βάσει κανόνα του παράγωγου δικαίου της Ένωσης και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να προσδιορίσει τη φύση της προβαλλομένης παραβάσεως.

20      Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, προσδιορίζοντας το αντικείμενο της προσφυγής στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της, προσάπτει στο καθού κράτος μέλος ότι «παρέβη τις διατάξεις [του κανονισμού 29/2009] και ιδίως [το άρθρο του] 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ». Αντιθέτως, τόσο στο αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής όσο και στο συμπέρασμα της αιτιολογημένης γνώμης, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι οι δύο διατυπώσεις δεν είναι νομικά ταυτόσημες και ότι, επομένως, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή τροποποίησε τη νομική βάση της προβαλλομένης παραβάσεως σε σχέση με την αιτιολογημένη γνώμη, στοιχείο που συνιστά λόγο απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής.

21      Εν κατακλείδι, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η αναθέτουσα αρχή είναι πλέον σε θέση να συνάψει σύμβαση με αντικείμενο την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος ζεύξεως δεδομένων, έτσι ώστε το συγκεκριμένο σύστημα να είναι λειτουργικό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024.

22      Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο κανονισμός 29/2009 εκδόθηκε το 2009 και ότι η ελληνική αρμόδια αρχή διαπίστωσε μόλις το 2018 την έλλειψη του συστήματος υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων αεροναυτιλίας του οποίου τη θέση σε λειτουργία προέβλεπε ο συγκεκριμένος κανονισμός, δηλαδή μετά την εκπνοή της μακράς προθεσμίας για συμμόρφωση που τασσόταν με τον κανονισμό, με συνέπεια η Ελληνική Δημοκρατία να κινήσει διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως για τον ορισμό επιχειρήσεως δυνάμενης να παρέχει και να εκμεταλλεύεται τις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων μόλις το 2020. Η υψηλή, όμως, πιθανότητα ασκήσεως προσφυγών από ορισμένους υποψηφίους που είχαν υποβάλει προσφορά έπρεπε να έχει παρωθήσει τις αρμόδιες αρχές να κινήσουν τη διαδικασία αρκετά πριν από το 2018, ούτως ώστε το σύστημα να είναι λειτουργικό από το έτος θέσεως σε εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, το θεσμικό όργανο επισημαίνει ότι η αρχική προθεσμία για την εφαρμογή του κανονισμού μετατέθηκε κατά σχεδόν πέντε έτη, γεγονός το οποίο παρείχε στην Ελληνική Δημοκρατία αντίστοιχο επιπλέον χρονικό περιθώριο προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που επέβαλλε ο κανονισμός.

23      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η παράβαση την οποία προβάλλει αφορά σαφώς παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009. Επισημαίνει συναφώς ότι το συμπέρασμα της αιτιολογημένης γνώμης και το αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής είναι πανομοιότυπα και ότι, επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί ουδεμία αντίφαση ή μετατροπή της νομικής βάσεως της συγκεκριμένης αιτιολογημένης γνώμης. Προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει και καθόσον γίνεται λόγος για συνδυαστική εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009 και του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, η σειρά με την οποία μνημονεύεται καθεμία από τις εν λόγω διατάξεις στερείται σημασίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί του παραδεκτού

24      Η Ελληνική Δημοκρατία εγείρει, κατ’ ουσίαν, δύο ενστάσεις απαραδέκτου, με την πρώτη εκ των οποίων προβάλλει ότι η Επιτροπή προσάπτει στο εν λόγω κράτος μέλος παράβαση των υποχρεώσεων που αυτό υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, χωρίς να εξηγεί με τρόπο αρκούντως σαφή ποιες είναι οι υποχρεώσεις τις οποίες θεωρεί ότι παρέβη το καθού κράτος μέλος, και με τη δεύτερη ότι η Επιτροπή τροποποίησε, στην προσφυγή της, τη νομική βάση της προβαλλομένης παραβάσεως σε σχέση με την αιτιολογημένη γνώμη, η οποία αφορούσε παράβαση «του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009», ενώ στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της προσφυγής γίνεται λόγος για παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

25      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑530/16, EU:C:2018:430, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Το αντικείμενο της προσφυγής η οποία ασκείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 258 ΣΛΕΕ οριοθετείται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπει η διάταξη αυτή, η οποία έχει ως σκοπό να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του κατά των αιτιάσεων τις οποίες διατυπώνει η Επιτροπή. Επομένως, η προσφυγή πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς με την αιτιολογημένη γνώμη. Εντούτοις, η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να φτάνει μέχρι του σημείου να επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση απόλυτη σύμπτωση μεταξύ της διατυπώσεως των αιτιάσεων στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης και των αιτημάτων της προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς, όπως προσδιορίσθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, δεν έχει διευρυνθεί ή μεταβληθεί (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑530/16, EU:C:2018:430, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Όσον αφορά την πρώτη ένσταση απαραδέκτου, υπενθυμίζεται ότι από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής), C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 584 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28      Εν προκειμένω, τόσο από τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και από εκείνους που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή προσάπτει χωρίς διαφοροποίηση στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, μη διασφαλίζοντας ότι ο πάροχος ATS τον οποίο όρισε και ο οποίος υπόκειται στη δικαιοδοσία της μεριμνά ώστε οι μονάδες ATS που παρέχουν υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας στον υπό την ευθύνη του συγκεκριμένου κράτους μέλους εναέριο χώρο να έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται κάποια από τις τέσσερις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, και ότι δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υποπίπτοντας, επομένως, σε παράβαση και του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

29      Όσον αφορά τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, ότι η διατύπωση του συμπεράσματος της αιτιολογημένης γνώμης και εκείνη του αιτητικού του δικογράφου της προσφυγής είναι πανομοιότυπες και, αφετέρου, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν καταδεικνύει ότι η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην υπό κρίση προσφυγή λόγους και ισχυρισμούς που δεν μνημονεύονταν στην αιτιολογημένη γνώμη.

30      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

31      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, οι ορισθέντες από τα κράτη μέλη πάροχοι ATS οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι μονάδες ATS που παρέχουν υπηρεσίες εναέριας κυκλοφορίας εντός του εναερίου χώρου τον οποίο αφορά ο εν λόγω κανονισμός έχουν την ικανότητα να παρέχουν και να εκμεταλλεύονται τις υπηρεσίες ζεύξεως δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημά του II.

32      Βάσει του άρθρου του 15, ο ως άνω κανονισμός ετέθη σε άμεση ισχύ σε κάθε κράτος μέλος από τις 5 Φεβρουαρίου 2018.

33      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους ως είχε κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, οι δε μεταβολές που επήλθαν εν συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909), C‑125/21, EU:C:2022:213, σκέψη 17, και της 9ης Νοεμβρίου 2023, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Έλεγχος της απόκτησης και της κατοχής όπλων), C‑353/22, EU:C:2023:851, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο λήξεως της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη δίμηνης προθεσμίας, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πάροχος ATS τον οποίον όρισε συμμορφώνεται προς την υποχρέωση που μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009.

35      Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία ότι αδυνατούσε να μεριμνήσει ώστε ο ορισθείς από αυτήν πάροχος ATS να συμμορφωθεί προς την ως άνω υποχρέωση, καθόσον δεν είχε εκδικασθεί οριστικώς η προσφυγή που είχε ασκήσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ένας εκ των υποψηφίων κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως της συμβάσεως για την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος παροχής υπηρεσιών ζεύξεως δεδομένων αεροναυτιλίας, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις αναγόμενες στην εσωτερική έννομη τάξη του για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Κύπρου (Συλλογή και επεξεργασία των αστικών λυμάτων), C‑248/19, EU:C:2020:171, σκέψη 36, και της 27ης Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Αυστρίας (ΦΠΑ – Πρακτορεία ταξιδίων), C‑787/19, EU:C:2021:72, σκέψη 64].

36      Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν δύναται να επικαλεσθεί λυσιτελώς το γεγονός ότι εκκρεμεί ένδικη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της για να δικαιολογήσει ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πάροχος ATS τον οποίον όρισε συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009.

37      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πάροχος ATS τον οποίον έχει ορίσει συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 29/2009, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας τον οποίον έχει ορίσει συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 29/2009 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό απαιτήσεων για τις υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Ουρανό, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/310 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2015, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Piçarra

Jääskinen

Gavalec


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Απριλίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

N. Piçarra


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.